Τι
είναι ο Μπούμερ; Είναι αυτός που γεννήθηκε μετά τον Β' παγκόσμιο
πόλεμο, την εποχή της πληθυσμιακής έκρηξης σε Ευρώπη και Αμερική, τις
χρονιές 1946-64, αυτοί που σήμερα είναι από 58 ως 75 ετών.
Όπως ορίζει την λέξη ο Ν.Σαραντάκος στο ιστολόγιό του, βλέπουμε ότι "μπούμερ" είναι ο αγγλοσαξονιστί boomer, baby-boomer που θα τον έλεγε ο κ.
Μπαμπινιώτης. Εν αρχή λοιπόν ήταν το baby boom, η εκρηκτική αύξηση των
γεννήσεων στον δυτικό κόσμο μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο. Στην Ελλάδα, έχουμε τον όρο «Γενιά του Πολυτεχνείου» ο οποίος περίπου
ταυτίζεται με τους μπέιμπι μπούμερ. Ο Σαββόπουλος έχει τραγουδήσει
«εμείς, του εξήντα οι εκδρομείς», παρόλο που, αν το δούμε αυστηρά, ο ίδιος
οριακά δεν είναι μπέιμπι μπούμερ αφού γεννήθηκε το 1944.
Δίνω τώρα (κι εγώ όπως ο Σαραντάκος) τον ορισμό που έχει το slang.gr,
το σάιτ που περιλαμβάνει τους περίεργους όρους της ελληνικής γλώσσας
και που τους αναλύει με δικό του (συχνά ενοχλητικό) τρόπο: Γράφει το
slang.gr.:
Αν και δεν είναι αποκλειστικά ελληνική έκφραση, αλλά μάλλον
διεθνής, η χρήση της έχει κατακλύσει τα κοινωνικά δίκτυα και αναφέρεται
και από Έλληνες χρήστες. Η φράση χρησιμοποιείται με σαρκαστική διάθεση
εναντίον οποιουδήποτε εκφράζει κάποια ξεπερασμένη ή παλιακιά άποψη. Η
ελληνική απόδοση της έκφρασης βρίσκεται κάπου μεταξύ του «δε μας χέζεις
ρε μπάρμπα» και του «ρε μπάρμπα, βγάλε το σκασμό επιτέλους, πήξαμε στη
μαλακία».
Boomers είναι στην πραγματικότητα η γενιά των ανθρώπων οι οποίοι
γεννήθηκαν κατά τα έτη 1946-1964, δηλαδή η γενιά που στην Ελλάδα μέχρι
πρότινος, αναφέραμε ως «γενιά του Πολυτεχνείου». Συγκεκριμένα, μετά τον
Β’ Π.Π. οι άνθρωποι ξεπατώθηκαν να καβαλιούνται, με αποτέλεσμα μια
ταχεία παγκόσμια αύξηση των γεννήσεων (έγινε «μπουμ») εκείνη την
περίοδο. Οι μπούμερς είναι η γενιά η οποία εδραίωσε με τις πράξεις της
τον καπιταλισμό και κατέστρεψε μια για πάντα την περιβαλλοντική
ισορροπία του πλανήτη, ενώ ταυτόχρονα χέστηκε στα γκαφρά.
Παιδιά
των μπούμερς είναι οι millenials (μιλλένιαλς), άνεργοι και
αποτυχημένοι (σύγχρονοι) τριαντάρηδες, των οποίων η ζωή καταδικάστηκε
για πάντα στη λήθη από τις επιλογές των γονιών της, δηλαδή των μπούμερς
(μπαμπά σ’ αγαπώ κι ας τό ’ριξες πασοκ, αχ). Οι μπούμερς για πολύ καιρό
κορόιδευαν και υποτιμούσαν τους μιλλένιαλς, κατακρίνοντάς τους μεταξύ
άλλων και για «υπερευαισθησία», αν και στην πραγματικότητα, τα δεδομένα
που παρέδωσαν στους μιλλένιαλς και που οι τελευταίοι κλήθηκαν να
διαχειριστούν, ήταν τραγικά (επαγγελματικά, οικονομικά και κοινωνικά).
Οι μπούμερς, ως άλλοι θείοι που κάθονται με τη νεολαία,
υποτίμησαν τις επόμενες γενιές, πράγμα που τελικά τους γύρισε
μπούμερανγκ: όταν αναγνωρίστηκαν οι συνθήκες που οδήγησαν την
ανθρωπότητα στο χείλος της ανυπαρξίας (πάνω στο οποίο ακόμη παραπαίουμε),
οι μπούμερς κρίθηκαν ως οι απόλυτα ένοχοι. Και πλέον ο παλιός καλός
καιρός, αναγνωρίστηκε ως μούφα. Και πια οι μπούμερς έγιναν αντικείμενο
χλευασμού και ειρωνείας.
Κλείνοντας να σημειώσω ότι: (α) η φράση έχει κατηγορηθεί από τους
ίδιους τους μπούμερς ως ρατσιστική ηλικιακά -ageist, αγγλιστί (μάλιστα,
οκ μπούμερ) και (β) η φράση, λανθασμένα, χρησιμοποιείται και εναντίον
ανθρώπων μικρότερης ηλικίας, κυρίως από πιτσιρίκια εναντίον των
Generation X (οι νεολαίοι των 90ς).
Επίσης, για να λέμε τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη, δεν τα
κάνανε όλα λάθος οι δόλιοι. Στη γενιά αυτή οφείλεται το civil rights
movement, το stonewall, το τρίτο φεμινιστικό κίνημα, το πασοκ… Ουπς,
λάθος το τελεύταιο!
Αυτά
γράφουν οι λεξιλογούντες (Σαραντάκος, Slang) για τον όρο Μπούμερ. Γιατί
τον αναφέρω και τον χρησιμοποιώ εγώ; Γιατί είναι επίκαιρος και γιατί
εκφράζει την καθεστηκυία τάξη που κυβερνά την χώρα. Είναι οι
ηλικιωμένοι, αρκετοί εξ αυτών συνταξιούχοι, όχι όμως τόσο μεγάλοι που να
έχουν γίνει χούφταλα κι έζησαν την καλύτερη περίοδο της ελληνικής
ιστορίας, τα χρόνια 1975-2010. Έκαναν όλα τα σφάλματα που έπρεπε να
γίνουν για να βρεθούμε στο σημερινό αδιέξοδο. Παράλληλα γεύτηκαν όσα θα
μπορούσε να γευτεί ένας άνθρωπος όχι πολύ πλούσιος ούτε εξαιρετικά
προικισμένος που να ξεχωρίζει. Έζησαν την χούντα και την ανατροπή της,
έζησαν το χάος των γενεών, έζησαν την έκρηξη στη μουσική, το σινεμά και
την τεχνολογία και πρόλαβαν να ζήσουν έντονα την αντίθεση δυτικού κόσμου
και σοβιετικού προτύπου. Γεννήθηκαν με ελάχιστα ραδιόφωνα, κράτησαν το
τρανζιστοράκι, αγόρασαν τηλεόραση για πρώτη φορά, άκουσαν τους Μπητλς,
τους Ρόλινγκ Στόουνς και τους Πίνκ Φλόιντ, μεγάλωσαν με Θεοδωράκη,
Χατζηδάκη, Σαββόπουλο. Τώρα σιγά-σιγά αποχωρούν από το προσκήνιο και
αρκετοί πεθαίνουν, όμως σαν γενιά εξακολουθούν να κρατούν τις τύχες του
κόσμου στα χέρια τους.
Θα
επανέλθω στους Μπούμερς προσεχώς. Ως τότε ήθελα να δώσω κι εγώ έναν
ορισμό τους και μια συνοπτική περιγραφή της ζωής τους. Όσο διαφορετικούς
δρόμους κι αν ακολούθησαν, το περιβάλλον μέσα στο οποίο έζησαν είναι
κοινό για όλους, όπως κοινές κι οι αναμνήσεις τους, οι θρίαμβοι και οι
πανωλεθρίες τους. Θα τα ξαναπούμε με αυτούς.