Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2020

21 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 21η

Η προετοιμασία της κηδείας προχωρά καθώς και οι προετοιμασίες για την φυγή κάποιων από την Αθήνα. Ένας δούλος μιλά με έναν απαστράπτοντα ηγεμόνα.

********************************

 


10η Ιουνίου 307 π.Χ. μεσημέρι

Ε' Τετάρτη φθίνοντος Θαργηλιώνος, μεσημέρι

..............................

«Τρίτος φόνος!» φώναξε ταραγμένος ο Φανοκράτης ενώ έμπαινε στο καπηλειό.

Εκεί περνούσαν την ώρα τους πίνοντας νερωμένο κρασί με λίγες ελιές, κρεμμύδια κι άρτο ο Ζείκρατος κι ο Μύρων. Ήδη ο ήλιος πλησίαζε στο πιο ψηλό σημείο του ορίζοντα. Ακόμα και στο νεκροκρέβατο του Ερμόδωρου οι επισκέψεις είχαν αραιώσει. Ετοιμάζονταν για την μεταφορά του νεκρού από το σπίτι προς το νεκροταφείο στον Τραπέζωνα. Η περιφορά θα γινόταν από τους δρόμους του Εμπορείου και της προκυμαίας του Πειραιά. Σε εκείνο το μέρος χτες είχε γίνει η απόβαση του Δημήτριου του Αντιγονίδη. Εκεί είχε μαζευτεί ο δήμος για να διακηρύξει την επαναφορά του πατρώου πολιτεύματος. Η ταραγμένη φωνή του Φανοκράτη τους αιφνιδίασε και τον ρώτησαν απορημένοι.

«Τι φόνος; Πότε; Πώς;»

«Το βράδυ αυτό. Λίγο μετά που έπεσε το σκοτάδι, σε ένα απόμερο σημείο στην Μελίτη του Άστεως. Ένας πολίτης, ο Χρηστίας, πέθανε από σταμάτημα της καρδιάς».

«Από τι;»

«Ξέρετε. Το είπαν σταμάτημα της καρδιάς, αλλά, τους είπα να προσέξουν τα άκρα και τον λαιμό του. Κοίταξαν και βρήκαν ίχνη από σχοινί και μελανιάσματα. Είναι ίδιος ο φόνος με τους δυο που γνωρίζουμε» είπε ο Φανοκράτης.

«Από πού ήταν αυτός ο Χρηστίας;»

«Ήταν εύπορος κι ανήκε στην Ερεχθηίδα φυλή. Ήταν από τον δήμο της Κηφισιάς».

«Εύπορος λοιπόν κι αυτός» παρατήρησε ο Μύρων.

«Δεν υπάρχει αμφιβολία» είπε ο Ζείκρατος. «Είναι ο τρίτος φόνος, σίγουρα από τους ίδιους δολοφόνους».

«Και το ίδιο κίνητρο;» αναρωτήθηκε ο Μύρων.

«Φανοκράτη, πήγαινε στον Δέξιππο και πες του τι έγινε. Ζήτησέ του να ερευνήσει αν έγινε καταγγελία για αυτόν τον Χρηστία. Αν ζητούν αντίδοση περιουσιών. Αν έγινε, μάθε ποιος την έκανε, εντάξει;» του είπε ο Ζείκρατος.

«Εντάξει, πηγαίνω» είπε ο Φανοκράτης.

«Φανοκράτη, περίμενε» είπε ο Ζείκρατος. «Έχω ζητήσει μια συνάντηση με τον Φαληρέα κι ανέλαβε να την κανονίσει ο Δέξιππος. Κοίτα τι έγινε και με αυτό».

«Εντάξει, αν και φοβάμαι ότι ο Δημήτριος θα έχει τώρα τους δικούς του μπελάδες».

Ο Φανοκράτης πήρε το άλογο του Ιάσονα για να πάει και να γυρίσει γρήγορα.

«Ανησυχώ» είπε ο Ζείκρατος. «Οι δολοφόνοι γυρνούν στην πόλη και συνεχίζουν να σκοτώνουν ενώ Ιάσων και Δάφνη έχουν εξαφανιστεί».

«Αυτό είναι το χειρότερο, δεν έχουμε ιδέα πού είναι και για ποιο λόγο εξαφανίστηκαν. Φοβάμαι πολύ τα χειρότερα» είπε ο Μύρων.

Ήρθαν ο Καινέας με την Κλεοτίμα και τους βρήκαν στο καπηλειό για να ζητήσουν τη βοήθειά τους. Η αναστάτωση στην πόλη προκαλούσε δυσκολίες στη διεξαγωγή της κηδείας. Έπρεπε να γίνει σε ήρεμο κλίμα, πράγμα δύσκολο, ιδιαίτερα στον Πειραιά, όπου είχαν γίνει όλα τα γεγονότα,

«Λέμε να περάσει η περιφορά από το Εμπορείο» είπε ο Καινέας. «Όμως εκεί είχε παρατάξει χτες τους οπλίτες του ο γιος του Αντιγόνου. Πρέπει να μάθουν τι θα γίνει και να μην μας ενοχλήσουν».

«Θα το κανονίσω εγώ» είπε ο Μύρων.

«Θα έρθω μαζί σου» είπε η Κλεοτίμα.

«Εγώ πάω στην Αθήνα» είπε ο Ζείκρατος. «Θα ψάξω να βρω τον Αγακάτη. Αυτός ο βάρβαρος θα ξέρει τις κινήσεις των Σκυθών. Ίσως, μάλιστα, να είναι ο ίδιος υπεύθυνος για την εξαφάνιση των φίλων μας».

«Κι εγώ θα επιστρέψω στον γιο μου» είπε ο δυστυχής Καινέας.

Ήταν περίεργο που έλειπαν μια ολόκληρη μέρα κι ένα βράδυ ο Ιάσων κι η Δάφνη. Να χαθούν δεν γινόταν, κανείς δεν χανόταν σε μια πόλη σαν την Αθήνα. Να έχουν πάει κάπου χωρίς να ειδοποιήσουν δεν γινόταν, εξ άλλου το άλογο του Ιάσονα ήταν εδώ. Δεν είχαν κατηγορηθεί για τίποτε, δεν ήταν στο δεσμωτήριο, δεν ήταν στα πατρικά τους σπίτια. Πού ήταν, λοιπόν; Γι αυτό ο Ζείκρατος ήθελε να μιλήσει με τον Φαληρέα ή, έστω, με τον Αγακάτη. Οι Σκύθες ήταν οι μόνοι που είχαν τη δύναμη και τα μέσα ώστε να επέμβουν με τέτοιο τρόπο. Κανείς άλλος δεν μπορούσε να απαγάγει δυο ανθρώπους και να τους κρύβει από προσώπου γης.

............................................

Το να συζητά ελέφαντας με μυρμήγκι ήταν περίπου το ανάλογο με τη συζήτηση που γινόταν στο πλοίο του Αντιγονίδη. Από την μια ήταν ο Δημήτριος Ελευθερωτής, γιου του κυρίου της Ασίας Αντιγόνου. Ήταν ο κυρίαρχος των Αθηνών και των νήσων κι επικεφαλής ενός τεράστιου στόλου και στρατού. Από την άλλη, ο ταπεινός δούλος του -υπό απηνή διωγμό- τυράννου Δημήτριου Φαληρέα. Ο Θεόδωρος, ωστόσο, εκπροσωπούσε τον άνθρωπο που, τυπικά, θα παρέδιδε την πόλη ειρηνικά στον εισβολέα. Δεν είχε ανάγκη ο Αντιγονίδης την συναίνεσή του, όμως, μια εθελούσια υποταγή θα τον διευκόλυνε. Θα άφηνε την Μουνιχία στον Διονύσιο προσωρινά για να επέμβει στα Μέγαρα. Αν η Αθήνα παραδινόταν επισήμως, ο Διονύσιος δεν θα είχε δικαίωμα να κινηθεί. Έτσι θα μπορούσε να λείψει ο Δημήτριος χωρίς πρόβλημα στα μετόπισθεν.

Τους επίσημους πρέσβεις που έστειλε ο Φαληρέας, τους έστειλε στον στρατηγό Αριστόδημο. Του είπε να τους μιλήσει, να τους βεβαιώσει ότι δεν θα πάθαινε τίποτε ο Επιμελητής κι ύστερα να τους διώξει. Την ουσιαστική συζήτηση θα την έκανε ο ίδιος με τον Θεόδωρο. Δεν είχε την απαίτηση να τον δει να πέφτει μπρούμυτα για προσκύνημα, όμως δεν περίμενε και την αγέρωχη στάση του. Εξάλλου δούλος ήταν ένας αιχμάλωτος που είχε γλιτώσει, με την υποδούλωση, τη ζωή του.

«Χαίρε Δημήτριε Αντιγονίδη, θριαμβευτή των Αθηνών» είπε ο Θεόδωρος χαιρετώντας τον.

«Ο δήμος με ονομάζει "Ελευθερωτή"» είπε ο Δημήτριος.

«Ελεύθερη πόλη ήταν η Αθήνα. Αφού όμως οι Αθηναίοι σε θεωρούν ελευθερωτή, άρα πραγματικά είσαι!»

«Θεόδωρο σε λένε, ε; Από πού είσαι;»

«Ρόδιος, από την Ιαλυσό της δωρικής εξάπολης».

«Η Ρόδος είναι τώρα σύμμαχος του Πτολεμαίου» είπε ο Δημήτριος. «Τέλος πάντων, τι κάνει ο φιλόσοφος κυβερνήτης σου;»

«Σε χαιρετά και σε υποδέχεται με τιμή. Όσο για την υγεία του είναι καλά».

«Καλά; Τι καλά; Πώς είναι καλά με τον δήμο να ζητάει την κεφαλή του; Δεν είναι καλά. Χεσμένος επάνω του είναι!»

Ο Θεόδωρος δεν μίλησε.

«Θέλω να μου παραδώσει την πόλη σε αντιπροσώπους που θα του στείλω το απόγευμα».

Ο Θεόδωρος κούνησε καταφατικά το κεφάλι.

«Θα μου παραδώσει και την Μουνιχία».

«Ο Διονύσιος ...;» πήγε να ρωτήσει ο Θεόδωρος.

«Θέλω την Μουνιχία στα χαρτιά. Μετά, εγώ ξέρω πώς θα ξετρυπώσω τον Διονύσιο από τη φωλιά του».

Ο Θεόδωρος και πάλι δεν μίλησε.

«Αν ο Φαληρέας κάνει αυτά που του ζητώ κι αφήσει όλη την περιουσία του δωρεά στην πόλη του, θα ζήσει. Εγώ θα εξασφαλίσω τη ζωή του».

«Κι ο δήμος ...;»

«Δική μου υπόθεση ο δήμος» είπε ο Δημήτριος. «Αρκεί ο Φαληρέας να μου πει πού θέλει να πάει».

«Στην Θήβα» είπε ο Θεόδωρος.

«Εντάξει, θα πάει στη Θήβα» απάντησε ο Ελευθερωτής. «Πήγαινε τώρα!»

«Και κάτι ακόμη» είπε ο Θεόδωρος.

Ο Δημήτριος απορημένος με το θράσος του που άκουσε το «πήγαινε» αλλά ήταν ακόμη εκεί, τον κοίταξε θυμωμένος.

«Ο δήμος θα στραφεί και εναντίον του Περιπάτου».

«Ενάντια στον Θεόφραστο θέλεις να πεις ..».

«Στον Θεόφραστο και στη σχολή του Αριστοτέλη. Θα θελήσουν να την κλείσουν».

«Ας φύγει για λίγο κι ο Θεόφραστος. Όσο για τη σχολή, κι αν ακόμη την κλείσουν, θα κανονίσω να συνεχίσει».

«Ο Θεόφραστος είναι ευγνώμων» είπε ο Θεόδωρος.

«Τον Περίπατο και τον Θεόφραστο θα τους χρειαστώ στο μέλλον, όχι όμως και τον Δημήτριο».

«Θα μεταφέρω τις θελήσεις σου, Ελευθερωτή»

«Θα πας μαζί του;»

«Δεν έχω άλλη επιλογή» είπε ο Θεόδωρος,

«Είσαι ακόμη δούλος του ή σε έχει ελευθερώσει;»

«Δεν με είχε σαν δούλο του ποτέ, ούτε για μια στιγμή» είπε ο Θεόδωρος. «Πολλές φορές μου το έχει υπενθυμίσει ότι είμαι ελεύθερος».

«Καλά το κατάλαβα ότι είσαι ο μόνος φίλος που έχει εδώ στην Αθήνα» είπε ο Δημήτριος. «Δεν έχω δει να μισούν άλλον τόσο όσο αυτόν».

«Οι Αθηναίοι, όπως όλοι οι Έλληνες, είναι ταυτισμένοι με τον δήμο. Όποιος τους στερήσει την ελευθερία τους γίνεται αμέσως εχθρός».

Ο Δημήτριος ήξερε αυτή την εμμονή των Ελλήνων με την δημοκρατία. Επέμεναν να διαλέγουν τους αρχηγούς τους με κλήρο, όχι τους άξιους αλλά τους τυχαίους. Αυτός εδώ ο δούλος όμως, είχε σωστή κι ουδέτερη κρίση, καλά θα έκανε λοιπόν να τον ρωτήσει, σκέφτηκε.

«Εσύ, δούλε, τι βλέπεις; Λες να μπορούν κάποτε να με αγαπήσουν οι Αθηναίοι;»

«Το έκαναν ήδη!»

«Δηλαδή;»

«Σε είπαν “ελευθερωτή” ενώ γνωρίζουν ότι όσα κάνεις είναι για το συμφέρον του πατέρα σου. Όλα γίνονται για τον πόλεμό του με τον Κάσσανδρο. Σε λένε βασιλιά ενώ σκούζουν για την ισοκρατία όπου δεν υπάρχουν βασιλιάδες. Θα αργήσουν νομίζεις να σε πουν και θεό;»

«Και τι νομίζεις ότι τους εντυπωσίασε σε μένα;»

«Τα ξέρεις. Φέρνεις δημοκρατία, στάρι, ξυλεία, διώχνεις τον Φαληρέα, τους δίνεις την Ίμβρο».

«Πέρα από αυτά. Δεν ρώτησα να μου πεις αυτά που ξέρω. Τι τους κάνει να παραβλέπουν τη σκοπιμότητά μου και το ότι είμαι ξένος σε αυτή την πόλη;»

«Είσαι νέος, όμορφος και δυνατός. Είσαι ο ήρωας του μύθου που χρειάζονται τώρα που έχασαν την παλιά τους αίγλη. Γι αυτό σε αποθεώνουν. Όταν ο Αλέξανδρος, ο κατακτητής του κόσμου, τους ζήτησε να τον πάρουν για θεό, γέλασαν και τον πήραν στο ψιλό. Από τότε καταστράφηκαν πολλές φορές κι οι Αθηναίοι έπαψαν να γελούν εύκολα. Αν είναι να τους δώσεις στάρι και πλοία, ας είσαι και θεός. Δεν τους πειράζει πια, δεν θα γελάσουν».

Αυτά είπε ο Θεόδωρος κι έκανε να φύγει. Πρόσθεσε, όμως, και την τελευταία κουβέντα.

«Όμως δεν θα κρατήσουν πολύ. Σύντομα θα δουν πως δεν αποφασίζουν οι ίδιοι και θα αρχίσουν πάλι τις φωνές».

«Μα σκοπεύω να αφήσω ελεύθερο το πολίτευμά τους να λειτουργήσει» είπε ο Δημήτριος.

«Σκοπεύεις το αδύνατο» είπε ο Θεόδωρος.

«Αδύνατο; Γιατί αδύνατο;»

«Γιατί ισοκρατία και ισονομία σημαίνει αυτό που λένε οι λέξεις. Να έχουν όλοι την ίδια δύναμη και να είναι όλοι ίσοι απέναντι στους νόμους. Πώς μπορεί να γίνει αυτό με σένα που θέλεις να είσαι βασιλιάς;»

Η κουβέντα κόπηκε εκεί. Ο γιος του Αντίγονου απέμεινε μόνος να σκέφτεται τα λόγια που είχε ακούσει. Ήταν ευτυχής μέχρι στιγμής, όμως η κουβέντα με τον Θεόδωρο τον άφησε με μια γεύση απογοήτευσης. Ήθελε να τον αναγνωρίσουν εδώ στην Αθήνα, την πόλη της φιλοσοφίας και της ελευθερίας, την πιο όμορφη του κόσμου. Οι Αθηναίοι τον είχαν δεχτεί με τιμές, κι αυτός απολάμβανε να τους δίνει γενναιόδωρα ό,τι ζητούσαν. Σαν να κερνούσε κρασί και να του έλεγαν όλοι «ευοί, ευάν». Η ευτυχία που ένιωθε ήταν πραγματική, αλλά, μάλλον δεν θα είχε διάρκεια, του είχε πει ο δούλος. Ε, λοιπόν, ας έλεγε ό,τι ήθελε, δεν ήταν δα και μάντης!

Ο δούλος όμως ήξερε τι έλεγε. Ο γιος του Αντίγονου ήταν ένας ακόμη νεαρός, ισχυρός από χαρισμένη δύναμη, που είχε τον κόσμο στα πόδια του. Θα απολάμβανε τις στιγμές. Θα γλεντούσε με τις γυναίκες και τις ηδονές που είχε να του δώσει αυτή η πόλη. Θα έβλεπε τα αγάλματά του να σηκώνονται παντού. Ίσως να του έφτιαχναν κατοικία πάνω στην Ακρόπολη, όπως άκουσε χτες να ψιθυρίζεται. Ίσως να του έδιναν για το κρεβάτι του τις κόρες τους. Στο τέλος όμως θα τον έκαναν εχθρό τους. Δεν είχαν τον εξοστρακισμό σαν όπλο για να απαλλαγούν, όπως είχαν κάνει με τον Αριστείδη ή τον Θεμιστοκλή. Θα τον αποκαθήλωναν, όμως, με μίσος όπως απαλλάσσονταν τώρα απ’ τον άλλο Δημήτριο, τον Φαληρέα.

Στον Πειραιά είχαν κιόλας γκρεμίσει τα είδωλα του. Με αυτά είχε γεμίσει την πόλη για να δοξάζεται στους αιώνες ο Επιμελητής. Οι «αιώνες» είχαν κρατήσει δέκα χρόνια, όσα κι η εξουσία του. Γκρεμίζονταν οι προτομές του και τα χάλκινα ή μαρμάρινα αγάλματα σε όλη την Αθήνα. Τον εκδικούνταν για τα ψέμματα που τους είχε πει. Ο Δημήτριος Φαληρέας που διακήρυσσε τη λιτότητα σαν αρετή, είχε γεμίσει την πόλη με άψυχα αντίγραφά του. Ζούσε βίο υπερπολυτελή, με γυναίκες, σπίτια, πλούτη κι ανέσεις κι η λιτότητα ήταν για τους άλλους. Τώρα τα αγάλματά του έσπαγαν και τα σπίτια πήγαιναν στον δήμο ή στην Ευρυδίκη. Οι γυναίκες μεταφέρονταν βιαστικά στα δωμάτια του άλλου Δημήτριου, του Ελευθερωτή. Τα πλούτη του όλα ανταλλάσσονταν μισοτιμής με μιαν ασφαλή μετάβασή του στην εξορία.

Είχε ζήσει πολλά χρόνια κι είχε δει πολλά γεγονότα στη ζωή του ο Θεόδωρος. Είχε ζήσει τον Ρόδιο Μέμνονα που πολέμησε κόντρα στον Αλέξανδρο στον Γρανικό ποταμό. Εκεί ο Θεόδωρος είχε πιαστεί αιχμάλωτος. Είχε δει τους διαδόχους, του Αλέξανδρου, τον Αντίπατρο, τον Πολυπέρχοντα και τον Κάσσανδρο να πολεμούν. Τελευταία είχε δει κι είχε ζήσει από κοντά τον Φαληρέα, τον λιγότερο πολεμικό ηγέτη από όλους. Το πρόσωπο της εξουσίας ήταν παντού το ίδιο, αλαζονικό και τραγικό μαζί. Κάτι ήξεραν αυτοί οι Αθηναίοι με την τόσο μεγάλη εμμονή τους στην ισοκρατία.

«Ό όχλος δεν μπορεί να κυβερνήσει σοφά» του έλεγε ο Φαληρέας συμφωνώντας με σπουδαίους προλαλήσαντες

Ήταν ο Αριστοτέλης, ο Πλάτων κι ο ίδιος ο Σωκράτης που συμφωνούσαν μαζί του.

«Με ποιον άλλο τρόπο μπορεί να κυβερνά ο δήμος, οι πολλοί;» τον ρωτούσε ο Θεόδωρος.

«Θα φτιάξουμε την Πολιτεία, το τέλειο πολίτευμα. Θα κυβερνούν οι πολλοί αλλά θα ελέγχουν οι άριστοι. Έτσι είπε ο Αριστοτέλης» επέμενε ο Δημήτριος.

«Εσύ ξέρεις, Δημήτριε» απαντούσε ο Θεόδωρος.

Τον είδε να φτιάχνει μια Αθηναίων Πολιτεία, όπου στο τέλος όλοι τον είχαν για τύραννο κι εύχονταν τον θάνατό του. Κι ας είχε φέρει οικονομική ευμάρεια, κι ας είχε σύμβουλους του τον Θεόφραστο με τον Περίπατο. Εύχονταν κι εκείνου τον χαμό. Ο Θεόδωρος ήξερε πως κάτι διέφευγε από τους σοφούς. Αυτό που δεν υπολόγιζαν ήταν ότι οι πολίτες ήταν πραγματικά ίσοι μεταξύ τους, είτε σοφοί, είτε μαραγκοί ή μαρμαράδες. Αυτό, οι σοφοί κι οι «άριστοι» το έλεγαν θεωρητικά αλλά ποτέ δεν το είχαν πραγματικά και κατά βάθος αποδεχτεί. Γι αυτό νόθευαν το πολίτευμα που θεωρούσαν ιδανικό. Κατέληγαν να συμβουλεύουν τυράννους και να γίνονται κι οι ίδιοι μισητοί από τον δήμο. Έφτασαν ακόμη και να καταδικάζονται όπως είχε γίνει παλιότερα με τον Σωκράτη.

Ο Θεόδωρος είχε διαμορφώσει μιαν άλλη γνώμη. Μόνη λύση ήταν η εναλλαγή όλων ανεξαιρέτως των πολιτών σε όλες τις θέσεις εξουσίας. Για μια μόλις ημέρα βασιλιάς, για ένα μόλις μήνα στρατηγός, για ένα χρόνο βουλευτής ή δικαστής. Ποτέ ξανά ένας πολίτης στο ίδιο αξίωμα. Με κλήρωση, βέβαια, για να είναι η εξουσία κτήμα των πολιτών. Ας αποφασίζουν οι θεοί στην τύχη ποιος θα πάει πού. Αυτό έλεγε η δημοκρατία. Αντίθετα, με την εκλογή έβγαιναν πάντα οι ίδιοι. Συνήθως οι πλούσιοι και, κυρίως, όσοι είχαν κάνει εξυπηρετήσεις στους ψηφοφόρους. Έβγαιναν και μορφωμένοι που ξεγελούσαν τον κόσμο. Μια ολιγαρχία εκλεγόταν συνεχώς η ίδια κι η ίδια. Φρόντιζε τα συμφέροντά της και την διαιώνιση της παρουσίας κι εξουσίας της, κι όχι για την πόλη.

«Μόνον στο πολίτευμα των Ελλήνων ο πολίτης όχι μόνο αποφασίζει, αλλά και κυβερνά. Μόνο εδώ ο άνθρωπος νιώθει κι είναι ελεύθερος. Γι αυτό μόνο εδώ έχει γίνει αυτό που όλοι εκτιμούν κι θαυμάζουν» σκεφτόταν ο Θεόδωρος.

Ο πρώην ελεύθερος Ρόδιος πολίτης ήταν τώρα δούλος αλλά και φίλος του επιμελητή Αθηνών. Ζούσε στην Αθήνα κι έβλεπε με λύπη του το τέλος του θαυμαστού πολιτεύματος.

«Δυστυχώς, αυτά τελείωσαν» συνέχιζε την σκέψη του. «Έχει έρθει η ώρα των μεγάλων κρατών, που έχουν πόρους και φτιάχνουν πολυάριθμους στρατούς».

Αυτή ήταν, δυστυχώς, η αλήθεια. Τα μεγάλα κράτη ήταν που κυριαρχούσαν. Οι Πέρσες στην ανατολή, ο Φίλιππος κι οι Ρωμαίοι στον Βορά, η Καρχηδόνα στην δύση. Αυτοί απειλούσαν, εδώ και χρόνια, την ελευθερία των πόλεων κι είχαν καταφέρει να την καταργήσουν. Μετά τη μάχη της Χαιρώνειας, πριν από τριάντα χρόνια, η δημοκρατία δεν είχε επιζήσει. Βασιλείς κι αριστοκράτες κυβερνούσαν τις πόλεις, κι είχαν εγκατασταθεί φρουρές μακεδονικές. Οι Αθηναίοι ήλπιζαν πως θα ζούσαν ξανά το αρχαίο κλέος τους. Για τον Θεόδωρο ήταν ολοφάνερο πως για μια φορά ακόμη, απλά, εμπαίζονταν. Αυτός ο νέος Δημήτριος, ο Ελευθερωτής, θα τους απογοήτευε το ίδιο όπως κι ο άλλος, ο φιλόσοφος.

********************************

Αύριο, Τρίτη, η συνέχεια

Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2020

20 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 20η

Η Δάφνη κι ο Ιάσων βρίσκουν την ευτυχία σε ένα κρατητήριο, κι οργανώνουν την απόδρασή τους από τους Σκύθες του Δημήτριου.

Ο Υπάνωρ κι η Εριφύλη βρίσκουν επίσης την ευκαιρία να ζήσουν ευτυχισμένες στιγμές οργανώνοντας την απόδρασή τους από την οργάνωση των ορφικών.

Ο Θεόφραστος ανησυχούσε με την επικράτηση του Δημήτριου Αντιγονίδη. Μόνη διέξοδος η διαφυγή του με τον Δημήτριο Φαληρέα.

*****************************


(τελευταίο μέρος του απογεύματος της 2ης μέρας, της 10ης Ιουνίου 307 π.Χ.)

....................................................

 Αυτό το πρωί ξεκίνησε με ένα υπέροχο λυκαυγές κι όδευε με έναν όμορφο ήλιο. Ήταν εξ ολοκλήρου χαρισμένο από τον Δία στην Αφροδίτη. Ο μικρός θεός έρωτας φαίνεται πως σημάδευε χύδην κι έριχνε τα βέλη του στο άστυ. Ο Ιάσων κι η Δάφνη συνενώθηκαν εκείνη την μέρα προτού καλά-καλά να φέξει ξημέρωμα. Το ίδιο πρωινό ξύπνησαν αγκαλιά, έκπληκτοι γι αυτό που είχαν κάνει, ο Υπάνωρ κι η Εριφύλη.

«Είμαι δυστυχισμένος γι αυτό που κάναμε» της είπε εκείνος γεμάτος τύψεις που την είχε παρασύρει.

«Εγώ όμως είμαι ευτυχισμένη» είπε εκείνη θυμωμένη με τον εαυτό της που δεν είχε παρασυρθεί νωρίτερα.

Η αλήθεια είναι ότι είχαν κάνει κάτι μαγικό. Ο Υπάνωρ είχε οβολούς στην τσέπη και δαιμόνια στο κεφάλι που του πίεζαν αφόρητα το μυαλό. Ερινύες τον κυνηγούσαν, χάροντες τον σημάδευαν, πολίτες εξαγριωμένοι τον καταδίκαζαν. Θεοί τον αποθέωναν, μουσικοί αυλοί τον μεθούσαν κι η Εριφύλη τον ξεσήκωνε. Η κατάστασή του ήταν μπλεγμένη.

Το βράδυ εκείνο, με την καθοδήγηση της Πανδότης είχαν εκτελέσει την τρίτη εντολή. Μαζί με τον Φερεθάνη και τον Ληθόνου είχαν διαπράξει τον τρίτο φόνο. Ο καημένος ο Χρηστίας δεν είχε καταλάβει πώς έγινε το κακό. Όπως είχαν κάνει με τον Σπεύσιππο και τον Ερμόδωρο, έτσι κι εδώ τον είχαν δηλητηριάσει. Είχαν ρίξει ουσίες στο πιοτό του μέσα στο καπηλειό με αποτέλεσμα να ζαλιστεί και να μην μπορεί να αντιδράσει. Δεν περίμεναν να πεθάνει απ’ το δηλητήριο. Με μια δερμάτινη ζώνη τον είχαν πνίξει. Τον έλουσαν από πάνω με κρασί για να φαίνεται πως πήγε από το ποτό και τον άφησαν στο σκοτάδι.

Είχε τις δραχμές στην τσέπη, τις τύψεις και τις Ερινύες στο κεφάλι και την αδρεναλίνη να χτυπάει κόκκινο. Βρήκε την Εριφύλη και την παρέσυρε να μείνει εκείνο το βράδυ μαζί του. Είχε δικαιολογία να πει στο σπίτι της. Θα ξενυχτούσε δήθεν στην κηδεία και θα κοιμόταν στον γυναικωνίτη. Ο Υπάνωρ την πήγε στον ναό τους, στην «Σπηλιά» εκεί που η Πανδότη τους πότιζε χόρτα και μυρωδικά. Με αυτά τους έκανε άτρωτους από τύψεις και ψυχρούς δολοφόνους. Όταν η Εριφύλη είδε αυτό το περίεργο κι απόκρυφο μέρος των ορφικών ένιωσε να φεύγει ο φόβος της. Την έπιασε μια τρελή περιέργεια για τα απόκρυφα που έβλεπε εκεί μέσα.

«Δεν έκανα καλά που σε έφερα εδώ, ε;» της είπε.

«Αντιθέτως, έκανες το καλύτερο» του απάντησε.

Ήθελε να μάθει τα πάντα αλλά ο Υπάνωρ διαπίστωσε πως κι εκείνος δεν γνώριζε σχεδόν τίποτε για να της πει. Μόνο το μέρος γνώριζε και πώς να μπουν μέσα σε αυτό. Δεν υπήρχε κανείς άλλος εκεί κι ο χώρος ήταν ένα δικό τους παλάτι για μια ολόκληρη βραδιά. Η Εριφύλη ήπιε με μεγάλη ευχαρίστηση το ερωτικό φίλτρο που της έδωσε ο Υπάνωρ. Αυτό έκανε πάντα τόσο πρόθυμες για χάδια κι αγκαλιές το Ερώδιον, την Ηδύ και το Μελίδιον. Το ίδιο έκανε και σε εκείνη. Αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν κι ύστερα νύσταξαν και ξάπλωσαν. Το πρωί, με τις πρώτες ακτίνες του ήλιου, ο Υπάνωρ την πήρε αγκαλιά και την φίλησε τρυφερά. Ήξερε πώς να κάνει έρωτα, μαθημένος απ’ την Πανδότη, και της έμαθε κι εκείνης.

Τα φίλτρα και τα μαντζούνια είχαν φτιάξει την διάθεση της Εριφύλης. Είχαν μειώσει τις ηθικές αντιστάσεις κι είχαν συσκοτίσει τη λογική της. Του δόθηκε με ασίγαστο πάθος κι απόλαυσε τις στιγμές όσο τίποτε άλλο στη ζωή της. Η λογική της άρχισε να επανέρχεται όσο ο ήλιος ανέβαινε στον ορίζοντα και ξεμάκραινε η ώρα της νάρκωσης. Θυμόταν τι είχε κάνει, αλλά, δεν μετάνιωνε. Λυπόταν να μετανιώσει για κάτι που ήταν τόσο όμορφο! Ο Υπάνωρ δεν γνώριζε πως ένιωθε η Εριφύλη, ήξερε όμως πως είχε φερθεί σαν κάθαρμα. Την είχε φέρει εδώ που συνουσιαζόταν με εταίρες. Την είχε ποτίσει με αφεψήματα που διαλύουν το μυαλό για να της πάρει την παρθενιά. Είχε φερθεί σαν αχρείος.

«Με συγχωρείς Εριφύλη» της είπε και πάλι ταραγμένος.

Ένιωθε πως την είχε παγιδεύσει κι αισθανόταν πως θα έπρεπε να τιμωρηθεί που την είχε βιάσει.

«Σε συγχωρώ, Υπάνορα και ταυτόχρονα σ' ευχαριστώ» του είπε εκείνη χαμογελώντας.

«Ξέρεις ήμουν σε υπερδιέγερση. Δεν ήξερα τι έκανα!»

«Ευτυχώς!» του απάντησε χωρίς πολλά λόγια και του έκλεισε το στόμα με ένα φιλί.

Ήταν το έναυσμα για την συνειδητή επανάληψη αυτού που, λίγο νωρίτερα, είχε γίνει ανάμεσά τους ασυνείδητα. Όταν τελείωσαν ένιωθαν κι οι δυο σαν καινούριοι μόνο που ο δεσμός τους είχε γίνει πιο σφιχτός.

«Πρέπει να φύγουμε από εδώ» της είπε.

«Από τη "Σπηλιά" σας; Μην ανησυχείς, θα φύγουμε».

«Όχι μόνο. Κι από τη "Σπηλιά" πρέπει να φύγουμε, αλλά κι από την Αθήνα»

«Αυτό που κάναμε σε σπρώχνει να βιάζεσαι;»

«Αυτό που έκανα εγώ πριν από αυτό που κάναμε μαζί» της είπε εκείνος.

Έμοιαζε με γρίφο η απάντηση. Της εξήγησε.

«Έχω μπλέξει άσχημα με την οργάνωση. Μας βάζουν να κάνουμε πράξεις τιμωρητέες. Αν δεν φύγουμε με βλέπω να καταλήγω με κώνειο!»

«Μα, το είπαμε, θα φύγουμε».

«Εννοώ ... ακόμα πιο γρήγορα. Αν γίνεται και τώρα!»

«Μα, τι σε έχει αναστατώσει;»

«Χτες βράδυ, έγινε ένα νέο έγκλημα, κι είμαι κι εγώ μπλεγμένος σ’ αυτό».

«Εγώ είμαι έτοιμη, φεύγω από το σπίτι μόλις μου πεις».

«Βρήκες καμιά άκρη με αυτές τις φίλες σου;»

Εννοούσε την Κλεοτίμα και την Ιππαρχία.

«Θα πάω να τις δω τώρα, να μάθω τι μπορεί να γίνει».

«Βιάσου» της είπε ανήσυχος.

Μάζεψαν όσο μπορούσαν τον «ιερό» χώρο που είχαν, από τα χαράματα, επανειλημμένα βεβηλώσει. Έφυγαν από την «Σπηλιά» πριν τους καταλάβουν. Ο Υπάνωρ θα ξαναγύριζε σε λίγο αφού θα είχαν συνάντηση με την Πανδότη για να της πουν τα βραδινά γεγονότα.

Την έτρεμε αυτή τη συνάντηση. Ως τώρα, όποτε μιλούσε μαζί της την υπέμενε όπως θα έκανε με κάθε εργοδότη του. Εδώ και μερικές μέρες, όμως, η εικόνα της στο μυαλό του είχε αντικατασταθεί με κάτι πιο ψυχρό, πιο αδηφάγο κι άτιμο. Αυτό που τον είχε ενοχλήσει πιο πολύ ήταν που αισθανόταν πως τον κορόιδευε. Όλοι τους στην οργάνωση τον κορόιδευαν κι αυτόν και τους άλλους. Τους είχαν πει ότι ο Σπεύσιππος ήταν ένας προδότης των ορφικών μυστηρίων και πως γι αυτό έπρεπε να χαθεί. Ξεπέρασαν τους δισταγμούς που είχαν και τον σκότωσαν. Τους είπαν ότι ο Ερμόδωρος θα έπρεπε να χαθεί πριν κάνει μεγάλο κακό στην οργάνωση. Δεν κατάλαβαν ποιο ακριβώς ήταν το κακό που θα έκανε, αλλά, υπάκουσαν κι εκτέλεσαν. Ο χρησμός προερχόταν από τους θεούς, άρα δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί από κανέναν. Για τον Χρηστία δεν τους είπαν καμιά δικαιολογία. Θα μάθαιναν για τον λόγο της εκτέλεσης αργότερα, αυτό μόνο τους είπαν.

Πήγε την Εριφύλη στην έξοδο από το Άστυ απ’ όπου θα έπαιρνε τον δρόμο για τον Πειραιά. Οι άνθρωποι που, ίσως, θα τους βοηθούσαν, θα βρίσκονταν στην κηδεία. Πώς να της έλεγε ότι ο νεκρός της κηδείας ήταν ένα από τα θύματά του; Πώς θα της το έκρυβε και μετά θα έστηνε μαζί της μια ζωή στηριγμένη στο ψέμα;

Ήταν εύκολο για έναν άντρα να έχει μυστικά στα οποία η γυναίκα δεν θα είχε την παραμικρή πρόσβαση. Όμως δεν ήταν αυτή η σχέση που ήθελε να φτιάξει με την Εριφύλη, δεν ήταν τέτοια τα όνειρά τους. Τώρα, μάλιστα, που είχαν κάνει έρωτα, ένιωθε απέναντί της ακόμα πιο ένοχος. Δεν του άρεσε που της είχε κρύψει τέτοια φρικτά μυστικά. Μυστικά που δεν ήταν απλό παρελθόν, αλλά, αποτελούσαν το παρόν του, ώσπου να απαλλαγεί από αυτό.

«Θα ζητήσω να μου δώσουν πληροφορίες ή συστάσεις για να φύγουμε αμέσως» του είπε η Εριφύλη.

«Μόλις θα έχεις κάποιο νέο, πες μου».

«Θα γυρίσω στον Κολωνό το απόγευμα. Τι νομίζεις; Να συναντηθούμε στις Πειραϊκές Πύλες;»

«Ξέρεις κάτι» της είπε πριν φύγει από την αγκαλιά του. «Είσαι υπέροχη γυναίκα!»

«Κι εσύ Υπάνορα είσαι υπέροχος άντρας κι εραστής, κι ας μην εκτιμάς τον εαυτό σου».

«Γιατί το λες αυτό;»

«Γιατί αφήνεις αυτούς τους ανθρώπους της οργάνωσης να σου κανονίζουν όπως θέλουν τη ζωή σου. Σε φέρνουν σε δύσκολη θέση».

«Δεν σου αξίζω, το ξέρω» της είπε εκείνος. «Όμως, αυτό θα αλλάξει, στο υπόσχομαι».

Ο Υπάνωρ γύρισε στη «Σπηλιά» και τακτοποίησε τον χώρο για ακόμη μια φορά. Δεν ήθελε να υπάρχουν ίχνη απ’ την αναστάτωση που είχαν προκαλέσει στην ολονύκτια επίσκεψή τους. Όταν τελείωσε, κάθισε και σκεφτόταν τι έπρεπε να κάνει.

Η Πανδότη ήρθε πρώτη απ' όλους. Δεν το είδε για καλό σημάδι που ήταν σκεπτικός. Τον τελευταίο καιρό ο Υπάνωρ παρουσίαζε συμπτώματα απειθαρχίας και, ήδη, του είχε κάνει παρατηρήσεις. Ήταν ευκαιρία να του ξαναμιλήσει τώρα που ήταν μόνοι. Βέβαια θα προτιμούσε να κάνει άλλα πράγματα μαζί του, πιο δημιουργικά κι ερωτικά, αντί για τις επιπλήξεις. Δεν τολμούσε να του δείξει τις διαθέσεις της. Είχε την ευκαιρία και την ελευθερία, όμως ένιωθε πως την επέβλεπαν. Ήταν η ίδια της η ψυχή κι οι Μεγάλοι Μύστες πάνω της.

Μόνο σε αυτούς μπορούσε να δίνεται μια ιέρεια, όπως η Πανδότη, αν επιθυμούσε σεξουαλική επαφή. Δεν είχε κάνει ποτέ τίποτε μαζί τους γιατί της φαίνονταν γέροι κι ανούσιοι. Προτιμούσε την αγαμία, δεν έπαυε να έχει, όμως, επιθυμίες και πόθους. Ο εικοσάχρονος Υπάνωρ τής γεννούσε τις πιο πολλές ανόσιες κι απαγορευμένες σκέψεις. Αν έκαναν κάτι δεν θα τους έβλεπε κανείς, όμως δεν υπήρχε καμιά εγγύηση ότι δεν θα το μάθαιναν οι Μύστες. Όπως δεν υπήρχε καμιά εγγύηση ότι κι αυτός θα την ήθελε. Είχε πολύ καλό σώμα και συμπαθητικό πρόσωπο κι ας ήταν μεγάλη. Μάλλον θα τον κέρδιζε αν του το έκανε σαφές πως τον θέλει, δεν μπορούσε, όμως, να ρισκάρει. Αν εκείνος την απέκρουε, τότε η Πανδότη δεν θα μπορούσε πια να επιβάλλεται ούτε στους άλλους δυο. Ως τώρα τα κατάφερνε καλά να τους ελέγχει. Μόνο ο Υπάνωρ της έκανε κάποια νερά τελευταία.

«Γιατί είσαι σκεπτικός;» τον ρώτησε.

«Σκέφτομαι τους τρεις καταδικασμένους. Αλήθεια, για πες μου, Ιέρεια, γιατί τους σκοτώσαμε;»»

«Γιατί μας το ζήτησαν οι θεοί».

«Ξέρεις ότι δεν μου αρκεί αυτή η εξήγηση».

«Ο Σπεύσιππος ήταν προδότης κι ο Ερμόδωρος μας έκανε μεγάλο κακό. Το ίδιο ισχύει και για τον Χρηστία».

«Τι κακό;»

«Δεν ξέρω λεπτομέρειες, ήταν όμως προβληματικός».

«Ας τους κατηγορούσαμε στην Ηλιαία ή στον Άρειο Πάγο κι ας καταδικάζονταν εκεί».

«Ο όχλος δεν έχει σωστό κριτήριο, Υπάνορα, μόνο οι Μύστες γνωρίζουν».

Ήταν προφανές ότι ο Υπάνωρ δεν έμενε ικανοποιημένος από αυτές τις εξηγήσεις. Ούτε η Πανδότη έμενε, αλλά είχε αποφασίσει να εκτελέσει τις εντολές χωρίς ερωτήσεις, το ίδιο έπρεπε να κάνει κι αυτός.

«Εσύ είσαι ο ικανότερος. Θα γίνεις σύντομα Ιερέας, μην έχεις αμφιβολίες» του είπε και του χάιδεψε τα μαλλιά.

Της έσπρωξε το χέρι και της απάντησε επιθετικά.

«Φρόντισε να μην έχει άλλες τέτοιες εντολές».

«Δεν έχει άλλες» του είπε εκείνη εκνευρισμένη που την απέκρουσε. «Τι έχεις, όμως, εσύ και κάνεις σαν αγρίμι; Τι σε απασχολεί;»

«Αν θέλεις έρωτες, Πανδότη, πήγαινε με τους Μύστες!» της είπε ο Υπανωρ.

Την χτυπούσε εκεί που πονούσε πιο πολύ. Προσπάθησε να τον χαστουκίσει. Της έπιασε το χέρι μόλις σηκώθηκε, το έσφιξε ώσπου την πόνεσε και το άφησε. Τον κοιτούσε πλέον με ένα βλέμμα θανατηφόρο. Εκείνη τη στιγμή μπήκαν μέσα στη «Σπηλιά» ο Ληθόνους κι ο Φερεθάνης. Κάτι κατάλαβαν από την ένταση που υπήρχε, δεν είχαν όμως την οξυδέρκεια να αντιληφθούν περισσότερα.

«Θα τα ξαναπούμε» ήταν η τελευταία της κουβέντα.

................................................

Στον “Περίπατο”, που διηύθυνε όλα τα τελευταία χρόνια ο Θεόφραστος, η ανησυχία δεν κρυβόταν. Από το πρωί αυτής της μέρας είχαν συρρεύσει κατά δεκάδες οι μαθητές της σχολής. Μιλούσαν μεταξύ τους κι έλεγαν ότι όλα τα ενδεχόμενα ήταν πλέον ανοιχτά. Η χτεσινή απόβαση του Αντιγονίδη στο λιμάνι του Πειραιά ήταν το γεγονός που ξεπερνούσε κάθε άλλο νέο στην πόλη. Η εξέγερση του δήμου που ακολούθησε ήταν ένα ακόμη δυσάρεστο γεγονός. Όλα αυτά δεν προμήνυαν ως ευοίωνο το μέλλον της σχολής. Ο Θεόφραστος καθησύχαζε τους συνομιλητές του, αλλά, το φοβισμένο βλέμμα του άλλα τούς έδειχνε.

«Δάσκαλε, ήρθε ο δούλος του επιμελητή και θέλει να σε δει» ανήγγειλαν την έλευση του Θεόδωρου.

«Για μας δώσει ή για να ζητήσει;» αναρωτήθηκαν.

Ο δούλος Θεόδωρος προχώρησε εκεί που τον περίμενε ο διευθυντής.

«Σοφέ εραστή του Περίπατου» είπε στον Θεόφραστο. «Ο κύριός μου ο Δημήτριος κι η σχολή σας είναι στην ίδια πλευρά του λόφου».

«Τι σκέφτεται ο Δημήτριος, Θεόδωρε;» ρώτησε ανήσυχος ο πρώην μαθητής του Αριστοτέλη και τώρα διάδοχός του,

«Μίλησα με την Ευρυδίκη».

«Τι σου είπε; Υπάρχει τρόπος διαφυγής αν χρειαστεί;»

«Υπάρχει αλλά κοστίζει. Απ’ τον Δημήτριο ζήτησε όλα του τα κτήματα εκτός από το πατρικό σπίτι. Από σένα θέλει τα αγροκτήματά σου».

«Μα τα έχω δωρίσει όλα στη σχολή. Δεν έχω τίποτα».

«Μάζεψε ό,τι βρεις. Βιβλία δικά σου ή του Αριστοτέλη. Θα τα εκτιμήσει δεόντως».

«Τα βιβλία είναι για την Σχολή. Δεν μπορώ να πάρω μαζί μου παρά μόνο μερικά αντίγραφα.»

«Κι αυτά καλά είναι, Η Ευρυδίκη ξέρει να εκτιμά μια καλή προσπάθεια».

«Εντάξει. Θα μαζέψω ό,τι βρω» είπε ο Θεόφραστος που έδειχνε πολύ σκεπτικός. Από την μια μέρα στην άλλη άλλαζαν τα πράγματα τόσο πολύ κι η ζωή του αναποδογύριζε εντελώς. «Ίσως, όμως, να μην χρειαστεί» είπε. «Σκέφτομαι ότι ένας γιος του Αντίγονου δεν θα τα έβαζε τόσο απερίσκεπτα με τη σχολή του Αριστοτέλη».

«Ο Ελευθερωτής δεν είναι πρόβλημά σου. Αυτός θα σε αφήσει ήσυχο, ο δήμος όμως;»

«Γιατί τον λες ελευθερωτή;»

«Έτσι τον ονόμασαν ο Δημοχάρης κι ο Στρατοκλής. Αυτούς ακούει τώρα το πλήθος» είπε ο Θεόδωρος.

«Έχεις δίκιο, ο δήμος τα έχει μαζί μου. Ένας Σοφοκλής από το Σούνιο μου έκανε μήνυση και ζητάει να μου κλείσει τη σχολή. Έχει κάνει πρόταση στην εκκλησία του δήμου. Ζητάει, στο εξής, τις άδειες για να λειτουργούν οι σχολές να τις δίνει ο δήμος».

«Αυτή η πρόταση θα προκαλέσει κι άλλες συζητήσεις. Θα θυμηθούν όλα όσα έχει πει η σχολή για την δημοκρατία και περί αριστείας. Βλέπω ότι δεν θα αργήσουν να τα βάλουν και μαζί σου» είπε ο Θεόδωρος.

Το ίδιο έργο είχε παιχτεί κι άλλες φορές στο παρελθόν.

«Έχεις δίκιο, Θεόδωρε. Αυτό θα γίνει, σίγουρα, μέχρι να ξεθυμάνουν. Ίσως χρειαστεί να λείψω από την Αθήνα» είπε ο Θεόφραστος με λύπη στο πρόσωπό του.

«Όπως ο Αριστοτέλης» του θύμισε ο Θεόδωρος.

Ο μεγάλος φιλόσοφος, όταν ξέσπασε η επανάσταση με τον θάνατο του Αλέξανδρου, έφυγε από την Αθήνα. Πρόλαβε έτσι να αποφύγει μια καταδίκη από τον δήμο. Απέφυγε την τύχη του Σωκράτη και αυτοεξορίστηκε στην Χαλκίδα όπου, όμως, πέθανε σε ένα χρόνο από μαράζι. Ήταν βαθιά δεμένος με την Αθήνα και την δημοκρατία της παρά την κριτική που της έκανε.

«Ελπίζω πως δεν είναι τώρα τόσο άσχημα τα πράγματα όπως τότε» είπε ο Θεόφραστος.

«Ελπίζεις αλλά ο Σουνιεύς Σοφοκλής τι σου λέει;»

«Έχεις δίκιο, πρέπει να πάρω τα μέτρα μου» είπε ο Θεόφραστος. «Θα μιλήσω και με τον Αντιγονίδη».

«Θα του μιλήσω αν θες και για σένα» είπε ο Θεόδωρος. «Ζήτησα να τον δω για λογαριασμό του Δημήτριου και θα με δεχτεί το μεσημέρι».

«Μίλα και για λογαριασμό μου».

Ο Θεόφραστος ανησυχούσε πολύ κι ας έλεγε σε όλους να είναι ψύχραιμοι. Τα σύννεφα μαζεύονταν πυκνά πάνω από το κεφάλι του. Είχε δίκιο ο Θεόδωρος. Ο Αντιγονίδης ήταν Μακεδόνας, επομένως δεν θα του έκανε κακό, το πρόβλημά του ήταν οι Αθηναίοι. Θα του μιλούσε. Χρειαζόταν βοήθεια κι αν υπήρχε κάποιος να τον βοηθήσει αυτός ήταν ο Δημήτριος. Ήταν ο νέος κυρίαρχος της κατάστασης στην Αθήνα και γιος του κυρίου της Ασίας ταυτόχρονα.

*****************************

Εδώ τελειώνει η δεύτερη μέρα από τις τρεις που συγκλόνισαν την Αθήνα.

Από την Δευτέρα το πρωινό της τρίτης μέρας, 11ης Ιουνίου 307 π.Χ.

Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2020

19 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 19η

 Ο Ιάσων βρίσκεται φυλακισμένος υπό άθλιες συνθήκες, αλλά, μεταφέρεται σε νέο κρατητήριο όπου -από τραγική για τους διώκτες του συγκυρία- βρίσκεται επιτέλους μόνος με την Δάφνη.

**********************************


(συνέχεια του πρωινού της 10ης Ιουνίου 307 π.Χ.)

Αμέσως μόλις έπεσε το βράδυ, ο Ιάσων διαπίστωσε πως, στην κρυψώνα που τον είχαν κλείσει, είχε συγκάτοικους. Είχαν ήδη καταλάβει τον χώρο πριν απ’ αυτόν κάτι μικρά και μεγάλα ζωάκια. Ενοχλήθηκαν, μάλιστα, εμφανώς από την παρουσία του. Ζωύφια και μικρά κατσαριδάκια γίνονταν τροφή των πιο μεγάλων από αυτά ποντικών. Τα ποντίκια γίνονταν με την σειρά τους τροφή γι αγριόγατες που τριγύριζαν στην περιοχή και νιαούριζαν ανατριχιαστικά. Δεν βρισκόταν στην κορυφή αυτής της διατροφικής αλυσίδας. Ούτε γάτες, ούτε ποντίκια ούτε και κατσαρίδες έτρωγε. Έμεινε θεονήστικος και διψασμένος. Το μέρος ήταν πολύ υγρό, γεμάτο μούχλες και περιττώματα και, φυσικά, δεν μπορούσε να τον ξεδιψάσει.

Ο Σκύθης που τον φυλούσε εξαφανίστηκε όταν έπεσε το σκοτάδι. Ο Ιάσων άρχισε να μηχανεύεται τρόπους να ξεφύγει. Η σιδερένια πόρτα είχε ανοίγματα και την συγκρατούσε μια μπάρα δεμένη σε μιαν άκρη που δεν έφτανε. Οι προσπάθειές του να βγάλει την πόρτα από τη θέση της ή να φτάσει το σκοινί απέβησαν μάταιες. Πριν τα παρατήσει εντελώς, είδε έναν από τους αρουραίους συγκατοίκους του να σκάβει το χώμα. Έτσι κατάφερε να περάσει κάτω από τον πέτρινο τοίχο. Αυτό του έδωσε την ιδέα. Τούνελ δεν μπορούσε να σκάψει μπορούσε, όμως, να βγάλει χώμα κάτω από την πόρτα του κρατητηρίου. Άρχισε να δουλεύει εντατικά. Μετά από πολύωρη προσπάθεια που τον εξάντλησε, έφτιαξε ένα άνοιγμα κάτω από την πόρτα. Είχε βάθος αρκετό ώστε να χωρέσει το σώμα του.

Με δυσκολία και με πολλή πίεση τα κατάφερε. Μόλις όμως πέρασε λ’ατω από την πόρτα, βρέθηκε μπροστά σε μιαν αγριόγατα που την είχε στήσει εκεί έξω. Τον είχε περάσει, ως φαίνεται, για αρουραίο και πιθανό γεύμα της. Μόλις τον είδε, απογοητευμένη ή και φοβισμένη από τον πολύ πιο μεγαλόσωμο αντίπαλό της, του ρίχτηκε. Παρά λίγο θα τον ξέσκιζε με τα κοφτερά νύχια της. Του επιτέθηκε με ένα τρομακτικό ουρλιαχτό κι ο Ιάσων με δυσκολία προστάτεψε τα μάτια του που ήταν ο στόχος της. Πολύ δύσκολα θα γλίτωνε απ' την γάτα αν δεν τον έσωνε ο Σκύθης που είχε ξαπλώσει και κοιμόταν παρακάτω. Το σπαθί του ενόχλησε και, προφανώς, φόβισε την αγριόγατα που μαζεύτηκε σε μια γωνιά. Ο θόρυβος του σπαθιού να χτυπά δυνατά πάνω στην ασπίδα την τρομοκράτησε κι έφυγε μακριά σαν αστραπή. Ο Σκύθης γύρισε το σπαθί του προς το μέρος του Ιάσονα.

«Πού πας εσύ, παλικάρι;» τον ρώτησε απειλητικά.

Ο Ιάσων δεν μπορούσε να τα βάλει μαζί του, αδύναμος κι εξαντλημένος. Ο Σκύθης ήταν δυνατός και μεγαλόσωμος κι επί πλέον είχε και όπλα.

«Τι σου έχω κάνει και με κρατάς σε αυτό το μέρος;»

«Είσαι παράνομος. Κρατείσαι!»

«Με δίκασε οι δήμος και δεν το ξέρω;»

«Σε δίκασε ο Επιμελητής και το ξέρω εγώ».

«Στην πατρίδα σου τη Θράκη έχετε επιμελητές;»

«Δεν είμαι από τη Θράκη».

«Σκύθης δεν είσαι;»

«Σκύθες μας λέτε εσείς, όλους αδιακρίτως. Εγώ είμαι Λαμιεύς, δημόσιος δούλος».

«Από τη Λαμία; Και πώς βρέθηκες δούλος εδώ;»

«Ήμουν με τους Έλληνες. Πολέμησα τον Αντίπατρο, αλλά, με πιάσανε αιχμάλωτο οι Μακεδόνες και με πουλήσανε στον δήμο σας».

«Άρα ... είμαστε δηλαδή κι οι δυο με τον δήμο, στην ίδια πλευρά. Το καταλαβαίνεις;»

«Εγώ είμαι δούλος κι εσύ πολίτης. Εγώ είμαι αστυνόμος κι εσύ είσαι παράνομος».

«Μα, πολεμούσες μαζί με τους Αθηναίους...»

«Όχι με αυτούς τους Αθηναίους που με αγόρασαν. Οι άλλοι έχασαν, όπως χάσαμε κι εμείς και γίναμε δούλοι.»

«Και τι θα κάνεις τώρα; Θα με σκοτώσεις;»

«Θα σε πάω κάπου από όπου δεν θα μπορείς να το σκάσεις κι όπου δεν θα έχει αγριόγατες» του είπε.

Πριν προλάβει να βγάλει κουβέντα ο Ιάσων, ο Σκύθης από τη Λαμία του έδωσε μια στο κεφάλι. Τον χτύπησε με την λαβή του ξίφους του και τον έριξε κάτω ημιλιπόθυμο. Πριν συνέλθει τον έδεσε σφιχτά με τα χέρια πίσω και τον φίμωσε να μην φωνάζει. Ανέβηκε στο άλογό του και τον έβαλε μπροστά του. Δεν του πήρε πολλή ώρα ώσπου να φτάσει στο Φάληρο. Δεν θα άρεσε στον επιμελητή αυτό που έκανε, αλλά, δεν γινόταν αλλιώς. Στα Μακρά Τείχη το υπόγειο δεν ήταν δεσμωτήριο. Από εκεί ήταν εύκολο να το σκάσει ακόμα κι ένας άσχετος σαν κι αυτόν εδώ. Στο Φάληρο τον παρέδωσε στους Σκύθες που ήταν εκεί, φρουρά του επιμελητή. Στο πατρικό του Δημήτριου, έμενε η οικογένειά του με το υπηρετικό προσωπικό. Ο ίδιος ο Δημήτριος ερχόταν σπάνια. Ένα από τα δωμάτια του υπόγειου είχε ήδη μετατραπεί σε ασφαλές κρατητήριο κι εκεί είχαν βάλει την Δάφνη. Έβαλαν και τον Ιάσονα μέσα για να είναι ήσυχοι. Δεν είχαν ιδέα, βέβαια, πως έτσι πραγματοποιούσαν τον χειρότερο εφιάλτη του αφεντικού τους.

«Θεοί! είναι ο Ιάσων!» αναφώνησε έκπληκτη η Δάφνη.

Είχε πλησιάσει τον νεοφερμένο στο σκοτάδι της νύχτας. Ήθελε να δει από κοντά τι είχαν πετάξει οι Σκύθες στον χώρο όπου την είχαν φυλακίσει. Και προς μεγάλη της έκπληξη είδε ότι ήταν αυτός, ο Ιάσων! Πολύ ταλαιπωρημένος, διψασμένος, χτυπημένος, ίσως άρρωστος, γρατζουνισμένος και βρόμικος αλλά, ... ο Ιάσων!

Όταν εκείνος άνοιξε τα μάτια του, την είδε κι έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Προς στιγμήν σκέφτηκε πως οι θεοί τελικά όχι μόνο υπήρχαν αλλά έπαιζαν και τρελά παιχνίδια με τους θνητούς. Σκέφτηκε αρχικά ότι τον ευνόησαν, αλλά, κατέληξε ότι μάλλον έσπαγαν πλάκα με τον Δημήτριο! Και τι πλάκα! Ο Σκύθης που είχε εντολή να τον φυλάξει, για να τον κρατήσει μακριά από τις βρομιές του, τον είχε φέρει εδώ. Τον είχε φέρει ακριβώς σε εκείνην από την οποία ο Δημήτριος ήθελε να τον κρατήσει μακριά.

Την αγκάλιασε προσεκτικά ή, μάλλον, αφέθηκε στην αγκαλιά της. Εκείνη φρόντισε να τον ανακουφίσει από τους πόνος του με τον πιο εύκολο τρόπο. Πρώτα μια ζεστή αγκαλιά και λίγα γλυκά λόγια. Ύστερα ήρθαν τα φιλιά, με ένα τρόπο φυσικό κι αβίαστο. Το σκοτάδι της νύχτας διαλυόταν, μέσα στο υπέροχο λυκαυγές του πρωινού. Ξημέρωνε η τέταρτη μέρα πριν φύγει ο Θαργηλιών. Η Δάφνη τον κράτησε σφιχτά πάνω της και τον φίλησε με πάθος, τέτοιο που άναψε τον δικό του πόθο. Τίποτε δεν μπορούσε πια να συγκρατήσει αυτούς τους δυο. Η Ευρυφάεσσα Ηώς(*1) φώτισε τα γυμνά τους θαυμάσια σώματα καθώς αγαπιούνταν. Για πρώτη τους φορά έσμιγαν ερωτικά στο τόσο «φιλόξενο» γι αυτούς κρατητήριο. Έκαναν έρωτα στο υπόγειο του πατρικού σπιτιού του Φαληρέα. Την ίδια ώρα, στα πάνω δώματα, εκείνος ξυπνούσε με εφιάλτες.

Ο Ιάσων σεβόταν τη Δάφνη. Ποτέ δεν θα την πίεζε ερωτικά και δεν θα επεδίωκε να χαλάσει την παρθενία της. Δεν θα το έκανε παρά την δέσμευσή τους για γάμο. Έτσι όμως, όπως ήρθαν τα πράγματα, έγινε ό,τι έγινε.

Η Δάφνη είχε μαζέψει τα σεντόνια που είχαν λερωθεί και πλενόταν για να φύγουν τα αίματα από πάνω της.

«Δεν θέλω να νομίσεις ...» πήγε να της πει.

«Δεν θέλω να μου πεις τι να νομίσω» του είπε εκείνη.

Για να ενωθούν ο άντρας με την γυναίκα συντονίζονται εκατομμύρια νευρώνες, συνάψεις κι εγκεφαλικά κύτταρα. Για να γίνει αυτό, χρειάζεται μια ευτυχής συγκυρία, ένα κατάλληλο προϋπάρχον συναισθηματικό υπόβαθρο. Οι δυο τους είχαν αυτό το υπόβαθρο κι ο Δημήτριος τους χάρισε τη συγκυρία. Τους εξέθεσε σε ακραίες συνθήκες ανασφάλειας και τους απείλησε με την ωμή δύναμη των όπλων. Τους χώρισε και τους γέμισε με απελπισία. Χωρίς φυσικά να το ξέρει ή να το θέλει, χάρη στην έμπνευση του Σκύθη, τους έφερε κοντά, σε εξαιρετικά ακραίες συνθήκες. Τους έσπρωξε να ενωθούν γρήγορα, δυνατά και με τρόπο αμετάκλητο. Ο φιλόσοφος-τύραννος που θέλησε να βρει τον έρωτα δια της βίας, πέτυχε το απίθανο. Προσπαθώντας να την κερδίσει με ανήθικο και παράνομο τρόπο, τους είχε ενώσει με τα ακατάλυτα δεσμά του έρωτα. 

Παραπομπή: 

(*1) Η Ευρυφάεσσα Ηώς ήταν η ανθρωπόμορφη θεότητα, κόρη του τιτάνα Υπερίωνα, που κάθε πρωί άνοιγε τις πόρτες του ουρανού για να περάσει ο ήλιος,

**********************************

Αύριο Παρασκευή, 16/10, η συνέχεια

Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2020

Πρόταση μείωσης δημοτικών τελών

ΚΑΤΑΤEΘΗΚΕ ΧΤΕΣ ΣΤΟΝ ΔΗΜΟ
Πρόταση για Μείωση των Τελών 
των οικιών κατά 30%
 
Έστειλα στον δήμο σήμερα μια πρόταση για μείωση των δημοτικών τελών των σπιτιών.
Η ίδια πρόταση είχε κατατεθεί και πέρσι από 4 συνδυασμούς (υπέγραφαν Γ.Τσιριδης, Ε.Δαβγιωτη, Β.Δατσερη, Π.Καμας) αλλά στη συνεδρίαση του ΔΣ είχε συμπέσει όλη η αντιπολίτευση. Οι συνδυασμοί Διαλινάκη, Καμπούρη είχαν στηρίξει την πρόταση και το ΚΚΕ είχε κι αυτό την ίδια πρόταση ισόποσης μείωσης.
Η πρόταση της διοίκησης ήταν για μηδέν αύξηση τελών στις οικίες αλλά όχι μείωση παρ' όλο που υπήρχε περιθώριο για μεγάλη μείωση. Τότε, η πρόταση της διοίκησης είχε περάσει με ισοψηφία και με την ψήφο του προέδρου να λογίζεται διπλή.
Η τωρινή προσπάθεια για μείωση των δημοτικών τελών δεν είναι εύκολο να περάσει γιατί στην οικονομική επιτροπή όπου θα συζητηθεί, η πλειοψηφία είναι του Δημάρχου. Ωστόσο με την συντονισμένη προσπάθεια ολόκληρης της αντιπολίτευσης θα αναγκάσουμε (τουλάχιστον) να κατεβάσει κι η δημοτική αρχή δική της πρόταση για μείωση των δημοτικών τελών, έστω και μικρότερη. Καλό θα είναι κι αυτό.