Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2020

42 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 42η και τελευταία

Τέλος σήμερα.

Το μυθιστόρημα που εξελίσσεται όλο μέσα σε τρεις μόνο μέρες του Ιουνίου του 307 π.Χ. τελειώνει με την ενότητα "Αύριο θα είναι μια καλύτερη μέρα".

Ελπίζω να είναι για όλους μας.

*******************************


Αύριο θα είναι μια καινούργια μέρα (β' μέρος)

...............

 Ο θαυμάσιος γυρισμός της παρέας από το Φάληρο προς τον Πειραιά γινόταν με τα πόδια. Η άμαξα είχε μείνει για να μεταφέρει τον Ιάσονα και τη Δάφνη. Φαρμακωμένοι κι οι δυο επανέρχονταν, αλλά, δεν ήταν για πεζοπορία, έτσι, τους είχαν φορτώσει στο κάρο. Οι άλλοι προχωρούσαν αργά και μιλούσαν απολαμβάνοντας το τοπίο με μια αίσθηση πως κάτι καλό είχαν πετύχει. Είχαν λύσει το μυστήριο του φόνου του Ερμόδωρου και των άλλων θυμάτων των Ορφικών. Είχαν νιώσει το υπέροχο συναίσθημα της νίκης απ’ την στιγμή που είχαν τον τύραννο δέσμιο. Μετά τον διέσωσαν οι Μακεδόνες, αλλά, για την πόλη είχε τελειώσει. Ανάμεσα στον Ιλισό και τον Κηφισό, παρ' ό,τι είχε μπει Ιούνιος, ακόμα υπήρχαν λουλούδια πολύχρωμα. Υπήρχαν ανθισμένα, δέντρα οπωροφόρα γεμάτα με καρπούς. Όλη η φύση μύριζε αρώματα μεθυστικά.

Ο Μύρων έβλεπε τον Ζείκρατο να προχωρά σκεπτικός και δεν διέκοψε τον ειρμό του. Μόνο μια φορά τον ρώτησε κάτι για να εισπράξει μια ψυχρή απάντηση. Το ίδιο κι η Κλεοτίμα.

«Ο Ζείκρατος μας αποφεύγει» είπε στον Μύρωνα.

«Τον βλέπω συλλογισμένο. Κάτι τον απασχολεί».

«Εδώ που τα λέμε, έγιναν πολλά».

«Ο Ερμόδωρος θα ήταν πιο ήσυχος τώρα, αν ήταν εδώ μαζί μας» της είπε ο Μύρων.

«Δεν είναι όμως ... κι αυτό είναι οριστικό» είπε κι εκείνη σ’ ένα τόνο μελαγχολικό.

«Ήταν μόλις προχτές που πέρασα από το σπίτι σου για να σου πω τα δυσάρεστα νέα. Μόλις τρεις μέρες πέρασαν και μου φάνηκαν σαν αιώνας».

Δεν του απάντησε, όμως συμφωνούσε απόλυτα. Όλα είχαν αλλάξει γύρω της. Νέα πρόσωπα, η Νικάτα, η Εριφύλη, ο Υπάνωρ, την περιτριγύριζαν. Το πολίτευμα είχε αλλάξει και τα συναισθήματά της άλλαζαν κι αυτά. Όλα άλλαζαν εκτός από την φύση που παρέμενε επίμονα ελκυστική. Η θαλάσσια αύρα που ερχόταν από τον φαληρικό όρμο απάλυνε την ζέστη του καλοκαιριού. Οι σκιές των αραιών δέντρων και των ψηλών θάμνων τους σκέπαζαν κάθε τόσο ανακουφιστικά. Η αλλαγή στα δικά της συναισθήματα πού εντασσόταν άραγε; Ήταν σαν το πολίτευμα που είχε αλλάξει ή σαν την φύση που άλλαζε κι αυτή; Η φύση δεν φανερωνόταν ποτέ μόνη της, έπρεπε να την δεις για να την νιώσεις; Αν έμενες κλεισμένος στους τοίχους που ύψωνες για να προστατευτείς από το κρύο και τη βροχή, δεν έβλεπες τίποτε. Αν δεν άνοιγες τα μάτια, δεν θα ένιωθες τον ήλιο, ούτε το χρώμα και την ευωδιά που ανέδιδαν το χώμα κι η χλωρίδα. Άραγε ήταν κι εκείνη κλεισμένη μέσα σε τοίχους που δεν την άφηναν να δει; Γιατί ένιωθε αυτή την παράξενη μοναξιά τώρα;

«Νιώθεις όμορφα εδώ, Κλεοτίμα;» την ρώτησε ο Μύρων που πλησίασε κοντά της.

«Ναι, είναι πολύ γαλήνια όλα, και στο τοπίο αλλά και μέσα μου» του απάντησε.

«Θα κάνεις καιρό να ξεχάσεις τον Ερμόδωρο;»

«Δεν θα τον ξεχάσω ποτέ, θα συνεχίσω όμως να ζω»

«Θέλω να είμαι κι εγώ κομμάτι της ζωής σου» της είπε.

«Σε θέλω κι εγώ κομμάτι της ζωής μου, Μύρων».

Αντί για άλλη κουβέντα, της έδωσε ένα τριαντάφυλλο με βελούδινα κόκκινα πέταλα.

«Μμμ ... νά λοιπόν» έκανε η Κλεοτίμα. «Νά και τα ρόδα που μοσχοβολούν και τ' απαλό χορτάρι(*1)».

«Είναι τόσο όμορφο το ρόδο όσο κι εσύ» της είπε εκείνος θαρρετά.

«Ξεχνάς πως τ' αγκάθια του έκοψαν την θεά;»(*2)

«Αυτό δεν έχει αγκάθια» της είπε. «Τα έβγαλα».

Το μύρισε και το άρωμά του ήταν αιθέριο, μεθυστικό.

«Κατακόκκινο, σαν το αίμα της Αφροδίτης» είπε η Κλεοτίμα.

«Σαν τον πόθο μου για σένα, Κλεοτίμα!»

Τώρα κοκκίνισε αυτή. Έμοιαζε με το ρόδο που κρατούσε στο χέρι. Η λέξη «πόθος» την έκανε να ριγήσει.

«Πώς μου μιλάς έτσι;»

«Αν θέλεις ... σταματάω».

«Δεν υπάρχει “θέλω” εδώ» του είπε. «Στην περίπτωση αυτή υπάρχει το “πρέπει”».

Ο Μύρων ήξερε πως η Κλεοτίμα τον ήθελε. Το ήξερε από πολύ παλιά, άσχετα αν οι περιστάσεις τα είχαν φέρει έτσι ώστε να είναι με τον Ερμόδωρο. Το γεγονός ότι ήταν ο πρώτος της άντρας κι ότι της είχε προτείνει να την αποκαταστήσει, την είχε δέσει μαζί του. Ο Μύρων τα ήξερε αυτά και σεβόταν τους φίλους του και τις αποφάσεις τους. Ποτέ δεν είχε σκεφτεί να εκδηλώσει το παραμικρό. Είχε διακρίνει κι από τη μεριά της την ίδια αυτοσυγκράτηση. Όσο ζούσε ο Ερμόδωρος, ήταν το μόνο που μπορούσαν να κάνουν. Τώρα όμως, αφού η μοίρα το είχε ορίσει έτσι, δεν υπήρχε λόγος να κρύβουν τα αισθήματά τους. Εκείνος τουλάχιστον, δεν θα τα έκρυβε πια κι αυτό είχε κάνει μόλις τώρα.

«Ξέρω, είναι νωρίς ακόμα» της είπε. «Όμως θέλω πια να σου μιλάω καθαρά. Όταν έρθει ο καιρός ..»

«Ας περιμένουμε τότε να έρθει ο καιρός» του είπε εκείνη δείχνοντας ότι δεν ήθελε να πουν περισσότερα.

Ο Μύρων σεβάστηκε την επιθυμία της και σταμάτησε. Δεν έπαψε όμως να προχωρά δίπλα της ούτε απομακρύνθηκε κι εκείνη από κοντά του. Είχε κιόλας μετανιώσει για τον πάγο που του είχε βάλει. Όσο κι αν δεν ήταν «πρέπον», ωστόσο θα ήθελε εκείνος να μην είχε σεβαστεί την επιθυμία της για σιωπή. Θα προτιμούσε να την βομβάρδιζε με τα λόγια του και νά ‘ταν όσο πιο καυτά γινόταν. Δεν ήταν από ματαιοδοξία, αλλά από ανάγκη να τον νιώσει κοντά της. «Ας μην με άκουγε, λοιπόν» σκεφτόταν. Με την άκρη του ματιού της τον είδε να προχωρεί δίπλα της σκεπτικός, λυπημένος. «Μα, γιατί τον σταμάτησα;» αναρωτιόταν.

«Ξέρεις, Μύρων» είπε, «δεν εννοούσα να μην μιλάμε καθόλου».

«Το κατάλαβα αυτό, Κλεοτίμα».

«Και ... τι σκέφτεσαι τώρα;»

«Τι άλλο; ... ποιήματα!» της είπε χαμογελώντας.

«Θα μου τα πεις;»

«Θα σου τα δώσω γραπτά, μόλις βρω μιαν ευκαιρία να τα γράψω».

Προχώρησαν κι άλλο και πέρασαν μια ξύλινη γέφυρα, που ένωνε τις δυο όχθες του Κηφισού. Λίγο πιο πέρα το ποτάμι έχυνε τα νερά, που είχε ακόμα στην κοίτη του, στον φαληρικό όρμο. Στάθηκαν για λίγο κάτω από έναν πλάτανο με πλατιά φύλλα που έδινε παχιά σκιά. Όλοι ήθελαν να ξεκουραστούν κι έκατσαν σε κορμούς δέντρων ή πέτρες διάσπαρτες εκεί γύρω. Ήπιαν καθαρό νερό από το ποτάμι, και πλύθηκαν λίγο για να παλέψουν τη ζεστη. Ο Ζείκρατος μιλούσε με την Νικάτα, που τον άκουγε με προσοχή, ενώ ο Υπάνωρ χαριεντιζόταν με την Εριφύλη. Το κλίμα ήταν ελαφρύ κι ευχάριστο. Ο Ανθέστης ήταν χαρούμενος κι ο Φανοκράτης γελούσε κι έκανε αστεία με όλους. Ακόμα κι ο Καινέας φαινόταν πως είχε ξεχάσει, προς στιγμήν τουλάχιστον, το πένθος του.

«Είναι μια όμορφη μέρα αυτή» είπε η Κλεοτίμα.

Ο Μύρων δεν μετείχε στις συζητήσεις τους. Έγραφε τα ποιήματα που σκεφτόταν τόση ώρα.

«Τι θα γίνει, Μύρων, δεν θα μου μιλάς καθόλου πια;» τον προκάλεσε η Κλεοτίμα.

«Λέω να σου μιλάω με ποιήματα» της απάντησε.

Της έδειξε τι είχε γράψει σε ένα πινάκιο με κιμωλία.

»Θνητές γενιές, σκορπάτε σαν τα φύλλα

»βάζει στη θέση σας άλλα η φύση,

»ώσπου κι αυτά μια μέρα θα σκορπίσει

»φύσημα ανέμου σαν ανατριχίλα.(*3)

«Για μένα το έγραψες;» ρώτησε έκπληκτη η Κλεοτίμα.

«Αυτό είναι για τον Ερμόδωρο, πρόκειται για ένα χωρίο απ' την Ιλιάδα» της είπε. «Κράτα το να το δώσεις στον Καινέα όταν πια θα γυρίσουμε σπίτι».

«Έχεις γράψει, όμως, κι άλλο ένα βλέπω» του είπε «τι λέει αυτό;»

«Αυτό είναι για σένα».

Της το έδωσε. Η Κλεοτίμα το πήρε σαν δώρο πολύτιμο και το κράτησε στον κόρφο της. Το διάβασε προσεκτικά.

»Σαν άνεμος μου τίναξε ο έρωτας τη σκέψη

»σαν άνεμος που σε βουνό βελανιδιές λυγάει.

»Ήρθες, καλά που έκανες, που τόσο σε ζητούσα

»δρόσισες την ψυχούλα μου, που έκαιγε ο πόθος.

»Από το γάλα πιο λευκή απ' το νερό πιο δροσερή

»κι από το πέπλο το λεπτό, πιο απαλή.

»Από το ρόδο πιο αγνή, απ' το χρυσάφι πιο ακριβή

»κι από τη λύρα πιο γλυκιά, πιο μουσική.(*4)

«Το έγραψες εσύ για μένα;»

«Το έγραψε η Σαπφώ ... και μου το έδωσε για να το χαρίσω σε σένα» της είπε.

«Ξέρεις ... ήμουν πολύ σκληρή μαζί σου πιο πριν» του είπε η Κλεοτίμα. «Άλλα λέει η καρδιά μου».

«Ξέρω, καλή μου» της είπε εκείνος. «Ξέρω πώς είναι να συγκρούονται τα πρέπει με τα θέλω».

«Είναι τόσο πρόσφατος ο θάνατος ..» ψέλλισε εκείνη.

«Και τόσο μεγάλη η ζωή που μας απομένει» της είπε.

Ήθελε να τον αγκαλιάσει και να χωθεί στην αγκαλιά του. Το ίδιο ήθελε κι εκείνος αλλά κανείς τους δεν κινήθηκε. Μόνο τα βλέμματά τους τα είπαν όλα. Κι ύστερα από λίγο, καθώς όλοι ετοιμάζονταν να συνεχίσουν, της είπε τρυφερά:

«Από αύριο όλα θα είναι αλλιώτικα!»

«Αύριο θα είναι μια καινούρια μέρα!» συμφώνησε κι η Κλεοτίμα.

===

ΤΕΛΟΣ

Παραπομπές:

(*1) Στίχοι από ποίημα της Σαπφούς «στην Αριγνώτα»: «τεθάλαισι δὲ βρόδα κἄπαλ᾽ ἄνθρυσκα» σε μετάφραση Ελύτη: «μοσχοβολούν τα ρόδα και τ' απαλό χορτάρι».

(*2) Σύμφωνα με τον μύθο, η Αφροδίτη κυνηγώντας τον Άδωνη κόπηκε από τα αγκάθια του ρόδου και το αίμα της έκανε το λουλούδι κατακόκκινο.

(*3) Μεταφρασμένοι στα νέα ελληνικά οι στίχοι 146-149 από το Ζ της Ιλιάδας. Το αρχαίο κείμενο: 

ΟΙΗΠΕΡΦΥΛΛΩΝΓΕΝΕΗΤΟΙΗΔΕΚΑΙΑΝΔΡΩΝ

ΦΥΛΛΑΤΑΜΕΝΑΝΕΜΟΣΧΑΜΑΔΙΣΧΕΕΙΑΛΛΑΔΕΘΥΛΗ

ΤΗΛΕΘΟΩΣΑΦΥΕΙΕΑΡΟΣΔΕΠΙΓΙΓΝΕΤΑΙΩΡΗ

ΩΣΑΝΔΡΩΝΓΕΝΕΗΗΜΕΝΦΥΕΙΗΔΑΠΟΛΗΓΕΙ

(*4) Πρόκειται για το ποίημα της Σαπφούς «ΑΤΘΙΣ» μεταφρασμένο στα νέα ελληνικά.

Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2020

Ενημέρωση για τα τρέχοντα στον δήμο.


Α. ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΕΛΗ.
 
Σήμερα το μεσημέρι στην οικονομική επιτροπή, για λογαριασμό της Δημοκρατικής Προοδευτικής Κίνησης που εκπροσωπώ, θα υπερασπιστώ το ΔΙΚΑΊΩΜΑ των πολιτών της πόλης μας να έχουν μειωμένο δημοτικό τέλος στα σπίτια και τα μαγαζιά τους.
Το δικαίωμα αυτό τούς το δίνει ο νόμος του 2018 επί ΣΥΡΙΖΑ που διατηρήθηκε κι από την ΝΔ και ο οποίος επιτρέπει την αύξηση των τελών των μεγάλων βιομηχανιών ώστε να υπάρξει μείωση στις κατοικίες. Στον δήμο μας η αύξηση επεβλήθη στις μεγάλες βιομηχανίες (καλώς) και στις μικρές επιχειρήσεις (κακώς) ενώ δεν πραγματοποιήθηκε η μείωση στις οικίες και τα μαγαζιά. Αυτό θα ζητήσουμε και σήμερα. Έχουμε καταθέσει πρόταση μείωσης κατά 20% κι επειδή η διοίκηση την απέρριψε επανήλθαμε με πρόταση μείωσης κατά 16%.
Δεν αισιοδοξώ, αλλά, θα το παλέψω.
 
Β. ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗΣ.
 
Είναι γνωστή η κάθετη αντίθεση του δήμου στα σχέδια Πατούλη και Υπουργείου που μας βλέπουν σαν σκουπιδότοπο του λεκανοπεδίου (μαζί με την Φυλή). Ήδη αντιδράσαμε με αποκλεισμό από πλευράς δημοτικών συμβούλων κι εργαζομένων του Σχιστού. Θα επαναλαμβάναμε τον αποκλεισμό αύριο το πρωί στις 6 το πρωί. Ωστόσο η αυριανή εκδήλωση αναβλήθηκε. Η διοίκηση μάς ενημέρωσε για αναβολή, όχι ματαίωση. Όταν γίνει θα ενημερώσω.
 
Γ. ΓΙΟΡΤΑΣΜΌΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΊΟΥ
 
Στα πλαίσια της μέρας του Πολυτεχνείου 17ης Νοέμβρη, χτες, παραβρεθήκαμε στο μνημείο Παύλου Φύσσα όπου αφήσαμε οι επικεφαλής των παρατάξεων κι η Μάγδα Φύσσα λίγα λουλούδια. Φυσικά τηρήθηκαν τα υγειονομικά μέτρα, αλλά, όχι η γελοία απαγόρευση της συγκέντρωσης άνω των 3 ατόμων. Τιμή και δόξα στους νεκρούς εκείνης της ημέρας και σε όλο τον αγωνιζόμενο για την δημοκρατία λαό.
 
Γιώργος Τσιρίδης
Δημοκρατική Προοδευτική Κίνηση
"Η δική μας Πόλη"

41 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 41η

Προτελευταία ανάρτηση σήμερα. Είμαστε στο απόγευμα της τρίτης μέρας από τις τρεις που συγκλόνισαν την Αθήνα στις 9,10 και 11 Ιουνίου του 307 π.Χ. 

Ο τίτλος της ενότητας "Αύριο θα είναι μια καινούρια μέρα"

*************************************


3.-

Αύριο θα είναι μια καινούρια μέρα!

Ο Ιάσων ήταν ακόμα ζαλισμένος αλλά συνερχόταν. Όσο η ώρα περνούσε, τελείωνε κι η επίδραση των φαρμάκων πάνω του. Μαζί του συνερχόταν σταδιακά κι η Δάφνη. Χαμένη απ' τον κόσμο επί μια-δυο μέρες, φαρμακωμένη με ισχυρά βότανα κι ουσίες, δεν ήταν στα καλά της. Μελαγχολούσε κι έκλαιγε γι αρκετή ώρα αλλά σιγά σιγά επανερχόταν. Τον είδε δίπλα της. Φοβήθηκε πως επρόκειτο για ένα ακόμη όνειρο που θα έσβηνε. Έσφιξε το χέρι του μέσα στο δικό της κι αισθάνθηκε πως αυτό το άγγιγμα ήταν αληθινό. Τον κοίταξε με βλέμμα χαμένο.

«Ιάσων, τι έπαθα;»

«Σε δηλητηρίασαν, αγάπη μου, όπως κι εμένα» της είπε.

«Γιατί;»

«Για να μας χωρίσουν».

«Και ... και ... τα κατάφεραν;»

«Όπως βλέπεις, έκαναν μια τρύπα στο νερό».

Του χαμογέλασε.

«Νόμιζα ότι ήσουν συνέχεια μαζί μου» του είπε.

«Ήμουν Δάφνη! ... με κάποιο τρόπο ήμουν!»

Βρίσκονταν ακόμα στον γυναικωνίτη του Δημήτριου. Αυτός είχε φύγει με τους Μακεδόνες του άλλου Δημήτριου, του Ελευθερωτή. Ο Ιάσων τον είχε ξυλοκοπήσει δυο φορές άγρια κι είχε βγάλει το άχτι του. Κι ύστερα είχε ανέβει σαν σφαίρα στον επάνω όροφο, στον γυναικωνίτη, για να βρει την Δάφνη. Δεν ήταν κακοποιημένη, ήταν όμως ναρκωμένη και ταλαιπωρημένη. Δεν είχε πληγές στο σώμα ή την ψυχή της, απλά δεν θυμόταν τίποτε σχεδόν από όσα είχαν γίνει.

«Θα με πάρεις από εδώ;» τον ρώτησε.

«Ναι, αγάπη μου, ετοιμάζουν την άμαξα, είναι κι ο πατέρας σου κάτω».

«Τον είδα. Μού είπε ότι όλα θα πάνε καλά».

Ο Ανθέστης είχε έρθει εδώ στον γυναικωνίτη μαζί με την Κλεοτίμα και την Νικάτα πριν από τον Ιάσονα. Τώρα ήταν κάτω κι ετοίμαζε την αναχώρησή τους.

«Αλήθεια, πού βρισκόμαστε;» τον ρώτησε.

Ως τώρα δεν είχε απορίες πού βρισκόταν και πώς είχε βρεθεί εδώ. Όμως όλα γύρω της τής ήταν άγνωστα, ένα ξένο δωμάτιο σε ένα άγνωστο μέρος. Ήταν το σπίτι του Φαληρέα; Κάτι αόριστο και συγκεχυμένο τής ερχόταν στο νου.

«Ο άτιμος ο Φαληρέας μας απήγαγε και τους δυο» της είπε ο Ιάσων. «Εμένα για να μου βουλώσει το στόμα κι εσένα για να σε κάνει γυναίκα του».

«Και ... και ... τι έγινε;» ρώτησε η Δάφνη χωρίς να είναι βέβαιη για τίποτε.

«Μας έφερε εδώ, στο πατρικό του. Εμένα με έριξε στα υπόγεια κι εσένα σε έβαλε εδώ, στον γυναικωνίτη. Ήθελε να σε κάνει δική του».

Όλο και κάτι θυμόταν η Δάφνη, κάποια πράγματα που της άρεσαν και κάποια που την απωθούσαν.

«Κι εσύ τι έκανες; Του ξέφυγες;»

«Ναι! Κι όχι μόνο. Του έριξα και δυο χέρια ξύλο» είπε ο Ιάσων με περηφάνια.

Η Δάφνη χαμογέλασε.

«Δεν μπορεί να μας βλάψει, τον συνέλαβαν» της είπε.

«Ιάσων, πριν με ποτίσουν με φάρμακα και χάσω τον εαυτό μου, εμείς οι δυο ..». είπε διστακτικά.

«Ναι αγάπη μου, εμείς οι δυο γίναμε ένα! Καλά θυμάσαι» της είπε εκείνος γεμάτος χαρά.

Τον αγκάλιασε σφιχτά κι η καρδιά της χτύπησε δυνατά.

«Ήταν τόσο όμορφα, ποτέ δεν έχω αισθανθεί τόσο όμορφα» του είπε κοκκινίζοντας αλλά και με ένταση.

«Έτσι θα είμαστε σε όλη μας τη ζωή» της είπε αυτός.

«Το θέλεις; Πες μου, το θέλεις ή, απλά, με παρηγορείς;»

«Αν το θέλω λέει; Το ρωτάς; Και βέβαια το θέλω!»

«Ω, Ιάσων, με κάνεις ευτυχισμένη» του είπε.

Αφέθηκε στην αγκαλιά του. Αυτός την φίλησε τρυφερά.

«Σε είδε καθόλου ο πατέρας μου;» τον ρώτησε ξαφνικά. «Μιλήσατε;»

«Δεν μιλήσαμε αλλά δεν χρειάζεται. Ξέρει τα πάντα κι έχω τη γνώμη πως συμφωνεί» της απάντησε.

«Θέλεις αλήθεια να ζήσουμε μαζί;» τον ρώτησε ξανά.

«Αν το θέλω; Κοντέψαμε να χάσουμε κι οι δυο τις ζωές μας, αγάπη μου, για να είμαστε μαζί κι εσύ ρωτάς ακόμη;»

«Μου αρέσει που σε ακούω να μου το λες. Μου δείχνει πως από εδώ και πέρα θα είναι όλα αλλιώτικα».

«Αύριο» της είπε, «θα είναι μια καινούρια μέρα!»

.............................................

Ο Υπάνωρ υπέγραψε την καταγγελία. Η οργάνωση κι ο Μεγάλος Μύστης, ο Παρμίων του Θρασύλλου από τον δήμο Κεραμέως την είχαν άσχημα. Ήταν αναφορά στον Άρχοντα Βασιλιά, στον πολίτη που προέδρευε φέτος στον Άρειο Πάγο. Εκεί εξετάζονταν οι σοβαρές υποθέσεις ιεροσυλίας ή φόνου. Η αναφορά θα πήγαινε στον πολίτη που ήταν φέτος Επώνυμος Άρχων, που ήταν κι ο αρμόδιος για τις αντιδόσεις. Μάρτυρες για όσα κατέθετε ήταν ο Ζείκρατος, ο Μύρων κι ο Φανοκράτης. Είχε έγγραφες καταθέσεις απ' τον Δέξιππο για τις αντιδόσεις κι απ' τον Αγακάτη για τους φόνους. Ο Υπάνωρ κατέγραψε ως συνεργούς του Παρμίονα, τον Ιεροφάντη Λευκοπέα και -με μεγάλη δυσκολία- την Πανδότη. Δεν έγραφε κουβέντα για τους Φερεθάνη και Ληθόνου όπως δεν έγραψε τίποτε για δική του συμμετοχή. Ό,τι είχε κάνει ο Παρμίων είχε γίνει με ανθρώπους εντελώς ξένους. Τους φιλοξενούσε και τους έβαζε να κάνουν τους φόνους.

«Εδώ αυτό είναι ψέμα» είπε ο Υπάνωρ.

«Όχι ακριβώς ψέμα. Απλά, δεν λες όλη την αλήθεια» τον παρηγόρησε ο Μύρων.

«Και καλά κάνεις ... συνέχισε» του είπε ο Ζείκρατος.

«Όμως, για να με εκδικηθεί για ό,τι κάνω, ο Παρμίων θα τα πει όλα για μένα» είπε ο Υπάνωρ.

«Ο λόγος του ενάντια στο δικό μας» είπε ο Ζείκρατος. «Αυτός είναι το γνωστό «αρπακτικό» ο τσαρλατάνος που κάνει φόνους για να αρπάξει περιουσίες. Εμείς οι φίλοι του θύματος που τον ανακαλύψαμε».

«Ποιον λες να πιστέψουν;» του είπε ο Μύρων.

«Μήπως να έφευγα για σιγουριά» είπε πάλι ο Υπάνωρ.

«Μην ανησυχείς, είσαι υπό την προστασία μας».

«Γνωρίζετε ότι ήμουν κι εγώ ένας από τους φονιάδες του φίλου σας. Το ξεπερνάτε αυτό;»

«Μετράνε όλες σου οι πράξεις» του είπαν. «Αυτό θα μας έλεγε κι ο Ερμόδωρος αν ήταν εδώ μαζί μας».

Όταν τελείωσαν με τις καταγγελίες και τις καταθέσεις, ο Υπάνωρ βγήκε έξω στην αυλή. Βρήκε την Εριφύλη που τον περίμενε και την πλησίασε διστακτικός.

«Θα μπορέσεις ποτέ να κατανοήσεις όλα όσα έκανα;» τη ρώτησε.

«Ήσουν δειλός» του είπε.

«Ναι!» έκανε εκείνος σκύβοντας το κεφάλι.

«Όμως, δεν είσαι πια. Τώρα είσαι γενναίος. Καθάρισες τον τόπο απ’ τον Ιεροφάντη και τώρα καθαρίζεις και τον Μύστη. Τέτοιο κατόρθωμα δεν το έχει καταφέρει κανείς».

Την κοίταξε να δει αν τα πίστευε αυτά που του έλεγε. Εκείνη έπεσε στην αγκαλιά του. Ήταν σε μια εσοχή μπροστά από τον στάβλο και, για να μην φαίνονται, προχώρησαν προς τα μέσα αγκαλιασμένοι.

«Τα πιστεύεις αυτά;» την ρώτησε.

«Σε πιστεύω, όπως σε πίστευα πάντα και ... τώρα είδα ότι είσαι κι ο ήρωάς μου!» του είπε.

«Αλήθεια;»

«Αλήθεια ... φίλησέ με, το θέλω τόση ώρα!» του ζήτησε.

Την φίλησε και δυσκολεύτηκε να την αφήσει. Την είχε στην αγκαλιά του και την ποθούσε. Αυτό που είχαν κάνει στην «Σπηλιά» τον είχε τρελάνει. Με το που την έβλεπε ήθελε να την αγκαλιάζει και να την κάνει ξανά και ξανά δική του. Ήταν κι εκείνη πρόθυμη και δεν μπορούσε να κρατηθεί.

«Με θέλεις;» τον ρώτησε κι η ανάσα της τον έκαψε.

«Ρωτάς;» της απάντησε. «Δεν σκέφτομαι τίποτε άλλο».

«Πάμε γρήγορα κάπου να μείνομε μόνοι. Πάμε όπου θέλεις, ακόμα και στη Θήβα» του είπε χαμογελώντας.

«Ξέρεις, δεν χρειάζεται να φύγουμε πια. Δεν πρόκειται να κατηγορηθώ και δεν φοβάμαι την οργάνωση. Δεν υπάρχει λόγος να πάμε αλλού».

«Ε, τότε, λοιπόν, ας πάμε κάπου για να ζήσουμε μαζί. Αυτό δεν θέλεις κι εσύ;»

«Αυτό θέλω και θέλω να στο προτείνω εδώ και ώρα!»

«Και τι σε εμποδίζει;»

«Τα φιλιά σου. Με κάνουν να ξεχνιέμαι. Τα χάδια που βιάζομαι να σου δώσω» της είπε.

«Πες μου το λοιπόν» του ζήτησε η Εριφύλη κι αφέθηκε στην αγκαλιά του.

«Από αύριο όλα θα είναι αλλιώτικα για μας» της είπε.

«Αύριο θα είναι μια καινούρια μέρα!» είπε κι εκείνη.

................................................

Ο Ζείκρατος ένιωθε ότι είχε ολοκληρώσει μιαν αποστολή, κι ήταν ικανοποιημένος. Η διάλυση της ορφικής οργάνωσης που σκότωνε για το χρήμα, ήταν πολύ σημαντικό επίτευγμα. Δεν ήταν μόνο το γεγονός ότι ξεδιάλυνε τον λόγο και τον τρόπο θανάτου του φίλου του. Επιπλέον, ένα απόστημα της κοινωνίας είχε εξοντωθεί. Ήταν ένα ηθικό πρόβλημα που ξεπερνούσε τα συνηθισμένα εγκλήματα. Θανάτους για χρήμα και για δύναμη προκαλούσαν κι οι πόλεμοι. Εκτελέσεις αθώων είχαν κάνει κι οι τύραννοι. Φόνους για κλοπή περιουσιών έκαναν κι οι πειρατές κι οι ληστές. Κι όμως, σε όλα αυτά υπήρχε μια στοιχειώδης ηθική. Ο εχθρός ήταν απέναντι κι επιτίθετο. Όποιος δεχόταν την επίθεση είχε την δυνατότητα να αμυνθεί. Εδώ ήταν φόνοι μετά από παρατήρηση των οικονομιών των θυμάτων. Είχαν την κάλυψη ανθρώπων της Επιμελητείας, ώστε το κόλπο να πετύχει. Συνυπήρχαν φόνος, δόλος, διαφθορά, κλοπή, πονηρία, δειλία, κρυψίνοια κι απάτη. Συνωστίζονταν όλα τα αντίθετα της αρετής και της γενναιότητας. Απεχθανόταν αυτή την ιδέα και σιχαινόταν τους εγκέφαλους αυτής της πράξης, Ήταν ευτυχής που είχε τελειώσει μαζί τους.

Θα προστάτευε τον Υπάνορα, που τους είχε βοηθήσει να τελειώσουν το έργο τους. Πραγματικά δεν μισούσε τους τρεις εκτελεστές της οργάνωσης. Τους θεωρούσε παιδιά που είχαν παρασυρθεί από δόλιους καθοδηγητές. Ο Υπάνωρ είχε και μιαν ακόμη ιδιότητα που συγκινούσε τον Ζείκρατο, ήταν ερωτευμένος με την Εριφύλη. Ήθελε να φύγει μαζί της από την Αθήνα για να μείνει μαζί της. Προτιμούσε να χάσει τη γη των προγόνων του, να υποστεί μιαν εθελοντική εξορία, κάτι που ισοδυναμούσε με ποινή. Του αρκούσε η γυναίκα που αυτός είχε διαλέξει και που εκείνη τον είχε διαλέξει επίσης. Σε αυτό το σημείο, τον ζήλευε.

Η παρέα βάδιζε αργά, επιστρέφοντας απ' το Φάληρο στον Πειραιά. Περνούσαν την όμορφη κι ευωδιαστή περιοχή, ανάμεσα στις εκβολές του Ιλισού και του Κηφισού. Λίγο πιο μπροστά του προχωρούσε η Νικάτα, γεμάτη ζωή και νιάτα. Ήταν πικραμένη από τον θάνατο του πατέρα της αλλά κι ευτυχής που τον είχε εκδικηθεί. Ήταν χαρούμενη γιατί είχε γίνει μέλος μιας παρέας γυναικών που θαύμαζε κι εκτιμούσε. Η Νικάτα προχωρούσε όλο χάρη κι ομορφιά κι ο Ζείκρατος την κοιτούσε. Τον μαγνήτιζε η κίνηση της και τον πλήγωνε η τόση ομορφιά της.

«Ε, τι γίνεται εδώ; Τι έχεις Ζείκρατε;» τον είχε ρωτήσει κάποια στιγμή η Κλεοτίμα κι εκείνος είχε απαντήσει «τίποτε, τίποτε, απλά σκέφτομαι». Το ίδιο περίπου «τι έχεις Ζείκρατε;» τον είχε ρωτήσει πριν λίγο κι ο Μύρων. Είχε λάβει κι αυτός την ίδια απάντηση «τίποτε, Μύρων, απλά σκέφτομαι». Τι να τους έλεγε, ότι στο μυαλό του τριγύριζε η νεαρή που είχε τα μισά του χρόνια. Να τους ομολογούσε πως την έβλεπε σαν μια θεά;

«Τι έχεις Ζείκρατε;» τον ρώτησε μιαν άλλη στιγμή η ίδια η Νικάτα.

«Σε σκέφτομαι» της απάντησε χωρίς πολλή σκέψη.

«Με ..εμένα;» απόρησε η νεαρή και κοκκίνισε.

«Ναι .. “σε” ... δηλαδή εσένα. Θέλω να πω, σκέφτομαι πως ... Τι κι αν βρήκαμε τους δολοφόνους, αυτό δεν θα φέρει τον πατέρα σου πίσω ... αυτό σκεφτόμουν».

«Κι εγώ που νόμισα ..» πήγε να πει η Νικάτα.

«Ε, ναι ... αυτά σκεφτόμουν ... για σένα» της είπε.

Παρά την ταραχή του, είχε βρει κάτι να πει για να καλύψει το «σε» μπροστά από το «σκέφτομαι».

«Σ' ευχαριστώ αλλά θα το ξεπεράσω» του είπε η νεαρή.

«Πρέπει να το κάνεις. Να βρεις τι θετικό έχει να σου δώσει η ζωή και να πιαστείς από αυτό» της είπε.

Σωστά μιλούσε, αλλά, γιατί είχε κοκκινίσει κι αυτός τόσο αδικαιολόγητα; Αν είχε βρει τρόπο να καλύψει το μπέρδεμα των λόγων, αυτό το κοκκίνισμα δεν κρυβόταν με τίποτα. Η Νικάτα ήταν άπειρη, αλλά, το έβλεπε πως ο Ζείκρατος ήταν αναστατωμένος.

«Θέλεις να μου πεις τίποτε άλλο;» τον ρώτησε.

«Άκουσα ότι ο πατέρας σου σε μάθαινε φιλοσοφία και μουσική, έτσι δεν είναι;»

Τον κοίταξε περίεργα και του έγνεψε καταφατικά.

«Αν θέλεις, μπορώ να συνεχίσω εγώ στη θέση του».

Η Νικάτα ενθουσιάστηκε. Ήθελε να βλέπει τον Ζείκρατο κι ήξερε πως του προκαλούσε συναισθήματα, ήταν εξάλλου αμοιβαίο. Αν της έκανε μαθήματα, αναπληρώνοντας τον πατέρα της, θα μπορούσαν να βρίσκονται περισσότερο. Γιατί όχι και κάθε μέρα;

«Θέλω!» του είπε με πλατύ χαμόγελο.

«Νικάτα!» φώναξε από απέναντι ο Ανθέστης. «Έρχεσαι λίγο εδώ που θέλω να σε ρωτήσω κάτι;»

«Πάω να δω τι με θέλει» είπε εκείνη στον Ζείκρατο κι έφυγε τρέχοντας.

Ο Ζείκρατος προχώρησε μόνος, γεμάτος με σκέψεις. Η άμεση αποδοχή της έδειχνε πως τα συναισθήματά του δεν ήταν χωρίς ανταπόκριση. Θα της έκανε μαθήματα, όσο κι αν ήταν ασυνήθιστο να γίνεται ένας άντρας δάσκαλος μιας νεαρής. Θα της μάθαινε να συλλογίζεται, να βάζει τις σκέψεις της σε τάξη, να εκφράζεται με σαφήνεια κι ακρίβεια. Θα της μάθαινε και μουσική και ... ναι! ... θα την έβαζε στον κόσμο της ποίησης! Αναμφίβολα θα της άρεσαν οι ελεγείες του Μίμνερμου κι οι στίχοι του Αλκαίου! Ω, θεοί, είχε τόσα να της πει και να της μάθει, τα μαθήματα αυτά δεν θα τελείωναν ποτέ!

Η Νικάτα ξαναγύρισε δίπλα του και διέκοψε τον ειρμό των σκέψεών του. Έτσι κι αλλιώς του άρεσε να την βλέπει και να την ακούει, και την προτιμούσε από τις σκέψεις του.

«Δεν ήταν τίποτε» του είπε. « Πού είχαμε μείνει;»

«Είπαμε για μαθήματα» της είπε ο Ζείκρατος. «Κι εγώ έφτιαξα ήδη το πρόγραμμα σπουδών».

«Είσαι πολύ καλός» του είπε με ένα χαμόγελο που τον έκανε να αναστενάξει.

Ήθελε να την αγκαλιάσει, όμως, ο δρόμος που είχε διαλέξει να την προσεγγίσει δεν έδινε άμεσα αποτελέσματα. Θα την πλησίαζε περισσότερο, θα απολάμβανε την παρουσία της κι ύστερα θα έπαιρνε αποφάσεις μαζί της. Τότε θα έβλεπε αν ο έρωτας που άρχισε να φουντώνει είχε κάποιο νόημα. Θα έμενε, άραγε, ανολοκλήρωτος ή θα έκανε ο Ζείκρατος γυναίκα του ένα παιδί;

«Από πότε ξεκινάμε;» τον ρώτησε.

«Από αύριο κιόλας, συμφωνείς;»

Χωρίς δισταγμό τού έγνεψε πως συμφωνούσε.

«Θα είναι όλα αλλιώτικα από αύριο» της είπε.

«Μμμ, ναι ... το νιώθω κι εγώ» του είπε και το πρόσωπό της έλαμπε. «Αύριο θα είναι μια καινούρια μέρα!»

*************************************

Αύριο Πέμπτη 19/11 το τέλος με το δεύτερο κομμάτι της τρίτης ενότητας του τελευταίου κεφαλαίου.