Παρασκευή 20 Απριλίου 2018

Μελέαγρος και Αταλάντη

Μόλις τελείωσα ένα ακόμη βιβλίο. Είναι πάλι ένα "ιστορικό" μυθιστόρημα, και βάζω τα εισαγωγικά στη λέξη "ιστορικό" γιατί δεν έχει να κάνει με ιστορία το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται η υπόθεση αλλά με την μυθολογία. Θα μπορούσε να είναι ένα "μυθολογικό" μυθιστόρημα αν ο όρος υπήρχε ή ήταν σε χρήση.
Ο τίτλος του είναι "ΜΕΛΕΑΓΡΟΣ και ΑΤΑΛΑΝΤΗ" και υπότιτλός του "στο κυνήγι του Καλυδώνιου Κάπρου". Η υπόθεση εκτυλίσσεται μια γενιά πριν τα Τρωικά (γύρω στο 1.300 π.Χ.) κι έχει να κάνει με ιστορίες που ξέρουμε από την Ιλιάδα και από τους τραγωδούς.
Δεν θα μπω σε λεπτομέρειες, εξ άλλου τρία κομμάτια (από τα κεφάλαια 1ο και 3ο) έχω δημοσιεύσει σε παλιότερες αναρτήσεις. Θέλω όμως να πω δυο μόνο λόγια για την αίσθηση που είχα όλον αυτόν τον καιρό που το έγραφα. Το άρχισα κάπου στις αρχές Απριλίου και το τελείωσα πριν λίγες μέρες. Θέλει ξαναδιάβασμα, γράψιμο, διορθώσεις, επιμέλεια κτλ. αλλά σε γενικές γραμμές γράφτηκε. Αυτόν τον ενάμιση μήνα βρέθηκα σε κόσμους εκπληκτικούς, κόσμους τιτάνων και θεών και ηρώων. Είδα τους ανθρώπους και τη φύση με ένα βλέμμα που ποτέ δεν είχα ξαναδεί. Δεν ξέρω τι θα κερδίσουν οι αναγνώστες -αν φτάσει ποτέ σε αυτούς το βιβλίο- ξέρω όμως πως εγώ κέρδισα πολλά γράφοντάς το. Γιατί βέβαια για να γράψει κανείς μια σελίδα, διαβάζει δυο και σκέφτεται τρεις.

Αντί να λέω λόγια, θα παραθέσω ένα απόσπασμα ακόμη.
Είναι η ερωτική σκηνή, ανάμεσα σε Μελέαγρο και Αταλάντη. Αυτοί οι δυο έκαναν παιδί, τον Παρθενοπαί που ήταν κι ένας από τους Επτά επί Θήβαις. 
Η Αταλάντη ήταν παρθένα. Ο Μελέαγρος αφού καθάρισε με τους εχθρούς της Καλυδώνας ήρθε και την βρήκε. Την άλλη μέρα θα σκοτωνόταν από τον Απόλλωνα. Πάνω κάτω το ήξεραν κι οι δυο. Η περιγραφή είναι σε πρώτο πρόσωπο. Μιλά η Αταλάντη και μας τα διηγείται σε χρόνο ενεστώτα.
Το απόσπασμα (ένα μέρος από 13ο κεφάλαιο):




Μιλά η ερωτευμένη Αταλάντη



    Είναι βράδυ, μετά την μεγάλη μάχη. Όλη μέρα πολεμούσε. Μέχρι το απόβραδο, ο Μελέαγρος είχε εξολοθρεύσει σχεδόν όλους τους Κουρήτες κι είχε σώσει την Αιτωλία. Έμενε μόνο να γίνει η σύλληψη του Θέστιου. Αύριο πια, με το ξημέρωμα, οι Αιτωλοί θα έμπαιναν στην Πλευρώνα, είτε με μάχη είτε με παράδοση. Η νίκη είχε κριθεί κι έμεναν τα μεθεόρτια. Η Καλυδώνα ήταν οριστικά ελεύθερη. Η Πλευρώνα από αύριο θα αποκτούσε ξανά το πατρώο της πολίτευμα χωρίς επικυρίαρχους Κουρήτες. Ο μέγας ήρωας εμψυχωτής και θριαμβευτής τιμήθηκε όσο κανείς άλλος από τον ευγνωμονούντα λαό της Αιτωλίας. Είπαν πως του αξίζει αιώνια τιμή και πως θα του αναγείρουν αγάλματα. Είπαν πως ραψωδοί θα τον υμνούν κι ότι το όνομά του θα χαραχθεί στις μαρμάρινες στήλες για να μείνει αθάνατο. Εκείνος, τους μάζεψε έξω από τα τείχη της Πλευρώνας κι έστησε τις σκοπιές. Τους είπε να τον περιμένουν να γυρίσει το ξημέρωμα. Έφυγε τρέχοντας για να με συναντήσει. Κι είναι τώρα μαζί μου.

    Τον έφερε ως τους πρόποδες ο Τειρεσίας. Ύστερα τον οδήγησε ως εμένα άλογο που του έδωσε ο Ασκληπιός. Σαν να μην πέρασε λεπτό από τη στιγμή του αποχωρισμού μας, ανταλλάξαμε φιλιά κι αγκαλιαστήκαμε θερμά. Κι είμαστε τώρα μαζί. Ανάβουμε μια φωτιά για να μας ζεσταίνει και να μας φωτίζει. Καθόμαστε κοντά της. Στην αρχή μου λέει τα καθέκαστα της ημέρας. Αν και μιλά για τον θάνατο στα μάτια του βλέπω τη ζωή.

    «Έτσι τελείωσαν οι Κουρήτες» μου λέει. «Κάποιοι λίγοι που επέζησαν έφυγαν προς την Ευρυτανία.»

    Ύστερα δεν μιλάμε σχεδόν καθόλου, μόνο κοιταζόμαστε. Στα μάτια του μέσα βλέπω τον κόσμο ολόκληρο και δεν με νοιάζει ούτε το παρελθόν ούτε το μέλλον. Με νοιάζει μόνο αυτή η στιγμή που είναι μια αιωνιότητα. Στο πρόσωπό του βλέπω να αποτυπώνεται το ίδιο συναίσθημα. Είναι κάτι σαν ωκεανός ή σαν ποτάμι ορμητικό. Απέραντο και θυελλώδες. Είναι έρωτας!

     Τρώμε, πίνουμε, γελάμε, απολαμβάνουμε την φύση γύρω μας, τον έναστρο ουρανό, τι μυρωδιές των δένδρων. Λίγο μετά, εκείνο το βράδυ, ξαπλώνουμε μαζί. Με αγκαλιάζει και με σφίγγει στα δυνατά του μπράτσα. Εγώ κουρνιάζω στα χέρια του, πάνω στο στήθος του, ήρεμη, ανακουφισμένη, ευτυχής.

     «Δεν ξέρω αν είμαι ήρωας στ’ αλήθεια ή ενεργούμενο των θεών. Ξέρω όμως, σίγουρα, πως είμαι ερωτευμένος» μου λέει.

     «Δεν ξέρω πώς να αγαπώ» του ψιθυρίζω. «Είμαι παρθένα κι ανέγγιχτη. Δεν ξέρω αν είμαι ηρωίδα, ξέρω όμως, σίγουρα, ότι είμαι ερωτευμένη.»

     Κλείνουμε κι οι δυο τα μάτια κι ονειρευόμαστε. Τον βλέπω πάνω σε μια κορυφή του Αράκυνθου. Είναι ένα όρνεο μεγάλο σαν αετός, κυανόχρους, με βλέμμα γερακιού και με πόδια δυνατά σαν του Πήγασου. Είναι ένας φτερωτός ιππαετός. Εγώ είμαι ένας κύκνος στον Πάρνωνα, με ωχρά πόδια φοράδας, κατάλευκο σώμα και με μακριά πορφυρά χαίτη. Ξέρω πως όπως μας βλέπω εγώ, έτσι μας βλέπει κι εκείνος. Σφίγγω το χέρι μου και νιώθω την παλάμη του να με σφίγγει κι αυτή. Σφίγγω τα πόδια μου και νιώθω το κορμί του να με αγκαλιάζει.

     «Κύκνεια παρθένα, είμαι ο ιππαετός Μελέαγρος και θέλω να κάνουμε μαζί ένα παιδί» μου φωνάζει από τον Αράκυνθο.

     «Ήρωα ελευθερωτή, είμαι η ανέγγιχτη Αταλάντη και θέλω να κάνω μαζί σου ένα παιδί» του φωνάζω από τον Πάρνωνα.

     «Γιατί φοράς φτερούγες στα πλευρά» με ρωτά.

     «Γιατί μόλις με πλησιάσεις θα πετάξω σαν κύκνος στον ουρανό» του απαντώ.

     «Θα σε κατακτήσω» μου λέει. Ακούγεται σαν υπόσχεση.

     Πετάγομαι ψηλά στον σκοτεινό ουρανό, που τον φωτίζουν μόνο το φεγγάρι και τα άστρα και ξοπίσω μου τρέχει ο ιππαετός. Πετάμε κι οι δυο πάνω απ’ τα βουνά και τους κάμπους, γλιστράμε στα χωράφια και αγγίζουμε τα σπαρτά. Δεν ακούγονται χτυπήματα από τις οπλές μας, μόνο ο αγέρας που σκίζεται στα δυο καθώς τον διασχίζουμε. Έχει σταθεί η σελήνη, μας κοιτάζει. Τα άστρα έχουν διακόψει για λίγο την κυκλική τροχιά τους και μας κοιτάζουν. Δεν υπάρχει πιο χαρούμενος καλπασμός από τον δικό μας. Τι άλογα υπέροχα που είμαστε. Ίππος κι αετός εκείνος, θηλυκός ίππος και κύκνος εγώ. Δεν είναι γήινη η ομορφιά μας, είναι θεϊκή. Καλπάζουμε όχι στην γη, μα, στον αέρα. Καλπάζοντας ο ιππαετός με προλαβαίνει κι αγγίζει το φτερό του στο πλάι μου. Κάνω να ξεφύγω μα δεν μπορώ. Ημερεύω. Πετάμε μαζί καθώς αφήνεται κι εκείνος στην ορμή μου. Τρέχουμε με μεγάλη ταχύτητα προς την Ηώ, την Αυγή.

     «Όχι στην Ηώ, εκεί κοντά είναι ο Ήλιος» του φωνάζω.

     «Δεν με νοιάζει ο Ήλιος, είμαι ευτυχισμένος» μου φωνάζει.

     «Στην Ηώ θα τελειώσει το ταξίδι» φωνάζω στον ιππαετό. «Ας γυρίσουμε πίσω να κρατήσει κι άλλο.»

     «Όλα τελειώνουν κάποτε» μου λέει εκείνος ιδρωμένος από το απίστευτο τρεχαλητό και το έξοχο παιχνίδι. «Όπως τελείωσε ο Καλυδώνιος Κάπρος, έτσι θα τελειώσω κι εγώ.»

     «Σ’ αγαπώ, κι είμαι ευτυχισμένη» του φωνάζω, «και ... θα γεννήσω το δικό σου παιδί!»

     Με αφήνει για λίγο. Μου λείπει το άγγιγμά του αλλά δεν παύω να καλπάζω μόνη μου στον αέρα. Απολαμβάνω τον ψυχρό και σκοτεινό ουρανό και χαιρετώ τα άστρα που χαίρονται με την χαρά μου. Γυρνώ αργά τον κύκνειο λαιμό μου προς το μέρος του ιππαετού συντρόφου μου. Στρέφω το αλογίσιο σώμα μου, τρέχω να τον προλάβω. Πέφτουμε μαζί.

     «Είμαι ευτυχισμένος» μου λέει όταν φτάνω. Με χαϊδεύει απαλά στον λαιμό αγγίζοντάς με τρυφερά. Πέφτει μόνος του.

     Ξυπνάω τρομαγμένη. Κρατιέμαι σφιχτά στην αγκαλιά του. Ξυπνά κι εκείνος. Ξέρω πως έχουμε ζήσει το ίδιο όνειρο.

     «Είσαι όμορφη, Κυκνοφοράδα» μου λέει χαμογελώντας.

     «Κι εσύ, Ιππαετέ» του απαντώ.

     «Ξημερώνει, πρέπει να φύγω» μου λέει.

     «Να σε περιμένω εδώ;» τον ρωτάω.

     «Έχω υποχρεώσεις με τους Ολύμπιους και τους Χθόνιους θεούς, δεν ξέρω πότε θα τελειώσω με όλα αυτά» μου λέει.

     Αγγίζω την κοιλιά μου. Ξέρω πως έχω συλλάβει το παιδί μας. Τον έχω κιόλας ονομάσει: ο Παρθενοπαίς.