Η έκπληξη μας βρήκε χτες βράδυ στο Μέτσοβο!
Μετά τη γίδα βραστή και τη χορτόπιτα και τον ημίγλυκο ... πηγαίνοντας προς το ξενοδοχείο, ακούσαμε την φωνή του Τζιμ Μόρισον, με ήχο ζωντανό και όχι μεγαφώνου, να έρχεται από ... κάπου.
Τα βουνά εδώ είναι ψηλά αλλά τέτοιους ήχους δεν βγάζουν. Το μέρος είναι μικρό για να χαθείς. Κι ο ήχος πολύ καλός για να τον αποφύγεις. Προσδιορίσαμε σχετικά εύκολα την προέλευσή του κι είδαμε την κιθάρα, το σαξόφωνο, τα πλήκτρα, τη φιγούρα του τραγουδιστή και την ομήγυρη.
Και τι ομήγυρης! Όλο το Μέτσοβο ήταν εδώ. Νέοι, νεώτεροι, μεγάλοι, γεροντότεροι, γυναίκες και άντρες, χριστιανοί και μουσουλμάνοι, Βλάχοι κι Αρβανίτες και Ρωμιοί χωρίς έρμα και Σέρβοι κι Ιταλοί και Γάλλοι, καρότσια με μωρά, αγόρια, κορίτσια,έφηβοι ... όλοι!
Ένα μπαρ (το μοναδικό άραγε;) στο Μέτσοβο: χωμένο μέσα σε ανοίγματα και καλντερίμια, κάτω από τις βλοσυρές φιγούρες των μεγάλων Βλάχων που τα αγάλματά τους σε κοιτάζουν αφ' υψηλού, Τοσίτσες και Αβέρωφ και άλλοι.
Το πεδίο βολής των ήχων: ένα αμφιθέατρο φυσικό, κάτω από ένα τεράστιο πλατάνι και άλλα αιωνόβια δέντρα, με "ψυχεδελικά" ελαφρά πειραγμένο δημοτικό φωτισμό, πάνω στο γρασίδι ή σε πέτρινα πεζούλια, γιατί τα καθίσματα του μπαρ είχαν εξαντληθεί προ πολλού. Σε έναν χώρο σαν αρχαίο θέατρο όχι μόνο οπτικά-εξωτερικά αλλά και σαν συναίσθημα, σαν διάθεση, σαν αυτό που -στα Μετσοβίτικα- το αποκαλούμε feeling, ο Τζιμ Μόρισον και οι Ντορς μας παρουσιάστηκαν αυτοπροσώπως!
Για την ακρίβεια, ήταν μια από τις μετεμψυχώσεις του Μόρισον που είχε το επίγειο όνομα Τζοτρζ-Γιώργος Γάκης (αν άκουσα καλά) και το συγκρότημά του, δηλαδή οι φίλοι του! Όπως μας είπαν, πριν μια εβομάδα, έπαιξε support στους Scorpions στη Ρωσία! Εκτελούσαν άψογα τα τραγούδια του θρυλικού συγκροτήματος λέγοντας στα ενδιάμεσα και την ιστορία των τραγουδιών και του τραγουδιστή που έγινε θρύλος στην Αμερική τις φοβερές δεκαετίες του '60 και του '70.
Θύμιζε κάτι από τους Ομηριστές που τριγυρνούσαν από πόλη σε πόλη στην αρχαία Ελλάδα και τραγουδούσαν τα έπη, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια. Θύμιζε τους τροβαδούρους της Αναγέννησης που τραγουδούσαν στα χωριά τους εραστές της Τερουέλ, τον Ρωμαίο ή τον Ερωτόκριτο. Ο κόσμος ήξερε μέσες-άκρες την ιστορία αλλά την άκουγε για μια ακόμη φορά σαν καινούρια. Κι ο τραγουδιστής με τους φίλους του μουσικούς ερμήνευαν με τρόπο πιστό, στο αίσθημα και στον πόνο, τα καλύτερα κομμάτια των Doors.
Ομηρικό και το κοινό. Νέοι οι πιο πολλοί αλλά και μεγάλοι και παππούδες (παππούς θα ήταν ο Μόρισον αν ζούσε) και πιτσιρίκια στα καροτσάκια που τα σκέπαζαν με ένα κουβερτάκι για να κοιμηθούν, και κάπου εκεί -νά τα, περνούσαν- τα κορίτσια του Διονύση Σαββόπολου δυο-δυο,αλλά κι οι πιο "πειραγμένες" ηλικίες που ήξεραν τους στίχους και σιγοτραγουδούσαν.
Χτες βράδυ, σε ένα μικρό πλατειάκι στο Μέτσοβο, πάνω στα ψηλά βουνά της Πίνδου, δίπλα στις πηγές με το καθαρό νερό, ανάβρυζε μια φωνή πεντακάθαρη και κατάκλυζε τον χώρο ένα αίσθημα πολύ genuine και εντελώς pure, κάτι που δεν φανταζόμουν ότι θα το συναντούσα.
Εμπειρία που δεν μοιράζεται, αλλά την καταγράφω εδώ σαν φόρο τιμής στους μουσικούς, στον μπάρμαν που το οργάνωσε, στον κόσμο που το απόλαυσε και στο Μέτσοβο που δοξάστηκε όχι μόνο για το κοντοσούβλι του αλλά και για την ποιότητα που προσέφερε σε μας τους τυχαίους περαστικούς ταξιδιώτες του.