Πήγα σχολείο όταν διδάσκονταν ακόμα σε όλες σχεδόν τις τάξεις, ιδιαίτερα στα κλασσικά τμήματα, τα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά. Ήταν βέβαια πολύ περισσότερα τα αρχαία ελληνικά και πολύ λίγα τα λατινικά, όμως, ο μαθητής έκανε μια καλή πρώτη γνωριμία με τις αρχαίες γλώσσες εκ των οπίων η μία (τα ελληνικά) συνεχίζουν να μιλιούνται ως νέα ελληνικά και σήμερα. Σημειωτέον ότι όταν λέμε "αρχαία" ουσιαστικά δεν λέμε τίποτε, γιατί άλλη η γλώσσα του Ομήρου, του 8ου-6ου αι.π.Χ,, άλλη η Αττική του 5ου-4ου αι. κι άλλη η Κοινή των πρωτοχριστιανικών χρόνων. Με την Κοινή, (την γλώσσα της εκκλησίας) της οποίας συνέχεια είναι η δημοτική γλώσσα, έχουμε ελάχιστες διαφορές. Με την Αττική έχουμε μια καλή επαφή μόνο με τις λέξεις και μεγάλη δυσκολία στο συντακτικό ενώ με την ομηρική έχουμε πολύ μικρή επαφή, αφού, σχεδόν δεν αναγνωρίζουμε ούτε τις λέξεις. Ο τρόπος που διδάσκονται σήμερα (ή και στα δικά μου χρόνια) οι αρχαίες ελληνικές γλώσσες είναι θέμα ειδικών, του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και των υπουργείων. Γίνονται πρόοδοι -κανείς δεν μηδενίζει τις προσπάθειες των ειδικών- ωστόσο, δεν απαγορεύεται να κάνουμε μερικές σκέψεις κι εμείς οι απλοί χρήστες της ελληνικής γλώσσας. Ιδιαίτερα μάλιστα αξίζει να μιλάμε όσοι βλέπουμε με ποιον τρόπο τα σύγχρονα προβλήματα της νέας ελληνικής γλώσσας εμπλέκονται με τη γνώση των αρχαίων. Ορισμένες από τις δικές μου σκέψεις επί του θέματος θέλω να παραθέσω με μια σειρά από σύντομα σημειώματα.
ΤΟ ΓΕΝΟΣ
Το γένος (ο, η, το) στην ελληνική γλώσσα -όπως και στην λατινική- είναι βασικό χαρακτηριστικό των λέξεων. Το ίδιο ισχύει και στην γαλλική γλώσσα, την ισπανική, την ιταλική, την γερμανική και άλλες γλώσσες. Δεν έχουμε καθόλου γένος -όπως π.χ. στην τουρκική, την κινεζική και πολλές άλλες- ή το έχουμε περιορισμένο όπως στην αγγλική (μόνο αρσενικά και θηλυκά πρόσωπα με he, she κι όλα τα άλλα ουδέτερα).
Έτσι όπως το μαθαίνουμε, το γένος είναι απλά ένας μπελάς. Κάθε λέξη στα ελληνικά παίρνει είτε αρσενικό, είτε θηλυκό, είτε ουδέτερο άρθρο χωρίς να μαθαίνουμε καμιά λογική πίσω από αυτά. Κι επειδή η ελληνική γλώσσα είναι η μητρική μας και μαθαίνουμε τις ελληνικές λέξεις μαζί με το γένος τους σε ηλικία βρεφική, ή έστω παιδική, με μηχανισμούς κατά βάση άγνωστους ακόμα, δεν μας προβληματίζει το θέμα. Μόλις, όμως, πάμε να μάθουμε μια ξένη γλώσσα (δεύτερη γλώσσα λέγεται όταν δεν είναι μητρική και μπορούμε να μάθουμε πολλές δεύτερες γλώσσες), τότε ανακαλύπτουμε την δυσκολία του γένους. Τι παίρνει il, la, lo στα ιταλικά; Γιατί δεν είναι ίδια τα γένη όπως στα ελληνικά; Γιατί στα ελληνικά είναι αρσενικός ο λαός, θηλυκή η χώρα, κι ουδέτερο το κράτος; Γιατί είναι θηλυκό η δημοκρατία, αρσενικό ο πολίτης και ουδέτερο το πολίτευμα; Θηλυκά η ελιά, η μυρτιά, η ροδακινιά αλλά ουδέτερα το κυπαρίσσι και το πεύκο. Γιατί είναι θηλυκό η ελιά αλλά ουδέτερο το έλαιο; θηλυκό η ροδακινιά αλλά ουδέτερο το ροδάκινο; Τα μάθαμε όλα μηχανικά, με τον μηχανισμό της εκμάθησης της πρώτης μητρικής γλώσσας, αλλά, ποτέ δεν μάθαμε γιατί είναι έτσι κι όχι αλλιώς; Και το "γιατί" βρίσκεται στην αρχαία γλώσσα, εξίσου ομηρική, αττική ή κοινή. Να ένας λόγος για να μαθαίνω αρχαία, για να καταλαβαίνω τα γένη, να ξέρω τα άρθρα και τον ρόλο που παίζουν στη φράση, στην πρόταση. Για να γίνομαι όχι μόνο χρήστης της γλώσσας αλλά και δημιουργός της, αφού θα ακολουθώ τα βήματα της δημιουργίας της γλώσσας κι όχι μόνο της χρήσης της.
Στα έμψυχα, η διάκριση γένους αφορά στο φύλο, ο άντρας είναι αρσενικού γένους κι η γυναίκα θηλυκού. Ο Δίας, ο Περικλής, η Αθηνά, η Σαπφώ. Όλα καλά μέχρι εδώ. Όταν μια γυναίκα συμμετείχε στα συμπόσια ως ίση συνομιλήτρια με τους άνδρες ήταν η γυναίκα, η Ασπασία, Όταν μετείχε ως εταίρα, ως παλλακίδα, ήταν το Ερώδιον, το Νίκιον κ.ο.κ, ήταν ουδέτερο!!! Η Ερωδιάς στο σπίτι της γινόταν το Ερώδιον στο συμπόσιο όπου προσέφερε τον εαυτό της ως αντικείμενο. Όταν κάτι γίνεται παιχνίδι, όταν γίνεται υποκοριστικό ουδετεροποιείται. Ο παις, η παις, το παιδίον (γι αυτό στα νεοελληνικά το παιδί είναι ουδέτερο ενώ γιος και κόρη είναι αρσενικό και θηλυκό).
Φεύγοντας από τα έμψυχα, γένος έχουν και τα άψυχα. Όσα έχουν ένα πρόσωπο ισχυρό, μια παρουσία υποκειμένου, είναι αρσενικά. Όσα γεννούν και δημιουργούν είναι θηλυκά. Τα αντικείμενα όμως της δημιουργίας είναι ουδέτερα. Ο ήλιος είναι το πρόσωπο-δημιουργός, η ζέστη είναι η λειτουργία και η δημιουργία, το φως (αλλά και το χώμα, το δένδρο, το βουνό) είναι τα αποτελέσματα. Ο λαός (ο πληθυσμός, ο Έλλην, ο Πολίτης) είναι ο δημιουργός και είναι αρσενικός. Η δημοκρατία (η ισοκρατία, η ισονομία, η πολιτεία) είναι η διαδικασία που δημιουργεί τις σχέσεις ζωής κι επομένως είναι θηλυκή, το Πολίτευμα είναι το αποτέλεσμα της δημιουργίας (όπως το Δίκαιο, το Καλό κι Αγαθό κτλ.) κι επομένως ουδέτερα. Λέμε: «η εκκλησία του δήμου εγκρίνει το ψήφισμα». Ο δήμος είναι αρσενικός, η εκκλησία του δήμου που εγκρίνει (δημιουργεί) είναι θηλυκή και το αποτέλεσμα-ψήφισμα είναι ουδέτερο. Ο άρτος είναι κύριο κι αρσενικό, η αρτοκλασία είναι η ενέργεια-δημιουργία κι είναι θηλυκή, το φαγητό ουδέτερο. Για να δούμε και το πασίγνωστο "ψωμί" που είναι ουδέτερο στα νεοελληνικά και αρσενικό (ως άρτος) στα αρχαία. Από τον άρτο, προκύπτει ένα μέρος του, το "αρτίδιον "
που είναι ουδέτερο ως υποκοριστικό του άρτου. Όταν είναι ψημένο (το
ψημένο αρτίδιο) γίνεται σκέτα ψημένο και καταλήγει να είναι το
νεοελληνικό ψωμί. Θα μου πείτε, το ύδωρ και το νερό, τι ιστορία έχουν; Το ύδωρ είναι ουδέτερο, ως το αποτέλεσμα του φοβερού (ως ορμητικού, άρα αρσενικού) ποταμού ή των (δημιουργών άρα θηλυκών) θάλασσας και λίμνης. Το ύδωρ όταν είναι φρέσκο, είναι "νεαρόν ύδωρ". Όπως από το "ψημένο αρτίδιο" κόψαμε το αρτίδιο και κρατήσαμε το επίθετο "ψημένο" για ψωμί, έτσι και από το "νεαρόν ύδωρ" κόψαμε το ύδωρ και μας έμεινε το "νεαρόν" που έδωσε το νερό στα νεοελληνικά.
Η ιστορία των λέξεων μας σπρώχνει στις αρχαίες ελληνικές γλώσσες που πριν πεθάνουν γέννησαν την σύγχρονη δική μας. Γι αυτό τον λόγο πρέπει να μαθαίνουμε τα βασικά τους στοιχεία. Όχι με τον ξερό τρόπο μιας γραμματικής κι ενός λεξιλογίου που καταντούν κουραστικά και βαρετά, αλλά, με διασύνδεση με την σημερινή μας γλώσσα.
Θα συνεχίσω με άλλα μέρη του λόγου κι άλλες παρατηρήσεις που θα κατατείνουν όλες στο ίδιο συμπέρασμα.