Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2020

14 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 14η

Ενώ οι Αθηναίοι ζουν στο όνειρο μιας δημοκρατίας που τους χάρισε ο Δημήτριος Ελευθερωτής, οι φίλοι του Ερμόδωρου ψάχνουν στις φιλοσοφικές ,σχολές για τον πιθανό ένοχο των φόνων.

*****************************


 (9η Ιουνίου απόγευμα, τέταρτο μέρος) 

........................................

Ωστόσο κι η υπομονή εξαντλείται. Η ώρα περνούσε κι ο Ιάσων με την Δάφνη αργούσαν. Η Νικάτα ανυπομονούσε αλλά η Κλεοτίμα ανησυχούσε. Σε λίγες ώρες έπεφτε κι ο ήλιος, όσο μεγάλη κι αν ήταν η μέρα. Η αλήθεια ήταν πως οι δυο τους δεν την είχαν συνηθίσει σε ανεύθυνη συμπεριφορά και σήμερα ήταν εξαίρεση. Αν ήταν να αργήσουν θα έπρεπε να ειδοποιούσαν με κάποιο τρόπο. Δεν θα άφηναν κανέναν να τους περιμένει και να ανησυχεί. Δεν ήξερε όμως κι η Κλεοτίμα τι να κάνει. Δεν μπορούσε να πάρει τους δρόμους και να τους ψάχνει, ιδιαίτερα με τον χαμό που γινόταν παντού.

Είχε επικρατήσει μια περίεργη κατάσταση, κάτι σαν επανάσταση. Όλοι κατέβαιναν προς τον Πειραιά για να δουν από κοντά την αλήθεια της φήμης που είχε διαχυθεί. Ο γιος του Αντίγονου είχε ήδη καταλάβει τον Πειραιά κι ότι ετοιμαζόταν να χτυπήσει την Μουνιχία. Όλη η Αθήνα κι η Αττική ζούσαν στον πυρετό της επανάστασης κι ένιωθαν πως είχε έρθει η ώρα να πάρουν τη ρεβάνς. Οι φίλοι του Φαληρέα, οι Περιπατητικοί, οι της Ακαδημίας ανησυχούσαν. Όσοι είχαν στηρίξει αυτό το καθεστώς της «ιδανικής Πολιτείας» καταλάβαιναν την οργή που ξεχείλιζε. Έβλεπαν το μέλλον τους μαύρο.

«Νικάτα, δεν μπορώ να περιμένω άλλο εδώ».

«Και τι θα κάνεις;»

«Πάω στην κηδεία. Εκεί θα είναι οι φίλοι μας κι ίσως έχουν πάει κι ο Ιάσων με την Δάφνη».

«Να έρθω κι εγώ μαζί σου;»

«Μα, και βέβαια!» της είπε η Κλεοτίμα.

Πήγαν στου Ερμόδωρου και διαπίστωσαν πως ούτε εκεί ήταν ο Ιάσων κι η Δάφνη. Το κλίμα ήταν πανηγυρικό καθώς οι εξελίξεις έδειχναν πως όλα άλλαζαν κι ο λαός επανερχόταν στην εξουσία. Οι τυπικές αρμοδιότητες που μοιράζονταν με τις κληρώσεις τώρα πλέον θα γίνονταν ουσιαστικές. Κι οι λίγοι που είχαν απομείνει με πολιτικά δικαιώματα, θα γίνονταν και πάλι πολλοί, όλοι! Όλοι θα κυβερνούσαν πάλι και θα κυβερνιούνταν εξίσου, ανακτώντας την ελευθερία και την αυτονομία τους. Ο Φαληρέας θα αντιμετώπιζε κατηγορίες για την κατάργηση της δημοκρατίας. Θα έπρεπε να δώσει εξηγήσεις για συνεργασία με τον εχθρό κατακτητή. Ακόμη και γι άδικους φόνους έπρεπε να απολογηθεί. Το μέλλον του διαγραφόταν μαύρο.

«Ο Δημοχάρης θα αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο» είπε ο Ζείκρατος. «Ήδη αυτός υποδέχτηκε τον Αντιγονίδη και τον ονόμασε, μάλιστα, Ελευθερωτή. Κι ο λαός που ήταν εκεί στον Πειραιά τον επευφήμησε κι αυτόν μαζί με τον στολάρχη γιο του Αντίγονου».

«Καλός είναι ο Δημοχάρης, έχει δείξει πως είναι με τον δήμο» είπε ο Μύρων.

«Θα αλλάξουν όλα στην πόλη. Η δημοκρατία φαίνεται πως αυτή τη φορά ήρθε για να μείνει» είπε ο Ζείκρατος, «Βλέπω τον Κάσσανδρο σε λίγο καιρό να φεύγει από όλη την Ελλάδα. Ο Αντίγονος δεν παίζει, είναι ο ισχυρότερος εκ των διαδόχων και θα είναι σύμμαχός μας».

«Νομίζω πως θα τα βρει σκούρα κι ο Θεόφραστος» είπε ο Φανοκράτης.

«Σκέφτομαι να γράψω μιαν επιστολή στον Επίκουρο» είπε ο Ζείκρατος. «Θα του πω πως μπορεί να έρθει στην Αθήνα πια, ο κίνδυνος φεύγει».

«Εκεί στη Λάμψακο(*1) φαίνεται πως έχει καλούς φίλους» είπε ο Μύρων. «Έχει φτιάξει έναν κήπο όπου ασκεί τις θεωρίες του κι έχει βρει την ηδονή που αναζητούσε».

«Θα του γράψω -αν θέλει- να φέρει και τους φίλους του. Η Αθήνα μας χωράει όλους» επέμεινε ο Ζείκρατος.

Το κλίμα ευνοούσε τα σχέδια και τα όνειρα, κι ήταν κρίμα που ο Ερμόδωρος τα έχανε όλα αυτά.

«Να σας διακόψω» παρενέβη η Κλεοτίμα. «Ανησυχώ!»

Την πρόσεξαν καλύτερα.

«Ο Ιάσων με τη Δάφνη είχαν φύγει προς το λιμάνι εδώ και πολλή ώρα. Τους περίμενα σπίτι μου με την Νικάτα αλλά δεν γύρισαν κι ήρθα μήπως ήταν εδώ. Τους έχει δει κανένας; Έχουμε ιδέα πού βρίσκονται;»

Ο Μύρων ήταν ο πρώτος που ανησύχησε. Μετέδωσε τον προβληματισμό του αμέσως και στους άλλους. Πού ήταν οι δυο φίλοι τους; Είχαμε δύο ανεξιχνίαστες δολοφονίες, χτες του Ερμόδωρου και λίγες μέρες πριν του Σπεύσιππου. Αυτό δεν επέτρεπε τον εφησυχασμό. Κάποιοι άγνωστοι κυκλοφορούσαν ελεύθεροι στην πόλη και σκότωναν κατά βούληση.

«Μη βάζετε κακό στο νου σας» είπε ο Φανοκράτης.

«Να μην προτρέχουμε αλλά να μην εφησυχάσουμε» είπε ο Μύρων.

«Και τι μπορούμε να κάνουμε;» αναρωτήθηκαν.

Οι πληροφορίες που είχαν ήταν ελλιπείς. Για τους δυο φόνους βρίσκονταν στο σκοτάδι. Η μέθοδος ήταν ίδια, αυτό όμως δεν αποκάλυπτε τους δράστες. Δεν είχαν βρει το κίνητρο ακόμα. Χωρίς υπόπτους ή κίνητρα δεν είχαν πού να ψάξουν. Είχαν καταλήξει ότι μόνο οι ανεξάρτητες ομάδες πυθαγόρειων ή ορφικών ήταν ύποπτες. Λειτουργούσαν χωρίς κανένα έλεγχο κι είχαν περίεργες ιδεολογίες. Είχαν οργάνωση και πειθαρχία. Ήταν καλή σκέψη να ψάξουν μέσα σ’ αυτές τις ομάδες, όμως ήταν πολλές και δεν ήταν καταγεγραμμένες.

Από την άλλη, σκοτάδι κάλυπτε την εξαφάνιση των δυο φίλων τους. Αγνοούνταν, αλλά, αυτό δεν σήμαινε πως είχαν πάθει κάτι. Να έτρεχαν ξανά στις Σχολές για νέες ερωτήσεις ήταν μάλλον μάταιο. Ποιο λόγο είχε κανείς να πειράξει δυο νέα παιδιά ερωτευμένα;

«Θα πάω στο λιμάνι να δω μήπως τους άρεσε τόσο πολύ που έμειναν εκεί» είπε ο Μύρων.

«Ερχόμαστε κι εμείς μαζί σου» του είπε η Κλεοτίμα κι έγνεψε στη Νικάτα.

«Ας πάμε όλοι εκεί» πρότεινε ο Ζείκρατος.

Ανησυχούσαν αλλά δεν τους είχε πιάσει πανικός. Τι μπορεί να είχαν πάθει; Το πολύ-πολύ να είχαν ξεμοναχιαστεί για να ερωτοτροπήσουν και να ξεχάστηκαν. «Ας μην βάζουμε κακό στο νου μας» σκέφτονταν.

............................................

Στο λιμάνι του Κανθάρου, τριγυρισμένος από τον λαό που τον αποθέωνε, ο Δημήτριος αισθανόταν σαν μικρός θεός. Η υποδοχή ήταν εκπληκτική. Η ρίψη των ασπίδων των φρουρών του Φαληρέα σήμαινε την αναίμακτη κατάκτηση της πόλης. Θρίαμβος! Είχε ακούσει πολλά για την πόλη της σοφίας. Ήξερε πως εδώ λειτουργούσαν ξακουστές φιλοσοφικές σχολές. Αν κάποιος ήθελε να θεωρηθεί σπουδαίος, έπρεπε να πάρει από εδώ τα διαπιστευτήρια. Σ' αυτήν την πόλη έρχονταν δάσκαλοι και σοφοί από όλο τον ελληνικό κόσμο για να διδάξουν και να διδαχτούν. Εδώ υπήρχαν μεγάλα αριστουργήματα της τέχνης της γλυπτικής και της αρχιτεκτονικής κι ακόμα το θαύμα των αιώνων, η Ακρόπολη. Όλη την οικουμένη ζήλευε την δόξα της. Εδώ είχε αποκρουστεί ο Περσικός κίνδυνος, εδώ θα δοξαζόταν κι ο ίδιος με τις αρετές και την ευστροφία του. Αρκούσε βέβαια να τα καταφέρει στην κατάκτηση της καρδιάς των πολιτών που τον υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό.

Ένας ρήτορας τού μιλούσε απ’ την αποβάθρα. Το πλήθος τον αποδεχόταν και τον επιδοκίμαζε. Έμοιαζε σπουδαίος σαν τον Δημοσθένη, όταν με πάθος πολεμούσε τον μεγάλο βασιλιά Φίλιππο. Δεν ήξερε πως ο Δημοχάρης ήταν ανιψιός του. Στην όψη τούτος 'δω ήταν επιβλητικός κι αγέρωχος. Τον είχε ήδη ονομάσει «ελευθερωτή» και στεκόταν πολύ ευνοϊκά απέναντί του. Ο Δημήτριος ήξερε πόσο επικίνδυνοι μπορούσαν να γίνουν οι ρήτορες. Γέμιζαν τα μυαλά των ανθρώπων με λέξεις όπως η «ισονομία» κι η «δημοκρατία». Ένας λοχαγός του που είχε ζήσει εδώ, τον πληροφόρησε πως ο ρήτορας λεγόταν Δημοχάρης. Ήταν δημοφιλής, δημοκρατικός κι ανιψιός του Δημοσθένη. Αυτό έκανε τον Δημήτριο να χαμογελάσει..

Ο Δημοχάρης έλεγε στο πλήθος να δώσει την ευκαιρία στον Αντίγονο να αποδείξει τις προθέσεις του. Έλεγε πως θα τιμούσε την υπόσχεση για ελευθερία κι αυτονομία των Ελλήνων. Αν το έκανε αληθινά, τότε άξιζε κι αυτοί να τιμήσουν κι αυτόν και τον στόλαρχο γιο του με τιμές.

«Αθηναίοι Πολίτες» είπε ο Δημήτριος σε απάντηση. «Σας ευχαριστώ που μ’ ονομάσατε “Ελευθερωτή”. Αυτό ακριβώς θα γίνω, ελευθερωτής της πόλη σας που από σήμερα ανακτά πλήρη ελευθερία κι αυτονομία».

Οι επιδοκιμασίες του έδωσαν ώθηση για να συνεχίσει.

«Σας αναγγέλλω τώρα πως έξι χιλιάδες τάλαντα σίτου(*2) έρχονται στην Αθήνα. Θα αντιμετωπίσουν τις ελλείψεις που έμαθα πως έχετε. Η ξυλεία για τον στόλο των εκατό πλοίων, η Ίμβρος και το στάρι, είναι τα πρώτα ωφελήματά σας. Με την συμμαχία με τον Αντίγονο θα υπάρξουν κι άλλα».

Πρώτα ήρθε το θέαμα που παρουσίαζαν ο ίδιος κι ο στόλος του. Μετά ήρθε η ουσία, η αναγγελία της ελευθερίας. Το πλήθος ενθουσιάστηκε. Τέλος, ήρθε κι ο άρτος. Τότε είχαμε παραλήρημα χαράς κι αγαλλίασης. Ο Ζείκρατος, που ήταν στο λιμάνι με τους φίλους του, δεν το άφησε ασχολίαστο.

«Μας μοιράζει τώρα δώρα» είπε «μετά θα έρθει κι η ώρα του λογαριασμού».

«Φαίνεται ωραίος σαν θεός» είπε η Νικάτα.

«Δεν θα αργήσουν να τον κάνουν θεό. Τι παραπάνω απ’ αυτόν είχε ο Αλέξανδρος;» γκρίνιαζε ο Μύρων.

«Ο Στρατοκλής είπε να του αποδώσουν τιμές ισόθεου και το πλήθος το δέχτηκε. Μόνο ο Δημοχάρης είναι ψύχραιμος αλλά, δεν μπορεί μόνος του να γυρίσει το ποτάμι» είπε ένας γνωστός του Μύρωνα.

«Ο Στρατοκλής θα τα δώσει όλα» σχολίασε ο Μύρων.

«Οι οπλίτες του Δημήτριου κατέλαβαν αναίμακτα και άκοπα τον Πειραιά» είπε ένας άλλος.

«Τώρα σχεδιάζουν αν θα πάνε και στη Μουνιχία, εκεί που έχει κλειστεί ο Διονύσιος».

«Βρίζουν τους Περιπατητικούς. Ο Θεόφραστος πρέπει να την έχει άσχημα» είπε ο πρώτος.

«Ο Σοφοκλής ο Σουνιεύς λέει να κλείσουν οι σχολές. Θα το φέρει για ψήφιση στην εκκλησία του δήμου» είπε ένας άλλος. «Ας τις δίνει, λέει, στο εξής αυτές τις άδειες ο δήμος, όχι να φτιάχνει ο καθένας την δική του φωλιά κατά του δήμου».

Καθώς ανέβαιναν προς το άστυ είδαν ότι μια πομπή πολιτών ανέβαινε προς το Λύκειο. Ιππείς του Δημήτριου του Ελευθερωτή έτρεξαν να τους σταματήσουν. Ο Αντιγονίδης θα σεβόταν τον δήμο αλλά δεν θα επέτρεπε πράξεις αντεκδίκησης ή αυτοδικίας. Μόνο δίκες κι αποφάσεις της εκκλησίας του δήμου, της Βουλής ή της Ηλιαίας θα έλυναν τέτοια ζητήματα. Γόνος αριστοκρατών ο ίδιος, δεν θα έκρυβε εσαεί τα θετικά αισθήματά του για τους περιπατητικούς.

Ρώτησαν όποιον βρήκαν μπροστά τους, αν είχε δει τον Ιάσονα με μια κοπέλα μαζί. Κανείς δεν τους είχε δει. Μονάχα ένας τους είπε ότι πολύ νωρίτερα τους είχε δει να πηγαίνουν προς τα Μακρά Τείχη. Τους υπέδειξε το σημείο που ένας μικρός παραπόταμος φεύγει από τον Κηφισό για να χυθεί πιο πέρα. Πήγαν προς τα εκεί και ρωτούσαν. Κάποιος τους είπε ότι ένα ζευγάρι πήγαινε προς το αλσύλλιο που είχε δημιουργήσει αυτός ο παραπόταμος.

«Τι δουλειά είχαν εκεί;» αναρωτήθηκε ο Φανοκράτης.

Γέλασαν. «Τι άλλο από λίγη απομόνωση;» σκέφτηκαν. Μακάρι να ήταν ακόμα εκεί κι ας τους είχαν τρομάξει με την αδικαιολόγητη απουσία τους. Έβαλαν τις φωνές μήπως τους ακούσουν. Άκουσαν μόνο την ηχώ τους.

«Ας σκορπιστούμε να ψάξουμε» είπε ο Ζείκρατος.

Ευτυχώς που η μέρα διαρκούσε πολύ κι υπήρχε ακόμα το απογευματινό φως. Σε λίγο τελείωνε αυτή η εκπληκτική μέρα για την Αθήνα. Η τυραννία δεκαπέντε χρόνων ολιγαρχίας, με ένα μικρό διάλειμμα λίγων μηνών πριν δέκα χρόνια, έπαιρνε τέλος. Το μεθύσι του δήμου θα διαρκούσε κι υπήρχε ανάγκη να εκτονωθούν καταπιεσμένα συναισθήματα. Θα κυνηγούσαν τον Δημήτριο Φαληρέα, τον Θεόφραστο κι ένα σωρό άλλους από τους καθεστωτικούς φίλους του Κάσσανδρου.

Οι φίλοι του Ερμόδωρου δεν κυνηγούσαν κανέναν ούτε για πανηγύρια είχαν καιρό. Αντί να βρίσκουν απαντήσεις, όλο κι αυξάνονταν οι απορίες τους. Αρχικά έψαχναν για τον φονιά του Ερμόδωρου κι είχαν φτάσει να αναζητούν μιαν άφαντη ομάδα δολοφόνων. Εκεί που έψαχναν να βρουν άλλους, έχαναν ξαφνικά δυο φίλους τους.

«Δεν υπάρχει κανείς εδώ» είπε ο Φανοκράτης μετά από μισή ώρα άσκοπης αναζήτησης.

«Εγώ βρήκα ένα ίχνος» είπε ο Μύρων.

Ήταν ένα μαντίλι που φορούσε στο λαιμό της η Δάφνη. Άρα είχαν περάσει από εδώ. Το εύρημα δικαιολογούσε εν μέρει την απουσία τους. Μέσ’ στον χαμό και τα πανηγύρια της μέρας κάπως θα έμπλεξαν. Αποφάσισαν να γυρίσουν στην κηδεία κι είχαν την ελπίδα ότι θα τους έβρισκαν εκεί. 

.................. 

Παραπομπές:

(*1) Ο Επίκουρος είχε ζήσει 2 χρόνια στην Αθήνα. Στην εξέγερση του 323-322 πΧ, μετά την ήττα των δημοκρατικών αναγκάστηκε να φύγει και τελικά βρήκε στην Λάμψακο έναν τόπο όπου έζησε ήρεμα κι έφτιαξε φίλους μέχρι τι 306 πΧ που επανήλθε στην Αθήνα κι έφτιαξε τον «Κήπο» του, όπως ονόμαζαν τη σχολή του.

(*2) Το τάλαντο ήταν μονάδα βάρους και ισοδυναμούσε περίπου με 25 κιλά, άρα τα 6.000 τάλαντα ήταν περίπου 150 τόννοι σιτηρών.

*****************************

Η συνέχεια (πέμπτο μέρος του κεφαλαίου που κλείνει το απόγευμα της 9ης Ιουνίου και την πρώτη μέρα από τις τρεις που συγκλόνισαν την Αθήνα, αύριο Παρασκευή.

Δεν ήταν ποτέ στους "Αγανακτισμένους" η Χρυσή Αυγή

Η ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ
ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΜΕ ΤΟΥΣ "ΑΓΑΝΑΚΤΙΣΜΕΝΟΥΣ"
 
Επειδή αυτός ο γελοίος ισχυρισμός, ότι η Χρυσή Αυγή ήταν στην πλατεία Συντάγματος (πάνω πλατεία) το 2011-12 αναπαράγεται συχνά, να θυμίζουμε μερικά πράγματα:
 
«Έχουμε αναφέρει επανειλημμένως πως το “κίνημα των αγανακτισμένων” είναι απόλυτα βολικό για το βρώμικο και ανθελληνικό σύστημα εξουσίας. Είναι η ανώδυνη εκτόνωση για τις πλατιές μάζες – ή τουλάχιστον για το ποσοστό εκείνο των συμπατριωτών μας, που έχει βαρεθεί να αράζει στον καναπέ του. Δεν είναι τυχαίο πως οι μαζικότερες συνάξεις αυτού του ασύνδετου και ασύντακτου πλήθους γίνονται μόνο Κυριακή βράδυ, όταν η βουλή είναι κλειστή και οι εθνοπατέρες την πέφτουν εκ του ασφαλούς στις βιλάρες τους ή τρώνε και πίνουν στην υγειά των κορόιδων».
Κασιδιάρης, Καλοκαίρι του 2011


Διαβάζουμε κάτι ακόμη ακόμη πιο έγκυρο για την ανατροπή μιας διαδεδομένης βλακείας:

ΜΙΧΑΛΟΛΙΑΚΟΣ: «τον ρόλο της ανώδυνης εκτόνωσης παίζουν αφελείς μάζες, καθοδηγούμενες όμως πάντοτε και ελεγχόμενες από δοκιμασμένους αγκιτάτορες της παγκοσμιοποίησης. Εμπνευστής του κινήματος ένας Εβραίος από τη Γαλλία, ο Εσέλ, ο πνευματικός πατέρας των αγανακτισμένων. Μιας πολύ βολικής αντιδράσεως για το παγκόσμιο σύστημα, την οποία κάποιοι με πολύ θράσος αποκαλούν εξέγερση» (εφ. «Χρυσή Αυγή», 24.8.2011).

Η Χρυσή Αυγή δεν ήταν ποτέ στην πλατεία Συντάγματος.
Ναι, στην "πάνω πλατεία" υπήρχαν διάφοροι, μη αριστεροί, κατά βάση δεξιοί του Σαμαρά, αλλά, και ψεκασμένοι, και γραφικοί. Όχι, όμως, η Χρυσή Αυγή που εκείνο τον καιρό έδερνε αδύναμους στις γειτονιές.

Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2020

Ο αγώνας συνεχίζεται

Η καταδίκη της Χρυσής Αυγής σαν εγκληματικής οργάνωσης είναι βέβαια το νέο της ημέρας. Η αυριανή διαδήλωση στις 2 το μεσημέρι στο Κερατσίνι είναι σωστή ενέργεια και πιστεύω θα έχει πολύ κόσμο καθώς θα είμαστε όλοι εκεί. Με μάσκες, τηρώντας όσο γίνεται τις αποστάσεις, αλλά, εκεί.
Το Κερατσίνι, μετά την δολοφονία του Παύλου Φύσσα, έγινε κέντρο του αντιφασιστικού αγώνα με την καθιερωμένη πλέον διαδήλωση στην επέτειο του φόνου. Σήμερα, με την απόφαση που επικυρώνει ότι η Χρυσή Αυγή δεν είναι πολιτικό κόμμα αλλά συμμορία, το Κερατσίνι πρέπει -και θα το κάνει- να το δείξει με μια μεγάλη συγκέντρωση.
Δεν ξέρω αν οι ποινές θα μας ικανοποιήσουν. Υπάρχουν δικονομικά εργαλεία που θα προσπαθήσουν να τις μειώσουν. Ό,τι κι αν γίνει πάντως, η σημερινή απόφαση είναι ιστορική. Κι οι προσεχείς εκλογές θα είναι επίσης αποφασιστικές. Γιατί η Χ.Α. μπορεί, ακόμα και με άλλο όνομα αλλά με τα ίδια πρόσωπα, να επανέλθει. Ο λαός πρέπει να την θέσει στο περιθώριο. Θα το κάνει; Το εύχομαι αλλά ούτε το ελέγχω ούτε το γνωρίζω.
Αύριο, όλοι στη συγκέντρωση. Για την ως τώρα δικαίωση και για την συνέχιση του αγώνα 

13 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 13η

Ένας δεύτερος θάνατος παρόμοιος με του Ερμόδωρου εμφανίζεται. Οι φίλοι του νεκρού βιάζονται πλέον να βρουν τι κρύβεται πίσω κι από αυτόν τον φόνο.

*******************************

 


(9η Ιουνίου απόγευμα, τρίτο μέρος του κεφαλαίου)

...........................................

Η Φιλογένεια άκουγε την νεαρή Νικάτα, την φίλη της μικρής της αδελφής. Μιλούσε για τον θάνατο του πατέρα της, του Σπεύσιππου. Δεν ήταν ένας οποιοσδήποτε θάνατος. Η πρώτη εντύπωση ήταν πως είχε πεθάνει πνιγμένος από το πολύ κρασί που είχε πιει σε ένα συμπόσιο. Μετά έμαθαν ότι, τελικά, δεν είχε πιει καθόλου. Ύστερα είδαν πως τα άκρα του είχαν μελανιάσει. Παρατήρησαν ότι είχε χαρακιές στον λαιμό του. Φαινόταν δηλητηρίαση κι ύστερα πνιγμός. Κανείς δεν ήθελε τον θάνατό του όμως είχε δολοφονηθεί. Τον είχαν ποτίσει με κρασί για να μην σκεπάσουν την δολοφονία.

Η αδελφή της Φιλογένειας είχε ακούσει και γι αυτά που βρήκαν στον Ερμόδωρο. Η διήγηση της Νικάτας της φάνηκε τόσο όμοια που παραξενεύτηκε, Την έφερε αμέσως σε επαφή με την Φιλογένεια που άκουσε κι εκείνη για τον θανάτου του Σπεύσιππου. Ήταν ολόιδιος με τον θάνατο του Ερμόδωρου.

«Δεν μπορώ να πιστέψω ότι οι δυο θάνατοι μοιάζουν τόσο πολύ» είπε η Φιλογένεια.

«Κι όμως, έτσι είναι! Ίσως πρόκειται για μια επιδημία που δεν την γνωρίζαμε ως τώρα» είπε η Νικάτα.

«Ειδοποίησα και θα έρθουν τώρα κάποιοι φίλοι μου να σε ακούσουν. Αυτοί θα κρίνουν αν, τελικά, είναι επιδημία, ή σύμπτωση ή κάτι άλλο».

«Μα, τι άλλο μπορεί να είναι;» είπε αθώα η Νικάτα.

«Θα μας πουν όταν έρθουν και σε ακούσουν».

Η Νικάτα ήταν δεκαέξι χρονών, ένα κορίτσι γεμάτο με νεανική ορμή. Ο πατέρας της ήταν στυλοβάτης της οικογένειάς τους κι ο χαμός του σήμαινε ότι θα αποκτούσαν όχι πολλά και δυσεπίλυτα προβλήματα. Η κοινωνική θέση και το μέλλον τους ετίθεντο σε αμφιβολία. Ο αναντικατάστατος πριν τον θάνατό του Σπεύσιππος είχε αφήσει ένα ωκεανό από αβεβαιότητες πίσω του. Αυτό την είχε κάνει να νιώθει άσχημα και να χρειάζεται ανθρώπους για να μιλήσει. Η Φιλογένεια είχε ειδοποιήσει τους φίλους της -άγνωστους στην Νικάτα- να ακούσουν για τον θάνατο του Σπεύσιππου. Υποπτεύονταν κάτι παραπάνω από έναν θάνατο που οφειλόταν στο μεθύσι.

Ήρθαν ο Ζείκρατος κι ο Μύρων. Συναντήθηκαν στην τραπεζαρία του σπιτιού της Φιλογένειας που τους είχε καλέσει. Έδωσαν γνωριμία και μπήκαν αμέσως στο θέμα. Η Νικάτα περιέγραψε την κατάσταση του νεκρού πατέρα της, την αρχική διάγνωση και τα κατοπινά ευρήματα.

«Όταν είδατε τα μελανιασμένα χέρια τι πιστέψατε;» την ρώτησε ο Ζείκρατος.

«Μας φάνηκε πως αυτά που έτρωγε συνοδεύοντας το κρασί, του προκάλεσαν κάποια δηλητηρίαση».

«Και τα σημάδια στον λαιμό;»

«Δεν καταλάβαμε ... Ίσως προσπάθησε να απαλλαγεί από τη χλαμύδα και πίεσε τον λαιμό του... Τι να υποθέσουμε;»

«Με τον ίδιο τρόπο πέθανε ο φίλος μας» της είπαν.

«Ήπιε πολύ κι αυτός;»

«Τον κατάβρεξαν με κρασί για να νομίσουμε ότι είχε πιει κι ότι δήθεν σταμάτησε απότομα η καρδιά του. Είχε κι εκείνος τα άκρα μελανιασμένα και σημάδια στον λαιμό. Τον νάρκωσαν με δηλητήριο, τον έπνιξαν, και μετά τον πότισαν κρασί για να μην καταλάβουμε ότι δολοφονήθηκε».

«Λέτε πως δολοφόνησαν και τον πατέρα μου;»

«Ναι. Κι αυτό φαίνεται παράξενο» είπε ο Ζείκρατος.

«Θέλουμε να ψάξουμε μαζί σου να δούμε τι κοινό είχε ο πατέρας σου με τον φίλο μας. Γιατί έπεσαν κι οι δυο θύματα της ίδιας συμμορίας;» είπε ο Μύρων. «Ίσως έτσι να φτάσουμε και στους δολοφόνους».

Η Νικάτα έψαξε μαζί τους κάθε λεπτομέρεια που θα μπορούσε να φωτίσει τους δυο φόνους. Δεν βρήκαν ένα στοιχείο που να συνδέει τις περιπτώσεις. Δεν είχαν κοινούς φίλους, ούτε κοινές αντιλήψεις. Ο Σπεύσιππος δεν ασχολιόταν με φιλοσοφία και πολιτική, κοίταζε μόνο την οικογένειά του. Ο Ερμόδωρος το αντίθετο. Οι παρέες τους ήταν διαφορετικές, η καταγωγή τους, η φυλή κι ο δήμος επίσης.

Το μόνο κοινό ήταν πως είχαν κι οι δυο περιουσίες κι ένα καλό εισόδημα κι ως εκ τούτου ήταν ευυπόληπτοι πολίτες. Στην ιδανική πολιτεία του Φαληρέα η οικονομική κατάσταση ήταν το πιο βασικό προσόν για έναν Αθηναίο πολίτη. Έψαχνε τους άριστους -κατά τις συμβουλές του Σταγειρίτη- αλλά στους πλούσιους κατέληγε, όπως ήταν φυσικό. Πέραν αυτού, δεν φαινόταν καμιά άλλη σύνδεση μεταξύ του Σπεύσιππου και του Ερμόδωρου. Η ομοιότητα των δύο φόνων μάλλον μπέρδευε την υπόθεση παρά την ξεκαθάριζε. Ωστόσο δεν θα τα παρατούσαν. Αυτό που τώρα ήταν άφαντο, σε λίγο μπορεί να ήταν προφανές. Πρότειναν στην Νικάτα, κι εκείνη δέχτηκε, να κρατήσουν την επαφή για να ανταλλάσσουν μεταξύ τους πληροφορίες.

Είπαν στη Φιλογένεια να πάρει μαζί της την Νικάτα στης Κλεοτίμας για να γνωρίσει και την Δάφνη. Έτσι θα έμενε κοντά στην παρέα τους και, αν έβλεπαν κάποιο φως, τότε θα πρόσεχαν ξανά τα κοινά σημεία των δύο φόνων. Το θεωρούσαν βέβαιο πως τα δυο περιστατικά σχετίζονταν. Μόλις έβρισκαν το νήμα αυτής της σχέσης θα έφταναν στους δολοφόνους. Τόσο ίδια μέθοδος αποκλειόταν να είναι σύμπτωση.

Πήγαν με την Νικάτα στης Κλεοτίμας κι ύστερα, όλοι μαζί, στου Ερμόδωρου, πριν τελειώσει η μέρα. Αυτό το βράδυ οι οικείοι του νεκρού θα ξενυχτούσαν μαζί του κι αύριο ήταν η εκφορά. Όλη την νύχτα, δίπλα από την νεκρική κλίνη, είτε κατά μόνας, είτε πολλοί μαζί, θα τραγουδούσαν θρήνους. Οι στίχοι μπορούσαν να είναι παραδοσιακοί, κατασκευασμένοι σε παλιές εποχές ή νέοι, φτιαγμένοι ειδικά γι αυτόν. Η Κλεοτίμα είχε ήδη συνθέσει τα δικά της επιγράμματα με τα οποία θα τιμούσε τον αγαπημένο της. Το ίδιο είχαν κάνει κι οι φίλοι του, ο Ζείκρατος όπως κι ο Ιάσων.

Η Νικάτα ήξερε από κηδείες. Πριν λίγες μέρες μόλις, είχε κηδέψει τον δικό της πατέρα. Δεν της φάνηκε παράξενο το σκηνικό. Εξ άλλου, όλοι όσους είχε γνώρισε σ' αυτήν την παρέα την έκαναν να νιώθει καλά. Ο Ζείκρατος κι ο Μύρων ήταν σπουδαίοι κι η Κλεοτίμα αξιόλογη. Της είχαν πει πως η Δάφνη κι ο Ιάσων ήταν αξιαγάπητοι. Ήταν θαυμάσιο για την Νικάτα να γινόταν παρέα με όλους αυτούς.

Επικρατούσε αναστάτωση στην Αττική που μάθαινε τα νέα, ιδιαίτερα στον Πειραιά όπου ήταν ο στόλος του Δημήτριου. Η κηδεία του Ερμόδωρου κι η αναζήτηση των φονιάδων του, που γινόταν ταυτόχρονα, είχαν γεμίσει τη μέρα με γεγονότα. Η υπερδιέγερση ήταν φανερή παντού. Μόνο το απομεσήμερο πια, βρήκαν ηρεμία κι ευκαιρία να γράψουν κάποια λόγια για τον αγαπημένο τους φίλο. Δεν είχαν ψευδαισθήσεις σχετικά με το πού πήγαινε ο νεκρός κι αν θα τον ξανάβλεπαν σε έναν άλλο κόσμο. Πήγαινε εκεί όπου βρισκόταν πριν γεννηθεί, δηλαδή πουθενά. Ξαναγινόταν ένας σωρός από μικροσκοπικά άτομα διασκορπισμένα στο σύμπαν. Κι αυτό δεν ήταν ούτε καλό ούτε κακό! Όλα στη ζωή γεννιούνταν και πέθαιναν. Οι τελετές, οι στίχοι κι οι θρήνοι ήταν απαραίτητοι για τους ζωντανούς που έχαναν το αγαπημένο τους πρόσωπο. Για τους γονείς που έχαναν το παιδί τους, τη γυναίκα που έχανε τον άντρα της, τους φίλους που έχαναν τον σύντροφό τους.

Ο Καινέας είχε αναθέσει σε ένα γλύπτη να φτιάξει μια μαρμάρινη πλάκα. Πάνω της θα είχε αποχαιρετιστήρια λόγια για τον νεκρό. Θα αποτύπωνε και την μορφή του, αργότερα, σε μια επιτύμβια στήλη. Ο Φαληρέας, είχε αγορεύσει την ανέγερση επιβλητικών ταφικών μνημείων. Οι πολυτελείς τύμβοι, με τον εξεζητημένο διάκοσμο, είχαν αποσυρθεί. Στη θέση τους είχαν μπει ταφικοί κιονίσκοι με το όνομα και την καταγωγή του νεκρού. Ήταν σωστό το μέτρο, κατά τον Καινέα. Η εκφορά ήταν γι αύριο το απόγευμα καθώς τις πρωινές ώρες δεν επιτρεπόταν. Ως τότε οι φίλοι του θα έκαναν μιαν ακόμα προσπάθεια να βρουν τους αίτιους του θανάτου.

«Θα πας αύριο το πρωί να βρεις τον Δέξιππο;» ρώτησε τον Ζείκρατο ο Μύρων.

«Ναι, φυσικά. Πρέπει να μάθουμε τι σκάρωναν εις βάρος του Ερμόδωρου αυτοί οι αχρείοι που τον κατήγγειλαν. Θα μάθω και θα προχωρήσω εγώ σε δίκη εναντίον τους».

«Με την αλλαγή της κατάστασης, θα βρουν τον μπελά τους όποιοι πήγαν να τον συκοφαντήσουν» είπε ο Μύρων.

«Η Νικάτα κι η ιστορία του πατέρα της επιβεβαιώνουν ότι κάτι στραβό υπάρχει στην ατμόσφαιρα, Δεν θα το αφήσω έτσι» είπε ο Ζείκρατος.

«Αποφάσισες να παραστήσεις τον ήρωα στο κοριτσάκι, γέρο μου, ε;» τον πείραξε ο Μύρων.

«Τι να παραστήσω φίλε μου; Όπως το είπες: κοριτσάκι είναι, μόλις στα δεκαέξι» είπε ο Ζείκρατος.

«Μπα, δεν κατάλαβα από πότε σε ενοχλούν οι μικρές ηλικίες, Ζείκρατε!»

Η Νικάτα ήταν όμορφη νέα και καλοσχηματισμένη. Ήταν ένα όνειρο για τους άντρες και δεν θα άφηνε ασυγκίνητο τον Ζείκρατο, όμως, προηγούνταν τώρα άλλα πράγματα.

«Σκέφτομαι πως ένα μόνο στοιχείο βρήκαμε που συνδέει τον Ερμόδωρο με τον Σπεύσιππο» είπε ο Ζείκρατος. «Κι οι δυο είναι πολίτες με δικαιώματα και περιουσία».

«Εννοείς ότι είναι ολιγαρχικοί;» ρώτησε ο Μύρων.

«Όχι ολιγαρχικοί, αλλά ούτε και ριζικά αντίθετοι».

«Σου έλεγα κάτι για την μικρή, κι εσύ άλλαξες θέμα».

«Άσ’ τα αυτά, Μύρων, τα γεγονότα τρέχουν!»

............................................

Η Νικάτα υπολόγιζε πως θα συναντούσε σύντομα τον Ιάσονα και τη Δάφνη. Είχε ακούσει απ’ την Κλεοτίμα για τη Δάφνη. Την περνούσε τέσσερα χρόνια αλλά μπορούσε να γίνει καλή της φίλη. Ίσως έβρισκε κι εκείνη κάποιον σαν τον Ιάσονα που ήταν ερωτευμένος χωρίς, όμως, να την θεωρεί κατώτερο ον. Η παρέα ήταν επηρεασμένη από τις διδαχές των κυνικών και πιο πολύ από τον Επίκουρο. Με τον τελευταίο αντάλλασσαν κι επιστολές. Επιφύλασσαν στις γυναίκες, γενικώς, συμπεριφορά ισότητας και πλήρους σεβασμού. Η Νικάτα ήξερε πως κάτι τέτοια θα έκαναν την μητέρα της έξαλλη. Παρά τις αντιδράσεις, πίστευε πως άξιζε να παλέψει για την αξιοπρέπειά της.

Δεν τους γνώριζε ακόμα καλά. Ίσως να την απογοήτευαν αργότερα, όμως, αυτό δεν την πτοούσε. Η γνωριμία με αυτήν την παρέα ήταν ευτυχής σύμπτωση που της συνέβη τον καιρό της πιο μεγάλης ατυχίας της. Θα βοηθούσε στην διαλεύκανση των φόνων κι έτσι θα γινόταν μέλος της παρέας και φίλη τους. Θα μάθαινε τον τρόπο που σκέφτονταν κι ενεργούσαν.

«Νικάτα, έλα κορίτσι μου για μια δουλειά που σε θέλω να με βοηθήσεις» της ζήτησε η Κλεοτίμα.

Την ήθελε για να πλέξουν στεφάνια και περιλαίμια με λουλούδια. Θα τα πετούσαν αύριο το απόγευμα στον τάφο του Ερμόδωρου. Είχε ετοιμάσει μικρά επιγράμματα που θα σκάλιζε σε πλακίδια ή βότσαλα. Θα τα πετούσε κι αυτά στον τάφο μαζί με τον νεκρό αγαπημένο της.

«Εσύ τα έγραψες αυτά;» τη ρώτησε η Νικάτα.

«Είναι τα λόγια που θα μείνουν μαζί του για πάντα».

«Πόσο θα διαρκέσει αυτό το “για πάντα” Κλεοτίμα;»

«Δεν ξέρω καλή μου, όλα γίνονται σκόνη. Έτσι θα γίνει και με τον Ερμόδωρο, έτσι θα γίνει και με μας. Αυτές οι πέτρες μόνο θα κρατήσουν περισσότερο».

Η Νικάτα διάβασε μερικά επιγράμματα:

«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΑΚΡΙΒΩΣ ΑΝΔΡΑ ΔΙΕΠΟΡΘΜΕΥΣΑΣ ΧΑΡΩΝ ΟΥΔΕΝΟΣ ΑΥΤΩ ΜΕΛΕΙ»(*1)

«ΠΑΝΤΕΣ ΟΙ ΧΕΙΜΑΡΡΟΙ ΠΟΡΕΥΟΝΤΑΙ ΕΙΣ ΘΑΛΑΣΣΑΝ ΟΙΑ ΟΥΚ ΕΣΤΑΙ ΕΜΠΙΠΛΑΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΟΝ ΤΟΠΟΝ ΟΥ ΠΟΡΕΥΟΝΤΑΙ ΕΚΕΙ ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΥΣΙΝ ΠΟΡΕΥΘΗΝΑΙ»(*2)

«ΤΙ ΑΘΗΝΑΙ ΧΩΡΙΣ ΕΡΜΟΔΩΡΟΝ ΤΙ ΔΕ ΕΡΜΟΔΩΡΟΣ ΧΩΡΙΣ ΚΛΕΟΤΙΜΑΝ»(*3)

«Είχαμε τόσα να πούμε και, αντί γι αυτό, βολευόμαστε με κάτι βότσαλα και λίγες εξυπνάδες» είπε η Κλεοτίμα.

«Είναι θαυμάσια και συγκινητικά» είπε η Νικάτα. «Πότε θα γνωρίσω τον Ιάσονα και τη Δάφνη;»

«Ήδη έχουν αργήσει. Έπρεπε να έχουν γυρίσει. Είπαν πως πάνε μια βόλτα προς το λιμάνι να δουν τον στόλο και θα επιστρέψουν αλλά ..».

«Αλλά ... τι;»

«Αλλά προβλέπω καθυστέρηση. Αν δυο ερωτευμένοι βρουν την ευκαιρία να απομονωθούν, δύσκολα εγκαταλείπουν την απομόνωση για την επιστροφή»

«Θα τους περιμένω» είπε η Νικάτα.

........................

Παραπομπές:

(*1) «Έναν πραγματικά ελεύθερον άνδρα πέρασες (στον Άδη) Χάρε, αυτός δεν νοιάζεται για τίποτα». Η φράση είναι απόσπασμα του κατοπινού έργου «Νεκρικοί διάλογοι» του Λουκιανού για τον κυνικό Μένοιπο που έζησε τον 3ο αι πΧ.

(*2) «Όλα τα ποτάμια χύνονται στη θάλασσα, όμως η θάλασσα δεν πλημμυρίζει. Στον τόπο όπου ξεκίνησαν, εκεί γυρίζουν πάλι» . Αυτό είναι απόσπασμα οπό το έργο «Εκκλησιαστής» αγνώστου συγγραφέως που γράφτηκε στα μέσα του 3ου αι,. πΧ.

(*3) «Τι είναι η Αθήνα χωρίς τον Ερμόδωρο και τι ο Ερμόδωρος χωρίς την Κλεοτίμα» απόσπασμα από την επιστολή του Αλκίφρονος «Γλυκέρα Μενάνδρω» όπου στη θέση της Γλυκέρας είναι η Κλεοτίμα και του Μενάνδρου ο Ερμόδωρος.

*******************************

Η συνέχεια του κεφαλαίου (τέταρτο μέρος, απόγευμα 9ης Ιουνίου πάντα) αύριο Πέμπτη.

Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2020

12 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 12η

Η Εριφύλη πλησιάζει την Κλεοτίμα. Δεν ξέρουν ότι ο φίλος της μιας σκότωσε τον φίλο της άλλης. 

Ο Δημήτριος τυχαίνει θριαμβευτικής υποδοχής στην Αθήνα. Υπόσχεται δημοκρατία και τον αναγορεύουν σε ευεργέτη και "ελευθερωτή".

******************************


 

(Απόγευμα 9ης Ιουνίου, δεύτερο μέρος)

Η Κλεοτίμα είχε γυρίσει στο σπίτι της για μεσημεριανό όταν της είπαν ότι την είχε ζητήσει μια γνωστή της. Είχε πει ότι την έλεγαν Εριφύλη. Οι δικοί της δεν την γνώριζαν γιατί δεν ήταν από τη γειτονιά τους ούτε κάν από τη φυλή ή τον δήμο τους. Η Κλεοτίμα την ήξερε. Την είχε γνωρίσει σε συζητήσεις κι απαγγελίες των κυνικών στην αγορά. Γίνονταν στο περιθώριο ιεροτελεστιών ή ιστορικών επετείων. Επιτρεπόταν να πηγαίνουν και γυναίκες σ’ αυτές τις εκδηλώσεις. Εκεί άκουγαν κυνικούς φιλοσόφους να κοροϊδεύουν ρήτορες. Δεν κορόιδευαν όλους τους ρήτορες, μόνον εκείνους που διηγούνταν τα «ένδοξα» και τις «πράξεις». Ήταν διηγήσεις με ηρωικό περιεχόμενο κι είχαν στόχο να σταθεροποιήσουν την τυραννική εξουσία(*1). Ήταν η προπαγάνδα της εποχής. Επεδίωκαν να ενδυναμώσουν με αυτόν τον τρόπο το πατριωτικό φρόνημα, αλλά, οι κυνικοί τους το χαλνούσαν.

Σε αυτές τις εκδηλώσεις οι δυο τους θαύμαζαν, κυρίως, την Ιππαρχία κι ονειρεύονταν να της μοιάσουν. Πολλοί, αυτόν τον θαυμασμό, θα τον έβρισκαν ακατανόητο. Οι τρόποι και τα φερσίματα της Ιππαρχίας ήταν ένας σίγουρος δρόμος για να θεωρηθεί μια γυναίκα απρεπής. Ήταν εύκολο, κατόπιν, να βγει έξω από το παιχνίδι του γάμου και της οικογένειας.

Ο πολύς κόσμος δεν έβαζε μια γυναίκα με φερσίματα σαν της Ιππαρχίας στο επίπεδο της εταίρας. Παρ’ όλα αυτά, κι η απλά ελευθεριάζουσα συμπεριφορά παρέμενε κατακριτέα. Δεν θα στεκόταν ποτέ σοβαρό προξενιό για μια τέτοια γυναίκα. Μόνο αν είχε μεγάλα πλούτη και προίκα από τον πατέρα της θα μπορούσε να αγοράσει έναν γαμπρό. Η ομορφιά και μόνο δεν έφτανε για να καλύψει τέτοιες πομπές.

Η Εριφύλη δεν έδινε σημασία σε αυτές τις αντιλήψεις, το ίδιο όπως κι η Κλεοτίμα. Ήθελε να φύγει από το σπίτι της και να ζήσει σαν την Ιππαρχία, έξω από κοινωνικές συμβάσεις. Αυτή η επιθυμία της ερμηνευόταν σαν μια εξέγερση κατά της οικογενειακής παράδοσης. Με την Κλεοτίμα δεν ήταν το ίδιο. Την στήριζαν οι γονείς της κι είχε την πλήρη στήριξη του -τώρα πια νεκρού- αγαπημένου της. Η Εριφύλη δεν είχε γνωρίσει τον Ερμόδωρο, είχε ακούσει όμως γι αυτόν και τον συμπαθούσε. Θεωρούσε πως η Κλεοτίμα ήταν η πιο τυχερή γυναίκα του κόσμου. Στα δικά της όνειρα, ο Υπάνωρ ήταν κι αυτός ένας μικρός Ερμόδωρος.

«Η κοπέλα που σε ζήτησε μάς είπε πως θα ξαναγυρίσει σε λίγο» της είπε η μητέρα της. «Ποια ήταν;»

«Μια γνωστή μου που της αρέσουν οι κυνικοί».

«Επικίνδυνα γούστα για μια γυναίκα» είπε η μάνα της. «Πες στο κορίτσι να προσέχει. Μου φάνηκε καλή, αλλά, τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα, ήταν πραγματικά πολύ αδιάφορη για την εμφάνισή της»

Δεν περίμενε πολύ. Η Εριφύλη τούς χτύπησε και πάλι την πόρτα κι αυτή τη φορά άνοιξε η Κλεοτίμα. Παρά το πένθος την υποδέχτηκε ευχάριστα. Πήραν ένα δροσερό ρόφημα με νερό και χυμό από λεμόνια και κάθισαν στον γυναικωνίτη για να μιλήσουν.

«Δεν ξέρω τι να πω και πώς να σε παρηγορήσω» της είπε η Εριφύλη. «Ξέρεις πόσο θαύμαζα τον Ερμόδωρό σου κι ας μην τον είχα δει ποτέ μου».

«Ακόμα δεν το έχω χωνέψει πως τον είδα τόσο νέο στο νεκροκρέβατό του. Τόσο έτοιμος για τη ζωή κι όμως ...»

«Σ' αφήνει μονάχη! Είναι τρομερό!»

«Ναι, καλή μου, είναι τρομερό ... γιατί δεν χάνω απλά έναν άνδρα, χάνω αυτόν τον άνδρα!»

Η Κλεοτίμα δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της, γρήγορα όμως συνήλθε και ρώτησε την Εριφύλη για ποιον λόγο την γύρευε.

«Έχω κι εγώ τον δικό μου Ερμόδωρο» είπε η Εριφύλη. «Τον λένε Υπάνορα. Δεν είναι σπουδαίος, δεν έχει εισοδήματα, όμως με αγαπάει και θέλει να ζήσουμε μαζί. Δεν θα είμαι μια σκλάβα του ούτε ένα αντικείμενο χωρίς αξία».

«Άρα είναι πολύ καλός και σωστός. Τι δουλειά κάνει;»

«Ο πατέρας του ήταν λιθοξόος. Του έμαθε να δουλεύει το μάρμαρο, όμως, τώρα δεν γίνονται μεγάλα έργα. Ο Υπάνωρ μου ασχολείται με μια ομάδα ορφικών».

«Να τους προσέχεις αυτούς. Έχουν μυστήριες τελετές» της είπε η Κλεοτίμα.

«Το ξέρω. Δεν μου αρέσουν οι παρέες του εκεί μέσα, αλλά, δεν μου πέφτει λόγος. Είναι μια ανεξάρτητη ομάδα αυτή όπου ανήκει ο Υπάνωρ. Πιστεύουν σε δοξασίες, λατρεύουν τον Ορφέα, τον Βάκχο και κάποιες θεότητες. Το θέμα είναι ότι του δίνουν και κάνει κάποιες δουλειές απ’ τις οποίες βγάζει λίγα χρήματα. Βλέπω τη συμμετοχή του σε αυτή την ομάδα σαν δουλειά» είπε η Εριφύλη.

«Κάτι πρέπει να κάνει κι αυτός για να ζήσει» είπε η Κλεοτίμα. «Εκείνο που έχει σημασία είναι να σε σέβεται!»

«Όσο γι αυτό, χωρίς αμφιβολία ναι!»

«Αυτό είναι το σημαντικό! Τον αγαπάς κι εσύ;»

«Ναι, πολύ!»

«Ωραία, λοιπόν» είπε η Κλεοτίμα. «Τι μπορώ να κάνω εγώ;»

«Θέλω να μας βοηθήσεις» της είπε η Εριφύλη. «Εσύ έχεις γνωριμίες. Ο Υπάνωρ μου είπε ότι σήμερα θα τελειώσει με κάτι δουλειές και μένει ελεύθερος. Θα με πάρει να φύγουμε».

«Για πού; Έχετε κάπου να πάτε;»

«Δεν έχουμε προτιμήσεις. Ψάχνουμε για κάποιο μέρος να ξαναρχίσουμε τη ζωή μας».

«Κι από μένα τι θέλεις; πώς μπορώ να βοηθήσω;»

«Εσύ κι η Ιππαρχία, μπορείτε να μας βοηθήσετε να φύγουμε. Λέμε να πάμε στη Χαλκίδα ή την Κόρινθο που έχουν δημοκρατία κι αποικίες. Οι μέτοικοι είναι ελεύθεροι κι οι πόλεις έχουν αποικίες. Όμως, ακόμα κι η Θήβα είναι καλή!»

«Στην Χαλκίδα έχει γνωστούς η Ιππαρχία. Ο Κράτης ξέρει πολλούς στην Θήβα. Θα σας βρούμε κάπου να πάτε με τον "Ερμόδωρό" σου».

Η Εριφύλη ένιωσε κάπως ανακουφισμένη. Θα είχαν λοιπόν μια στήριξη, πράγμα που ήταν πολύ βασικό.

«Σ' ευχαριστώ, Κλεοτίμα» είπε η Εριφύλη.

«Όμως σήμερα έχουμε την κηδεία, είναι κι ο στόλος, είναι κι ο κόσμος που φωνάζει ... Σήμερα είναι δύσκολο. Θα πρέπει να περιμένεις λίγες μέρες».

«Μα ... ναι, θα περιμένουμε. Απλά ήθελα να δω αν υπάρχει τρόπος να βοηθηθούμε».

«Υπάρχει, μην ανησυχείς» τη διαβεβαίωσε η Κλεοτίμα.

...............................................

Το μεγάλο πλήθος των Αθηναίων που είχε μαζευτεί στον Πειραιά παραληρούσε. Είχε μεθύσει με την σκέψη της αλλαγής. Οι οπλίτες του Δημήτριου Φαληρέα είχαν αφήσει τις ασπίδες τους, δείγμα ότι δεν θα πολεμούσαν. Η Αθήνα θα υποδέχονταν τον εισβολέα σαν ελευθερωτή. Τότε οι σάλπιγγες από τα πλοία ανέλαβαν να αναγγείλουν με χαρμόσυνους παιάνες την είσοδο του θριαμβευτή στη σκηνή.

Ο Δημήτριος βγήκε στο κατάστρωμα του πιο μεγάλου πλοίου του. Ήταν όμορφος σαν θεός, ντυμένος με μια πανοπλία απαστράπτουσα, γεμάτη ασήμια και χρυσάφια. Πάτησε πάνω σε κατακόκκινα χαλιά σε μια υπερυψωμένη εξέδρα για να φαίνεται από παντού. Προχώρησε μόνος και στάθηκε ψηλά στην πλώρη. Έμοιαζε πολύ στον νεαρό Αλέξανδρο, τον γιο του Φιλίππου, και στον περίφημο Αλκιβιάδη. Τόσο λαμπερός κι επιβλητικός ήταν. Μέσα σε απόλυτη σιγή, ο γιος του Αντίγονου μίλησε στις ψυχές και στη λογική των ακροατών του. Ό,τι κι αν περίμενε κανείς από αυτόν, το πήρε!

«Πολίτες Αθηναίοι» ξεκίνησε να λέει κι όσο μιλούσε όλοι κρατούσαν την αναπνοή τους.

Οι υποσχέσεις έπεφταν βροχή.

«Με έστειλε ο πατέρας μου, Αντίγονος, στρατηγός όλης της Ασίας, διάδοχος επίτροπος του ισόθεου Αλέξανδρου. Ήρθα για να ελευθερώσω όλες τις ελληνικές πόλεις απ’ τον ζυγό του Κάσσανδρου. Μα, πριν από όλα, ήρθα εδώ για να ελευθερώσω πρώτα την πιο ένδοξη πόλη της Ελλάδας, την δική σας πόλη, την Αθήνα».

«Ο στόλος μου αποτελείται από διακόσια πενήντα πλοία. Τα πλοία μου έχουν ελευθερώσει όλα τα νησιά του Αιγαίου. Έδωσαν αυτονομία στις πόλεις κι έρχονται κατά 'δω. Φθάνει ένας τεράστιος στόλος, ο στόλος του Αντίγονου».

Προβάλλοντας την ωμή δύναμή του κέρδιζε την εκτίμηση του πλήθους. Έπρεπε όμως κάτι να δώσει. Και ποιο δώρο είναι μεγαλύτερο από την ελευθερία;

«Θα διώξω τη φρουρά από τη Μουνιχία. Θα διώξω όλες τις φρουρές του Κάσσανδρου που επιβάλουν ολιγαρχίες και σας στερούν την ελευθερία. Το κράτος του δήμου, το πατρώο σας πολίτευμα, από σήμερα είναι και πάλι το πολίτευμα της Αθηναίων Πολιτείας!»

Ουρανομήκεις κραυγές διέσχισαν τον αέρα κι έφτασαν ως τη Βασίλειο Στοά. Πάγωσε το αίμα του άλλου Δημήτριου, του Φαληρέα. Πάγωσε κι όλη η ομάδα των αριστοκρατών που κυβέρνησε τυραννικά την Αθήνα τα τελευταία δέκα χρόνια.

«Η Αθήνα θα ξαναβρεί το κλέος της, θα γίνει και πάλι η πιο σπουδαία πόλη της Ελλάδος. Έχω εντολή να ξαναδώσω πίσω στους Αθηναίους την Ίμβρο».

Οι ιαχές ξέσκισαν τον ορίζοντα κι ακούστηκαν σε όλη την Αττική γη. Η Αθήνα θα ανακτούσε τη μια μετά την άλλη τις αποικίες της. Η Ίμβρος τής χαριζόταν τώρα από αυτόν τον Δημήτριο τον ελευθερωτή!

«Ο πατέρας μου ζητά από εσάς να μην διστάσετε και να γίνετε ξανά η πιο ισχυρή πόλη της Ελλάδας. Γι αυτό και σας χορηγεί ξυλεία για την κατασκευή εκατό πλοίων!»

Εκατό πλοία σήμαιναν πως η Αθήνα θα γινόταν πάλι η μεγάλη ναυτική δύναμη. Θα άνοιγαν δουλειές για όλους, για τους ναυτικούς, τους ξυλουργούς και τους τεχνίτες.

Λένε για τις επαναστάσεις ότι ξεκινούν από τα κάτω, γι' άλλες λένε ότι ξεκινούν από πάνω. Αυτή η επανάσταση της πέμπτης φθίνοντος Θαργηλιώνος ξεκίνησε από τα ανατολικά. Όταν έφτασε στο κεντρικό λιμάνι του Πειραιά, στον Κάνθαρο, ξέσπασε σαν πυρκαγιά. Το πλήθος ήταν καταπιεσμένο δέκα χρόνια από έναν φιλόσοφο τύραννο, που τον στήριζε η δύναμη των Μακεδόνων. Ήταν ένα μοντέλο αντίγραφο της τυραννίας των τριάκοντα που τους είχαν επιβάλει πριν από εκατό χρόνια οι Σπαρτιάτες. Τώρα, αυτό το μοντέλο θα πήγαινε από εκεί που είχε έρθει. Μόνο πρόβλημα η φρουρά που ήταν οχυρωμένη στη Μουνιχία. Όμως ο Ελευθερωτής θα τηρούσε τις υποσχέσεις του στην Αθήνα. Ο Δημήτριος Φαληρέας δεν θα περίμενε τίποτε καλύτερο από το κώνειο. Ο Θεόφραστος ίσως την γλίτωνε με εξορία καθώς δεν είχε βάψει τα χέρια του στο αίμα. Μόνο για τις συμβουλές του θα τον τιμωρούσαν,

«Από τους Αθηναίους, ένα μόνο ζητώ, να διατηρήσετε την τάξη και να μην προβείτε σε πράξεις αντεκδίκησης. Για όλα όσα θα κάνω από εδώ και πέρα θα ρωτάω την εκκλησία του δήμου κι όλες οι εξουσίες θα ασκούνται όπως επιβάλει το πατροπαράδοτο πολίτευμά σας από όλους τους πολίτες με κλήρωση».

Ο τριαντάχρονος Δημήτριος, με την αστραφτερή του στολή, έδειχνε νουνεχής και σωστός. Η εκκλησία του δήμου θα ήταν το ανώτατο όργανο της πολιτείας. Όλα τα αξιώματα, του δικαστή, του βουλευτή, του νομοθέτη, θα περιέρχονταν και πάλι σε όλους με κλήρωση. Ο Δημήτριος του Αντιγόνου θα ήταν ένας στρατηγός της δημοκρατίας. Μέσα απ’ το πλήθος ξεχώρισε ο Δημοχάρης. Ο ανιψιός του Δημοσθένη, ο μαχητικός ρήτορας, ήταν ο σταθερός οπαδός του κράτους του δήμου. Είχε αγωνιστεί για την δημοκρατία κι ήταν παρηγοριά για τον κόσμο που έψαχνε να βρει κάπου για να κρατηθεί.

«Αν εμπιστεύεται ο Δημοχάρης τον γιο του Αντίγονου, θα τον αποδεχτούμε κι εμείς» είπαν πολλοί από το πλήθος.

Ο Δημοχάρης ανέβηκε ψηλά σε ένα βήμα, απέναντι από το πλοίο του Δημήτριου. Οι δυο τους έβλεπαν ο ένας τον άλλον. Ο ρήτορας απάντησε για λογαριασμό των Αθηναίων.

«Γιε του Αντιγόνου, οι Αθηναίοι πολίτες σε δεχόμαστε στην πιο ένδοξη πόλη της Ελλάδας και του κόσμου. Ακούσαμε όσα μας είπες. Αν τηρήσεις τις υποσχέσεις σου και δώσεις την ελευθερία και την ισοκρατία, σε ευγνωμονούμε. Με χαρά και με αγαλλίαση σε ανακηρύσσουμε “Ελευθερωτή”!»

«Δημήτριος ο Ελευθερωτής» ακούστηκαν από παντού φωνές που γενικεύτηκαν και έγιναν βουητό.

«Σε τι διαφέρει ο Ελευθερωτής από τον τύραννο; Κι οι δυο στα ίδια πιστεύουν» φώναξαν κάποιοι.

«Δημήτριος Ελευθερωτής, ο ευεργέτης των Αθηναίων» φώναξαν οι πολλοί σκεπάζοντας τις γκρίνιες.

Παραπομπή:

(*1) Όλες οι πόλεις, ακόμα κι οι ελεύθερες, είχαν τέτοιες εκδηλώσεις όπου υμνούνταν πράξεις ένδοξες ηρώων. Στις δικτατορίες αυτά είναι αναγκαία κι αποτελούν μονόδρομο για το καθεστώς. Στις δημοκρατίες, αντίθετα, ο πατριωτισμός στηρίζεται στην άμεση σύνδεση του συμφέροντος του πολίτη με την πόλη του.

******************************

Η συνέχεια αύριο Τετάρτη.