Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 2017

ΜΕΔΟΥΣΑ



Ο ΜΥΘΟΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΚΟΡΕΣ ΤΟΥ ΦΟΡΚΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΙΟ ΕΞΑΙΣΙΑ ΑΠΟ ΑΥΤΕΣ, ΤΗΝ ΤΙΤΑΝΙΔΑ ΜΕΔΟΥΣΑ

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσαν στον επίγειο κόσμο (ΣΣ: δηλαδή τον κόσμο των Θεών και των θνητών, τον κόσμο μας, σε αντιπαραβολή με τον κόσμο των Τιτάνων, της άγριας φύσης) τα παιδιά της Γης και του Ουρανού, οι ισχυροί τιτάνες και οι τιτανίδες. Ιδιαίτερα ισχυροί ανάμεσα στους ισχυρούς ήταν ο θαλασσινός τιτάνας Φόρκυς κι η θαλασσινή τιτανίδα Κητώ. Ο Φόρκυς κυριαρχούσε στην ασπρόμαλλη θάλασσα και ονομαζόταν Θαλασσογέροντας, ενώ η Κητώ κυριαρχούσε στον βυθό και ονομαζόταν απλώς Βυθοθάλασσα.
Και γεννήθηκαν από την ισχυρή Βυθοθάλασσα και τον ισχυρό Θαλασσογέροντα έξι κόρες. Οι τρεις καλλονές, κύκνειες παρθένες, γεννήθηκαν με μαλλιά σαν τον θαλασσινό αφρό, αργυρόψαρα. Ονομάζονταν Πεμφρηδώ η μία, Ενυώ η άλλη και Δεινώ η τρίτη. Με τους κύκνους έμοιαζαν αυτές. Από το όνομα του πατέρα τους, του Φόρκυ, οι τιτάνες τις ονόμαζαν Φορκίδες, ενώ, οι θεοί και οι άνθρωποι τις έλεγαν Γραίες. Πανέμορφη ήταν η ενδυμασία της Πεμφρηδώς. Τον κροκόεντα πέπλο φορούσε η Ενυώ. Έτσι τις θυμούνται, πολύ θαμπά, οι ποιητές.
Οι άλλες τρεις κόρες γεννήθηκαν με φτερούγες χρυσές και πετούσαν σαν τους θαλασσινούς ανέμους στον αγέρα. Την μία από αυτές ονόμαζαν Σθενώ, εξ αιτίας της δύναμής της, την άλλη Ευρυάλη, δηλαδή αυτή που πηδάει μακριά, και την τρίτη, που ήταν η πιο όμορφη και η πιο τολμηρή την ονόμαζαν Μέδουσα, κυβερνούσα. Κι όλες οι τιτανίδες θα ζήλευαν τα μαλλιά της Μέδουσας, άμα ήξεραν αυτές να ζηλεύουν. Οι άνθρωποι, όμως, θυμούνται το βλοσυρό όνομα των αδελφών, Γοργόνες, αστραπόφθαλμοι.
Αθάνατες, αιώνια νέες κι όμορφες ήταν κι οι Γραίες κι οι Γοργόνες. Μέσα στη θάλασσα κολυμπούσαν οι Γραίες, πάνω από την θάλασσα πετούσαν οι Γοργόνες.
Αλλά κάποτε έπεσε η εξουσία των Ουρανιδών (ΣΣ: των παιδιών του Ουρανού, δηλαδή η βασιλεία του Κρόνου). Θλιβερή αν τότε η μοίρα των γκρεμισμένων τιτάνων. Και πιο θλιβερή απ’ όλες ήταν η μοίρα των έξι αδελφών τιτανίδων, των Γραιών και των Γοργόνων.
Δεν υπέκυψαν αυτές στους νικητές Ολυμπίους, όπως οι άλλες πανέμορφες τιτανίδες. Δεν άξιζε στις ελεύθερες και περήφανες Φορκίδες να εξαγοραστούν για να έχουν μια γλυκιά μοίρα στα χρυσά ανάκτορα του Ολύμπου. Ακλόνητες ήταν οι καρδιές τους. Γερή είναι η αλήθεια. (ΣΣ: τιτανική αλήθεια είναι η απεριόριστη και ανυπότακτη ελευθερία και ευθύτητα, όπως η φύση που δεν ξέρει κόλπα και δεν ελίσσεται, έτσι κι η τιτανική αλήθεια.) Πόσες Ωκεανίδες και ποταμίσιες νύμφες, αιχμάλωτες, εξαντλημένες από τον αγώνα, δεν υπέκυψαν στους ισχυρούς θεούς-νικητές και τους παντρεύτηκαν; Μέχρι και η Μήτις που γνωρίζει τις σκέψεις της Γης, υπέκυψε στον Δία.
Έριξαν οι Ολύμπιοι τον γερο-Φόρκυ στο σκοτάδι των Ταρτάρων. Μέσα στη θάλασσα κολυμπούν οι κύκνειες παρθένες Γραίες. Πάνω από τη θάλασσα πετούν οι παρθένες της θύελλας, Γοργόνες. Κι ύστερα μεταμορφώνονται σε φοράδες και καλπάζουν πάνω στα κύματα, ενώ, οι χρυσές χαίτες τους φτάνουν μέχρι τα σύννεφα. Κι η πιο όμορφη απ’ αυτές είναι η άφοβη, με τα γεμάτα περηφάνια μάτια, η Μέδουσα. Όταν κάποια φορά ξετυλίγονται οι πλόκαμοί της καλύπτοντας τον ουρανό, σαν χρυσοί στρόβιλοι ξεχύνονται από το μέτωπό της.
Χαίρεται η Ηώς, η αυγή, και χαμογελάει κοιτάζοντάς την με τα τριανταφυλλένια της μάτια. Υπάρχουν άραγε τριανταφυλλένια μάτια; Και βέβαια υπάρχουν, είναι της Ηούς, της αυγής. Και καμαρώνει την αγέρωχη καλλονή ο τιτάνας Ήλιος με το αστραφτερό στέμμα στο κεφάλι του. Τα ακτινοβόλα άλογά του κοιτάζουν κι αυτά λοξά από ψηλά την κρατερή παιχνιδιάρα. Κι αυτά θα πηδούσαν ευχαρίστως, πέρα από τον απότομο ηλιακό δρόμο, και θα έτρεχαν προς αυτήν, πατώντας τα βουνά με τις οπλές τους -κι ας καεί ο κόσμος!
Αλλά γερά είναι τα ηνία και τα χέρια του τιτάνα Ήλιου. Του ρίχνουν νερό απ’ τις φτερούγες τους οι κύκνειες παρθένες, που, σαν δαντέλες σηκώνονται πάνω από την θάλασσα. Μόλις χτυπά τα κύματα με την παλάμη της η Μέδουσα και ρίχνει σταγόνες νερό στο πυρωμένο του πρόσωπο, μοιάζει να πετάγεται ο έναστρος ουρανός ψηλά, πάνω από την γη, καθώς βρέχει το ηλιακό άρμα με μυριάδες νεροσπίθες. Και τότε ξεχνάει ο τιτάνας Ήλιος, που κατοικεί με τους θεούς νικητές στον Όλυμπο, την αναγκαία υπηρεσία του και τον γκρεμισμένο στη σκοτεινή άβυσσο πατέρα του, τον Υπερίωνα. (ΣΣ: δηλαδή οι νεροσπίθες τον ανακουφίζουν κι έτσι ξεχνά για λίγο την δουλειά με την οποία τον αγγάρεψαν οι θεοί καθώς και τον πόνο για τον τσακισμένο από τους θεούς πατέρα του.)

Τμήμα από το βιβλίο του Ρωσο-ουκρανού Γολοσόβκερ (1890-1967) με τίτλο "Μύθοι και Θρύλοι για τους Τιτάνες". Τα "ΣΣ" δικά μου.