Κυριακή 8 Μαρτίου 2020

ΔΥΟ ΓΥΝΑΙΚΕΣ - ΔΥΟ ΚΟΣΜΟΙ

Ημέρα της γυναίκας σήμερα.
Θα κάνω ένα μικρό αφιέρωμα μέσα από τα βιβλία μου. 
Θα είναι δυο γυναίκες - δύο κόσμοι. Δυο ιέρειες, η κάθε μια με τον τρόπο της.
Η μία σχεδόν θεά, η άλλη πόρνη σε δημόσιο πορνείο.
Η μία μιλά για αιώνιους έρωτες, η άλλη ζει μια και μοναδική στιγμή έστω και από λάθος. 
Θα γράψω για δυο γυναίκες. Η μία είναι η ΑΡΙΑΔΝΗ, η κόρη του Μίνωα, η αγαπημένη του Διόνυσου. Μιλά η ίδια λίγο για τον εαυτό της σε ένα απόσπασμα από ένα πρόσφατο βιβλίο μου (Ο Διόνυσος). Η άλλη είναι η ΕΥΘΑΛΙΑ, μια πόρνη στα Βούρλα στις αρχές του 20ου αιώνα. Μιλώ γι αυτήν σε ένα βιβλίο που πρόκειται να εκδώσω σύντομα (Το Δίδυμο Άστρο).

ΑΡΙΑΔΝΗ
Από το βιβλίο μου "ΔΙΟΝΥΣΟΣ"
Η Αριάδνη, κόρη του Μίνωα, θνητή αλλά ισόθεη, μιλά για τον εαυτό της και για τον Διόνυσο.

Είμαι η Αριάδνη. Γεννήθηκα στην Κνωσσό κι είμαι η πολύτιμη κόρη του Μίνωα και της Πασιφάης. Μέσα μου τρέχει αίμα γενιάς βασιλικής αλλά δεν το βρίσκω σημαντικό. Εκείνο που μετρά είναι η καρδιά του ανθρώπου κι εγώ σε αυτήν δίνω σημασία. Με αγάπησαν πολλοί και με θέλησαν για γυναίκα τους ζητώντας με από τον Μίνωα. Συνάντησαν όλοι την άρνησή μου. Κανείς, δεν μπόρεσε να μ' αποκτήσει, κανείς δεν μπόρεσε ούτε καν να με πλησιάσει. Μόνο τρεις γενναίοι άντρες έμπλεξαν τη ζωή τους μαζί μου. Γι αυτούς μιλώ.
Μιλώ πρώτα για τον ακατάβλητο ήρωα των Αθηνών, τον Θησέα. Τον έλεγαν γιο του Αιγέα και της Αίθρας, αλλά, τέκνο του Ποσειδώνα ήταν, στ' αλήθεια, ο Θησέας. Ήρθε στην Κρήτη για να ελευθερώσει την πόλη του από ένα φοβερό άγος. Ήταν ο πρώτος άνδρας που μπήκε στη ζωή μου. Με αγάπησε, και με εγκατέλειψε, πριν προλάβω να τον αγαπήσω κι εγώ. Ο Θησέας με ελευθέρωσε από τα δεσμά της οικογένειας. Με παράτησε ένα πρωί, αλλά, τού το συγχωρώ.
Μιλώ κατόπιν, για τον γιο του Δία και της Σεμέλης, τον Διόνυσο. Με κέρδισε στην Νάξο που, τότε, την έλεγαν Δία. Με έκλεψε μέσα από τα χέρια του Θησέα. Αυτός με αγάπησε και τον αγάπησα κι εγώ. Ο Διόνυσος με πήρε μαζί του στη δίνη του έρωτα και του πάθους. Όταν χρειάστηκε, μ' επανέφερε από τον Άδη και μ' ανέβασε στους ουρανούς.
Μιλώ, τέλος, για έναν ακόμη γιο του Δία, τον Περσέα. Σκότωσε την Μέδουσα κι ελευθέρωσε την Ανδρομέδα. Θέλησε να με κλέψει από τον Διόνυσο, αλλά, δεν κατάφερε να χαλάσει τον έρωτά μου. Ο Περσέας μ' αγάπησε με έναν άδοξο, τραγικό τρόπο και, στο τέλος, με σκότωσε.
«Τι άξιζε τελικά στη ζωή σου, Αριάδνη;» με είχε ρωτήσει μια φορά ο Δίας, ο Μέγιστος των θεών.
«Το πάθος κι ο έρωτας, Μεγάλε Δία. Που θα πει, ο γιος σου ο Διόνυσος» του είχα απαντήσει.
Ο Διόνυσος μπήκε στη ζωή μου αναπάντεχα. Ήταν ένα μικρό χαρούμενο αγόρι που τού φόρτωσαν ένα κόσμο ολόκληρο στην πλάτη. Του ζήτησαν να πετύχει εκεί που απέτυχαν οι Θεοί κι οι Τιτάνες. Του είπαν να γίνει αυτός -ένα παιδί- ο σωτήρας του κόσμου. Μυστήριο πράγμα να χρειάζεται το σύμπαν έναν σωτήρα, κι όμως οι Ολύμπιοι κι ο Μέγας Δίας εκεί κατέληξαν. Στην ουσία σωτηρία χρειάζονταν οι ίδιοι. Το σύμπαν ήταν πολύ πιο μεγάλο από αυτούς και δεν θα πάθαινε τίποτε. Έβαλαν την αγάπη μου, τον έρωτά μου, το αγόρι μου, να ζήσει ανήκουστα πάθη. Έτσι πέθανε, έτσι αναστήθηκε, κι έτσι έσωσε τον κόσμο, αν και όχι για πολύ. Μαζί του πέρασα πολλά από τα πάθη του κι εγώ. Γιατί από τότε που δεθήκαμε με τα δεσμά του έρωτα, τίποτε δεν μπόρεσε να μας χωρίσει.
Το όνομά μου, Αριάδνη, θα πει αγνή κι αγία. Με έχουν για αληθινή αγία τους σε πολλά μέρη και με προσκυνούν. Εγώ τους σιχαίνομαι. Δεν θέλω να με προσκυνούν, ούτε θέλω να τους βλέπω να σέρνονται στο χώμα σαν τα ερπετά. Το βλέπω ότι υποφέρουν. Παρακαλούν να ζήσουν μια δεύτερη ζωή, γιατί ξέρουν πως τούτη, που τους δόθηκε, κάποτε τελειώνει. Όλη η φύση γεννιέται και πεθαίνει, όμως, αυτοί θέλουν να διώξουν τον θάνατο από την σκέψη τους. Είναι θνητοί και θέλουν να γίνουν αθάνατοι. Δειλοί και μοιραίοι, φοβούνται τον θάνατο κι έτσι φοβούνται και την ζωή. Με παρακαλούν εμένα γιατί εγώ πήγα στον κάτω κόσμο και γύρισα. Γνωρίζω, τάχα, τον δρόμο της επιστροφής και θα οδηγήσω κι αυτούς πίσω ξανά στην θλιβερή ζωή τους. Δεν αντέχω την κακομοιριά τους. Προτιμώ ν' ατενίζουν οι θνητοί την ζωή θαρραλέα. Που θα πει, ν' ατενίζουν τον ίδιο τον θάνατο θαρραλέα. Όμως, φοβούνται κι ο φόβος του θανάτου τους κάνει να σέρνονται. Ίσως να τους κατανοώ, ωστόσο, τους σιχαίνομαι.

ΕΥΘΑΛΙΑ
Από το βιβλίο μου "ΤΟ ΔΙΔΥΜΟ ΑΣΤΡΟ"
Η Ευθαλία είναι πόρνη στα Βούρλα, το 1906. Ο Θοδωρής επισκέπτεται τα Βούρλα νομίζοντας ότι πάει σε ξενοδοχείο.

Του έδειξε το δωμάτιο της Ευθαλίας. Ήταν στο ισόγειο του κτηρίου που ήταν πολύ κοντά στην Πορτάρα, όπου μιλούσε τώρα με τον αστυνομικό.
«Πήγαινε, θα σε περιμένει» του είπε και του έδειξε με το χέρι του να προχωρήσει.
Ο Θοδωρής είδε την Ευθαλία που κούνησε κι αυτή το χέρι της προς τον αστυφύλακα σαν να του έλεγε “ευχαριστώ”. Από μακριά φαινόταν όμορφη γυναίκα με τα σγουρά μαλλιά της και τα πολύ λίγα ρούχα που φορούσε. Για τον Θοδωρή, μια γυναίκα με τέτοια εμφάνιση ήταν ο απαγορευμένος καρπός στον οποίο ήταν αδύνατο να αντισταθεί.
«Μη ξεχάσεις να δώσεις στον Ψάρακα εικοσιπέντε δραχμές πριν φύγεις» του υπενθύμισε ο αστυφύλακας.
«Ποιος είναι ο Ψάρακας;»
«Ο νταβατζής με το τσιγκελωτό μουστάκι, Μην ανησυχείς και δεν θα τον χάσεις! Θα σε περιμένει αυτός στην Πορτάρα. Δεν φεύγεις αν δεν πληρώσεις το χρέος.»
Εικοσιπέντε δραχμές ήταν τα πέντε τάλαρα που του είχαν κοστολογήσει το δωμάτιο, σκέφτηκε ο Θοδωρής. Θυμήθηκε ότι κι ο Παπακυριάκος, στο νησί, τέτοιες τιμές του είχε πει ότι είχαν τα ξενοδοχεία στην Αθήνα. Πριν προχωρήσει προς το δωμάτιο της Ευθαλίας άκουσε από την αυλή ήχους. Έβγαιναν από ένα κουτί κι ήταν μουσική που έμοιαζε στον σκοπό με επτανησιακή καντάδα. Ο Θοδωρής κοίταξε έκπληκτος κι ο αστυφύλακας ανέλαβε να του εξηγήσει.
«Είναι μια ρομβία, μουσικό όργανο» του είπε. «Δεν έχεις ξαναδεί ποτέ σου λατέρνα;»
«Όχι» είπε ο Θοδωρής, «τι είναι η ρομβία;»
«Αυτό το κουτί που βλέπεις! Γυρνάνε τη μανιβέλα και αυτό παίζει μουσική
Υπό τους ήχους της “ρομβίας” ο Θοδωρής πλησίασε προς το δωμάτιο της Ευθαλίας διστακτικά. Εκείνη, χαμογελαστή, τον περίμενε και του άνοιξε την πόρτα.
«Έλα, μην φοβάσαι!» του είπε.
Ήταν γεματούλα αλλά τα πληθωρικά της προσόντα ήταν πλεονέκτημα. Κομμάτια του κορμιού της, που εξείχαν από το κοντό φουστάνι και το πανωφόρι της, τον έκαναν να χάσει τη μιλιά του. Πριν προλάβει να της ζητήσει πρώτα να ντυθεί και μετά να του μιλήσει, εκείνη τον ρώτησε.
«Έχεις πάει ποτέ σου με γυναίκα;»
Ο Θοδωρής κοκκίνισε ολόκληρος. Αν μπορούσε να ανοίξει η Γη για να τον καταπιεί θα πήγαινε ευχαρίστως στα έγκατά της. Η Ευθαλία τον άγγιξε στο πηγούνι και σήκωσε ψηλά το πρόσωπό του ώστε να την κοιτάξει ίσια στα μάτια. Κατέβασε το ραντάκι του φορέματός της από τη μια μεριά. Φάνηκε ο γυμνός της ώμος και το φούσκωμα του στήθους της. Το πρότεινε προκλητικά προς το μέρος του και του χαμογέλασε.
«Σαν παντζάρι έγινες!» του είπε με ύφος προστατευτικό. «Έλα, μην ντρέπεσαι. Θα δεις ότι όλα θα πάνε καλά!»
Στο δωμάτιο υπήρχε μια γλάστρα με γεράνια, ένα τραπέζι, δύο καρέκλες και στην άκρη μια κανάτα με νερό. Κολλημένο στον τοίχο υπήρχε ένα κρεβάτι που φαινόταν καθαρό. Ήταν καλυμμένο με ένα κοκκινωπής απόχρωσης σεντόνι.
«Έλα» του είπε τρυφερά σαν να πρόσεχε μην τον πληγώσει.
Ο Θοδωρής δεν τολμούσε να δεχτεί ότι μπροστά του είχε μια γυναίκα που ήταν κάτι άλλο από εργαζόμενη στο “ξενοδοχείο”. Όσο προκλητικά κι αν φερόταν προτιμούσε να σκέφτεται ότι ήταν καμαριέρα που φερόταν παράξενα ή, έστω, ανήθικα. Αναρωτιόταν πότε θα έφευγε αυτή η “καμαριέρα” για να τον αφήσει μόνο του να ξεκουραστεί. Η αλήθεια, όμως, ήταν ότι καθόλου δεν τον χάλαγε η παρουσία της.
«Σου αρέσουν αυτά που φοράω;» τον ρώτησε η καμαριέρα με απαλή φωνή.
Φορούσε σοσόνια κοκκινωπά, ίδιο χρώμα με τις παντόφλες της. Κόκκινη κι η κορδέλα που την είχε δεμένη στα μαλλιά της. Τα βυζιά της εξείχαν από το πανωφόρι της. Φαινόταν ολοκάθαρα η σχισμή ανάμεσα στις δυο στρογγυλές μπάλες. Οι ώμοι της έξω, σε κοινή θέα, είχαν ένα όμορφο ροδαλό χρώμα, ίδιο με το χρώμα που είχαν τα γόνατα και τα πόδια της. Αν ήταν γυμνή θα τον ερέθιζε λιγότερο.
«Έχεις πλυθεί καθόλου;» τον ρώτησε.
Αναρωτήθηκε γιατί τον ρωτούσε, τι την ένοιαζε;
«Ναι, στο ναυπηγείο, εκεί που μας μάζεψαν, με έβαλαν και πλύθηκα με ζεστό νερό
«Θέλεις να ξαπλώσεις;»
Ένα άρωμα πατσουλί που φορούσε τον έκανε να χάσει την αναπνοή του.
«Που να ξαπλώσω;» την ρώτησε αμήχανα.
«Εδώ στο κρεβάτι, μαζί μου» του είπε με απαλή φωνή.
Εντάξει, δεν ήταν καμαριέρα, έπρεπε να το παραδεχτεί. Πώς όμως είχαν βρεθεί αυτός κι αυτή εδώ σε ένα δωμάτιο μόνοι με ένα κρεβάτι να τους περιμένει; Δεν ήξερε ότι υπήρχαν μέρη σαν κι αυτό που το είχε νομίσει για ξενοδοχείο. Έτσι είναι λοιπόν ο κόσμος; σκέφτηκε. Έτσι είναι οι γυναίκες; Δεν είχε πλησιάσει ποτέ τόσο κοντά σε γυναίκα, εκτός από την μάνα του βέβαια. Εκείνη τον φρόντιζε, αλλά, ποτέ της δεν ήταν ντυμένη έτσι, ούτε μύριζε όπως αυτή εδώ.
«Μη με φοβάσαι» του ψιθύρισε.
«Δεν … δεν …» ψέλλισε εκείνος χωρίς να ξέρει τι να πει.
«Μην μιλάς, δεν χρειάζεται» του είπε.
Τον βοήθησε να ξαπλώσει ήρεμα στο κρεβάτι. Του έβγαλε τα παπούτσια.
«Θέλεις να ξεκουραστείς;» τον ρώτησε. «Ξάπλα κι εγώ θα κάτσω ήσυχα δίπλα σου
«Μα … δεν έχεις άλλη δουλειά;» τη ρώτησε.
«Εσύ είσαι η δουλειά μου, αγόρι μου» του απάντησε εκείνη με σιγανή, απαλή και σίγουρη φωνή που σχεδόν τον υπνώτιζε.
Ο Θοδωρής έκλεισε για λίγο τα μάτια. Την ένιωσε να τον χαϊδεύει τρυφερά και να τον φιλάει στον λαιμό. Ήταν παγωμένος εξωτερικά μένοντας ακίνητος σαν άγαλμα, εσωτερικά, όμως, έκαιγε. Ήταν τόσο ξαναμμένος που δεν θα άντεχε ούτε ένα λεπτό πριν ξεσπάσει. Με ένα βαθύ αναστεναγμό η Ευθαλία, που ήξερε τι του συνέβαινε, τρίφτηκε πάνω του. Κατέβασε το πάνω μέρος του φορέματός της. Ο Θοδωρής αντίκρισε το πλούσιο στήθος της και δεν κρατήθηκε ούτε ένα δευτερόλεπτο. Καθώς το παντελόνι του βρεχόταν ένιωσε ντροπή και ενοχή ταυτόχρονα. Η Ευθαλία δεν τον άφησε να νιώσει άσχημα. Τον χάιδεψε τρυφερά στο πρόσωπο και γεμάτη κατανόηση του ψιθύρισε.
«Δεν πειράζει αγόρι μου. Έχουμε κι άλλο χρόνο μπροστά μας, ησύχασε
Δεν ήξερε αν έπρεπε να βάλει τα κλάματα από την ντροπή του ή να σηκωθεί και να ουρλιάξει από την χαρά του. Το χέρι της Ευθαλίας έστρεψε το πρόσωπό του προς το μέρος της. Την κοίταξε και δεν χόρταινε να βλέπει το γλυκό της πρόσωπο στεφανωμένο από τα καστανά σγουρά μαλλιά της. Δεν χόρταινε να κοιτά και να αγγίζει το πλούσιο γυμνό της στήθος. Ανταποκρίθηκε όταν εκείνη τον φίλησε απαλά. Σε λίγο αγκαλιάστηκαν δυνατά και τα κορμιά τους βυθίστηκαν σε μια βουβή και βιαστική ερωτική συναλλαγή. Σφράγιζαν έτσι την έντονη επιθυμία τους να σμίξουν ως το τέλος του χρόνου.