Τρίτη 23 Ιουνίου 2020

21 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 21η

Οι εξελίξεις στην Κωνσταντινούπολη είναι καταιγιστικές. Αρχές του 1204 μΧ. 
Οι σταυροφόροι έξω από τα τείχη, χάνουν τον "δικό" τους Αλέξιο Δ' που ο λαός μαζεύεται στην Αγιασοφιά και τον κηρύσσει έκπτωτο.
Κωμικοτραγικές καταστάσεις εκτυλίσσονται μέχρι που στον θρόνο ανεβαίνει ο Αλέξιος ο Ε', ο αποκαλούμενος Μούρτζουφλος. Οι Λατίνοι δεν τον θέλουν, ούτε αυτός θέλει τους Λατίνους. Η πίεση που ασκείται για αποπληρωμή των χρεών που άφησε ο Αλέξιος Δ' γίνεται ασφυκτική. 
Τα νέα φτάνουν στην Αθήνα. Είναι μια καλή αφορμή για να επιστρέψει ο Νικηφόρος στην Προποντίδα με την ελπίδα να ξαναβρεί την Ζωή.
***********************************

Β’ ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ

«Έχουμε νέα από την Κωνσταντινούπολη» του είπε ο Ακομινάτος. «Συνταρακτικά νέα, κοσμοϊστορικά!»
Ο Νικηφόρος είχε ανέβει στην Ακρόπολη να του μιλήσει μήπως βρει μιαν άκρη. Ήταν Φεβρουάριος του 1204.
«Τι έγινε; Έφυγαν οι Σταυροφόροι;»
«Άλλαξε ο αυτοκράτορας! Έφυγε ο Αλέξιος Δ’ που είχε διώξει τον Αλέξιο Γ’ και τώρα βασιλεύει ο Αλέξιος Ε’!»
«Τι μανία κι αυτή των Ρωμαίων με το όνομα “Αλέξιος”! Δεν υπάρχει κανένα άλλο όνομα σε αυτή την Πόλη; Πώς έγινε όμως; Πείτε μου.»
«Όπως ήταν αναμενόμενο ο λαός επαναστάτησε. Δεν μπορούσε να βλέπει τους Φράγκους να μπαινοβγαίνουν στην Πόλη, να κλέβουν και να βρίζουν. Φέρονταν σαν κατακτητές κι απειλούσαν ότι θα την κατέστρεφαν αν δεν αποζημιώνονταν. Ήδη, τον Αύγουστο, μόλις έφυγες από εκεί, συγκρούστηκε το πλήθος με Πιζανούς στρατιώτες. Έπιασε μια δεύτερη μεγάλη πυρκαγιά που κατάκαψε μεγάλα μέρη της Πόλης. Κι ο Αλέξιος, αφού πλανήθηκε άσκοπα στη Θράκη για να βρει τον θείο του, γύρισε στον θρόνο του τον Νοέμβριο.»
«Δεν προσπάθησε να κάμψει τις αντιδράσεις;»
«Προσπάθησε αλλά τα βρήκε μπαστούνια! Ο κόσμος ήταν αγριεμένος.»
«Η επανάσταση γιατί έγινε;» ρώτησε ο Νικηφόρος.
«Ο λαός δεν ανεχόταν την συμπεριφορά των Λατίνων και την χρέωσε όλη στον αυτοκράτορα! Γίνονταν καθημερινά φασαρίες αυτοκρατορικών, Λατίνων και λαού. Όλοι εναντίον όλων! Και μια μέρα, στις 25 Ιανουαρίου, μαζεύτηκε το πλήθος του κόσμου στην Αγία Σοφία. Έβρισαν τον Αλέξιο Δ’ και τον κήρυξαν έκπτωτο! Τον έριξαν!»
«Μπορεί ο λαός να ρίξει έναν αυτοκράτορα;»
«Το έκαναν. Και μετά, ξέρεις τι έκαναν οι αθεόφοβοι; Έχρισαν για αυτοκράτορα έναν νεαρό που ούτε καν το ήθελε. Πήραν ένα καλό και δυνατό παιδί, κάποιον Νικόλαο Καναβό, και τον ανέβασαν στον θρόνο. Τον έκαναν αυτοκράτορα!»
«Α!» έκανε ο Νικηφόρος, Νικόλαος. «Όχι Αλέξιος! κάτι πήγε να αλλάξει λοιπόν!»
Είχε συνείδηση της τραγικότητας των στιγμών αλλά δεν μπορούσε να μην γελάσει. Η αυτοκρατορία διαλυόταν με κάτι τέτοια. Τουλάχιστον όχι από έναν Αλέξιο, σκέφτηκε.
«Μακάρι να άλλαζε το όνομα και να άλλαζαν τα μυαλά αυτών που κυβερνούν. Δυστυχώς, δεν είναι έτσι τα πράγματα. Ο Καναβός δεν ήταν στρατηγός ή σοφός ή κάποιος τέλος πάντων! Τίποτα το ιδιαίτερο δεν είχε, ένας νεαρός ήταν μόνο. Είχε μιαν ευγενική καταγωγή αλλά όχι βασιλική συγγένεια. Ε, λοιπόν, μόλις τον ανακήρυξαν, αυτός το έσκασε!»
«Το έσκασε ο νέος αυτοκράτορας που τον ήθελε κι ο λαός;» ρώτησε γελώντας ο Νικηφόρος.
«Μην γελάς. Το έβαλε στα πόδια. Πήγε και κρύφτηκε στην Αγία Σοφία, γιατί ήξερε ότι αυτός θα την πλήρωνε στο τέλος τη νύφη!»
«Και τι έγινε τελικά;» απόρησε ο Νικηφόρος. «Φαίνονται πολύ κωμικά όλα αυτά για να τα θεωρήσω κοσμοϊστορικά.»
«Τον κακό τους τον καιρό είναι! Εμφανή δείγματα της καταστροφής που έρχεται, είναι!»
«Αφού έφυγε ο Καναβός, έμεινε στον θρόνο ο Αλέξιος;»
«Τρεις μέρες μετά, ένας συγγενής του τον κανόνισε και ανέλαβε αυτός.»
«Συγγενής; Δηλαδή μέλος της δυναστείας;»
«Ναι, ο Αλέξιος Δούκας, τον λέμε Μούρτζουφλο! Έγινε αυτοκράτορας Αλέξιος Ε’ και καθάρισε γρήγορα το τοπίο. Στις 28 Ιανουαρίου ανέλαβε, στις 29 συνέλαβε τον Αλέξιο και στις 8 Φεβρουαρίου τον εκτέλεσε. Λίγες μέρες νωρίτερα, πέθανε ή τον σκότωσαν, κι ο τυφλός Ισαάκιος. Για σιγουριά, ο Αλέξιος Ε’ ο Μούρτζουφλος, σκότωσε και τον νεαρό Νικόλαο Καναβό, μη τυχόν και γίνει καμιά στραβοτιμονιά.»
«Δίκιο είχε, λοιπόν, που φοβόταν ο νεαρός» παρατήρησε ο Νικηφόρος. «Αυτός την πλήρωσε τελικά τη νύφη!»
«Κι έτσι έμεινε μόνος βασιλιάς ο Μούρτζουφλος χωρίς κανένας να τον απειλεί. Θέλει να εμφανιστεί σαν σωτήρας της ρωμιοσύνης αλλά οι Λατίνοι είναι έξω φρενών. Απαιτούν τα λεφτά τους κι ετοιμάζονται να εισβάλουν.»
«Μα, είπαμε, τα τείχη της Πόλης είναι απόρθητα κι οι Ρωμαίοι έχουν πιο μεγάλο στρατό από τους σταυροφόρους. Με τις αποθήκες γεμάτες με τρόφιμα, γιατί να φοβηθούν;»
«Όλα τα τείχη πέφτουν αν υπάρξει προδοσία κι αυτή τη φορά οι πιθανοί προδότες είναι πάρα πολλοί. Κι ένα μέρος του τείχους είναι γκρεμισμένο» είπε στενοχωρημένος ο Μιχαήλ
«Ο Νικήτας, ο αδελφός σας, Πάτερ, τι λέει;»
«Κλαίει για την Πόλη, κλαίει για τη Ρωμιοσύνη, κλαίει και για τον εαυτό του!»
«Γιατί, τι έπαθε; Έτσι κι αλλιώς ο Αλέξιος Δ’ τον είχε πάψει από λογοθέτη.»
«Αυτό δεν τον ενδιαφέρει, εξάλλου ο Μούρτζουφλος τον επανέφερε. Στην πυρκαγιά που σου είπα, του Αυγούστου, κάηκε ολοσχερώς το σπίτι του.»
«Κάηκε; Πω-πω! τι κρίμα. Ήταν ένα καταπληκτικό σπίτι, κρίμα!»
Ο Νικηφόρος το είχε δει, είχε μείνει σ’ αυτό και το είχε απολαύσει. Λυπόταν που είχε χαθεί. Καταλάβαινε πόσο θα είχε στενοχωρηθεί ο Νικήτας.
«Ζει σε ένα άλλο, μικρότερο αλλά πιο ασφαλές» είπε ο Μιχαήλ. «Έτσι μου γράφει.»
Έμειναν για λίγο σκεπτικοί. Τα γεγονότα στην Πόλη θα επηρέαζαν τις εξελίξεις στην Αθήνα. Η αυτοκρατορική εξουσία ήταν παρούσα παντού στην Ρωμανία, είτε με το στρατό είτε με τα σύμβολά της. Μια πτώση της Πόλης θα παρέσερνε όλες τις ρωμαϊκές περιοχές. Θα τις διεκδικούσαν τοπικοί άρχοντες ή ξένοι. Ο Λέων Σγουρός από το Ναύπλιο ήταν ήδη ανεξάρτητος και, τώρα, τα μυαλά του θα έπαιρναν αέρα. Οι Βλάχοι απ’ τις περιοχές Λαμίας και Θεσσαλίας ήθελαν πάντα να κατέβουν στη Θήβα και την Αθήνα. Δεν ήταν οι μόνοι.
Οι Βούλγαροι ή οι Σέρβοι μπορεί να ξανάρχονταν όπως στο παρελθόν. Αλλά κι οι Λατίνοι, αν έπαιρναν την Πόλη, θα διεκδικούσαν τις ρωμαϊκές περιοχές. Δεν μπορούσε κανείς εδώ στην Αθήνα ή την Πελοπόννησο ή την Ελλάδα να αδιαφορεί για τις εξελίξεις στην Κωνσταντινούπολη.
«Εγώ, πάτερ, ήρθα για κάτι άλλο» είπε ο Νικηφόρος.
Ο Μιχαήλ έδειξε ότι τον άκουγε προσεκτικά.
«Θυμάστε εκείνον τον Ζήσιμο Μακρυπολίτη. Μου είχατε ζητήσει να τον μεταφέρω με την οικογένειά του στην Πόλη; Κόλλησε μια αρρώστια και πέθανε στη διαδρομή.»
«Μου το είπες αυτό. Μου είπες, μάλιστα, ότι βοήθησες την Ευανθία με την κόρη της να περάσουν στη Βιθυνία.»
«Μαζί με τον Θεόδωρο Λάσκαρη και την γυναίκα του.»
«Τα γνωρίζω αυτά Νικηφόρε. Ξέρω κιόλας ότι στέλνεις στη Βιθυνία περγαμηνές και κρατάς επαφές μαζί τους.»
«Ναι … βέβαια» έκανε ο Νικηφόρος διστακτικός.
«Και λοιπόν; Τι είναι αυτό που ήθελες να μου πεις;»
Ντρεπόταν! Τι να του έλεγε; Πώς θα τον χαρακτήριζε, άραγε, ο Μητροπολίτης;
«Ξέρετε Πάτερ, στη Βιθυνία έγιναν κάποια πράγματα» άρχισε να λέει μασώντας τα λόγια του.
«Πες μου λοιπόν, τι έγινε;»
«Τίποτα το σπουδαίο. Νά, … δεν πήγα μόνο τις δυο γυναίκες, πήγα και τον Θεόδωρο Λάσκαρη.»
«Μου το ξαναείπες. Και σου ξαναείπα εγώ ότι έκανες πολύ καλά! Είναι ένας από τους πολύ άξιους Ρωμαίους, απ’ ό,τι μου γράφει ο Νικήτας. Αν θέλεις να το ξαναπούμε ακόμη μια φορά, ευχαρίστως. Αυτό είναι όλο;»
«Όχι βέβαια. Κάτι άλλο ήθελα να πω, αλλά …»
Δεν μπορούσε ούτε να το εκστομίσει. Τι να του πει; ότι ερωτεύτηκε την κόρη του Ζήσιμου και απατά συνέχεια με τη σκέψη του την κακομοίρα την Αγνή; Ότι της γράφει συνέχεια γράμματα και ποιήματα και δεν έχει τίποτε άλλο στον νου του όλη τη μέρα έξω από αυτήν; Πως του έχει κλέψει την καρδιά με ένα φιλί της όλο κι όλο; Πως αυτή ήταν η μοναδική τους επαφή ένα αυγουστιάτικο πρωινό στην κουπαστή του “Δήλος”;
Σηκώθηκε και πήγε ως μιαν άκρη του βράχου από όπου έβλεπε όλο το λεκανοπέδιο. Τι να έλεγε στον Ακομινάτο. Ότι φιλάει την Αγνή και σκέφτεται την άλλη; Ότι εξαπατά με τον νου, με τον χειρότερο δηλαδή τρόπο, το άδολο και αθώο κορίτσι; Αυτό που του δίνεται ολόψυχα όποτε την θελήσει, που γεννάει όμορφα παιδιά και κρέμεται από τα χείλη του κάθε βράδυ; Που λαχταρά για μια κουβέντα αγάπης; Που, με τσιγκουνιά ψυχής, τής την δίνει πού και πού μόνο με το σταγονόμετρο;
«Κάτι ήθελες να μου πεις όταν ήρθες» είπε ο Μιχαήλ. «Σαν κάτι να σε βάραινε.»
Ο Μιχαήλ σκεφτόταν μήπως ο Νικηφόρος ανησυχούσε για το σπιτικό που έφτιαχνε. Στα περίχωρα, κοντά στο λιμάνι, ήταν ίσως εκτεθειμένο σε τυχόν εισβολή πειρατών.
«Μην ανησυχείς με τις εξελίξεις.»
«Δεν είναι αυτό, Πάτερ» ψέλλισε εκείνος. «Ξέρετε …»
«Να μην ανησυχείς!» του είπε ο Μιχαήλ. «Κι αν έρθει κάποιο κακό να μας βρει, θα σε προστατέψουμε.»
Ο Νικηφόρος σηκώθηκε για να φύγει. Δεν είχε νόημα να προσπαθεί να πει κάτι που δεν έβγαινε από το στόμα του. Ο Γεώργιος Βαρδάνης, συγκάτοικός του παλιότερα στο Ερεχθείο, τον έπιασε. Του μίλησε καθώς κατέβαιναν από τον ιερό βράχο.
«Νικηφόρε, βλέπω πως κάτι σε βασανίζει. Είναι κάποια γυναίκα στη μέση, έτσι δεν είναι; Θέλεις να το συζητήσουμε;»
«Ποια γυναίκα Γεώργιε; Είμαι παντρεμένος, το ξεχνάς; Η μόνη γυναίκα που με απασχολεί είναι η Αγνή, κι αυτή είναι καλά στην υγεία της.»
«Εντάξει, φίλε μου, ζητώ συγνώμη» είπε ο Βαρδάνης.
Καθώς έκανε να φύγει, ο Νικηφόρος τον σταμάτησε.
«Περίμενε» του φώναξε. «Τι έχεις να μου πεις;»
«Κάτι για την Βιθυνία. Για την Άννα Αγγελίνα και τους παπύρους που στέλνεις. Έχω κάποιες ιδέες.»
«Έχω επικοινωνία με τον Δεσπότη Θεόδωρο Λάσκαρη. Δεν είναι κακό αυτό. Τον έσωσα με τη σακτούρα μου κι έχω κρατήσει τακτική αλληλογραφία μαζί του.»
«Παραλήπτης των παπύρων δεν είναι ο Θεόδωρος, αλλά, η γυναίκα του η Άννα Αγγελίνα.»
«Τι υπονοείς;» έκανε ο Νικηφόρος έτοιμος να αρπαχτεί.
«Δεν υπονοώ τίποτα, και το θέμα αυτό κλείνει εδώ! Δεν θα συζητήσω ποτέ ξανά αυτό το ζήτημα ούτε με σένα ούτε με κανέναν άλλον. Εγώ για κάτι άλλο σε ήθελα.»
«Ωραία λοιπόν, εκείνο έληξε, το ξεχνάμε. Πες μου, τώρα, για ποιο πράγμα ήθελες να μου μιλήσεις;»
«Σκέφτηκα ένα τρόπο, μιαν αφορμή, για να πάει, αυτόν τον καιρό, κάποιος στη Βιθυνία. Αν, βέβαια, θέλει κανείς να κάνει ένα τέτοιο ταξίδι.»
«Εγώ πάντως δεν ενδιαφέρομαι, αν εννοείς εμένα» είπε ένοχα και πολύ βιαστικά ο Νικηφόρος. «Αλλά … για πες μου. Ποιος είναι αυτός ο τρόπος;»
«Ο Μιχαήλ έχει συγκεντρώσει υλικό, κώδικες και βιβλία και θέλει να τα στείλει στην Κωνσταντινούπολη. Είναι για τον Νικήτα. Αν κάποιος πήγαινε μέχρι εκεί, δεν θα ήταν δύσκολο να βρεθεί στη Βιθυνία. Στον δρόμο του θα ήταν.»
«Γεώργιε, γιατί μου τα λες αυτά; Μου προτείνεις κάτι;»
«Απλά σου δίνω μια πληροφορία, φίλε μου, που βέβαια, δεν ενδιαφέρει κανέναν! Εσύ, πάντως, την άκουσες και κάν’ την τώρα ό,τι νομίζεις!» είπε ο Βαρδάνης φεύγοντας.
Μπάρκο για τη Βασιλεύουσα; σκέφτηκε ο Νικηφόρος. Αυτό ακριβώς χρειάζομαι τώρα, να ξαναβρεθώ και πάλι κάπου εκεί … κοντά της! Δεν έπρεπε να χάσει χρόνο. Έπρεπε αμέσως να αξιοποιήσει την πληροφορία-υπόδειξη του παμπόνηρου σκριβάνου φίλου του. Γύρισε πίσω κι ανέβηκε πάλι στον βράχο. Ο Μιχαήλ ξεκουραζόταν κάτω μια πλατύφυλλη συκιά.
«Πάτερ, ξαναγύρισα» του είπε.
«Σε βλέπω κι αναρωτιέμαι τι σε απασχολεί αλλά και σε δυσκολεύει να μου μιλήσεις.»
«Σκέφτομαι αν είναι σωστό ή όχι να κάνω ένα ταξίδι ως τη Βασιλεύουσα.»
«Τώρα; Χειμωνιάτικα το σκέφτηκες;»
«Σκέφτομαι να φύγω τώρα για να γυρίσω το καλοκαίρι που θα γεννήσει η Αγνή.»
«Αν είναι έτσι, ίσως και να έχεις δίκιο. Υπάρχει, όμως, εμπόρευμα για να μεταφέρεις;»
«Εμπόρευμα υπάρχει πολύ. Το θέμα είναι να πάρω μια άδεια να κάνω το ταξίδι μέσα στον χειμώνα.»
Τα ταξίδια με πλοία επιτρέπονταν από τον Απρίλη ως τον Οκτώβρη. Μετά τον Αη Δημήτρη κι ως τον Αη Γιώργη, για να ταξιδέψεις χρειαζόσουν ειδική άδεια.
«Δεν ξέρω τι θα κάνεις, δική σου η απόφαση. Όμως, αν το αποφασίσεις, να ξέρεις ότι μπορώ να σου εξασφαλίσω μιαν άδεια. Επιπλέον, έχω ένα κιβώτιο για την Κωνσταντινούπολη» του είπε ο Μιχαήλ. «Περιέχει πολύτιμα βιβλία και περγαμηνές που δεν τα εμπιστεύομαι στον καθένα. Επομένως, αν πας στη Βασιλεύουσα, θέλω να τα μεταφέρεις για μένα.»
«Μήπως πρέπει να βιαστούμε, Πάτερ;»
«Φοβάσαι μήπως γίνουν επικίνδυνα τα πράγματα εκεί; Ε, όχι, δεν νομίζω» είπε ο Μιχαήλ. Ήταν βέβαιος ότι -παρά τα προβλήματα- στο τέλος η Ρωμανία πάλι θα τα κατάφερνε. «Δεν νομίζω ότι θα χειροτερέψει τόσο πολύ η κατάσταση. Πιστεύω στον προορισμό της Βασιλεύουσας. Δεν μπορεί να λεηλατηθεί το στολίδι του κόσμου Νικηφόρε. Άντεξε εννιακόσια χρόνια και θα αντέξει χιλιάδες ακόμη. Κάποια πράγματα ξεπερνάνε τις επιδιώξεις των ανθρώπων.»
«Μου αρέσει η αισιοδοξία σας, Μιχαήλ, μακάρι να την συμμεριζόμουν κι εγώ. Πάντως μου έχουν προτείνει ένα μπάρκο. Δεν ήξερα αν θα το κάνω. Αν μου εξασφαλίσετε την άδεια κι αφού έχετε κι αυτό το κιβώτιο, τότε, λέω να πάω.»
Όπως εξελίσσονταν τα πράγματα, τα επόμενα δικά του γράμματα θα τα έδινε ο ίδιος στην Ζωή!
«Αν το αποφασίσεις, πες μου» είπε ο Ακομινάτος.
«Το αποφάσισα» είπε ο Νικηφόρος και τα μάτια του έλαμπαν. «Θα πάω!»
«Έτσι ξαφνικά; Δεν το είχες στο νου σου όταν ήρθες.»
«Ε, να δουλέψουν λίγο στη θάλασσα κι οι ναύτες μου. Τόσο καιρό κάθονται στο κτήμα κι οργώνουν χωράφια. Κάνουν καιρό τώρα δουλειές της στεριάς και θα ξεχάσουν τη μυρωδιά της αλμύρας!»
«Θα είναι, όμως, επικίνδυνο ταξίδι μέσ’ στον χειμώνα., Μήπως να το ξανασκεφτείς;»
«Είμαστε έμπειροι ναυτικοί όλοι μας. Θα πηγαίνουμε προσεκτικά. Έχω ξαναταξιδέψει χειμώνα. Κάνει κρύο, αλλά, δεν έχει βοριάδες κι όταν είναι για μπουρίνι το καταλαβαίνεις έγκαιρα.»
«Αν είναι έτσι, πες μου πότε μπορείς να σηκώσεις πανιά.»
«Το γρηγορότερο, Πάτερ. Αρκεί να μου εξασφαλίσεις την άδεια. Καλύτερα να φύγω τώρα με τις αλκυονίδες μέρες και σχετικά καλό καιρό.»
Καθώς έφευγε συνάντησε και πάλι τον Βαρδάνη.
«Τι έγινε; ξαναγύρισες στον Μιχαήλ;»
«Ναι. Τελικά, θα γίνει αυτό το ταξίδι που μου είπες. Θα μεταφέρω κι όλα αυτά που θέλει ο Μητροπολίτης. Γεώργιε, σ’ ευχαριστώ για την πληροφορία.»
«Δεν είναι τίποτε. Ώστε λοιπόν φεύγεις, ε; Ωραία» είπε ο Βαρδάνης. «Θα μας λείψεις, βέβαια, αλλά ας το κάνεις αυτό το ταξίδι! Όλα καλά, λοιπόν, καλοτάξιδος!»

***********************************
η συνέχεια αύριο

Δευτέρα 22 Ιουνίου 2020

20 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 20η

Αυτή την εβδομάδα θα διαβάσουμε το 6ο κεφάλαιο με τίτλο "Αθήνα, αρχές του 1204 μ.Χ."
Είμαστε με τον Νικηφόρο στην Αθήνα. Εκεί είναι η οικογένειά του και οι φίλοι του. Δεν είναι μόνος. Έχει όμως μαζί του και μια λαχτάρα. Ζει με αυτήν.

**********************************
παραπομπή (*)
Το ρωμαϊκό έτος ξεκινούσε την 1η Σεπτέμβρη του έτους 5.509 π.Χ. όταν (με του υπολογισμούς της ΣΤ’ οικουμενικής συνόδου) κτίστηκε ο κόσμος. Ήταν τα έτη που μετρούνταν έτσι “Έτη από κτίσεως κόσμου” ή ‘Ετη κόσμο” ή ”Anno Mundi”. Το έτος 1203 μ.Χ. ήταν επομένως το έτος 1.203+5.509-=6.712 anno mundi ή έτος από κτίσεως κόσμου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο : ΑΘΗΝΑ
αρχές 1204 μ.Χ.


Α’ ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΝΗ


Ήταν έτσι τα πράγματα που ο Νικηφόρος χώρισε με την Ζωή. Προσπάθησε να συμβιβαστεί με τη μοίρα του και να ζήσει σαν νιόπαντρος στην Αθήνα. Ενάμισι περίπου μήνα μετά που γύρισε σπίτι γεννήθηκε η κόρη του. Ο Ακομινάτος την βάφτισε Μαρία-Αθηνά. Της έδωσε το όνομα των δύο μεγάλων θεοτήτων που διαφέντευαν την Ακρόπολη. Η μια ήταν η Αθηνά, που είχε δώσει το όνομά της στην πόλη. Η άλλη ήταν η τωρινή κυρά του βράχου, η Παναγία. Την φώναζαν Μαριαθήνα συσκευάζοντας τα δυο σε ένα. Το παιδί έδωσε χαρά στο σπίτι των Καρτεράνων. Πριν τον χειμώνα, τελείωσε και το σπιτικό του Νικηφόρου. Του του έδωσε την ονομασία «Σερφιώτικο».
Το σπίτι ήταν μια ρωμαϊκή έπαυλη. Ήταν ευρύχωρο, με δωμάτια που είχαν παράθυρα προς νότο ή προς την εσωτερική αυλή. Μια σειρά από κίονες σε σχήμα Π ομόρφαινε την αυλή. Στο σπίτι δέσποζε το τρίκλινο, το δωμάτιο για τα συμπόσια και τα γλέντια κι όπου η οικογένεια υποδεχόταν τους ξένους. Ήταν ένα μεγάλος χώρος που είχε σοφάδες-κλίνες στις τρεις πλευρές του και τραπέζια στο μέσον. Σημαντικό μέρος του σπιτικού ήταν το αίθριο κι η εσωτερική αυλή με τις δωρικές κολώνες και την εστία στο κέντρο της.
Τα δωμάτια είχαν όλα μικρές εστίες και παράθυρα. Οι εστίες έδιναν ζέστη τον χειμώνα και τα παράθυρα έβαζαν δροσιά το καλοκαίρι. Οι τοίχοι είχαν τοιχογραφίες με θέματα αγροτικά και θαλασσινά και τα ταβάνια ήταν από ξύλο. Στην έπαυλη υπήρχαν κι άλλα βοηθητικά δωμάτια. Εστιατόριο, λουτρό, πλυντήριο, αποθήκες, δεξαμενή και υδραγωγείο είχαν προβλεφθεί. Το «Σερφιώτικο» ήταν ένα όμορφο μικρό ρωμαϊκό αρχοντικό με όλες τις ανέσεις της εποχής του. Προοριζόταν να στεγάσει μια ευτυχισμένη οικογένεια.
Γύρω από το σπίτι υπήρχε περιβόλι με περιποιημένους κήπους με λαχανικά, αρωματικά φυτά και λουλούδια. Πιο εκεί ήταν οι κληματαριές. Μεγαλώνοντας σχημάτιζαν διαδρόμους κι έδιναν το σταφύλι και το κρασί της χρονιάς. Μετά ήταν οι ελιές, κάποια οπωροφόρα κι ο αγρός με τα σιτηρά. Ακόμα είχε χώρους για τα οικόσιτα ζώα, μερικά πρόβατα, γίδια, όρνιθες, κουνέλια και μοσχάρια. Σε ένα στάβλο, πιο εκεί, υπήρχαν άλογα διαφόρων τύπων, για τρέξιμο ή γα αντοχή. Υπήρχαν όνοι και ημίονοι. Ήταν ένα αγρόκτημα όπως ακριβώς το είχε φανταστεί ο πατέρας του που δυστυχώς δεν ζούσε για να το χαρεί.
Ήταν παράδοξο. Η μεγάλη αγάπη του Κωνσταντίνου Σερφιώτη, η θάλασσα, τον είχε πάρει στο βυθό της. Κι εκείνος όπως κι η μάνα του Νικηφόρου, η κυρά Αργυρώ, είχαν χαθεί σε ένα ναυάγιο. Ένα μπουρίνι ανέτρεψε την βάρκα τους ανάμεσα σε Σίφνο και Σέριφο και χάθηκαν. Στις Κυκλάδες, την θάλασσα που ο πατέρας του πίστευε ότι γνώριζε καλύτερα κι από το σπίτι του. Τα τόσο οικεία νερά, είχαν γίνει ο υγρός τάφος και των γονιών του. Ο Νικηφόρος επηρεάστηκε από το γεγονός, κι έτσι επεδίωκε να γίνει στεριανός. Ήταν θαλασσόλυκος από τα δεκαέξι του και πλοιοκτήτης στα εικοσιέξι, όμως είχε ορκιστεί να αφήσει την θάλασσα.
Αυτό που ο πατέρας του δεν είχε προλάβει να κάνει, θα το έκανε ο Νικηφόρος τρόπο ζωής. Από ναυτικός θα γινόταν αγρότης και έμπορος. Ήθελε να φτιάξει οικογένεια και να γίνει άξιος πολίτης για την κοινωνία. Ήθελε να είναι μαλακός και φιλικός με τους εργάτες. Ήταν δουλευτής κι εργατικός ο ίδιος, κι ακόμη ήταν δίκαιος και γενναιόδωρος.
Χρειαζόταν μια γυναίκα αγαπημένη, και την είχε βρει. Χρειαζόταν μια οικογένεια, κι είχε αρχίσει κιόλας να την κτίζει. Χρειαζόταν παιδεία. Ο πατέρας του τού την είχε προσφέρει όταν ήταν μικρός και τώρα συνέχιζε εκείνος να την βελτιώνει. Χρειαζόταν παρέες όπως οι Χωνιάτες κι οι άλλοι δάσκαλοι και φιλόσοφοι. Θα τους καλούσε στο κτήμα του όταν, με το καλό, θα απέδιδε καρπούς η δουλειά του.
«Θέλω το όνειρό σου, Νικηφόρε να γίνει και δικό μου» του είχε πει η Αγνή κάποια μέρα. «Θέλω να είμαι μια χρήσιμη γυναίκα στη ζωή σου. Να με αγαπάς για όσα θα σου προσφέρω κι όχι μονάχα γιατί μας ευλόγησε ένας παπάς.»
«Στη πρώτη δοκιμασία, πάντως, στην Μαριαθηνούλα μας, έπιασες άριστα!» της είπε.
«Θέλω να κάνουμε πολλά παιδιά.»
«Θα κάνουμε κορίτσι μου. Ποιος μας εμποδίζει;»
Ήταν όμορφη και καλή. Στα δεκαεννιά της χρόνια ήταν κιόλας μητέρα και σύζυγος και, σύντομα, θα γινόταν σεβαστή μικρή αρχόντισσα. Δεν ήταν συνηθισμένο για μια γυναίκα να τα έχει όλα αυτά από τόσο μικρή. Βέβαια ανήκε στη μεσαία τάξη και σαν κόρη μεγαλέμπορου είχε καλή τύχη. Οι γυναίκες των εργατών γης και των κατώτερων τάξεων δεν μπορούσαν να τρέφουν ελπίδες. Η συμπεριφορά των ανδρών απέναντί τους ήταν αυταρχική και, συχνά, η γυναίκα δεν λογαριαζόταν παρά σαν ζώο. Πολλές πατροπαράδοτες συμβουλές εξηγούσαν πόσο βρομερό όν ήταν η γυναίκα που μέσα της κατοικούσε ο σατανάς. Οι άντρες έπρεπε να φυλάγονται από τα κόλπα και τα “μαγικά” τους. Μια ρομαντική αγάπη, σαν αυτήν της Αγνής με τον Νικηφόρο, ήταν δυσεύρετη. Γι αυτό η νεαρή ένιωθε ευγνώμων που είχε μια τόσο καλή τύχη.
Μαζί του όλα πήγαιναν καλά. Το ξεκίνημά τους ήταν ελπιδοφόρο. Είχαν κάνει κιόλας την όμορφη Μαριαθήνα. Το καινούριο τους σπιτικό, το «Σερφιώτικο», είχε προϋποθέσεις να τους ζήσει καλά και να τους κάνει εύπορους. Η οικογένειά της ήταν ισχυρή και σε μια στραβοτιμονιά θα μπορούσε να τους στηρίξει. Ο Νικηφόρος, την λάτρεψε από την πρώτη στιγμή και την αγαπούσε πιο πολύ τώρα που είχαν παντρευτεί.
Η Αγνή μακάριζε τον εαυτό της για όσα της είχε χαρίσει ο θεός. Δεν γύρευε τίποτε περισσότερο στη ζωή της από το να του είναι άξια σύζυγος και καλή μητέρα. Δεν θα απογοήτευε ποτέ τον αγαπημένο της.
Ο Νικηφόρος προσπάθησε να φτιάξει ξανά τη σχέση του με την Αγνή και να ξεχάσει την Ζωή. Συχνά έλεγε στον εαυτό του ότι ίσως να μην ήταν καν έρωτας αυτό που ένιωσε για την κόρη του Ζήσιμου. Ήταν κάτι ξαφνικό και φευγαλέο. Δούλευε σκληρά στο αγρόκτημα και κουραζόταν πολύ όλη μέρα για να σκέφτεται όσο γινόταν πιο λίγο. Τα βράδια έπεφτε ξερός στο κρεβάτι αγκαλιά με την γυναίκα του που την ένιωθε δίπλα του ευτυχισμένη. Προσπάθησε πολύ, αλλά, δεν κατάφερε να την βγάλει από το μυαλό του. Ο νους του ξαναγύρισε εκεί. Βασανιζόταν, αλλά, δεν μπορούσε να φυλακίζει για πολύ το μυαλό του, που κατάφερνε να ξεφεύγει από τις απαγορεύσεις. Παραιτήθηκε κι αφέθηκε στην αμαρτία της σκέψης χωρίς αντίσταση. Δεν την έβλεπε, ε, τουλάχιστον, ας την ονειρευόταν ελεύθερα και χωρίς τύψεις, σκέφτηκε
«Είσαι πολύ σκεπτικός αγάπη μου. Τι σου συμβαίνει; Υπάρχει κάτι που σε βασανίζει;» τον ρωτούσε αθώα η Αγνή.
«Όχι, δεν είναι τίποτε. Σκέφτομαι το σπίτι. Ίσως είναι καλό να ταξιδέψω κι άλλο… για το κτήμα … αυτά.»
«Μην σε νοιάζει. Μην βιάζεσαι να τα τελειώσουμε όλα σε μια μόνο χρονιά. Έχουμε όλο τον καιρό δικό μας. Το μόνο που έχει σημασία είναι η αγάπη» τον καθησύχαζε εκείνη.
«Ναι … η αγάπη» απαντούσε αμήχανα αυτός.
Ο Νικηφόρος απορούσε με τον εαυτό του, όσο σκεφτόταν πόσο γρήγορα την είχε προδώσει! Κι άλλοι παντρεύονταν και μετά ξενοκοίταζαν ή τις απατούσαν από την αρχή του γάμου τους. Κανείς, όμως δεν είχε πιαστεί στα δίχτυα ενός άλλου έρωτα, τόσο απροκάλυπτα, σβήνοντας μονοκοντυλιά τον πρώτο. Και μάλιστα, τόσο σύντομα, τόσο δυνατά και τόσο απόλυτα! Ήταν, λοιπόν, τόσο βαθιά διεφθαρμένος; Αν δεν ήταν οπαδός της λογικής και του μέτρου, ίσως να κατέφευγε σε παπάδες, μάγισσες ή ξόρκια. Αυτοί γιάτρευαν τις αρρώστιες της ψυχής που τον έσπρωχναν στην ανηθικότητα.
Πριν προλάβει καλά-καλά να γνωρίσει την Αγνή, την είχε κιόλας στο μυαλό του απατήσει. Ένοιωθε πως την αδικούσε, αλλά, ήταν αδύνατο να μην σκέφτεται εκείνη που είχε αφήσει στη Βιθυνία. Το καθαρό πρόσωπο, η ωραία φιγούρα, τα μεγάλα μαύρα μάτια και τα μαύρα κατσαρά μαλλιά της τον κυρίευαν. Ο τρόπος που του μιλούσε και που τον κοιτούσε τον γοήτευε. Η ευκολία της να χώνεται στην ψυχή και στο μυαλό του τον είχε κατακτήσει ολοκληρωτικά. Παρά τις τύψεις του, όμως, συνέχιζε το πολλαπλό αμάρτημα. Αδικούσε την Μαριαθηνούλα, πρόδιδε την Αγνή, εξαπατούσε τους Καρτεράνους. Σκεφτόταν τη Ζωή και της έγραφε γράμματα και ποιήματα. Τα μάζευε σε ένα κασελάκι και, όπως ήταν γεμάτο με παπύρους, έβρισκε τρόπο να της το στέλνει κρυφά. Το έστελνε στη Νίκαια ή στην Προύσα ή όπου αλλού βρισκόταν ο άρχοντας Θεόδωρος Λάσκαρης. Το σφραγισμένο κουτί ήταν για την αρχόντισσα Άννα Αγγελίνα Κομνηνή Καματηρή σύζυγο του Δεσπότη. Πάνω του είχε ένα «Ζ» που σήμαινε πως προοριζόταν για την Ζωή.
Ένιωθε ενοχές και τύψεις που δεν είχε μιλήσει γι αυτήν στον Μιχαήλ όπως σκόπευε να κάνει. Αν, κάποτε, ερχόταν μια επιστολή της στον Ακομινάτο με προορισμό εκείνον, τότε θα του το έλεγε. Ανυπομονούσε να έρθει ένα δικό της μήνυμα, ένα κουτί με κώδικες ή ένας κύλινδρος με μια μονάχα περγαμηνή. Ταυτόχρονα ευχόταν αυτό να μην συμβεί ποτέ για να μην βρεθεί στη δύσκολη θέση να εξηγεί στον Μιχαήλ τα ανεξήγητα. Στην ουσία δεν περίμενε απάντηση. Γι αυτόν ήταν εύκολο να στείλει ένα κουτί με περγαμηνές για την αρχόντισσα Λασκαρίνα. Ένα πλοίο που περνούσε από τον Πειραιά με προορισμό την Πόλη, ήταν αρκετό. Να φύγει, όμως, μια επιστολή από την Βιθυνία και να φτάσει στην Αθήνα, στα χέρια του, ήταν απίθανο. Αυτός ο περίεργος κι ανολοκλήρωτος έρωτας τους, λοιπόν, μονάχα μονομερώς μπορούσε να τροφοδοτείται. Τα δικά της σήματα δεν ήταν ανιχνεύσιμα.
Η Μαριαθήνα είχε γεννηθεί την πρώτη Σεπτεμβρίου του 1203. Με το Ρωμαϊκό ημερολόγιο, η μέρα αυτή συνέπιπτε με την πρωτοχρονιά. Τότε ακριβώς ξεκινούσε το έτος έξι χιλιάδες επτακόσια δώδεκα από κτίσεως κόσμου.
Ήταν ένας χρόνος που προοιώνιζε ελπίδες για την νέα οικογένεια των Σερφιώτηδων. Ήταν ο χειμώνας του 6712 anno mundi ή από κτίσεως κόσμου(*), ή αλλιώς του 1203 προς 1204 μ.Χ.. Τους βρήκε στο καινούριο τους σπίτι. Τον Δεκέμβριο διαπίστωσαν ότι η Αγνή ήταν έγκυος στο δεύτερο παιδί τους. Χάρηκαν όλοι κι ο Νικηφόρος έδειξε ενθουσιασμένος, αν κι η χαρά του συνοδευόταν από τύψεις και ενοχές. Όλον αυτό τον καιρό, με τα λόγια, τις πράξεις και τις κινήσεις του στήριζε την οικογένειά του. Έμοιαζε να στηρίζονται όλα σε στέρεες βάσεις, ωστόσο εκείνος ήξερε καλά ότι ήταν αβέβαια. Από την μια έχτιζε κι από τη ν άλλη γκρέμιζε. Οι πιο βαθιές του σκέψεις και τα αφανέρωτα συναισθήματά του πριόνιζαν τον καθημερινό του βίο. Ζούσε διχασμένος ανάμεσα σε αυτά που βίωνε στην αληθινή ζωή και σε αυτά που βίωνε στο μυαλό του. Βυθιζόταν σε έναν ονειρικό κόσμο που περιείχε μόνο αυτόν, τη Ζωή και τίποτε άλλο.
Δοκίμασε να εξομολογηθεί στον Μιχαήλ Ακομινάτο, τον φίλο του μητροπολίτη. Στο κάτω-κάτω ήταν ιερέας. Μπορούσε να τον ακούσει και να τον ανακουφίσει από την στενοχώρια. Προσπάθησε αλλά δεν τα κατάφερε. Μια δυο φορές ανέβηκε στην Ακρόπολη, μίλησε μαζί του για τις εξελίξεις, μίλησε και για φιλοσοφία κι έφυγε. Μίλησε για την Αγνή, για την μικρή του κόρη και το καινούριο του σπιτικό, για την Ζωή όμως δεν είπε κουβέντα. Εξ άλλου τα νέα που μάθαιναν για την τύχη της αυτοκρατορίας ήταν κεραυνός εν αιθρία. Δεν μπορούσε να βάζει πριν από αυτά το δικό του πρόβλημα που φαινόταν πολύ μικρό μπροστά στις απρόβλεπτες εξελίξεις.


*********************************
αύριο η συνέχεια


27 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 27η

Είμαστε στο το τρίτο μέρος του 8ου κεφαλαίο.
Το 8ο κεφάλαιο τιτλοφορείται "Η ΑΛΩΣΗ" και το Γ' μέρος του τιτλοφορείται "ΤΡΙΤΗ και ΔΕΚΑΤΡΕΙΣ"
Τρίτη και Δεκατρείς (Απριλίου του 1204 μΧ) έπεσε η Πόλη στους Φράγκους. Μετά από αυτή την πτώση δεν συνήλθε ποτέ. Κι όταν ακόμη ανακτήθηκε, και στα διακόσια ακόμη χρόνια που έζησε, δεν στάθηκε ποτέ στο ύψος που βρισκόταν ως την πτώση της στους σταυροφόρους.
Το Ρωμαϊκό όνειρο της οικουμενικότητας ξεθωριάζει και χάνεται. Από εδώ και πέρα, στην ουσία, ξεκινάει ο νέος ελληνισμός, η ελληνική ρωμιοσύνη. Τα πρώτα σπέρματα εδώ φυτεύονται και θα ανθίσουν αργότερα.
Στο κεφάλαιο αυτό παρακολουθούμε την πτώση της Πόλης. Προδόθηκε και παραδόθηκε. Οι γενναίοι έφυγαν για να πολεμήσουν για την επανακατάκτησή της.
************************************************
παραπομπές: 
(*1)
Ο Θεόδωρος Λάσκαρης και ο Αλέξιος Παλαιολόγος είχαν παντρευτεί την ίδια μέρα και ώρα σε διπλό γάμο τις δυο αδελφές, κόρες του τότε αυτοκράτορα Αλέξιου Γ’, ο Θεόδωρος την Άννα Αγγελίνα και ο Αλέξιος την Ειρήνη. Και οι δυο τους ήταν γυναικάδελφοι του αυτοκράτορα που διέφυγε, του Αλέξιου Ε’ Μούρτζουφλου που είχε παντρευτεί την άλλη κόρη του Αλέξιου Γ΄, την Ευδοκία
(*2)
Στο “σκυθικό” υπηρετούσαν κυρίως Κουμάνοι, εκχριστιανισμένοι Τούρκοι, Βούλγαροι και Σλάβοι, στο “λατινικό” ή “ιταλικό” δυτικοί Φράγκοι, Άγγλοι και Γερμανοί και στο “ρωμαϊκό” υπηρετούσαν οι Ρωμαίοι.

Γ’ ΤΡΙΤΗ ΚΑΙ ΔΕΚΑΤΡΕΙΣ

Την Παρασκευή στις 9 Απριλίου έγινε η πρώτη μεγάλη γενική επίθεση των σταυροφόρων κατά της Πόλης. Απ’ τα τείχη της στεριάς και του Κεράτιου όρμησαν λυσσασμένα, έχοντας στο νου τα λάφυρα αν νικούσαν. Όλες αυτές τις μέρες είχαν μπει στην πόλη κι είχαν δει ότι υπήρχε πλούτος αμύθητος. Παρά τα βέλη, τις πέτρες και το καυτό λάδι, οι προσκυνητές έριχναν σκαλωσιές για να ανεβούν στα τείχη. Χτυπούσαν με τα τόξα τους στις πολεμίστρες τους αμυνόμενους. Οι υπερασπιστές της Βασιλεύουσας, κυρίως οι Βαράγγοι και οι Άγγλοι, απέκρουσαν την επίθεση. Το βόρειο τμήμα του τείχους κοντά στο ανάκτορο των Βλαχερνών κράτησε. Ο Νικηφόρος ανέβηκε πάνω στα τείχη. Λασκαραίοι, Παλαιολόγοι, Δούκες, Βρανάδες, Κομνηνοί κι όλες οι μεγάλες οικογένειες μάχονταν. Όσοι είχαν μείνει στην Βασιλεύουσα στέκονταν ατρόμητοι στις πολεμίστρες. Φώναζαν κι ενθάρρυναν τους Ρωμαίους για άμυνα μέχρις εσχάτων και καταδίωξη του εχθρού. Η νίκη έστεψε τα ρωμαϊκά όπλα όταν οι επιτιθέμενοι αναγκάστηκαν το απόγευμα να υποχωρήσουν. Ήταν μια στιγμή μεγάλης ανακούφισης. Οι ιαχές θριάμβου ανέβασαν το ηθικό κι έδωσαν κουράγιο για τη συνέχεια.
Το Σαββατοκύριακο επικράτησε νηνεμία. Ετοιμάστηκαν όλοι για τη νέα επίθεση που θα εκδηλωνόταν τη Δευτέρα. Οι Βενετοί έδεναν τα πλοία τους δυο-δυο και τα ανέβαζαν στο στενό σχετικά κομμάτι στεριάς του Κεράτιου, Έφτιαξαν έτσι πρόχειρους πολιορκητικούς πύργους για να εισβάλουν στην Πόλη. Στο σημείο αυτό ήξεραν ότι υπήρχε αδυναμία. Οι Φράγκοι κατέστρωναν σχέδια για μια σφοδρή επίθεση κατά των τειχών. Οι αμυνόμενοι επισκεύαζαν και ενίσχυαν τμήματα του τείχους όπου υπήρχε μεγαλύτερη ανάγκη. Όλοι ετοιμάζονταν για την επόμενη σκληρή επίθεση της Δευτέρας.
Δυο βράδια ο Νικηφόρος κι η Ζωή κοιμήθηκαν αγκαλιά. Εξαντλήθηκαν στα φιλιά σαν να ήταν η τελευταία μέρα της ζωής τους. Αυτή τη φορά θα μπορούσε πραγματικά να είναι η τελευταία, καθώς κανείς δεν γνώριζε την κατάληξη της μάχης. Αν οι σταυροφόροι έμπαιναν, θα γινόταν σφαγή. Ο Νικήτας πέρασε τις δυο μέρες γράφοντας πυρετωδώς.
Την Δευτέρα έγινε η ακόμα πιο μεγάλη γενική επίθεση κατά της Πόλης. Οι γαλέρες των Βενετών, δεμένες δυο-δυο, έπεφταν πάνω στις πολεμίστρες με σκοπό να βρουν πάτημα. Οι επιτιθέμενοι προσπαθούσαν να κερδίσουν τους Πύργους που δέσποζαν στα τείχη. Ο ρωμαϊκός στρατός κρατούσε μακριά τους σταυροφόρους στα χερσαία τείχη και στην Πύλη των Βλαχερνών. Στην πλευρά του Κεράτιου, όμως, γινόταν μεγάλη σφαγή. Το απόγευμα οι Βενετοί κατάφεραν να εισχωρήσουν και να κερδίσουν δύο πύργους των τειχών. Δεν ήταν αυτό το τέλος της Πόλης βέβαια. Πριν ένα χρόνο, όταν είχαν επιτεθεί επί Αλεξίου Γ’, οι Βενετοί είχαν αποσπάσει όχι μόνο δύο αλλά εικοσιπέντε πύργους. Παρ’ όλα αυτά η άμυνα της Πόλης δεν έσπασε. Τότε μάλιστα δέχτηκαν αντεπίθεση. Οι Ρωμαίοι είχαν ορμήσει για να τους παγιδεύσουν και να τους εξοντώσουν. Με μεγάλη δυσκολία, βάζοντας πυρκαγιά στα σπίτια, κατάφεραν να σωθούν. Δεν ήταν, λοιπόν, μεγάλο κέρδος οι δυο πύργοι, ήταν όμως κάτι χειροπιαστό.
Η μέρα εκείνη πλησίαζε προς το τέλος της. Οι Βενετοί είχαν στρογγυλοκαθήσει στους δυο Πύργους κι από εκεί θα εξαπέλυσαν επίθεση. Την άλλη μέρα, θα έβαζαν στην Πόλη όσο πιο πολύ στρατό μπορούσαν. Έριξαν κι ένα μέρος του τείχους για να περάσουν βενετικά αλλά και φράγκικα στρατεύματα. Με το που θα ξημέρωνε η Τρίτη, θα εξαπέλυαν γενική επίθεση από καλύτερες θέσεις. Βέβαια όλα ήταν ανοιχτά. Η κατοχή των δυο πύργων μπορούσε να αποτελέσει αφορμή για παγίδευσή τους και καταστροφή όπως πριν ένα χρόνο. Θα κινδύνευαν να δεχτούν και πάλι μιαν αντεπίθεση και να εκδιωχθούν ή να παγιδευτούν και να χάσουν τις ζωές τους. Όλοι γνώριζαν πόσο κρίσιμη θα ήταν η μάχη. Αύριο οι Ρωμαίοι κι οι σταυροφόροι θα ξεκαθάριζαν για τα καλά την σχέση τους.
Ήταν μια ισορροπία του τρόμου εκείνο το βράδυ της 12ης προς 13η Απριλίου του 1204. Οι σταυροφόροι είχαν μπει μέσα από το τείχος στο βόρειο τμήμα του. Δεν ήταν σίγουροι για τίποτε και περίμεναν την αυγή. Άναψαν μάλιστα μια νέα μεγάλη πυρκαγιά που άρχισε να επεκτείνεται στο εσωτερικό της Πόλης. Ήθελαν να προστατευτούν από μια ενδεχόμενη ξαφνική αντεπίθεση. Αυτή ήταν η τρίτη μεγάλη πυρκαγιά που κατάκαιγε την Βασιλεύουσα και την έβαζαν πάλι οι Λατίνοι. Η νύχτα έγινε μέρα. Όπως η φωτιά πέρσι είχε τρομάξει τον Αλέξιο Γ’ και τον έκανε να τραπεί σε φυγή, τώρα τρόμαξε τον άλλο Αλέξιο, τον Ε’. Σαν μια τραγική επανάληψη της ίδιας ιστορίας, τράπηκε σε φυγή κι ο Μούρτζουφλος. Δεν ήταν, απλά, τραγικό, ήταν εγκληματικό και παιδαριώδες, αλλά συνέβη.
Ο αυτοκράτορας είχε δει πως το κλίμα ήταν βαρύ γι αυτόν. Ακόμα κι οι Βαράγγοι δυσανασχετούσαν απαιτώντας την πληρωμή τους εδώ και τώρα προκειμένου να πολεμήσουν. Κατάλαβε πως δεν είχε καμιά ελπίδα αν έμενε μέσα στα τείχη της Βασιλεύουσας. Είτε νικούσε η αυτοκρατορία, είτε έχανε, αυτός θα την πλήρωνε όπως οι προκάτοχοί του. Ανάξιος και δειλός, όπως οι προκατοχοί του, τα μάζεψε κι έφυγε. Πήρε μαζί του τη γυναίκα του Ευδοκία και την πεθερά του Ευφροσύνη, που ήταν γυναίκα του Αλέξιου Γ΄. Έφυγε κρυφά αφήνοντας την Πόλη στο έλεος του εχθρού.
«Ο Βασιλιάς φεύγει και μαζί του φεύγουν και πολλοί άρχοντες» ήταν το νέο που έσκασε σαν κεραυνός.
Στο σπίτι του Νικήτα έμαθαν το μαντάτο.
«Φεύγει κι αυτός ο άτιμος;» είπε ο Θεόδωρος Λάσκαρης.
«Τι ανεύθυνος! Δεν έπρεπε να τον αφήσουμε στιγμή στον θρόνο!» φώναξε ο Παλαιολόγος.
Ο Θεόδωρος είχε έρθει στο σπίτι του Νικήτα για λίγη ξεκούραση. Τον είχαν αφήσει ήσυχο σ’ ένα δωμάτιο, όταν όμως έμαθαν το νέο αναγκάστηκαν να τον ξυπνήσουν. Μαζί του ήταν ο γυναικάδελφός του Αλέξιος Παλαιολόγος(*1) όπως και ο Καϊχοσρόης. Ο Τούρκος είχε μείνει εδώ, φιλοξενούμενος του Πατριάρχη Καματηρού, μαζί με τους Ρωμαίους άρχοντες. Όλοι είχαν περιέλθει τώρα σε κατάσταση απελπισίας.
«Πώς έφυγαν; Πώς δεν καταλάβαμε τίποτε;» φώναξε εκνευρισμένος ο Παλαιολόγος,
«Έφυγαν από τη θάλασσα, Έχουν σκοπό να πάνε προς τη Θράκη κι αυτοί, όπως ο Αλέξιος Γ’. Ο Μούρτζουφλος κάνει ακριβώς το ίδιο! Εγκαταλείπει την Πόλη στο έλεος του Θεού!» φώναζε ο Νικήτας.
«Χάθηκαν όλα, ε;» ρώτησε η Ζωή πιάνοντας ανήσυχη το χέρι του Νικηφόρου
«Δεν μπορεί να γίνει τίποτε;» αναρωτήθηκε ο Αλέξιος Παλαιολόγος.
«Πρέπει να υποσχεθείτε αμέσως στους Βαράγγους ότι θα πληρωθούν. Αν δεν το κάνετε, δεν θα πολεμήσουν, θα σας φύγουν κι αυτοί» είπε ο Καϊχοσρόης.
«Χωρίς έναν αυτοκράτορα η Πόλη θα παραδοθεί» είπε ο Νικήτας. «Ποιος θα σαλπίσει την υπεράσπισή της; Ποιος θα σταματήσει Βενετούς και Φράγκους που θα μπαίνουν μέσα; Και, κυρίως, ποιος θα εγγυηθεί στους μισθοφόρους στρατιώτες μας ότι θα πληρωθούν κανονικά αν προστατέψουν την Πόλη; Γιατί θα διακινδυνεύσουν την ίδια τους τη ζωή; Για ποιον θα συνεχίσουν να πολεμούν; Θα παραδοθούν για να γλιτώσουν τις ζωές τους. Αύριο θα γίνουν κι αυτοί σταυροφόροι!»
«Μπορούμε να ανακηρύξουμε νέο αυτοκράτορα και να συνεχίσουμε τον αγώνα» είπε ο Λάσκαρης. «Είναι πλέον χρέος μας να το κάνουμε.»
«Ποιον έχεις στο νου σου;» τον ρώτησε ο Παλαιολόγος.
«Τον αδελφό μου Κωνσταντίνο» είπε ο Θεόδωρος. «Θα συνηγορήσω εγώ υπέρ του!»
Ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης είχε πολεμήσει γενναία κατά των Λατίνων. Πέρσι, στην πρώτη τους επίθεση, τους είχε καταδιώξει. Έσπρωξε τους Βουργουνδούς μακριά από τα τείχη κι είχε αιχμαλωτιστεί γιατί έμεινε έξω όταν οι Πύλες έκλεισαν. Ο γνωστός ενθουσιασμός του τον είχε οδηγήσει βαθιά μέσα στις γραμμές του εχθρού. Βρέθηκε μόνος απέναντι σε δεκάδες αντιπάλους και τον συνέλαβαν αν κι είχε παλέψει γενναία. Ελευθερώθηκε στη συνέχεια με καταβολή λύτρων κι ο λαός τον θεωρούσε ήρωα.
«Ποια κατάσταση επικρατεί έξω στην πόλη;» ρώτησε ο Θεόδωρος.
«Ο λαός, ανάστατος, συγκεντρώνεται στην Αγία Σοφία.»
«Η αυτοκρατορική φρουρά, που βρίσκεται;»
«Και οι Βαράγγοι μαζεύονται εκεί, στην Αγία Σοφία.»
«Πάμε κι εμείς. Φωνάξτε όσους ευγενείς έχουν μείνει στην Πόλη.»
Επικράτησε αναταραχή κι όλοι ανέβαιναν στα άλογα και τις άμαξες για να κατευθυνθούν προς την Αγιασοφιά. Ο Καματηρός τράβηξε σε ένα ιδιαίτερο δωμάτιο τον Καϊχοσρόη και τον Κωνσταντίνο Λάσκαρη. Βεβαιώθηκε πρώτα ότι κανείς δεν τους είχε δει ούτε μπορούσε να ακούσει τι θα τους έλεγε και, τότε, τους μίλησε.
«Ακούστε καλά εσείς οι δυο. Οι δυο ανάξιοι Αλέξιοι έφυγαν σαν τα ποντίκια κι ο άλλος σκοτώθηκε. Σε λίγο θα εκλεγεί ένας νέος αυτοκράτορας των Ρωμαίων στην Αγιασοφιά. Αυτός θα είσαι εσύ Κωνσταντίνε! Πρέπει όμως να ξέρεις κάτι. Ο νέος αυτοκράτορας, ο βασιλιάς της Ρώμης, θα έχει κάποια καθήκοντα. Δεν είναι τώρα ώρα να τα πούμε γιατί δεν έχουμε καθόλου χρόνο.»
Τον άκουγαν κι οι δυο σιωπηλοί. Ο Καϊχοσρόης έδειχνε να καταλαβαίνει πολύ καλά τι συνέβαινε ενώ ο Κωνσταντίνος κοιτούσε γεμάτος απορίες. Ο Πατριάρχης γύρισε προς τον μέρος του, έβγαλε ένα τυλιγμένο πανί κάτω από τα άμφιά του και του το έδωσε. Του είπε να το κρύψει. Ήταν ένα λάβαρο πορφυρό με ένα χρυσοκεντημένο δικέφαλο αετό πάνω του.
«Αυτό θα είναι το δικό σου λάβαρο από εδώ και πέρα. Δεν προλαβαίνω να σου εξηγήσω, παιδί μου, τι είναι το Θεϊκό Βασίλειο, που κυνηγούν οι Βασιλιάδες των Ρωμαίων. Εσύ, όμως, κι ο Καϊχοσρόης είστε πλέον οι δυο εκλεκτοί. Θα ψάξετε να βρείτε τον Ιερέα Ιωάννη για να γίνετε οι διάδοχοί του στο Βασίλειο του Θεού. Θα σου πω λεπτομέρειες και θα σε μυήσω, γιε μου Κωνσταντίνε, αργότερα. Τώρα, όμως, πρέπει να ξέρεις ότι ο Γιγιαθαντίν είναι φίλος σου και σύντροφός σου. Κι εσύ θα είσαι παντοτινός αδελφός του και σύμμαχος. Θα μάθεις τα υπόλοιπα αργότερα, εντάξει;»
«Εντάξει, αλλά …» έκανε αιφνιδιασμένος και εντελώς κατάπληκτος ο Κωνσταντίνος.
«Πάμε τώρα» είπε ο Καματηρός. «Όπως σου είπα, θα τα μάθεις όλα αργότερα!»
Έτρεξαν στην Αγιασοφιά. Ο ναός ήταν φωτισμένος με κεριά, δάδες και φωτιές που είχαν ανάψει για να κάνουν τη νύχτα μέρα. Σε λίγο θα έφεγγε κι οι Λατίνοι θα έβλεπαν ότι δεν υπήρχε καμιά αντίσταση. Ήταν μια συγκινητική στιγμή. Όσοι Ρωμιοί δεν το είχαν σκάσει είχαν έρθει εδώ να αποφασίσουν, όλοι μαζί, για το κοινό μέλλον τους. Ο Πατριάρχης Ιωάννης Καματηρός μίλησε πρώτος.
«Ο Αυτοκράτορας μας εγκατέλειψε» είπε. «Δεν υπάρχει αυτοκράτορας!»
Ένα βουητό και κάποιες φωνές «ανάξιος» ακούστηκαν από όλους. Σώπασαν πάλι.
«Έχουμε ανάγκη να εκλέξουμε νέο αυτοκράτορα για να υπερασπίσει την πόλη. Θα τον εκλέξουμε τώρα εδώ.»
Όλοι αναθάρρησαν κάπως. Μετά το σοκ, ευτυχώς που κάποιος είχε την ψυχραιμία να σκεφτεί.
«Είναι εδώ ο στρατός;» ρώτησε ο Καματηρός.
Ο αρχηγός των Βαράγγων έκρουσε την ασπίδα του.
«Είναι εδώ ο λαός;» ρώτησε τώρα ο Καματηρός.
«Θέλουμε νέο αυτοκράτορα» ακούστηκαν φωνές από το πλήθος.
«Είναι εδώ η σύγκλητος;» συνέχισε ο Πατριάρχης.
«Εδώ είμαστε, Πανιερώτατε» είπαν κάποιοι ευγενείς.
«Η εκκλησία είναι εδώ» είπε ο Πατριάρχης Καματηρός. «Ποιοι είναι υποψήφιοι;»
Βγήκε μπροστά ο Θεόδωρος Λάσκαρης.
«Ο αδελφός μου Κωνσταντίνος Λάσκαρης ήρωας των Ρωμαίων κι ανιψιός του Αλέξιου Γ’» είπε με δυνατή φωνή. «Είναι από αυτοκρατορική γενιά.»
Βγήκε μπροστά ο Ιωάννης Άγγελος Δούκας, εξάδελφος του Αλέξιου Γ’ και του Ισαάκιου.
«Ο γιος μου Κωνσταντίνος Δούκας. Είναι κι αυτός από αυτοκρατορική γενιά» είπε.
«Υπάρχουν άλλοι;» ρώτησε ο Πατριάρχης.
Δεν ακούστηκε άλλη υποψηφιότητα κι ο Πατριάρχης κάλεσε τους συνηγόρους των υποψηφίων να μιλήσουν. Πρώτος ο Ιωάννης Δούκας έπλεξε το εγκώμιο του γιου του και τόνισε την καταγωγή του. Μετά ο Θεόδωρος πήρε τον λόγο. Θύμισε ότι ο αδελφός του καταδίωξε τους Βουργουνδούς Φράγκους κι είπε ότι η Ρωμανία χρειάζεται έναν ήρωα.
Οι δυο υποψήφιοι ήταν νέοι με βασιλικό αίμα κι είχαν στρατιωτικές ικανότητες. Η ζυγαριά δεν έκλινε προς το μέρος κανενός. Μόνο κριτήριο επιλογής ήταν, επομένως, η τύχη. Τότε ο Πατριάρχης τους φώναξε κοντά και πέταξε ένα νόμισμα στον αέρα. Δεν είδε κανείς το νόμισμα, όλοι, όμως, άκουσαν τον Καματηρό να λέει ότι κέρδισε ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης. Δεν υπήρχε χρόνος για αμφιβολίες κι αμφισβητήσεις. Ο Πατριάρχης τον ευλόγησε αμέσως.
«Ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης προτείνεται να ονομαστεί Πιστός εν Χριστώ Βασιλεύς και αυτοκράτωρ των Ρωμαίων. Θα είναι ο γενναίος και άξιος υπερασπιστής της Κωνσταντίνου Πόλης! Συμφωνούν η Σύγκλητος, ο Λαός και ο Στρατός;»
Ένα βουητό από “ναι” και “άξιος” ακούστηκε από το πλήθος. Οι Βαράγγοι έδειξαν ότι συμφωνούσε κι η φρουρά. Το ίδιο έκαναν και κάποιοι Ρωμαίοι πρωτοσπαθάριοι και δούκες. Οι ευγενείς κι οι άρχοντες που δεν είχαν φύγει και ήταν στην Αγία Σοφία, έδειξαν ότι συμφωνούν. Αντιπροσώπευαν εκείνη τη στιγμή τη Σύγκλητο. Υπήρχε πια συμφωνία λαού, στρατού, συγκλήτου κι Εκκλησίας. Ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης αμέσως στέφθηκε αυτοκράτωρ των Ρωμαίων. Δεν δέχτηκε να φορέσει τον πορφυρό χιτώνα. Δεν ήθελε εκείνη την ώρα τις τιμές και προτιμούσε να αναλάβει αμέσως δράση.
«Σήμερα, δεν ξέρουμε ποιος ζει και ποιος παθαίνει» είπε ο νέος βασιλιάς. «Ζητάω να ανακηρυχθεί συναυτοκράτορας ο αδελφός μου Θεόδωρος.»
«Ο Θεόδωρος, αδελφός του σεβαστού μας αυτοκράτορα, προτείνεται από τον βασιλέα μας να ανέβει στον θρόνο. Θα είναι συναυτοκράτορας» φώναξε ο Πατριάρχης Καματηρός. «Συμφωνούν ο λαός, ο στρατός και η Σύγκλητος;»
Ποιος είχε την όρεξη να πει όχι; Και ποιος νοιαζόταν, πραγματικά, ποιος θα ήταν βασιλέας ή συμβασιλέας εκείνη τη στιγμή; Ο Πατριάρχης δεν περίμενε ούτε καν το βουητό από τα «άξιος», ούτε τα νεύματα των Βαράγγων ή των ευγενών.
«Επομένως, ο Θεόδωρος Λάσκαρης, ανακηρύσσεται ως ο Πιστός εν Χριστώ Βασιλεύς. Είναι ο συναυτοκράτωρ των Ρωμαίων κι υπερασπιστής της αγίας Πόλης του Χριστού!»
Σε λίγο ξημέρωνε κι οι Σταυροφόροι θα έβλεπαν την άδεια από στρατό Πόλη, έτοιμη να τους παραδοθεί. Ό,τι ήταν να γίνει έπρεπε να γίνει τώρα! Ο Θεόδωρος κι ο Κωνσταντίνος έπρεπε να μαζέψουν τον στρατό και να τον βάλουν αντιμέτωπο με τους εισβολείς. Έπρεπε να ενημερώσουν τον λαό ότι υπήρχε αυτοκράτορας που θα έδινε τη μάχη.
«Επιτέλους υπάρχει μια ελπίδα τώρα!» αναφώνησε ανακουφισμένος ο Νικήτας.
«Είναι πολύ αισιόδοξος ο Χωνιάτης» είπε η Ζωή που δεν έφευγε από το πλάι του Νικηφόρου με τίποτα. «Μόνο εμείς εδώ το ξέρουμε ότι υπάρχει αυτοκράτορας.»
«Δεν τους έμεινε και τίποτε άλλο εκτός από μια μικρή ελπίδα. Μην ξεχνάς ότι οι Λατίνοι είναι ήδη μέσα στην Πόλη. Όσο δεν έχουν μάθει ακόμα ότι ο αυτοκράτορας έφυγε δεν θα μπουν για να την καταλάβουν ανοιχτά. Θα φοβούνται μη τυχόν κι είναι παγίδα. Θα περιμένουν το πρωί.»
«Δεν αργεί, ξημερώνει όπου να’ ναι αγάπη μου» έκανε ανήσυχη η Ζωή.
Ο Καματηρός πήρε πάλι τον Κωνσταντίνο Λάσκαρη και τον Γιγιαθαντίν Καϊχοσρόη παράμερα. Παρά την κρισιμότητα των στιγμών, επέμενε στον Ιερέα που τον θεωρούσε κλειδί στην υπόθεση του «Βασιλείου του Θεού».
«Αν καταφέρουμε να διώξουμε τους βαρβάρους, θα συνεννοηθούμε καλύτερα. Αν συμβεί το δυσάρεστο, θα έρθετε οι δυο σας να με βρείτε όπου κι αν βρίσκομαι κι όσος χρόνος κι αν περάσει. Αν εγώ χαθώ, θα αναζητήσετε τον προκάτοχό μου και θα μιλήσετε σε αυτόν. Εσύ, Καϊχοσρόη, θα ενημερώσεις τον Λάσκαρη για όσα ξέρεις. Να είστε κι οι δυο σας έτοιμοι για να βρείτε τον Ιερέα Ιωάννη.»
«Ποιος είναι ο Ιερέας Ιωάννης Μακαριότατε;» ρώτησε ο Κωνσταντίνος.
«Είσαι Βασιλέας των Ρωμαίων!» του είπε ο Πατριάρχης. «Θα έρθεις να με βρεις όπου κι αν καταλήξουμε μετά από αυτό το ξημέρωμα. Όχι όμως τώρα, δεν έχουμε καιρό.»
Λίγα λεπτά μετά απ’ αυτή τη συζήτηση ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης είχε ήδη ανεβεί σε έναν ολόχρυσο άμβωνα. Πήρε το βασιλικό σκήπτρο και μίλησε στο πλήθος των συγκεντρωμένων έξω από την Αγία Σοφία. Ζήτησε από όλους να αντισταθούν στον εισβολέα. Βρήκε την αντίδρασή τους γεμάτη δισταγμούς καθώς δεν μπορούσαν να δώσουν τη μάχη χωρίς τον στρατό. Συνέχισε την ομιλία ο Θεόδωρος. Φοβόντουσαν όλοι αλλά δεν ήξεραν και τι να κάνουν.
Ο νέος αυτοκράτορας γύρισε και άρχισε να μιλά με τους Βαράγγους και τους Άγγλους. Προσπάθησε να τους φέρει στο φιλότιμο μιλώντας για την τιμή και τη δόξα. Όταν είδε ότι αυτό δεν έπιανε, τους μίλησε για μια σημαντική αύξηση του μισθού τους. Κατάφερε να τους πείσει να αντισταθούν για να διώξουν τους Φράγκους και τους Βενετούς με το ξημέρωμα. Ξεκίνησαν για τα σημεία όπου είχε μαζευτεί ο στρατός και περίμενε. Οι σταυροφόροι ήταν τριάντα χιλιάδες. Έπρεπε, επομένως, να συγκεντρώσουν μια δύναμη πενήντα χιλιάδων στρατιωτών και λαού για να έχουν υπεροπλία. Το σκυθικό σώμα και το λατινικό αποτελείτο από μισθοφόρους που περίμεναν να δουν τι θα γίνει. Ο φόβος ήταν μήπως είχε κιόλας διαδοθεί το νέο για την φυγή του Αλέξιου. Υπήρχε κίνδυνος να αρχίσει να διαλύεται το ρωμαϊκό(*2) σώμα του στρατού.
«Θα δώσουμε την μάχη» φώναξε ο νέος αυτοκράτορας.
«Η Παναγία θα σώσει και πάλι την Κωνσταντίνου Πόλη» φώναξαν κάποιοι άλλοι.
Άλλοι έψελναν το “υπερμάχω” κι άλλοι ακόνιζαν τα σπαθιά τους. Ακόμη κι ο Καϊχοσρόης που ήταν αλλόφυλος, κι η Ζωή που ήταν γυναίκα, έδειχναν πρόθυμοι να πολεμήσουν. Οι πιο πολλοί, όμως, έφευγαν. Ήταν απογοητευμένοι. Έβλεπαν ότι τους είχαν οριστικά πια εγκαταλείψει, όχι μόνο ο ληστής του θρόνου, αλλά, κι ο ίδιος ο Θεός.
Δυστυχώς τα πράγματα έγιναν όπως τα περίμεναν οι απαισιόδοξοι. Ίσως, μάλιστα, ξεπέρασαν ακόμα και τους πιο μεγάλους φόβους. Έτσι κι αλλιώς κανείς δεν κοιμήθηκε εκείνο το βράδυ. Πριν κυκλοφορήσει, λοιπόν, η καλή είδηση έκανε τον γύρο της η κακή. Πριν μαθευτεί ότι υπάρχει ένας εστεμμένος αυτοκράτορας για να υπερασπιστεί την Πόλη, κυκλοφόρησε το νέο της φυγής. Ο Αλέξιος Μούρτζουφλος είχε εγκαταλείψει την Πόλη σαν κυνηγημένος. Ο λαός βγήκε στους δρόμους με το ξημέρωμα κι έβριζε τον “ληστή και σφετεριστή” φορτώνοντάς τον με κατάρες.
«Μέχρι χτες τον δόξαζαν γιατί στραγγάλισε τον ανιψιό του» σχολίασε ο Νικήτας. «Τώρα τον λένε ληστή, σφετεριστή του θρόνου του στραγγαλισμένου!»
«Αυτός ο πανικός δεν θα μας φέρει τίποτε καλό» είπε ο Νικηφόρος.
«Κοιτάξτε» είπε η Ζωή και τους έδειξε πίσω τους, μια λιτανεία που ξεχυνόταν σαν πλυμμήρα.
Βάδιζαν στον κεντρικό δρόμο της Πόλης που πήγαινε προς τα τείχη του Κεράτιου και την Πύλη των Βλαχερνών. Είχε συγκεντρωθεί μια μεγάλη πομπή που μεγάλωνε καθώς όλο και περισσότεροι έμπαιναν στις γραμμές της. Μπροστά πήγαιναν ιερείς με τα άμφιά και τα λάβαρα των αγίων. Ακολουθούσε ένα πλήθος μοναχών και λαού. Ο Πατριάρχης είχε σαλπίσει στην Αγιασοφιά την αντίσταση εις μάτην. Λίγες μόνο ώρες μετά, οι υφιστάμενοί του ιερείς, ο κλήρος, καθοδηγούσαν την παράδοση. Παπάδες με τα ράσα τους και μοναχοί με τα κουρέλια τους κι ο πιστός ορθόδοξος λαός έσπευδαν να παραδοθούν ψάλλοντας. Είχαν σκυμμένα τα κεφάλια κι έψελναν ένα μονότονο “έλεος, έλεος, έλεος!”. Κρατούσαν κειμήλια, ιερά αντικείμενα, εικόνες, μανουάλια και σταυρούς και προχωρούσαν κλαψουρίζοντας. Ήλπιζαν πως με την ευσέβειά τους θα έπειθαν τους εισβολείς για να τους λυπηθούν.
«Είναι γελοίο αυτό που συμβαίνει» είπε ο Νικηφόρος. «Είδα το έλεος αυτών των σταυροφόρων στο Ζαντάρ! Πάμε να φύγουμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε!»
«Θεέ μου, θα τους λιανίσουν!» είπε η Ζωή.
«Τι δειλοί! Τι σιχαμένοι!» είπε ο Καϊχοσρόης. «Ανάξιοι για ελευθερία. Τους αξίζει μονάχα ένα σπαθί για να κόψει αυτά τα προσκυνημένα κεφάλια.»
«Δεν μας άξιζε αυτό το τέλος!» μουρμούρισε ο Νικήτας που έκλαιγε βλέποντας το θέαμα.
«Να φύγουμε» επέμεινε ο Νικηφόρος.
Ο Θεόδωρος και ο Κωνσταντίνος έπαψαν να μιλούν με τους μισθοφόρους. Δεν είχε νόημα καμιά αντίσταση. Ο λαός της Βασιλεύουσας έσπευδε να ζητήσει έλεος από τον εχθρό του αντί να αντισταθεί μέχρι της τελικής πτώσης.
«Αδελφέ μου, αυτό είναι το τέλος» είπε ο Θεόδωρος θλιμμένος κοιτάζοντας τον Κωνσταντίνο που είχε χλομιάσει.
«Οι δικοί μου δεν θα παραδώσουν τα όπλα» είπε σχεδόν ψιθυριστά μέσα από τα σφιγμένα του χείλη.
«Δεν αξίζει ούτε και να το σκεφτείς, Κωνσταντίνε, ότι θα τους πολεμήσεις μόνος σου.»
Το πλήθος μαζευόταν στους δρόμους και σήκωνε τα χέρια κάνοντας το σημείο του σταυρού. Οι σταυροφόροι δεν χρειάζονταν καμιά παράδοση για να λεηλατήσουν τα πάντα. Θα το έκαναν έτσι κι αλλιώς. Όλοι αυτοί οι μαυροφόροι ιερείς κι οι μοναχοί, απλά, τους εμπόδιζαν να κάνουν πιο γρήγορα τη δουλειά τους.

*************************************************
Η συνέχεια αύριο.