Ο Χάρμος κάνει απολογισμό της ζωής του που είναι και μια αναθεώρηση όσων γράφτηκαν στο Γ' μέρος του βιβλίου μετά την περίφημη Ναυμαχία της Ναυπάκτου.
Για εμάς, που γνωρίζουμε την ιστορία όπως την γράφουν τα βιβλία μας, η Ελληνορωμανία δεν ήταν παρά ένα όνειρο στο ταραγμένο μυαλό του. Ήταν μια δυνατότητα που δεν υλοποιήθηκε. Με παρόμοιο τρόπο όλα αυτά που δεν έγιναν τον 16ο αιώνα, πραγματοποιήθηκαν διακόσια πενήντα χρόνια μετά. Τότε μια οργάνωση (Φιλική Εταιρία) προκάλεσε μιαν εξέγερση και υποδαύλισε τις ξένες δυνάμεις να δουλέψουν για μιαν ανεξάρτητη Ελλάδα που ήδη είχε καταφέρει πολλά μόνη της.
Ας ακούσουμε τον Χάρμο που έχει πια αποσυρθεί σε ένα μοναστήρι στον Πόντο, εκεί από όπου ξεκίνησε μια πολυτάραχη πορεία εξήντα χρόνια πριν με τον Ιάκωβο Ηρακλείδη.
**************************
ΕΠΙΛΟΓΟΣ,
ΣΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑ
Κοιτάζω
μπροστά μου την Μαύρη Θάλασσα και τον
συννεφιασμένο ουρανό της. Ο αέρας φυσάει
δυνατά και αραιές ψιχάλες πέφτουν στα
βιτρό τζάμια του λιτού δωματίου που με
φιλοξενεί. Ένα τζάκι ανάβει συνέχεια,
νύχτα και μέρα όλον τον χειμώνα και με
ζεσταίνει. Βρίσκομαι και πάλι στο σημείο
από όπου ξεκίνησα κι ας έχουν περάσει
εβδομήντα χρόνια από τότε. Είμαι στην
Τραπεζούντα, στον αγαπημένο μου Πόντο,
αυτόν τον συννεφιασμένο και κρύο
Ιανουάριο του 1581. Η υγεία μου έχει
κλονιστεί και ξέρω καλά ότι σύντομα θα
αφήσω εδώ τα κόκαλά μου. Δεν βρίσκομαι
μακριά από την Κερασούντα όπου γεννήθηκα
πριν εβδομήντα ακριβώς χρόνια. Είναι
κοντά ο τόπος όπου έζησα τα παιδικά μου
χρόνια. Την ίδια εικόνα της ίδιας θάλασσας
και τα ίδια μαύρα σύννεφα έβλεπα τότε,
τα ίδια βλέπω και τώρα. Στο διάστημα
αυτό όμως κύλησε η ζωή μου και μεσολάβησαν
πολλά! Λίγοι άνθρωποι στον αιώνα μου
πρόλαβαν να δουν και να ζήσουν τόσο
πολλά.
Όταν
έμαθα για τον τραγικό θάνατο του Ιάκωβου
στη Μολδαβική
Σουτσεάβα ταράχτηκα.
Τα χατζάρια των
Βογιάρων κατάφεραν
και στο μυαλό μου μια πρώτη μαχαιριά.
Ήταν σαν να είχε χαθεί το νόημα της ζωής,
τόσο παράλογο μου φαινόταν αυτό που
είχε συμβεί. Εκείνος με τον οποίο είχα
ζήσει σε όλη μου τη ζωή αχώριστος δεν
υπήρχε. Εκείνος, που το όραμά του είχε
γίνει όραμα όλων μας, δεν ζούσε πια! Για
πρώτη φορά ο θάνατος με είχε αγγίξει
τόσο βαθιά. Για πρώτη φορά ένιωσα τον
παραλογισμό της ζωής! Δεν καταλάβαινα
γιατί θα έπρεπε να ζούμε αφού στο τέλος
θα πεθαίναμε.
Άντεξα
την απώλεια του Ιάκωβου ώσπου δέχτηκα
το δεύτερο χτύπημα. Το νήμα της ζωής της
Διονυσίας μου και της κορούλας μας
Δηιάνειρας κόπηκε κι αυτό απότομα. Τότε
η παλιά μαχαιριά ξαναπόνεσε. Αυτή τη
φορά ο πόνος ήταν ακόμα πιο δυνατός. Δεν
ήταν πια μόνο η ίδια η ζωή παράλογη,
ακόμα πιο παράλογος ήταν ο τρόπος που
είχαμε διαλέξει να την ζούμε. Ένας τρόπος
ζωής συνυφασμένος με πολέμους, ιερούς
ή μη, γεμάτος θανάτους και απώλειες!
Καμιά σκέψη μεταθανάτιας ζωής δεν με
καθησύχαζε. Θα ήταν παρήγορο να σκέφτομαι
ότι -έστω και κάπου μακριά- ο Ιάκωβος κι
η Διονυσία εξακολουθούσαν να ζουν. Θα
τους ξαναζωντάνευα έτσι από την πίσω
πόρτα. Ωστόσο, βαθιά μέσα μου ήξερα πως
η σκέψη αυτή ήταν παρηγοριά για τους
δειλούς. Την ενδόμυχη τάση να μην
παραδεχτείς τον θάνατο την ενίσχυαν οι
παπάδες, οι φιλόσοφοι κι οι θεολόγοι.
Επικαλούνταν ιερές γραφές και προσέφεραν
έναν αυριανό παράδεισο. Ταυτόχρονα
έχτιζαν μια κόλαση στην σημερινή
πραγματική ζωή.
Είπαν
πως το μυαλό μου σάλεψε αλλά αποδείχτηκα
αρκετά δυνατός κι η Φουέντε έγινε το
μεγάλο μου στήριγμα. Άντεξα και κρατήθηκα
και την ερωτεύτηκα. Στήριξα εκ νέου πάνω
της τη ζωή μου και τις ελπίδες μου ότι
δεν θα βουλιάξω στο παράλογο που με
περιτριγύριζε. Με τον Δον Χουάν έχτισα
ξανά από την αρχή το όνειρό μου.
Με
αυτούς τους δυο έζησα τη μεγαλύτερη
μάχη των αιώνων. Στα δοξασμένα νερά,
ανοιχτά της Ναυπάκτου, έγινα μέρος της
μεγάλης νίκης επί του Οθωμανού δυνάστη
της χώρας μου. Ωστόσο, ο απρόσμενος χαμός
της Φουέντε στην αγκαλιά μου, με
αποτελείωσε. Το βέλος που τρύπησε την
καρδιά της, διαπέρασε και τη δική μου
ψυχή, διέλυσε το μυαλό μου. Όλα τα γεγονότα
από εκεί και μετά είναι θολά. Πέρσι έμαθα
για τον θάνατο του λαμπερού ήλιου, του
πρίγκιπα Δον Χουάν, στα τριάντα του
μόλις χρόνια. Μια αρρώστια των ελών των
Κάτω Χωρών τον κατέβαλε. Νιώθω πως κι η
δική μου ζωή πλησιάζει πια ταχύτατα
προς το τέλος της. Δεν θα περιμένω αυτό
το τέλος με παρακάλια και δάκρυα σαν
δειλός. Θα το δώσω εγώ, αύριο κιόλας, με
αξιοπρέπεια κι εγκαρτέρηση.
Σ’
όλους τους ανθρώπους, στη διάρκεια του
βίου τους, συμβαίνουν πολλά, σε μένα
όμως συνέβησαν περισσότερα. Άλλοτε
ήμουν απλός θεατής-ακροατής κι άλλοτε
συμμέτοχος πράξεων σπουδαίων και
ξεχωριστών. Αυτά που έζησα και είδα ήταν
πολλά κι ασυνήθιστα γι αυτό τα διηγήθηκα
και, μάλιστα, τα κατέγραψα. Η ιστορία
μου είναι η ιστορία του αιώνα μου και
της γενιάς μου. Κι αν η διήγησή μου
γεμίζει με κουραστικές λεπτομέρειες,
είναι γιατί πάντα ήμουν ένας γραμματέας.
Οι σημειώσεις μου είναι τόσο λεπτομερείς
που γεμίζουν από μόνες τους μια βιβλιοθήκη.
Γνωρίζω
πως κάποια από τα γραπτά μου θεωρούνται,
απλά, δικές μου φαντασιώσεις. Δέχονται
όλοι ότι όσα γράφω μέχρι την ναυμαχία
της Ναυπάκτου είναι ακριβή, είναι
ιστορία. Όλη μου η υπόλοιπη διήγηση
αμφισβητείται. Μετά την μεγάλη μάχη των
θαλασσών στη Ναύπακτο τον Οκτώβρη του
1571 λένε πως τα έχασα.
Λένε πως εκεί
χτυπήθηκε η Φουεντίνα και πως αυτό
σάλεψε τα λογικά μου. Μέχρι
την επίθεση των ληστών, στον Μαραθώνα
τον Αύγουστο του 1574 αμφισβητούνται
οι διηγήσεις μου. Λένε πως τίποτε δεν
είναι αληθινό, όλα βγήκαν από το κεφάλι
μου το ταραγμένο. Ο αναγνώστης των
γραπτών μου ας με διαβάσει και ας κρίνει
μόνος του αν αυτά που γράφω συνέβησαν
ή όχι.
Κάποιοι
διηγούνται την ιστορία αλλιώς και λένε
πως τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά.
Λένε ότι Ελληνορωμαϊκή Πολιτεία δεν
υπήρξε ποτέ και πουθενά αλλού, παρά μόνο
μέσα στο ταραγμένο μου μυαλό. Τα έχω
ακούσει κι εγώ αυτά και μ’ έχουν πληγώσει.
Λένε πως το κακό έγινε στην κορύφωση
της ναυμαχίας έξω από τη Ναύπακτο. Το
κατάστρωμα του «Ρεάλ» είχε γίνει ένα
με το κατάστρωμα της «Σουλτάνα». Η Μαρία
η Χορεύτρια κι η φλογερή Φουέντε όρμησαν
πάνω στην τουρκική ναυαρχίδα. Με τις
αστραφτερές πανοπλίες τους και με τα
μαλλιά τους μαζεμένα, ρίχτηκαν σαν
άντρες στο εχθρικό πλοίο. Όρμισαν μαζί
με την πρώτη ριψοκίνδυνη ομάδα Ισπανών.
Λίγο μετά ο Αλή Πασάς έχασε το κεφάλι
του κι οι Τούρκοι έχασαν την αρμάδα
τους. Λένε πως τότε έγιναν όλα όσα με
έφεραν στο αξιολύπητο σημείο να χάσω
τα μυαλά μου.
Λένε
πως εγώ ακολούθησα σαν τρελός κι
αλαφιασμένος τις δυο τρελές γυναίκες.
Κράτησα σφιχτά στην αγκαλιά μου τη
Φουέντε όταν δέχτηκε ένα δηλητηριασμένο
εχθρικό βέλος ίσια στην καρδιά. Λένε
πως έκλαψα σαν μικρό παιδί όταν εκείνη
ξεψύχησε στα χέρια μου. Λένε πως δέχτηκα
ένα χτύπημα στο κεφάλι που με έριξε σε
κώμα από το οποίο δεν συνήλθα ποτέ μου
οριστικά.
Αλήθεια,
πού ήμουν εγώ όταν χτυπήθηκε η
Φουέντε από το δηλητηριασμένο βέλος;
Στον Μαραθώνα ήμουν ή στη
“Σουλτάνα” όταν την κράτησα
στα χέρια μου κι ένιωσα να φεύγει η
τελευταία της πνοή;
Μα,
μήπως έχει καμιά σημασία το πότε δέχτηκε
το βέλος στην καρδιά της η γλυκιά μου
Φουεντίνα και από ποιον;
Ποια
είναι η διαφορά αν το βέλος αυτό ήρθε
από έναν Τούρκο γενίτσαρο ή από έναν
ληστή Τουρκαλβανό;
Ποια
η διαφορά αν ο
θάνατός την
βρήκε στο
κατάστρωμα της ναυαρχίδας, ανοιχτά
της Ναυπάκτου ή στον Μαραθώνα;
Τι
κι αν το βέλος έσκισε την μεγάλη καρδιά
της πριν από επτά ή πριν από δέκα χρόνια;
Γιατί
ο τόπος κι η ημερομηνία αυτής της
χαριστικής βολής να είναι στοιχεία
καθοριστικά;
Τα
ερωτήματα αυτά, για
το πού και το πώς του τέλους της Φουέντε,
θα μείνουν αναπάντητα.
Για μένα ο
θάνατός της ισοδυναμεί
με το τέλος
των πάντων στον απέραντο
χρόνο και στον άπειρο χώρο.
Όταν
η γλυκιά μου Φουέντε ξεψύχησε στην
αγκαλιά μου, μαζί με την δική της ζωή
τελείωσε κι η δική μου. Κι όταν ο κόσμος
μου χαμήλωσε τα φώτα κι έσβησε, κανένα
γεγονός πια δεν είχε καμιά σημασία. Μήτε
αν πραγματοποιήθηκε εντέλει το όνειρό
μας κι η επανάστασή μας πέτυχε. Μήτε αν
ιδρύθηκε η Ελληνορωμαϊκή
Πολιτεία κι η Φουέντε χάθηκε στον
Μαραθώνα απ’ το βέλος του Τουρκαλβανού.
Μήτε αν η μεγάλη ναυμαχία ήταν μια νίκη
που δεν αξιοποιήθηκε και δεν οδήγησε
πουθενά. Μήτε αν η επανάσταση πνίγηκε
για μια ακόμη φορά στο αίμα. Μήτε αν το
τέλος επήλθε στην σουλτανική ναυαρχίδα
από το βέλος του γενίτσαρου.
Πώς
να βάλεις στην ίδια ζυγαριά και να
συγκρίνεις ένα τεράστιο γεγονός με ένα
προσωπικό βίωμα; Η δημιουργία της
Ελληνορωμαϊκής Πολιτείας αλλάζει την
ιστορία του κόσμου. Ο πρόωρος θάνατος
μιας γυναίκας είναι ένα ασήμαντο γεγονός
μέσα στην απειρία των συμβάντων πάνω
στη γη. Πώς να μην είσαι άδικος όταν
αδιαφορείς για το μεγάλο, το σπουδαίο
κι ο κόσμος σου γίνεται το μικρό και το
ασήμαντο; Όμως για μένα η Φουέντε ήταν
το παν, όπως κι η Διονυσία κι η Διηάνειρα
κι ο Ιάκωβος κι ο Δον Χουάν. Μπορεί να
θυσίαζα πρόθυμα την ζωή μου για ένα
μεγάλο σκοπό, για μιαν Ελλάδα, όμως το
νόημα της ζωής μου ήταν τα μικρά. Οι
άνθρωποι, τα πράγματα, οι τόποι, αυτά
είχαν σημασία για την ζωή μου.
Στη
μυρμηγκοφωλιά που βλέπω εδώ μπροστά
μου, ένα μυρμήγκι ξέφυγε και περπατά
μονάχο του. Ποια να ήταν άραγε η σημασία
της μάχης της Ναυπάκτου γι αυτόν τον
πλάνητα μέρμηγκα; Εκεί έξω, κάτω από την
μεγάλη μηλιά, ένα σκουλήκι σέρνεται
στις κοπριές ενός γαϊδάρου. Πόσο μεγάλη
σημασία έχει γι αυτό το σκουλήκι αν
πέθανε ή αν ζει η Φουεντίνα; Ποια σημασία
έχει για τον μέρμηγκα το πού
ακριβώς και πότε δέχτηκε το βέλος
στην καρδιά της η γλυκιά κοντέσα; Σε
ποια κατάστιχα γράφονται τα σπουδαία
και σε ποια τα δευτερεύοντα; Αν
είναι μονάχα
στα
κατάστιχα του μυαλού μας
καταγεγραμμένα,
τότε ποια η αληθινή τους σημασία;
Αλήθεια,
πώς μας ήρθε να αναστήσουμε μιαν Ελλάδα
που είχε πάψει να υπάρχει εδώ και πάνω
από χίλια χρόνια; Πώς μας ενέπνευσε
αυτή η ιδέα τόσο ώστε να της διαθέσουμε
ακόμα και την ίδια μας την ζωή; Με ποιο
κριτήριο ορίζαμε σαν μεγάλες απώλειες
τους θανάτους του Ιάκωβου Ηρακλείδη
και του Δον Χουάν; Πώς ξεχώριζαν οι δυο
–μονάχα δυο- θάνατοι, όταν στον κόλπο
της Ναυπάκτου χάθηκαν χιλιάδες; Πέθαναν
εκεί μέσα σε πέντε ώρες πάνω από τριάντα
χιλιάδες πολεμιστές ή κωπηλάτες κι από
τις δύο πλευρές; Οι χιλιάδες νεκροί μας
έδιναν χαρά για την ελευθερία μας κι οι
δυο νεκροί μας έκαναν να λέμε πως χάθηκε
το άνθος της γης. Ποιος ζυγίζει τις ζωές
και βρίσκει τις δυο από αυτές να είναι
βαρύτερες από πολλές χιλιάδες άλλες;
Η
Διονυσία τίναξε στον αέρα τα πλοία του
Σοκουλού Μεχμέτ και πήρε την τρομερή
της εκδίκηση. Μαζί με τα πλοία τίναξε
στον αέρα και τον εαυτό της, τίναξε και
την ψυχική μου ισορροπία. Και τι εκδίκηση
ήταν αυτή στ’ αλήθεια; Πώς ήξερε, όταν
πια αυτή δεν θα υπήρχε, ότι θα είχαν
μείνει πίσω της Τούρκοι για να θρηνούν
τις απώλειες; Μέσα από ποιον τάφο θα
πανηγύριζε την εκδίκησή της η γλυκιά
μου γυναίκα; Πρέπει να έχει κανείς μεγάλη
πίστη στην αθανασία για να ζυγιάζει όσα
θα γίνουν μετά τον θάνατό του. Το να
αγνοεί κανείς τον θάνατο προκλητικά,
μου φαίνεται πια εξίσου παράλογο με το
να τον φοβάται. Τα ζώα, τα δέντρα, το χώμα
ούτε αγνοούν τον θάνατο ούτε τον
φοβούνται. Ζουν με σεβασμό και στη ζωή
και στον θάνατο και διαρκούν όσο τους
ζητά η φύση τους. Μόνο ο άνθρωπος ζει
τον παραλογισμό να δίνει στον θάνατο
ιδιότητες λυτρωτή ή τιμωρού.
Οι
πρώτες απώλειες
του Ιάκωβου, της Διονυσίας και της
Δηιάνειρας, κόντεψαν να με κάνουν
να χάσω τα λογικά μου. Με την απώλεια
της Φουέντε φαίνεται πως τα έχασα
οριστικά. Η πρόσφατη απώλεια του Δον
Χουάν με βρήκε σαν φρούτο που έχει
ωριμάσει πολύ κι έχει πια σαπίσει στο
εσωτερικό του. Ένα φρούτο που αύριο θα
γυρίσει στο μαλακό χώμα της γης που το
γέννησε και το περιμένει. Σχεδόν με
ανακούφιση σκέφτομαι για εκείνη την
στιγμή.
Για
χάρη της γυναίκας και της κόρης μου θα
τίναζα ολόκληρο το τουρκικό
στράτευμα στη Λευκωσία
αν μπορούσα. Για χάρη της φλογερής
κοντέσας πρόθυμα θα δεχόμουνα εγώ το
δηλητηριασμένο βέλος που σφηνώθηκε
στην καρδιά της. Για χάρη του φίλου μου
Ιάκωβου θα ξεπάστρευα αν μπορούσα όλο
το γένος των Βογιάρων. Για χάρη του
πρίγκιπα Δον Χουάν θα δεχόμουνα ευχαρίστως
να μολυνθώ εγώ από την αρρώστια που τον
έλιωσε. Θα
έμπαινα, ευχαρίστως, συνειδητά
στη θέση του αν ήταν
εκείνος να ζήσει.
Ο λόγος που θα τα έκανα
όλα αυτά με αυταπάρνηση
κι ευχαρίστηση, είναι γιατί πίστευα σε
ένα σκοπό. Τώρα
πια δεν έχω σκοπό
κανένα για να κρατηθώ, γι αυτό και δεν
λυπάμαι που θα φύγω. Ούτε καν απορία δεν
έχω για το πώς θα
αποτιμηθεί η ζωή μου μετά την αυτοχειρία.
Ψάχνω
να βρω ποιο
ήταν, άραγε, το μέτρο για όλες τις
ως τώρα επιλογές μου. Τί με οδηγούσε
σ’ αυτές, τί τις δικαίωνε και τί τις
δικαιολογούσε. Ήμουν άραγε εγώ αυτό το
μέτρο; Δεν έβλεπα έναν ωφελιμισμό στις
πράξεις μου, κάποιος άλλος θα ήταν ο
κριτής μου. Μήπως ο κόσμος γύρω μου; Μα
θα θυσίαζα χιλιάδες από αυτόν τον κόσμο
για μια και μόνο ζωή! Όχι, το μέτρο δεν
ήμουν ούτε εγώ ούτε ο κόσμος! Το μέτρο
της ζωής μου, τελικά, ήταν οι άνθρωποί
μου και τα όνειρά μου! Ήταν ο Ηρακλείδης,
ο Δον Χουάν, η Διονυσία, η Δηιάνειρα, η
Φουέντε! Ήταν τα μέλη της Αδελφότητας,
το όραμα της επανάστασης και της ελεύθερης
πατρίδας! Αυτοί έκαναν σπουδαίους τους
σκοπούς μου, αυτοί έκαναν την κάθε μέρα
άξια για να την ζω. Αυτοί ήταν το μέτρο
με το οποίο μετρούσα τα πάντα! Ήταν το
μόνο συμπέρασμα που έβγαζε νόημα.
Λένε
για μένα πως οι ιστορίες μου είναι
αληθινές. Λένε πως περιγράφουν γλαφυρά
τον αιώνα μου κι όσα έζησα μέχρι τη
στιγμή που η Φουέντε ξεψύχησε στην
αγκαλιά μου. Για όλα τα άλλα λένε πως
είναι απλές ονειροφαντασίες που συνέβησαν
μονάχα μέσα στο ταραγμένο μου μυαλό.
Λένε
πως η μεγάλη νίκη στη Ναύπακτο πήγε
χαμένη γιατί δεν οδήγησε πουθενά. Δεν
πήγε ποτέ το «Ρεάλ» στον Βόσπορο
φωταγωγημένο. Ο Δον Χουάν κι ο Ουλούτζ
Αλή δεν έδωσαν μάχη
στην Ελαφόνησο, εξαντλήθηκαν μόνο σε
κάποιους
ανούσιους ελιγμούς. Ύστερα, ο
ισπανικός στόλος έφυγε για τη Βόρεια
Αφρική κι οι Βενετοί σύναψαν μια συμμαχία
με τον Σουλτάνο. Η επανάσταση των Ελλήνων,
για μια ακόμη φορά, προδόθηκε και πνίγηκε
στο αίμα. Λένε πως όσοι οπλαρχηγοί και
στρατιώτες σώθηκαν πέρασαν στα Ιόνια
νησιά ή στην Κάτω Ιταλία. Λένε πως οι
τελετές ενθρόνισης του Δον Χουάν και
του Ιάκωβου στον ελληνορωμαϊκό θρόνο
δεν έγιναν ποτέ. Ούτε η Φλωρεντία ούτε
το Ναύπλιο είδαν εστεμμένο. Απλά οι
Βενετοί υπέγραψαν μίαν ακόμη ταπεινωτική
συνθήκη με τους Οθωμανούς και δέχτηκαν
την απώλεια της Κύπρου. Κι εγώ βρίσκομαι
εδώ, για το υπόλοιπο του βίου μου, σε ένα
μοναστήρι στην
Τραπεζούντα. Ήρθα
εδώ μετά από
προσωπική συνεννόηση του Δον Χουάν
με τον Σουλτάνο.
Δεν
με πειράζει ό,τι κι αν λένε. Αυτά που
διηγούμαι ίσως να είναι η πραγματική
ιστορία, ίσως να είναι απλά και μόνο μια
ονειροφαντασία. Ίσως έγιναν όλα ή ίσως
να τα έζησα μέσ’ στο μυαλό μου. Τίποτα,
ωστόσο, δεν αναιρεί την αλήθεια των
προσώπων, των χαρακτήρων τους και των
καταστάσεων. Τίποτα δεν αναιρεί την
οπτική μου για την Ελληνορωμαϊκή
Πολιτεία. Ελάχιστοι μπορούν να γνωρίζουν
όσα είδα κι έζησα και κυρίως όσα
ονειρεύτηκα. Τη δική μου αλήθεια
κατέγραψα εδώ σε αυτό το ησυχαστήριο
ήρεμα και χωρίς καμιά ιδιοτέλεια. Και
τώρα μπορώ, έχοντας εκπληρώσει τον σκοπό
μου, να δώσω μόνος μου ένα τέλος στη
δυσβάσταχτη πλέον ζωή μου!
ΤΕΛΟΣ
***************************
Δεν έχει άλλη συνέχεια. Ελπίζω, όσοι το διαβάσατε ολόκληρο ή αποσπασματικά, να το απολαύσατε.