Όπως είχα γράψει χτες, θα δώσω σήμερα ένα κομμάτι του βιβλίου "ΕΡΩΤΑΣ κι ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ". Είναι το 3ο κεφάλαιο του βιβλίου (2.240 λέξεις, σελίδες 25-32). Σε αυτό το κεφάλαιο βλέπουμε δυο νεαρά παιδιά να μεγαλώνουν στην Κέρκυρα σε ένα φιλομαθές περιβάλλον. Τα πρόσωπα της Ναυσικάς και του Οδυσσέα είναι μυθοπλασμένα, γύρω τους όμως ο Αντωνομαρίας Καποδίστριας, η κοντέσα Γονέμη, ο Γιωργάκης Ριζάρης και άλλοι είναι πρόσωπα ιστορικά που έπαιξαν πραγματικούς ρόλους όπως οι φανταστικοί που τους αποδίδονται εδώ. Οι εταιρείες, η Φιλόμουσος, η Φιλική είναι ιστορικές αλήθειες. Ο μύθος θέλει τα δυο παιδιά να μπλέκουν σε έναν αγνό έρωτα μέσα σε αυτό το περιβάλλον που έσφυζε από πατριωτισμό στα Ιόνια νησιά.
Γ’:
Οι Εταιρείες
Η
πιο σπουδαία και φημισμένη κερκυραϊκή
οικογένεια ήταν αυτή του κόμη Αντωνομαρία
Καποδίστρια. Μέσα σε αυτή την οικογένεια
η κοντέσα Διαμαντίνα Γονέμη, σύζυγος
του κόμη, είχε αναλάβει τις φιλανθρωπίες.
Φρόντιζε έτσι για την ψυχή της αλλά και
για την καλή φήμη του ευγενικού τους
ονόματος. Μεταξύ των άλλων παιδιών που
επωφελήθηκαν από την βοήθειά της ήταν
κι η Ναυσικά. Η μοναχοκόρη των Καμπάδων
παρουσιάστηκε στην κοντέσα μετά από
σχετική εισήγηση του Ζαβογιάννη. Αν κι
η ίδια ήταν αρχοντική γενιά, οι Καμπάδες
δεν θα καταφρονούσαν ποτέ μια προσφορά
της κοντέσας. Δεν ήταν μόνο θέμα χρημάτων
η ανάληψη της φροντίδας της κόρης τους.
Εξασφάλιζαν ότι θα αποκτούσε γνωριμίες
και θα είχε τις καλύτερες συναναστροφές
με τον πιο αξιόλογο κύκλο ανθρώπων στο
νησί.
Για
την Ναυσικά, η κοντέσα έτρεφε ιδιαίτερη
αγάπη. Αυτό οφειλόταν εν πολλοίς στο
έξυπνο κι όμορφο προσωπάκι της νεαρής.
Σημαντικό ήταν και το γεγονός ότι την
γνώριζε από μωρό. Την είχε συμπαθήσει
από όταν ακόμη βρισκόταν στις πάνες.
Την γνώρισε μόλις γεννήθηκε. Είχε έρθει
στα βαφτίσια. Ύστερα την συναντούσε
συχνά. Είχε δει όλα τα στάδια που περνούσε
καθώς μεγάλωνε σιγά σιγά. Την είδε να
ωριμάζει κι από βρέφος να γίνεται μωρό,
ύστερα παιδί και τώρα έφηβη. Όταν την
έβλεπε στα χέρια της γκουβερνάντας, η
Διαμαντίνα πλησίαζε και την έπαιρνε
στα δικά της χέρια. Ήταν τιμή να ασχολείται
μαζί της η κοντέσα. Εκείνη όμως έπαιζε
με το μωρό παίρνοντας αληθινή χαρά. Την
έβλεπε κυρίως σε γιορτές και πανηγύρια.
Την συναντούσε και στον Άγιο, κάθε
Κυριακή, μαζί με την μητέρα της. Η κοντέσα
ζήλευε την Πηνελόπη για την ευτυχία της
χωρίς να την φθονεί.
Η
Διαμαντίνα είχε τον καημό ότι τα παιδιά
της, όλα αγόρια, δεν παντρεύονταν και
δεν της έκαναν εγγόνια. Γι αυτόν τον
λόγο αφιέρωνε πολύ χρόνο στα μικρά
παιδιά των άλλων ευγενικών οικογενειών,
που τα είχε σαν δικά της. Είχε προσλάβει
έναν γαλλομαθημένο δάσκαλο μουσικής
για μια τάξη που είχε οργανώσει. Ήταν ο
Γεωργάκης Ριζάρης, από την οικογένεια
Ριζάρη. Οι θείοι κι οι εξάδελφοί του
είχαν πλουτίσει στη Ρωσία. Εκείνος
σπούδασε στο Μιλάνο και στο Παρίσι
και το 1814 εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα.
Ήθελε να έρθει σε έναν τόπο ελληνικό μη
τουρκοκρατούμενο. Αν κι ερχόταν από την
Γαλλία, έφτασε στο νησί όταν οι Γάλλοι
έφευγαν από αυτό παραχωρώντας το στην
Αγγλία.
Ο
κύριος Γεωργάκης παρέδιδε μαθήματα στο
σπίτι των Καποδιστρίων στα Μουράγια.
Κάθε χρόνο είχε οχτώ έως δέκα μαθητές
στην τάξη. Μεταξύ αυτών ήταν ο Οδυσσέας
Κάρδης κι η Ναυσικά Καμπά. Ήταν αγαπητός
στα παιδιά και πολύ προσιτός. Έδειξε
πως ήταν δάσκαλος για πολύ περισσότερα
πράγματα από την μουσική.
Μιλούσε
στους μαθητές του για τη ζωή στην Ευρώπη
και για τις “ελληνικές” υποθέσεις,
όπως τις ονόμαζε. Αφορούσαν κυρίως την
πρόοδο των Ρωμιών στο εξωτερικό και την
εν γένει πορεία του ρωμαίικου. Μιλούσε
περισσότερο με τον Οδυσσέα και τη
Ναυσικά. Τούς κρατούσε μετά το μάθημα
για να συζητούν για την “εθνική υπόθεση”,
όπως ονόμαζε το όραμα της ελεύθερης
Ελλάδας. Τους έμαθε πράγματα που πολύ
λίγοι γνώριζαν ως τότε. Γνώριζε και τούς
μιλούσε για μυήσεις σε μυστικές τεκτονικές
εταιρείες. Ήξερε για επαναστατικές
κινήσεις και για φιλόμουσες εταιρείες
που έκρυβαν μέσα τους πυρήνες επαναστατών.
Ήταν ο ίδιος μέλος μιας τέτοιας μυστικής
εταιρείας, που είχε ιδρυθεί στο Παρίσι.
Την είχε ξεκινήσει το 1809 ο πατριώτης
Γρηγόριος Ζαλύκης, για να βοηθά τους
Ρωμιούς στο εξωτερικό. Σκοπός της ήταν
η διαφώτιση των Ελλήνων κι ο εφοδιασμός
τους με όπλα. Τελικός στόχος ήταν η
πλήρης ένταξή τους στην προετοιμασία
της επανάστασης.
«Σκεφτείτε
ότι η οργάνωση
στο
Παρίσι ονομαζόταν
“ελληνόγλωσσο ξενοδοχείο”»
είπε χαμογελώντας ο δάσκαλος.
«Ήταν
ανάσα για τους
περαστικούς
κι όσους είχαν ανάγκη. Προσέφερε
στέγη σε Ρωμιούς που έρχονταν
στο
Παρίσι.»
«Γιατί
ονομαζόταν
"ξενοδοχείο";»
απόρησε ο Οδυσσέας.
«Αφού
συνεδρίαζε σε ξενοδοχεία, πώς
αλλιώς να την
ονόμαζαν;
Την είπαν "ξενοδοχείο"
κι αυτήν»
είπε
ο Γεωργάκης.
«Ήταν
καλό που το σκέφτηκαν»
είπε ο Οδυσσέας.
«Και
πολύ χρήσιμο για μερικούς ανθρώπους»
είπε η Ναυσικά.
«Φυσικά»
είπε ο κύριος Γεωργάκης, «συγκέντρωνε
τους πιο σπουδαίους ανθρώπους.»
«Πώς
μπορεί κανείς να υλοποιεί μια τέτοια
μεγάλη ιδέα;» απόρησε ο Οδυσσέας.
«Θα
χρειάζονταν χρήματα» παρατήρησε η
Ναυσικά.
«Όλα
ξεκίνησαν από το ενδιαφέρον της
Μαντάμ ντε
Ζενιέ.
Χάρη σε αυτήν οργανώθηκαν όλα.
Στο φιλολογικό της σαλόνι έγιναν
οι πρώτες συναντήσεις.»
«Θα
πρέπει να ήταν πλούσια» συμπέρανε η
Ναυσικά.
«Δεν
έβαζε η μαντάμ τα χρήματα, ούτε ο Ζαλύκης.
Αυτοί μόνο τη συνεισφορά τους έδιναν.
Ο πρόεδρος, κόμης
ντε Γκουφιέ, κι ο ταμίας, μεγαλέμπορος
Μόσχος, ήταν οι βασικοί χρηματοδότες.
Βοηθούσε κι ο Δημήτριος Κομνηνός, ένας
απόγονος των Κομνηνών του Πόντου και
πολύ φίλος του Ναπολέοντα. Εδώ που τα
λέμε, τα πιο πολλά χρήματα τα έβαζε ο
Ναπολέων!»
«Ο
Βοναπάρτης;» ρώτησαν έκπληκτα τα
παιδιά.
«Ναι.
Ο Ναπολέων είχε όραμα να ελευθερώσει
την Ελλάδα. Την θεωρούσε μητέρα της
Ευρώπης, του πολιτισμού της ισονομίας
και της ελευθερίας. Το όραμά του, βέβαια,
εκφυλίστηκε τελικά στην κατάληψη των
νησιών. Άρχισε τα διπλωματικά παιχνίδια
με τον Αλή Πασά και ξέχασε την επανάσταση
και την εξαγωγή της.»
«Και
ονειρεύτηκε το ελληνόγλωσσο ξενοδοχείο,
ε;»
«Έλληνες
το ονειρεύτηκαν κι Έλληνες το έφτιαξαν.
Απλώς ο Ναπολέων το ενίσχυσε γιατί
πίστευε ότι θα βοηθούσε τα σχέδιά του»
είπε ο δάσκαλος.
«Και
τώρα;» ρώτησε ο Οδυσσέας.
«Χωρίς
τον Ναπολέοντα όλα έγιναν δύσκολα. Οι
Βουρβόνοι τον κυνήγησαν. Ο
Ζαλύκης έφυγε για το Λονδίνο.»
«Λοιπόν,
πρέπει να έζησες μια συναρπαστική
ζωή, δάσκαλε» είπε η Ναυσικά.
«Τίποτε
δεν τελείωσε» της είπε εκείνος. «Έχουμε
να ζήσουμε κι άλλα πολλά εμπρός μας.»
«Θα
φτιαχτεί κανένα
άλλο
ελληνόγλωσσο ξενοδοχείο;»
αναρωτήθηκε ο Οδυσσέας. «Ίσως στην
Ιταλία ...»
«Μα
... φτιάχτηκαν ήδη δυο Φιλόμουσες
Εταιρείες» είπε ο Γεωργάκης. «Μία
έφτιαξαν οι
Αθηναίοι
με τη
βοήθεια
των Εγγλέζων. Άλλη μία έφτιαξε μετά
ο Καποδίστριας
με τους Έλληνες της Βιέννης και
με τη
βοήθεια των
Ρώσων.»
«Μα
... είναι φιλόμουσες;»
απόρησε η Ναυσικά.
«Ε,
όχι ακριβώς ... Φαίνονται σαν εταιρείες
φίλων της μουσικής αλλά στοχεύουν στην
επανάσταση. Γι αυτό Άγγλοι και Ρώσοι
τις θέλουν, τις στηρίζουν και προσπαθούν
να τις ελέγχουν. Πάντως, αυτός είναι κι
ο λόγος που δημιουργήθηκε μια νέα
οργάνωση, η Φιλική εταιρεία. Αυτή δεν
ελέγχεται από κανέναν ξένο κι είναι
αμιγώς ελληνική.»
«Πού
τα ξέρεις όλα αυτά;» απόρησε ο Οδυσσέας.
«Στο
ελληνόγλωσσο του Παρισιού, ήταν μέλος
κι ο Αθανάσιος Τσακάλωφ, που είναι φίλος
μου και μου γράφει. Νομίζω πως είναι κι
από τους ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας.»
«Νομίζεις;
Ή ξέρεις;»
«Οι
εταιρείες είναι μυστικές, έχουν κανόνες
μύησης και δεν λένε όλα τα μυστικά τους.
Επικεφαλής της Φιλικής Εταιρείας είναι
κάποια “Αρχή” που κανείς δεν γνωρίζει
ποια είναι. Αλίμονο αν την γνώριζαν, θα
πιανόταν την ίδια στιγμή για κατασκοπία.
Ο Μέτερνιχ κυριαρχεί στην Ευρώπη κι ο
Σουλτάνος φοβάται και τον ίσκιο του.
Δεν είναι να μάθουν κάτι για σένα,
αμέσως σε λένε κατάσκοπο.»
«Και
ποιος θα μπορούσε να βρίσκεται πίσω από
αυτή την Αρχή;» ρώτησε η Ναυσικά.
«Άλλος
φαντάζεται τους Ρώσους, άλλος τους
Άγγλους. Ό,τι θέλει ο καθένας μπορεί
να φαντάζεται, αρκεί να παίρνει
θάρρος και να γεμίζει με ελπίδες!»
«Εσύ,
ξέρεις ποια είναι η Αρχή;»
«Όχι
βέβαια. Ξέρω μόνο πως ο φίλος μου ο
Τσακάλωφ, είναι ένα από τα ιδρυτικά
μέλη. Μπορεί ... μάλλον θα πρέπει να είναι
μέρος της Αρχής κι αυτός.»
«Και
τι λέει αυτή η Φιλική Εταιρεία;»
«Βασικά
λέει πως οι Έλληνες πρέπει να ελευθερωθούν
μόνοι τους. Να μην περιμένουν από κανένα
σωτήρα να τους σώσει. Λέει ότι το έθνος
έχει τις δυνάμεις να αποτινάξει τον
ζυγό και ότι η ώρα έχει φτάσει.»
«Καλό
ακούγεται, δεν ξέρω όμως κατά πόσο
είναι εφαρμόσιμο» είπε ο Οδυσσέας.
«Κάθε
φορά που το γένος ξεσηκώθηκε στηριγμένο
σε ξένους, αυτός που την πλήρωνε ήταν
πάντα ο ραγιάς. Έγινε πολλές φορές αυτό
παλιότερα αλλά και πρόσφατα. Πιο παλιά
οι Ενετοί κι οι Ισπανοί. Αργότερα οι
Ρώσοι, κι οι Γάλλοι ... όλοι τα ίδια έκαναν.
Μας ξεσήκωναν κι ύστερα έκαναν εκείνοι
δικές τους συμφωνίες με τον Σουλτάνο.»
«Μα,
σ' αυτές τις συμφωνίες δεν
έπρεπε να μετρά και το συμφέρον
των Ρωμιών;» ρώτησε ο Ναυσικά.
«Αρχικά
αυτό έλεγαν οι υποσχέσεις. Μόλις άρχιζε,
όμως, το παζάρι με τους Τούρκους, κανένας
δεν έδινε εδάφη του στους Γραικούς.
Εμείς είμασταν πάντα οι χαμένοι. Δεν
είμαστε ούτε κάν στο τραπέζι των
διαπραγματεύσεων. Πώς να επιβάλλει
κανείς την άποψή του όταν δεν είναι ούτε
καν παρών;»
«Και
μόνοι μας πώς θα τα καταφέρουμε;»
«Η
Φιλική Εταιρεία λέει πως πρέπει να
ξεσηκωθούμε μόνοι μας, κι ας ζητήσουμε
μετά και τη βοήθεια των ξένων. Αν έχουμε
κάνει εμείς την αρχή θα είμαστε με τους
νικητές. Θα πρέπει να πολεμάμε τους
Τούρκους ως στη λήξη του πολέμου. Τότε
η συνθήκη ειρήνης δεν θα μπορέσει να
μας αγνοήσει!»
«Αυτό
είναι σωστό» είπε η Ναυσικά.
«Δεν
γίνεται, δάσκαλε, να μπούμε κι εμείς
τώρα στη Φιλική Εταιρεία;» ζήτησε
ο Οδυσσέας.
«Είστε
μικροί ακόμα. Επί πλέον ... για την Ναυσικά
δεν γίνεται. Στην εταιρεία δεν γράφονται
γυναίκες.»
«Διακρίσεις
παντού» είπε εκείνη απογοητευμένη.
«Αντί για ένα βήμα μπροστά πάνε πάλι
στα πατροπαράδοτα.»
«Κάποτε
θα αλλάξουν κι αυτά» της είπε παρηγορητικά
ο Γεωργάκης. «Ίσως είναι νωρίς ακόμα.»
«Η
αλήθεια είναι ότι αυτό μου ακούγεται
δυσάρεστο. Αν δεν δεχτούν στις γραμμές
τους την Ναυσικά, δεν θέλω ούτε κι εγώ
να μπω» είπε ο Οδυσσέας.
«Όχι,
δεν θέλω για χάρη μου...» πήγε να
πει η Ναυσικά.
«Είμαστε
φίλοι ή δεν είμαστε;» της το
ξέκοψε με μιας ο Οδυσσέας.
«Πρώτα
από όλα είστε ακόμα μικροί κι οι δύο»
είπε και ξεκαθάρισε ο δάσκαλος. «Ύστερα,
θα πρέπει να σας μυήσει ένα μέλος
που να έχει τέτοιο δικαίωμα. Οπότε
... έτσι κι αλλιώς θα πρέπει να
περιμένετε.»
Η
Ναυσικά με ένα βλέμμα της προς τον
Οδυσσέα του έδειξε πως την συγκινούσε
αυτό που είχε πει. Ήταν μια σαφής εκδήλωση
αλληλεγγύης εξαιρετικά ασυνήθιστη κι
εύλογη. Όμως ο Οδυσσέας αυτό που έλεγε
το εννοούσε. Θα ήθελε να δράσει μέσα από
αυτή την Φιλική ή την Φιλόμουση ή μια
άλλη εταιρεία. Ήθελε να βοηθήσει να
απαλλαγεί το γένος του από τη σκλαβιά.
Ωστόσο είχε ξεκαθαρίσει πως ό,τι κι αν
ήταν αυτό που θα έκανε, θα το έκανε μαζί
της. Ήξερε το θάρρος κι η ευθυκρισία της
ζύγιζαν πολύ περισσότερο από πολλούς
άνδρες. Σε τίποτε δεν του φαινόταν πως
υστερούσε. Ήταν άδικο να την βγάζουν
έξω από τα σχέδιά τους και να την στέλνουν
στην κουζίνα σαν νοικοκυρά. Όσο δεν την
μετρούσαν σαν άνθρωπο, δεν άξιζαν ούτε
τον δικό του σεβασμό. Έτσι του ήρθε
αυθόρμητα αυτή η άρνηση.
«Ξέχασέ
μας όσο αποκλείουν την Ναυσικά μόνο και
μόνο γιατί είναι γυναίκα.»
«Έτσι
κι αλλιώς δεν είναι τώρα ώρα για
μυήσεις» είπε ο δάσκαλος.
«Στο
κάτω-κάτω, εδώ στο νησί υπάρχει η
δυνατότητα για μιαν ακόμη οργάνωση.
Γιατί να μην φτιάξουμε κι εμείς τη δική
μας εταιρεία;» αναρωτήθηκε φωναχτά
ο Οδυσσέας.
«Εσείς;
Ποιοι;» απόρησε ο δάσκαλος.
«Εγώ
κι η Ναυσικά» είπε ο Οδυσσέας.
«Κι
όποιος άλλος έχει αληθινά νέες ιδέες»
συμπλήρωσε η Ναυσικά. «Όποιος θέλει
να κάνει επανάσταση για έναν νέο
και καλύτερο κόσμο.»
Τώρα
την κοίταξε με θαυμασμό ο Οδυσσέας.
Του άρεσε το θάρρος της.
«Λοιπόν,
τελειώσαμε για σήμερα. Θα συνεχίσουμε
μεθαύριο το μάθημα» έκλεισε την
συζήτηση ο δάσκαλος.
Τα
δυο παιδιά ένιωθαν μέρα με την ημέρα
τον ψυχικό δεσμό τους να δυναμώνει. Ήταν
φίλοι και δεν εκτρέπονταν σε τίποτε
ανήθικο ή ανεπίτρεπτο. Ο Οδυσσέας ήταν
εγγυητής της αυτοσυγκράτησης και της
ψυχραιμίας τους. Ωστόσο οι σκέψεις είναι
πάντοτε φευγάτες και δεν κλείνονται
εύκολα σε κανόνες. Κι αυτές οι σκέψεις
δεν άφηναν την παραμικρή αμφιβολία ότι
κάθε μέρα ένας έρωτας φούντωνε ανάμεσά
τους. Η επιθυμία για το "ανεπίτρεπτο"
φούντωνε κι αυτή. Η Ναυσικά ήταν επιρρεπής
αλλά ο Οδυσσέας βράχος.
«Θέλω
να κάνουμε παρέα κι έξω από το σπίτι των
κόντηδων» της είπε μια φορά.
«Μα
... πώς; Αφού ξέρεις πως σε εμάς
τα κορίτσια τίποτε δεν επιτρέπεται.»
«Να
το σκάσουμε μια φορά.»
«Έχεις
σχέδιο;»
«Έχω»
την διαβεβαίωσε.
Πραγματικά
το έσκασαν. Βρήκαν μιαν ευκαιρία,
ξεγέλασαν την κοντέσα και ξεγλίστρησαν.
Ο Οδυσσέας είπε πως του είχαν ζητήσει
από το σπίτι να μην πάει στους Καποδίστριες
εκείνη την ημέρα. Η Ναυσικά έλαβε ένα
μήνυμα να πάει εκτάκτως σπίτι της γύρω
στο μεσημέρι. Ήταν η ώρα που όλοι
ξεκουράζονταν. Συναντήθηκαν κάτω από
τα μουράγια, σε κάποια βράχια που τα
χτυπούσε η θάλασσα. Ο αέρας τούς έκοβε
την ανάσα.
«Χαίρομαι
που ήρθες» της είπε.
«Φοβάμαι
μη μας πιάσουν. Αν μας δουν και το
πουν, δεν θα μας ξαναδεχτούν στο
σπίτι τους οι κόντηδες.»
«Αν
καταλάβουν τι κάναμε, θα έχουμε
συνέπειες, το ξέρω. Όμως, μην ανησυχείς.
Δεν θα καταλάβει κανείς τίποτε» την
καθησύχασε εκείνος.
«Δεν
θα μας καταλάβει κανείς;»
«Κανείς!
Μόνο ο άνεμος κι η θάλασσα.»
«Ο
άνεμος κι η θάλασσα είναι φίλοι μου.»
«Και
δικοί μου.»
Δεν
έκαναν τίποτε. Κοιτούσαν μόνο τη θάλασσα
κι ένιωθαν τον άνεμο. Μύριζαν το ιώδιο
και το αλάτι. Δύσκολα αντάλλαξαν ακόμα
και κάποιες λίγες σκόρπιες κουβέντες.
Δεν τους άφηνε ο δυνατός αέρας που
λυσσομανούσε. Τούς έκλεινε τα αυτιά το
φοβερό βουητό των νερών που χτυπούσαν
αλύπητα τα βράχια με δύναμη. Κι όμως
ακόμη κι αυτή η σιωπή ήταν εύγλωττη.
Εκείνη την ημέρα που έκαναν σκασιαρχείο
θα έμενε για πάντα τυπωμένη στη μνήμη
τους. Ήταν μια ημέρα που η φύση είχε
ευλογήσει κι είχε βάλει τη σφραγίδα της
στην αγνή και τρυφερή σχέση τους.
«Ξέρεις
... εγώ ...» πήγε να της πει σε κάποια
στιγμή.
«Δεν
ακούω τι λες» του φώναξε.
«Άσε
... τίποτα! Να προσέχεις μη βραχείς!»
Ήταν
όμορφα, νέα, υγιή κι έξυπνα παιδιά. Η
φύση τους δεν τους άφηνε σε ησυχία. Το
μυαλό τους αναστατωνόταν με τη σκέψη
του άλλου φύλου. Οι επιθυμίες γίνονταν
κάποιες στιγμές σχεδόν βασανιστικές.
Συγκρατούνταν στα όρια της ευπρέπειας
λόγω της καλής τους ανατροφής κι επειδή
αλληλοεκτιμούνταν πολύ. Σέβονταν ο ένας
τον άλλον. Ο έρωτας τούς έτρωγε τα σωθικά
αλλά εκδηλωνόταν σαν μια πραγματική
και παντοτινή φιλία.
«Θα
είμαστε λοιπόν φίλοι για πάντα;»
τον είχε ρωτήσει.
«Αυτό
δεν θα μπορέσει να το σταματήσει κανείς,
ούτε ο θάνατος!» της είχε απαντήσει.
===
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ