Ένα κομμάτι από το «Η Αργυρή εποχή των ανθρώπων»
Σχετικά με το υπό έκδοση βιβλίο μου «Η Αργυρή εποχή των ανθρώπων» σκέφτηκα, σαν συνέχεια του χτεσινού σημειώματος, να βάλω σήμερα ένα κομμάτι. Πρόκειται για μια περιγραφή του συγκλονιστικού γεγονότος της καταβύθισης της Ατλαντίδας, που σύμφωνα με τον Πλάτωνα ήταν απότομη και κράτησε μόλις μιάμιση μέρα. Το φαινόμενο ήταν παγκόσμιο αφού, εκτός του ότι έθαψε μιαν ολόκληρη ήπειρο, επί πλέον καταβύθισε και όλες τις παραλίες όπου ζούσαν άνθρωποι. Σύμφωνα με τις σύγχρονες έρευνες τα νερά πρέπει να ανέβηκαν, σε εκείνο τον κατακλυσμό, σε ύψος περίπου 200 μέτρων πάνω από την ως τότε επιφάνεια της θάλασσας. Ο Πλάτων λέει πως εξαφανίστηκε μια ήπειρος, βυθίστηκαν στη λάσπη Αθήνα, Αίγυπτος και όλες οι χώρες και πως, για χίλια χρόνια, δεν μπορούσε κανείς να βγει από τις Ηράκλειες Στήλες λόγω της λάσπης.
[Ακολουθεί το κομμάτι από το 3ο κεφάλαιο του βιβλίου]
................................
Η
γη έτρεμε έντονα. Ένα υπόκωφο βουητό
που ακουγόταν δεν επέτρεπε σε κανέναν
να είναι ψύχραιμος. Εμφανώς ταραγμένη
η Κλειοβέρθη του κράτησε το χέρι και
του ψιθύρισε.
-Έλα
μαζί μου για λίγο Άρπη
-Που
πάμε; τη ρώτησε σαν χαμένος
-Έλα,
του είπε σαν να γνώριζε κάτι, παρ’ όλο
που τα είχε χαμένα
Η
Κλειοβέρθη αισθανόταν το τέλος. Δεν
τολμούσε ούτε στον εαυτό της να το
ομολογήσει αλλά ένιωθε πως δεν υπήρχε
πλέον καιρός.
-Πιάσε
με από το χέρι, του είπε απαλά, πάμε
Αν
και δεν είχαν χρόνο για χάσιμο ο Άρπησσος
την ακολούθησε σαν υπνωτισμένος. Ανέβηκαν
μαζί στον ιερό βράχο του Πανθέου. Οι
μονόκεροι τους ακολούθησαν μέχρις ένα
σημείο και μετά τους περίμεναν. Ο βράχος
του Πανθέου ήταν το λίκνο της φυλής
τους. Η Αβύλανθος ήταν η ιερή πόλη της
Ατλαντίδας. Εδώ υπήρχαν τα ιερά άλση
από όπου ξεπήδησαν οι πρώτοι Άτλαντες
κι όπου, σύμφωνα με την παράδοση, έμαθαν
από τους θεούς τον Λόγο, την Γραφή και
τις Τέχνες.
Ο
μεγάλος κι επιβλητικός ναός του Πανθέου
βρισκόταν σε ένα βράχο πάνω από την πόλη
και τα άλση. Ήταν κτισμένος από τεράστιες
πέτρες και έμοιαζε με θύρα προς έναν
άλλο κόσμο. Έβλεπε στο νότο και είχε
απέναντί του, σε απόσταση βέβαια, το
νησί του Ποσειδώνα, εκεί όπου, κατά την
παράδοση, βρισκόταν η κατοικία του
μεγάλου γιου του Κρόνου προστάτη της
Ατλαντίδας. Ήθελαν λίγο ακόμα για να
φτάσουν στον ναό. Ανεβαίνοντας είδαν
τον ανταριασμένο ωκεανό και τον γκρίζο
ουρανό με τις κόκκινες σαν αίμα γραμμές
στον ορίζοντα.
Οι
σεισμοί είχαν ενταθεί. Το έδαφος έτρεμε
κι όλη η κατάσταση ήταν δραματική. Και
τότε είδαν το τρομακτικό θέαμα που τους
έκανε να νιώσουν όχι μόνο θνητοί αλλά
και πολύ μικροί απέναντι στις δυνάμεις
της φύσης. Στο νησί του Ποσειδώνα,
απέναντι τους, η κορυφή του βουνού είχε
ανοίξει. Φλόγες και καπνοί πετάγονταν
από εκεί σε μεγάλα ύψη. Ένας πίδακας
λάβας κι αέριων έφευγε από το νησί του
θεού προς τον Ουρανό σαν να είχαν βρεθεί
σε μια τεράστια διαμάχη ο παλιός θεός
με τον εγγονό του Ποσειδώνα. Όση ψυχραιμία
κι αν διέθεταν, συνηθισμένοι και σε
ακραίες καταστάσεις, πάλι το φαινόμενο
ήταν ιδιαίτερα έντονο και φοβερό καθώς
ξεπερνούσε τα όρια του ανθρώπου. Ωστόσο
ο Άρπησσος κι η Κλειοβέρθη, προχωρώντας
σαν υπνωτισμένοι, ανέβηκαν πιο ψηλά
στον βράχο και προχώρησαν πάνω στην
επίπεδη και γεμάτη γρασίδι επιφάνειά
του.
Ένα
καινούριο τρομακτικό κούνημα της γης
τους έριξε κάτω. Η Κλειοβέρθη βρέθηκε
πάνω από είκοσι μέτρα μακριά καθώς η γη
κάτω από τα πόδια τους φάνηκε να γέρνει.
Ο Άρπησσος την πλησίασε τρέχοντας και
την βοήθησε να σηκωθεί. Ένιωθαν πως
βρίσκονταν στο κέντρο μιας τρομακτικής
δίνης. Την αγκάλιασε κι εκείνη κούρνιασε
ανάμεσα στα μπράτσα του, έκρυψε το
πρόσωπό της στον λαιμό του και σκούπισε
εκεί τα υγρά μάτια της. Σήκωσε το κεφάλι
της και του έδωσε με τα στεγνά χείλη της
ένα φιλί πολύ παθιασμένο. Δεν ήταν η ώρα
για φιλιά ή για πάθος, αλλά εκείνος της
το ανταπέδωσε σαν μαγεμένος και την
αγκάλιασε το ένα του χέρι σφιχτά από
τους ώμους ενώ με το άλλο σκούπιζε τα
κόκκινα μάγουλά της. Τα μάτια της ήταν
ακόμη υγρά και το μέτωπό της έκαιγε από
ένα πυρετό που την φλόγιζε ολόκληρη. Το
κορμί της ήταν λυμένο, παραδομένο στα
χέρια του και στο χάος που τους τύλιγε.
Η Κλειοβέρθη προαισθανόταν ένα τέλος
που ο Άρπησσος αρνιόταν να αντιληφθεί.
-Κλειώ,
της ψιθύρισε
-Άρπη,
ω θεοί, θεοί, δεν θέλω να σε χάσω!
-Είμαι
εδώ Κλειώ, μαζί σου, σε κρατάω, της είπε
-Κοίταξε!
του έδειξε γυρνώντας το κεφάλι προς την
πλευρά της θάλασσας. Άκου ένα βουητό!
θεοί, ω θεοί!
Γύρισαν
κι οι δυο μαζί προς την θάλασσα να δουν
τι συνέβαινε καθώς μια παράξενη και
πρωτόγνωρη βοή ακουγόταν από το πέλαγος.
Κοίταξαν προς τα κάτω και είδαν το πλοίο
με τους τριάντα πολεμιστές που θα
αντιμετώπιζαν τους συνωμότες να έχει
γίνει ένας σωρός από ξύλα. Κάποιοι άντρες
πάλευαν μάταια με τα τεράστια κύματα.
Τα κόκκινα κι άσπρα και μαύρα πανιά των
πλοίων έπλεαν λίγο και βυθίζονταν στο
νερό. Πριν προλάβουν να αντιδράσουν ή
να πουν ο,τιδήποτε, κοίταξαν στο βάθος,
προς το νησί του Ποσειδώνα. Πάγωσαν!
Το
νησί είχε εξαφανιστεί. Στη θέση του ένα
τεράστιο κύμα, σαν πανύψηλος τοίχος,
δέκα, εκατό, διακόσια μέτρα ψηλό -δεν θα
μπορούσε κανείς να υπολογίσει πόσο ψηλό
ήταν αυτό το τεράστιο κύμα- ερχόταν αργά
προς το μέρος τους. Συνειδητοποίησαν
ότι αυτό ήταν το τέλος. Πριν καν το κύμα
τους πλησιάσει, μια νέα τρομακτική βοή
τους τσάκισε τα αυτιά και ένα ακόμα πιο
τρομακτικό τράνταγμα της γης τους έκανε
να νιώσουν πως έχαναν το έδαφος κάτω
από τα πόδια τους. Το κύμα ερχόταν σταθερά
σαν χάρος με το δρεπάνι απλωμένο, το
νησί του Ποσειδώνα είχε ήδη εξαφανιστεί
και τώρα εξαφανιζόταν κι η Αβύλανθος.
Ήταν μόνοι πάνω στον ιερό βράχο που
τρέκλιζε κι ακόμη κρατιόταν.
Μέσα
σε ένα τρομακτικό παφλασμό, η ιερή πόλη
υποχωρούσε και βυθιζόταν κάτω από τα
ταραγμένα νερά του ατλαντικού ωκεανού.
Κρατήθηκαν σφιχτά. Η Αβύλανθος είχε
εξαφανιστεί κάτω από τα νερά που φούσκωναν
και γίνονταν μια γιγάντια θεϊκή ρουφήχτρα
έτοιμη να καταπιεί τη γη ολόκληρη. Δεν
ήταν απλά μια πόλη που εξαφανιζόταν, η
ιερή πόλη της Ατλαντίδας, ήταν ο κόσμος
όλος που κατέρρεε. Κι αυτοί ήταν μάρτυρες
στο πιο μεγάλο και τιτάνιο έργο καταστροφής
που είχε ποτέ γνωρίσει ο κόσμος.
Στην
ανοιχτή θάλασσα προς το νότο, δεν υπήρχε
πια η γνωστή επιφάνεια. Το τεράστιο
κύμα, ψηλό σαν υδάτινο βουνό, απλωμένο
από τη μια άκρη του ορίζοντα ως την άλλη,
πλησίαζε σταθερά και απειλητικά. Δεν
ήταν κάτι που μπορούσε να το περιγράψει
κανείς με ανθρώπινα μέτρα. Ήταν μια μάχη
του Ουρανού με τον Κρόνο, του Ποσειδώνα
με τον Εγκέλαδο, ήταν η Ρέα που γεννούσε
θεούς και γίγαντες. Πέθαινε ο κόσμος
και ξαναγεννιόταν κι οι άνθρωποι ήταν
για μια στιγμή μόνο, την τελευταία τους,
μάρτυρες αυτής της γέννησης και αυτού
του θανάτου.
Κοιτάχτηκαν
σαν να αποχαιρετούσε ο ένας τον άλλον,
όχι με θλίψη αλλά με κατάπληξη. Τόση
ήταν η έκπληξη από το θέαμα στο οποίο
συμμετείχαν κι αυτοί που καμιά σκέψη
δεν χωρούσε. Ήταν σαν μυρμήγκια σε ένα
χορό τιτάνων και θεών. Χόρευαν ο ουρανός
κι η γη και το σύμπαν, κι αυτοί, μικροί
κι ασήμαντοι μέσα στα τρομακτικά μεγέθη,
ένιωσαν να βυθίζονται μαζί με τον Ιερό
Βράχο των θεών μέσα στα νερά του Ωκεανού.
Μαζί τους ο Ωκεανός κατάπινε ολόκληρη
την Ατλαντίδα. Μυριάδες Ατλάντων,
άνθρωποι και ζώα και φυτά, χιλιάδες
χρόνια πολιτισμού, απίστευτες ιστορίες
ανθρώπων και ηρώων και θεών, όλα μαζί
βυθίζονταν στα δροσερά νερά της απέραντης
θάλασσας που είχε γεμίσει με απύθμενα
ρεύματα και ρουφήχτρες. Ο Άρπησσος και
η Κλειοβέρθη αγκαλιασμένοι μέχρι την
τελευταία στιγμή, χάθηκαν εκείνη τη
μέρα και μαζί τους χάθηκε ολόκληρο
σχεδόν το ανθρώπινο γένος.