Σάββατο 3 Φεβρουαρίου 2024

Η Καμάρα κι οι περιπέτειές της

 Με αφορμή άρθρο του Ν.Σαραντάκου που παρέπεμπε στην LEXILOGIA (από όπου τα παρακάτω) παραθέτω εδώ την ιστορία της ελληνικής λέξης κάμαρα που βρίσκεται στον Ηρόδοτο και παραλλάσσοντας σημασία στον Μεσαίωνα (στο αποκαλούμενο Βυζάντιο) πέρασε στην Βενετιά και την Δύση κι επέστρεψε σαν αντιδάνειο στις (τηλεοπτικές) κάμερες. και τους καμαράντ συντρόφους.

Παρακολουθήστε την ιστορία της λέξης.
Η λέξη καμαριέρα έχει απώτερη ελληνική καταγωγή, είναι αντιδάνειο δηλαδή. Η λέξη καμάρα υπάρχει στον Ηρόδοτο. Η καμάρα εδώ («ἐπὶ ζευγέων ἐν καμάρῃσι ἐλάσασαι πρὸς τὸ ἱρὸν ἑστᾶσι» λέγει ο Ηρόδοτος) είναι η σκεπαστή άμαξα, αλλά, από διάφορες σημασίες σε σχέση με θόλο, τον 1ο αιώνα π.Χ. επικράτησε η σημασία «θολωτό δωμάτιο», η οποία πέρασε στα λατινικά σαν camera. Η λατινική φράση in camera περιγράφει υποθέσεις που δικάζονταν όχι ενώπιον ακροατηρίου αλλά, παλιά, στο γραφείο του δικαστή (στα αγγλικά: in chambers), σήμερα «κεκλεισμένων των θυρών». Αργότερα, από τον σκοτεινό θάλαμο (camera obscura) φτάσαμε στη φωτογραφική μηχανή camera, που γύρισε στα ελληνικά σαν τηλεοπτική κάμερα.
Ενώ η λατινική camera γινόταν camara και επέστρεφε σε μας ως κάμαρα και κάμαρη και καμαράκι και καμαρούλα μια σταλιά, η καμάρα έπαιρνε τη σημασία της αψίδας. Από την άλλη, στα γαλλικά το δωμάτιο γινόταν chambre (βλέπε ρομπ ντε σαμπρ) και στα αγγλικά chamber (θάλαμος, θαλάμη όπλου, επιμελητήριο, τμήμα του κοινοβουλίου, π.χ. upper chamber άνω βουλή, chamber music μουσική δωματίου, chamber pot δοχείο νυκτός κτλ.
Στο Ετυμολογικό του Κέντρου Λεξικολογίας γράφει κάποια άκρως ενδιαφέροντα για το καμάρι:
Φαίνεται ότι ήδη κατά την ελληνιστική εποχή η λ. καμάρα πρέπει να είχε αρχίσει να συνδέεται με τη σημασία «κάτι το ξεχωριστό, που δηλώνει διάκριση». Υποκοριστικό τής λ. καμάρα είναι το ελληνιστικό καμάριον «μικρό δωμάτιο με καμάρες», ενώ το επίθ. καμαρωτός σήμαινε «αυτός που έχει καμάρες, αψιδωτός». Είναι γνωστό ότι οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες έχτιζαν αψίδες για να απαθανατίσουν τους στρατιωτικούς θριάμβους τους, αλλά και για αρχιτεκτονικό διάκοσμο, ως κάτι εντυπωσιακό και ωραίο. Στοιχείο εντυπωσιακό, επίσης, ήταν οι αψιδωτές στοές, οι καμάρες στη ναοδομία στο Βυζάντιο κ.λπ., καθώς και η κατασκευή θολωτών στεγών σε ναούς και κτήρια. Από εκεί ίσως το επίθ. καμαρωτός να πέρασε βαθμηδόν στη σημασία «υπερήφανος», αφού καμαρωτά, δηλ. με καμάρες, ήταν τα σπουδαία κτήρια, δημόσια και ιδιωτικά, όχι τα χαμηλά φτωχόσπιτα (πβ. χαμόσπιτα). Συνεπώς, το μεσαιωνικό ρήμα καμαρώνω, εξέλιξη τού ελληνιστικού καμαρόω «διακοσμώ με καμάρες», μπορεί να απέκτησε ομοίως τη σημασία «υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι για κάτι». Η λ. καμάρι, που μορφολογικά μπορεί να προέρχεται από το ελληνιστικό καμάριον «θολωτό δωμάτιο», δεν αποκλείεται να προέκυψε υποχωρητικά από το ρήμα καμαρώνω, όταν αυτό είχε ήδη αποκτήσει τη σημασία της καύχησης, οπότε να πρόκειται για μεσαιωνικό τύπο που είχε εξ αρχής αυτή τη σημασία. Στήριξη στην υπόθεση τής σημασιολογικής εξέλιξης από τη σημασία «καμάρα, αψίδα» στη σημασία «καύχηση, υπερηφάνεια για κάτι» παρέχει ίσως και το γεγονός ότι στη λαϊκή γλώσσα αφ' ενός η λ. καμάρα χρησιμοποιείται σε σύνθετα όπως καμαροφρύδα, για να δηλώσει την ωραιότητα που προσδίδει σε κάτι η τοξωτή γραμμή τής καμάρας, αφ' ετέρου το μεσαιωνικό καμαρώνω απαντά και με τις σημασίες «χαίρομαι, έχω εορταστική όψη», «θαυμάζω κάποιον για κάτι» και, προκειμένου για άλογα, «κυρτώνω τον τράχηλο (σχηματίζοντας καμάρα)», το δε καμαρωτός σήμαινε επίσης «αξιοζήλευτος, αξιοθαύμαστος». Οπότε από το «προκαλώ τον θαυμασμό» πέρασε στο «καυχιέμαι επειδή με θαυμάζουν» και απλώς «καυχιέμαι για κάτι». […]​
Δεν τελειώσαμε όμως με τις λέξεις που μας ήρθαν από την κάμαρα.
Στα γαλλικά αυτοί που μοιράζονταν τον ίδιο θάλαμο ονομάστηκαν camarades (και comrades στα αγγλικά) και νά η λέξη για τους συντρόφους (όχι τους παρτενέρ, άγιε).
Η ισπανική camarilla, που σημαίνει «καμαράκι, αντικάμαρα, αντιθάλαμος», μας έδωσε την καμαρίλα για τα άτομα που περιβάλλουν κάποιον ισχυρό, έναν ηγεμόνα, και τον επηρεάζουν παρασκηνιακά — μια πολύ ταιριαστή λέξη, αφού ριμάρει με διάφορες κακόσημες σε –ίλα, π.χ. σαπίλα, ξεφτίλα. Στα χρόνια του βασιλιά της Ισπανίας Φερδινάνδου Ζ΄ η καμαρίλα περιέγραφε τους μυστικοσύμβουλους του βασιλιά που συσκέπτονταν και συνωμοτούσαν στον αντιθάλαμο (μέχρι που έκαναν… αντικάμαρα και τον ανέτρεψαν).
Το καμαρίνι των ηθοποιών είναι από βενετσιάνικο υποκοριστικό camarin, όπως και ο καμαρότος από βενετσιάνικο camaroto για τον θαλαμηπόλο. Από εκεί μας ήρθαν και ο καμαριέρης και η καμαριέρα.