
Τούς αγαπούσε τους αργοναύτες η Μήδεια παρόλο που αρχικά τούς φοβόταν και τούς μισούσε. Όσο φωνακλάδες κι αν ήταν, κατά βάθος έμεναν παιδιά, γεμάτα σεβασμό για την ζωή, τους θεούς και τους ανθρώπους. Τούς είχε εκτιμήσει ζώντας μαζί τους έστω κι αν αρχικά δεν της άρεσαν οι παλικαράδες που είχαν έρθει στην Κολχίδα με αυθάδεια για να κλέψουν το χρυσόμαλλο δέρας. Όμως άλλαξαν τα συναισθήματά της από τότε που είδε κι ερωτεύτηκε τον Ιάσονα. Από τότε που άρχισε να ζει στην Αργώ με τους αργοναύτες, άρχισε κιόλας να τούς μαθαίνει καλύτερα, άρχισε να μαλακώνει και να βλέπει την παιδιάστικη κι άδολη φύση τους.
Είχε αγαπήσει την Αταλάντη από την πρώτη στιγμή. Όχι μόνο γιατί, σαν ιέρεια της Άρτεμης, λάτρευε κι εκείνη την Μεγάλη Μητέρα, αλλά, για τον χαρακτήρα και την ψυχή της. Ήταν ταπεινόφρων, γενναία κι αγαπούσε βαθιά τον Μελέαγρο. Κρατούσε την παρθενία της, όπως κι η Μήδεια, για να έχει η Αργώ καλοτυχία και βοήθεια απ’ τους θεούς. Την ένιωθε πολύ κοντά της την Αταλάντη και μαζί της ένιωθε σεβασμό κι αγάπη για τον Μελέαγρο. Αγαπούσε τον Ορφέα, τον μύστη της Τριπλής Θεάς και των Μεγάλων Θεών της Σαμοθράκης. Η μουσική του την έκανε να νιώθει ότι η θνητή φύση της είχε καλύτερες πλευρές από την θεϊκή. Κι ο Ναύπλιος την συγκινούσε με την αφοσίωση στον σκοπό τους και στο σύνολο των αργοναυτών. Την είχαν κερδίσει ο Μόψος όπως κι ο σοφός και γενναίος Θησέας. Ποιον να έπιανε και ποιον να άφηνε; Τον Ίδα, τον Κάστορα, τον Λυγκέα, τον Έριτο, τον Εχίονα ή τον Ασκάλαφο...; Τόσοι ήρωες γύρω της, τόσες ατρόμητες, άφοβες ψυχές που έδιναν και την ζωή τους ακόμη για την πόλη τους ή την γενιά τους.
Η Μήδεια έβλεπε πια τους αργοναύτες σαν παιδικούς της φίλους μάλλον, παρά σαν ήρωες σταλμένους απ’ τους θεούς για να εκτελέσουν έναν άθλο. Η προθυμία τους να θυσιαστούν για έναν σκοπό ή και για το σύνολο, την είχε συγκινήσει βαθιά. Είχε ερωτευτεί έναν από αυτούς, τον Ιάσονα, με μιαν ένταση που δεν περίμενε και δεν ήξερε καν πως υπήρχε στην ζωή των θνητών. Σαν τιτανίδα είχε ερωτευτεί πολλούς θεούς και τιτάνες, με τον Προμηθέα να βρίσκεται πάντα κοντά της αλλά κι άλλες θεότητες να την πολιορκούν και να την κατακτούν. Είχε νιώσει να χτυπά ο ρυθμός της καρδιάς της δυνατά για τον Ποσειδώνα, ενώ είχε ερωτευτεί ποταμίσιους τιτάνες, τον Τάναϊ και τον Βορυσθένη. Την είχε ξελογιάσει ο ίδιος ο Ήλιος, ο πρόγονός της, κι είχε εμπνεύσει την καρδιά της με έρωτα βαθύ και διαρκή. Ακόμα κι ο Φαέθων ήταν ερωμένος της όταν ταξίδευε στις τιτανικές περιπλανήσεις, εκείνες που έμοιαζαν με όνειρο κι όχι με πραγματικότητα. Δεν ήταν πρωτάρα στον έρωτα η Μήδεια, όμως, με τον Ιάσονα την πάτησε.
«Με αγαπάς, Μήδεια, κόρη του Αιήτη;» την ρωτούσε εκείνος.
«Σ’ αγαπώ πιο πολύ κι απ’ τη ζωή μου, πρίγκιπα της Ιωλκού» τού έλεγε εκείνη κι έλιωνε στην αγκαλιά του.
«Τι καημός να μένεις παρθένα, αγαπημένη.»
«Αρκεί που με κρατάς σφιχτά εσύ» τού απαντούσε.
Ήταν αναμφισβήτητα ένας έρωτας μεγάλος που τής έκαιγε τα σωθικά και που την έκανε να μακαρίζει τον εαυτό της για την θνητή φύση της. Όσο μεγάλη κι αν ήταν η τιτανική αλήθεια, τής έλειπε η ένταση που προσφέρει αποκλειστικά η προσωρινότητα της θνητής ζωής. Ίσως γιατί των θνητών ο έρωτας είχε μέσα του και μιαν αυταπάτη αθανασίας, όπως όταν κάτι υπέροχο έρχεται και σε κατακλύζει κι αρπάζεσαι από αυτό με μανία γιατί γνωρίζεις ότι θα φύγει και πάλι σύντομα και θα χαθεί. Ίσως γιατί σαν θνητός δεν προφταίνεις να χορτάσεις και φτάνεις έτσι εύκολα στην υπερβολή. Όπως κι αν ήταν, η Μήδεια ζούσε μέσα στην ευτυχία του έρωτά της για τον Ιάσονα και μιας αληθινής αγάπης για τους ήρωες που ταξίδευαν με την Αργώ.
[Ένα μικρό απόσπασμα από το έργο "Η Αργοναυτική εκστρατεία, Μήδεια και Ιάσων" που δεν έχω εκδώσει ακόμα.
Η Αργώ της εικόνας είναι (νομίζω) του Κων/νου Βολανάκη]