Τρίτη 9 Ιουνίου 2020

13 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 13η

Συνεχίζουμε με το β' μέρος του 4ου κεφαλαίου σήμερα. Το "Δήλος" είναι στην Πόλη κι ο Νικηφόρος γνωρίζει τον Νικήτα Χωνιάτη, αδελφό του Ακομινάτου, που είναι λογοθέτης (περίπου πρωθυπουργός) του αυτοκράτορα. Ο Νικήτας βλέπει, και μαζί του κι εμείς, το χάλι στο οποίο έχει περιέλθει η Πόλη εξ αιτίας των ανάξιων αυτοκρατόρων της.
*********************************************


Β’   Ο ΝΙΚΗΤΑΣ

Ο Νικηφόρος είδε πως οι Βενετοί δεν τον χρειάζονταν πια. Του έδωσαν τα χρήματα του συμβολαίου του και του είπαν ευγενικά να τους αδειάσει τη γωνιά. Ήταν Έλληνας και δεν ήθελαν πιθανούς προδότες ή κατασκόπους στα πόδια τους. Ήδη βρίσκονταν έξω από τα τείχη της πόλης όχι σαν φίλοι αλλά σαν επίδοξοι κατακτητές της. Ο Κεράτιος κόλπος ήταν γεμάτος με τα πολεμικά πλοία των Βενετών. Είχαν σπάσει την αλυσίδα προστασίας και είχαν κάψει όλα τα ρωμαϊκά πλοία που υπήρχαν εκεί. Ο Γαλατάς ήταν στα χέρια τους. Όλος ο βοράς έξω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης ήταν γεμάτος από τα στίφη των στρατιωτών του Χριστού. Ανυπομονούσαν για πόλεμο και λάφυρα. Δεν έκρυβαν τις διαθέσεις τους καθώς είχαν πια και την έγκριση του Πάπα. Θα έβαζαν στον θρόνο τον Αλέξιο, αλλιώς, θα έμπαιναν στην Πόλη. Στην μία περίπτωση θα πληρώνονταν αδρά για τον κόπο τους, στην άλλη, μόνοι τους θα αποζημίωναν τον εαυτό τους.
Τρεις φορές στο παρελθόν είχαν βρεθεί έξω από τα τείχη της πόλης, αλλά, δεν της είχαν επιτεθεί. Κάποιες φορές δίστασαν γιατί δεν είχαν ελπίδες μπροστά στο απόρθητο των τειχών. Άλλοτε τους είχαν χειριστεί διπλωματικά και σωστά οι αυτοκράτορες. Τώρα όμως ήταν διαφορετικά, Οι σταυροφόροι είχαν μαζί τους τον γιο του νόμιμου αυτοκράτορα. Ήδη καθώς έρχονταν προς τα εδώ, στο Δυρράχιο, τον είχαν ανακηρύξει σε αυτοκράτορα. Ήταν πλέον ο Αλέξιος Δ’ που θα έδιωχνε τον σφετεριστή. Διεκδικούσε για λογαριασμό του, αλλά και για τον πατέρα του. το στέμμα και την νομιμότητα. Μέσα από τα τείχη βασίλευε εδώ και επτά χρόνια ο θείος του, Αλέξιος Γ’ Άγγελος Κομνηνός,. Ήταν ένας “παράνομος” κάτοχος του θρόνου, ένας αυτοκράτορας αμφίβολης νομιμότητας.
Στις αρχές του Ιουλίου του 1203 μΧ. η κατάσταση στην Πόλη ήταν δραματική. Για πολλά χρόνια υπήρχε μεταξύ των κατοίκων της Πόλης ένα έντονο κλίμα εναντίον των Λατίνων. Έτσι αποκαλούσαν όλους τους δυτικούς. Εδώ και δεκαετίες, τα προνόμια που απολάμβαναν οι Βενετοί κι οι Γενουάτες έμποροι είχαν γίνει μισητά. Με αυτά είχαν δημιουργήσει πλούτη κι ανισότητες σε βάρος των ντόπιων. Η ανισότητα προκαλούσε συχνά στάσεις και κινήσεις του πλήθους εναντίον των ξένων. Το ποτήρι της αγανάκτησης ξεχείλισε πολλές φορές. Κανένας αυτοκράτορας της Ρωμιοσύνης δεν μπορούσε να είναι φιλικός προς την δύση. Κινδύνευε ανά πάσα στιγμή να ανατραπεί από το εξεγερμένο πλήθος. Έτσι κυβερνούσε την αυτοκρατορία κι ο Αλέξιος Γ’. Είχε ανατρέψει τον αδελφό του Ισαάκιο στηριγμένος σε αυτά τα αισθήματα του κόσμου. Ήταν όμως ανίκανος και δειλός κι είχε αφήσει τα σύνορα απροστάτευτα. Οι Τούρκοι τα λυμαίνονταν στην ανατολή κι οι Βούλγαροι κι οι Σέρβοι στον βορά. Οχυρωμένος πίσω από το έντονα αντιδυτικό αίσθημα του λαού, προσπαθούσε να μείνει στην εξουσία.
«Τα πράγματα δεν είναι καθόλου καλά εδώ» είπε ο Νικηφόρος όταν είδε την κατάσταση.
«Μήπως να φεύγαμε;» είπε η Ζωή.
«Ας κάτσουμε λίγες μέρες. Θέλω να κάνω τα εννιάμερα του πατέρα σου» της ζήτησε η μάνα της. «Αξίζει τουλάχιστον ένα μνημόσυνο!»
«Κυρία Ευανθία» είπε ο Νικηφόρος συγκαταβατικά, «και που τον θάψαμε ήταν πολύ. Αφήστε τα εννιάμερα.»
«Ναι μητέρα, ας φύγουμε με τον Νικηφόρο, τώρα που δεν έχουμε πια μαζί μας τον πατέρα. Δεν γνωρίζουμε κανέναν στην Πόλη, δεν έχουμε εμείς τις γνωριμίες του» είπε η Ζωή.
«Ίσως μας βοηθήσει ο Νικηφόρος» είπε η Ευανθία.
«Ας φύγουμε από εδώ που είναι το στρατόπεδο των Βενετών και των Φράγκων και βλέπουμε» είπε εκείνος.
«Δεν είναι ανάγκη να σου φορτωθούμε» του είπε η Ζωή. «Ας φύγουμε μόνο από τον Γαλατά που είναι επικίνδυνα. Μετά θα βρούμε εμείς ένα μέρος να μείνουμε στην Πόλη και μόνες μας. Μας άφησε χρήματα ο πατέρας μου.»
Ήταν αποφασισμένη να τα βγάλουν πέρα μόνες τους. Ο Νικηφόρος, πάλι, δεν σκόπευε να τις αφήσει μόνες στην Πόλη, στο έλεος του Θεού.
«Εντάξει, ας φύγουμε από εδώ. Δεν είναι καλά και δεν με θέλουν ούτε κι αυτοί στα πόδια τους» της απάντησε. «Θα δούμε … κάτι έχω στο νου μου.»
Θα τις κρατούσε κοντά μέχρι να τελειώσει τις δουλειές του και να αναχωρήσει από την Πόλη. Θα έβρισκε τον τρόπο ως τότε να τις εξασφαλίσει. Προς το παρόν, όμως, έπρεπε να φύγουν από τον Κεράτιο που ήταν πολύ επικίνδυνα για το πλοίο τους Ο μαύρος σταυρός που είχε ζωγραφισμένο πάνω στο κεντρικό του κατάρτι δεν θα τους προστάτευε για πολύ. Η ένταση ανάμεσα σε πολιορκημένους και πολιορκητές ανέβαινε και την φοβόταν. Δεν θα ήθελε να γίνουν, έστω και από κάποιο λάθος, θύματά της.
«Θα σας πάρω από εδώ, μην ανησυχείτε. Θα μείνετε μαζί μου για ένα διάστημα στην Πόλη. Έχω κάποιες δουλειές να κάνω. Θα φροντίσω να έρθετε με την μητέρα σου σε εννιά μέρες εδώ στον Γαλατά για το μνημόσυνο.»
«Είσαι πολύ καλός» του είπε η Ζωή με βλέμμα γεμάτο ευγνωμοσύνη. «Δεν ξέρω τι θα κάναμε χωρίς εσένα.»
«Μην ανησυχείς» ήταν το μόνο που βρήκε εκείνος να της πει.
Αυτή η γυναίκα μερικές φορές του έκοβε την ανάσα. Την είχε δει πάλι μια φορά στην Πρύμνη με τον ήλιο να δύει πίσω της και να χάνεται στον Βόσπορο. Είχε θυμηθεί την ίδια σκηνή όταν έφευγαν από τον Πειραιά. Ίσως να μην ήταν το ίδιο έντονη, όμως και πάλι η εικόνα παρέμενε μαγική. Τώρα που την είχε δει πολλές φορές από κοντά, θυμόταν πια καλά το πρόσωπο και τις εκφράσεις της. Τα μάτια της και τα μαλλιά της ήταν μαύρα ενώ το πρόσωπό της άσπρο κι ελαφρά ροδαλό. Η έκφρασή της ήταν γλυκιά κι υποβλητική. Τον επηρέαζε πολύ κάθε φορά που την κοιτούσε κατάματα. Απέφευγε να την κοιτά γιατί χανόταν μέσα στο βαθύ βλέμμα της. Απέφευγε να της μιλά γιατί μπέρδευε τα λόγια του όταν ήταν μαζί της. Ένιωθε αμήχανα κάθε φορά που την συναντούσε.
Θα έπρεπε να σκέφτεται την Αγνή, την νεαρή σύζυγό του. Θα έπρεπε να έχει στο νου του μόνον αυτή και την κοιλιά της, την φουσκωμένη από το πρώτο τους παιδί. Κι όμως, αυτός κοιμόταν κι η τελευταία του σκέψη δεν ήταν για την Αγνή. Η σκέψη που καρφωνόταν στο νου του, πριν παραδοθεί στον ύπνο, ήταν για την Ζωή.
«Να προσέχεις την μητέρα σου. Τώρα, μόνο αυτήν έχεις στον κόσμο» της είπε.
Εκείνη τον είχε κοιτάξει στα μάτια με το έντονο βλέμμα της, εκείνο που τον έκανε να παραλύει.
«Όχι μόνο. Έχω κι εσένα … που μας φροντίζεις.»
«Εντάξει, αλλά, όσο να ‘ναι …» της είχε πει αμήχανα.
Θα τις φρόντιζε όσο καλύτερα μπορούσε. Το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να φύγει απ’ τη συνοικία των Λατίνων. Βγήκε στην Προποντίδα και πέρασε στη νότια πλευρά της Πόλης. Εκεί τα λιμάνια ήταν ελεύθερα και ρωμαϊκά. Κατέβασε το πανί με τον σταυρό από το κατάρτι και μπήκε στο λιμάνι του Κοντοσκάλιου, στη θάλασσα του Μαρμαρά. Το λιμάνι αυτό βρισκόταν ανάμεσα στο μεγάλο λιμάνι του Θεοδοσίου και στο λιμάνι του παλατιού του Ιουλιανού. Τον εξέτασαν οι φρουροί κι άφησαν την σαχτούρα του να μπει. Ήταν ρωμαϊκό πλοίο, εξ άλλου τον θυμήθηκε και ο Τελώνης. Βρισκόταν πια μακριά από τα στίφη των σταυροφόρων που πολιορκούσαν την βορινή πλευρά της πόλης.
Τις άφησε στο πλοίο και ξεκίνησε να βρει τον Νικήτα Χωνιάτη, τον αδελφό του Μιχαήλ. Ζούσε σε ένα αρχοντικό σπίτι που ήταν από τα πιο μεγάλα και πιο όμορφα της Πόλης του Κωνσταντίνου. Εμφανές ήταν το καλό γούστο με τα έργα τέχνης, τ’ αγάλματα, τους πίνακες, τους κίονες, όλα. Πολλά απ’ αυτά ήταν παγανιστικά αλλά πανέμορφα. Η διαρρύθμιση κι η υπέροχη θέα από όλα τα σημεία, έκαναν το σπίτι του Νικήτα αληθινό παλάτι. Το φρουρούσε μια ομάδα στρατιωτών καθώς ο Νικήτας ήταν αξιωματούχος της αυτοκρατορίας. Ο Νικηφόρος είπε στην Πύλη ότι έρχεται από τον Μητροπολίτη Ακομινάτο κι άνοιξαν τις πύλες. Τον έβαλαν μέσα στο αρχοντικό κι αμέσως τον οδήγησαν στον ιδιοκτήτη του.
«Ώστε εσύ είσαι, λοιπόν, ο Νικηφόρος Σερφιώτης;» είπε ο Νικήτας καλωσορίζοντάς τον. «Ο αγαπητός αδελφός μου μού έχει πει πολλά κι ενδιαφέροντα για σένα. Περίμενα να έρθεις μια μέρα εδώ στην Βασιλεύουσα για να σε γνωρίσω.»
«Εγώ έχω ακούσει πολλά για την Εξοχότητά σας, κυρ-Νικήτα. Βλέπω πως κι η αυτοκρατορική εξουσία εκτιμά εξ ίσου τις ικανότητες σας.»
«Σκοπιμότητες φίλε μου, όχι ικανότητες! Γνωρίζουν ότι γράφω χρονικά και κατάστιχα κι όλοι οι βασιλιάδες με θέλουν κοντά τους. Θέλουν να γράφω κάτι καλό γι αυτούς.»
«Και η Εξοχότητά του γράφει αυτά που του ζητούν.»
«Όχι βέβαια. Γράφω αυτά που πιστεύω. Αν τα γνώριζαν δεν θα τους άρεσαν καθόλου, να είσαι βέβαιος. Και πάψε να μιλάς «στην Εξοχότητά μου». Σε εμένα μιλάς, τον Νικήτα. Να με λες με το όνομά μου. Όταν μιλάς σε τρίτο πρόσωπο είναι σαν να υπάρχει ένα φάντασμα που τριγυρνά πάνω μου!»
«Θα σας μιλάω με σεβασμό» είπε ο Νικηφόρος. «Πείτε μου, πώς; … Πώς σας αφήνουν να γράφετε ό,τι θέλετε;»
«Αν θέλουν να δουν χειρόγραφό μου, γράφω κάτι καλό γι αυτούς και τους το δείχνω. Κάνω ανούσιες παρατηρήσεις και νομίζουν ότι αυτές οι σημειώσεις είναι η κριτική μου.»
«Δηλαδή γράφετε δυο ιστορίες!»
«Όχι δυο. Ένα είναι το Χρονικό που γράφω, τα άλλα είναι γραπτά με ειδικού σκοπού, ένα φύλλο συκής.»
«Επομένως, γράφετε αυτό που θεωρείτε αληθινό.»
«Ναι. Γράφω την αλήθεια όπως την αντιλαμβάνομαι.» «Και τα ψέματα που γράφετε είναι, απλά, για να σας προστατεύουν, σωστά;»
«Όχι πάντα» είπε με αινιγματικό χαμόγελο. «Μερικές φορές γράφω ψεύτικες ιστορίες, φανταστικές, για τη δική μου διασκέδαση! Τις δίνω να τις διαβάζουν ώστε να διασκεδάζω διπλά με την έκπληξή τους!»
«Ωραία περνάτε Κυρ Νικήτα, εδώ στην Βασιλεύουσα!» είπε χαμογελώντας ο Νικηφόρος. «Οι Φράγκοι σας έχουν βάλει περιλαίμιο να σας πνίξουν, αλλά, εσείς δεν χάνετε το κέφι σας ούτε τη διασκέδασή σας!»
«Όχι, αγαπητέ φίλε του αδελφού μου. Δεν είναι έτσι τα πράγματα. Όλα αυτά συνέβαιναν στο παρελθόν, τώρα, είναι πολύ σοβαρή η κατάσταση.»
«Και τι προβλέπετε να γίνει, κυρ Νικήτα;»
«Θα χαθούμε! Αυτό προβλέπω. Δυστυχώς, το μέλλον μας είναι κατάμαυρο!»
«Μα πώς; Μια αυτοκρατορία δεν πέφτει τόσο εύκολα.»
«Αν έχει ένα γένος αυτοκρατόρων της καταστροφής, τότε όλα γίνονται, ακόμη και τα χειρότερα!»
«Δεν υπάρχει ένας ικανός να σώσει τους Ρωμαίους;» είπε ο Νικηφόρος. Σκέφτηκε από μέσα του τον Ιερέα Ιωάννη.
«Γιατί χαμογελάς Νικηφόρε; Τι σκέφτηκες;»
«Τίποτε, τίποτε. Έψαχνα να βρω τον ικανό.»
«Ικανός; Κανείς! Ο νόμιμος αυτοκράτορας, ο Ισαάκιος, δεν μπορούσε να δει την πραγματικότητα. Τώρα είναι αληθινά τυφλός κατά διαταγή του αδελφού του! Κι αυτός ο αδελφός του είναι ένας ασήμαντος. Κομπάζει ασύστολα και περνιέται δήθεν για “Κομνηνός” κι αυτός. Θέλει να πάρει δόξα απ’ το όνομα των Κομνηνών! Νοιάζεται μόνο για το πουγκί του και δεκάρα δεν δίνει για την Ρωμανία.»
«Μα, τον υπηρετείτε. Δεν είστε λογοθέτης του;»
«Την Ρωμανία υπηρετώ. Την αυτοκρατορία κι ό,τι αυτή συμβολίζει. Όχι τον ανίκανο.»
«Ο άλλος, έξω από τα τείχη; Αυτός ο Αλέξιος Δ’, δεν κάνει τίποτα κι αυτός;»
«Αυτός είναι τομάρι κανονικό. Πούλησε τη Ρωμανία στους Βενετούς και στον Πάπα. Έφερε μόνος του -ο προδότης- κάτω από τα τείχη μας τα στίφη των βαρβάρων. Μας βλέπουν σαν ξερολούκουμο, θέλουν να μας κάνουν μια μπουκιά!»
«Δεν υπάρχει, δηλαδή, λύση για την Ρωμανία;»
«Είναι ο ένας χειρότερος από τον άλλον! Ακόμα κι αν γλιτώσουμε και φύγουν οι βάρβαροι, πάλι θα έχουμε τα ίδια προβλήματα σε λίγο. Θα εξακολουθήσουν να μας διοικούν οι ανίκανοι κι οι Λατίνοι θα ξανάρθουν. Ξέρουν τις αδυναμίες μας και θέλουν να συλήσουν τα πλούτη που συσσωρεύτηκαν εδώ για χίλια σχεδόν χρόνια!»
«Γιατί δεν φεύγετε, αφού, βλέπετε μαύρο το μέλλον και βέβαιη την καταστροφή;»
«Γιατί έχω οριστεί να καταγράψω όχι μόνο το παρελθόν, αλλά, και τα επερχόμενα.»
«Γενναίο εκ μέρους σας αλλά όχι και σοφό» σχολίασε ο Νικηφόρος χωρίς να υπολογίσει τυπικότητες,
«Θα σου δώσω ένα αντίγραφο του Χρονικού μου απ’ τη βασιλεία των Κομνηνών μέχρι σήμερα. Θα το πας στον αδελφό μου. Αν χαθεί αυτό εδώ, να μείνει τουλάχιστον το αντίγραφο στην Αθήνα» του είπε ο Νικήτας.
«Βεβαίως θα το κάνω. Τιμή μου» είπε ο Νικηφόρος.
«Πόσες μέρες θα κάτσεις εδώ;»
«Δεν ξέρω. Έλεγα να φύγω αμέσως αλλά έχω μπλέξει.» «Πες μου αν μπορώ να βοηθήσω.»
«Έφερνα στην Πόλη έναν έμπορο, φίλο του αδελφού σας, με την οικογένειά του. Δυστυχώς, πέθανε στη διαδρομή και τον θάψαμε μόλις πιάσαμε στεριά στον Γαλατά. Η γυναίκα του επιμένει να του κάνει ένα μνημόσυνο για τα εννιάμερα στον τάφο του κι υποσχέθηκα να την βοηθήσω. Θα την πάρω μαζί μου πίσω στην Αθήνα.»
«Και που θα κοιμάστε αυτές τις μέρες;»
«Στο “Δήλος”, το πλοίο μου.»
«Α, όχι, αυτό δεν γίνεται. Θα έρθετε εδώ. Πόσα άτομα είναι η οικογένεια του νεκρού;»
«Η γυναίκα του κι η κόρη του.»
«Ωραία, λοιπόν, φέρε τις εδώ. Θα πω να ετοιμάσουν δυο δωμάτια για να σας φιλοξενήσω.»
«Να μη σας επιβαρύνω …» πήγε να πει ο Νικηφόρος.
«Δεν με επιβαρύνεις. Έχω πολλά δωμάτια στη διάθεσή μου και μπορώ εύκολα να σας διαθέσω δύο από αυτά. Ένα για σένα κι ένα για την οικογένεια του άτυχου έμπορα.»
«Είστε πολύ καλός μαζί μου κυρ-Νικήτα, και για τις δυο γυναίκες, βεβαίως.»
«Σε ένα γράμμα του ο αδελφός μου μού έγραψε ότι σε πάντρεψε με μια νεαρή Αθηναία. Περιμένετε, λέει, το πρώτο σας παιδί. Έτσι δεν είναι;»
«Ναι, Παντρεύτηκα με την Αγνή των Καρτεράνων, και περιμένουμε παιδί. Είναι αλήθεια.»
«Ωραία. Είσαι τυχερός, νεαρέ Νικηφόρε, κι οφείλεις να προφυλάσσεις τον εαυτό σου διπλά τώρα πια. Είσαι προστάτης όχι μόνο του εαυτού σου, αλλά, και δυο ακόμη πλασμάτων που στηρίζονται πάνω σου.»
Ο Χωνιάτης ήταν πολύ ευγενικός και πρόθυμος να τον βοηθήσει σε όλα. Έτσι, έβρισκε μια λύση, έστω και προσωρινή, για την Ευανθία και τη Ζωή. Θα μπορούσε να αναχωρήσει ήσυχος για την Αθήνα. Γύρισε στο πλοίο και εξήγησε στις δύο προστατευόμενές του αυτά που είχε κανονίσει.
«Το απόγευμα θα πάμε στο αρχοντικό του. Έχει ένα καταπληκτικό σπίτι και θα έχει ετοιμάσει δυο δωμάτια, ένα για εσάς κι ένα για μένα.»
«Είναι ο αδελφός του μητροπολίτη Μιχαήλ, ε;» είπε η Ευανθία. «Είναι κι αυτός καλός, όπως ο αδελφός του.»
«Είναι πολύ καλός» είπε ο Νικηφόρος.
«Σε ευχαριστούμε παιδί μου που μας φροντίζεις. Αν δεν ήσουν εσύ θα ήμασταν χαμένες» είπε η κυρά-Ευανθία.
«Χρέος μου στον αξιότιμο σύζυγο και πατέρα σας που ήταν και φίλος του μητροπολίτη Μιχαήλ» είπε ο Νικηφόρος.

***************************************
αύριο η 14η συνέχεια



Δευτέρα 8 Ιουνίου 2020

12 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 12η

Μετά την διακοπή του Σαββατοκύριακου, μπαίνουμε στο τέταρτο κεφάλαιο που έχει τίτλο: "Κωνσταντινούπολη, 1203 μ.Χ.". Είμαστε ένα χρόνο πριν την άλωση, αλλά αυτός είναι ο χρόνος που η σταυροφορία φτάνει έξω από τα τείχη και πολιορκεί "φιλικά" την αυτοκρατορία.
Στο Α' μέρος αυτού του κεφαλαίου έχουμε το ταξίδι από Πειραιά προς την Πόλη. Μια επιδημία, οι Φράγκοι κι οι επιβάτες που μεταφέρει το πλοίο, είναι το αντικείμενο αυτού του μέρους.
Αύριο το Β' μέρος, την Τετάρτη το Γ' και το Δ' και την Πέμπτη το Ε' για να ολοκληρωθεί το 4ο κεφάλαιο. Η Πόλη είναι ακόμη σε χέρια ελληνικά αλλά έχουν δημιουργηθεί όλες οι προϋποθέσεις της πτώσης.
***************************************************************
 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο : Η ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ
1203 μ.Χ.

Α’ ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ

Όταν το “Δήλος” έφτασε στον Εύριπο ο ενετικός στόλος με τους σταυροφόρους είχε ήδη φύγει. Κατεύθυνσή του ήταν η Κωνσταντινούπολη. Όπως διαπίστωσε, οι Βενετοί τον είχαν μισθώσει για να μεταφέρει στην Πόλη εκατό Βουργουνδούς που είχαν ξεμείνει. Το βενετσιάνικο πλοίο τους είχε αχρηστευτεί όταν προσάραξε από απροσεξία σε ένα ύφαλο κι έμπασε νερά. Με χαρά ο Νικηφόρος είδε ότι ανάμεσά τους ήταν τα αδέλφια Ρομπέρ και Φιλίπ ντ’ Επινάκ που είχε γνωρίσει στη Ζάρα. Τους πρότεινε κάποιες ανέσεις αλλά εκείνοι, περήφανοι ιππότες, δεν δέχτηκαν ξεχωριστή συμπεριφορά.
«Όπως όλοι, έτσι κι εμείς» του είπαν.
«Μα εσείς είστε γνωστοί μου, φίλοι μου. Έχουμε πιει μαζί» είπε ο Νικηφόρος που θυμόταν το τελευταίο βράδυ της φοβερής κραιπάλης στο Ζαντάρ.
«Εμείς σου χρωστάμε, δεν μας χρωστάς εσύ!» επέμεναν αυτοί. «Θα μας φερθείς όπως σε όλους τους άλλους.»
Οι Βουργουνδοί στρατιώτες θα πήγαιναν στην Πόλη με τα πόδια αν δεν μισθωνόταν το “Δήλος”. Αλλιώς τα υπολόγιζε ο Νικηφόρος που πίστευε ότι θα μετέφερε εφόδια και τροφές ή στρατιωτικό υλικό κι όχι ανθρώπους.
Όπως είχαν τα πράγματα έπρεπε να βρει τρόπο να τους χωρέσει όλους. Μέσα στο πλοίο όμως ο χώρος ήταν μικρός για εκατό σταυροφόρους. Έπρεπε να στριμωχτεί κι η οικογένεια του Μακρυπολίτη. Τους έβαλε στη δική του καμπίνα. Φόρτωσε όπως-όπως τους Φράγκους στρατιώτες στο κατάστρωμα και τους είχε στοιβαγμένους τον ένα πάνω στον άλλον. Ήταν ο μόνος τρόπος για να χωρέσουν όλοι. Ξεκίνησε το ταξίδι, παρά τις πολύ κακές συνθήκες υγιεινής. Τουλάχιστον, ήταν αρχή του καλοκαιριού και δεν είχε βοριάδες στο Αιγαίο, επομένως, θα είχαν εύκολο ταξίδι.
«Δεν μου αρέσει καθόλου έτσι που φορτώθηκα» είπε ο Νικηφόρος στον Ζήσιμο.
«Γιατί δεν αρνείσαι να τους πάρεις;»
«Γιατί τότε θα με καθαρίσουν και θα πάρουν το πλοίο να φτάσουν μόνοι τους στην Πόλη. Υπάρχει περίπτωση να χάσουν τα λάφυρα που ονειρεύονται;»
«Και γιατί δεν μας ξεφορτώνονται να συνεχίσουν;»
«Γιατί είναι άλλο να ταξιδέψουν μόνοι τους σε άγνωστα νερά κι άλλο να τους πάω εγώ. Εγώ ξέρω τις θάλασσες, ξέρω και το πλοίο. Δεν θα μας πειράξουν. Εξάλλου ανάμεσά τους βρίσκονται και δυο γνωστοί μου!»
«Τότε λοιπόν μην το συζητάς» είπε ο Ζήσιμος.
«Φοβάμαι έναν κακό καιρό, μιαν αρρώστια. Δεν θα είναι καλό ταξίδι αυτό. Μήπως να κατέβετε κι έρχεστε στην Πόλη με κάποια άλλη ευκαιρία …;»
«Τώρα που μπήκαμε θα πάμε» είπε εκείνος.
Ο Νικηφόρος κι ο Ζήσιμος μίλησαν στην γυναίκα και στην κόρη του έμπορου. Η κυρία Ευανθία το σκέφτηκε αλλά είπε να ακολουθήσει τη γνώμη του άντρα της. Η Ζωή είπε πως θα ήταν καλύτερα να μείνουν στον Εύριπο. Ας έβρισκαν άλλο τρόπο για να συνεχίσουν, έστω και από τη στεριά. Παρά τις αντιρρήσεις της, όμως, τελικά δεν εισακούστηκε. Ακόμα και την τελευταία στιγμή, όταν πια οι στρατιώτες επιβιβάζονταν, το ξανασυζήτησαν.
«Πατέρα, νομίζω ότι κάνουμε λάθος. Καλύτερα να μην το κάνουμε αυτό το ταξίδι» είπε ανήσυχη η Ζωή.
«Όχι κορίτσι μου. Ξεκινήσαμε και θα συνεχίσουμε. Τι μπορούν να μας κάνουν αυτοί οι άγριοι. Μην τους φοβάσαι. Υποσχέθηκαν στον Νικηφόρο ότι δεν θα μας πειράξουν. Έχει και κάποιους γνωστούς του ανάμεσα στους Φράγκους που θα τους συγκρατήσουν.»
«Μου το υποσχέθηκαν κυρ-Ζήσιμε» είπε ο Νικηφόρος. «Αλλά, δεν είναι μόνο οι στρατιώτες, το ταξίδι είναι δύσκολο. Τόσος κόσμος στο κατάστρωμα …»
«Μα, έχει καλό καιρό» επέμεινε ο Ζήσιμος.
«Τότε θα δεχτείτε να σας παραχωρήσω την καμπίνα μου» είπε ο Νικηφόρος. «Εγώ θα κοιμηθώ έξω ή και με τους ναύτες. Δεν με νοιάζει καθόλου.»
«Σε ευχαριστούμε πολύ ναύαρχε» είπε η Ευανθία.
«Αυτό που λες θα μας ανακουφίσει πολύ, όμως, να μην σε βγάλουμε από τη βολή σου. Ας μείνουν στην καμπίνα σου η Ευανθία μου κι η Ζωή. Εγώ θα μένω στο κατάστρωμα, δεν με πειράζει» είπε ο Ζήσιμος.
Ο Νικηφόρος δεν θα καταδεχόταν να μείνει στην μικρή του καμπίνα με τις δυο γυναίκες. Του είπε να σταματήσει να κάνει τέτοιες προτάσεις.
«Ας μας βοηθήσει ο Θεός!» είπε η κυρία Ευανθία.
Όμως τα πράγματα δεν πήγαν όλα καλά. Ο καιρός ήταν καλός, κι οι Βουργουνδοί δεν πείραξαν κανέναν. Ο Ζήσιμος κι ο Νικηφόρος έμειναν στο κατάστρωμα κι άφησαν την καμπίνα στις γυναίκες. Με λίγη ταλαιπωρία, έστω, θα έβγαζαν το ταξίδι ομαλά. Όμως του βρήκε ένα μεγάλο κακό. Ξεκίνησε από τους στρατιώτες κι οφειλόταν στις κακές συνθήκες διαβίωσης στο πλοίο. Ένας απ’ αυτούς, όπως κατάλαβαν αργότερα, είχε ήδη κάποια μεταδοτική ασθένεια πριν φτάσουν στον Εύριπο. Η αρρώστια εκδηλώθηκε στο τελικό στάδιο όταν το “Δήλος” είχε ξεκινήσει. Ο Στρατιώτης έπεσε σε κώμα. Πέθανε με δυσεντερίες κι εμετούς αλλά είχε ήδη απλώσει την αρρώστια. Από την αρχή του ταξιδιού, μάλιστα, κόλλησε και τον Ζήσιμο που βρισκόταν εκτεθειμένος στο κατάστρωμα.
«Θεέ μου, Τι μας συνέβη!» είπε κλαίγοντας η Ευανθία.
«Να φέρουμε τον πατέρα στην καμπίνα» είπε η Ζωή.
«Μη! Θα κολλήσετε κι εσείς» είπε ο Νικηφόρος
Εκείνη επέμεινε. Τον πήραν μέσα στην καμπίνα και τον φρόντισαν, προσέχοντας να μην πάθουν κι αυτές τα ίδια. Ήταν ένας άνισος αγώνας με τον θάνατο που βάστηξε πάνω από μια εβδομάδα. Όλο το ταξίδι ήταν πια ένα μαρτύριο. Ήταν σαν να ταξίδευαν προς τον κάτω κόσμο όπως έχαναν τους στρατιώτες τον ένα μετά τον άλλον.
«Ο πατέρας μου είναι πολύ άσχημα» άκουσε να του λέει η Ζωή κάποια στιγμή.
Δεν ήταν πια η θεά που στεκόταν σαν άγαλμα στην πρύμνη. Τα μάτια της –που τελικά ήταν μαύρα- ήταν γεμάτα δάκρυα κι η φωνή της, σπασμένη, έδειχνε την απόγνωση και την λύπη της. Τα μαλλιά της, που ήταν μαύρα κι αυτά και σγουρά, έμεναν για μέρες αχτένιστα και απεριποίητα, Έστω κι έτσι, όμως, συνέχιζαν να τυλίγουν σαν φωτοστέφανο το όμορφο και θλιμμένο πρόσωπό της.
«Αν φτάσουμε γρήγορα στην Πόλη, ίσως τον σώσουμε» έλεγε για να παρηγορηθεί.
«Τρέχουμε όσο μπορούμε» της έλεγε ο Νικηφόρος εξ ίσου στενοχωρημένος.
Ο Ρομπέρ κι ο Φιλίπ αποδείχτηκαν πολύτιμοι βοηθοί του Νικηφόρου. Προσπάθησε να φτιάξει ένα είδος καραντίνας για τους βαριά άρρωστους ώστε να μην εξαπλωθεί η αρρώστια. Το πλοίο αναγκάστηκε να σταματήσει δυο φορές σε ξερονήσια. Ξεφόρτωσαν με πόνο ψυχής κάποιους από τους αρρώστους που δεν μπορούσαν να συνεχίσουν, με λίγο νερό και τροφή. Άλλους που έχαναν την μάχη εν πλω τους σαβάνωναν κι έκαιγαν το πτώμα τους. Ο Ζήσιμος ανέβασε τρομερό πυρετό και για δυο μέρες έβγαζε αφρούς από το στόμα με τα μάτια κατακόκκινα. Η αγωνία της γυναίκας του και της κόρης του ήταν τρομερή. Έβλεπαν να χάνουν τον άνθρωπο και προστάτη τους από τη μια στιγμή στην άλλη. Ο Νικηφόρος έζησε από πολύ κοντά το μαρτύριό τους. Ο θάνατος θέριζε. Οι Βουργουνδοί είχαν χάσει πάνω από δέκα ανθρώπους. Είχαν κατεβάσει άλλους δέκα σε οικτρή κατάσταση σε νησιά ή στεριές που έβρισκαν στον δρόμο τους. Ήταν άγνωστο πόσοι θα επιζούσαν.
Ο Νικηφόρος, με τους αδελφούς ντ’ Επινάκ και τη Ζωή για κυριότερους βοηθούς του, τα έδωσε όλα. Προσπάθησε να κρατήσει μια σχετική καθαριότητα στο πλοίο. Τροφοδότησε τους υγιείς με καλοψημένη και σχετικά καλή τροφή. Πήρε όσα μέτρα υγιεινής μπορούσε χωρίς να φοβάται μήπως τον πιάσει κι αυτόν η επιδημία. Κράτησε το πλήρωμα σε απόσταση από τους αρρώστους γιατί δεν μπορούσε να χάσει ναυτικούς και κωπηλάτες. Χωρίς αυτούς δεν θα έφτανε στον προορισμό του. Η κατάσταση, ωστόσο, ήταν τραγική και λίγο πριν φτάσουν στην Πόλη, ο Ζήσιμος εξέπνευσε. Προκειμένου να τον θάψουν στο χώμα, τον κράτησαν μέσα στην καμπίνα. Κανονικά θα έπρεπε να κάψουν το πτώμα του όπως είχαν κάνει και με τους άλλους νεκρούς. Το πλοίο είχε μεταβληθεί σε νεκροφόρα και το ταξίδι σε εφιάλτη.
Όταν το “Δήλος”, με τον μεγάλο μαύρο σταυρό πάνω στα πανιά του, έφτασε στην Πόλη η πολιορκία είχε αρχίσει. Σήκωσαν σημάδι ότι είχαν αρρώστους. Οι σταυροφόροι, που κατείχαν τον Κεράτιο, τον κατηύθυναν σε ένα λιμάνι στον Γαλατά. Εκεί είχαν φτιάξει μια εγκατάσταση για να δίνουν βοήθεια σε όσους είχαν ανάγκη. Άδειασε τους εβδομήντα πέντε στρατιώτες που του είχαν απομείνει και έπλυνε καλά το πλοίο.
«Νικηφόρε, ήσουν για δεύτερη φορά ο σωτήρας μας» του είπε ο Ρομπέρ. «Οι Βουργουνδοί αυτό θα το θυμούνται κι ο κύρης μας, ο Όθων ντε λα Ρος, θα το πληροφορηθεί.»
«Ρομπέρ, Φιλίπ, χωρίς εσάς και τη Ζωή, δύσκολα θα τα κατάφερνα» είπε εκείνος.
«Εντάξει φίλε κι αδελφέ μας, Γραικέ. Τουλάχιστον οι εβδομηνταπέντε μείναμε ζωντανοί. Κάποια στιγμή φοβήθηκα ότι θα πεθάνουμε όλοι!» είπε ο Φιλίπ.
«Πάντως, κι η κυρία Ζωή, αποδείχτηκε μεγάλη Κυρία» είπε ο Ρομπέρ. «Σας ευχαριστούμε πολύ εκ μέρους όλων των Βουργουνδών που επέζησαν. Εκφράζουμε τα συλλυπητήριά μας για τον αξιότιμο πατέρα σας.»
Η Ζωή που τους άκουγε βούρκωσε. Η σκηνή της θύμιζε την τρομερή απώλειά τους. Δεν θα μπορούσαν ποτέ, με κανένα τρόπο, να την αναπληρώσουν.
«Έλα Ζωή» της είπε ο Νικηφόρος. «Έχεις να φροντίσεις τον πατέρα σου.»
Η δυο γυναίκες, με τη βοήθεια του Νικηφόρου, έθαψαν τον πατέρα και σύζυγο σε ένα νεκροταφείο. Μετά από την λιτή τελετή γύρισαν στο πλοίο, αφού, δεν είχαν πού αλλού να πάνε. Το πλήρωμα είχε καθαρίσει εντελώς τον χώρο και είχε κάψει ό,τι απομεινάρια είχαν αφήσει οι Βουργουνδοί. Μάνα και κόρη έμειναν στην καμπίνα του Νικηφόρου ενώ εκείνος προτίμησε να μείνει με το πλήρωμα. Ο ίδιος δεν είχε καμιά απώλεια καθώς οι ναύτες του είχαν φροντίσει γι αυτό. Καθάριζαν τους χώρους και δεν έρχονταν σε συγχρωτισμό με τους προσκυνητές για να μην κολλήσουν.




Σάββατο 6 Ιουνίου 2020

Αισιόδοξο είδος ο άνθρωπος

Σημερινό ρεπορτάζ σχετικά με την χτεσινή "Ημέρα του Περιβάλλοντος" και την μαζική διαμαρτυρία στο Σύνταγμα. Το αντιγράφω και το σχολιάζω:

Παρασκευή 5 Ιουνίου 2020. Είναι η πρώτη Παγκόσμια Ημέρα Περιβάλλοντος της δεκαετίας του 2020. Βρίσκει τον πλανήτη εν μέσω πανδημίας και το περιβάλλον να βάλλεται από την απειλή της κλιματικής αλλαγής. Δεκάδες περιβαλλοντικές οργανώσεις καλούν σε συγκεντρώσεις για την προστασία του περιβάλλοντος, στην Πλατεία Συντάγματος στις 18.00 και σε πολλές πόλεις σε όλη την Ελλάδα. Πρόκειται για μία ημέρα με ισχυρό συμβολισμό αλλά τι σηματοδοτεί φέτος; Σύμφωνα με τα όσα λέει στο tvxs.gr, ο κ. Δημήτρης Ιμπραήμ, υπεύθυνος του τομέα ενέργειας και κλίματος του WWF, σηματοδοτεί κατά κάποιο τρόπο την τελευταία μας ευκαιρία. «Αυτή είναι πραγματικά η τελευταία δεκαετία που μπορούμε να κάνουμε κάτι για την κλιματική αλλαγή». 
«Οι δυο περασμένες δεκαετίες ήταν δυο δεκαετίες που χάθηκε πολύτιμος χρόνος. Πολλοί λένε ότι ήταν δυο χαμένες δεκαετίες. Αυτή είναι η τελευταία που έστω και μαθηματικά μπορούμε να αποτρέψουμε μία ανυπολόγιστη περιβαλλοντική και οικολογική κρίση. Την κλιματική κρίση και την κατάρρευση της βιοποικιλότητας», σημειώνει χαρακτηριστικά. Φυσικά τα δυο είναι αλληλένδετα. Πέρσι δημοσιεύτηκε μία μελέτη της Παγκόσμιας Έκθεσης Αξιολόγησης για τη Βιοποικιλότητα και τις Υπηρεσίες Οικοσυστημάτων (IPBES). Αυτό που δείχνει είναι αποκαρδιωτικό. Ένα εκατομμύριο είδη απειλούνται από εξαφάνιση. «Είναι εκπληκτικά σημαντική έκθεση. Η πιο συστηματική που έχει γίνει», τονίζει ο κ. Ιμπραήμ και προσθέτει «χρειάζεται μία συστημικού χαρακτήρα αλλαγή για να αποτρέψουμε μία οικολογική καταστροφή που όμοια της η ανθρωπότητα δεν θα έχει δει».
ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΜΟΥ:
Αισιόδοξο είδος ο άνθρωπος!
Ακόμα και όταν εξερράγη ο Βεζούβιος, κάποιοι έκαναν τις καθημερινές δουλειές ελπίζοντας πως η λάβα θα περάσει έξω από την Πομπηία.
Η τύχη αυτού του ανθρωποκόσμου έχει κριθεί από πολύ παλιά, κυρίως από την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης, όταν απελευθέρωσε δυνάμεις που τον ξεπερνούσαν. Υπερπληθυσμός, τεχνητή νοημοσύνη, κλιματική αλλαγή και ατομική βόμβα είναι οι εμφανείς πιθανοί καταστροφείς. Υπάρχουν και αφανείς, αυτοί που λειτουργούν καθημερινά όπου υπάρχουν άνθρωποι, πολιτισμός, μεταποίηση.
Αφήνω το σχόλιό μου χωρίς τεκμηρίωση. Σαν προφητική κραυγή. Με άρθρα και επισημάνσεις έχω καταγράψει κατά καιρούς διάφορες τεκμηριώσεις, αλλά, αυτό δεν λέει τίποτε. Σημασία έχει το ολιστικό συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει κανείς βλέποντας το είδος μας να καταστρέφει το περιβάλλον μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε. Να ψάχνει μάλιστα και για μετοικεσία σε άλλο παρόμοιο περιβάλλον. Για να το καταστρέψει κι εκείνο;
Σταματάω εδώ. Κάποτε θα εκδώσω και θα δημοσιεύσω το βιβλίο μου (που ολοκλήρωσα φέτος) "Διόνυσος, ο αιώνιος έφηβος και το λυκόφως των θεών". Εκεί εκθέτω και την πιο πρόσφατη άποψή μου για την κατάληξη αυτού του ανθρώπινοι γένους. Ας το αφήσω όμως για λίγο ακόμα στο μυστήριο ...

Πέμπτη 4 Ιουνίου 2020

Απατεωνίσκοι και Σοφοί.

Στο σημερινό TVXS και στην ΕφΣυν δημοσιεύεται ένα άρθρο που προέρχεται από τον Guardian. Μιλά για μια μικρή αμερικανική εταιρεία που παραπλάνησε τον ΠΟΥ και τις κυβερνήσεις σε σχέση με τον κορωνοϊό. Δεν ξέρω αν αμφισβητεί κανείς το TVXS και την ΕφΣυν -καθ' ότι αντιπολιτευόμενα μέσα- αλλά τον Guardian δεν νομίζω να τον αμφισβητεί κανείς. 

Αυτό που λένε όλοι αυτοί είναι πως μια αναξιόπιστη, μικρή, σχεδόν ανύπαρκτη αμερικανική εταιρεία ευθύνεται για παραπλάνηση του ΠΟΥ και των Σοφών που συμβουλεύουν ή κυβερνούν την ανθρωπότητα. Κρίσιμα θέματα, επί των οποίων ο ΠΟΥ καθοδήγησε κυβερνήσεις, βασίστηκαν σε έρευνες αναξιόπιστες και μάλλον ανύπαρκτες. Η ιδιοκτησία των ερευνών αυτών ανήκει σε μια εταιρεία, την Surgisphere, και τον διευθύνοντα σύμβουλό της, τον Sapan Desai. Δημοσίευαν μελέτες βασισμένες σε στοιχεία που συνέλεγαν από νοσοκομεία, ενώ δεν είχαν καμιά υποδομή ούτε για βάση δεδομένων, ούτε για συλλογή στοιχείων ούτε για επεξεργασία τους. Κι αυτές οι μελέτες επηρέασαν τον ΠΟΥ και εν συνεχεία τις αποφάσεις των κυβερνήσεων. Όχι πως ευθύνονται άμεσα για το λοκντάουν, όμως, υπάρχει σαφής συμμετοχή στη δημιουργία κλίματος πανικού που καθοδήγησε εν πολλοίς τις παγκόσμιες αποφάσεις.
 
Δεν με νοιάζει αν κάποιος συνωμότησε κατά του Τραμπ ή κατά του ΠΟΥ ή κατά των κυβερνήσεων. Δεν ξέρω αν σκοπός ήταν η παγκόσμια κρίση μέσω του λοκντάουν ή η διασπορά του φόβου για τα εμβόλια. Ίσως κάποιοι ήθελαν απλά να βγάλουν λεφτά.

Εκείνο που ξέρω είναι ότι ο πανικός που επικράτησε παγκοσμίως ήταν ευθεία βολή κατά της λογικής, κι ας ισχυρίζονται κάποιοι πως λογική ήταν αυτό που έγινε. 
Φεϊκι νιους παρουσίαζαν τους νεκρούς πρόσφυγες της Λαμπεντούζα σαν κορωνοπληγέντες του Μπέργκαμο. Μια εικόνα τρόμου μεταδόθηκε από την Κίνα, όπου υπάρχει άλλη κουλτούρα υπακοής στην εκάστοτε εξουσία. Αυτά τα δυο κυρίως γεγονότα δημιούργησαν ένα κλίμα παγκόσμιου φόβου. Τρομοκρατημένοι οι κρατούντες, και τα μέσα που έχουν στην εξουσία τους, τρομοκράτησαν με την σειρά τους, τους υπηκόους τους και τους ακροατές τους. 
Μέσα σε αυτό το κλίμα είναι πιθανό πως άνθισαν και Απατεωνίσκοι που αναδείχτηκαν σε συμβούλους των Σοφών.

Ό,τι έγινε, έγινε. Να πούμε τώρα ένα μεγάλο ευχαριστώ σε αυτούς που μας έσωσαν και να τους ζητήσουμε να αφήσουν ήσυχη την λογική μας. Βρείτε τους απατεωνίσκους που σας κορόιδεψαν γιατί ήσασταν πανικόβλητοι αρκετά ώστε να είστε ευάλωτοι και μαζέψτε όσο μπορείτε την ζημιά. Και κοιτάξτε να δικαιολογήσετε όσο γίνεται λιγότερο αυτό που έγινε. Γιατί κάθε δικαιολογία σας θα την πληρώνουμε με νέα ταλαιπωρία και πόνο.

11 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 11η

Με την σημερινή 11η συνέχεια, (Δ' μέρος του Κεφαλαίου 3), κλείνει αυτό το κεφάλαιο που διαδραματίστηκε στο έτος 1203 μ.Χ.. 
Ο Νικηφόρος ήρθε στην Αθήνα αφήνοντας την σταυροφορία στο Ζαντάρ, γνωρίστηκε καλύτερα με τους Καρτεράνους, αρραβωνιάστηκε την Αγνή και στη συνέχεια την παντρεύτηκε. Τώρα αναχωρεί και πάλι για την Κωνσταντινούπολη. Μαζί του έχει κάποιους επιβάτες, ο ένας εκ των οποίων θα του αναστατώσει τη ζωή.

ΣΗΜ: Όπως προανήγγειλα, θα δίνω καθημερινά μια συνέχεια εκτός από Π-Σ-Κ. Ο λόγος είναι πως πρέπει να κάνω μια επιμέλεια του κειμένου που δεν προλαβαίνω με την καθημερινή παράδοση κειμένων. Έτσι λοιπόν, η 12η συνέχεια θα έρθει την Δευτέρα.
Εξακολουθώ να θέλω να με ενημερώνετε για το ενδιαφέρον σας. Έχω κρατήσει ως τώρα διευθύνσεις, θα συνεχίσω και στο προσεχές μέλλον. Κάποια στιγμή θα σταματήσω την γενική αποστολή και θα στέλνω τα κείμενα μόνο σε όσους εκδήλωσαν ενδιαφέρον για να πάψω να ζαλίζω τους υπόλοιπους. 
*********************************************


Δ’ Η ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ

Το άλλο πρωί ο Νικηφόρος φόρτωσε τα πράγματά του και μάζεψε τα πανιά. Έραψε πάνω τους έναν μεγάλο μαύρο σταυρό, σημάδι ότι βρισκόταν στην υπηρεσία των σταυροφόρων. Κατέβασε τα κουπιά, φόρτωσε και τους επισκέπτες του για να φύγει. Ο Ζήσιμος Μακρυπολίτης ήταν ένας πενηντάρης έμπορος κι η γυναίκα του λεγόταν Ευανθία. Μαζί τους ήρθε στο πλοίο κι η εικοσιτετράχρονη κόρη τους, Ζωή. Τους υποδέχτηκε με ευγένεια και τους ενημέρωσε πως ένα ταξίδι με πλοίο δεν είναι εύκολη δουλειά. Είχε μιλήσει στους ναύτες. Τους είχε ζητήσει να είναι ευγενικοί με τις γυναίκες που θα ταξίδευαν μαζί τους. Πήρε τα βιβλία του Ακομινάτου για τον Καματηρό κι έδωσε το σήμα για να ξεκινήσουν.
Η Αγνή δεν ήρθε στο λιμάνι. Την πρόσεχαν, ενώ, κι η ίδια είχε μεγάλη ανησυχία για την εγκυμοσύνη της. Έδειχνε να την νοιάζει πολύ το πρώτο τους παιδί. Ήρθαν στον Πειραιά για να τον βοηθήσουν και να τον αποχαιρετίσουν τα αδέλφια της. Όταν όλα ετοιμάστηκαν, η σακτούρα ξεκίνησε. Ανοίχτηκε στον Σαρωνικό βγαίνοντας από το λιμάνι κι έστριψε αριστερά στον Άλκιμο. Ένιωθε πως είχε ένα γερό σκαρί στα χέρια του. Το “Δήλος” περίμενε μέσα στο λιμάνι, όλον αυτόν τον καιρό, καλά προφυλαγμένο. Ήταν αξιόπλοο, είχε κι έμπειρους ναυτικούς, άρα θα έκανε σχετικά εύκολα το ταξίδι στο Αιγαίο. Απρόοπτα μπορούσαν πάντα να υπάρξουν, όμως οι οιωνοί ήταν καλοί.
Πρόσεξε καλύτερα τους επιβάτες που είχε να μεταφέρει. Ο Ζήσιμος φαινόταν σοβαρός άνθρωπος. Κάποια προβλήματα του, οικονομικά και διοικητικά, τον υποχρέωναν να κάνει αυτό το ταξίδι. Ήξερε από αυτά ο Νικηφόρος. Πόσοι και πόσοι δεν έπρεπε να καταφεύγουν στην Βασιλεύουσα για να λύσουν ένα πρόβλημα;
Ειδικά όταν το πρόβλημα κάποιου ήταν η ίδια αρχή που εκπροσωπούσε το κράτος. Υποχρεωτικά έπρεπε να φτάσεις στη βασιλεύουσα για να πεις το δίκιο σου και δεν ήταν βέβαιο πως θα εισακουστείς. Ο Μακρυπολίτης φαινόταν χαμένος σε μαύρες σκέψεις. Είχε γκρίζα γένια και μαλλιά. Η σύζυγός του έδειχνε καρτερική γυναίκα κι έτοιμη να αντέξει τις κακουχίες. Η κόρη του, όμως, έμοιαζε πολύ πιο ντελικάτη και καλομαθημένη. Με βάση την εμπειρία του, ο Νικηφόρος υπολόγιζε ότι ένα ταξίδι στο Αιγαίο θα την ταλαιπωρούσε αρκετά.
Είχε την περιέργεια να ρωτήσει τον Μακρυπολίτη τι σόι δουλειά είχε ένας έμπορος ένα σταυροφορικό πλοίο. Τι δουλειά είχε να πηγαίνει σε ένα μέρος όπου συνέρρεαν από παντού χιλιάδες πάνοπλοι στρατιώτες. Όταν, μάλιστα, οι προσκυνητές του Χριστού έψαχναν για φασαρίες και λάφυρα. Δεν το έκανε για να μην γίνει αδιάκριτος, η απορία όμως παρέμεινε. Κι αν αυτός πήγαινε γυρεύοντας, την γυναίκα του τι την ήθελε μαζί του; Κι ακόμη περισσότερο, γιατί τραβολογούσε την κόρη του στις περιπέτειές του; Την ομορφονιά, με το βαθύ μυστηριώδες και διεισδυτικό βλέμμα πώς θα την προστάτευε;
«Ναύαρχε, θα δώσεις την εντολή;» του φώναξαν.
«Ε, ναι, την δίνω. Άντε λοιπόν, τι περιμένετε;» φώναξε αγριεμένος αν κι ήξερε ότι εκείνος ήταν που είχε αφαιρεθεί.
Την κοίταξε καλά καθώς η νεαρή Ζωή Μακρυπολίτη στεκόταν στην πρύμνη και αγνάντευε την θάλασσα. Κοιτούσε γαλήνια το λιμάνι που άφηναν πίσω τους. Ο δυτικός άνεμος φυσούσε ελαφριά, έπαιρνε τα λυτά μαλλιά της και τα κυμάτιζε. Τι σκεφτόταν άραγε ετούτη τη στιγμή; Αναπολούσε ίσως τις στιγμές που είχε ζήσει στην Αθήνα ή μήπως αναρωτιόταν για το πού πήγαινε; Ένιωθε σίγουρη για το ταξίδι τους ή μήπως αμφέβαλε για το αν θα έβλεπε ποτέ ξανά την πατρική της γη; Έφευγε ανακουφισμένη ή την κατείχε πόνος για την απώλεια και φόβος για το άγνωστο; Ο Νικηφόρος δεν μπορούσε να ξέρει ποιες σκέψεις -ή μήπως κάτι άλλο;- κυριαρχούσαν τώρα στο μυαλό της. Αλήθεια, όπως την έβλεπε, αιθέρια κι αινιγματική, θα της ταίριαζε να σκεφτόταν κάτι άλλο. Ένα αληθινό μυστήριο, κάτι αναπάντεχο!
Γύρισε το βλέμμα του σε όλα τα σημεία του πλοίου κι έκανε μια γρήγορη επιθεώρηση. Είδε τους ναύτες στο πλατύ κατάστρωμα της σαχτούρας. Ξεκινούσαν με τα κουπιά, αλλά, σύντομα θα άνοιγαν τα πανιά για να εκμεταλλευτεί τον άνεμο. Ήταν ούριος, έστω κι αν δεν ήταν πολύ δυνατός. Στην πλώρη υπήρχε ένας φυσητήρας για υγρό πυρ, το “ελληνικό πυρ”, όπως το έλεγαν οι Βενετσιάνοι κι οι Σαρακηνοί. Ήταν όμως άδειος καθώς το υλικό δεν δινόταν χωρίς ειδική άδεια.
Φαντάσου να μου είχε δώσει ο Μέγας Δούκας το υγρό πυρ όταν του το είχα ζητήσει, σκέφτηκε. Θα έπρεπε να βρω τρόπο, τώρα, να του το επιστρέψω. Δυστυχώς, δεν είμαι με το μέρος των Ρωμαίων, αλλά, με την σταυροφορία. Τουλάχιστον, επισήμως, δεν κινούμαι εναντίον τους.
Το βλέμμα του πλανήθηκε για λίγο στο κεντρικό μεγάλο πανί της σαχτούρας του. Ο τεράστιος μαύρος σταυρός έδειχνε πως το “Δήλος” ήταν μέλος της τέταρτης σταυροφορίας. Καθώς το βλέμμα του επέστρεψε στην πρύμνη του πλοίου, είδε πάλι την κόρη του Μακρυπολίτη. Βρισκόταν στην κουπαστή, πίσω από τον τιμονιέρη. Καθώς έβγαιναν απ’ το λιμάνι, είχαν πορεία προς τα δυτικά. Ο πρωινός ήλιος φαινόταν τεράστιος πάνω από τον Υμηττό και κύκλωνε το περίγραμμα του κορμιού της. Τα αέρινα ρούχα που φορούσε κυμάτιζαν κι αυτά όπως και τα μαλλιά της από το ελαφρύ αεράκι που φυσούσε. Η εικόνα ήταν εκπληκτική. Μια τέλεια, πολύ όμορφη φιγούρα, διαβολεμένα όμορφη θα έλεγε κανείς, που θύμιζε πίνακα ζωγραφικής. Ήταν λεπτή και ο ήλιος που την τύλιγε την έκανε να φαίνεται σαν τον κορμό ενός δέντρου μέσα σε ένα τοπίο γυμνό. Το δυνατό φως αναδείκνυε αυτό τον κορμό σαν σύμβολο ζωής και κίνησης κόντρα στον θάνατο και την αταραξία.
Έτσι από μακριά ήταν σαν άγαλμα, σαν το ιερό σχήμα μιας άγνωστης θεότητας. Κι από κοντά που την είχε δει, καθώς ανέβαινε στο πλοίο, το βλέμμα της είχε φανεί διεισδυτικό σαν του αετού. Μπροστά της ένιωσε γυμνός και ήταν σαν να είχε διαβάσει μέσα σε λίγες στιγμές όλες τις σκέψεις του.
«Σας χαιρετώ, ναύαρχε» του είχε πει. «Θα μας πάρετε μακριά; Είστε, λοιπόν, ο σωτήρας μας;».
Τον ξάφνιασε όπως τον χαιρέτισε και τον έκανε να χάσει τα λόγια του. Τα μάτια της ήταν μαύρα, ίσως όμως να ήταν και μελιά, και τα μαλλιά της ήταν μάλλον μαύρα κι αυτά. Δεν θυμόταν καλά, ήταν καστανά; Ίσως ήταν καστανοκόκκινα. Όσο για το πρόσωπό της, το θυμόταν λεπτό, φωτεινό ή –τέλος πάντων- ίσως και να ήταν κάπως πιο στρογγυλό. Όχι, δεν την θυμόταν καλά, έπρεπε να την ξαναδεί. Αλήθεια, πώς ήταν το πρόσωπό της; αναρωτήθηκε
Σταμάτησε να υποθέτει. Δεν μπορούσε να σχηματίσει στο μυαλό του την εικόνα της ή, έστω, μια αξιόπιστη εντύπωση γι αυτήν. Έπρεπε να το παραδεχτεί ότι δεν την είχε δει καλά, δεν είχε παρατηρήσει τίποτε. Καλά-καλά δεν είχε καταφέρει ούτε να την δει, γιατί το δικό της βλέμμα τον είχε αιχμαλωτίσει. Ήταν σαν να είχε αναγνωρίσει την ομορφιά ενός σχήματος, χωρίς να έχει δει το ίδιο το σχήμα.
«Ναύαρχε, να στρίψω;» φώναξε κι έκανε νοήματα ένας νεαρός ναύτης στο τιμόνι. «Ο αγέρας δεν θα μας αφήσει αν καθυστερήσουμε κι άλλο.»
«Στρίβουμε, στρίβουμε! Εσείς! Βοηθήστε τον τιμονιέρη» έδειξε με τα χέρια του ο Νικηφόρος και φώναξε σε κάποιους από το πλήρωμα.
Κοκκίνισε που δεν είχε κάνει σωστά τη δουλειά του. Είχε παρασυρθεί με τις σκέψεις του καθώς την κοίταζε. Κάποιοι ναύτες βοηθούσαν τον τιμονιέρη να στρίψει για να βγουν από το λιμάνι. Τα κατάφεραν και τού έγνεψαν ότι όλα πήγαιναν καλά. Ήξεραν όλοι βέβαια πως ήταν λάθος δικό του κι ήξεραν επίσης πως αυτός δεν έκανε ποτέ τέτοια λάθη. Ένιωσε σαν γυμνός. Σαν να είχαν καταλάβει όλοι πως του είχε παρασύρει το βλέμμα και το μυαλό η ομορφιά της. Ευτυχώς, όμως, έστω κι έτσι το κακό είχε αποφευχθεί. Δεν είχε βουλιάξει στα ρηχά. Το πλοίο άρχισε να παίρνει τη σωστή κατεύθυνση κι ο Νικηφόρος ξεφύσησε ανακουφισμένος. Έστρεψε πάλι το βλέμμα του στο σημείο όπου εκείνη στεκόταν, ακίνητη σαν άγαλμα και περήφανη σαν θεά. Στο μυαλό του καρφώθηκε πάλι η επίμονη σκέψη πως ήταν το πιο όμορφο θέαμα στον κόσμο αυτό που αντίκριζε. Ένιωσε τυχερός.
«Να αναλάβω εγώ;» τον ρώτησε ο υποναύαρχός του.
«Ναι, βέβαια» του απάντησε αφηρημένα.
Γύρισε από την άλλη για να μην την βλέπει και κάνει αμαρτωλές σκέψεις. Ήταν μια ξένη, μια φιλοξενούμενη, μια άλλη από την Αγνή, κι αυτός την θαύμαζε. Εντάξει, η εικόνα της ήταν παράξενη, αξιοπερίεργη, ίσως και όμορφη, όμως, και τι μ’ αυτό; Ήταν ανάρμοστο να απολαμβάνει αυτή την εικόνα ο Νικηφόρος. Καλά-καλά δεν έπρεπε ούτε να την κοιτάξει, όχι να κάνει υποθέσεις για το τι σκεφτόταν. Ούτε να βλέπει στη σιλουέτα της το “πιο όμορφο θέαμα του κόσμου”. Πώς μπόρεσε να την δει και να την σκεφτεί έτσι; Η δική του γυναίκα ήταν η Αγνή και θα γεννούσε το πρώτο τους παιδί. Δεν είχε δικαίωμα ούτε λόγο να κοιτάζει αυτή την γυναίκα.
Ο πλοίαρχός του Στέφανος, που ήταν πιο πολύ αδελφός παρά πλήρωμα, τον πλησίασε. Τον ήξερε καλά από χρόνια κι είχε καταλάβει την αιτία της αφηρημάδας του.
«Ναύαρχε, άντε να ρίξεις λίγο νερό στα μούτρα σου. Άντε να ξυπνήσεις» του είπε.
«Εντάξει, Στέφανε, μια χαρά είμαι.»
«Πήγαινε, Αφεντικό, να ξυπνήσεις από τον λήθαργο. Καλό θα σου κάνει. Έχουμε Σούνιο μπροστά μας, έχουμε και κάβους να περάσουμε. Δεν χρειάζεται να μας τρομάξεις πάλι» επέμεινε ο Στέφανος.
Άφησε το τιμόνι και το κουμάντο του πλοίου και πήγε λίγο πιο κεί να πλυθεί. Έπρεπε να ξυπνήσει, αλλά, δεν μπορούσε. Δεν γινόταν να την βγάλει εντελώς από τον νου του. Την σκεφτόταν κι αναρωτιόταν αν θα ήταν καλύτερα να έλειπε από το πλοίο σε αυτό το ταξίδι. Ήξερε πως την οδηγούσε στην πιο επικίνδυνη – αυτόν τον καιρό- γωνιά της οικουμένης. Πήγαιναν να βρουν ένα τεράστιο άγριο πλήθος προσκυνητών, των στρατιωτών του Χριστού. Εκείνος ήταν μισθοφόρος, εκείνη όμως όχι. Δεν άξιζε τον κόπο να διακινδυνεύσει. Βέβαια, ακόμη κι αν την έβαζε άθελά του σε περιπέτειες, και πάλι αυτό δεν ήταν δική του ευθύνη. Αν ο πατέρας της ήθελε να την βάλει σε κίνδυνο για χάρη των σκοπιμοτήτων του ας το έκανε! Δικαίωμά του. Εκείνος γιατί νοιαζόταν;.
«Πως σου φαίνεται η κόρη μου ναύαρχε;» τον ρώτησε ο έμπορος που βρέθηκε ξαφνικά δίπλα του.
«Δεν κοιτάζω την κόρη σου. Μπροστά κοιτάζω, την πορεία μας!» του απάντησε αμήχανα.
«Ναι, ναι, μόνο που η πλώρη τυχαίνει να είναι από την άλλη μεριά!» έκανε εκείνος και απομακρύνθηκε.