Παρασκευή 20 Απριλίου 2018

Μελέαγρος και Αταλάντη

Μόλις τελείωσα ένα ακόμη βιβλίο. Είναι πάλι ένα "ιστορικό" μυθιστόρημα, και βάζω τα εισαγωγικά στη λέξη "ιστορικό" γιατί δεν έχει να κάνει με ιστορία το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται η υπόθεση αλλά με την μυθολογία. Θα μπορούσε να είναι ένα "μυθολογικό" μυθιστόρημα αν ο όρος υπήρχε ή ήταν σε χρήση.
Ο τίτλος του είναι "ΜΕΛΕΑΓΡΟΣ και ΑΤΑΛΑΝΤΗ" και υπότιτλός του "στο κυνήγι του Καλυδώνιου Κάπρου". Η υπόθεση εκτυλίσσεται μια γενιά πριν τα Τρωικά (γύρω στο 1.300 π.Χ.) κι έχει να κάνει με ιστορίες που ξέρουμε από την Ιλιάδα και από τους τραγωδούς.
Δεν θα μπω σε λεπτομέρειες, εξ άλλου τρία κομμάτια (από τα κεφάλαια 1ο και 3ο) έχω δημοσιεύσει σε παλιότερες αναρτήσεις. Θέλω όμως να πω δυο μόνο λόγια για την αίσθηση που είχα όλον αυτόν τον καιρό που το έγραφα. Το άρχισα κάπου στις αρχές Απριλίου και το τελείωσα πριν λίγες μέρες. Θέλει ξαναδιάβασμα, γράψιμο, διορθώσεις, επιμέλεια κτλ. αλλά σε γενικές γραμμές γράφτηκε. Αυτόν τον ενάμιση μήνα βρέθηκα σε κόσμους εκπληκτικούς, κόσμους τιτάνων και θεών και ηρώων. Είδα τους ανθρώπους και τη φύση με ένα βλέμμα που ποτέ δεν είχα ξαναδεί. Δεν ξέρω τι θα κερδίσουν οι αναγνώστες -αν φτάσει ποτέ σε αυτούς το βιβλίο- ξέρω όμως πως εγώ κέρδισα πολλά γράφοντάς το. Γιατί βέβαια για να γράψει κανείς μια σελίδα, διαβάζει δυο και σκέφτεται τρεις.

Αντί να λέω λόγια, θα παραθέσω ένα απόσπασμα ακόμη.
Είναι η ερωτική σκηνή, ανάμεσα σε Μελέαγρο και Αταλάντη. Αυτοί οι δυο έκαναν παιδί, τον Παρθενοπαί που ήταν κι ένας από τους Επτά επί Θήβαις. 
Η Αταλάντη ήταν παρθένα. Ο Μελέαγρος αφού καθάρισε με τους εχθρούς της Καλυδώνας ήρθε και την βρήκε. Την άλλη μέρα θα σκοτωνόταν από τον Απόλλωνα. Πάνω κάτω το ήξεραν κι οι δυο. Η περιγραφή είναι σε πρώτο πρόσωπο. Μιλά η Αταλάντη και μας τα διηγείται σε χρόνο ενεστώτα.
Το απόσπασμα (ένα μέρος από 13ο κεφάλαιο):




Μιλά η ερωτευμένη Αταλάντη



    Είναι βράδυ, μετά την μεγάλη μάχη. Όλη μέρα πολεμούσε. Μέχρι το απόβραδο, ο Μελέαγρος είχε εξολοθρεύσει σχεδόν όλους τους Κουρήτες κι είχε σώσει την Αιτωλία. Έμενε μόνο να γίνει η σύλληψη του Θέστιου. Αύριο πια, με το ξημέρωμα, οι Αιτωλοί θα έμπαιναν στην Πλευρώνα, είτε με μάχη είτε με παράδοση. Η νίκη είχε κριθεί κι έμεναν τα μεθεόρτια. Η Καλυδώνα ήταν οριστικά ελεύθερη. Η Πλευρώνα από αύριο θα αποκτούσε ξανά το πατρώο της πολίτευμα χωρίς επικυρίαρχους Κουρήτες. Ο μέγας ήρωας εμψυχωτής και θριαμβευτής τιμήθηκε όσο κανείς άλλος από τον ευγνωμονούντα λαό της Αιτωλίας. Είπαν πως του αξίζει αιώνια τιμή και πως θα του αναγείρουν αγάλματα. Είπαν πως ραψωδοί θα τον υμνούν κι ότι το όνομά του θα χαραχθεί στις μαρμάρινες στήλες για να μείνει αθάνατο. Εκείνος, τους μάζεψε έξω από τα τείχη της Πλευρώνας κι έστησε τις σκοπιές. Τους είπε να τον περιμένουν να γυρίσει το ξημέρωμα. Έφυγε τρέχοντας για να με συναντήσει. Κι είναι τώρα μαζί μου.

    Τον έφερε ως τους πρόποδες ο Τειρεσίας. Ύστερα τον οδήγησε ως εμένα άλογο που του έδωσε ο Ασκληπιός. Σαν να μην πέρασε λεπτό από τη στιγμή του αποχωρισμού μας, ανταλλάξαμε φιλιά κι αγκαλιαστήκαμε θερμά. Κι είμαστε τώρα μαζί. Ανάβουμε μια φωτιά για να μας ζεσταίνει και να μας φωτίζει. Καθόμαστε κοντά της. Στην αρχή μου λέει τα καθέκαστα της ημέρας. Αν και μιλά για τον θάνατο στα μάτια του βλέπω τη ζωή.

    «Έτσι τελείωσαν οι Κουρήτες» μου λέει. «Κάποιοι λίγοι που επέζησαν έφυγαν προς την Ευρυτανία.»

    Ύστερα δεν μιλάμε σχεδόν καθόλου, μόνο κοιταζόμαστε. Στα μάτια του μέσα βλέπω τον κόσμο ολόκληρο και δεν με νοιάζει ούτε το παρελθόν ούτε το μέλλον. Με νοιάζει μόνο αυτή η στιγμή που είναι μια αιωνιότητα. Στο πρόσωπό του βλέπω να αποτυπώνεται το ίδιο συναίσθημα. Είναι κάτι σαν ωκεανός ή σαν ποτάμι ορμητικό. Απέραντο και θυελλώδες. Είναι έρωτας!

     Τρώμε, πίνουμε, γελάμε, απολαμβάνουμε την φύση γύρω μας, τον έναστρο ουρανό, τι μυρωδιές των δένδρων. Λίγο μετά, εκείνο το βράδυ, ξαπλώνουμε μαζί. Με αγκαλιάζει και με σφίγγει στα δυνατά του μπράτσα. Εγώ κουρνιάζω στα χέρια του, πάνω στο στήθος του, ήρεμη, ανακουφισμένη, ευτυχής.

     «Δεν ξέρω αν είμαι ήρωας στ’ αλήθεια ή ενεργούμενο των θεών. Ξέρω όμως, σίγουρα, πως είμαι ερωτευμένος» μου λέει.

     «Δεν ξέρω πώς να αγαπώ» του ψιθυρίζω. «Είμαι παρθένα κι ανέγγιχτη. Δεν ξέρω αν είμαι ηρωίδα, ξέρω όμως, σίγουρα, ότι είμαι ερωτευμένη.»

     Κλείνουμε κι οι δυο τα μάτια κι ονειρευόμαστε. Τον βλέπω πάνω σε μια κορυφή του Αράκυνθου. Είναι ένα όρνεο μεγάλο σαν αετός, κυανόχρους, με βλέμμα γερακιού και με πόδια δυνατά σαν του Πήγασου. Είναι ένας φτερωτός ιππαετός. Εγώ είμαι ένας κύκνος στον Πάρνωνα, με ωχρά πόδια φοράδας, κατάλευκο σώμα και με μακριά πορφυρά χαίτη. Ξέρω πως όπως μας βλέπω εγώ, έτσι μας βλέπει κι εκείνος. Σφίγγω το χέρι μου και νιώθω την παλάμη του να με σφίγγει κι αυτή. Σφίγγω τα πόδια μου και νιώθω το κορμί του να με αγκαλιάζει.

     «Κύκνεια παρθένα, είμαι ο ιππαετός Μελέαγρος και θέλω να κάνουμε μαζί ένα παιδί» μου φωνάζει από τον Αράκυνθο.

     «Ήρωα ελευθερωτή, είμαι η ανέγγιχτη Αταλάντη και θέλω να κάνω μαζί σου ένα παιδί» του φωνάζω από τον Πάρνωνα.

     «Γιατί φοράς φτερούγες στα πλευρά» με ρωτά.

     «Γιατί μόλις με πλησιάσεις θα πετάξω σαν κύκνος στον ουρανό» του απαντώ.

     «Θα σε κατακτήσω» μου λέει. Ακούγεται σαν υπόσχεση.

     Πετάγομαι ψηλά στον σκοτεινό ουρανό, που τον φωτίζουν μόνο το φεγγάρι και τα άστρα και ξοπίσω μου τρέχει ο ιππαετός. Πετάμε κι οι δυο πάνω απ’ τα βουνά και τους κάμπους, γλιστράμε στα χωράφια και αγγίζουμε τα σπαρτά. Δεν ακούγονται χτυπήματα από τις οπλές μας, μόνο ο αγέρας που σκίζεται στα δυο καθώς τον διασχίζουμε. Έχει σταθεί η σελήνη, μας κοιτάζει. Τα άστρα έχουν διακόψει για λίγο την κυκλική τροχιά τους και μας κοιτάζουν. Δεν υπάρχει πιο χαρούμενος καλπασμός από τον δικό μας. Τι άλογα υπέροχα που είμαστε. Ίππος κι αετός εκείνος, θηλυκός ίππος και κύκνος εγώ. Δεν είναι γήινη η ομορφιά μας, είναι θεϊκή. Καλπάζουμε όχι στην γη, μα, στον αέρα. Καλπάζοντας ο ιππαετός με προλαβαίνει κι αγγίζει το φτερό του στο πλάι μου. Κάνω να ξεφύγω μα δεν μπορώ. Ημερεύω. Πετάμε μαζί καθώς αφήνεται κι εκείνος στην ορμή μου. Τρέχουμε με μεγάλη ταχύτητα προς την Ηώ, την Αυγή.

     «Όχι στην Ηώ, εκεί κοντά είναι ο Ήλιος» του φωνάζω.

     «Δεν με νοιάζει ο Ήλιος, είμαι ευτυχισμένος» μου φωνάζει.

     «Στην Ηώ θα τελειώσει το ταξίδι» φωνάζω στον ιππαετό. «Ας γυρίσουμε πίσω να κρατήσει κι άλλο.»

     «Όλα τελειώνουν κάποτε» μου λέει εκείνος ιδρωμένος από το απίστευτο τρεχαλητό και το έξοχο παιχνίδι. «Όπως τελείωσε ο Καλυδώνιος Κάπρος, έτσι θα τελειώσω κι εγώ.»

     «Σ’ αγαπώ, κι είμαι ευτυχισμένη» του φωνάζω, «και ... θα γεννήσω το δικό σου παιδί!»

     Με αφήνει για λίγο. Μου λείπει το άγγιγμά του αλλά δεν παύω να καλπάζω μόνη μου στον αέρα. Απολαμβάνω τον ψυχρό και σκοτεινό ουρανό και χαιρετώ τα άστρα που χαίρονται με την χαρά μου. Γυρνώ αργά τον κύκνειο λαιμό μου προς το μέρος του ιππαετού συντρόφου μου. Στρέφω το αλογίσιο σώμα μου, τρέχω να τον προλάβω. Πέφτουμε μαζί.

     «Είμαι ευτυχισμένος» μου λέει όταν φτάνω. Με χαϊδεύει απαλά στον λαιμό αγγίζοντάς με τρυφερά. Πέφτει μόνος του.

     Ξυπνάω τρομαγμένη. Κρατιέμαι σφιχτά στην αγκαλιά του. Ξυπνά κι εκείνος. Ξέρω πως έχουμε ζήσει το ίδιο όνειρο.

     «Είσαι όμορφη, Κυκνοφοράδα» μου λέει χαμογελώντας.

     «Κι εσύ, Ιππαετέ» του απαντώ.

     «Ξημερώνει, πρέπει να φύγω» μου λέει.

     «Να σε περιμένω εδώ;» τον ρωτάω.

     «Έχω υποχρεώσεις με τους Ολύμπιους και τους Χθόνιους θεούς, δεν ξέρω πότε θα τελειώσω με όλα αυτά» μου λέει.

     Αγγίζω την κοιλιά μου. Ξέρω πως έχω συλλάβει το παιδί μας. Τον έχω κιόλας ονομάσει: ο Παρθενοπαίς.

Τετάρτη 18 Απριλίου 2018

Απόσπασμα


    «Δεν είναι πάντα καλοί και δίκαιοι με τους ανθρώπους οι θεοί» είχε πει κάποτε σε ένα βοσκό ο τιτάνας Προμηθέας.
    «Και ποια ανάγκη έχουμε των θεών;» τον είχε ρωτήσει ο θνητός βοσκός.
    «Εμείς δεν τους έχουμε ανάγκη» είχε απαντήσει ο σοφός Προμηθέας. «Οι τιτάνες ήταν κύριοι του κόσμου, ζούσαν με την αταξία. Μόνο όποιος έχει ανάγκη την τάξη, έχει και την ανάγκη των θεών. Εσύ τι λες; ... οι θνητοί έχουν ανάγκη την τάξη;»
    «Δεν ξέρω για σας τους αθανάτους, όμως οι θνητοί ... την έχουν. Θέλουν να ξέρουν ότι μετά τη νύχτα θα ακολουθήσει η μέρα. Πρέπει να είναι σίγουροι πως μετά τον χειμώνα θα έρθει η άνοιξη κι ύστερα το καλοκαίρι» είπε ο βοσκός.

Κυριακή 15 Απριλίου 2018

Κακοπαιγμένο βινύλιο!

Μόλις παρακολούθησα ένα μισάωρο περίπου από την εκπομπή ΒΙΝΥΛΙΟ που την φτιάχνει η ομάδα του "Ράδιο Αρβύλα", Κανάκης, Σερβετάς, Κιούσης κτλ. Καθισμένοι σε στρογγυλό τραπέζι, σοβαροί, με κάτι ακουστικά στα αυτιά (για ποιο λόγο τα ακουστικά; για να δείχνουν ότι δήθεν κάνουν ... ράδιο;), με ύφος θλίψης για την κατάντια του ανθρώπου, με αμπελοφιλοσοφίες καφενείου (αδικώ το καφενείο) κι εκκωφαντικές ανακρίβειες (π.χ. ανακάλυψε πρόσφατα η επιστήμη ότι δεν υπάρχει χρόνος και άλλα τέτοια), κάνουν μιαν εκπομπή που είναι το ακριβώς αντίθετο του Ράδιο Αρβύλα. Αντί να σταχυολογούν τις κοτσάνες των άλλων που εκτίθενται στο γυαλί, παραδίδουν τις δικές τους κοτσάνες για σταχυολόγηση.
Τι θεόρατο κόμπλεξ!
Τι θέλουν, άραγε, οι άνθρωποι; αναρωτήθηκα. Θέλουν να δείξουν ότι εκτός από την πλάκα που κάνουν μπορούν και να γίνουν σοβαροί; ... και σοβαρότητα θεωρούν αυτή την τόσο προσποιητή σοβαροφάνεια και την ελαφρά διαφαινόμενη θλίψη στα πρόσωπά τους; ... ε, όχι ...
Καλοί ήταν σαν Αρβύλες, αν και τελευταία ταυτίστηκαν τόσο πολύ με το κατεστημένο που, ώρες-ώρες, γίνονταν ακόμη κι εκνευριστικοί. Το χιούμορ όμως δεν το είχαν χάσει. Πέρα από την ψιλοδικαιολογημένη αντικυβερνητική τους μανία, που δεν κρυβόταν, παρέμεναν αστείοι. Αυτό το βινύλιο τι το ήθελαν; για να μας αποδείξουν ότι μπορούν να μας προσφέρουν και σοβαρή δόση φιλοσοφίας μέσα από τον Αντένα; Δεν έχω ξαναδεί τόσο κακοπαιγμένη παράσταση.
Εντάξει ρε παιδιά, δεν αμφιβάλουμε ότι εκτός από χιούμορ και λεφτά και γκόμενες έχετε και ένα επίπεδο, είστε και φιλοσοφημένοι, ... ο-κέι, να το δεχτούμε. Αλλά αυτή η φιλοδοξία να παραδώσετε μαθήματα ζωής σε ένα ακροατήριο που σας δέχτηκε σαν τους πιο καλούς "κράχτες" είναι νομίζω υπερβολή. 
Ίσως είμαι κι εγώ υπερβολικός που μόλις τους άκουσα εκνευρίστηκα τόσο που κάθομαι και γράφω αυτόν τον λίβελο, όμως δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Το θέαμα (με τα ακουστικά και το σοβαροφανές ύφος) και το ακρόαμα (με τις φιλοσοφημένες κοινοτοπίες) μου φάνηκαν τόσο κακόγουστα που είπα να τα κράξω κι εγώ γραπτώς. Αυτά και ... συγνώμη αν ξέφυγα.

Η οικονομία θα φάει την Τουρκία του Ερντογάν.

Ακούγοντας τα ελληνικά μέσα μαζικής ενημέρωσης, ιδιαίτερα την τηλεόραση, αποκτά κανείς φανταστικές εντυπώσεις γύρω από τα ελληνοτουρκικά και τα "τουρκικά" γενικώς. Δεν τολμά ο Ερντογάν ή κάποιος παρατρεχάμενός του να πει κάπου με στόμφο ότι θα μας ρίξει στη θάλασσα ή ότι θα ρίξει ένα χέρι ξύλο στους Αμερικανούς ή του Ρώσους και τα ελληνικά μέσα το μεταδίδουν με φωνή καμπάνα και υπότιτλους και επεξηγηματικά σχόλια. Μη χάσουμε λέξη από την κάθε προεκλογική κορόνα του Τούρκου Προέδρου ή των υπουργών ή των συμβούλων του... Αν δεν είναι κόμπλεξ και φόβος τότε είναι λαϊκισμός προς άγρα τηλεθεατών ... ή ... απλή βλακεία ...!

Η αλήθεια είναι πως ο Ερντογάν, μετά το εις βάρος του πραξικόπημα, ενεργεί υπό ειδικό ψυχικό καθεστώς. Τρομοκρατημένος ο ίδιος για τη ζωή του απολαμβάνει να τρομοκρατεί τις ζωές των άλλων. Οι "Γκιουλενιστές" που κυνηγά δεν είναι ούτε "λαϊκοί κεμαλιστές" (που είναι οι ουσιαστικοί του αντίπαλοι) ούτε "φιλοκούρδοι" (οι άλλοι του μεγάλοι αντίπαλοι). Είναι θρησκευόμενοι όπως αυτός, σουνίτες όπως αυτός, σουλτανικοί όπως αυτός και λαϊκιστές όπως αυτός. Την ίδια Τουρκία του ισλαμικού νόμου ονειρεύονται και τη θέση του σεϊχουλισλάμη (κάτι σαν τον Πατριάρχη των χριστιανών) εποφθαλμιούν. Ίδιοι κι απαράλλαχτοι είναι και μαζί σκάβανε τα θεμέλια του λαϊκού κράτους της Τουρκίας ως το 2013. Αδέλφια που σκοτώνονται στο μοίρασμα της πατρικής κληρονομιάς του Ερμπακάν είναι κι οι δυο. Το γεγονός όμως ότι ο Ερντογάν ως ανεξέλεγκτος είναι κι επικίνδυνος, δεν πρέπει να μας κάνει τυφλούς.

Η στρατιωτική δύναμη της Τουρκίας είναι υπό αμφισβήτηση μετά τις αθρόες διώξεις των στρατιωτικών των τελευταίων χρόνων. Η θέση της στον νέο κόσμο του Τραμπ είναι κι αυτή αμφιλεγόμενη και υπό αμφισβήτηση. Προς το παρόν κανείς δεν την θέλει εναντίον του αλλά και κανείς δεν την θέλει για παρέα του. Η γεωπολιτική της θέση δεν είναι σταθερή και -κυρίως- δεν είναι θέση υπερδύναμης, ούτε γι αστείο. Το πρόβλημά της Τουρκίας, όμως, δεν είναι ούτε οι γεωπολιτικές ούτε οι στρατιωτικές της αδυναμίες. Αυτές ξεπερνιούνται με περισσότερα κονδύλια και περισσότερη καταπίεση του λαού της. Το πρόβλημα που η Τουρκία δεν μπορεί να ξεπεράσει είναι το οικονομικό.

Το νόμισμά της, η τουρκική λίρα, πέφτει συνεχώς. Οι διεθνείς οίκοι την υποβαθμίζουν και την απαξιώνουν ως χώρα για επενδύσεις. Ο πληθωρισμός της ανεβαίνει και η ανεργία αυξάνεται. Κι όλα αυτά σε μια χώρα που τα τελευταία χρόνια (πριν τρελαθεί εντελώς ο Ερντογάν) σημείωνε αυξήσεις ρεκόρ του ΑΕΠ με όλους τους δείκτες της οικονομίας της να κινούνται ανοδικά. Σε αυτό το κλίμα ο Ερντογάν έγινε αποδεκτός από τους Τούρκους. Με τα νέα δεδομένα είναι αμφίβολο αν θα συνεχίσει να έχει υποστήριξη στο εσωτερικό παρά την γενικευμένη τρομοκρατία που έχει εξαπολύσει κατά οποιουδήποτε αντίθετου. 
Η Τουρκία έχει σοβαρό οικονομικό πρόβλημα σαν χώρα, δεν το συζητάμε σαν ανθρώπινο δυναμικό. Εκεί βρίσκεται η αδυναμία της κι εκεί μπορούν οι "μεγάλοι" (τους οποίους προκαλεί) να την πατήσουν "στον λαιμό". Αν πάει από κάτι ο Ερντογάν και η "Τουρκία του", θα είναι από οικονομική ασφυξία.

Σάββατο 7 Απριλίου 2018

Προτάσεις για βελτίωση του Πάσχα!

Πάσχα στο χωριό!
Τα καλύτερα Πάσχα τα έχω περάσει στα χωριά, κι απ' όλα τα "χωριά" το καλύτερο είναι η Κέρκυρα!
Φέτος, η μεγάλη Παρασκευή στο Πόρτο Ράφτη ήταν πολύ καλή γιατί η ατμόσφαιρα εδώ είναι γιορτινή και από την τηλεόραση είδα τον επιτάφιο της Κέρκυρας.
Η γιορτές του Πάσχα, ίσως ακριβώς επειδή είναι εβραίικες, είναι πολύ πετυχημένες. Αν ποτέ καταργηθεί η τρέχουσα επίσημη θρησκεία ή επανέλθει ο ελληνισμός στην δική του πατρώα, θα πρέπει το Πάσχα να διατηρηθεί. Ο χρόνος και ο χώρος τέλεσης (άνοιξη και Ελλάδα) ταιριάζουν απόλυτα με το κατανυκτικό περιεχόμενο του δράματος. Η κατάλληλη μουσική (από Ρωμανό μελωδό ως Αλμπινόνι) αναδεικνύει αυτόν τον συνδυασμό με τρόπο τέλειο. Γι αυτό νομίζω πως το ελληνικό πάσχα είναι τόσο πετυχημένο. Στην Κέρκυρα, μάλιστα, έχουν πιάσει το νόημα με τρόπο απόλυτο. Οι μπάντες είναι όλο το μυστικό. 
Μόνη παραφωνία οι σούβλες και τα κοκορέτσια. Αν ποτέ αποφασίσουν να βελτιώσουν το έθιμο, θα προτείνω να ψήνουν πίτες (τυρόπιτες, σπανακόπιτες) και πατάτες στη θράκα. Με κόκκινο ή κίτρινο κρασί για συνοδεία. Κι ας κρατήσουν, αν το θέλουν, τα κόκκινα αυγά ... 
Καλές γιορτές σε όλους.

Τετάρτη 4 Απριλίου 2018

Στρατηγική συμμαχία Ρωσίας-Τουρκίας.

Η συμφωνία Πούτιν-Ερντογάν είναι ό,τι χειρότερο για την ελληνική εξωτερική πολιτική έχει συμβεί τα τελευταία (δέκα, πενήντα, εκατό ή διακόσια;) χρόνια.

Η συμφωνία αυτή περιλαμβάνει: 
  • Ανάπτυξη πυρηνικού προγράμματος της Τουρκίας που θα κάνει τον πρώην παρία του δυτικού κόσμου κανονική υπερδύναμη με πυρηνικά. 
  • Αγορά των σύγχρονων πυραύλων S-400 όταν οι προ σαράντα χρόνων αγορασμένοι ελληνικοί S-300 έχουν θαφτεί κάπου στην Κρήτη. 
  • Απόλυτη συμφωνία και συνεργασία στη Συρία. Τούρκοι και Ρώσοι την μοιράζουν την ώρα που οι Αμερικάνοι αποχωρούν. 
  • Στρατηγική συνεργασία Ρωσίας-Ιράν-Τουρκίας για την Συρία και την ευρύτερη περιοχή.

Όσοι έβλεπαν το ελληνικό "μέλλον" στις σχέσεις μας με τη Ρωσία θα πρέπει τώρα να το ξανασκεφτούν. Παραμένει μόνος άξονας στρατηγικής συμμαχίας για την Ελλάδα η Ευρώπη, έστω κι αν είναι αδύναμη αυτή τη στιγμή, κι η δύση γενικώς (π.χ. ΗΠΑ, Ισραήλ). Η Κίνα είναι πολύ μακριά για να αποτελέσει στρατηγικό εταίρο σε άλλο τομέα πλην της οικονομίας. 

Να υπενθυμίσω ότι η σημασία της δημιουργίας άξονα Ρωσίας-Τουρκίας δεν ήταν ποτέ προς το συμφέρον της Ελλάδας. Το 1821-30 στην επανάσταση, η Ρωσία ήταν με το μέρος μας. Το ίδιο το 1881 όταν μας δόθηκε η Θεσσαλία εξ αιτίας της ρωσικής νίκης επί των Οθωμανών. Το 1912-13 στον βαλκανικό πόλεμο και την ελληνική επέκταση η Ρωσία ήταν ευνοϊκά διακείμενη χώρα και σύμμαχος στον Μεγάλο Πόλεμο. 
Αντίθετα, στην μόνη πραγματική και μεγάλη ήττα των Ελλήνων από τους Τούρκους, στην  καταστροφή του 1922, η Ρωσία ήταν σύμμαχος της Τουρκίας και ενίσχυσε με κάθε τρόπο την επικράτηση του Κεμάλ.

Η ιστορία, ως γνωστόν, μπορεί να βοηθήσει μόνο στο να βγάλουμε χρήσιμα συμπεράσματα για το παρόν και για να σχεδιάσουμε το πολύ κοντινό μέλλον. Ας την αφήσουμε να το κάνει και τώρα.


Παρασκευή 30 Μαρτίου 2018

Ας παινέψω το σπίτι μου πριν πέσει να με πλακώσει!


Ναι, ο τίτλος της σημερινής ανάρτησης είναι "ας παινέψω το σπίτι μου"
Μόλις χτες ήρθε στα χέρια μου το κείμενο του Κωνσταντίνου Μπούρα, ενός πολυτάλαντου συγγραφέα, επιστήμονα, λογοτέχνη, κριτικού, θεατρολόγου κλπ κλπ ο οποίος είχε μιλήσει για το βιβλίο μου "Ο Φονιάς των Αθηνών" σε μια παρουσίασή του που είχε γίνει στο ΜΟΝΚ στο Μοναστηράκι το 2016. 'Ηταν μια πολύ θετική για το βιβλίο κριτική από έναν άνθρωπο που είναι πολύ αυστηρός στις κρίσεις του. Γι αυτό την αναζήτησα και τώρα που την  έχω στα χέρια μου δεν κρατιέμαι να μην την δημοσιεύσω.
Για όσους δεν έχουν διαβάσει το βιβλίο, λέω ότι είναι ιστορικό μυθιστόρημα, εκτυλίσσεται το 1860 (επί Όθωνα) και είναι περιπετειώδες, αστυνομικό, κοινωνικό κλπ. με περιεχόμενο που θίγει και το ζήτημα της ενδοοικογενειακής βίας.
Ακολουθεί το κείμενο του Κωνσταντίνου Μπούρα (παρουσιάζει -μεταξύ άλλων- και στην ΕΡΤ μια εκπομπή για το βιβλίο). Είναι μεγάλο αλλά δεν το περικόπτω αφού δεν έχω ρωτήσει για να πάρω την άδεια του.

Για το βιβλίο: "Ο ΦΟΝΙΑΣ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ" του Γ.Θ.ΤΣΙΡΙΔΗ των εκδόσεων Ν&Σ Μπατσιούλας

Το ιστορικό μυθιστόρημα στα πάλαι ποτέ (έτσι νόμιζα, τουλάχιστον μέχρι τώρα)… το ιστορικό μυθιστόρημα, λοιπόν, στα πάλαι ποτέ καλύτερά του. Υπερ-αναλυτικές περιγραφές, εκτενείς ψυχογραφίες των ηρώων (και ηρωίδων, βεβαίως) από τον «παντογνώστη» τριτοπρόσωπο αφηγητή, συναισθηματικώς κλιμακούμενη δράση που οδηγεί σε πολλά προ-οικονομημένα crescendi πριν την τελική κορύφωση, γεωμετρική δομή, συμμετρία, σοφά υπολογισμένες ανατροπές, χωρίς ποτέ να εκπίπτουν στο στοιχείο του μελοδραματικού. Ο μαθηματικός νους τού συγγραφέα Γιώργου Θ. Τσιρίδη, που γεννήθηκε στην Δραπετσώνα το 1953 και δηλώνει ευθαρσώς Πειραιώτης, που σπούδασε Μαθηματικός στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών κι έκανε μεταπτυχιακά Ναυτιλίας στο Πανεπιστήμιο Πειραιά, φαίνεται ότι σκάρωσε έναν αλγόριθμο που μόνος ένας ιδιοφυής λογοτέχνης θα μπορούσε να τον ακολουθήσει κατ’ αρχήν και να τον επιλύσει στο τέλος. Η διαφορική εξίσωση των πραγματικών ανθρωπίνων συναισθημάτων που κινούνται ανάμεσα στο Καλό και στο Κακό, όπως παίζει ο ήλιος με τη σκιά τις πρώτες ανοιξιάτικες και τις ύστερες φθινοπωρινές μέρες, η βαθιά γνώση και κατανόηση της ευτελούς και τυχάρπαστης ανθρώπινης φύσης, η ανάγκη για εκδίκηση όταν διαστραφεί και καταπιεστεί το υγιές ερωτικό ένστικτο, οι απίστευτες δυνάμεις των καταπιεσμένων-κακοποιημένων-βιασμένων στο πιο μύχιο κομμάτι τους, το πλέον ιερό… αλλά και η ακατανίκητη ανάγκη να αγαπήσουμε και ν’ αγαπηθούμε (με αυτή τη σειρά κι όχι ανάστροφα), όλη αυτή η στρεψοδικία για να μην πούμε στον άλλον το πασιφανές: ότι τον αγαπάμε κι ότι θα θέλαμε να ζήσουμε ΜΕΣΑ του/της για πάντα… αυτή είναι – κατά την ταπεινή μου γνώμη – η αιτία της πολιτισμικής πολυεπίπεδης Κρίσης που βιώνουμε σήμερα. Δεν πρόκειται για «πόλεμο θρησκειών» (όπως γράφεται συχνά από τους αδαείς και τους απλοϊκούς) αλλά για πόλεμο καταπιεσμένων, δυστυχισμένων κι αντι-ερωτικών φανατικών, μισαλλόδοξων, που αρπάζονται από την Εξουσία και το Χρήμα (ως μέσο για την απόκτηση εξουσίας κι αργότερα ως αυτοσκοπός)… ενώ το μόνο που τους χρειάζεται για να περάσουν τη μέρα τους – εκτός από ένα πιάτο φακές [με ή χωρίς χωριάτικο λουκάνικο, καρότο, άγρια χόρτα του βουνού και δάφνη, απαραιτήτως – οι απλές χαρές της ζωής] – …κυνηγάνε το Χρήμα και την Εξουσία, θέλω να πω, ενώ το μόνο που τους χρειάζεται είναι ένα χάδι στο μάγουλο από το χέρι το παινεμένο, το ποθητό, το ακριβό και πολυαγαπημένο. Τόσο απλά. Κι όταν δεν υπάρχει αυτό το πρόσωπο, οφείλουμε να αγαπάμε έτσι τον εαυτό μας. Γιατί [όπως αποδεικνύεται περίτρανα σε αυτό το υπέροχα δομημένο μυθιστόρημα], γιατί αν δεν αγαπάμε πρωτίστως τον εαυτό μας δεν μπορούμε να αγαπήσουμε (πολλώ δε μάλλον ν’ αγαπηθούμε) από κανέναν άλλον, χωρίς να τον πληγώσουμε, χωρίς να σπείρουμε τον όλεθρο και την καταστροφή γύρω μας, χωρίς να βλάψουμε εν τέλει τον πανέμορφο γαλαζοπράσινο πλανήτη με το μητρικό όνομα Γαία, που μας φιλοξενεί… Τα ψέματα κι η ενδοοικογενειακή βία γενούν τέρατα. Και για τα τέρατα μόνο λύπηση μπορεί να νιώσει κανείς, αφού μισούν κι εκείνα τον εαυτό τους, πρωτίστως τον εαυτό τους και μετά όλους τους άλλους, εκτός ίσως από τον βασανιστή τους (σύνδρομο της Στοκχόλμης) ή ένα άλλο τυχαίο, αθώο πλάσμα, το πρώτο που θα τους κοιτάξει στα μάτια με την αθωότητα ενός σκύλου, με τη φιλοσοφική κατανόηση μιας γάτας, με την ηχώ ενός παπαγάλου, με την χειριστικότητα ενός ψαριού στη γυάλα, που πρέπει κάθε μέρα να δείχνει την πιο καλή πλευρά του για να εξασφαλίσει το πίτουρο το …επιούσιον. Οι άνθρωποι που είναι θύματα χειριστικών συμπεριφορών από το στενό οικογενειακό ή κοινωνικό περιβάλλον γίνονται με τη σειρά τους χειριστικοί κι οι ίδιοι. Κι έτσι «σόι πάει το βασίλειο». Ολόκληροι οίκοι (και δεν εννοώ μόνον τον κανιβαλιστικό Οίκο των Ατρειδών ή τον αιμομεικτικό κι αιμοχαρή κι ανελέητον Οίκο των Λαβδακιδών [που γεννήθηκαν από τα σπαρμένα δόντια του Δράκοντα – ποιανού δράκοντα, κι από ποιόν πλανήτη μας ήρθε τούτος; Ερωτήματα, ερωτήματα, χωρίς απάντηση, παρά μόνο αν διαβάσεις ανάποδα την μυθολογία, με τη βοήθεια του Λοξία Απόλλωνα]… Ολόκληροι οίκοι (και δεν εννοώ λοιπόν μόνον τον κανιβαλιστικό Οίκο των Ατρειδών ή τον αιμομεικτικό κι αιμοχαρή κι ανελέητον Οίκο των Λαβδακιδών), ξεκληρίστηκαν ακριβώς επειδή κάποιοι βίασαν τρυφερά ανήλικα σώματα κι αγγελικές ψυχούλες. Αυτό νομίζω (τι λέω; είμαι σίγουρος) είναι το πλέον ειδεχθές έγκλημα. Και γίνεται ειδεχθές, ιδιώνυμο και έγκλημα κατά της Ανθρωπότητας, όταν συνδυαστεί με εκφοβισμό, καλά κρυμμένα μυστικά και ψέματα συκοφαντικά.
Είναι η πρώτη φορά που διαβάζω μυθιστόρημα για την ενδοοικογενειακή σεξουαλική κακοποίηση παιδιού και δεν το αφήνω στη μέση. Γιατί εδώ ο συγγραφέας ακούει όλες τις γνώμες, δίνει τόπο στην οργή και δέχεται να εξετάσει το θέμα σφαιρικά κι απ’ όλες τις απόψεις. Εξ άλλου, ως καλός φυσικομαθηματικός γνωρίζει ότι οι ιριδισμοί είναι απλώς αποτέλεσμα της ανάλυσης του λευκού φωτός από το πρίσμα της τρίτης διάστασης στην οποία είμαστε εγκλωβισμένοι, χωρίς ούτε καν τη χάρη να περνοδιαβαίνουμε ελεύθερα στην τέταρτη, απολαμβάνοντας τα προνόμια των πνευμάτων που έχουν καθαρθεί από τα εγκλήματα κι έχουν τιμωρηθεί δεόντως, απαλλασσόμενα έτσι από τις αδίστακτες κι αιμοβόρες Ερινύες των ενοχών τους.
Συγχαρητήρια στον ώριμο πια εξηντατριάρη Γιώργο Θ. Τσιρίδη. Ξέρει να γράφει, ξέρει να αναπτύσσει μυθιστορηματικώς ένα θέμα, ξέρει να δομεί σοφά γλωσσικά αρχιτεκτονήματα, είναι μάστορας του μέτρου και του ρυθμού, δεν πλατειάζει και δεν ξεπέφτει στον μελοδραματισμό… Δεν είναι και λίγα αυτά.
Τα θερμότερα «εύγε» ανήκουν όμως στους εκδότες Νίκο και Στέργιο Μπατσιούλα, που διείδαν πίσω από τα ηλεκτρονικά ή τυπωμένα ψηφία μια αδιόρατη μελωδία, από εκείνες που σου εγγράφονται ανεξίτηλα στο αυτί… Ειδικά ο Νίκος Μπατσιούλας είναι κι ο ίδιος μάστορας του καλογραμμένου ιστορικού μυθιστορήματος. Κι αυτό συντείνει στην κατανόηση κι αυτής της επιτυχημένης εκδοτικής επιλογής.
Θα ήμουνα ακόμα πιο ενθουσιώδης, αν δεν κινδύνευα να παρεξηγηθώ. Γι’ αυτό σταματώ εδώ. Όσοι όμως με γνωρίζουν καλώς και με ξέρουν κι από την καλή και από την ανάποδη, για ένα μπορούν να βάλουν με σιγουριά το χέρι τους στη φωτιά: όταν κάτι με συναρπάζει, δεν μπορώ και δεν θέλω να καταπιέσω την αβίαστη εκδήλωση των ιδεογραμμάτων-συναισθημάτων μου. Όταν πάλι, κάτι όντας τεχνικώς άρτιο με αφήνει παγερά αδιάφορο, τότε γίνομαι κι εγώ σχολαστικός και με επιστημονικό τρόπο διεκπεραιώνω το κριτικό μου σημείωμα. Κάτι που δεν συνέβη όπως καταλαβαίνετε στην εξαιρετέα κι εξαιρετική περίπτωση τού Γιώργου Θ. Τσιρίδη και του απολαυστικού, ψυχαγωγικού και άρτιου από επιστημονικής πλευράς έργου του «Ο Φονιάς των Αθηνών» (ιστορικό μυθιστόρημα χωρίς επιφυλάξεις, μετ’ επαίνων ανυπερθέτως). Και τα ελληνικά του, τέλεια. Ούτε καν οι επαγγελματίες φιλόλογοι και πολλοί ομότιμοι καθηγητές πανεπιστημίων που ανακαλύπτουν την Γραφή (κι άλλοι εξ αυτών τη συν-ραφή) στα στερνά τους, δεν είναι τόσο αποτελεσματικοί και τελεσφόροι όσο ο Γιώργος Θ. Τσιρίδης. Τον συγχαίρω κι αναμένω με απολαυστική αγωνία το επόμενο πόνημά του.

Μετά λόγου γνώσεως,

Κωνσταντίνος Μπούρας

Μοιράζομαι την χαρά μου!

Αυτή η ανάρτηση γίνεται για να εκφράσω την δική μου χαρά για μια επιτυχία φίλων μου ... κι όποιος θέλει την μοιράζεται, όποιος το βαριέται, την προσπερνά.
Ο φίλος μου Στέφανος Σαββόπουλος (και η Ασπασία, η Λίνα, ο Ηρακλής, η Μαρία, η Κική, ο Σπηλιάδης και άλλοι) με τον παντελώς ανεξάρτητο συνδυασμό τους, πέτυχαν στον σύλλογο εργαζομένων Κερατσινίου-Δραπετσώνας έναν ανεπανάληπτο εκλογικό θρίαμβο, συγκεντρώνοντας 194 ψήφους έναντι 148 του δεύτερου (περίπου Σύριζα και άλλοι) και λίγο πάνω από 96 του τρίτου (κατά βάση ΚΚΕ). Ο Στέφανος αριστερός είναι, μη  μπερδευτεί κανείς ... Η διαφορά από τον δεύτερο ήταν στις περασμένες εκλογές 12 ψήφοι κι έγινε σχεδόν πενήντα!
Στις εκλογές της ομοσπονδίας, ο συνδυασμός αυτός παίρνει 3 έδρες στις 6 (ενώ την περασμένη φορά είχε 3 στις 7, ήταν περισσότερες οι διαθέσιμες). 

Με τον Στέφανο και τους συνεργάτες του συμπορευτήκαμε πολιτικά σε εθνικές και δημοτικές εκλογές επί τριάντα (30) περίπου χρόνια. Κάποιοι είναι κολλητοί μου, οι άλλοι είναι φίλοι μου χωρίς αστερίσκους. Γι αυτό η χαρά μου είναι ειλικρινής, χωρίς δεύτερες σκέψεις και από το σημείο αυτό θέλω να την εκφράσω και να τους δώσω δημοσίως τα συγχαρητήρια.
Εντάξει, το παν είναι η υγεία ... το ξέρουμε. Αν υπάρχει όμως λόγος για να ζούμε, είναι για να χαιρόμαστε τις χαρές ... κι όχι μόνο να υπομένουμε τις λύπες.

Πέμπτη 29 Μαρτίου 2018

Χωρίς ελπίδα καμιά!

Χτες που βρισκόμουν στο κέντρο του Πειραιά κατά τις 5.30 το απόγευμα, έπεσα ακριβώς πάνω στο ξεκίνημα και την εξέλιξη των επεισοδίων των οπαδών του Ολυμπιακού στην πλατεία Κοραή. Θα είδατε οι περισσότεροι σκηνές από αυτήν την "διαμαρτυρία" στις οθόνες της τηλεόρασης. Δεν χρειάζεται ρεπορτάζ εκ μέρους μου πέρα από το ότι και ο ίδιος ως αυτόπτης μάρτυρας άκουσα κάποιους από τους μασκοφορεμένους αγανακτισμένους νεαρούς να φωνάζουν στους "μπάτσους" ότι "κακώς υπερασπίζονται τον ΠαοΚτζή υπουργό με τα εξακόσια μόνο ευρώ που παίρνουν για μισθό".

Αναρωτιούνταν κάποιοι, μεταξύ τους κι εγώ, πως γίνεται ένας δήμαρχος, που δημαρχεύει βέβαια δι' αντιπροσώπου, να βάζει πενήντα ανθρώπους του ("φανατικοί οπαδοί" ονομάζονται) να καίνε την πόλη του. Δεν υπήρχε βέβαια φανερή σχέση εξάρτησης αλλά οι σκέψεις τρέχουν. Ύστερα όμως σκέφτηκα ότι είναι πολύ βαρετό πια να αναρωτιέται κανείς γιατί η Ελλάδα εξάντλησε τόσο γρήγορα, μέσα σε διακόσια μόνο χρόνια, τα καύσιμα που της έδωσε με την γέννησή της το αρχαίο της όνομα και η τόσο λαμπερή κληρονομιά του. 

Είδα, ως άλλος Νέρων, το υπόλοιπο της φωτιάς και πήγα αργότερα στον Τσακαλώτο που μιλούσε σε ένα γεμάτο -φίσκα- "Θεοξένεια". Σήμερα το πρωί διάβασα ανακοίνωση που έλεγε πως στο "Θεοξένεια" ήταν μόνο είκοσι άτομα! Αφήστε το, δεν έχουμε καμιά ελπίδα.

Τετάρτη 28 Μαρτίου 2018

Τα περιθώριά μας με την Τουρκία

Η Τουρκία συζητείται όλο και πιο πολύ στις μέρες μας στον δημόσιο λόγο. Τηλεοράσεις, ραδιόφωνα, εφημερίδες, μας πληροφορούν για την ισχύ της. Ακούμε τον ίδιο τον σουλτάνο της, τον Ερντογάν, και άλλους αξιωματούχους να επιδεικνύουν τον δυναμισμό τους και να απειλούν ευθέως τους ισχυρούς του κόσμου και τους ανίσχυρους. Ισχυροί είναι η ΕΕ, οι ΗΠΑ, η Ρωσία κι αδύνατοι εμείς, η Κύπρος, η Συρία, το Ιράκ κτλ. Ως πότε θα συνεχίζεται το παιχνίδι του ποντικού που βρυχάται κανείς δεν το γνωρίζει. Προς το παρόν η ελαστικότητα των διεθνών σχέσεων αντέχει. Άντεξε τις απειλές του Βορειοκορεάτη που απειλούσε με πυρηνική καταστροφή, άντεξε παλιότερα τις απειλές των αγιατολάχ, δεν θα αντέξει έναν Ερντογάν; Το θέμα είναι αν η δική μας ελληνική "περηφάνια" έχει όρια εντός της διεθνούς ελαστικότητας, άρα αντέχει κι αυτή, ή μήπως είμαστε "εκτός ορίων";

Από ένα ελληνοτουρκικό επεισόδιο, η Τουρκία δεν έχει να φοβηθεί ... όπως ο βρεγμένος που δεν φοβάται την  βροχή. Εξ άλλου συντηρεί έναν υπέρογκο στρατό που αν δεν τον χρησιμοποιεί για εξωτερικές δράσεις θα στραφεί εναντίον της (του καθεστώτος Ερντογάν). Εμείς, αντίθετα, έχουμε να χάσουμε πολλά. Στην πορεία μας για επιστροφή στην κανονικότητα, ένα επεισόδιο, που θα έβλαπτε σοβαρά τον τουρισμό και θα ανέβαζε την τιμή των ομολόγων, θα ήταν καταστροφικό για τις προοπτικές ανάπτυξης της οικονομίας μας. Κι αυτήν την προοπτική την έχουμε ανάγκη ως χώρα μπας και βγούμε κάποτε -με Σύριζα ή χωρίς- από το τέλμα. Γι αυτό πρέπει το περιθώριο ελιγμών μας να παραμείνει εντός της διεθνούς ελαστικότητας σχέσεων και να μην την υπερβεί. 

Όσο για την ισχύ του Ερντογάν, έχω την γνώμη πως είναι υπερτιμημένη. Τον προτιμούν σύμμαχο αντί για αντίπαλο όλοι οι "μεγάλοι", ΗΠΑ, Ρωσία και ΕΕ, όμως αυτή η προτίμηση έχει περιορισμούς και όρια. Κι η αντοχή του Ερντογάν θα εξαρτηθεί κατά πολύ, όχι τόσο από τους γεωπολιτικούς συσχετισμούς, όσο από την οικονομία. Η ανάπτυξη στην Τουρκία έχει επιβραδυνθεί και τα ομόλογά της είναι πολύ πεσμένα (σκουπίδια τα χαρακτήρισαν) άρα ο δανεισμός της αμφίβολος και ακριβός. Το κόστος συντήρησης ενός τεράστιου κράτους και μιας πολυέξοδης πολεμικής μηχανής έχει ανέβει πολύ. Ένα οικονομικό κραχ, θα έκοβε τις προοπτικές του Ερντογάν και της Τουρκίας να έχει λόγο διεθνώς ενώ θα προκαλούσε εσωτερικές εξελίξεις. Κι αυτή η προοπτική δεν είναι πολύ μακρινή. 

Κυριακή 25 Μαρτίου 2018

25η Μαρτίου 2121

Σε τρία χρόνια θα γιορτάσουμε τα 200 χρόνια από την επανάσταση που ήταν το ξεκίνημα του νέου ελληνισμού. Βρισκόμαστε σε κατάσταση εθνικής υποχώρησης μια κι είμαστε -λόγω χρέους- πτωχευμένη χρεοδουλοπαροικία της δύσης και υπό την απειλή του νεο-οθωμανού wannabe σουλτάνου Ερντογάν. Η Ελλάδα ονειρεύεται, απλά, να ξαναγίνει μια "κανονική" χώρα.
Πριν από 100 χρόνια, τον Μάρτη του 1921, η Ελλάδα γιόρταζε τα 100 χρόνια από το ξεκίνημά της. Ήταν χρεωμένη αλλά αυτό δεν φαινόταν απειλητικό καθώς είχε εξέλθει νικήτρια από τους δύο βαλκανικούς πολέμους και τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο. Είχε πολλαπλασιάσει την έκταση και τον πληθυσμό της κι ο στρατός της βάδιζε κατά της Άγκυρας. Βρισκόταν σε εθνική ανάταση.
Πως θα είναι τα πράγματα σε 100 χρόνια; Σε επίπεδο εξελίξεων και κοινωνικής πραγματικότητας, η απόσταση του 2021 από το 2121 θα είναι -λογικά- πολύ μεγαλύτερη από την απόσταση του 1921 από το 2021 και ακόμη περισσότερο από την απόσταση 1921-1821. Αυτό δικαιολογείται από το γεγονός ότι ο χρόνος συμπυκνώνεται όσο προχωράμε στο μέλλον, ιδιαίτερα μετά τον μεσαίωνα. Το 1821 δεν υπήρχε ηλεκτρικό φως, αυτοκίνητα ή σιδηρόδρομος, ούτε ατμοκίνητα πλοία (που υπήρχαν το 1921). Το 1921 όμως δεν υπήρχαν ραδιόφωνα, τηλεοράσεις, τηλέφωνα (πόσο μάλλον κινητά) ίντερνετ, διαστημόπλοια κτλ. που υπάρχουν σήμερα. Το 2121 θα υπάρχουν πράγματα καθοριστικά για τη ζωή των ανθρώπων (και των κρατών) που σήμερα ούτε καν μπορούμε να τα φανταστούμε. Θα ζουν σε σπίτια οι άνθρωποι ή θα έχουν ο καθείς το δικό του "ατομικό" σπίτι με το οποίο θα επικοινωνεί, θα εργάζεται, θα κινείται; Θα ζει στην γη ο άνθρωπος ή θα έχει αρχίσει η μετακίνηση σε άλλους πλανήτες; Θα έχουν νόημα τα σύνορα; Θα έχουν καταργηθεί οι τοπικές διάλεκτοι (οι γλώσσες;). Και το πιο σημαντικό ερώτημα: Θα υπάρχει οικουμένη σε εκατό χρόνια; Θα υπάρχει, δηλαδή, το ανθρώπινο είδος όπως περίπου το γνωρίζουμε ή θα έχει αρχίσει η απαλλαγή της γης από το πιο ενοχλητικό εκ των δημιουργημάτων της;
Θα δούμε. Όσοι ζήσουμε ως το 2121 θα λύσουμε τότε τις απορίες μας.

Παρασκευή 23 Μαρτίου 2018

Ένα ακόμη απόσπασμα


Σε προηγούμενες αναρτήσεις μου, καταχώρησα το πρώτο κεφάλαιο ενός νέου βιβλίου μου που πάει σε παλιές εποχές, στη μυθολογία. Το βιβλίο λέγεται “Ο Μελέαγρος και το κυνήγι του Καλυδώνιου Κάπρου” ή θα έχει τίτλο “Οργή θνητών και αθανάτων”.
Παραξένεψε πολλούς το γεγονός ότι σε αυτό το πρώτο κεφάλαιο μιλά σε πρώτο πρόσωπο ο Καλυδώνιος Κάπρος που πριν μεταμορφωθεί σε κάπρο ήταν Τιτάνας όμορφος και δυνατός.
Για να ενισχύσω αυτή την ευχάριστη (για αρκετούς που μου το είπαν) έκπληξη θα καταχωρήσω κι ένα επόμενο κεφάλαιο του βιβλίου, το τρίτο. Σε αυτό μιλά -σε πρώτο πρόσωπο και πάλι- η Κρομμυωνία Υς (υς στα αρχαία σημαίνει γουρούνα). Είναι η μάνα του Καλυδώνιου Κάπρου, πρώην πανέμορφη τιτανίδα κι αυτή, η Φαία, που την μεταμόρφωσαν οι θεοί σε θηλυκό κάπρο, γουρούνα. Την εξόντωσε ο Θησέας σε έναν από τους άθλους του. Εδώ, η Κρομμυωνία Υς ή Φαία, μας μιλά αφού πια την έχει σκοτώσει ο Θησέας, στον δρόμο της προς τον Άδη, την χώρα των νεκρών.
Θα βρείτε το κείμενο στην επόμενη ανάρτηση με τίτλο "Μιλά η Κρομμυωνία Υς" όπως είναι ο τίτλος του τρίου κεφαλαίου στο βιβλίο. Ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι γιατί η χωρητικότητα του μπλογκ δεν επιτρέπει να έχω και αυτόν τον πρόλογο και όλο το κείμενο σε μια ανάρτηση.
Η επόμενη ανάρτηση βρίσκεται εδώ

Μιλά η Κρομμυωνία Υς


Με έχουν στον προθάλαμο του κάτω κόσμου. Δεν ξέρω για πόσο καιρό θα είμαι εδώ. Πέθανα, αλλά, δεν έχω μεταφερθεί ακόμα στον χώρο των νεκρών. Πέρασα τις πύλες του Άδη αλλά με κρατούν στον προθάλαμο ο Χάρων, ο φίλος μου, κι ο Κέρβερος, ο εξάδελφός μου. Είναι αναπόφευκτο ότι θα κατεβώ σύντομα τα σκαλιά που θα με οδηγήσουν στον κάτω κόσμο. Πριν από αυτό, όμως, ίσως περάσουμε από τον Τάρταρο. Θα συναντήσω τους μεγάλους τιτάνες, τον ίδιο τον Κρόνο, τον μέγιστο Ιαπετό και τον υπέροχο πρόγονό μου, τον Φόρκυ. Πριν πεθάνω οριστικά κι αμετάκλητα, θα ήθελα να τους δω και να τους μιλήσω. Αυτοί είναι αθάνατοι, δεν χρειάζονται το αίμα της Μέδουσας για να ζωντανέψουν. Δέσμιοι μεν αλλά ζωντανοί. Εγώ είμαι θνητή και για να ζήσω λίγες στιγμές πρέπει να πιω από το πολύτιμο αίμα της προγιαγιάς μου. Ο προνοητικός αδελφός μου μού έχει φυλάξει λίγο από αυτό.
Όπως είμαι ξαπλωμένη στη σπηλιά του Κέρβερου, νιώθω πως τίποτε δεν μπορεί πια να με αγγίξει. Το κοφτερό σπαθί του Θησέα δεν μπορεί να με χτυπήσει πια. Οι κατάρες των φτωχών αγροτών που έβλεπαν τα χωράφια τους σαρωμένα στο ορμητικό πέρασμά μου δεν ακούγονται πια. Η χαιρεκακία των θεών δεν με φτάνει. Με έδειχναν στους ήρωες σαν το γουρουνίσιο τομάρι που θα έκαναν έπαθλό τους. Ακόμα κι οι σκέψεις που με κατέθλιβαν, έχουν γίνει ανάλαφρες. Λίγο μου μένει για να πω πως είναι ωραία εδώ στον προθάλαμο κόσμου των νεκρών.
«Σοφή Φαία, ξέρω πως με ακούς» μου λέει ο Κέρβερος.
Δεν κουνιέμαι, μονάχα το γουρουνίσιο μου ρουθούνι για πολύ λίγο φουσκώνει, για να του δείξει πως τον ακούω.
«Δεν ξέρω τι θέλει, αλλά έξω είναι ο Δίας ο Κερασφόρος. Στέκεται και κοιτάει την σπηλιά μου. Μήπως γυρεύει εσένα;»
Χαμογελώ. Από μέσα μου φυσικά. Δεν θα ξοδέψω ούτε μια ελάχιστη μυική κίνηση για να χαμογελάσω με τα χείλια. Έχω τόσο λίγες δυνάμεις ακόμα. Ούτε καν αντιδρώ.
«Να του πω να περάσει; Θα του μιλήσεις;»
Δεν κουνάω ούτε το δαχτυλάκι μου. Μόνο σηκώνω το δεξί αυτί μου λίγο. Δεξί σημαίνει άρνηση. Αρνούμαι.
«Επιτέλους Φαία, λογικέψου. Είναι ο παντοδύναμος Δίας, ο βασιλιάς των θεών στο κεφαλόσκαλο. Μπορείς να αρνηθείς; Αυτός μπορεί να σε ξαναφέρει στον κόσμο των ζωντανών όντων αν το θέλει.»
Δεν του απαντώ. Τι να του πω; πως για μένα καλύτερα θα είναι στον κάτω κόσμο από τον κόσμο των ζωντανών όντων; Κι ο Δίας τι γυρεύει; Ξέρει πως πέθανα, ξέρει ότι η μοίρα μου αυτή είναι αμετάκλητη. Ξέρει πως ούτε μπορώ ούτε θέλω να γυρίσω πίσω. Τι ζητάει λοιπόν από μένα; Δεν με ενδιαφέρει να μάθω. Ένα ακόμη κούνημα του δεξιού μου αυτιού επαναλαμβάνει την άρνησή μου. Ας φύγει ο Δίας.
«Τα ίδια θα κάνεις κι αν έρθει ο Ιαπετός;» ρωτά γεμάτος απορία ο Κέρβερος. «Θα τον διώξεις κι αυτόν;»
Με τα μεγάλα μάτια μου του γνέφω πως “όχι”.
«Πάω τώρα, έχω δουλειά» μου λέει ο φύλακας του κάτω κόσμου και φεύγει.
Μένω αδρανής κι ακίνητη σαν πεθαμένη. Είμαι πεθαμένη. Απλά, έχω λίγες σταγόνες από το αίμα της γοργόνας Μέδουσας που θα μου δώσουν μερικές στιγμές ζωής όταν τις καταπιώ. Αυτό και μόνο με ξεχωρίζει από τους πεθαμένους νεκρούς. Δεν θα τις ξοδέψω όπως-όπως αυτές τις σταγόνες. Πάντως για τον Δία δεν δίνω ούτε μία. Σκέφτομαι τον Έξεχο, το τελευταίο παλικάρι μου. Τα άλλα δύο μού τα εξολόθρευσαν. Ετοιμάζονται και για το τρίτο. Ήταν όλα τους τόσο καλά παιδιά, χαρούμενα, όμορφα, γεμάτα ζωή, δυσθεώρητα, γιγαντιαία. Τιτάνες πραγματικοί τα αγόρια μου πριν καταντήσουν κάπροι.
Προς το παρόν ζω ακόμα με αναμνήσεις μου. Σε λίγο, όταν θα εξαντληθούν κι οι αιμάτινες σταγόνες της γοργόνας, θα γίνω σκιά. Τότε δεν θα έχω μνήμη ούτε προσωπικότητα. Θα βρίσκομαι στον κόσμο των νεκρών. Θα συναντήσω τα παιδιά μου και τους φίλους μου και τους γνωστούς μου αλλά δεν θα τους αναγνωρίσω. Σκιές είναι όλοι οι νεκροί. Περπατούν άσκοπα και δεν θυμούνται, κι όποιος δεν θυμάται, δεν υπάρχει.
«Φαία, μίλησέ μου.» Γνωρίζω τη φωνή του, είναι ο Δίας. «Σήκω» μου λέει απαιτητικά, «θα μιλήσουμε.»
Σηκώνομαι χωρίς να ξοδέψω σταγόνες αίματος γοργόνας. Ο Δίας μπορεί να σηκώσει και νεκρούς αν το θέλει, αρκεί να του δώσει την άδεια ο αδελφός του, ο Άδης.
«Είμαι χαρούμενη» του λέω.
«Που πέθανες ή που θα δεις τους μεγάλους τιτάνες;»
«Για όλα.»
«Έχουμε αφήσει μια κουβέντα στη μέση. Πρέπει να την τελειώσουμε» μου λέει.
Πολλές κουβέντες έχουμε αφήσει στη μέση γιατί πολλές φορές επισκεπτόταν ο Δίας την Φαία. Στην αρχή για να της δείξει πόσο σπουδαίος ήταν και να την πάρει στο κρεβάτι του. Μετά για να της κλέψει μόνο ένα φιλί. Μετά για να αποτρέψει τους άλλους θεούς που την περιτριγύριζαν. Ώσπου, εξαντλήθηκε το ερωτικό του πάθος. Έμεινε πολύ καιρό άκαρπο, γι αυτό μαράθηκε. Και από τότε οι συζητήσεις μας έγιναν φιλοσοφικές. Με ρωτούσε για όλα, κυρίως για όσα ήξερε καλά. Χαιρόταν τις απαντήσεις μου. Όταν κάποια ξέφευγε από το αναμενόμενο χαιρόταν σαν παιδί. Ένα μεγάλο παιδί ήταν ο θεός των θεών. Ο Τιτανοκαύστης Δίας απολάμβανε τη σοφία της Φαίας αφού δεν γινόταν να απολαύσει το κορμί της.
«Ποια είναι αυτή η κουβέντα που τόσο σε επείγει;»
«Πες μου ξανά για τον δικό μου θάνατο» μου λέει.
Πολλές φορές γυρίσαμε σε αυτό το θέμα. Πεθαίνουν ποτέ οι αθάνατοι; Μήπως δεν πέθανε ο Χείρων; Πως πεθαίνουν... μέσα σε πόνους από δηλητήρια όπως ο σοφός Κένταυρος;
«Θα πεθάνεις μεγάλε Δία όταν θα σε ξεχάσουν. Όταν οι άνθρωποι, που τώρα προστατεύεις και τακτοποιείς, γίνουν θεοί και δεν σε χρειάζονται πια.»
«Πως θα γίνουν θεοί; Δεν θα τους αφήσω.»
«Με αυτά που τους έμαθες θα θεοποιηθούν. Θα φτιάξουν μηχανές που θα πετούν πιο ψηλά και πιο γρήγορα από σένα. Θα παίζουν ανεβαίνοντας στον Όλυμπο. Θα πετούν πάνω από το πιο ψηλό παλάτι σου. Οι κεραυνοί τους θα είναι πιο δυνατοί από των Κυκλώπων. Και το χειρότερο όλων: Θα πιστεύουν πως το δικό τους ήθος είναι ανώτερο από το δικό σου. Ακόμα κι οι νόμοι τους θα είναι πιο δίκαιοι από τους δικούς σου. Τότε θα είσαι περιττός, δεν θα σε χρειάζονται πια.»
«Και η Γαία τι θα κάνει; Η Ρέα; Θα μείνουν άπρακτες; Με έσωσαν από τον Κρόνο. Δεν θα με σώσουν ξανά;»
«Η Γη υποφέρει από όλους σας. Από τον Ουρανό που δεν την άφηνε να ανασάνει. Από τον Κρόνο που έτρωγε τα παιδιά του. Από ...»
«Από εμένα. Αυτό δεν θες να πεις;»
«Άσε με να κοιμηθώ. Είμαι κουρασμένη» του λέω.
«Ήρθα να σε ρωτήσω για το τρίτο σου παιδί.»
«Άσ’ το στη μοίρα του. Μην ασχολείσαι άλλο μαζί μας» του λέω. «Αρκετά μας έκανες.»
Ο Δίας φεύγει. Μένω πάλι μόνη. Βυθίζομαι στις σκέψεις μου για να μην χάνω δυνάμεις. Ανόητα παιδιά μού φαίνονταν οι θεοί που με πολιορκούσαν με τις μεταμορφώσεις τους. Γελούσα αλλά τους έδιωχνα. Φέρνω στην μνήμη μου τον υπέροχο Τυφώνα. Τι έρωτας! Ήμουν λόφος, βουνό, όγκος χωμάτινος και πέτρινος. Τεράστια γινόμουν για χάρη του. Αυτός γέμιζε τον ορίζοντα όταν τέντωνε το σώμα του. Τα μακριά του μαλλιά ανέμιζαν από την μια άκρη της Θεσσαλίας ως την άλλη. Το κεφάλι του ξεπερνούσε το Πήλιο. Οι πιο ψηλές κι αιωνόβιες σημύδες ήταν απλοί θάμνοι εμπρός του. Μα ο όγκος δεν ήταν τίποτε. Μαζευόταν αμέσως γιατί δεν του άρεσε η επίδειξη. Γινόταν χορευτής που γυρνούσε γύρω μου. Ιλιγγιώδεις ταχύτητες κι υπέρτερες φυσικές δυνάμεις με έσερναν σε μιαν αέναη περιδίνηση. Απ’ την ένωσή μας βγήκαν τα αγόρια μου.
«Θα ανέβω στον Όλυμπο» μου είχε πει ο υπέροχος τιτάνας το βράδυ πριν από την ορμητικότερη των συνευρέσεών μας. Τα μαλλιά του ήταν ανακατεμένα και το πρόσωπό του φουριόζο. Έμοιαζε σαν να είχε πενήντα κεφάλια και εκατοντάδες χέρια. Κι ήταν αποφασισμένος.
«Πρέπει να τελειώσει πια η αδικία. Η Γαία, η μάνα μου, υποφέρει. Θα γκρεμίσω τον σφετεριστή Δία από τον Όλυμπο και θα ελευθερώσω τους Ουρανίδες
«Πρόσεχε, εσύ είσαι ευθύς, αυτός πονηρός. Οι Κύκλωπες του φτιάχνουν ακόμα κεραυνούς» του είπα.
Δεν ήθελα να τον αποτρέψω από την μοίρα του, όσο κι αν θα ήταν καταστροφική. Μόνο να τον προειδοποιήσω ήθελα. Άλλο να γνωρίζει κι άλλο να εκπλήσσεται.
«Κι ο Πήγασος, το φτερωτό άλογο, κουβαλάει κεραυνούς από την Θάσο απέναντι στον Όλυμπο» συνέχισα.
«Θα παλέψουμε σε τίμια μάχη, σώμα με σώμα, πρόσωπο με πρόσωπο. Θα του κόψω τους τένοντες, να μην μπορεί να ρίξει τον κεραυνό» μου είχε πει. «Θα ανατρέψω το καθεστώς του. Η φύση διαμαρτύρεται. Τα πουλιά και τα ζώα έχουν γίνει σκλάβοι των ανθρώπων. Το χώμα κι οι πέτρες πονούν. Οι άνθρωποι με την βοήθεια των θεών σχίζουν τα βουνά για να τους παίρνουν το μάρμαρο. Βγάζουν χώμα και το καίνε για να λιώνουν το σίδερο. Αυτό πρέπει να αλλάξει.» επέμενε.
Τι υπέροχος που ήταν! Το κεφάλι του ακουμπούσε στον ουρανό. Τα χέρια του, όταν με αγκάλιαζαν, τύλιγαν ένα βουνό. Γι αυτό εγώ, τιτανίδα αγέρωχη κι άπιαστη, γινόμουν πρώτα λόφος και μετά βουνό ... για να με πιάνει. Όλες όσες πήγαιναν μαζί του, άφηναν το άρωμά τους πάνω του. Μύριζα το αφράτο χώμα από την συνεύρεσή του με την γλυκιά Έχιδνα, μύριζα την αρμύρα της Καλυψώς. Η Καλλιρρόη, η Φοίβη, η Ζευξώ, άφηναν πάνω του τα δικά τους αρώματα. Οι Πλειάδες, κόρες του Άτλαντα, χαίρονταν με την καλοτυχία μου. Με όποια κι αν πήγαινε ο Τυφών γινόταν αιτία απόλαυσης για την επόμενη. Κι εγώ συνέλεξα τους χυμούς όλων των ερώτων του μια τελευταία μέρα πριν την σύγκρουσή του με τον φοβερό Δία. Και γέννησα τους καρπούς του που ήταν τα αγαπημένα μου παιδιά. Άραγε πόσους αιώνες, πόσους χρόνους ή πόσους ενιαυτούς να κράτησε αυτή η ευτυχία;
«Αυτός είναι ο Αιγέας» μου λέει ο Κέρβερος από δίπλα και μου δείχνει τον πατέρα του Θησέα. «Θέλεις να του μιλήσεις;».
Έχει έρθει πάλι ο καλός αδελφός μου και μου μιλάει. Με βγάζει από την ονειροπόλησή μου. Θέλει να με παρηγορήσει γιατί νομίζει πως υποφέρω.
«Άσε τον Αιγέα στην ησυχία του» του λέω. «Δεν θέλει να του μιλάμε. Μην τον ενοχλήσεις.»
Ο πρώην βασιλιάς της Αθήνας είναι τώρα μια σκιά που περπατά χωρίς να ξέρει που πηγαίνει. Ξέμεινε και βρέθηκε εδώ στον προθάλαμο του Άδη. Σύντομα ξαναμπαίνει στην κοιλάδα των νεκρών. Μόλις που προλαβαίνω να τον δω χωρίς να κουνηθώ από την θέση μου. Ένας γεράκος ασπρομάλλης που έπεσε από τον πιο ψηλό βράχο του Σουνίου κι αυτοκτόνησε. Δεν άντεξε τον χαμό του γιου του όταν είδε τα μαύρα πανιά στο κατάρτι του πλοίου που γύριζε από την Κρήτη.
«Καημένε Αιγέα. Πήγες από τον πόνο για τον χαμό του. Κι όμως, ούτε καν γιος σου δεν ήταν ο Θησέας!»
Άλλο ένα θύμα του Θησέα κι αυτός. Από αμέλεια φυσικά. Ποια άλλη μπορεί να είναι η αιτία που ένας ήρωας σκοτώνει; Μόνο η αμέλεια κι η χαρά του φόνου. Είτε γιατί ξεχάστηκε, είτε γιατί δεν ξέρει. Μέσα στην πλήρη άγνοιά του, το εκτελεστικό όργανο των θεών σκοτώνει για να κάνει άθλους. Είναι πάντοτε ανεύθυνος, αφελής κι οδηγημένος εξ ολοκλήρου από τους θεούς. Έτσι βρέθηκε ο Θησέας απέναντί μου στον Κρομμυώνα. Ερχόταν από την Τροιζήνα για να παρουσιαστεί στον πατέρα του, τον Αιγέα στην Αθήνα. Είχε μαζί του, σαν απόδειξη της ευγενικής καταγωγής του, το ξίφος του πατέρα του. Όμως, πιο ισχυρή απόδειξη πως αυτός ήταν ο “εκλεκτός”, ήταν οι άθλοι του. Καθώς προχωρούσε το ταξίδι του, αυτοί οι άθλοι έπειθαν τον καθένα για την θεία και βασιλική καταγωγή του. Ένας τέτοιος “άθλος” θα ήμουν κι εγώ.
Είχε φτάσει εκεί όπου οι Μεγαρείς ξεφορτώνουν τα σακιά με τα κρεμμύδια, ανάμεσα Μέγαρα και Κόρινθο. Εκεί τριγύριζα κι εγώ. Από ερωμένη του τρομερού Διοκτόνου Τυφώνα, είχα γίνει μια γουρούνα, μια Ύς, που με έλεγαν Κρομμυωνία. Το όνομά μου, Φαία -που είχα πάρει από την τροφό μου- είχε σχεδόν ξεχαστεί. Η απίστευτη ομορφιά μου, είχε κι αυτή ξεχαστεί. Η καταγωγή μου ήταν άγνωστη. Κανείς δεν ήξερε την Έχιδνα όπως ήταν μα μόνο όπως την είχαν καταντήσει. Κόρη τέρατος ήμουν κι εγώ. Εκεί που χάιδευα απαλά τους πιο λεπτούς μίσχους των λουλουδιών, τώρα τα πατούσα άθελά μου και τα τσάκιζα. Δεν άντεχα πια ούτε εγώ η ίδια τον εαυτό μου. Ήμουν θνητή και, έτσι, περίμενα πως και πως την ευτυχισμένη ώρα του θανάτου μου. Όταν έμαθα ότι, στον δρόμο του, ο Θησέας πραγματοποιούσε τους άθλους του, ήξερα πως είχε έρθει η ώρα μου. Τον συνάντησα σε ένα τρίστρατο. Είχε αισθανθεί κι εκείνος την παρουσία μου και στεκόταν με την ασπίδα του στο στήθος και το σπαθί του στο χέρι. Τόσο νέος και τόσο αφελής!
«Γιε του Δία» του φώναξα με την γουρουνίσια μου αλλά κι ανθρώπινη φωνή. «Θα δοξαστείς σκοτώνοντας μια γουρούνα;»
Έδειξε έκπληκτος που με άκουσε να μιλάω. Ήμουν το πρώτο τέρας με ζωώδη μορφή που του μιλούσε.
«Είμαι ο γιος του Αιγέα» απάντησε.
«Αν είσαι βασιλιάς, ή γιος βασιλιά, εμπρός ασχολήσου με βασιλικά έργα. Άσε μια γουρούνα στον τόπο που ξεφορτώνουν κρεμμύδια» του είπα.
Δεν ήξερε ακόμα ούτε τον ρόλο του στην τάξη του Δία ούτε τον κόσμο που πήγαινε να φτιάξει. Εγώ, όμως, γνώριζα καλά την αποστολή του. Μου είχε μιλήσει ο Δίας γι αυτήν. Δεν μου είχε πει ο παντοδύναμος θεός πως αυτός θα ήταν ο εκτελεστής μου, μόνο για τον προορισμό του μου είχε μιλήσει. Ο Θησέας θα μετέτρεπε την Αττική σε πόλη και θα προσπαθούσε να φτιάξει θεσμούς ισονομίας κι ισοκρατίας. Θα ήταν ο πρώτος από τους ήρωες που θα επιχειρούσε τέτοιου είδους κατόρθωμα. Η δημοκρατία του θα ήταν βραχύβια αλλά θα ήταν κι η βάση για τα μελλούμενα. Φαινόταν ειλικρινής ο Πολιεύς θεός των θεών.
«Θα φτιάξει την πρώτη πόλη ενώνοντας οικισμούς» μου είχε πει. «Το καταλαβαίνεις πόσο σημαντικό είναι; Βουλευτήριο, εκκλησία του δήμου, μοίρασμα της εξουσίας στον δήμο!» Ήταν ενθουσιασμένος ο Κρονίδης Ζευς όπως ενθουσιάζονται όλοι οι θεοί όταν παίζουν.
«Για να τις μοιράζονται τι;ς εξουσίες, θα πει πως θα τις έχουν ...» του είπα.
«Ναι. Θα έχουν εξουσίες και θα τις μοιράζονται. Όπως οι θεοί μοιραζόμαστε τις δικές μας εξουσίες.»
«Εσείς δεν κάνετε κλήρωση. Αυτόν, όμως, θα τον βάλεις να στήσει κληρωτήρια» του είχα πει.
«Εμείς είμαστε λίγοι και ... αθάνατοι. Θα ήταν αφάνταστα βαρετό να κληρώνουμε εξουσίες χιλιάδες φορές. Κι επί πλέον δεν το έχουμε ανάγκη. Οι θνητοί είναι αλλιώς. Αυτός θα είναι ένας τρόπος να νιώσουν πολίτες της πόλης κι όχι ιδιώτες. Να νιώσουν αξιοπρεπείς και να δώσουν ένα νόημα στη ζωή τους.»
“Πόλεις”, “νόημα της ζωής”, “ιδιώτες”. Πόσο αστείο μου φαινόταν να ασχολείται με αυτά ο Μέγιστος των θεών.
«Ο κόσμος θα αλλάξει» μου είπε εκστασιασμένος.
Ήταν πάντα συγκινητικός αυτός ο θεός του σύμπαντος κόσμου όταν ονειρευόταν. Σκεφτόμουν πως έκανε μέγα λάθος που νόμιζε πως οι θνητοί τον εκτιμούσαν για τα έργα του. Γι αυτήν την αγάπη που εξέπεμπε τον αγαπούσαν. Όσο κι αν έπαιζε μαζί τους, τελικά το συμπαθούσε το γένος τους, όταν δεν το ζήλευε.
«Όταν θα εξαπολύσεις αυτόν τον γιο σου, τον Θησέα, να μου τον δείξεις» του είχα ζητήσει. «Θα είναι όμορφο μυαλωμένο και δυνατό παλικάρι.»
«Ναι, θα στον δείξω» μου είχε πει με ένα είδος ντροπής κι είχε εξαφανιστεί.
Τότε δεν είχα καταλάβει γιατί. Τώρα γνώριζα. Δεν θα μου τον έδειχνε απλά και μόνο. Θα μου τον έστελνε για μακελάρη! Ο γιος του έπρεπε να κάνει άθλους για να αποδείξει πως ήταν ήρωας, και τέτοιος άθλος θα ήταν ο χαμός μου. Θα περνούσε, βέβαια, καιρός πολύς μέχρι να συμβεί αυτό. Ο χρόνος κυλάει αλλιώτικα στους θεούς από ότι στους ανθρώπους. Πάει κανείς μπρος στον χρόνο κι έρχεται πίσω εύκολα κι οι διάρκειες είναι αλλιώτικες. Κι αυτή η συζήτηση με τον Πατέρα των θεών είχε γίνει πριν από πολλούς αιώνες. Τότε που ήμουν όμορφη και ποθητή κι ο Δίας με πολιορκούσε. Τότε μου έλεγε πως με την ομορφιά μου τον ελκύω και με την σοφία μου τον αλυσοδένω. Αυτά όμως ήταν παρελθόν. Τώρα ήμουν μια γουρούνα που έκανε καταστροφές στα χωράφια και σκότωνε τους ανθρώπους της περιοχής. Ιδανικό θύμα για να εξαλειφτώ. Και νά τον ο γιος του Δία ή του Αιγέα, μπροστά μου κι ασπιδοφόρος, ακριβώς γι αυτό, για να με εξαλείψει.
Όταν ο Θησέας με άκουσε να του μιλώ, κατάλαβε πως δεν ήμουν απλά ένα τέρας, αλλά, κάτι περισσότερο. Δίστασε για μια στιγμή και με κοίταξε διερευνητικά. Κατέβασε το σπαθί του και χαλάρωσε το σφίξιμο της ασπίδας του. Τότε φοβήθηκα μην με παρατήσει. Ήταν η μοίρα μου και τον είχα ανάγκη. Έπρεπε να με σκοτώσει για να απαλλαγώ από το βάσανο της γουρουνίσιας μου ζωής.
«Μη με φοβάσαι γιε του ανθρώπου» του είπα.
«Κανέναν δεν φοβάται ο γιος του Αιγέα.»
Το ήξερε ή δεν το ήξερε ακόμα πως ήταν γιος του Δία; Θα μπορούσε να είναι και δικός μου γιος. Δεν ήταν γιγάντιος, ούτε πανέμορφος, ούτε υπέροχος σαν τιτάνας, ήταν όμως γενναίος και αξιόλογος. Το πρόσωπό του έδειχνε την αποφασιστικότητά του. Τον ζήλεψα που, ενώ δεν γνώριζε τίποτε, νόμιζε πως τα γνώριζε όλα. Η συνταγή της αθωότητας και του θάρρους που έπρεπε να έχει για να τα βάλει με μια τιτανίδα.
«Όλοι οι άνθρωποι με φοβούνται» του είπα ξανά.
«Ο Θησέας όχι» μου απάντησε.
Του έδειξα ένα λευκό κρίνο που μόλις είχε βλαστήσει.
«Αυτό μόνο δεν φοβάται» είπα. «Είναι ένα λευκό κρίνο κι ο μίσχος του έχει νέκταρ. Πάρε να πιεις.»
«Δεν θα με ξεγελάσεις μάγισσα γουρούνα» μου είπε και μου επιτέθηκε.
Το σπαθί του χτύπησε στη ράχη μου. Η ράχη μου ήταν ξύλινη. Τι κοφτερό μέρος του σπαθιού καρφώθηκε στο ξύλο και έφυγε από τα χέρια του. Το είχα στην πλάτη μου καρφωμένο. Τον είδα να πιάνει ένα ρόπαλο. Κούνησα την πλάτη μου και το σπαθί ξεκόλλησε από πάνω μου κι έπεσε στο χώμα. Μ’ αυτό και μόνο μ’ αυτό θα με σκότωνε. Άφησε το ρόπαλο κι έπιασε το ξίφος. Μου κατάφερε ένα χτύπημα στον λαιμό. Ωραία! Αισθάνθηκα το αίμα να κυλά στο στήθος μου και μούγκρισα ευχαριστημένη. Πονούσα αλλά το απολάμβανα. Έπεσα κάτω και τον περίμενα. Ένα ακόμη χτύπημα με βρήκε στον λαιμό. Ήταν χοντρός και καλυμμένος με ξύλο φτελιάς ο λαιμός μου. Το ξίφος του δεν μπορούσε να τον διαπεράσει. Ξάπλωσα ανάσκελα. Το ξίφος του μπήχτηκε στην καρδιά μου. «Επιτέλους .... το τέλος!» σκέφτηκα. Τον θυμάμαι ακόμα πάνω μου. Στα μάτια του υπήρχε μια λύπη αληθινή που ξεπερνούσε τις προσδοκίες μου. Τον αγάπησα και τον ζήλεψα. Η μάνα του ήταν τυχερή γυναίκα.
Με διακόπτει από τις αναμνήσεις μου ο Χάρων.
«Θέλεις να δεις τον Ιαπετό; Θέλεις να δει τον Κρόνο;» με ρωτάει. «Έλα μαζί μου» μου λέει.
Πίνω μια σταγόνα από το αίμα της Μέδουσας. Δυναμώνω, σηκώνομαι με παίρνει απ’ το χέρι και τον ακολουθώ. Διασχίζουμε τον Αχέροντα ποταμό. Κάνουμε βουτιά στο σκοτάδι και βλέπουμε τον Φλεγύα με την βάρκα του. Καταδικασμένος ο τιτάνας στα μέρη αυτά, μας βοηθά να αποφύγουμε τον χώρο των νεκρών. Πιο κάτω είναι οι κόρες κι οι γιοι της Νύχτας. Είναι ο Εγωισμός, ο Φθόνος, η Οργή, η Οκνηρία, η Φιλαργυρία, η Λαιμαργία κι η Λαγνεία. Φτάνουμε σε ένα σημείο από όπου βλέπουμε ψηλά πάνω μας τον κόσμο των ζωντανών πλασμάτων. Ακόμη πιο ψηλά είναι οι ουράνιοι κόσμοι. Είμαστε στις όχθες του Ωκεανού, στην άκρη του κόσμου. Είναι εκεί η Σελήνη, που μόλις έφτασε, κι ο Ήλιος που ετοιμάζεται να βγει για τη νέα μέρα. Τα χρυσά άλογα στο άρμα του χλιμιντρίζουν. Πιο εκεί είναι ο Ερμής κι η Αφροδίτη και μαζί τους ο Δίας. Κάτω είναι φυλακισμένος ο Κρόνος και κοντά του έχει τον Αστραίο να τον φυλάει. Όλος ο εκπληκτικός κάτω κόσμος είναι στα πόδια μας.
«Σ’ ευχαριστώ Χάροντα για το ταξίδι» του λέω.
«Δεν θα δεις τον Ερύμανθο ούτε τον Χαλκέα. Αποφύγαμε τον κόσμο των νεκρών» μου λέει.
«Ο Έξεχος;» τον ρωτάω.
«Δεν έχει τελειώσει ακόμα το κυνήγι στην Καλυδώνα» μου απαντάει.
Βλέπω τον τιτάνα Ιαπετό, τον πατέρα του Προμηθέα, του Επιμηθέα και του Άτλαντα. Αυτός κι ο Κρόνος, οι ισχυρότεροι τιτάνες. Έχει κατέβει εδώ στον Τάρταρο ο γιος του και υπέροχος τιτάνας Προμηθέας και του μιλάει. Πιο εκεί, η τιτανίδα Φοίβη, μητέρα της Εκάτης, της Αστερίας και της Λητώς. Φυλακισμένη με κλειδαριές του Ήφαιστου και φύλακες του Εκατόγχειρες. Η Φοίβη μιλά με τον Υπερίωνα, τον πατέρα του Ήλιου, της Σελήνης και της Ηώς. Ζαλίζομαι από την απίστευτη ομορφιά που κρύβεται σε αυτά τα βάθη, σκεπασμένη από το Έρεβος.
«Θέλεις να τους μιλήσεις Φαία;» με ρωτάει ο Χάρων.
«Τι να πω στους μεγάλους τιτάνες, που τα έβαλαν με τους θεούς και δεν μετάνιωσαν ποτέ; Τι να τους πει μια Φαία, που οι θεοί την έκαναν γουρούνα;»
Ο Υπερίων με πλησιάζει. Δίπλα του είναι η Φοίβη. Μου δίνει μια αργυρή λεκάνη με νερό. Είναι απόλυτα λεία η επιφάνεια του νερού και μοιάζει με καθρέφτης.
«Μην σκιάζεσαι Φαία. Κοίτα το πρόσωπό σου» μου λέει.
Κοιτάζω και βλέπω εμένα σαν Φαία κι όχι σαν γουρούνα.
«Σε ευχαριστώ Φοίβη λαμπρότατη, θεά της Σελήνης» της λέω. «Γιατί είμαι θνητή αλλά έκανες την εικόνα μου αθάνατη.»
Ο Υπερίων μου δείχνει στον ουρανό τις Πλειάδες.
«Αυτές κρατούν συντροφιά στον αγαπημένο σου γιο» μου λέει. «Κάθε βράδυ μιλούν, γελούν και κλαίνε μαζί του.»
Όσο με ανακούφισε η εικόνα μου στον καθρέφτη της Φοίβης άλλο τόσο με ησύχασε ο λόγος του Υπερίωνα. Βλέπω την Ευρυφάεσσα. Είναι η μητέρα του Ήλιου.
«Χαίρε Πολύφωτη» της λέω.
«Χαίρε Φαία, τιτανίδα κόρη της έξοχης Έχιδνας και του Τυφώνα, γυναίκα του Τυφώνα, σοφή τιτανίδα ανυπότακτη!»
Ο Χάρων μου λέει πως πρέπει να φεύγουμε.
«Μας περιμένει ο Κέρβερος» μου λέει.
«Δεν περίμενα τόσο όμορφα δώρα» του λέω. «Είμαι πολύ χαρούμενη που μου τα έδωσαν.»
Γυρίζουμε στον προθάλαμο της χώρας των νεκρών. Θα μείνω για λίγο ακόμη εδώ. Ξαπλώνω σε ένα λείο βράχο. Κλείνω τα μάτια μου. Δεν θα σπαταλήσω άλλη από την ελάχιστη ζωντανή ζωή που έχω μέσα μου.
Σκέφτομαι τον κάτω κόσμο και τον ακόμα πιο κάτω, τον Τάρταρο, εκεί που με πήγε ο Χάρων. Σκέφτομαι τον πάνω κόσμο και τον ακόμα πιο πάνω, τον ουράνιο, όπως μου τον έδειξαν ο Δίας κι ο Τυφώνας. Τέσσερα επίπεδα με διαφορετικά στρώματα του αέρα. Κάτω Έρεβος, πιο πάνω σκότος, πιο πάνω η Μέρα κι η Νύχτα κι ακόμη πιο πάνω ο αιθέρας. Πώς να γεννήθηκε άραγε αυτός ο κόσμος και πώς να πεθάνει; Λένε πως όλα τα γέννησε η Γαία, η πρωταρχική ουσία, με τον έρωτα. Και την Γαία ποιος την έφτιαξε; Υπήρχε πάντα και θα υπάρχει. Ούτε αναλλοίωτη, ούτε αιώνια. Υποκείμενη στις αλλαγές, μέρος του σύμπαντος που αλλάζει, αλλά σταθερή αρχή των πάντων.
Ο κόσμος! Άραγε ποιος τον έφτιαξε και ποιος μπορεί να τον χαλάσει; αναρωτιέμαι. Πόσοι άλλοι τέτοιοι κόσμοι, με Γαίες κι Ουρανούς, με Τάρταρους και με κάτω κόσμους, υπάρχουν; Τι είμαι εγώ; Τι είναι η Φαία μέσα σε όλη αυτή την απειρία μορφών; Μια κουκίδα άμμου σε μιαν ατελείωτη αμμουδερή παραλία. Ίσως ένα αστέρι μοναχά, μέσα στα πολλά εκατομμύρια των άστρων του νυχτερινού ουρανού. Ίσως και κάτι ακόμα λιγότερο. Που βλέπει όσα μπορεί και της διαφεύγουν όλα τα άλλα. Που ο κόσμος μέσα από τα μάτια και τη σκέψη της παίρνει σάρκα και οστά. Πνίγομαι από την ασημαντότητα και την απεραντοσύνη μου. Δίνω πίσω την σταγόνα από το αίμα της Μέδουσας στον Χάροντα.
«Πάρε το αίμα και φύλαξέ το για κάποιον άλλον» του 
λέω. «Κουράστηκα. Θέλω να πάω στον κόσμο των νεκρών. Εκεί όπου δεν έχεις ταυτότητα, δεν έχεις μνήμη, δεν έχεις σκέψη.»
«Χαίρε σοφή Φαία» μου λέει.
Ο Κέρβερος ανοίγει την πόρτα και με χαιρετά με σεβασμό. Του χαμογελάω. Αυτός θα μείνει, υπηρέτης της τάξης των θεών, θα φυλάει τις πύλες του Άδη. Εγώ φεύγω. Τα πουλιά του δάσους κάτι έχουν καταλάβει και τιτιβίζουν. Κάποια άλογα χλιμιντρίζουν και τρέχουν στις πλαγιές του Πηλίου. Ένα σκαθάρι στέκεται απέναντί μου και χαμογελά. Γρυλίζω με την γουρουνίσια φωνή μου και τους χαιρετώ.
Προχωρώ στην ανυπαρξία. Χωρίς ταυτότητα και χωρίς μνήμη, θα μείνω στη χώρα των νεκρών. Μετά ... κανείς δεν ξέρει, ούτε οι θεοί, ούτε ο Ωκεανός, ούτε οι νύμφες. Ο Λάδων, έξοχος κάποτε τιτάνας και τώρα φίδι τρομερό, με χαιρετά. Κοντά του ο Άτλας που δεν μπορεί να κουνήσει τα χέρια γιατί μ’ αυτά κρατά τον ουρανό. Μ χαιρετά με ένα νεύμα.
Βγάζω μια τελευταία γουρουνίσια κραυγή. Είναι ο δικός μου χαιρετισμός στον Έξεχο, στον υπέροχο μαχητή-θήραμα και γιο μου, στον Καλυδώνιο Κάπρο.
«Φεύγω γιε μου. Να θυμάσαι την σοφή Φαία. Την ήθελαν οι θεοί αλλά αυτή προτίμησε τον Τυφώνα.»
«Πάρε με μαζί σου, Μάνα» ακούγεται μια δυνατή κραυγή, απάντηση στην γουρουνίσια φωνή μου. «Είμαι ο γιος σου, είμαι ο Καλυδώνιος Κάπρος.»
«Δεν είσαι Κάπρος. Είσαι ο Έξεχος» του λέω. Αυτές είναι οι τελευταίες λέξεις που βγαίνουν από το στόμα μου. Περνώ τις πύλες. Κοιτάζω την χώρα των νεκρών. Γκρίζο τοπίο, τίποτε δεν ξεχωρίζει. «Είσαι ο Έξεχος. Είμαι η Φαία» ακούγεται για λίγο μια αντήχηση. Κι ύστερα σιωπή.

Δευτέρα 19 Μαρτίου 2018

Για ποιον λόγο αθωώθηκε ο Αμβρόσιος

Ο Κοντονής -σαν αρμόδιος υπουργός δικαιοσύνης- παρενέβη στην υπόθεση της αθώωσης του αγίου Αμβροσίου. Θα ζητήσει, είπε, τα πρακτικά της δίκης και θα πράξει αναλόγως. Θα δούμε.

Να σημειώσω πως ο μητροπολίτης αθωώθηκε γιατί το δικαστήριο δέχτηκε πως οι χαρακτηρισμοί κι οι "απειλές" του ("είναι τοιούτοι και αποτούτοι" ... και "θα τους κάνω τούτο και το άλλο") δεν αφορούσαν τους ομοφυλόφιλους αλλά τους κυβερνώντες! Δεν τα έλεγε δηλαδή για μια ομάδα πολιτών, τους οποίους -κατά νόμο- δεν μπορούσε να αντιμετωπίζει έτσι με τον δημόσιο λόγο του. Όπως οι συνήγοροί του κι ο ίδιος δήλωσαν, όλα αυτά που έλεγε κι έγραφε ο Αμβρόσιος τα έλεγε από αγανάκτηση για την κυβέρνηση που έφερε στη Βουλή και ψήφισε τέτοιο νόμο. Επομένως, ισχυρίστηκε, δεν ήταν κατά τον νόμο ένοχος του διχαστικού και ρατσιστικού κηρύγματος, όπως έλεγε η μήνυση, αλλά, απλά, έκανε έντονη "αντιπολίτευση"!

Αυτό θα πει πως η δικαστική απόφαση δεν αναιρεί τον αντιρατσιστικό νόμο αλλά θεωρεί πως δεν έχει εφαρμογή στην περίπτωση του Αμβρόσιου. Με την λογική αυτή μπορεί κανείς να απειλεί και να βρίζει την εκκλησία με τον ισχυρισμό ότι όλα αυτά αφορούν όσους νομοθέτησαν την ανακήρυξη του χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας. Ίσως γι αυτό να έχει ενδιαφέρον η συνέχεια. Προσωπικά εγώ δεν θα ήθελα να τιμωρηθεί κανείς Αμβρόσιος. Όχι από σεβασμό στο αξίωμά του αλλά γιατί πιστεύω ότι ο καθένας μπορεί να λέει ό,τι θέλει κι είναι στην κρίση μας να τον πιστέψουμε ή όχι. Δεν θέλω να με προστατεύουν από "κακά" διαβάσματα ή ακούσματα, απλά θέλω να μου δίνουν την δυνατότητα να απαντώ σε αυτά με ίσους όρους.