Σάββατο 13 Μαρτίου 2021

Ολίγος Θεόκριτος κι ένα Ειδύλλιο

 

Θεοκρίτου "Θαλύσια"



Το ποίημα που ακολουθεί, το έχω δημοσιεύσει κάποτε στο παρελθόν ξανά. Είναι του Θεόκριτου, ενός Συρακούσιου που γεννήθηκε γύρω στο 315 πΧ και πέθανε στα μέσα του 3ου αι. πΧ. Είναι ο ιδρυτής της βουκολικής ποίησης και σώθηκαν περίπου 30 έργα του που ονομάζονται Ειδύλλια, κυρίως λόγω του ότι είναι ιστοριούλες (έπη μικρά σε έκταση).
Έζησε σε μιαν εποχή που η δημοκρατία σιγοπέθαινε και μεγάλα κράτη έπαιρναν την θέση των ανεξάρτητων πόλεων. Στη ζωή των ανθρώπων όμως η ιστορία βιώνεται διαφορετικά από ότι σε όσους την μαθαίνουν αργότερα ως "ιστορία". Γι αυτός είναι βίος, ζωή. Έτσι ζει την εποχή του ο Θεόκριτος.
Για όποιον έχει τη διάθεση να διαβάσει έναν ποιητή που οι στίχοι του είναι ζώσα φύση και ζωντανά συναισθήματα μπερδεμένα αξεδιάλυτα με τρομερή μαεστρία, το παρακάτω είναι μέρος του ειδυλλίου “Θαλύσια”. Τα Θαλύσια ήταν γιορτή προς τιμή της Δήμητρας.
Δεν παραθέτω όλο το ποίημα βέβαια αλλά μόνο ένα κομμάτι του. Οι πρωταγωνιστές του ποιήματος έχουν κάνει έναν περίπατο στο νησί της Κω και φτάνουν στο σπίτι του φίλου τους όπου θα γιορτάσουν τα Θαλύσια. Το βλέπουμε, το ακούμε στη μετάφραση, όπου το μέτρο έχει χαθεί. Στο αρχαίο κείμενο (το παραθέτω παρακάτω) υπάρχει κι αυτό, μας είναι δύσκολο όμως να το αισθανθούμε. Εξάλλου τότε ακόμη κι η προφορά των γραμμάτων και των λέξεων ήταν διαφορετική. Επομένως δεν μπορεί να έχουμε πολλές απαιτήσεις.
...
Έπειτα εγώ και ο Εύκριτος μαζί με τον όμορφο Αμύντα
Πήγαμε στου Φρασίδημου, όπου χαρούμενοι ξαπλώσαμε
Σε μυρωδάτα σχοίνα και σε παχιά φρεσκοκομμένα αμπελόφυλλα
Απανωθέ μας λικνίζονταν φτελιές πολλές και λεύκες
Κι από το σπήλαιο των Νυμφών ιερό νερό κυλούσε
Και επάνω στα σκιερά κλαδιά οι τζίτζικες
Δεν παύαν το τραγούδι τους, καμένοι από τον ήλιο
Κι ο βάτραχος ο πράσινος, από μακριά ξεφώνιζε
Λαλούσαν οι κορυδαλλοί κελαηδούσαν οι καρδερίνες
Και τα τρυγόνια στέναζαν.
Γύρω από τις πηγές οι μέλισσες πετούσαν
Ολόγυρά μας μύριζε ολόγεμο το θέρος, μαζί και το φθινόπωρο
Τ’ αχλάδια και τα μήλα σωροί στα πόδια μας κυλούσαν,
Κι οι κλώνοι της δαμασκηνιάς στη γη ως κάτω
Έγερναν απ’ τον πολύ καρπό
Κι απ’ το βαρέλι έτρεχε κρασί τετραχρονίτικο

Ω, Νύμφες της Κασταλίας
Που στην ψηλή του Παρνασσού κορφή του κατοικείτε
Άραγε κέρασε με τέτοιο κρασί τον Ηρακλή όταν τον φιλοξένησε
Μες στη σπηλιά του Φόλου ο γέροντας ο Χείρων;
Άραγε τέτοιο κρασί να ‘κανε τον Πολύφημο από την Άναπο
Που με τα δυνατά του μπράτσα βουνά ολάκερα πετούσε στα καράβια
Τέτοιο άραγε κρασί τον έκανε
Να σύρει στην αυλή του τρικούβερτο χορό;
Τέτοιο άραγε να ήτανε και το πιοτό
Που μας κεράσατε Νύμφες δίπλα καθώς καθόμαστε
Στης Αλωίδας Δήμητρας το βωμό;
Μακάρι το φτυάρι μου
Βαθιά μες στο σωρό το στάρι να μπήξω
Κι εκείνη να γελά,
Στα δυο της χέρια έχοντας στάχυα και ανεμώνες!

Το αρχαίο κείμενο (για όποιον αντέχει) είναι το εξής:

(στίχοι 130-158)

Χ μν ποκλνας π ριστερ τν π Πξας 
ερφ δν· ατρ γ τε κα Εκριτος ς Φρασιδμω 
στραφθντες χ καλς μντιχος ν τε βαθεαις 
δεας σχονοιο χαμευνσιν κλνθημες 
ν τε νεοτμτοισι γεγαθτες οναροισι.

Πολλα δ μμιν περθε κατ κρατς δονοντο 
αγειροι πτελαι τε· τ δ γγθεν ερν δωρ 
Νυμφν ξ ντροιο κατειβμενον κελρυζε. 
Το δ ποτ σκιαρας ροδαμνσιν αθαλωνες 
τττιγες λαλαγεντες χον πνον· δ λολυγν

τηλθεν ν πυκινασι βτων τρζεσκεν κνθαις· 
ειδον κρυδοι κα κανθδες, στενε τρυγν, 
πωτντο ξουθα περ πδακας μφ μλισσαι. 
Πντ σδεν θρεος μλα πονος, σδε δ πρας. 
χναι μν πρ ποσσ, παρ πλευρασι δ μλα

δαψιλως μν κυλνδετο· το δ κχυντο 
ρπακες βραβλοισι καταβρθοντες ραζε. 
Τετρενες δ πθων πελετο κρατς λειφαρ. 
Νμφαι Κασταλδες Παρνσιον απος χοισαι, 
ρ γ π τοινδε Φλω κατ λϊνον ντρον

κρατρ ρακλϊ γρων στσατο Χρων; 
ρ γ π τνον τν ποιμνα τν πτ νπ, 
τν κρατερν Πολφαμον ς ρεσι νας βαλλε, 
τοον νκταρ πεισε κατ αλα ποσσ χορεσαι, 
οον δ τκα πμα διεκρανσατε, Νμφαι,
βωμ πρ Δματρος λωδος; ς π σωρ 
ατις γ πξαιμι μγα πτον, δ γελσσαι 
δργματα κα μκωνας ν μφοτραισιν χοισα.