Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2020

Γιατί, άραγε, στην Άπω Ανατολή δεν κυκλοφορεί πια ο ιός;


ΠΡΟΣΟΧΗ: ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΔΙΚΕΣ ΜΟΥ ΣΚΕΨΕΙΣ, ΑΤΕΚΜΗΤΡΙΩΤΕΣ ΓΙΑΤΙ ΚΑΘΕ ΑΝΤΙΘΕΤΗ ΑΠΟΨΗ ΠΟΥ ΘΑ ΜΕ ΒΟΗΘΟΥΣΕ ΝΑ ΤΙΣ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΩ ΕΧΕΙ ΑΠΑΓΟΡΕΥΤΕΙ. 



 

Η εικόνα αυτή (που υπήρχε αρχή της πανδημίας) έχει αντιστραφεί εντελώς.

 Μαθαίνω από δημοσιογραφικές κυρίως πηγές ότι στην Άπω Ανατολή, Κίνα, Βιετνάμ, Κορέα κτλ. δεν κυκλοφορεί πια ο ιός, ο covid-19 που, αν θυμάστε, από εκεί είχε ξεκινήσει.

Αν ζητήσετε στοιχεία στο Google για "Κίνα και Κορωνοϊός" θα βγει μια εικόνα όπου η Κίνα έχει σχεδόν μηδενικά σχεδόν κρούσματα, 10 με 12 ή στις χειρότερες 45 με 50 την ημέρα, σε μια χώρα με πληθυσμό 1,5 δισ. Λίγα έως ελάχιστα είναι και τα κρούσματα στην Αφρική και σχεδόν κοντά στο μηδέν στην Αυστραλία.

Τι έγινε κι εξαφανίστηκε ο ιός από όλα αυτά τα μέρη;

Κάποιος σε ένα ραδιόφωνο έδινε την εξήγηση ότι εκεί οι πληθυσμοί υπακούν στις κυβερνήσεις τους κι εφαρμόζουν τα μέτρα ευλαβικά. Οπότε νίκησαν τον ιό. Το επιχείρημα φαίνεται αρχικά καλό για την πειθαρχική κίτρινη φυλή αλλά σκοντάφτει στην Αυστραλία και την Αφρική. Εκεί δεν υπάρχει τέτοια παράδοση. 

Το σημαντικότερο όμως επιχείρημα εναντίον του παραπάνω επιχειρήματος βρίσκεται αλλού. Εφόσον πρόκειται για επιδημία (πανδημία αν είναι παγκόσμια) τότε ο ιός σταματά μόνο με την ανοσία αγέλης, όταν δηλαδή αντιμετωπίσει τον ιό το 70% περίπου του πληθυσμού. Η Κίνα θα έπρεπε να έχει περίπου 1 δισ. "κρούσματα" για να πάψει να κυκλοφορεί ο ιός, πράγμα που δεν έγινε. Η ανοσία αγέλης επιτυγχάνεται με το εμβόλιο που "αρρωσταίνει" ελαφρά όλον σχεδόν τον πληθυσμό κι έτσι σταματά η επιδημία. Μαθαίνει ο οργανισμός μας να αντμετωπίζει την ελαφριά ή ελεγχόμενη αρρώστια και ξέρει μετά πώς να αντιμετωπίσει και την πιο επικίνδυνη μορφή της. Αυτό λέει η επιστήμη της ιατρικής, αυτή που μας έχει πρήξει με τον ιό. Κι επειδή δεν υπάρχει εμβόλιο, δεν σταματά η επιδημία. Κάνουμε λοκντάουν όχι για να την σταματήσουμε (αυτό δεν γίνεται) αλλά για να μην τα παίξει το σύστημα υγείας. Όμως, οι ένα δισεκατομμύριο Κινέζοι δεν αρρώστησαν, άρα, πώς σταμάτησε η μετάδοση εκεί; Πώς σταμάτησε ή δεν άρχισε στην Αφρική;

Η απάντηση λέω πως είναι απλή. Δεν λέω ότι την ανακάλυψα με έρευνα. Δεν πήγα Κίνα ούτε Αυστραλία. Δυστυχώς, δεν έχω καμιά επιστημονική τεκμηρίωση γιατί κάθε αντίθετη άποψη έχει απαγορευτεί. Έτσι χρησιμοποιώ μόνο την λογική μου. Απλά σκέφτομαι, φαντάζομαι, πείτε ό,τι θέλετε. Μόνος μου το βγάζω το συμπέρασμα και είναι το εξής:

Στην Κίνα και την Άπω Ανατολή έπαψαν να μετρούν τον ιό όπως συνεχίζουμε να κάνουμε εμείς. Τους άρρωστους από κάποιο πνευμονικό νόσημα που εισάγονται στα νοσοκομεία με αναπνευστικό πρόβλημα τους ονομάζουν "άρρωστους με πνευμονικό νόσημα" κι όχι "άρρωστους από κορωνοϊό με υποκείμενο πνευμονικό νόσημα". Τα νοσήματα έπαψαν να είναι υποκείμενα κι έγιναν κανονικά νοήματα όπως ήταν πριν την εκδήλωση του πανικού. 

Όσο για τα κρούσματα: Υποθέτω πως μετρούν ακόμη αλλά υπολογίζουν όσους έχουν συμπτώματα (όπως περίπου της γρίπης) κι έχουν κορωνοϊό. Αυτοί οι λίγοι, οι ελάχιστοι, είναι τα "κρούσματα κορωνοϊού" κι όχι οι ασυμπτωματικοί, αυτοί που δεν έχουν τίποτε, αλλά, μετρώντας τους με ράπιντ τεστ βρίσκουν να έχουν μέσα τους κορωνοϊούς. Συγνώμη, αλλά η ίδια η επιστήμη λέει ότι πάντα ο άνθρωπος είχε μέσα του κορωνοϊούς. Και θα συνεχίσει να έχει. "Αν δεν μού βρήκατε, ίσως δεν ψάξατε καλά" θα έπρεπε να λέει ο καθένας μετά από μια τέτοια εξέταση. Αν πάψεις να μετράς κάθε μέρα "κρούσματα" που δεν είναι κρούσματα αλλά ανεύρεση ίχνους κορωνοϊού σε ασυμπτωματικό, σε άνθρωπο που δεν έχει τίποτε δηλαδή, τότε θα δεις και τα κρούσματα να μηδενίζονται.

Τώρα θα πάμε σε λοκντάουν και κάθε αντίθετη άποψη θα αντιμετωπίζεται με ποινές, πειθαρχικές ή ακόμα και ποινικές. Βλέπετε τα πρόστιμα, διαβάζετε για τις δικαστικές αποφάσεις, βλέπετε το κόψιμο κάθε αντίθετης άποψης. Μια μέρα πριν το λοκντάουν καλοπροαίρετα έχω να προτείνω στην κυβέρνηση το εξής. Δείτε τι γίνεται στην Κίνα και την Άπω Ανατολή, την Αυστραλία και την Αφρική.
 
Αν πέσει στην αντίληψή σας ότι:
1. τα "υποκείμενα" νοσήματα έγιναν κανονικά νοσήματα όπως ήταν πάντα, και ότι 
2. "κρούσμα κορωνοϊού" ονομάζουν τον άρρωστο που η αρρώστια του οφείλεται κορωνοϊό
τότε αλλάξτε ρότα κι εσείς.
 
Δεν λέω, αν δείτε ότι εκεί συνεχίζει να γίνεται το ίδιο που γινόταν πέρυσι τον Νοέμβρη-Δεκέμβρη και το οποίο εξακολουθεί να γίνεται εδώ και σήμερα, τότε συνεχίστε ακάθεκτοι κι αλλάξτε μας τον αδόξαστο. 
Αν όμως κάτι άλλαξε εκεί στον τρόπο που μετράνε πλέον τα πράγματα, τότε κοιτάξτε να το αλλάξετε και σε μας πριν μας αλλάξετε εντελώς τα φώτα.

34 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 34η

Ο Δημήτριος Φαληρέας έχει επιτέλους στο κρεβάτι του την Δάφνη, διαθέσιμη καθώς είναι ναρκωμένη από τα φαρμάκια των ορφικών. Θέλει να την κάνει δική του για να την δεσμεύσει και να την πάρει μαζί του στην Αλεξάνδρεια. Θα κάνει το βήμα να την βιάσει ο φιλόσοφος κυβερνήτης ή θα κρατήσει την αξιοπρέπειά του;

*******************************


11η Ιουνίου 307 π.Χ. μεσημέρι

Η' Τρίτη φθίνοντος Θαργηλιώνος μεσημέρι


Ο Φαληρέας ετοιμαζόταν, πλενόταν, αρωματιζόταν και σκόρπιζε λουλούδια και μύρα στο δωμάτιο με τις τοιχογραφίες. Η Δάφνη είχε ήδη αρχίσει να τεντώνεται στο κρεβάτι χωρίς να έχει ανοίξει ακόμα τα μάτια. Ήταν ένας ύπνος βαθύς, σχεδόν σαν κώμα Στην τελευταία φάση του, είχε βυθιστεί σε έντονες νυχτερινές ονειρώξεις. Τα όνειρά της ήταν ευεξήγητα καθώς μιλούσαν από μόνα τους.

» ... Είδε πως ήταν η Ευρυδίκη(*1). Την δάγκωσε το ερπετό και πέθαινε. Ήρθε Ορφέας με την λύρα για να σαγηνέψει τον Άδη και να την πάρει πίσω. Στου Άδη τα σκαλιά, της έκανε έρωτα. Χάθηκε από την ένταση του πάθους και λιποθύμησε την ώρα που ο Ορφέας της έλεγε «όχι, μη φεύγεις, σ' αγαπώ». Τότε έγινε Ηχώ(*2) που επαναλάμβανε τα τελευταία λόγια του αγαπημένου της. «Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ» έλεγε συνέχεια, ώσπου να μαγέψει μ' αυτά τον ... Ιάσονα. Είχε έρθει για να την βρει. Τής έκανε έρωτα, αλλά, όταν τον παρατήρησε καλά είδε πως ήταν ο Νάρκισσος που την έδιωξε από δίπλα του ...

» ... Ευχήθηκε τον θάνατο του Νάρκισσου μετά απ’ αυτή την απόρριψη. Τον είδε να πνίγεται, αλλά, οι θεοί δεν την άφησαν να τον εκδικηθεί. Στη θέση του επανήλθε ο Ιάσων κι εκείνη όρμησε πάλι στην αγκαλιά του. Ένιωσε σαν την Ωραία Ελένη του Τυνδάρεω, δωδεκάχρονη παιδούλα στην αγκαλιά του ξαδέλφου της(*3). Δεν είχε γνωρίσει ακόμα τον Θησέα ούτε τον Μενέλαο ή τον Πάρη ...

» ... ο ξάδελφος έγινε Ιάσων κι η Δάφνη αισθάνθηκε να μαγεύεται. Έτσι κι η Μήδεια(*4), τα ίδια είχε νιώσει για τον άλλο Ιάσονα, τον γιο του Πελία. Έζησε την αγωνία του κορμιού που σπαράζει για να ενωθεί με το άλλο. Αισθάνθηκε την μανία της Μήδειας-Δάφνης. Τόσο δυνατή ήταν που πρόδωσε πατέρα και πατρίδα της να τον ακολουθήσει στην Ιωλκό ... »

Ήταν χαμένη στους έρωτες θεών κι ηρώων. Βυθιζόταν στην αποθέωση του έρωτα και της ηδονής. Ήταν σε κόσμους φανταστικούς και παραδεισένιους. Εκεί την είχαν στείλει τα βοτάνια της Πανδότης κι ο έρωτας του Ιάσονα. Η φαντασία κι η πραγματικότητα εναλλάσσονταν κι ερέθιζαν τις αισθήσεις της. Προκαλούσαν αναστατώσεις για τις οποίες ήταν ανέτοιμη. Ο χτεσινός έρωτας με τον Ιάσονα για πρώτη της φορά, μαζί με τα παραισθησιογόνα βότανα των ορφικών, την είχαν τρελάνει. Επιθυμούσε το σεξ χωρίς φραγμό. Βρισκόταν πέρα από τον τόπο και τον χρόνο, σχεδόν χωρίς συνείδηση.

» ...γύρισε πλευρό κι έγινε Κίρκη. Μάγεψε τον περαστικό Οδυσσέα, τον Αχιλλέα και τον Έκτορα. Τράβηξε στο νησί της ήρωες κι ημίθεους. Ζεμάτισε τις καρδιές τους ρουφώντας τον πόθο τους, ανικανοποίητη και πάντοτε πρόθυμη για το ερωτικό παιχνίδι. «Σ' αγαπώ» έλεγε σαν την Ηχώ κι άκουγε στα αυτιά της το ερωτικό κάλεσμα της λύρας του Ορφέα ...

Η νεαρή κοπέλα στριφογύριζε στο κρεβάτι, ξυπνώντας αργά από το κώμα αλλά συνεχίζοντας μέσα στην παραίσθηση. Ο Δημήτριος ολοκλήρωνε τις προετοιμασίες του. Την έβλεπε που ήταν πια σχεδόν έτοιμη να του παραδοθεί και δεν ήθελε να υπάρξει άλλο παρατράγουδο. Χτες, εκείνη είχε αποκοιμηθεί και τον είχε αφήσει στα κρύα του λουτρού. Τώρα, με κλειστά πάντα τα μάτια και με τις αισθήσεις σε υπερένταση, ξάπλωνε δίπλα του μισόγυμνη και ποθητή. Αναζητούσε ένα αντρικό κορμί για να σβήσει την τρομερή φλόγα που την έκαιγε μέχρι βαθιά στα σωθικά της.

«Ω, Δία, έλα! Έλα, λοιπόν, σε μένα, Δία!» ξέφυγε απ’ το στόμα της μια επίκληση.

Στα αυτιά του Δημήτριου η επίκληση ακούστηκε σαν κεραυνός. Νά λοιπόν που ήταν έτοιμη. Την πλησίασε.

«Ω Δία Μειλίχιε, Φίλιε, κι εσύ Έρωτα φτερωτέ, ελάτε! Έλα Απόλλωνα σε μένα, την Δάφνη(*5) σου! Ω, θεοί, υμνήστε μαζί μου τον έρωτα» έλεγε η Δάφνη μισοκοιμισμένη με τα βλέφαρα να πεταρίζουν.

Ο Δημήτριος δεν ξεχώριζε τί ακριβώς έλεγε έτσι που ψιθύριζε, όμως κατάλαβε πως ήταν η στιγμή του. Μπορούσε να της εμφανιστεί ως Δίας ή Απόλλων και να έχει την πλήρη συγκατάθεση της.

«Είσαι καλά κορίτσι μου;» τη ρώτησε απαλά.

«Είμαι η Γαία, είμαι η Ρέα, είμαι η Σεμέλη» έλεγε εκείνη.

Άκουγε ο Δημήτριος τις ονομασίες που έδινε το κορίτσι στον εαυτό του και καταλάβαινε. Η νεαρή κοπέλα εξέπεμπε με τον τρόπο της ερωτικά καλέσματα. Άντρα ζητούσε κι αυτός ήταν διαθέσιμος. Άκουσε ένα θόρυβο. Δεν ήθελε να χαλάσει η στιγμή. Άφησε για πολύ λίγο την Δάφνη και κοίταξε να δει τι έτρεχε. Ήταν ο Αγακάτης.

«Τι θέλεις;» του είπε εκνευρισμένος.

«Ήρθα να δω αν όλα είναι εντάξει» είπε ο Αγακάτης. «Να ξέρεις ότι η απαγωγή του Ιάσονα ξεσήκωσε σάλο. Οι φίλοι του μπορεί να με καταγγείλουν».

«Μην δίνεις σημασία» είπε ο Φαληρέας.

«Εσύ θα φύγεις. Αν κατηγορήσουν κάποιον θα τα ρίξουν σε μένα» είπε ο Αγακάτης.

«Φύγε κι εσύ. Σου είπα να έρθεις μαζί μου» του είπε ο Δημήτριος. «Όμως, άσε με τώρα, έχω δουλειά».

«Πρέπει να ασφαλιστώ ότι δεν θα δικάσουν κι εμένα» είπε θυμωμένος ο Αγακάτης.

«Είναι δικό σου πρόβλημα!» του φώναξε ο Φαληρέας. «Άσε με ήσυχο τώρα» του είπε ανήσυχος ότι με όλα αυτά θα έχανε την Δάφνη.

Γύρισε στο δωμάτιο του γυναικωνίτη. Όσο περνούσε η ώρα η νεαρή κοπέλα γινόταν όλο και πιο έτοιμη. Ήταν πια διαθέσιμη για οποιονδήποτε άντρα θα βρισκόταν δίπλα της. Βογκούσε κι αναστέναζε με μικρές, γρήγορες ανάσες. Έδειχνε πόσο ερεθισμένη ήταν με κλειστά μάτια, χωρίς κάν να βλέπει ποιος ήταν μπροστά της. Ζητούσε τον Ιάσονα αλλά Ιάσων γι' αυτήν ήταν οποιοσδήποτε άνδρας θα βρισκόταν εκεί γι αυτήν. Έτσι κι αλλιώς, αυτό που την όριζε δεν ήταν ούτε οι αισθήσεις της ούτε το λογικό της. Μέσα στο μυαλό και βαθιά στην ψυχή της κυριαρχούσαν οι ουσίες με τις οποίες την είχαν ποτίσει. Αυτές την οδηγούσαν τώρα.

«Πώς είσαι τώρα γλυκιά μου; Ξύπνησες;» της ψιθύρισε.

«Αγκάλιασέ με Ιάσων! Αγκάλιασέ με!»

Έφυγε από κοντά της σχεδόν εκνευρισμένος. Την ήθελε μεν αλλά δεν μπορούσε να παραστήσει τον Ιάσονα. Μετά, όμως, ξαναγύρισε και της μίλησε πάλι τρυφερά.

«Ξύπνα, καλή μου, είμαι εγώ εδώ για σένα».

«Αγκάλιασέ με» του ζήτησε πάλι.

«Είμαι ο Δημήτριος αγάπη μου» της ψιθύρισε.

«Ναι, Δημήτριε» είπε εκείνη σαν μεθυσμένη «σε θέλω».

«Ναι, αγάπη μου, κι εγώ σε θέλω» της είπε θαρρετά.

«Ω θεοί, καίγομαι. Πώς νιώθω έτσι, καίγονται όλα μέσα μου!» είπε εκείνη.

Ξάπλωσε δίπλα της και την αγκάλιασε. Πρόθυμη εκείνη τον δέχτηκε με ανακούφιση.

«Ηρέμησε, γλυκιά μου, εγώ είμαι εδώ» της είπε απαλά.

«Ω, Ιάσων, πόσο σε θέλω Ιάσων!» του ψιθύρισε.

Ο Φαληρέας τραβήχτηκε θυμωμένος και πληγωμένος από το πλάι της. Ήθελε να την κερδίσει, ήθελε να την φέρει κοντά του με βότανα κι ουσίες, αλλά, όχι να τον λέει «Ιάσονα»! Ήθελε να την κατακτήσει, όχι να την κλέψει, δεν του πήγαινε! «Τι δίλημμα κι αυτό! Μπορώ να της πάρω την παρθενιά, να την κάνω δική μου, να την δέσω με τη ζωή μου και διστάζω. Τι θέλω λοιπόν; Γιατί ζητάω να με θέλει;»

Υπήρχε μέσα του μια περηφάνια που τον εμπόδιζε να κάνει αυτό που εξ αρχής είχε σκοπό. Δεν είχε χρησιμοποιήσει ποτέ του ως τώρα μιαν ανήμπορη γυναίκα. Τόσες γυναίκες τον ήθελαν και τόσα αγόρια ακόμη θα έδιναν τα πάντα γι αυτόν. Περπατούσε στους δρόμους της Αθήνας, ντυμένος με πορφυρές ή γαλάζιες χλαμύδες κι εξέπεμπε αισθησιασμό. Αρωματιζόταν με μύρα, ευθυτενής, όμορφος κι ήταν εκείνος το αντικείμενο του πόθου των άλλων. Τα μαλλιά του χρύσιζαν και κυμάτιζαν ενώ το πρόσωπό του έλαμπε και κέρδιζε τις καρδιές, θάμπωνε τα βλέμματα. Για χάρη του εταίρες και γυναίκες, παντρεμένες ή ελεύθερες, κατέθεταν τα όπλα τους στα πόδια του. Θα τού δίνονταν μόνο και μόνο για να αγγίξουν την αίγλη του και να αγγιχτούν από την δύναμή του.

Τώρα, πού τα πετούσε όλα αυτά; Για πόσο θα συνέχιζε να εκλιπαρεί μια νεαρή που απερίσκεπτα τον είχε αρνηθεί και τώρα ζητούσε περιπαθώς έναν άλλον; Γιατί άραγε θα έπρεπε να της ζητά κι όχι να παίρνει; Μπορούσε να της κάνει έρωτα χωρίς εκείνη να καταλάβει τίποτε. Μόνο μετά θα της εξηγούσε τι είχε γίνει. Θα ήταν βία, βέβαια, αλλά τί άλλο στην κοινωνία γινόταν χωρίς βία; Γιατί να το αρνείτο αυτός;

Πήγε στο μπαλκόνι να πάρει αέρα. Δεν άντεχε την πίεση. Ο χρόνος περνούσε αμείλικτος. Ήταν καταμεσήμερο αλλά πριν νυχτώσει έπρεπε να έχει φύγει. Τώρα θα γινόταν ό,τι ήταν να γίνει, έστω και με τη βία! Κι όμως. Χωρίς να το θέλει, αντί να δράσει χωρίς τύψεις, άρχισε να βάζει μόνος του ερωτήματα που διέτρεχαν όλη του τη ζωή. Τον αντιπροσώπευε η βία; Ποιος ήταν, τελικά, ο πραγματικός Δημήτριος; Πότε και πού σε όλη του τη ζωή ήταν αληθινά ο εαυτός του;

Ήταν μαθητής του Αριστοτέλη και του Θεόφραστου και μόνιμος θαμώνας του Περίπατου. Θυμόταν τον εαυτό του, από μικρός, να κάνει αταξίες. Πότε το έσκαγε απ’ το γυμνάσιο, πότε απέφευγε τον Περίπατο, πότε προφασιζόταν αρρώστια. Είχε γίνει ειδικός στο να ξεφεύγει με στρεψοδικίες, με λόγια άλλοτε στομφώδη κι άλλοτε θεατρικά. Πάντοτε κινιόταν στην κόψη μεταξύ ψέματος κι αλήθειας. Κι αν ήταν έτσι σαν μαθητής, μήπως σαν φιλόσοφος ήταν καλύτερος; Ποια δική του σκέψη αληθινή είχε ποτέ του καταγράψει; Αντέγραφε τον Αριστοτέλη και μασούσε το εύπεπτο υλικό πού του έφτιαχνε ο Θεόφραστος. Ποτέ δεν είχε παράξει δικές του σκέψεις, δεν είχε φτιάξει μια φράση με βαθύτερο νόημα. Εφάρμοζε μόνο όσα διάβαζε έτοιμα καταγραμμένα. Είχε τον Θεόφραστο από πάνω του για να τον διορθώνει και να τον καθοδηγεί.

Τι πολιτικός μπορούσε να είναι μετά από αυτά; Αν και ονειρευόταν να γίνει Περικλής -ή έστω Αριστείδης- τελικά έγινε τύραννος. Είχε κάνει νόμους για να περιορίσει την φιλαυτία και την ματαιοδοξία. Τους ήθελαν οι πολίτες από χρόνια, κι όμως, ακόμα και για τους επιθυμητούς νόμους τον κορόιδευαν. Μονά-ζυγά χαμένος δηλαδή! Οι δουλειές είχαν ανοίξει στην Αθήνα, το εμπόριο είχε κινηθεί κι η οικονομία της πόλης είχε φτιάξει. Ήταν εμφανή επιτεύγματα που καείς δεν τα μετρούσε. Τα περιφρονούσαν μόνο και μόνο γιατί τα είχε κάνει αυτός κι όχι οι ίδιοι. Αντί για αναγνώριση, γκρέμιζαν τα αγάλματά του. Τι απίστευτη αποτυχία!

Αλλά και σαν άντρας, πόσο στ' αλήθεια καλύτερα τα είχε καταφέρει; Μόνο με εταίρες που έβαζαν το συμφέρον τους πάνω από όλα τα πήγαινε καλά. Και στους φιλάρεσκους νέους, κενούς περιεχομένου, είχε επιτυχίες. Τον σέβονταν, ίσως και να τον φοβούνταν όταν τριγυρνούσε μυρωδάτος και καλοντυμένος, όμως, πόσοι τον αγαπούσαν; Ίσως ελάχιστοι, ίσως κανείς. Γι' αυτό, μόνο ο Θεόδωρος ήταν πραγματικός του φίλος. Ο δούλος έβλεπε σ’ αυτόν πράγματα που δεν έβλεπαν άλλοι. Ίσως γιατί δεν επηρέαζε τον Θεόδωρο το θολό πέπλο φόβου και ισχύος που τυλιγόταν γύρω του. Ίσως αυτό χάλαγε όλες του τις σχέσεις με τους άλλους ανθρώπους.

Είδε τον Θεόδωρο να βγαίνει από την πύλη. Τον φώναξε κι εκείνος κοντοστάθηκε. Του έδειξε με νοήματα να έρθει πίσω, να ανέβει επάνω γιατί ήθελε κάτι να τον ρωτήσει. Ώσπου να έρθει, ο Δημήτριος είχε, σχεδόν, πάρει την απόφασή του. Θα ορμούσε πάνω στο τρυφερό σώμα της κοπέλας με ήσυχη τη συνείδησή του. Ό,τι κι αν της έκανε δεν θα ήταν παρά η απλή συνέπεια αυτού που στην πραγματικότητα ήταν η ουσία του. Δεν είχε λόγο να διστάζει, μια επιβεβαίωση χρειαζόταν μόνο. Αν ήταν δεισιδαίμων θα έπαιρνε την άδεια από τους θεούς. Όμως, είχε μάθει να τους αμφισβητεί κι έτσι δεν μπορούσαν κι αυτοί τώρα να βοηθήσουν. Ευτυχώς υπήρχε ο Θεόδωρος. Μόλις ανέβηκε στο δωμάτιο, του έδειξε την Δάφνη. Η κοπέλα, γεμάτη με τις ουσίες που την είχε ποτίσει, συνέχιζε να τεντώνεται στο κρεβάτι του με νάζι. Έδειχνε καθαρά πόσο ερεθισμένη ήταν μέσα στην κατάσταση που είχαν φτιάξει τα φάρμακα.

«Κοίτα την, είναι έτοιμη» του είπε.

«Ε, και λοιπόν;» είπε ο Θεόδωρος «γιατί καθυστερείς;»

«Να, λέω ... έτσι που είναι αβοήθητη ... μήπως ..».

«Τι θέλεις να πεις, Επιμελητή;»

«Λέω πως είναι αβοήθητη και ... πώς να στο πω;»«

Ο Θεόδωρος διέκρινε τις ψυχολογικές δυσκολίες που είχε ο πρώην επιμελητής. Κατάλαβε πως χρειαζόταν ένα πρόσχημα μόνο. Αυτό εδώ, θα αποτελούσε την τελευταία αυταρχική πράξη της θητείας του στην Αθήνα.

«Δημήτριε, την θέλησες αβοήθητη για να κάνεις μαζί της ό,τι σ’ αρέσει. Τα κατάφερες. Γιατί διστάζεις;»

«Μα ... πώς; ... με την βία;»

Ο Θεόδωρος τον κοίταξε με ένα βλέμμα που ανακάτευε την απορία και την αηδία σε ίσες αναλογίες.

«Τελείωνε Δημήτριε» του είπε. «Είχες χρόνο ως τώρα να λύσεις τις απορίες σου περί βίας. Ό,τι έμαθες, έμαθες. Τώρα να κοιτάξεις πώς θα προλάβεις να φύγεις. Τελείωνε!»

«Εσύ, πού πας;»

«Πάω στον άλλο Δημήτριο, τον "ελευθερωτή". Πρέπει να βεβαιωθώ ότι θα φύγουμε από το Φάληρο ασφαλείς».

«Εντάξει, πήγαινε».

«Καλή δύναμη!» του είπε ο Θεόδωρος κι έφυγε.

Ο Δημήτριος κοίταξε στο κρεβάτι του γυναικωνίτη. Τα απαλά σεντόνια φιλοξενούσαν το τρυφερό νεανικό σώμα που ποθούσε πολύ. Κι ήταν διαθέσιμο και γεμάτο επιθυμίες. Ήταν ανόητο που είχε αργήσει τόσο να το τρυγήσει. Ξεπερνώντας και τους τελευταίους δισταγμούς, πήγε κοντά για να το τρυγήσει. Ήθελε να απολαύσει τις τελευταίες του στιγμές στην Αθήνα και να πάρει μαζί του, φεύγοντας, το πιο πολύτιμο τρόπαιο.

«Ιάσων, επιτέλους ήρθες;» είπε εκείνη απαλά.

«Ναι, αγάπη μου» της είπε κι εκείνος τρυφερά

Την χάιδεψε απαλά. Δεν νοιαζόταν πια αν θα τον έλεγε Ιάσωνα, Δημήτριο ή Δία.

..............................

παραπομπές:

(*1) Πρόκειται για την Ευρυδίκη, την γυναίκα του Ορφέα, που την δάγκωσε ένα ερπετό και πέθανε. Ο Ορφέας τραγούδησε τόσο λυπητερά που έκλαψαν νύμφες και θεοί και τον πήγαν στον Άδη και την Περσεφόνη για να τους τραγουδήσει. Εκείνοι τον λυπήθηκαν (ήταν η μοναδική εξαίρεση που έκαναν ποτέ) και του έδωσαν την Ευρυδίκη να την γυρίσει στον πάνω κόσμο. Του έβαλαν όρο να προπορεύεται αυτός και να μην γυρίσει να την δει, αλλά δεν άντεξε, γύρισε κι η Ευρυδίκη χάθηκε οριστικά.

(*2) Η Ηχώ αγαπήθηκε από τον Δία κι η Ήρα που την ζήλεψε την τιμώρησε να χάσει την ομιλία της και να επαναλαμβάνει μόνο τα τελευταία λόγια των άλλων. Έτσι παρέσυρε τον Νάρκισσο που όμως δεν δέχτηκε να της κάνει έρωτα και τιμωρήθηκε γι αυτό από τους θεούς να χάσει τη ζωή του. Έπεσε στο νερό όταν είδε την μορφή του να καθρεφτίζεται και του άρεσε τόσο που θέλησε να την αγκαλιάσει.

(*3) Σύμφωνα με τους μύθους για την Ωραία Ελένη, ο πρώτος της έρωτας ήταν, στα δώδεκά της χρόνια, ο ξάδελφός της Ερναφόρος, με τον οποίο έκανε και παιδί. Ύστερα την έκλεψε ο πενηντάχρονος Θησέας και την πήρε στην Αθήνα κι αργότερα την ξαναπήραν από αυτόν τα αδέλφια της. Κατοπινοί έρωτές της ήταν ο Μενέλαος και μετά ο Πάρις.

(*4) Η Μήδεια βοήθησε τον Ιάσονα να κλέψει από τον πατέρα της το Χρυσόμαλλο δέρας γιατί τον ερωτεύτηκε. Μετά την αργοναυτική εκστρατεία τον ακολούθησε στην Ιωλκό, τον παντρεύτηκε κι έκαναν μαζί παιδιά, αλλά αργότερα, όταν εκείνος την παραμέλησε, η Μήδεια σκότωσε τα παιδιά τους για να τον εκδικηθεί. Αυτά βέβαια κατά τον μισογύνη Ευριπίδη που πληρώθηκε από τους Κορίνθιους να ενοχοποιήσει την Μήδεια και να τους αθωώσει για την δολοφονία των παιδιών της.

(*5) Η Δάφνη ήταν νύμφη στο πλευρό της Άρτεμης, δίδυμης αδελφής του Απόλλωνα. Ο θεός την ερωτεύτηκε κι εκείνη έγινε δέντρο για να γλιτώσει από τον παράφορο έρωτά του.

*******************************

Την Δευτέρα το β' μέρος αυτού το μεσημεριού της τρίτης μέρας που συγκλόνισε την Αθήνα, της 11ης Ιουνίου 307 π.Χ.

Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2020

33 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 33η

Η Πανδότη ξεψυχώντας ορμηνεύει τον Υπάνορα πώς να προχωρήσει κι εκείνος το αποφασίζει. Παράλληλα ο Δημήτριος ο Φαληρέας κάνει τις τελευταίες του προσπάθειες με την Δάφνη.

***********************************


Πρωινό της 11ης Ιουνίου (δ' και τελευταίο μέρος αυτού το πρωινού)

...................... 

Ο Υπάνωρ την έσφιξε στην αγκαλιά του. Ο μόνιμος φόβος του γι αυτήν συνδυαζόταν πάντα με μια βαθιά εκτίμηση. Ο έρωτας που είχαν κάνει χτες το απόγευμα στη «Σπηλιά» δεν ήταν αμελητέος, ούτε σιχαμένος όσο κι αν είχε αντιδράσει. Βασικά είχε διαμαρτυρηθεί που τον είχε βάλει στο κρεβάτι της με φίλτρα και μαντζούνια. Είχε τριπλάσια σχεδόν ηλικία απ’ τη δική του, όμως μέσα της ήταν ακόμα παιδί κι ο Υπάνωρ αυτό τό’χε νιώσει. Δεν την έβαζε δίπλα στην Εριφύλη που αγαπούσε, όμως αυτή εδώ η γυναίκα δεν του ήταν αδιάφορη. Πονούσε τώρα που την έβλεπε να πεθαίνει.

«Άκουσέ με» του είπε «δεν ξέρω πόση ώρα μου μένει».

«Μην το λες αυτό, θα ζήσεις» της είπε τρομοκρατημένος στην ιδέα του θανάτου της.

«Δυστυχώς αυτό δεν θα γίνει, καλέ μου» είπε εκείνη ψύχραιμη. «Ξέρω από δηλητήρια. Άκουσέ με, όμως. Μπορείς να γλιτώσεις από τον Μύστη αν τον καταγγείλεις».

Σταμάτησε κουρασμένη. Ο Υπάνωρ περίμενε.

«Οι φόνοι έγιναν για να πάρει η οργάνωση όλη την περιουσία των νεκρών μέσω της αντίδοση;. Κάποιοι βαλτοί του Μύστη διεκδικούν τις περιουσίες των νεκρών. Λένε ότι είχαν ανταλλάξει μαζί τους χορηγίες και πρέπει να ανταλλάξουν και περιουσίες. Με τη βοήθεια του Φαληρέα και ανθρώπων του στην Επιμελητεία θα το πετύχουν. Εσύ, όμως, μπορείς να τους σταματήσεις».

«Κι ο Φαληρέας γιατί βοηθούσε;»

«Για ανταλλάγματα. Ήθελε να κάνουμε υπάκουη την Δάφνη για να την κάνει δική του και γυναίκα του».

«Ποια Δάφνη; Πού είναι αυτή η Δάφνη τώρα;»

«Στον γυναικωνίτη, στο δωμάτιο του Δημήτριου».

«Και τι μπορώ να κάνω εγώ;»

«Ειδοποίησε τους φίλους του Ερμόδωρου. Θυμάσαι; ... στην κηδεία ... Θυμάσαι;» του είπε ξεψυχισμένα.

Αν θυμόταν λέει; Ανάμεσα στους φίλους του Ερμόδωρου ήταν η Κλεοτίμα κι η Ιππαρχία. Αυτές είχαν υποσχεθεί στην Εριφύλη να τους βοηθήσουν.

«Θυμάμαι. Τι πρέπει να κάνω;»

«Πήγαινε να τους βρεις. Πες τους τι έγινε. Να έρθουν εδώ να την πάρουν από τα χέρια του. Να προσέξουν, όμως, έχει φρουρούς. Νομίζω πως κρατά κι έναν φίλο τους εδώ, να τον ελευθερώσουν κι αυτόν».

«Κι ο Μύστης;»

«Να τον καταγγείλουν! Τον ξέρουν. Είναι ο Παρμίων ο Κεραμεύς. Πες τους το όνομα κι αυτοί θα τον κανονίσουν» είπε σιγανά η Πανδότη. Με δυσκολία πια έβγαιναν τα λόγια της. «Μην τον αφήσεις να ξεφύγει.»

Εκείνη τη στιγμή μπήκε ο Ιεροφάντης στο δωμάτιο. Είδε την Πανδότη να ξεψυχά σχεδόν στην αγκαλιά του Υπάνορα και πλησίασε.

«Τι έχει η Ιέρεια;» είπε στον Υπάνορα αφού εκείνη φαινόταν αναίσθητη.

«Την δηλητηρίασαν».

«Ο Μεγάλος Μύστης;»

«Ναι, με το μαχαίρι του ... και με το μαντίλι».

«Χμ ... καλά το κατάλαβα ότι ήταν δηλητηριασμένο. Γι αυτό κρύφτηκα και τη γλίτωσα» είπε ο Ιεροφάντης.

Η Πανδότη άνοιξε με δυσκολία τα μάτια της.

«Χάνομαι, σβήνω» είπε.

«Θα εκδικηθώ για τον θάνατό σου» είπε ο Ιεροφάντης.

Η Πανδότη με ένα βλέμμα της τον απαξίωσε. Μιλώντας σιγά απευθύνθηκε στον Υπάνορα.

«Αυτόν εδώ πρόσεχέ τον! Είναι φίδι σαν τον Μύστη. Όλα μαζί τα σκαρώσανε, οι δυο τους».

Ο Ιεροφάντης μόλις την άκουσε να μιλά έτσι αφηνίασε.

«Σκύλα, τι είναι αυτά που λες; Με κατηγορείς ακόμα και στον θάνατό σου; Πέθανε λοιπόν σκύλα, αυτό σου άξιζε!»

Δεν πρόλαβε να πει τίποτε άλλο. Ξαφνικά ένιωσε έναν οξύ πόνο στο στήθος σαν να είχε σκάσει ένας κεραυνός μέσα στο σώμα του. Μετά από λίγα μόνο δευτερόλεπτα το αίμα έτρεξε από το στόμα του που έκλεισε μια για πάντα. Το σπαθί του Υπάνορα είχε τρυπήσει την πλάτη του κι είχε βγει από το στήθος. Το τράβηξε για να ξεκολλήσει από το σώμα του νεκρού. Το σκούπισε καλά να καθαρίσει και το τοποθέτησε ξανά στη ζώνη κάτω από την χλαμύδα του.

«Πάει αυτός» είπε στην Πανδότη

Με κλειστά τα μάτια εκείνη του ψιθύρισε τα τελευταία της λόγια.

«Είσαι τόσο καλός γλυκέ μου. Σου αξίζει κάθε ευτυχία».

Ο Υπάνωρ την είδε να αφήνει την τελευταία της ανάσα. Την φίλησε στο μέτωπο και την ακούμπησε απαλά στο έδαφος. Σηκώθηκε και κοίταξε γύρω καθώς είχε πολλά να κάνει. Πρώτα από όλα κοίταξε να δει τι υπήρχε έξω από το δωμάτιο. Είδε τους φρουρούς στην πύλη. Μετά κοίταξε προς το μέρος όπου διέμεναν οι συγγενείς του Δημήτριου. Ήταν όλα θεόκλειστα. Σε αυτό το σπίτι συνέβαιναν πολλά κι ο Υπάνωρ είχε αποφασίσει να βοηθήσει να ξεκαθαρίσουν. Είχε ήδη ξεπεράσει για πάντα τη δειλία του τη στιγμή που κάρφωσε το σπαθί του στην πλάτη του Ιεροφάντη.

................................................

Ο Δημήτριος είχε αγανακτήσει με αυτούς τους ορφικούς μα πιο πολύ με τον εαυτό του που τους είχε εμπιστευθεί. Αυτός ο πλατωνικός κι αριστοτελικός ορθολογιστής είχε αποτανθεί σε μάγους με μαγγανείες και μαντζούνια. Το έκανε τυφλός από τον ερωτικό πόθο, για να κερδίσει την καρδιά της Δάφνης. Πώς είχε πιστέψει ότι αυτοί οι απατεώνες θα τα κατάφερναν; Είχε φερθεί σαν τις γυναικούλες που πήγαιναν σ' αυτούς για προξενιά, γητειές κι εξορκισμούς. Η Δάφνη κοιμόταν βυθισμένη ποιος ξέρει σε ποια όνειρα. Έπρεπε να γίνει κάτι πολύ σύντομα. Από ώρα σε ώρα έφευγε από την Αθήνα κι ήθελε να πάρει μαζί του το πιο ακριβό από τα διαμάντια της.

Είδε τον Μεγάλο Μύστη να φεύγει με την άμαξα και τους δυο υποτακτικούς του. Τι είχε γίνει άραγε με τους άλλους; Είχαν φύγει κι αυτοί; Δεν μπορούσε να είναι όλη την ώρα στη βεράντα και να παρακολουθεί τις κινήσεις τους. Προτιμούσε να κοιτάζει μέσα, στο κρεβάτι, εκεί που κοιμόταν ελαφρά σαν οπτασία το αντικείμενο του πόθου του. Εκείνη τη στιγμή τού φάνηκε πως κινήθηκε ελαφρά. Το ίδιο νόμισε κι άλλες δυο-τρεις φορές ως τώρα. Είχε νιώσει ελπίδες πως θα ξυπνούσε, αλλά σύντομα είχε διαπιστώσει πως και πάλι είχε κάνει λάθος. Τώρα άραγε είχε κινηθεί ή ήταν η αγωνία του που τον έκανε να βλέπει φαντάσματα;

Είχε κινηθεί! Νά, αυτή τη φορά είχε ολοφάνερα γυρίσει προς τη μια μεριά του σώματός της. Την πλησίασε. Της έκανε λίγο αέρα στο πρόσωπο γιατί ο ιδρώτας της την έλουζε μέσα στο καλοκαιρινό πρωινό. Η ζέστη χειροτέρευε όσο περνούσε η ώρα και πλησίαζε μεσημέρι.

«Ξύπνα, μωρό μου» της ψιθύρισε.

Εκείνη κουνήθηκε λίγο ακόμα. Γύρισε το πρόσωπό της προς την μεριά του αλλά δεν άνοιξε τα μάτια. Τα βλέφαρά της μόνο τρεμόπαιξαν κάπως. Φαινόταν βυθισμένη σε βαθύ όνειρο. Ένα απαλό βογκητό, κάτι που ελάχιστα μισακούστηκε, τον έκανε να τρελαθεί. Το ένιωθε, ήταν πια βέβαιος. Η Δάφνη θα ξυπνούσε, κι όταν γινόταν αυτό θα ήταν έτοιμη, όπως εκείνος την ήθελε. Έπρεπε να ετοιμαστεί πάλι από την αρχή. Να βάλει αρώματα πάνω του, από εκείνα που ξετρέλαιναν τις νεαρές ή και τους νεαρούς. Το είχε ζήσει τόσες και τόσες φορές όταν έκανε βόλτα του στην οδό Τριπόδων(*1). Θα ράντιζε ξανά με μύρα και λουλούδια το πάτωμα. Βρισκόταν σ’ έναν μαγευτικό χώρο με όμορφες τοιχογραφίες, έξοχες ζωγραφιές, αγάλματα και πλούσια χαλιά. Εδώ μέσα, σε λίγο, θα γινόταν επιτέλους το όνειρό του πραγματικότητα.

Έτρεξε να κάνει τις ετοιμασίες του. Είχε ξεχαστεί, είχε πιστέψει πως εκείνη δεν θα ξυπνούσε ποτέ. Είχε χαθεί στους λογαριασμούς του με τον μεγάλο Μύστη και τις απαιτήσεις του. Ευτυχώς υπήρχε ζεστό νερό και τα αρώματα ήταν όλα στη θέση τους. Είχε φροντίσει να μεταφερθεί εδώ ό,τι καλύτερο διέθετε στο άλλο του σπίτι στο Άστυ. Πλησίασε την Δάφνη για να την δει ξανά από κοντά. Τα βλέφαρά της έπαιζαν, δείγμα ότι θα ξυπνούσε σύντομα.

«Ξύπνα, αγάπη μου» της ψιθύρισε.

Του φάνηκε πως αντιδρούσε.

«Ξύπνα να σε γεμίσω με φιλιά και να σε ανεβάσω στ’ άστρα» της είπε αυτί

Την είδε να κινεί ελάχιστα τα χείλη της, αδιόρατα έστω, σαν να ήθελε κάτι να πει.

«Αντιδρά» σκέφτηκε «πρέπει να ετοιμαστώ. Τι κάθομαι και κάνω; Δεν έχω χρόνο!»

Ήταν μέσα στο υπέροχο δωμάτιο του γυναικωνίτη στο πατρικό του στο Φάληρο, την τελευταία του μέρα στην Αθήνα. Ετοιμαζόταν να τρυγήσει το πιο όμορφο και χυμώδες φρούτο της, την αγαπημένη του Δάφνη. Ο Δημήτριος ζούσε το όνειρό του. Κι εκείνη έδειχνε να βγαίνει από τον λήθαργο. Είχε τα δικά της όνειρα, ψεύτικα και κατασκευασμένα. Ήταν αποτέλεσμα των βοτάνων της Πανδότης που, μόλις λίγα μέτρα πιο κάτω, άφηνε την τελευταία της πνοή.

..........................................................

Ο Υπάνωρ έτρεξε να προλάβει την Εριφύλη και τους φίλους του Ερμόδωρου. Άφησε την Πανδότη, άψυχο πτώμα πια, σε ένα κρεβάτι κι έφυγε με το μυαλό καθαρό. Με τα πόδια η διαδρομή τριάντα τριών σταδίων(*2) δεν ήταν μεγάλη ωστόσο δεν χρειάστηκε να την διανύσει όλη. Οι φίλοι του Ερμόδωρου, κατάφεραν κάποια στιγμή να ξεμπλέξουν από τους Μακεδόνες. Ξέροντας πως είχαν χάσει χρόνο, ξεκίνησαν αμέσως για το Φάληρο. Είχαν καθυστερήσει πολύ ώρα μέχρι να πείσουν τον Αρίστιππο πως δεν ήταν ελέφαντες.

O γραφειοκράτης λοχαγός που είχε στείλει ο Πολεμίων ήθελε να ελέγξει τους ισχυρισμούς της επιστολής. Είχε αγαθές προθέσεις, ήταν, όμως, πολύ αργός. Κάποια στιγμή, κατάλαβε ότι εξέταζε λάθος ανθρώπους, νομοταγείς κι υποστηρικτές της δημοκρατίας. Η πληροφορία πως εδώ κρύβονταν εχθροί του Αντίγονου και του γιου του ήταν παντελώς λανθασμένη. Τους άφησε να πάνε όπου ήθελαν καθώς η δική του δουλειά είχε τελειώσει. Έτσι, λοιπόν, ο Ζείκρατος, ο Μύρων, η Κλεοτίμα, η Νικάτα, ο Καινέας κι ο Ανθέστης ξεκίνησαν για το Φάληρο. Στα μισά περίπου του δρόμου συνάντησαν τον Υπάνορα. Μαζί τους ήταν η Εριφύλη, η Ιππαρχία κι ο Φανοκράτης που στο μεταξύ είχαν έρθει στου Ερμόδωρου. Όταν ο Υπάνωρ είδε την Εριφύλη να έρχεται, έτρεξε κοντά της. Της είπε πώς ήξερε πού πήγαιναν όλοι μαζί και πως έπρεπε να τον ακούσουν πριν συνεχίσουν για το Φάληρο.

Υπό την σκιά ενός δέντρου, στις εκβολές του Κηφισού ποταμού, ο Υπάνωρ τους τα είπε όλα. Επιβεβαίωσε κι αυτός ότι η βρομοδουλειά είχε «κλείσει» ανάμεσα στην οργάνωση και σε υπαλλήλους της Επιμελητείας. Τους είπε ότι θα υπέγραφε ο ίδιος ο Επιμελητής. Τους επιβεβαίωσε, έτσι, και το κίνητρο και τον δολοφόνο. Όσο μιλούσε κανείς δεν τον ρώτησε αν κι ο ίδιος ήταν μεταξύ των εκτελεστών. Τους είπε για τη σχέση του Μύστη με τον Φαληρέα που είχε σχέση με την Δάφνη. Τους είπε πως η Δάφνη βρισκόταν στα χέρια του κι έπρεπε να τρέξουν για να την γλιτώσουν. Δεν ήξερε να τους πει πού ακριβώς κρατούσαν τον Ιάσονα αλλά πίστευε πως κάπου εκεί θα τον είχαν κρύψει κι αυτόν.

«Ποιοι είναι πίσω από αυτή την οργάνωση που μας λες;» τον ρώτησε ο Ζείκρατος.

«Ο Μεγάλος Μύστης κι ο Μεγάλος Ιεροφάντης. Δεν υπάρχουν άλλοι ανώτεροι.»

«Και πού βρίσκονται τώρα αυτοί οι δυο;»

«Έφυγαν. Ο Μύστης πήγε προς το Άστυ. Ο Ιεροφάντης πήγε σίγουρα στον Άδη. Τον έστειλα εγώ».

«Ο Δημήτριος είναι μόνος του;»

«Με τους οπλίτες και φρουρούς του».

«Πού είναι η κόρη μου;» τον ρώτησε ο Ανθέστης.

«Στον γυναικωνίτη του Δημήτριου. Κοιμάται».

«Και τι κάνει στον γυναικωνίτη; Ποιος την πήγε εκεί;»

«Την έχει ο Φαληρέας. Θέλει να την κάνει δική του και μετά να την παντρευτεί».

«Μα» απόρησε ο Ανθέστης «έτσι γίνονται οι γάμοι;»

«Θα φύγει από την Αθήνα και θέλει να την διακορεύσει για να την αναγκάσει να πάει μαζί του. Τρέξτε να προλάβετε».

Έφυγαν τρέχοντας αφού όσα τους είχε πει ο Υπάνωρ επιβεβαίωναν τις υποψίες κι έλυναν όλες τις απορίες τους. Μόνο για την τύχη του Ιάσονα δεν είχαν μάθει λεπτομέρειες. Κοντά στον Υπανορα έμειναν μόνον η Εριφύλη κι η Ιππαρχία. Η Εριφύλη τον αγκάλιασε.

«Μπράβο Υπάνορα, συντάχτηκες τη σωστή ώρα με τη σωστή πλευρά» του είπε η Ιππαρχία. «Μόνο πες μου αν ξέρεις ποιος είναι ο Μεγάλος Μύστης».

«Λέγεται Παρμίων, είναι Κεραμεύς».

«Το αρπακτικό!» είπε η Εριφύλη.

«Θα καταθέσεις εναντίον του;» τον ρώτησε η Ιππαρχία.

«Ναι!» είπε ξεκάθαρα ο Υπάνωρ «δεν φοβάμαι πια!»

«Ωραία, λοιπόν, πάμε κι εμείς στο Φάληρο» είπε η Ιππαρχία. «Προέχει η τύχη της Δάφνης και του Ιάσονα τώρα».

...... === ......

παραπομπές:

 (*1) Η αρχαία οδός Τριπόδων (κατά τον Παυσανία) ξεκινούσε από το Πρυτανείο, στη βορειοδυτική πλευρά της Ακρόπολης κοντά στο Θησείο, έκανε τον γύρο της Ακρόπολης, μέσα από την σημερινή Πλάκα, κι έβγαζε μέχρι το θέατρο του Διονύσου. Ήταν ένας από τους πιο συνηθισμένους περιπάτους των Αθηναίων. Ακόμα και σήμερα υπάρχει οδός Τριπόδων στην ίδια περίπου διαδρομή, κι ονομάστηκε έτσι σύμφωνα με την περιγραφή του αρχαίου δρόμου.

(*2) Από το Παλιό Φάληρο μέχρι το κέντρο του Πειραιά είναι περίπου 6 χιλιόμετρα (κάπου 33 στάδια), λίγο πάνω από μια ώρα με τα πόδια.

***********************************

Αύριο Παρασκευή 6/11 στην 34η συνέχεια ξεκινάει το Μεσημέρι εκείνης της τελευταίας μέρας εκ των τριών που συγκλόνισαν την Αθήνα. Η δράση βρίσκεται στο κατακόρυφο.