Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2020

28 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 28η

Επανερχόμαστε μετά την χτεσινή διακοπή λόγω εθνικής γιορτής.

Είμαστε στο απόγευμα της δεύτερης από τις τρεις μέρες που συγκλόνισαν την Αθήνα στις 9, 10 και 11 Ιουνίου του 307 π.Χ. ή αλλιώς 5ης, 4ης και 3ης φθίνοντος Θαργηλιώνος. Ήδη έχουμε δει τα τρία πρώτα μέρη των συμβάντων αυτού του απογεύματος. Είμαστε στο τέταρτο μέρος του κεφαλαίου. 

 Δεν είναι εύκολες οι τελευταίες διαπραγματεύσεις της φυγής για τον Δημήτριο Φαληρέα ειδικά όταν έχει και τα προσωπικά του να τον απασχολούν.

****************************


 

(Απόγευμα της 10ης Ιουνίου 307 π.Χ.)

....................................

Ο Δημήτριος με τον Θεόδωρο καβαλούσαν τα άλογά τους κι ο Θεόφραστος ήταν στην άμαξα. Κατευθύνονταν όλοι προς τον Πειραιά και στο φρούριο της Μουνιχίας. Στο μεταξύ, στο Φάληρο, οι προετοιμασίες είχαν αρχίσει. Ο Ιάσων κι η Δάφνη είχαν τοποθετηθεί σε διαφορετικά δωμάτια. Ο Ιάσων βρισκόταν στο υπόγειο, δεμένος, φιμωμένος και φρουρούμενος από έναν Σκύθη για να μην γίνει επικίνδυνος. Η Δάφνη ήταν στον επάνω όροφο, σε μια πολυτελή κρεβατοκάμαρα. Ο χώρος ήταν γεμάτος με προτομές του Φαληρέα και των προγόνων του. Παντού υπήρχαν έξοχες ζωγραφιές με αναπαραστάσεις της φύσης ή των θεών και των ηρώων. Ένα θαυμάσιο μέρος, γεμάτο έργα τέχνης, μέσα στο οποίο ο Φαληρέας σκόπευε να την κάνει δική του.

Της έφεραν να φάει κάτι αλμυρό. Ήταν ψάρι γεμάτο με αλάτι κι ελιές πολύ αλατισμένες επίσης. Διψούσε και σε λίγο άρχισε να ζητάει να της φέρουν νερό. Της έφερε η Πανδότη. Η Δάφνη την έβλεπε για πρώτη της φορά. Δεν ήταν νερό, ήταν ένας χυμός με λεμόνι που όμως τον κατέβασε μονομιάς για να ξεδιψάσει.

«Με λένε Πανδότη» της είπε η γυναίκα.

«Εμένα Δάφνη».

«Είμαι φίλη του Δημήτριου του Επιμελητή. Να ξέρεις ότι εδώ είναι το πατρικό του σπίτι».

«Ωραίο σπίτι αλλά εγώ θέλω να φύγω».

«Θα φύγεις όποτε θέλεις. Πρώτα, όμως, σου ζητά να κάνεις μια κουβέντα μαζί του».

«Γιατί με κρατάτε εδώ, είναι παράνομο».

«Ο Δημήτριος θέλει να σου μιλήσει. Άκουσέ τον πρώτα και μετά φεύγεις».

«Πού είναι ο Ιάσων; Τι του κάνατε; Πού τον έχετε; Είστε παράνομοι κι εγκληματίες».

«Ο Ιάσων επιτέθηκε στον Επιμελητή! Ξέρεις καλά πως θα μπορούσε να τιμωρηθεί γι αυτό» είπε η Πανδότη.

«Α, ώστε θα τον τιμωρήσουνε κιόλας! Δεν φτάνουν όσα τράβηξε, ε;» φώναξε η Δάφνη.

«Μην ανησυχείς, δεν θα πάθει τίποτε, αρκεί να μιλήσεις εσύ με τον Δημήτριο. Δεν θα σε αναγκάσει για τίποτε, μόνο να μιλήσετε θέλει».

Η Δάφνη ηρέμησε κάπως. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως η ταλαιπωρία κι η κράτησή τους όλο το βράδυ είχε μόνο αυτόν τον σκοπό. Αν ο Φαληρέας ήθελε τόσο πολύ να μιλήσει μαζί της γιατί δεν το είχε κάνει ως τώρα; Τι τον εμπόδιζε; Και γιατί έπρεπε να την φέρει με την βία μέχρι εδώ; Κι εξάλλου, τι νέο είχε να της πει; Από την άλλη, πάλι, σκέφτηκε ότι η έλευση του Αντιγονίδη κι η εξέγερση ήταν λόγοι καθυστέρησης του Επιμελητή. Θα είχε πολλά στο κεφάλι του κι αυτός τούτες τις ώρες. Ίσως, λοιπόν, αυτή η γυναίκα να είχε δίκιο. Η Δάφνη το ήθελε τόσο πολύ να έχει δίκιο, που αποδέχτηκε την εξήγησή της κι ηρέμησε.

«Σου έφερα μια σούπα δημητριακών για να φας» της είπε και της έδειξε το φαγητό.

«Ποια είσαι;» τη ρώτησε η Δάφνη. «Είσαι γυναίκα του;»

«Δεν είναι παντρεμένος, δεν βρήκε ως τώρα καμιά που να του αξίζει».

«Φαίνεται πως είναι παράξενος».

«Εκλεκτικός είναι, όχι παράξενος. Μη ξεχνάς πως είναι ένας φιλόσοφος και κυβερνήτης».

«Τύραννος είναι! Οι φιλόσοφοι θέλουν το καλό του δήμου και των ανθρώπων, όχι την εξουσία!»

Η Πανδότη δεν μπορούσε να φέρει αντίρρηση, όμως, ο στόχος της δεν ήταν να ανακαλύψει την αλήθεια. Ήθελε να χαλαρώσει τη Δάφνη για να την πιάσει καλύτερα το φάρμακο με το οποίο ήθελε να την ποτίσει. Είχε βάλει μέσα στον χυμό, κι είχε βάλει κι άλλο μέσα στη σούπα της.

«Φάε το φαγητό σου με την ησυχία σου. Θα έρθω σε λίγο ξανά για να μιλήσουμε».

«Τι έχουμε να πούμε; Αφήστε μας να φύγουμε αμέσως! Αυτό που γίνεται εδώ είναι παράνομο!»

«Ηρέμησε κι όλα θα γίνουν» της είπε η Πανδότη.

Στο μεταξύ, κάτω στο υπόγειο, ο Ιάσων είχε φάει κι αυτός παστό ψάρι και αλμυρές ελιές. Πέθαινε στη δίψα όπως η Δάφνη. Η Πανδότη πήγε και σ’ εκείνον χυμό λεμονιού και σούπα για να φάει. Δεν μίλησε μαζί του. Το δηλητήριο που είχε ετοιμάσει γι αυτόν, κι είχε ρίξει στον χυμό και στην σούπα, ήταν υπνωτικό. Δεν άργησε πολύ να τον πιάσει. Ο Ιάσων, που ήταν έτσι κι αλλιώς πολύ κουρασμένος, έγειρε αμέσως στο πλάι κι αποκοιμήθηκε βαριά. Στην Δάφνη είχε ρίξει δυο αλλιώτικα φάρμακα. Το ποτό περιείχε ένα ισχυρό ερωτικό φίλτρο, ενώ, η σούπα περιείχε ένα ελαφρύ ναρκωτικό για να την χαλαρώσει. Δεν άργησε κι η Δάφνη να κοιμηθεί, όχι τόσο βαριά όσο ο Ιάσων. Εκείνος βυθίστηκε στο σκοτάδι ενώ εκείνη αφέθηκε, πιο χαλαρά, σε ένα κόσμο απαλών ονείρων.

«Τι έγινε;» ρώτησε ο Ιεροφάντης «είναι έτοιμοι;»

«Ο νεαρός θα κοιμάται μάλλον όλη την αυριανή μέρα με τόσο ναρκωτικό που του έδωσα. Ήδη έπεσε ξερός. Η νεαρή τώρα χαλαρώνει. Το ερωτικό φαρμάκι έχει αρχίσει να επιδρά κιόλας πάνω της».

«Δηλαδή αν επιχειρήσω ..». πήγε να πει ο Ιεροφάντης.

«Από την μικρή δεν θα βρεις αντίσταση, Ιεροφάντη. Με τον επιμελητή, μόνο, δεν ξέρω πώς θα τα βολέψεις μετά» του είπε η Πανδότη.

«Τι άνθρωπος κι αυτός ο Δημήτριος! Να έχει στα πόδια του όποια γυναίκα θέλει κι όμως να παιδεύεται. Μπορεί να πάρει κάθε βράδυ στο κρεβάτι του τις καλύτερες εταίρες, κι όμως, επιμένει με μανία σε ένα κορίτσι!»

«Και τι κορίτσι! Που δεν τον θέλει, κι έχει την καρδιά του δοσμένη σε άλλον. Που θέλει σαν τρελό τον φυλακισμένο μας» συμπλήρωσε η Πανδότη.

«Εσύ, Πανδότη, πώς νιώθεις τώρα που έγινες ιέρεια κι έχεις δώσει όρκο παρθενίας;»

«Θα προσπαθήσω να πνίξω τις κραυγές του κορμιού μου. Πάντοτε αυτό έκανα» είπε εκείνη.

«Ίσως ήταν λάθος που διάλεξες αυτόν τον δρόμο» της είπε ο Ιεροφάντης. «Εγώ ήμουν πάντα πρόθυμος να μοιραστώ τον βίο μου μαζί σου».

«Το ξέρω καλέ μου Αντιφώνα» του είπε με κατανόηση.

Αντιφών Αιγιαλέας Σικυώνιος, ήταν το πλήρες όνομα του Ιεροφάντη. Είχε έρθει πριν χρόνια κι είχε εγκατασταθεί στην Αθήνα. Ήταν μέτοικος κι οι ορφικοί τον είχαν βοηθήσει να ζήσει αξιοπρεπώς. Έφτασε να γίνει ακόμα κι Ιεροφάντης των μυστηρίων τους. Τώρα ήταν βοηθός του Μεγάλου Μύστη κι είχε αποκτήσει τον τίτλο του «Μεγάλου». Είχε κατακτήσει την δεύτερη θέση στην ιεραρχία της οργάνωσης. Πάντοτε ήθελε την Πανδότη, αλλά, χωρίς αποτέλεσμα. Εκείνη είχε κάνει ήδη δυο γάμους, αποτυχημένους και τους δυο, κι είχε πάψει να ενδιαφέρεται για έναν τρίτο. Ήταν φιλόδοξη όσο καμιά άλλη γυναίκα κι είχε βάλει στόχο να γίνει ιέρεια. Μόλις πριν λίγες ώρες το είχε καταφέρει κι αυτό.

«Το ξέρεις αλλά το παρέβλεψες» της είπε με παράπονο.

«Ίσως ζητάω άλλα από τη ζωή».

«Τι άλλα; τους νεαρούς;»

Η Πανδότη πάγωσε. Για να το λέει αυτό ο Ιεροφάντης κάτι είχε δει ή κάτι είχε καταλάβει. Ίσως να είχε ψαρέψει τον Υπάνορα που ήταν αρκετά δειλός ώστε να πει τα πάντα αν τον απειλούσαν. Όμως ... πότε είχε μιλήσει; Από τη στιγμή που έκαναν έρωτα ως τώρα δεν είχαν μεσολαβήσει πολλά. Μόνο η χειροτονία της σαν Ιέρειας κι η μετακίνηση στο Φάληρο. Δεν υπήρχε χρόνος για να στριμώξει ο Ιεροφάντης τον Υπάνορα. Της έφταναν οι τύψεις που αντιμετώπιζε, δεν χρειαζόταν επί πλέον κι επόπτες ή ελεγκτές στο μαρτύριό της.

«Τι θες να πεις;» τον ρώτησε επιθετικά.

«Είδα τι έγινε το μεσημέρι με τον Υπάνορα. Με δυσκολία σας κάλυψα ώστε να μην σας δει ο Μεγάλος Μύστης. Αυτός ο ανόητος νεαρός σε τράβηξε;»

«Μην ανακατεύεσαι στα προσωπικά μου».

«Δεν είναι προσωπικά σου! Είσαι Ιέρεια πια, κάθε σου παρασπονδία μπορεί να θυμώσει τους θεούς».

«Άσε με Αντιφώνα, έχω τις τύψεις μου για ό,τι έκανα, μην έχω και σένα πάνω από το κεφάλι μου».

«Μόνο μην το επαναλάβεις, ξέρεις πόσο ανίερο είναι!»

«Δεν θα το επαναλάβω» του υποσχέθηκε.

Τι σημασία είχε μια τέτοια υπόσχεση; Εδώ το είχε υποσχεθεί σε θεούς, στον Ερμή και την Δήμητρα, και δεν είχε κρατήσει την υπόσχεσή της. Στον Ιεροφάντη, τον μέτοικο θα κολλούσε; Η Πανδότη δεν ένιωθε καλά. Δεν της άρεσε καθόλου αυτή η ιστορία. Τον Υπάνορα ήθελε να τον ξαναδεί κι ήταν βέβαιη πως θα τον ξανάβλεπε, έστω κι αν ήταν ανίερο! Όσο για την ψυχή της, κάτι θα έβρισκε για να την τακτοποιήσει κι αυτήν αργότερα.

............................................

Στο στρατηγείο του Διονυσίου είχαν έρθει ο Φαληρέας, ο Θεόφραστος, ο Αγακάτης κι ο Θεόδωρος. Ήταν κι η Ευρυδίκη που φαινόταν πιο άνετη από όλους, όπως κι ο Πολεμίων.

Η Ευρυδίκη ήταν απόγονος του Μιλτιάδη κι είχε καλή φήμη στην Αθήνα. Έκοβε κι έραβε στα δημόσια πράγματα, είτε με τυραννία είτε με δημοκρατία. Η γνώμη της μετρούσε γιατί γνώριζε πάντα περισσότερα απ’ όλους. Οι γνωριμίες της ήταν πολλές και ποικίλες. Έκανε παρέα με όλους, πλούσιους ή με πληβείους, δημοκράτες ή ολιγαρχικούς, σοφούς ή τεχνίτες. Εξέχουσα γνωριμία της ήταν κι ο Πτολεμαίος. Ο στρατηγός του Αλέξανδρου ήταν σαν βασιλιάς στην Αίγυπτο, έστω κι αν δεν είχε ακόμα επίσημα τον τίτλο. Είχε κρατήσει για τον εαυτό του την πιο πλούσια επαρχία του αχανούς κράτους. Η γνωριμία της αυτή έκανε την Ευρυδίκη πολύτιμη.

«Λοιπόν Διονύσιε, θα παραδώσεις τη Μουνιχία ή θα αντιμετωπίσεις τον Αντιγονίδη;» ρώτησε ο Φαληρέας.

Ο Διονύσιος ήταν κατηγορηματικός στο όχι.

«Παραδίδω φρούριο μόνο με διαταγή Κασσάνδρου!»

«Έχουμε στείλει αγγελιαφόρο. Περιμένουμε απάντηση» συμπλήρωσε ο Πολεμίων.

«Ο Αντιγονίδης έχει στρατό, έχει και τους Αθηναίους. Μπορείς να αντέξεις την πολιορκία;» ρώτησε ο Δημήτριος.

«Όσο αντέξουμε» είπε ο Διονύσιος.

«Λένε πως ο Αντιγονίδης έχει πολιορκητικές μηχανές» είπε ο Δημήτριος.

«Θα τις αντιμετωπίσουμε, έχουμε γενναίο στράτευμα» είπε αγέρωχα ο Διονύσιος. «Έτσι δεν είναι, Πολεμίων;»

«Μάλιστα στρατηγέ, είμαστε έτοιμοι!»

«Ίσως ο γιος του Αντιγόνου στραφεί προς τα Μέγαρα. Κάτι άκουσα» είπε ο Θεόδωρος.

«Το άκουσα κι εγώ» είπε ο Αγακάτης.

«Καλά ακούσατε» παρεμβλήθηκε η Ευρυδίκη. «Ήρθαν από τα Μέγαρα σε μένα και τους έστειλα στον Ελευθερωτή. Αυτό θα δώσει σε όλους σας μερικές μέρες καιρό».

«Μην τον λες Ελευθερωτή» της είπε ο Δημήτριος.

«Δεν τον λέω εγώ. Τον λέει όλη η Αθήνα».

«Τέλος πάντων, για μένα είναι αρκετές κι αυτές οι λίγες μέρες» είπε ο Διονύσιος.

«Και για εμάς» είπε ο Φαληρέας.

«Εμάς δεν μας κυνηγά ο "Ελευθερωτής", Δημήτριε» του υπενθύμισε ο Θεόδωρος. «Εμείς έχουμε πρόβλημα με τον δήμο κι ο δήμος δεν έχει Μέγαρα για να φροντίσει».

«Καλά λέει ο Θεόδωρος» είπε ο Θεόφραστος.

Ο Δημήτριος σκέφτηκε πως είχαν δίκιο. Δεν είχαν μέρες στη διάθεσή τους. Η φυγή τους έπρεπε να επισπευσθεί κι η Ευρυδίκη ήταν εδώ για να βοηθήσει. Ό,τι ήταν να γίνει με την Δάφνη έπρεπε να γίνει απόψε ή, το αργότερο, αύριο το πρωί.

«Μπορείς να μας βάλεις σε ένα πλοίο για να φύγουμε;» ρώτησε τον Διονύσιο. «Πάμε στην Θήβα, αλλά, οι δρόμοι της στεριάς μπορεί είναι επικίνδυνοι τώρα για εμάς».

«Μπορούμε στρατηγέ;» ρώτησε αυτός τον Πολεμίωνα.

«Θα το κάνουμε για σένα, Επιμελητή» είπε ο Πολεμίων. «Θα πας με ένα πλοίο μας από το Φάληρο ως την Αυλίδα».

Ο Δημήτριος γύρισε στην Ευρυδίκη.

«Πάμε να φτιάξουμε ένα συμβόλαιο» της είπε.

Κάθισαν σε ένα τραπέζι. Ο Θεόδωρος κι ο Θεόφραστος τους έφεραν παπύρους, μελάνια, πινακίδια και κιμωλίες. Τους άφησαν να κάνουν το αναγκαίο παζάρι.

«Θέλω να πάω στον Πτολεμαίο» της είπε.

«Γι αυτό μιλάμε» είπε εκείνη. «Αυτό εξάλλου είναι που θα στοιχίσει κάτι παραπάνω».

«Το πατρικό σπίτι στο Φάληρο άστο απ’ έξω» της είπε ο Φαληρέας. «Θέλω να έχω κάπου να μείνω όταν ξαναγυρίσω».

«Ελπίζεις ακόμα καημένε;»

«Ποτέ δεν ξέρεις. Πριν ένδεκα χρόνια με καταδίκασαν σε θάνατο κι ένα μόλις χρόνο μετά ήμουν Επιμελητής! Με τους Μακεδόνες, που αλληλοτρώγονται, ποτέ δεν ξέρεις πότε είσαι στο τέλος και πότε στην αρχή».

«Έξω από τους λογαριασμούς το Φάληρο» είπε εκείνη.

«Θα αφήσω ένα τέταρτο στον Δήμο να τον κατευνάσω. Ένα τέταρτο σε όσους με υπηρέτησαν. Ένα τέταρτο σε σένα κι ένα τέταρτο κρατώ εγώ».

«Να κατευνάσεις τον Δήμο το καταλαβαίνω, σε σένα όμως και στο προσωπικό δεν βλέπω χρησιμότητα» είπε εκείνη. «Δώσε μισά στον δήμο και μισά σε εμένα».

«Ένα τρίτο στον δήμο, ένα τρίτο σε σένα κι ένα τρίτο στο προσωπικό. Δεν θα τους αφήσω έτσι».

Είχε δούλους που ελευθέρωνε, είχε εργάτες που έπρεπε να τους δώσει γη για να πορεύονται τώρα που έφευγε. Δεν θα τα άφηνε όλα στην τρελή Αθηναία.

«Αυτή είναι η τελευταία μου κουβέντα» της είπε.

«Μπορώ να σε πνίξω, αν θέλω, και να τα πάρω όλα» του είπε εκείνη. «Δεν θέλω όμως να σε στενοχωρήσω άλλο, ας γίνει έτσι. Υπόγραψε για το ένα τρίτο».

Ο Δημήτριος κατέγραφε το ένα τρίτο της περιουσίας του για την Ευρυδίκη. Εκείνη τον κοίταζε με την περιέργεια που κανείς κοιτάζει ένα άκακο γατάκι ή μια επικίνδυνη τίγρη. Δεν ήξερε αν έπρεπε να τον λυπάται που έφευγε εξόριστος ή να χαίρεται που η Αθήνα γλίτωνε από έναν τύραννο.

Η Ευρυδίκη ήταν μέλος της αριστοκρατίας, με τίτλους τιμής από το παρελθόν της, όμως τασσόταν με την δημοκρατία. Η πολιτεία του Δημήτριου, δεν την είχε ενοχλήσει ποτέ, ωστόσο, δεν της άρεσε. Προτιμούσε αυτό που επικρατούσε στην Αθήνα, τον δήμο να πανηγυρίζει και τα πάτρια να αποκαθίστανται. Γι' αυτήν, τούτος 'δω ήταν για λύπηση.

«Δέκα χρόνια δεν έκανες τίποτε» του είπε. «Ακόμα και τα αγάλματα του εαυτού σου γκρεμίζονται».

«Δεν με άφησαν... δεν πρόλαβα. Ήθελα να φτιάξω μιαν ιδανική πολιτεία ... κι ένα Μουσείο».

Κούνησε το κεφάλι της με περιφρόνηση καθώς διάβαζε το συμβόλαιο της μεταβίβασης προσεκτικά.

«Τι είναι αυτό το "Μουσείο" που θα έφτιαχνες;»

«Ένα τέμενος των Μουσών, όπου θα λατρεύονται οι τέχνες κι οι επιστήμες. Θα μάζευα σοφούς απ’ όλη την Ελλάδα, και βιβλία από παντού. Ήθελα μια βιβλιοθήκη που να περιέχει όλη τη σοφία του κόσμου».

«Δεν έκανες τίποτε από αυτά».

«Θα τα κάνω στην Αλεξάνδρεια. Ο Πτολεμαίος θα με ακούσει» είπε και της έδωσε το συμβόλαιο.

«Μακάρι ό,τι δεν πέτυχες στην Αθήνα να το πετύχεις στην Αίγυπτο» είπε εκείνη.

Τύλιξε σε μια δερμάτινη θήκη τον πάπυρο. Ο Δημήτριος σκεφτόταν ότι η διαφυγή του από το Φάληρο ήταν βολική. Όχι μόνο απέφευγε το επικίνδυνο ταξίδι από στεριά αλλά θα έφευγε απ' ευθείας από το πατρικό του. Αν όλα πήγαιναν καλά μαζί με τις αποσκευές, τον Θεόδωρο και τον Θεόφραστο, θα είχε και τη Δάφνη. Έτσι, μαζί με το κακό, αναπόδραστο τέλος, θα γινόταν και μια νέα, ελπιδοφόρα, αρχή.

«Το διάβασες;» ρώτησε την Ευρυδίκη. «Εντάξει;»

«Όλα εντάξει» του είπε αυτή. «Αν τα καταφέρεις και γυρίσεις, η περιουσία σου θα είναι εδώ ακέραια. Θα την πάρεις πάλι πίσω φτηνά».

«Μακάρι να είμαι καλά και να σ' απαλλάξω κι εσένα απ’ την υποχρέωση να μου την φυλάς».

«Θα έρθεις μαζί μας;» ρώτησε ο Φαληρέας τον Αγακάτη.

«Θα είμαι μαζί σου μέχρι να φύγεις. Μετά θα μείνω εδώ. Ανήκω στον δήμο» είπε ο Αγακάτης.

Ο Φαληρέας σκεφτόταν πως είχε τελειώσει τις δουλειές του στη Μουνιχία κι ήταν ώρα να πάει στο σπίτι του. Το Φάληρο ήταν κοντά. Σχεδόν έβλεπε το άγαλμα της Αθηνάς που στόλιζε, στηριγμένο σε μια ψηλή κολόνα, τον κήπο του. Αναρωτιόταν αν οι αναθεματισμένοι ορφικοί θα είχαν ετοιμάσει την Δάφνη ψυχικά για να τον αποδεχτεί. Αφού είχε λυθεί το ζήτημα της ασφαλούς διαφυγής, τώρα ετούτο εδώ ήταν το πιο σημαντικό ζήτημα της ζωής του.

****************************

Αύριο Παρασκευή η συνέχεια.

Από Δευτέρα μπαίνουμε στο πρωινό της τελευταίας από τις τρεις μέρες, της 11ης Ιουνίου 307 π.Χ.

Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2020

Για την παρέλαση της 28ης

Αναμνηστική φωτογραφία από μια τέτοια παρέλαση. Στην πλατεία Εθνικής αντίστασης από αριστερά η Ξένια Φωτίου, Εγώ, ο Γιάννης Τσιλάβης, ο Νίκος Μπεάζογλου, ο Παναγιώτης Χατζησταυράκης κι ο Γιώργος Παπαδάκης

Αύριο, 28η Οκτωβρίου 2020, ογδόντα ολόκληρα χρόνια μετά το ΟΧΙ στον άξονα, γιορτάζουμε την εθνική γιορτή μουγκά, από τα σπίτια μας. Παρέλαση φυσικά δεν θα γίνει λόγω κορωνοϊού. Ο Δήμαρχος μας έστειλε πρόσκληση (στους δημοτικούς συμβούλους) να κάνουμε κατάθεση στεφάνου μόνο εμείς στην πλατεία Κύπρου στις 11 πμ αφού προηγηθεί η καθιερωμένη δοξολογία στις 10 πμ στον Άγιο Γεώργιο. Μρε μάσκες, κράνη, τζάκετ και τον λοιπό εξοπλισμό.

Δεν θα γίνει, λοιπόν, παρέλαση. Γι αυτήν, την "μεγάλη απούσα" θέλω να μιλήσω λίγο σήμερα. Να θυμηθώ πώς ζούσα τις παρελάσεις για πολλά χρόνια στη μικρή μας πόλη, τη Δραπετσώνα.

Κατ' αρχάς να πω μια γνώμη. Κατά την δική μου άποψη οι παρελάσεις (όπως γίνονται μέχρι σήμερα)  γενικώς δεν χρειάζονται. Αποτελούν κατάλοιπα άλλων εποχών που έζησαν σε ισχυρό στρατοκρατικό και εθνικιστικό περιβάλλον. Δεν έχουν χαρακτήρα σύγχρονης γιορτής με αφορμή το γενναίο παρελθόν αλλά υπόμνησης ενός γεγονότος που αφορά σε άλλες γενιές. Δεν αποτελούν φόβητρο για εχθρούς και φίλους παρά μόνο μια ατυχή κι αναποτελεσματική προσπάθεια στρατικοποίησης της μαθητικής ζωής.

Ωστόσο η παρέλαση της Δραπετσώνας, που είναι μια μικρή πόλη, μια γειτονιά, μου άρεσε πάντα γιατί ήταν μια ευκαιρία να βρεθούμε όλοι, γονείς, μαθητές, δάσκαλοι, σύμβουλοι, πρόσκοποι, αντιστασιακοί κλπ. σε μια γιορτή με χαρακτήρα εθνικό και αισιόδοξο. 

Όταν μου έλεγαν “χρόνια πολλά” την ημέρα των εθνικών εορτών, στην αρχή αιφνιδιαζόμουν και γελούσα. Μετά ανταπέδιδα τον χαιρετισμό βρίσκοντας πως είχε μια χαρούμενη και αισιόδοξη διάσταση και επομένως είχα λάθος που τον απέφευγα.

Στη Δραπετσώνα είχαμε τρεις τέτοιες γιορτές. Μια παρέλαση την 25η Μαρτίου με δοξολογία στον Άγιο Παντελεήμονα, μια παρέλαση την 28η Οκτωβρίου με δοξολογία στον Άγιο Φανούριο και μια παρέλαση (του κόσμου προς τα βοτσαλάκια) την ημέρα των Φώτων με δοξολογία στην Ανάληψη. Τρεις εκκλησίες, τρεις γιορτές και τρεις δεξιώσεις στο δημαρχιακό μέγαρο (με μηδενικά σχεδόν έξοδα) όπου όλο το "πολιτικό" προσωπικό, αλλά και πολύς κόσμος, βρισκόμασταν, μιλούσαμε, χαλαρώναμε και απολαμβάναμε αυτό που αποκαλείται δημόσιος χώρος. Αυτός ο δημόσιος χώρος, η αγορά των αρχαίων, δεν λειτουργεί στην εποχή μας κάθε μέρα, όπως συνέβαινε στην αρχαιότητα, λειτουργούσε όμως τρεις φορές τον χρόνο με διοργανωτή τον δήμο.

Η συμμετοχή όλων στον ΚΟΙΝΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΧΩΡΟ ήταν το κυριότερο νόημα των δυο παρελάσεων και των Φώτων και γι αυτό οι παρελάσεις γενικώς δεν έχουν καμιά σχέση με τους γιορτασμούς των εθνικών επετείων -όπως τους έζησα- στη Δραπετσώνα.

Σε ό,τι αφορά, τώρα, στο τυπικό της παρέλασης γενικώς, θα προτιμούσα αυτή να είχε άλλο χαρακτήρα. Όλες αυτές οι προσπάθειες να μπουν τα παιδιά σε μια γραμμή, να προχωρούν με βηματισμό χήνας και να κορδώνονται σαν να πάνε στον πόλεμο μου φαίνεται εντελώς γελοίο θέαμα. Έτσι κι αλλιώς αντιδρούν ενστικτωδώς και γελοιοποιούν την φιλότιμη προσπάθεια των γυμναστών και δασκάλων. Αν πραγματικά το ήθελαν, θα πήγαιναν με ρυθμό και βήμα χήνας εύκολα, δεν θέλουν όμως, το βρίσκουν μειωτικό να "συντάσσονται" σε τέτοια παραγγέλματα. Το ξέρω γιατί το έζησα, 

Τι άλλο θα μπορούσε να γίνει; Θα προτιμούσα να προχωρούν (έστω και με ομοιόμορφες στολές αν ήθελαν) μπουλουκηδόν, όπως στην είσοδο στους Ολυμπιακούς αγώνες ή σε αθλητικούς ή άλλους αγώνες, χαιρετώντας ελεύθερα, στρέφοντας το κεφάλι παντού για να δουν γνωστούς, κρατώντας δικά τους πανό ή πλακάτ με κάποια ιδέα τους ή ένα σύνθημά τους. Θα προτιμούσα να πρόκειται μια χαρούμενη παρέλαση (όχι βέβαια γκέϊ παρέϊντ), να δίνουν μια νότα συλλογικής αισιοδοξίας, που να μην χάνει και το ουσιαστικό μήνυμα της ΜΝΗΜΗΣ.

Αυτή η μνήμη μπορεί να εξυπηρετηθεί πολύ καλύτερα με σύγχρονες ιδέες (σκηνοθετικού τύπου) παρά με έναν δεκάρικο λόγο που κανείς δεν ακούει και με μια στημένη και κολλαριστή παρέλαση που κάνει τα παιδιά να μισούν τις τέτοιες επετείους. Δεν ξέρω πόσοι τις απολάμβαναν μικροί αλλά εμένα τουλάχιστον με έκαναν να τις μισώ.


Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2020

Περί Ανάπλασης ο λόγος

Δημοσίευσα στο Φ/Μ ανάρτηση για την σημερινή συνάντηση στο δημαρχείο με θέμα την πολεοδομική μελέτη για την περιοχή της Ανάπλασης.

Την αναρτώ και σε αυτό το ιστολόγιο και την στέλνω με ημέηλ.
*************************
 
Περί Ανάπλασης ο λόγος
.............
Συναντηθήκαμε σήμερα στο Δημαρχείο οι επικεφαλής των παρατάξεων (Διαλινάκης, ΚΚΕ, Τσιρίδης, Δαβγιώτη, Δατσέρη, Καμάς) με τον δήμαρχο και τον ειδικό συνεργάτη κ. Γ.Ανδρεαδακη. Θέμα η περιοχή ανάπλασης και η πολεοδομική μελέτη.
...........
Η δημοτική αρχή είπε πως είμαστε στο ξεκίνημα, ακούει προτάσεις και προτείνει να προχωρήσουμε σε πολεοδομική μελέτη (άρθρο 7 του 2508/97). 
Η δική μου πρόταση ήταν να προχωρήσουμε με προκαταρκτική πρόταση ανάπλασης (άρθρα 8-11 του ίδιου νόμου). 
Στην ουσία η δημοτική αρχή θέλει να κάνουμε διαδικασίες πολεοδόμησης (αυτό λέει το άρθρο 7) ενώ εγώ προτείνω να χαρακτηριστεί η περιοχή ως περιοχή ανάπλασης και να προχωρήσουμε με ειδικές διατάξεις (άρθρα 8-11).
.........
Η διαφορά προς το παρόν είναι μικρή. Έτσι κι αλλιώς θα πρέπει να αποτυπώσουμε μια πρόταση είτε την πούμε προμελέτη είτε προκαταρκτική πρόταση. Το θέμα είναι να προχωρήσουμε και η δέσμευση της δημοτικής αρχής είναι ότι τον Ιανουάριο, ή έστω λίγο αργότερα, θα έχει έτοιμη μια πρόταση για την πολεοδομική μελέτη. Θα γίνει με δυνάμεις του δήμου (όχι με ανάθεση σε γραφείο) και με βασικές αρχές:
Α) τον συντελεστή δόμησης 0.15 
Β) χρήσεις γης πολιτισμό, αναψυχή, παιδεία, υγεία και 
Γ) εισφορά σε γη 50% (περίπου)
.........
Ο Διαλινάκης έβαλε θέμα να αποχαρακτηριστεί η λιμενική ζώνη, να γίνει αιγιαλός. Σωστό.
..........
Γενικά υπάρχει κλίμα συναίνεσης και στις κατευθύνσεις και στον τρόπο δράσης. Υπάρχουν κάποιες διαφωνίες στο τί θα γίνει τελικά εκεί, αλλά αυτή τη στιγμή δεν είναι στο προσκήνιο, εξάλλου ο ισχύων νόμος περιορίζει κατά πολύ αυτές τις διαφορές.

27 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 27η

Ο Δημήτριος εγκαταλείπει, μάλλον για πάντα, την αγαπημένη του Αθήνα, υπό την κατακραυγή των συμπολιτών του. Τα σχέδιά του μακροπρόθεσμα τον οδηγούν στην Αλεξάνδρεια, αλλά, βραχυπρόθεσμα, νοιάζεται για την Δάφνη και πώς θα την πάρει μαζί του.

****************************************

 

(Απόγευμα της 10ης Ιουνίου)

Το απόγευμα εκείνης της ημέρας, στη Βασίλειο Στοά, ο Δημήτριος Φαληρέας ένιωθε πολιορκημένος. Στους δρόμους ένα μεγάλο πλήθος πολιτών πανηγύριζε με φωνές για την ισοκρατία και την ισονομία. Μέτοικοι, γυναίκες και δούλοι ήταν συμμέτοχοι στο πανηγύρι κι αυτοί. Δυο αγάλματά του, είχαν ξεπατωθεί από τις βάσεις τους και, πέφτοντας κάτω, είχαν σπάσει. Ήταν πραγματικά όμορφα αγάλματα. Τα είχε φροντίσει ο ίδιος να είναι με τέχνη σκαλισμένα. Ήταν ντυμένα με χρυσά κοσμήματα, όμορφα ρούχα, δερμάτινα σανδάλια και ερυθρούς χιτώνες. Τώρα, αλλού βρισκόταν το όμορφο κεφάλι του φιλόσοφου κι αλλού το αρμονικά χτισμένο σώμα του. Ήταν αλλού τα χέρια κι αλλού τα πόδια του. Μια φριχτή βεβήλωση της εικόνας του ήταν όλο αυτό! Συμπεριφορά ενός λαού που θα ταίριαζε μόνο σε βαρβάρους.

«Είναι φοβερό θέαμα» είπε ο Φαληρέας καθώς έβλεπε την καταστροφή και τις φωνές από το μπαλκόνι. «Τα έχουν βάλει με τα μάρμαρα και τον χαλκό».

«Πάλι καλά που διαλύσανε τα αγάλματα κι όχι εσένα» είπε ψύχραιμος ο Θεόδωρος.

«Είναι ικανοί να μπουν στη Στοά. Αν το επιχειρήσουν να χτυπήσουμε;» ρώτησε ο Αγακάτης.

«Μην το ξαναπείς αυτό Αγακάτη» είπε ο Δημήτριος.

«Είναι δύσκολα τα πράγματα» είπε ο Θεόφραστος.

«Νομίζω πως θα πρέπει να επισπεύσεις την αναχώρησή σου, Επιμελητή» είπε ο Αγακάτης.

«Επιτέθηκαν και στο Λύκειο! Δεν σέβονται τίποτα πια» πρόσθεσε ο Θεόφραστος φοβισμένος.

«Η δημοκρατία είναι κακό πολίτευμα αντάξιο τέτοιων πολιτών» είπε η Αγαπάνθη.

«Δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι θα επιτεθούν και σε εμάς» είπε ο Δημήτριος. «Πρέπει να φύγουμε».

Η αλήθεια ήταν ότι ο Φαληρέας δεν φοβόταν ιδιαίτερα. Είχε τη διαβεβαίωση του Αντιγονίδη στον Θεόδωρο. Ο νέος δυνατός άντρας ευνοούσε την φυγή του. Ο Δημοχάρης, που καθοδηγούσε το πλήθος, ήταν λογικός άνθρωπος και δεν θα παρασυρόταν από τα πάθη του. Ο λόγος που έδειχνε πως κι αυτός φοβόταν, ήταν γιατί ήθελε να δικαιολογήσει την φυγή του από το Άστυ. Ήθελε να πάει στη Μουνιχία να συνεννοηθεί με τον Διονύσιο αλλά, κατά βάση, επιθυμούσε να πάει στο Φάληρο. Ανυπομονούσε να πάει επί τέλους στο πατρικό του όπου θα του είχαν ετοιμάσει κατάλληλα την Δάφνη.

Αυτή ήταν που κυριαρχούσε στη σκέψη του κι όχι ο φόβος. Ήθελε να την κάνει δική του, έστω κι αν ήταν αναγκαίο ένα είδος βίας. Στο κάτω-κάτω, θα το απολάμβανε κι αυτή. Ήταν ο μόνος τρόπος για να την «πείσει» να τον ακολουθήσει όπου κι αν πήγαινε, στην Θήβα ή στην Αίγυπτο. Μια γυναίκα “χρησιμοποιημένη” κι όχι παρθένα, ανύπαντρη, ήταν απίθανο να βρει άντρα να την αποκαταστήσει. Κανείς δεν θα δεχόταν να την πάρει από “δεύτερο” χέρι. Μόνο αυτός ο παλαβός που του είχε επιτεθεί, ο Ιάσων, από τους Κολονούς, θα την δεχόταν. Όμως ο Δημήτριος σκόπευε να τον εξουδετερώσει με τρόπο οριστικό, ακόμη και να τον εξοντώσει αν χρειαζόταν. Η Δάφνη έπρεπε να μείνει χωρίς στήριγμα, μπροστά σε ένα αδιέξοδο, με μόνη της επιλογή να τον ακολουθήσει. Γι αυτόν τον λόγο αυτές οι ώρες ήταν κρίσιμες. Αν της στερούσε την παρθενιά και τον Ιάσονα, θα την είχε στο χέρι. Κι αν την έπαιρνε μαζί του, όπου πήγαινε, θα τα κατάφερνε, στο τέλος, να την κάνει να τον συμπαθήσει κι εκείνη.

«Αν θέλετε, αγάπες μου, ελάτε κι εσείς μαζί μου» είπε ο Δημήτριος στην Αγαπάνθη και το Μειράκιον.

Στέκονταν εκεί δίπλα του φοβισμένες.

«Πού θα μας πας, Επιμελητή;»

«Θα λείψω για λίγο από την Αθήνα» είπε. «Αποφασίστε, κι αν θέλετε μπορείτε να μείνετε ή να έρθετε μαζί μου».

«Να φύγουμε από την Αθήνα;» αναρωτήθηκαν.

Δεν άρεσε καθόλου αυτή η προοπτική στις δυο εταίρες. Συμπαθούσαν τον Φαληρέα και τον ευγνωμονούσαν για τα δώρα του, ακόμη και για την άσβεστη ερωτική του δίψα. Δεν θα άφηναν, όμως, τόσο εύκολα το Άστυ των Αθηνών, τον τόπο που αποτελούσε γι αυτές επίγειο παράδεισο. Ίσως αν πήγαινε στην Κόρινθο να το συζητούσαν, εκεί κυριαρχούσαν όμως οι εχθροί του και δεν θα τον δέχονταν. Για πιο μακρινά μέρη δεν το συζητούσαν. Η Αγαπάνθη, το Μειράκιον κι οι άλλες εταίρες της Αθήνας δεν θα έμεναν μόνες αν έλειπε από την πόλη ο Δημήτριος. Ένας άλλος Δημήτριος, εξάλλου, όμορφος, δυνατός, ισόθεος ή βασιλιάς -όπως τον αποκαλούσαν- ερχόταν. Μια νέα ομάδα ανδρών θα επικρατούσε με τις ίδιες ανάγκες για σωματική και ψυχική ισορροπία, Θα ήταν πάλι άντρες που την ημέρα θα έπαιζαν το γνωστό παιχνίδι της πολιτικής εξουσίας. Τα βράδια θα παραδίδονταν κι αυτοί στην γυναικεία εξουσία για να παίξει εκείνη το παιχνίδι της μαζί τους.

«Θα μείνω εδώ, Δημήτριε» είπε η Αγαπάνθη, «αγαπώ πολύ αυτή την πόλη για να την εγκαταλείψω».

«Κι εγώ, αγαπημένε, θα μείνω εδώ» είπε το Μειράκιον.

«Ωραία, λοιπόν, όσοι είμαστε έτοιμοι για αναχώρηση, ας πηγαίνουμε» είπε ο Φαληρέας.

«Έχω ετοιμάσει άλογα και μια άμαξα, θα φύγουμε από την πίσω πόρτα» είπε ο Θεόδωρος.

Ο Φαληρέας κοίταξε τριγύρω κι έριξε ακόμα μια ματιά κάτω στους δρόμους. Αγαπούσε την Αθήνα, την πιο λαμπρή πόλη του κόσμου. Ήθελε να την αναμορφώσει και να της δώσει την παλιά της λάμψη. Ήθελε να φτιάξει την ιδανική πολιτεία, σύμφωνα με αυτά που είχαν διδάξει ο μέγας Αριστοτέλης κι ο Πλάτων. Μια πολιτεία όπου θα κυβερνούσαν οι άριστοι και θα είχε σκοπό την ευτυχία των ανθρώπων. Πίστεψε κάποια στιγμή ότι είχε πλησιάσει κοντά στ’ όνειρο, όμως, τελικά, διαψεύστηκε οικτρά. Και νά τώρα που έφευγε από την πίσω πόρτα!

«Είναι σίγουρο ότι δεν θα μας την έχουν στήσει εκεί;» είπε ο Θεόφραστος ανήσυχος.

«Μίλησα με τον Δημοχάρη» είπε ο Θεόδωρος.

«Και τι σου είπε;»

«Εκείνος μου υπέδειξε την πίσω πόρτα. Θα φροντίσει να μείνει ελεύθερη έτσι ώστε, όταν θελήσουμε να φύγουμε, να έχουμε διέξοδο».

«Όλα τα σκέφτεται, λοιπόν, ο Δημοχάρης» σχολίασε ο Δημήτριος χαμογελώντας.

«Θέλουν να σε ξεφορτωθούν από τα πόδια τους μια ώρα αρχύτερα» είπε ο Θεόδωρος. «Δεν τους νοιάζει και τόσο η εκδίκηση όσο η εξουσία».

«Θα έρθω μαζί σας» είπε ο Αγακάτης.

«Πάμε πρώτα στη Μουνιχία. Έχουμε να πούμε μερικά πράγματα με τον Διονύσιο και τους Μακεδόνες του» είπε ο Φαληρέας.

Χαιρέτισε μ’ ένα απαλό φιλί τις εταίρες. Χαιρέτισε μετά με μια χειρονομία το προσωπικό της Βασιλείου Στοάς που είχε παραταχθεί να τον αποχαιρετίσει. Έριξε μια τελευταία ματιά σε μια πανέμορφη προτομή του από χαλκό, ελεφαντόδοντο κι ασήμι. Σύντομα θα βρισκόταν σπασμένη κι αυτή στο πάτωμα. Συγκινημένος από αυτά που έβλεπε, άφησε την Στοά βορά στους εξεγερμένους. Ένας τυχαίος μαρμαράς ή φούρναρης ή ένας ψαράς θα κληρωνόταν «άρχων βασιλιάς» για ένα χρόνο. Αυτός θα ερχόταν να μείνει σε αυτά τα υπέροχα δώματα και θα παρίστανε τον “βασιλιά” του δήμου. Ένας τιποτένιος αντί γι αυτόν, τον φιλόσοφο και πολιτικό!

Αν τον στενοχωρούσε κάτι, δεν ήταν που έχανε τη δόξα και τα μεγαλεία της επιμελητείας των Αθηνών. Ήταν που θα έχανε μαζί τους και την ευκαιρία να αποκτήσει εύκολα, άκοπα και σχεδόν διασκεδαστικά την Δάφνη. Ο πατέρας της είχε ήδη συμφωνήσει να του την δώσει. Ο νεαρός που την περιτριγύριζε θα έβγαινε εύκολα από την μέση αν παρέμενε τύραννος. Καλές ήταν οι εταίρες, η Αγαπάνθη, το Μειράκιον, η Μανία, η Δημώ, η Λέαινα, η Αντίκυρα κι ένα σωρό άλλες(*). Καλές αυτές, πλην, κάλλιστη η έξοχη Δάφνη. Αυτή η γυναίκα ήταν που άξιζε να γίνει γυναίκα του πρώτου πολίτη των Αθηνών.

Τώρα όλα αυτά τα όνειρα έπαιρναν τέλος. Απέμενε μόνο μια προσπάθειά του να την δεσμεύσει και να την πάρει μαζί του στην εξορία όπου όδευε. Η παρέα των τσαρλατάνων Μυστών και Ιεροφαντών, ήταν η ελπίδα του. Δίδασκαν δήθεν την ορφική διδασκαλία κι έσωζαν τον απλό κι ανόητο κόσμο από τα αδικήματα των προγόνων του. Θεομπαίχτες κανονικοί. Ήταν οι κατάλληλοι άνθρωποι για να ζαλίσουν την Δάφνη με τα βότανα και τα ερωτικά τους φίλτρα. Αυτοί θα την έφερναν στην αγκαλιά του. Ήθελαν ανταλλάγματα, βέβαια, αλλά θα τους τα έδινε χωρίς κανένα πρόβλημα. Εδώ που είχαν φτάσει τα πράγματα, τίποτε δεν είχε καμιάν αξία, εκτός από το τομάρι του και τη Δάφνη.

................................

Παραπομπή:

(*) Η Μανία, η Δημώ, η Λέαινα και η Αντίκυρα αναφέρονται ονομαστικά από τον Αθήναιο στους «Δειπνοσοφιστές» σαν εταίρες ερωμένες του Δημήτριου Ελευθερωτή που πέρασε στην Αθήνα κάποια ωραία χρόνια με τιμές και δόξες. Το προσωνύμιο "Δημήτριος ο πολιορκητής" του δόθηκε αργότερα, στην πολιορκία της Ρόδου.


***************************************** 

Αύριο, Τετάρτη 28/10, μέρα εθνικής γιορτής δεν θα δημοσιευτεί συνέχεια του μυθιστορήματος.

Από την Πέμπτη, 29/10 η συνέχεια.