Δευτέρα 12 Απριλίου 2021

36 Δον Χουάν Ηρακλείδης (κεφ.10γ)

Κεφάλαιο 10ο μέρος 10γ σήμερα και 10δ αύριο. Παρακολουθούμε σήμερα το ξεκίνημα της σταυροφορίας που έμενε να είναι και η τελευταία από όσες εξαπέλυσε η δύση κατά των μουσουλμάνων. Αύριο είναι η εμπλοκή στην ναυμαχία της Ναυπάκτου.

***********************

Ο Δον Χουάν παίρνει την ευλογία του Πάπα για να ηγηθεί της σταυροφορίας.


κεφ. 10γ

.............

Βρεθήκαμε στη βίλα της Φουέντε. Στο Ποντιφικό κράτος υπήρχε συνωστισμός και δεν μπορούσε να μας φιλοξενήσει ο Φραγκίσκος. Ήμασταν δεκατρείς παρόντες στο Λίντο Ντ’ Όστια της Ρώμης, στην πέμπτη συνεδρίαση. Η πρώτη έγινε το ’55 στην Αυγούστα, ακολούθησε το ’62 το Ιάσιο, το ’69 η Βενετία και το 70 η Κωνσταντινούπολη. Συμμετείχαν ο Ιουστίνος, ο Μορμόρης, η Φουέντε, η Μαργαρίτα, η Σοφία, ο Φραγκίσκος, ο Μενάγιας κι ο Καλλέργης. Επίσης ο Τσόμης, ο Συγκλητικός κι οι Ιππότες, ο Ροντρίγκες κι ο Βαλέρης. Έλειπαν πολλοί και κυρίως έλειπε ο νέος μας αρχηγός ο Δον Χουάν. Έλειπαν ακόμα οι πολύτιμοι νεκροί μας που έφυγαν όλα αυτά τα χρόνια από κοντά μας. Έλειπαν οι Κωνσταντινουπολίτες η Ελένη, ο Καντακουζηνός κι ο Μητροφάνης. Έλειπε η Χριστίνα που είχε επιστρέψει στην Πολωνία κι η Αλεξάνδρα που είχε μείνει στην Πόλη. Έλειπαν ακόμη τα νέα μέλη που είχαν εν τω μεταξύ ορκιστεί καθώς οι μυήσεις είχαν αυξηθεί κατακόρυφα. Η ανάγκη, όμως, να γίνει μια έκτακτη Συνεδρία ήταν μεγάλη.

Το κλίμα της συνεδρίασης ήταν εορταστικό. Η Φουέντε είχε ετοιμάσει πολλά φαγητά και ποτά για να μας ευχαριστήσει. Προέδρευσε ο Ιουστίνος ενώ εγώ θα κρατούσα τα πρακτικά. Μιλήσαμε για τις εξελίξεις αφού ήταν η ώρα της δράσης και των αποφάσεων. Ενημερώσαμε ο καθένας για τον τομέα και τον χώρο του. Διαπιστώσαμε ότι τα συνδεδεμένα μέλη είχαν γίνει πάρα πολλά. Ήταν ώρα πια να γίνουν κανονικά μέλη της Αδελφότητας και να συντονιστούν για να πετύχουμε καλύτερα αποτελέσματα. Είχαμε πλήρη συνείδηση της σπουδαιότητας που είχε η στιγμή. Η σταυροφορία ξεκινούσε, η επανάσταση άρχιζε κι εμείς δεν έπρεπε να χάσουμε χρόνο.

«Θα πάω στην Βενετία να ενσωματώσω τις δυνάμεις μου στον Βενετικό στόλο» είπε ο Ιουστίνος.

«Εγώ θα βρίσκομαι στον χριστιανικό στόλο στις γαλέρες των Ιπποτών της Μάλτας» είπε ο Βαλέρης. «Εμείς θα είμαστε ο σ στόλος του Πάπα.»

«Χάρμο, εσείς, εγώ κι η κόμισσα θα ταξιδέψουμε για Γένοβα. Ο πρίγκιπας θέλει να τον συναντήσουμε εκεί και να συνενωθούμε μαζί του» μου είπε ο Ροντρίγκες. «Έχουμε πολύ σημαντικές δουλειές να κάνουμε σε αυτό το ταξίδι. Κυρίως θα προσέχουμε τον Ντ’ Όρια που έχει μοναδικό του στόχο να φρενάρει την σταυροφορία. Θα προτιμούσε να την μετατρέψει σε υγιεινό περίπατο.»

«Ο Ντ’ Όρια είναι δύσκολη κι εντελώς δική σας δουλειά, Κύριε» του είπα. «Εγώ θα προσπαθώ να συμβουλεύω σωστά τον Υψηλότατο, αν με ακούει βέβαια.»

«Θα είμαστε κι οι δυο στο στενό επιτελείο του Δον Χουάν. Εσύ σαν υπασπιστής του» μου είπε ο Ροντρίγκες.

«Ο κύριος Συγκλητικός και πολλά άλλα νέα μέλη μας θα ενσωματωθούν στον στόλο της Βενετίας» είπε ο Ιουστίνος. «Θα φροντίσω να έχουν καλές θέσεις εκεί και να μπορούν να αποδεσμευθούν όποτε τους χρειαστούμε.»

«Ιουστίνε, λέω να πάω στην Κέρκυρα. Ο σουλτανικός στόλος θα κάνει επιδρομές, όπως το ’38» είπε ο Μορμόρης.

«Εσύ, Μανολιό, θα κινητοποιήσεις τις δυνάμεις μας στην Ήπειρο, απέναντι» του είπε ο Ιουστίνος.

«Θα περάσω στην Πάργα και το Μαργαρίτι μόλις θα ασφαλίσουμε την άμυνα της Κέρκυρας.»

«Εκεί θα είμαι κι εγώ» είπε ο Μενάγιας. «Προορισμός μου είναι η Άρτα και τα Γιάννινα.»

«Αντρέα, εσύ;» ρώτησε ο Ιουστίνος, «τι έχεις αναλάβει;»

«Θα συναντήσω τον στόλο στην Κεφαλονιά» είπε ο Καλλέργης. «Θα ενταχθώ στην ενετική μοίρα αλλά πιο πριν θα περάσω απ’ τη Μάνη να ορκίσω τους αδελφούς Μελισσηνούς. Έχουν ήδη ξεσηκώσει τον τόπο. Μιλούν με τους Βενετούς αλλά θα περιμένουν δικό μας νεύμα για να επιτεθούν στην Τρίπολη και στο Ναύπλιο.»

«Η Μάνη θα είναι και πάλι προπύργιο του αγώνα» είπε ο Συγκλητικός.

«Κι η Χιμάρα!» συμπλήρωσε ο Καλλέργης «η οποία ήδη είναι ελεύθερη.»

«Έχουμε εμείς τον έλεγχο εκεί;» ρώτησε ο Ιουστίνος.

Ο Τσόμης ήξερε αυτά τα μέρη πολύ καλά είχε όλες τις πληροφορίες που μας ήταν χρήσιμες.

«Στη Χιμάρα και το Σοποτό πήγαν πρώτα πράκτορες των Βενετών. Τους ξεσήκωσαν με χρήματα και με αξιώματα. Τάξαν πολλά» είπε ο Τσόμης. «Ξεσήκωσαν ήδη τους Αλβανούς και τους Γραικούς οπλαρχηγούς κι αυτοί έδιωξαν μεμιάς τους Τούρκους. Οι μυημένοι αγωνιστές θα ακολουθήσουν τις δικές μας εντολές κι όχι των Βενετών.»

«Είναι βέβαιο;» ρώτησε ο Καλλέργης. «Θα χρειαστούμε συντονισμένη προσπάθεια κι όχι μερικές απλές επιδρομές για πλιάτσικο.»

«Μαζί με τον Μενάγια θα μαζέψουμε την κατάσταση, μην ανησυχείτε» είπε ο Τσόμης.

«Θα ’μαι κι εγώ με τον Τσόμη» είπε ο Μενάγιας. «Έχουμε πολλούς οπλαρχηγούς για να στηριχτούμε. Θα συνεννοηθούν με εμάς κι όχι με τους Βενετούς. Δεν θέλουν να γίνουν και πάλι θύματα των δυτικών που θα τους εγκαταλείψουν όταν θα τα βρουν με τον Σουλτάνο! Το πάθημα τούς έχει γίνει μάθημα. Με εμάς ξέρουν ότι η εξέγερση θα είναι γενική και ότι κανείς δεν θα τους πουλήσει στο τέλος.»

Ήταν πολλοί οι οπλαρχηγοί κι οι πρόκριτοι που ήταν ήδη μιλημένοι στην Κέρκυρα, την Ήπειρο και τον Μοριά. Πυρήνες ετοιμάζονταν στην Χαλκιδική, στη Θεσσαλία, στη Μακεδονία, στα νησιά, παντού. Σε όλη την χέρσο Ελλάδα και στα νησιά κυριαρχούσε πολεμικό κλίμα. Αν η χριστιανική ναυτική δύναμη κατάφερνε να νικήσει τους Οθωμανούς, τότε θα χρειάζονταν οι επιχειρήσεις της στεριάς. Η Ιερά Συμμαχία μας προσέφερε όσα όπλα, πολεμοφόδια και χρήματα χρειαζόμασταν. Ο Φραγκίσκος στη Ρώμη, οι Γκριμάλντι στο Τουρίνο, ο Βαρδάτης στη Βενετία κι ο Δον Χουάν φρόντιζαν γι αυτό.

Υπήρχαν πολλά αναπάντητα «αν» στο εγχείρημά μας, δεν μπορούσε όμως να γίνει αλλιώς. Δεν γινόταν χωρίς ρίσκο. Το πρώτο μεγάλο ερωτηματικό ήταν η νίκη της χριστιανικής αρμάδας στην επικείμενη ναυμαχία. Θα νικούσαν οι δυτικοί; Αν έχαναν ο δρόμος μας γινόταν δύσβατος έως ακατόρθωτος. Τότε ερχόταν το δεύτερο μεγάλο ερωτηματικό. Αν νικούσαν, θα συνέχιζαν την προέλαση; Μήπως αποσύρονταν αφήνοντας τη νίκη τους ανεκμετάλλευτη; Ελπίζαμε ότι ο Δον Χουάν κι η δική μας εξέγερση θα επέβαλαν να συνεχιστεί και να ολοκληρωθεί μια τέτοια νίκη. Τότε το κλειδί των εξελίξεων θα μεταφερόταν στην Πόλη. Εκεί θα παιζόταν και το παιχνίδι της ανακωχής κι εκεί ορθωνόταν το τρίτο μεγάλο ερωτηματικό. Θα έμπαινε στο τραπέζι το θέμα της δημιουργίας ενός ελληνικού κράτους; Ο Μητροφάνης, η Ελένη κι ο Καντακουζηνός θα επιστράτευαν ικανότητες και γνωριμίες. Έπρεπε να πείσουν τον Σοκουλού και τον Νέζη ότι ένα τέτοιο κράτος χωρούσε μέσα στα σχέδια της αυτοκρατορίας. Χρειαζόμασταν όμως τη συναίνεση της Ρώμης, του Φιλίππου και των Βενετών κι εδώ θα έπαιζε ρόλο ο Δον Χουάν. Θα τα καταφέρναμε όλα αυτά; Τα τρία μεγάλα «Αν» θα είχαν την επιθυμητή για μας έκβαση;

«Πολλά κρέμονται από μια κλωστή κι από την τύχη» είπε ο Ιουστίνος. «Θα παλέψουμε όμως και θα νικήσουμε!»

«Έχουμε δουλέψει πολύ και για πολλά χρόνια» είπε ο Φραγκίσκος. «Κάναμε μια φοβερή προσπάθεια. Ελπίσουμε πως ο Θεός θα θελήσει την νίκη των χριστιανών και την σωτηρία του γένους μας. Με τη βοήθειά Του θα νικήσουμε!»

«Γραικοί σύντροφοι» είπε ο Ροντρίγκες με τα σπασμένα ελληνικά του και πολλά ισπανικά που τα μετέφραζα. «Κάνατε ως τώρα κάτι εκπληκτικό. Οργανώσατε μια επανάσταση κάτω από την μύτη πανίσχυρων κυβερνήσεων που τις χρησιμοποιείτε για τους σκοπούς σας. Σας βγάζω το καπέλο. Εγώ ο κουρσάρος των θαλασσών δεν θα μπορούσα να φανταστώ ένα τέτοιο σχέδιο. Πάτε να κουρσέψετε αυτοκρατορίες και να φτιάξετε μια πατρίδα από το μηδέν. Να είστε βέβαιοι για τον εαυτό σας ότι θα πετύχετε. Η τύχη βοηθάει τους τολμηρούς κι εσείς έχετε τολμήσει το αδύνατο. Θα νικήσουμε! Είμαστε πειρατές κι αυτοί μπροστά μας είναι γυναικόπαιδα!»

Μας γέμισε ενθουσιασμό. Ο Ροντρίγκες κατάφερνε να διαλύει τους φόβους μας.

«Τα “αν” που συνοδεύουν το εγχείρημά μας είναι πολλά» είπε η Μαργαρίτα. «Η θέληση, όμως, για να πετύχουμε είναι ακόμη πιο ισχυρή.»

«Νυν υπέρ πάντων αγών, λοιπόν» είπε ο Ιουστίνος.

Αμέσως μετά τη λήξη της συνεδρίασης στην Όστια έφυγα μαζί με τον Ροντρίγκες και την Φουέντε για την Γένοβα. Ο πρίγκιπας ξεκινούσε κι εκείνος από Μαδρίτη για Βαρκελώνη και μετά Μασσαλία, Γένοβα, Ρώμη, Μεσσήνη και Κέρκυρα. Θα συναντιόμασταν στην Γένοβα. Θέλαμε να είμαστε μαζί του από την αρχή για την κατάρτιση των λεπτομερειών της εκστρατείας. Θα τον βρίσκαμε πριν φτάσει στη Ρώμη και πριν συγκεντρώσει τον στόλο στην Μεσσήνη.

Αρχές Ιουνίου ήμασταν στην Γένοβα. Μας φιλοξένησε η Μαργαρίτα διαθέτοντάς μας άνετα διαμερίσματα. Ο Ροντρίγκες η Φουέντε κι εγώ γνωριστήκαμε καλύτερα με τον Εμμανουήλ Φιλιβέρτο. Γνωρίσαμε και μέλη του οίκου της Σαβοΐας και τον Τζιαν Αντρέα Ντ’ Όρια. Ο ισπανικός στόλος με τον Δον Χουάν έφτασε στη Γένοβα στο τέλος Ιουλίου! Ήταν μια καθυστέρηση δυο ολόκληρων μηνών που μπορεί να απέβαινε εγκληματική για την εξέλιξη της εκστρατείας. Η ισπανική διστακτικότητα βγήκε ολόκληρη στην επιφάνεια. Αν δεν ήταν ο Δον Χουάν τόσο ανυπόμονος, μπορεί να αργούσαν κι άλλον ένα μήνα κι η εκστρατεία να μην άρχιζε καν.

Η άκαρπη διαμονή στην Γένοβα ήταν ένα υποχρεωτικό διάλειμμα ξεγνοιασιάς λίγο πριν την μάχη. Η Φουέντε ήταν πολύ καλή και θερμή μαζί μου. Τηρούσαμε τα προσχήματα και κρατούσαμε διαφορετικά δωμάτια, βέβαια. Πάντως τίποτε δεν μπορούσε να μένει για πολύ καιρό εντελώς κρυφό. Υπηρέτες κι οικονόμοι τριγυρνούσαν σε όλο το σπίτι, τα παρατηρούσαν όλα κι έδιναν αναφορά.

«Μου αρέσει πολύ να κοιμόμαστε και να ξυπνάμε μαζί» μου έλεγε η Ισπανίδα.

Ήταν πολύ γλυκιά και δεν μπορούσα να αντισταθώ στον πειρασμό να είμαι συνέχεια μαζί της. Την περνούσα δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια αλλά κοντά της ένιωθα νέος και ξεχνούσα ό,τι με βασάνιζε. Το κορμί της με έκαιγε και τα μάτια της με τρέλαιναν.

«Θέλω κι εγώ να ξυπνάμε μαζί Πηγίτσα» της έλεγα. «Φοβάμαι μόνο μήπως σε νοιάζουν τα σχόλια. Έτσι κι αλλιώς βρισκόμαστε πολλές ώρες μαζί.»

«Το ξέρεις ότι ο Χουάν θα έχει μαζί του την Μαρία την χορεύτρια;» μου είπε.

«Ε, και λοιπόν; Μήπως εννοείς ότι…;»

«Ναι, Χαρμονιόζο, αυτό ακριβώς εννοώ!» μου δήλωσε αποφασισμένη. «Θα του ζητήσω να μπω στην προσωπική του φρουρά! Και να το ξέρεις, θα με πάρει!»

«Έχεις συνειδητοποιήσει ότι εκεί πάμε για πόλεμο;»

«Και λοιπόν, τι μου λες; Προτιμάς να σκοτωθείς μόνος σου, Χαρμονιόζο; Δεν θέλεις να πεθάνουμε μαζί;»

Μου θύμιζε τον θάνατο της Διονυσίας και της μικρής μου Δηιάνειρας και την αποκοτιά μου να μην τις προφυλάξω.

«Φουεντίνα, σε παρακαλώ να μην το προσπαθήσεις!» της είπα. «Δεν θέλω να έρθεις στο σφαγείο που ετοιμάζουμε. Δεν θέλω να χάσω κανέναν άλλον πια!»

«Ω θεέ μου» έκανε εκείνη. «Έθιξα πληγή χωρίς να το σκεφτώ. Τι ανόητη που είμαι!»

«Δεν πειράζει, δεν είσαι εσύ η ανόητη, εγώ είμαι!»

«Έλα, Χαρμονιόζο» μου είπε και μ’ αγκάλιασε σφιχτά. «Θα έρθω μαζί σας και δεν θέλω να στενοχωριέσαι

Την αγκάλιασα και της χάιδεψα το μάγουλο. Είχε ένα πρόσωπο γεμάτο με διαβολική εξυπνάδα και θεϊκή αθωότητα μαζί. Η ταραχή μου είχε κάνει τα μάτια να βουρκώσουν. Τώρα ήταν πολύ πιο όμορφη. Ήταν μια φύση περιπετειώδης, γυναίκα αμαζόνα που δεν κολλούσε πουθενά και δεν θα έχανε αυτή την ευκαιρία. Ζούσε εντελώς αντισυμβατικά, μια επαναστάτρια της πράξης, όχι της θεωρίας.

«Αλήθεια, τι κάνεις μαζί μου Φουεντίνα;» τη ρώτησα.

«Περνάω την ώρα μου, Χαρμονιόζο» μου απάντησε με ένα πλατύ χαμόγελο

«Θα ταίριαζες πιο πολύ με τον Δον Χουάν παρά με ένα γέρο σαν εμένα» της είπα.

«Έχω τα διπλά χρόνια από τον πρίγκιπα, Νιώθω πιο πολύ σαν μητέρα του παρά σαν υποψήφια ερωμένη» μου είπε. «Μη συγχέεις την φιλική σχέση μας με τίποτα άλλο γλυκέ μου. Είμαι κάτι σαν μεγάλη αδελφή του και ξέρω πως του αρέσει πολύ αυτό!»

«Η αλήθεια είναι ότι πολλές φορές κι εγώ νιώθω σαν να είμαι μάλλον ένας πατέρας του.»

«Σου πάει αυτός ο ρόλος» μου είπε χαμογελώντας με ένα παιχνιδιάρικο ύφος. «Μοιάζεις εξ άλλου με τον Κάρολο, έχετε το ίδιο ξερό κεφάλι!»

«Μου αρέσει που κάνουμε παρέα» της είπα κοιτώντας την στα μάτια. «Αυτό το ξερό κεφάλι θα είχε τρελαθεί χωρίς εσένα, Φουεντίνα.»

«Παρέα; Ώστε παρέα κάνουμε, ε; Δεν το είχα σκεφτεί αυτό. Ωραίος τρόπος για να περιγράφει κανείς ακριβώς αυτό που κάνουμε εμείς οι δυο.»

«Έλα τώρα» της είπα. «Απλά φοβάμαι να το πω αλλιώς. Βλέπεις, σήμερα είμαστε μαζί αλλά, αύριο, εσύ μπορεί να είσαι στη μια άκρη του κόσμου κι εγώ στην άλλη.»

Δεν έφερε αντίρρηση. Ήξερε κι εκείνη ότι αν δεν ήταν ακριβώς αυτή η αλήθεια, ωστόσο δεν ήταν ούτε και ψέμα. Τι είμασταν εμείς οι δυο; Φερόμασταν σαν ζευγάρι ερωτευμένων, ξέραμε, όμως, ότι ζούσαμε στην αιχμή του χρόνου. Μεσολάβησε ένα διάστημα εύγλωττης σιωπής. Τότε την ρώτησα.

«Αλήθεια, πες μου τι βρίσκεις σε μένα; Σε περνάω τόσα χρόνια. Εσύ είσαι τόσο ελεύθερη, θα μπορούσες να έχεις όποιον άντρα επιθυμείς. Τι σε κάνει να έρχεσαι να βρεις έναν γέρο σαν εμένα στη Βιλαμπίγια ή στη Ρώμη;»

«Δεν είσαι γέρος κι ας με περνάς μερικά χρόνια. Όμως, εσύ τι πρόβλημα έχεις;»

Με κοιτούσε με τα μεγάλα όμορφα μάτια της.

«Μου αρέσει πολύ που είσαι μαζί μου» της είπα. «Όμως θα ήθελα κιόλας να καταλαβαίνω και το γιατί!»

«Στην εποχή μας, αγάπη μου, ελεύθερη γυναίκα θα πει πόρνη ή μάγισσα. Δεν το ξέρεις;»

«Νόμιζα πως αυτό το έχεις ξεπεράσει.»

«Εγώ το ‘χω ξεπεράσει, όχι όμως οι άνθρωποι γύρω μου, κυρίως οι άντρες! Εσύ κι ο Χουάν είστε από τους ελάχιστους άντρες που δεν με κάνετε να νιώθω πόρνη ή μάγισσα. Δεν θα με κλείνατε φυλακή ούτε θα με στέλνατε στην πυρά.»

«Κανείς δεν θα το τολμούσε αυτό για σένα, Πηγίτσα.» «Εννοείς ότι κανείς δεν θα το τολμούσε γιατί είμαι μία κόμισσα, γιατί είμαι δυνατή και με φοβούνται. Όμως μέσα τους έτσι σκέφτονται. Κανείς δεν σέβεται μια ελεύθερη γυναίκα, κανείς δεν της αναγνωρίζει αυτό το δικαίωμα. Η βαθιά τους πεποίθηση όταν με βλέπουν, είναι ότι είμαι σκουπίδι.»

«Εγώ ποτέ ...»

«Το ξέρω ότι “εσύ ποτέ”» με διέκοψε. «Γι αυτό και σε διαλέγω, γιατί μαζί σου είμαι και γυναίκα και άνθρωπος. Κι αν έχεις τα χρονάκια σου, ε, ούτε κι εγώ είμαι νεαρό κορίτσι πια. Μ’ αρέσουν τα γένια και τα γκρίζα σου μαλλιά!»

«Με διαλέγεις γιατί είμαι ένας από τους λίγους που σε αποδέχονται;» τη ρώτησα.

«Καλό είναι που με αποδέχεσαι, αλλά, δεν θα έφτανε αυτό για να πέσω στην αγκαλιά κάποιου

«Επομένως;» ρώτησα επίμονα. «Ξαναρχόμαστε στο ίδιο ερώτημα. Τι βρίσκεις σε μένα Πηγίτσα;»

«Δεν σου αρκεί ένα “μ’ αρέσεις” που θα ήταν αρκετό σε κάθε άντρα;»

«Περιμένω να μου πεις κάτι περισσότερο, γλυκιά μου.»

«Να στο πω, λοιπόν. Μ’ αρέσει που είσαι συνεχώς μέσα σε μια κατάσταση ήρεμης θλίψης, πίστης και σκεπτικισμού» μου είπε. «Τώρα βγάζεις άκρη;»

«Δεν ήμουν πάντα έτσι, Φουεντίνα, είχα και πιο καλές περιόδους στη ζωή μου.»

«Μα δεν μιλάω για τώρα. Σε θυμάμαι κι όταν ήσουν στη Μαδρίτη πιο παλιά.»

«Ποια ήταν η “ήρεμη θλίψη”; Ποια ήταν η “πίστη” που έβλεπες σε μένα;»

«Μ’ αρέσουν, Χαρμονιόζο, εκείνοι που αντιμετωπίζουν τη ζωή με μελαγχολία και εγκαρτέρηση. Μ’ αρέσουν αυτοί που είναι γεμάτοι από μια παράλογη, σταθερή πίστη σε ανθρώπους και σε πράγματα. Εσύ, γλυκέ μου, αυτά τα στοιχεία τα έχεις άφθονα. Αυτά βγαίνουν στο πρόσωπό σου και με τραβάνε σε σένα. Ακόμη, μ’ αρέσει ο τρόπος που με κοιτάς, ο τρόπος που μ’ αγαπάς. Όλα αυτά μ’ αρέσουν.»

Τι να έλεγα; οι γυναίκες ήταν περίεργα πλάσματα και ποτέ μου δεν τις είχα καταλάβει εντελώς. Ούτε κατανοούσα όλα όσα μου έλεγε, ήταν όμως πολύ γλυκά

«Λες να έχει μαζί του την Μαρία την Μπαλαϊδόρα ο Δον Χουάν;» αναρωτήθηκα.

«Αν την έχει, πάντως» είπε η Φουέντε «θα του ζητήσω να έρθω κι εγώ μαζί σας.»

«Κι αν δεν δεχτεί;»

«Δεν θα θυμώσω με τον Χουάν αν δεν με δεχτεί, γιατί ξέρω πως είναι δύσκολο. Θα θυμώσω όμως πολύ με τον εαυτό μου αν δεν του το ζητήσω.»

«Είσαι υπέροχη γυναίκα κοντέσα» της είπα.

«Μ’ αρέσει που με λες υπέροχη, Χαρμονιόζο. Θέλω να ακούω τα κομπλιμέντα σου.»

«Δεν έχω συναντήσει στη ζωή μου άλλη γυναίκα σαν εσένα Φουεντίνα! Είσαι τόσο ελεύθερη, τόσο αυθεντική και τόσο όμορφη!»

«Με αγαπάς… λίγο;» με ρώτησε ψιθυριστά.

«Νομίζω ότι σε αγαπάω, πολύ!» της είπα χαμηλόφωνα στο αυτί κι ένιωσα πως πρόδιδα την Διονυσία.

Οι δυο μήνες που περάσαμε στην Γένοβα περιμένοντας τον στόλο ήταν ίσως οι καλύτεροι της ζωής μου. Το θλιβερό παρελθόν μετασχηματιζόταν από την απίστευτη Ισπανίδα σε ενέργεια. Το κόκκινο χρώμα που την περιτύλιγε και το σκούρο μπλε των ματιών της με ταξίδευαν. Το θαυμαστό πρόθυμο κορμί της με τα τρυφερά λόγια της άλλαζαν τις διαστάσεις του κόσμου μου. Η σκληρότητα της οθωμανικής σκλαβιάς ξεχνιόταν όπως κι η μιζέρια της θρησκόληπτης οικουμένης. Ξεθώριαζε για τα καλά η πνευματική φτώχεια της κοινωνίας όταν ήμουν μαζί της. Όλα άλλαζαν κι ο κόσμος γινόταν όμορφος. Σκλαβιά και θρησκοληψία γίνονταν μακρινοί εφιάλτες και κάθε νέα μέρα επιφύλασσε μιαν ευχάριστη έκπληξη.

Η Μαργαρίτα είχε αντιληφθεί τη σχέση μου με την Φουέντε. Για να μας ευχαριστήσει, μας παραχώρησε μια βίλα που είχε η οικογένειά της στη Λα Σπέτσια. Ήταν ένα χωριό με κάστρο και λιμάνι έξω από τη Γένοβα. Ο Ροντρίγκες ταξίδεψε για να συναντήσει τον Δον Χουάν στη Νίκαια κι εγώ με την Φουέντε μείναμε εκεί μόνοι μας, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων. Μαγειρεύαμε μόνοι, περπατούσαμε, διαβάζαμε, αγναντεύαμε το κάστρο και τη θάλασσα, μιλούσαμε και κάναμε έρωτα. Απολαύσαμε τη ζωή απομονωμένοι από όλον τον κόσμο και τις έγνοιες του. Ποτέ άλλοτε δεν βούτηξα μέσα στην αληθινή ζωή με τόση λαχτάρα και τόσο αχόρταγα.

Αν έπρεπε να διαλέξω ένα κομμάτι της ζωής μου για να το ξαναζήσω θά ’ταν αυτό. Αν ήθελα ένα “μπιζ” στο τέλος της παράστασης που είναι ο βίος μας, θα διάλεγα αυτές τις μέρες. Ήταν μήνες απόλυτης ξεγνοιασιάς, έρωτα, ευτυχίας αλλά και προσμονής οι μέρες στη Λα Σπέτσια. Το μελαγχολικό φόντο των απωλειών που με είχαν σημαδέψει τα τελευταία χρόνια, εκεί, ξεθώριαζε. Η αναμονή της μάχης που θα ζωντάνευε τα όνειρά μας προσέθετε χρώμα και ελπίδα στην καθημερινότητά μου. Κάθε μέρα που ξυπνούσα, αναρωτιόμουν αν άξιζα τόση ευτυχία. Θα ήθελα εκεί, σε αυτή την κορύφωση, να τελείωνε η ζωή μου. Ο μόνος λόγος για να συνεχίζω ήταν για την μητέρα όλων των μαχών και την επανάσταση. Έρχονταν όλα αυτά με τα πλοία του Δον Χουάν από την Βαρκελώνη.

Όλα τα ωραία κάποτε τελειώνουν. Ο ισπανικός στόλος έφτασε κι ο πρίγκιπας με τον Ροντρίγκες μας υποδέχτηκαν στη ναυαρχίδα, το «Ρεάλ». Ο Δον Χουάν χάρηκε που μας είδε. Του είχαμε λείψει παρ’ όλο που δεν ήταν χωρίς παρέα όλον αυτόν τον καιρό. Είχε φύγει από την Μαδρίτη στις αρχές Ιουνίου, κι έφτασε στη Βαρκελώνη ταξιδεύοντας αργά. Παρ’ όλα αυτά περίμενε εκεί περίπου ένα μήνα να συγκεντρωθεί ο στόλος και να δοθεί το σήμα για τον απόπλου. Έφυγαν απ’ την Βαρκελώνη στις 20 Ιουλίου με τον Λουίς ντε Ρεκένσες που τον είχε βάλει ο Φίλιππος για να τον προσέχει. Μαζί του ήταν κι η Μαρία η Μπαλαϊδόρα, ντυμένη σαν “λοχίας Μάριο”. Με τα μαλλιά της κουρεμένα και χωμένα στο κράνος και με ένα πρόσθετο αδιόρατο μουστάκι έμοιαζε με νεαρό. Είχε ανακατευτεί με την προσωπική του φρουρά, που ήξερε να τον προστατεύει τόσο από εχθρούς όσο κι από φήμες.

«Χαίρομαι που σας βλέπω όλους μαζί εδώ» μας είπε μετά τα χειροφιλήματα και τις χειραψίες.

Δεν παρέλειψε να μας κάνει κάποια νοήματα από αυτά που έκαναν τα μέλη της Αδελφότητας για αναγνώριση. Τα είχε μάθει από εμένα μαζί με τα σύμβολα και την σφραγίδα που του παρέδωσα όταν ανέλαβε την αρχηγία.

«Υψηλότατε» είπε ο Ροντρίγκες εκ μέρους όλων μας «χαιρόμαστε που σας βλέπουμε επικεφαλής! Οι ελπίδες της χριστιανοσύνης είναι στα χέρια σας. Συγχαρητήρια!»

«Συγχαρητήρια, Υψηλότατε» είπα κι εγώ. «Επιτέλους Υψηλότατος κι επιτέλους Αρχιναύαρχος.»

«Προσπαθήσαμε όλοι γι αυτό!» είπε ταπεινά ο Χουάν τονίζοντας το “όλοι”.

«Αν δεν σας έδιναν την αρχηγία ολόκληρη η Ευρώπη θα βούιζε. Είναι κοινή παραδοχή ότι κανέναν δεν θεωρούν καλύτερο από εσάς!» είπε ο Ροντρίγκες.

«Εκτός απ’ τον βασιλιά αδελφό μου, βέβαια, που ακόμα διαφωνεί» είπε ο Δον Χουάν.

«Φαίνεται πως είσαι πολυέξοδος, Χουάν, κι εκείνος σε θέλει οικονόμο» είπε η Φουέντε σαρκαστικά.

«Ακόμα δεν τον έχει χρίσει Ινφάντε» είπε ο Ροντρίγκες.

«Τα ξέρουμε αυτά, τα έχουμε ξαναπεί. Αυτά δείχνουν την διστακτικότητά του να δει την πραγματικότητα γρήγορα» είπε ο Δον Χουάν. «Μετράει την κάθε του κίνηση εκατό φορές! Δείτε τώρα, αρχίζει πια ο Αύγουστος, οι Τούρκοι λεηλατούν τα παράλια της Βενετίας κι εμείς είμαστε ακόμη στη Γένοβα. Και μέσα σε όλα αυτά, ο Ντ’ Όρια μας ετοιμάζει χορούς, ζητά να καθυστερήσουμε κι άλλο!»

«Είναι στο χέρι σου, Χουάν, να επιταχύνεις τον ρυθμό» είπε ο Ροντρίγκες. «Ο Λούις Ρεκένσες δεν θα είναι και τόσο αρνητικός σε αυτό.»

«Ο Λούις είναι ένας θετικός άνθρωπος και τον εκτιμώ» είπε ο Δον Χουάν. «Όμως ο Ρεκένσες θα παίρνει αποφάσεις με βάση τις οδηγίες του αδελφού μου. Σας λέω λοιπόν, ότι αν ήταν στο χέρι του, ο Φίλιππος θα μας γύριζε πίσω ακόμα κι από ’δώ που φτάσαμε. Σέβομαι τον Λούις, δεν τον αγνοώ, όμως, αυτή είναι μια δική μου επιχείρηση και θα την ολοκληρώσω όπως θέλω εγώ!»

Αυτή ήταν μια φράση που την είχα ακούσει πολλές φορές στο παρελθόν και θα την συναντούσα πάλι στο μέλλον. Έδειχνε την θέλησή του να προχωρήσει με τον δικό του τρόπο. Δεν θα υποτασσόταν στις εντολές της Μαδρίτης που, ως συνήθως, ήταν εκτός τόπου και χρόνου. 

........ (συνεχίζεται) ......... 

***********************

Αύριο Τρίτη το 10δ μέρος και η ιστορική ναυμαχία που έγινε έξω από την Ναύπακτο το 1570 μΧ..


Σάββατο 10 Απριλίου 2021

ΓΛΥΚΙΑ ΜΟΥ ΕΛΠΙΔΑ. Ένα τραγούδι του Θερβάντες

Στη ναυμαχία της Ναυπάκτου, το 1570 μΧ., όταν ο σταυροφορικός στόλος τους Ιερής Αντιτουρκικής Συμμαχίας με επικεφαλής τον Δον Χουάν νίκησε τους Τούρκους, στον ισπανικό στρατό ήταν κι ο Μιγκέλ Θερβάντες, ο περίφημος συγγραφέας του Δον Κιχώτη.

Γράφοντας τον Δον Χουάν Ηρακλείδη, και καθώς η δράση έχει κορυφωθεί και φτάνουμε μεθαύριο στην ναυμαχία της Ναυπάκτου όπου πήρε μέρος ο Θερβάντες, θα κάνω ένα δημιουργικό διάλειμμα. Θα σας δώσω ένα τραγούδι των Γιάννη Πατεράκη και String Theory (θεωρία των χορδών). Το τραγούδι αυτό λέγεται "Γλυκιά μου ελπίδα" και είναι σε στίχους του Μιγκέλ ντε Θερβάντες μεταφρασμένους από τον Κ.Καθραίο.

Οι στίχοι στα ελληνικά (και κατόπιν στα ισπανικά) λένε τα εξής:

Γλυκιά, γλυκιά μου ελπίδα 

που πάνω από τα ενάντια 

κι αδύνατα περνώντας 

το δρόμο σου κρατείς, 

ω, μη λιγοψυχήσεις 

που, όπου σταθείς, 

μπροστά σου τον θάνατο θωρείς. 

 Για τους οκνούς δεν είναι 

του θριάμβου τα στεφάνια, 

μήτε τα νικητήρια 

γι' αυτούς, μήτε η χαρά. 

Κι ούτε γι' αυτούς 

που σκύβουν στην τύχη 

μπρος τα μάτια, μ' αδύναμη καρδιά. 

Ναι, η δόξα της αγάπης 

χιλιάκριβα αποχτιέται, 

μα σαν κι αυτήν στον κόσμο 

δεν είν' άλλο καλό. 

Και ποιος δεν το γνωρίζει 

πως ό,τι δεν αξίζει μονάχα 

είναι φτηνό. 

Η επιμονή σου, αγάπη, 

τ' άφθαστα κατορθώνει 

γι' αυτό, κι αν η καρδιά μου 

τ' αδύνατο ζητεί, 

δεν χάνω την ελπίδα 

πως θα χαρώ μια μέρα 

τον ουρανό στη γη. 


Dulce esperanza mía, que rompiendo imposibles y malezas sigues firme la vía que tú mesma te finges y aderezas: no te desmaye el verte a cada paso junto al de tu muerte No alcanzan perezosos honrados triunfos ni vitoria alguna, ni pueden ser dichosos los que, no contrastando a la fortuna, entregan desvalidos al ocio blando todos los sentidos. Que amor sus glorias venda caras, es gran razón y es trato justo, pues no hay más rica prenda que la que se quilata por su gusto, y es cosa manifiesta que no es de estima lo que poco cuesta. Amorosas porfías tal vez alcanzan imposibles cosas; y, ansí, aunque con las mías sigo de amor las más dificultosas, no por eso recelo de no alcanzar desde la tierra el cielo

Παρασκευή 9 Απριλίου 2021

35 Δον Χουάν Ηρακλείδης (κεφ.10β)

 Ο Δον Χουάν έγινε μέλος κι ανέλαβε αρχηγός της Αδελφότητας. Φεύγει από το σπίτι της Βιλαμπάγια κι αφήνει εκεί τον Χάρμο με την Φουέντε.

Παρακολουθούμε τις εξελίξεις που οδηγούν στην υπογραφή της Ιερής Αντιτουρκικής Συμμαχίας.

****************************

Άγαλμα του Δον Χουάν, Σεγκόβια Ισπανία


κεφ. 10β

......................................

«Φεύγετε; Πού πάτε;» ρώτησα αιφνιδιασμένος.

«Φεύγω χωρίς συνοδεία. Εσύ θα μείνεις στον πύργο με την κόμισσα.»

«Μα» έκανα σαστισμένος «νόμιζα πως ήρθαμε εδώ για να μείνετε στον πύργο.»

«Όμως δεν θα μείνω! Έχω αργήσει ήδη. Πηγαίνω στο Αλκαλά όπου δεν είναι σωστό να με περιμένουν άλλο!»

Χαιρέτησε με ένα χειροφίλημα την Φουέντε και γύρισε προς το μέρος μου.

«Θα μείνεις εδώ, λοχαγέ, με την κυρία Φουέντε. Πες της περισσότερα για την Αδελφότητα στην οποία μόλις τώρα την μύησες. Σε διαβεβαιώνω ότι δεν θα πλήξεις, η κοντέσα είναι πολύ καλή παρέα!»

Όλα αυτά ήταν έξω από το πρόγραμμα. Δεν ήταν και τόσο ασυνήθιστο γι αυτόν να βγαίνουν όλα εκτός τάξης, όμως, εμένα με αποσυντόνισε.

«Σκέφτεσαι το πρόγραμμα του τριημέρου Χάρμο;» μου είπε ο πρίγκιπας λες και διάβαζε τη σκέψη μου. «Ακόμα δεν το έχεις καταλάβει –τόσο καιρό μαζί μου- ότι τα προγράμματα γίνονται για να τα παραβιάζουμε;»

Ήταν αλήθεια πως η παραβίαση των κανόνων ήταν ο μόνος σταθερός κανόνας για τον νεαρό πρίγκιπα.

«Έλα τώρα, άσε το πρόγραμμα» μου είπε κι η Φουέντε.

Ο Δον Χουάν έφυγε από το δωμάτιο. Πήγα μέχρι το παράθυρο και κοίταξα έξω. Τον είδα να καλπάζει με το άλογό του στο σκοτάδι της νύχτας. Το φεγγάρι φώτιζε την παγωμένη κοιλάδα κι έδειχνε τον δρόμο. Καθώς τον κοίταζα, ένιωσα το χέρι της Φουέντε να μου αγγίζει τον ώμο και το σώμα της να ακουμπά στο δικό μου.

«Πάει σε μια κοπέλα που τον περιμένει λιώνοντας στο παραθύρι της» μου ψιθύρισε.

«Προς τι η μυστικότητα όμως;» ρώτησα. «Θα πρόκειται για καμιά πολύ γνωστή κυρία.»

«Αντιθέτως, η Μαρία είναι νεαρή κι εντελώς άγνωστη χορεύτρια» μου είπε.

Την κοίταξα με περιέργεια.

«Τυχαίνει όμως να του αρέσει πολύ!» συμπλήρωσε με φωνή απαλή η Φουέντε.

Ένιωθα την ανάσα της και το άρωμά της στον λαιμό μου. Ήμουν αρκετά μεγάλος ώστε να μην παρασύρομαι εύκολα από τα πρόσκαιρα αισθήματα και τις παρορμήσεις μου. Εκείνη ήταν αρκετά ελκυστική, όμως, ώστε να μην μου αφήσει κανένα περιθώριο. Ήταν η πρώτη στιγμή που έπαιρνα μιαν ανάσα από τότε που είχα βυθιστεί στους εφιάλτες. Από την αποφράδα μέρα του περασμένου Σεπτέμβρη, όταν έχασα τις δυο γυναίκες της ζωής μου, δεν είχα νιώσει να ζω. Η Φουέντε ήταν μια πηγή, ένα σιντριβάνι καθάριου νερού που δρόσιζε ξαφνικά και σκόρπιζε τους εφιάλτες μου.

«Κοντέσα…» πήγα να πω.

«Μη μιλάς Χάρμο» μου είπε και με πλησίασε ακόμα περισσότερο.

Μου έκλεισε το στόμα με τα δάχτυλά της. Τα χείλη της ήταν πολύ κοντά στο πρόσωπό μου. Το πρόσωπό της, όπως φωτιζόταν από τα ξύλα που καίγονταν στο τζάκι, ήταν φωτεινό σαν φλογισμένο. Τα μεγάλα μάτια της το στόλιζαν σαν δυο πολύτιμα διαμάντια. Τα κατακόκκινα μαλλιά της σχημάτιζαν γύρω του ένα λαμπρό φωτοστέφανο. Ήταν γλυκιά και πολύ όμορφη, ανάσαινε βαριά και μύριζε υπέροχα. Φοβόμουν πως δεν θα την άντεχα τόση ομορφιά.

«Χαλάρωσε κι έλα να κάτσουμε κοντά στη φωτιά» μου είπε ψιθυριστά.

Κοιμηθήκαμε μαζί εκείνο το βράδυ της Ανάστασης όπως και τα επόμενα δύο που μείναμε στη Βιλαμπίγια. Το ίδιο έγινε κι όλα βράδια της εβδομάδας που κράτησε το ταξίδι μας μέχρι τη Βαρκελώνη. Δεν μπόρεσα να την χορτάσω. Ίσως δεν θα μου έφτανε μια ζωή για να χορτάσω ένα τέτοιο πλάσμα. Μείναμε μαζί σε πανδοχεία σχετικά καθαρά και φιλόξενα στη διαδρομή και σ’ ένα πανδοχείο στη Βαρκελώνη. Μείναμε μαζί για δυο μέρες ακόμη μέχρι να σαλπάρει το πλοίο που θα με ταξίδευε στη Γένοβα. Η Φουέντε συστηνόταν σαν γυναίκα μου με το όνομα Βιτόρια. Όπως έλεγε, πέρασε μαζί μου πραγματικά όμορφα για πρώτη της φορά μετά τον καιρό της νιότης της. Όλο αυτό που ζήσαμε μαζί, για εκείνην ήταν μια συναρπαστική εμπειρία και για μένα ήταν ένα απίθανο όνειρο.

Η αλήθεια είναι ότι είχα μεγάλη ανάγκη από ένα τέτοιο διάλειμμα. Όλο τον τελευταίο καιρό ένιωθα ψυχικά άρρωστος. Έχανα την αίσθηση της πραγματικότητας. Οι περιηγήσεις μου, σε κόσμους ολότελα φανταστικούς, επανέρχονταν με όλο και μεγαλύτερη συχνότητα. Η αρρώστια κατάτρωγε το μυαλό μου. Βασανιζόμουν απ’ αυτές τις διαλείψεις από τότε που ένιωσα το πρώτο κτύπημα της απώλειας του Ιάκωβου. Εισχωρούσα σε παράλληλους κόσμους που για μένα ήταν η πραγματικότητα και για τους άλλους απλές φαντασιώσεις. Η κατάστασή μου χειροτέρεψε με το διπλό κτύπημα της απώλειας της Διονυσίας και της Δηιάνειρας. Αυτή η Ισπανίδα όμως έκανε πέρα και την αρρώστια αλλά και την θλίψη μου.

«Μ’ αρέσει να αφήνομαι και να κοιμάμαι στην αγκαλιά σου Χαρμονιόζο» μου έλεγε.

Ξαπλώναμε κουρασμένοι απ’ τον έρωτα, ευτυχισμένοι. Η ονομασία “Χαρμονιόζο” ήταν μια δική της προέκταση του “Χάρμο”. Την χρησιμοποιούσε γιατί στα ισπανικά σήμαινε “αρμονικός”, λέξη παρμένη από τα ελληνικά. Η Φουέντε με αποκαλούσε έτσι, μετατρέποντας το Χάρμο σε Χαρμονιόζο. Ήθελε, λέει, να τονίσει ότι την είχα βοηθήσει να επέλθει μια αρμονία στην ψυχή της.

«Κι εμένα μ’ αρέσει πολύ Πηγίτσα» της έλεγα εγώ.

Μετέφραζα κι εγώ το όνομά της στα ελληνικά όποτε ήθελα να της μιλήσω τρυφερά. Την αποκαλούσα “Πηγίτσα” ή “Πηγή” αφού Φουέντε, Fuente, ήταν η ισπανική λέξη για την πηγή. Της θύμιζα έτσι ότι κι εκείνη είχε γίνει μια πηγή που ανάβλυζε ζωή για μένα. Άλλοτε περιείχε γάργαρο νερό για τη διψασμένη μου ψυχή κι άλλοτε καθαρή ηδονή για το στερημένο μου κορμί. Με την Φουέντε δεν ένιωθα να προδίδω την Διονυσία ή έστω την ανάμνησή της. Το συναίσθημα που είχα ήταν τόσο καθαρό και φυσικό που δεν μου προξενούσε ερωτηματικά. Τσιμπιόμουνα για να σιγουρευτώ ότι η ζωή μου μαζί της ήταν πραγματική. Φοβόμουν κάποιες στιγμές μήπως ήταν κι αυτό ένα αρρωστημένο δημιούργημα του μυαλού μου.

«Πρώτη μου φορά νιώθω τόσο ζωντανή» μου είπε μέσα στο πανδοχείο στη Βαρκελώνη.

«Εγώ δεν ξέρω αν ζω στ’ αλήθεια αυτά που ζω ή αν τα ονειρεύομαι. Έχω κι αυτή την αρρώστια στο μυαλό μου που δεν μ’ αφήνει να ξεχωρίσω την αλήθεια από το ψέμα.»

«Τίποτε δεν είναι ψέμα, Χαρμονιόζο» μου είπε γλυκά.

Το κορμί της, το πρόσωπό της, όλη η παρουσία της, με αναστάτωναν και με έκαναν ικέτη του έρωτά της. Δεν ήταν, όμως, μόνο η ομορφιά που με τραβούσε. Ο τρόπος που μιλούσε, που ενεργούσε, που αντιμετώπιζε κι εμένα και τη ζωή, ήταν υπέροχος και με έθελγε. Όσο κι αν φοβόμουν να το παραδεχτώ, αυτό που ένιωθα μαζί της ήταν ένας κεραυνοβόλος έρωτας!

«Πάντα μου άρεσες, Χαρμονιόζο. Σεβόμουν τη ζωή σου, την Διονυσία, την οικογένειά σου, γι αυτό δεν στο έδειξα ποτέ» μου είπε γλυκά κάποια στιγμή.

«Κι εγώ φρόντιζα να μην σε βλέπω ακόμη κι όταν ήσουν μπροστά μου. Κάτι ήξερα. Φοβόμουν μην με κάψεις, κι είχα δίκιο τελικά.»

«Μην σου φανεί τρελό. Νιώθω πως σε ερωτεύομαι.»

«Γλυκιά μου Πηγίτσα, με τρελαίνεις» της είπε και δεν άντεχα την τόση χαρά που ένιωθα εκείνη τη στιγμή.

Αν η Φουέντε-Βιτόρια πέρασε καλά μαζί μου κι ένιωσε ακόμα και ερωτευμένη, τότε εγώ πέρασα ονειρικά μαζί της.

«Όπου κι αν πας, να με σκέφτεσαι» μου ζήτησε.

«Όπου κι αν πάω, θα είσαι μαζί μου» της υποσχέθηκα.

Όταν το πλοίο σήκωνε την άγκυρα και σαλπάριζε από την Βαρκελώνη, η Φουέντε κουνούσε το μαντίλι της. Ήταν στην αποβάθρα κι εγώ στην κουπαστή. Ήμουν σίγουρος πως δάκρυζε όπως δάκρυζα κι εγώ. Είχα διαπιστώσει πόσο συναισθηματική κι ευαίσθητη ήταν αυτές τις μέρες που είχαμε περάσει μαζί. Δεν πίστευα πως θα να αντικαθιστούσε τη Διονυσία, μετά από τόσα όμορφα χρόνια που είχα περάσει με την γυναίκα μου. Ήξερα όμως ότι μπορούσε να ανακουφίζει ή και να εξαφανίζει τον πόνο της απώλειας. Με παρέσερνε σε ένα βαθύ, πυρετώδες ερωτικό συναίσθημα. Ήταν τόσο έντονο το παρόν που ζούσα μαζί της που ξεχνούσα το παρελθόν κι αδιαφορούσα παντελώς για το μέλλον.

Η σταθερή απόφασή της να ενταχθεί στην Αδελφότητα είχε σχέση όχι μόνο με τον Δον Χουάν αλλά και με εμένα! Ήταν κάτι που δεν θα το πίστευα αν δεν μου το έλεγε η ίδια. Όλα στη ζωή της με συνέπαιρναν. Ήταν δύσκολο να γυρίζει μόνη της μια γυναίκα στη Βιλαμπίγια ή στη Βαρκελώνη με το ψευδώνυμο Βιτόρια. Η αξιοθαύμαστη τόλμη της με κατακτούσε κι η τόσο εμφαντική ομορφιά της με μάγευε. Όλα μαζί με έκαναν να την θέλω αφόρητα. Ζήσαμε μιαν ερωτική σχέση μόνο δέκα ημερών, αλλά, την σκεφτόμουν συνέχεια στο ταξίδι μου. Ούτε που το κατάλαβα για πότε το πλοίο διέτρεξε τα παράλια της Γαλλίας κι έφτασε στο λιμάνι της Γένοβας. Ήταν ένα εύκολο ταξίδι με καλό καιρό κι ένα γερό πλοίο. Η σκέψη της γλυκιάς Φουέντε, κι η ερωτική ένταση των ημερών που περάσαμε μαζί, απάλυνε τη μαυρίλα της ψυχής μου. Το χαμογελαστό, πηγαίο φάντασμά της ερχόταν στο μυαλό μου για να με ανακουφίζει. Ήταν το μόνο φάρμακο για τον πόνο που μου προκαλούσαν οι αδικοχαμένες στην Κύπρο γυναίκες μου.

Αποβιβάστηκα στη Γένοβα και από εκεί τράβηξα κατ’ ευθείαν για το Τουρίνο. Συναντήθηκα με την Μαργαρίτα και με τις κόρες της. Η Μαργαρίτα έκλαψε στην αγκαλιά μου για τις απώλειες των αγαπημένων μου γυναικών. Ήξερε πόσο πολύ μου είχαν στοιχίσει.

«Τα μάθαμε, Χάρμο. Σίγουρα όμως θα έχεις να μας πεις κι άλλα πολλά» μου είπε.

Με ρώτησε για όλους και για όλα καθώς και για τη συνεδρίαση που έγινε στην Κωνσταντινούπολη. Είχε μάθει λίγα πράγματα από επιστολή της Ελένης. Της είπα ότι οι στιγμές ήταν κρίσιμες κι ότι η ώρα μας είχε φτάσει. Χάρηκε που έμαθε το πιο σπουδαίο νέο, ότι ο Δον Χουάν είχε αποδεχτεί να τεθεί επικεφαλής. Ήταν ενθαρρυντικό που είχε ήδη αναλάβει την αρχηγία της Αδελφότητας. Φυσικά τον είχα ενημερώσει για όλα. Για τα μέλη μας, για τις αποφάσεις που πήραμε στην Κωνσταντινούπολη και για τον ιστό της αράχνης που κλώθαμε.

«Την ημέρα του Πάσχα, ακριβώς μετά την Ανάσταση, τον όρκισα» της είπα. «Πρώτα έγινε μέλος της Αδελφότητας και κατόπιν αρχηγός της!»

«Πώς ένιωσες, Χάρμο, όταν όρκιζες έναν θρύλο, το θαύμα της Ευρώπης;»

«Ήταν μοναδική στιγμή, Μαργαρίτα. Σε διαβεβαιώνω ότι ποτέ άλλοτε στη ζωή μου δεν έλειψε ο Ιάκωβος από δίπλα μου τόσο πολύ! Θα ήθελα να μπορούσε να την δει και να την ζήσει αυτή τη στιγμή. Αν επικοινωνούσε για μια στιγμή μονάχα με τον άλλο κόσμο, αυτό θα είχα να του πω.»

«Την έζησε μέσα από σένα, Χάρμο. Έτσι ζούμε όλοι μας μετά τον θάνατο, ζούμε μέσα απ’ τους δικούς μας ανθρώπους.»

«Σ’ αυτό έχεις δίκιο. Ο Ιάκωβος ήταν εκεί, παρών στην ορκωμοσία του Δον Χουάν, όπως και η Διονυσία. Όλοι σας, κι οι ζωντανοί κι οι πεθαμένοι ήταν εκεί!»

Έδειξε ότι κατανοούσε την συγκίνησή μου και μου χαμογέλασε.

«Ήταν υπέροχο. Όλα τα νέα γύρω από την υπόθεσή μας είναι εκπληκτικά! Θα ξεκινήσει και η εξέγερση στη ξηρά τώρα, έτσι δεν είναι;»

«Ξεκίνησε κιόλας με παρακίνηση των Βενετών» είπα. «Όμως αυτό που προέχει, τώρα, είναι να γίνει διοικητής του στόλου ο πρίγκιπας και όχι ο Ντ’ Όρια!»

«Έχουμε επιρροή στον Φιλιβέρτο κι η Σοφία μπορεί να παίξει ρόλο εδώ.»

«Πρέπει να δω την Σοφία. Υπάρχει δουλειά για να της αναθέσω. Το ζήτησε ο Δον Χουάν.»

Συναντήθηκα με τη Σοφία. Της είπα για την ανάγκη να αποκλειστεί ο Ντ’ Όρια.

«Ο Δον Χουάν είναι το άστρο που ανατέλλει σε όλη την Ευρώπη» είπε αποφασιστικά η Σοφία.

«Αυτό πρέπει να υποστηρίξει δυνατά ο Φιλιβέρτος στον Πάπα» της τόνισα.

«Θα το κάνει! Δεν θα αφήσει τον Τζιαν Αντρέα Ντ’ Όρια να διοικήσει τον στόλο. Σιχαίνεται την διστακτικότητα και την αναβλητικότητά του. Ο θείος Ντ’ Όρια απέτυχε στην Πρέβεζα, δεν χρειάζεται να αποτύχει κι ο ανιψιός Ντ’ Όρια.»

«Αυτό εδώ είναι εμπιστευτικό σημείωμα του Δον Χουάν για τον Δούκα» είπα και της έδωσα την επιστολή. «Γράφτηκε με διπλωματικό τρόπο για το ενδεχόμενο διαρροής. Διατυπώνει, όμως, σαφέστατα το αίτημα.»

Η Σοφία ήταν η αδυναμία του Δούκα της Σαβοΐας, ο Φιλιβέρτος, όμως, είχε κι άλλους λόγους για να αντιδρά. Στην ανταγωνιστική, γειτονική ναυτική πόλη της Γένοβας, οι Ντ’ Όρια αποτελούσαν μια μόνιμη απειλή. Ο Δούκας δεν έβλεπε με καλό μάτι τη στενή σχέση του Ντ’ Όρια με τον Φίλιππο που ήταν επικυρίαρχος της Γένοβας. Η ενδυνάμωση του Ντ’ Όρια απειλούσε την ανεξαρτησία της Σαβοΐας κι αυτό ανησυχούσε τον Φιλιβέρτο. Κι από μόνος του λοιπόν ο Δούκας δεν τον ήθελε επικεφαλής της σταυροφορίας.

«Ο Φιλιβέρτος θα στείλει επιστολή στον Πάπα. Δίσταζε τόσο καιρό, αλλά, τώρα που του το ζητά ο Δον Χουάν θα το κάνει» με διαβεβαίωσε.

«Χρειαζόμαστε κάτι ακόμη Σοφία» της είπα. «Πρέπει να προετοιμάσεις τον Φιλιβέρτο ώστε, αν όλα πάνε καλά, η Σαβοΐα να μας δώσει τα δικαιώματα της. Υπάρχουν εδάφη όπου έχει ακόμα διεκδικήσεις.»

«Ποια εδάφη εννοείς;»

«Η Σαβοΐα έχει δικαιώματα στην Κύπρο, στην Χίο στην Κριμαία κι αλλού. Θέλουμε να διαθέσει κάποια από αυτά την κατάλληλη στιγμή υπέρ της Ελλάδας.»

«Θα είναι εύκολο» είπε η Σοφία. «Τα εδάφη αυτά είναι έτσι κι αλλιώς χαμένα.»

«Είναι πολύ σημαντικό, αν ποτέ βρεθούμε σε τραπέζι διακανονισμών, να έχουμε κι εμείς κάποια χαρτιά στα χέρια μας» της εξήγησα.

Με κοίταξε με έκπληξη αλλά και χαρά.

«Μου φαίνεται απίστευτο ότι συζητώ τέτοια πράγματα» είπε. «Φτάσαμε λοιπόν τόσο κοντά σε εκείνο το αδιανόητο που αναζητούσε ο Ιάκωβος;»

«Ναι. Ο φίλος μας ήταν όχι απλά ένας οραματιστής ή ένας γενναίος, ήταν και προφήτης! Λίγους ανθρώπους έχω γνωρίσει σαν αυτόν!»

«Ο Δον Χουάν;» ρώτησε. «Δεν είναι τέτοιος άνθρωπος ο πρίγκιπας;»

«Είναι εξαιρετικός, όμως, είναι παιδί ακόμα» της είπα.

«Ο Ιάκωβος ήταν ένα λαμπρό αστέρι, το ήξερα και το αισθανόμουν» είπε η Σοφία. «Η μητέρα μου ήταν πολύ τυχερή γυναίκα που τον γνώρισε κι αλλιώς.»

Αυτό το “αλλιώς” με έκανε να την κοιτάξω περίεργα. Ήξερε λοιπόν; Φαίνεται πως είχε μιλήσει με την μητέρα της και τα είχε μάθει όλα.

«Να είσαι ερωτευμένη με έναν τέτοιον άντρα!» συνέχισε εκείνη «θα είναι φοβερό. Πες μου, Χάρμο, ήταν κι αυτός τόσο ερωτευμένος με τη μητέρα μου άραγε;»

«Ήταν ο πρώτος του έρωτας και … καταλαβαίνεις. Οι δυο τους ήταν τέλειο ζευγάρι αλλά ο παππούς σου ο Κορέσης δεν αστειευόταν. Είχε υποσχεθεί να δώσει την Μαργαρίτα στους Γκριμάλντι κι αυτό δεν θα άλλαζε με τίποτα! Με τον Ιάκωβο φύγαμε από τη Χίο κακήν κακώς» της είπα χαμογελώντας.

Θυμόμουν όλα αυτά που μάς είχαν συμβεί πριν σαράντα περίπου χρόνια. Της είπα ιστορίες από την εποχή κι απ’ τον έρωτα του Ιάκωβου με την Μαργαρίτα. Μου άρεσε που έφερνα ξανά στο νου μου τη νιότη μας και ζωντάνευα ξανά τον φίλο μου. Η Σοφία ρούφαγε όσα έλεγα με μάτια έκπληκτα, γεμάτα ενθουσιασμό. Απόρησα με την έκπληξή της, γιατί μου είχε δώσει την εντύπωση ότι τα ήξερε.

«Δεν στα έχει πει η μητέρα σου;» τη ρώτησα.

Φοβήθηκα προς στιγμή ότι είχα πει πολλά περισσότερα από όσα έπρεπε.

«Μιλήσαμε, αλλά, δεν μου είπε και πολλά πράγματα.»

«Και πως έβγαλες το συμπέρασμα ότι η μητέρα σου γνώρισε τον Ιάκωβο και τον ερωτεύτηκε κιόλας; Δεν στα είπε η ίδια;» τη ρώτησα.

«Εκείνη είναι σφίγγα, δεν μιλάει γι αυτά. Το κατάλαβα, όμως, από τη δική σου αντίδραση!» μου είπε χαμογελώντας. «Αλλά απ’ τη διήγησή σου έμαθα επιτέλους τόσα πολλά που ήθελα να ακούσω.»

«Μικρή, με παγίδεψες!» της είπα σχεδόν θυμωμένος.

«Έλα, μην κάνεις έτσι» μου είπε χαμογελώντας και με μαλάκωσε αμέσως. «Δεν θα πω στη μητέρα μου τίποτα, ήθελα όμως να ξέρω.»

«Η μητέρα σου δεν έχει κάτι για να ντρέπεται. Μάλλον, θέλει να προστατέψει την καλή φήμη του πατέρα σου και γι αυτό δεν σας μιλάει» είπα.

«Έτσι είναι» είπε η Σοφία. «Γι αυτό και δεν θα της πω τίποτα. Όμως μου άρεσε η ιστορία και, να το ξέρεις, ήταν όπως το ονειρευόμουν!»

Η Σοφία έκανε πολύ καλή δουλειά με τον πεθερό της τον δούκα Εμμανουήλ Φιλιβέρτο. Η Μαργαρίτα ενημέρωσε τον Ιουστίνο και του παρέδωσε το μήνυμα του Δον Χουάν προς τον Μεγάλο Δούκα της Βενετίας. Με τον τρόπο αυτό ο κλοιός γύρω από τον Ντ’ Όρια έσφιγγε, προς τέρψη βέβαια του Πάπα. Ο Τζιαν Αντρέα Ντ’ Όρια δεν είχε σοβαρούς υποστηρικτές πλέον ούτε στην βόρεια Ιταλία. Του έμενε μόνο η υποστήριξη του Φίλιππου. Θα έφτανε; αναρωτιόμουν.

Ο Πάπας, μ’ αυτή την στήριξη, μπορούσε να επιμένει να αρνείται την ανάθεση της αρχηγίας στον Ντ’ Όρια. Ο Γκρανβέλ ένιωθε άβολα στο Βατικανό αφού ο Πίος γινόταν όλο και πιο επίμονος υπέρ του Δον Χουάν. Έβλεπε πως έχανε το παιχνίδι. Ο καρδινάλιος Τόρες, στη Μαδρίτη ηρέμησε όταν είδε ότι η πίεση του Πίου προς τον Φίλιππο μεγάλωνε. Ήταν όλο και πιο φανερό ότι όλοι θα αποδέχονταν τον Δον Χουάν.

Ήταν μέσα Μαΐου όταν έφτασα στη Ρώμη. Πολλοί από την Αδελφότητα βρεθήκαμε εκεί. Έπρεπε να τα βάλουμε κάτω, να συζητήσουμε. Οι εξελίξεις είχαν κορυφωθεί κι η απόφαση για τον επικεφαλής της Συμμαχίας θα έβγαινε από μέρα σε μέρα. Μας υποδέχτηκε, σαν οικοδεσπότης μας, ο Φραντσέσκο Καστιλιόνι. Από τη Βενετία ήρθαν ο Ιουστίνος κι ο Μορμόρης. Έφεραν κι επιστολή του Δόγη προς τον Πάπα με την οποία ζητούσε τον αποκλεισμό του Ντ’ Όρια. Ήταν εκεί ο Ροντρίγκες κι ο Βαλέρης με την αντιπροσωπεία των Ιπποτών της Μάλτας. Είχαν έρθει οικογενειακώς οι Γκριμάλντι, ενώ ήταν εκεί και οι Μενάγιας, Καλλέργης Τσόμης και Συγκλητικός. Είχαν έρθει στη Ρώμη με πλοίο. Και, προς μεγάλη μου έκπληξη, ήταν εκεί και η κόμισα Φουέντε!

Είχε έρθει στη Ρώμη με δικό της υπηρετικό προσωπικό. Εγκαταστάθηκε σε ένα σπίτι στην Όστια, έξω απ’ τη Ρώμη, όπου πήγα για να την συναντήσω. Δεν άντεχα να ξέρω πως ήταν τόσο κοντά και να μην την έχω δει. Ένιωθα τύψεις απέναντι στη μνήμη της Διονυσίας αλλά η ερωτική έξαψη υπερνικούσε κάθε εμπόδιο του μυαλού. Με υποδέχτηκε στον κήπο της βίλας της, απ’ όπου είχε διώξει φύλακες κι υπηρέτες για να μείνουμε μόνοι. Αλλάξαμε ελάχιστα μόνο λόγια αλλά πολλά φιλιά. Και μόνο όταν χορτάσαμε τον έρωτα συνήλθαμε κάπως και μιλήσαμε κανονικά.

«Χάρηκα πολύ όταν έμαθα πως ήρθες» της είπα.

«Ήθελα να είμαι εδώ. Είμαι στο κέντρο του κόσμου και κοντά σου» μου είπε.

«Η αλήθεια είναι ότι σε σκεφτόμουν πολύ περισσότερο από όσο θα έπρεπε» της είπα.

«Νιώθω κι εγώ να μου λείπεις και θέλω να είμαστε συνέχεια μαζί» μου είπε.

Όσο έμεινα στη Ρώμη, περνούσα τα βράδια μου στην Όστια στης Φουέντε. Ένιωθα κι εγώ, όπως κι εκείνη, διπλά στο κέντρο του κόσμου. Εδώ είχαν συγκεντρωθεί οι δυνάμεις όλης της χριστιανοσύνης να αποφασίσουν για το μέλλον τους κόντρα στους Τούρκους. Εδώ βρισκόταν η Φουέντε που ήταν για μένα, τώρα, το κέντρο αυτού του κόσμου.

Υπήρχαν εδώ αντιπρόσωποι απ’ την Ισπανία κι απ’ τη Βενετία, που ήταν οι κύριες δυνάμεις της συμμαχίας. Ήταν οι Ιππότες της Μάλτας, ο στρατός του Πάπα. Ήταν εκπρόσωποι από τη Σαβοΐα και τη Γένοβα κι ακόμη εκπρόσωποι από τη Φλωρεντία. Εκτός από όσους μετείχαν στον συνασπισμό, τις συζητήσεις παρακολουθούσαν από κοντά Γαλλία και Γερμανία. Κανονίζονταν λεπτομέρειες που φαίνονταν ανούσιες αλλά έκρυβαν μέσα τους μεγάλες αντιθέσεις.

Οι Βενετοί ήταν τώρα αυτοί που επείγονταν για πόλεμο. Η Λευκωσία κι ολόκληρη σχεδόν η Κύπρος ήταν στα χέρια των Οθωμανών. Η Αμμόχωστος εξακολουθούσε να αντιστέκεται ενώ οι Τούρκοι απειλούσαν με επέμβαση την ίδια την Βενετία. Αν γινόταν να σωθεί η Αμμόχωστος ή να ανακαταληφθεί η Κύπρος, τότε άξιζε τον κόπο να γίνει η αντιτουρκική συμμαχία. Οι Ισπανία, όμως, δεν βιαζόταν. Προτιμούσε μια επίδειξη της χριστιανικής δύναμης αλλά όχι μια πραγματική ναυμαχία. Ο Φίλιππος δεν άντεχε στη σκέψη να χάσει γαλέρες που το κόστος αναπλήρωσής τους ήταν μεγάλο. Οι Ιππότες μισούσαν τους Βενετούς και το ίδιο ένιωθαν οι Γενουάτες κι ιδιαίτερα ο Ντ’ Όρια. Δεν θα φτιαχνόταν ποτέ καμιά συμμαχία αν δεν ήταν τόσο έντονη η απειλή του Οθωμανού. Το συνονθύλευμα των αλληλοκατηγορούμενων χριστιανών δεν θα έφτανε ποτέ σε συμφωνία. Υπήρχαν όμως δυο παράγοντες που έκλιναν την πλάστιγγα. Από την μια ήταν η προσωπικότητα του Πάπα Πίου του Ε’, που είχε θέσει σκοπό της ζωής του την σταυροφορία. Από την άλλη ήταν η θρυλική προσωπικότητα του Δον Χουάν που μπορούσε να εμπνεύσει τους πάντες.

Στις 25 Μαΐου του 1571 η συμφωνία υπογράφτηκε. Είχε περάσει ένας ολόκληρος χρόνος που όλο ετοιμαζόταν κι όλο δεν κατέληγε. Την περασμένη χρονιά ο στόλος πλησίασε στην Κύπρο, αλλά, δεν άγγιξε το νησί και γύρισε ταπεινωμένος. Δεν υπήρχε, όμως, τότε ούτε συμφωνία, ούτε κοινός αρχηγός, ούτε κοινός στόχος ούτε και δέσμευση. Εκείνο το περσινό λάθος δε θα επαναλαμβανόταν. Δεν θα έμεναν κενά στη συμφωνία όπως το 1538 πριν την Πρέβεζα. Τότε ο στόλος της ιερής συμμαχίας έχασε τη ναυμαχία λόγω ασυνεννοησίας.

Το Παπικό κράτος η Ισπανία κι η Βενετία, υπέγραψαν στη Σάλα ντε Κοζιστόρο την Sacra Liga Antiturca. Ήταν η ιερή αντιτουρκική συμμαχία. Ο τίτλος αυτός σήμαινε ότι οι στόχοι ήταν ξεκάθαροι. Κύπρος, Άγιοι Τόποι και Βόρεια Αφρική, όλα τα μέρη όπου οι Τούρκοι ήταν σε σύγκρουση με χριστιανούς. Έμεναν έξω οι βόρειες προτεσταντικές χώρες για τις οποίες επέμενε ο Φίλιππος. Είχαν αντιδράσει όλοι στην προσπάθεια της Ισπανίας να συγκροτηθεί συμμαχία «κατά απίστων και αιρετικών». Έμεινε μόνο «κατά των Τούρκων»! Συμφωνήθηκε ακόμη πως θα ήταν παντοτινή, χωρίς ημερομηνία λήξης, κι ότι θα ήταν εξ ίσου αμυντική κι επιθετική.

Η Ρώμη ξέσπασε σε πανηγυρισμούς και το ντελίριο μεταδόθηκε ταχύτατα σε όλη την Ιταλία κι όλη την Ισπανία. Πανηγυρίσαμε κι εμείς σε μια έκτακτη συνεδρίαση όσων μελών της Αδελφότητας βρίσκονταν εδώ. Αυτό που είχε γίνει ήταν ακριβώς αυτό που επιζητούσαμε. Αντιτουρκική συμμαχία με επικεφαλής τον Δον Χουάν. Τώρα πια χρειαζόταν να δράσουμε ταχύτατα ώστε να προβλέψουμε και να ελέγξουμε τις εξελίξεις που δεν θα περίμεναν.

...........................(συνεχίζεται) .............

****************************

Την Δευτέρα 12/4 το 10γ, τρίτο μέρος του 10ου κεφαλαίου.