Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2020

09 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 9η

Μεσημεριανό της 9ης Ιουνίου. Μέρος τέταρτο αυτού το κεφαλαίου.

Ο Δημήτριος Φαληρέας και ο Ιάσων διεκδικούν την Δάφνη. Τα αίματα ανάβουν. Ο Δημήτριος την ζητά από τον πατέρα της κι ο Ιάσων του επιτίθεται.

*********************************

συνέχεια 9ης Ιουνίου, μεσημέρι

....................................

Όσο ο Δημήτριος Φαληρέας ερχόταν στον Πειραιά για να αποτίσει φόρο τιμής στον Ερμόδωρο, οι φίλοι του έψαχναν. Όπως είχαν συμφωνήσει, πήγαν σε διάφορα μέρη της Αθήνας όπου είχαν γνωστούς κι επαφές. Έκαναν μια πρώτη έρευνα στις φιλοσοφικές σχολές και, με ό,τι έμαθαν, συναντήθηκαν στο καπηλειό του Λυκανία. Είδαν ότι δεν είχαν προκύψει σημαντικά αποτελέσματα από τις έρευνές τους.

«Οι Πυθαγόρειοι στον Πειραιά είπαν ότι δεν υπάρχει καμιά περίπτωση να είναι ανακατεμένοι στην υπόθεση. Μέσα στις γραμμές τους δεν υπάρχει κανένας που θα έβλαπτε τον Ερμόδωρο» είπε ο Φανοκράτης.

«Και πώς ήταν τόσο βέβαιοι;»

«Ο ίδιος ο δάσκαλός τους έκαψε κάτι χόρτα κι ήρθε σε έκσταση. Όταν συνήλθε μέσα από τους καπνούς μού το είπε».

«Τι είπε;»

«Ότι "αυτός έφα", οπότε δεν μπορούσα να επιμένω».

«Δηλαδή ... του το είπε ο ίδιος ο Πυθαγόρας, ε;» έκανε με τόνο κοροϊδευτικό ο Μύρων.

«Αυτά πιστεύουν» είπε ο Φανοκράτης.

«Εσύ Μύρωνα, τι βρήκες;» ρώτησε ο Ζείκρατος.

«Στου Ισοκράτη στενοχωρήθηκαν λες κι έχασαν τον αδελφό τους, αποκλείω να ήταν από αυτούς».

«Ο Κράτης τι σου είπε;» τον ρώτησαν.

«Για τους κυνικούς το αποκλείω κι εγώ. Ο Κράτης μου είπε για κάποιους που παριστάνουν δήθεν τους ορφικούς που κάνουν μαντείες και σκαρώνουν συμμορίες. Σε αυτούς λέει να ψάξουμε».

«Και πού θα τους βρούμε;»

«Θα έρθει να μας πει η Ιππαρχία για μια τέτοια ομάδα που έχει ακούσει» είπε ο Μύρων.

«Στην Ακαδημία υπάρχουν πολλοί μαθητές κι έχουν πολλές ομάδες. Ρώτησα, αλλά, κανείς όμως δεν ξέρει γι αυτές» είπε ο Ιάσων.

«Εσύ, Ζείκρατε, μίλησες με τον Θεόφραστο;»

«Πήγα και τον είδα. Φυσικά, αρνήθηκε κατηγορηματικά κάθε ανάμειξη κάποιου από την σχολή του. Θεωρούσαν τον Ερμόδωρο δικό τους άνθρωπο, μου είπε».

«Δεν έχει και άδικο» είπε ο Μύρων.

«Είδα πολλούς από τη σχολή του Αριστοτέλη εδώ γύρω. Πλάκωσαν βλέπεις όλοι οι περιπατητικοί στην πρόθεση! Θα πρέπει να ήρθε κι ο Φαληρέας για αποχαιρετισμό. Έβγαινε από το Λύκειο όταν έμπαινα εγώ. Ο Θεόφραστος μου είπε ότι σκόπευε να έρθει εδώ γιατί εκτιμούσε τον Ερμόδωρο».

«Τον είδαμε στο σπίτι του Καινέα» είπε ο Ιάσων.

«Μάλιστα, μόλις τον είδε ο Ιάσων ζήλεψε την δόξα των τυραννοκτόνων» είπε ο Μύρων.

«Δεν μπορώ τους τυράννους, ιδιαίτερα αυτούς που παριστάνουν τους φιλόσοφους!»

«Τι έλεγε στη Δάφνη;» ρώτησε ο Φανοκράτης.

«Ποια Δάφνη;» ρώτησε ο Ιάσων σαν να τον τσίμπησε σφήκα «Ποιος έλεγε, τι, σε ποιον;»

«Ο Δημήτριος ο Φαληρέας. Μόλις βγήκε απ’ το δωμάτιο με τον νεκρό, πλησίασε την Δάφνη και της μιλούσε».

«Άκουσες τι της έλεγε;»

«Όχι, αλλά την είδα στο τέλος να είναι κλαμένη».

Ο Ιάσων έκανε σαν τρελός. Έπιασε τον Φανοκράτη από την χλαμύδα και τον ταρακούνησε.

«Μιλούσε ο τύραννος στη Δάφνη κι εκείνη έβαλε τα κλάματα; Και δεν μου το λες τόση ώρα;»

«Δεν το βρήκα σημαντικό ... εσύ έλεγες ..».

«Άσε τι έλεγα!» είπε ο Ιάσων εμφανώς ταραγμένος.

«Η Δάφνη είναι ακόμα στου Ερμόδωρου» είπε ο Μύρων στον Ιάσονα. «Γιατί δεν πας να την ρωτήσεις;»

Ο Ιάσων σηκώθηκε. Ήταν αναστατωμένος και δεν μπορούσε να μείνει άλλο στο καπηλειό.

«Δεν βγάλαμε συμπέρασμα» είπε ο Φανοκράτης.

«Τζίφος η αναζήτηση» είπε ο Ζείκρατος.

«'Έχουμε καιρό να βρούμε την άκρη, δεν πρόκειται να το ξεχάσουμε το θέμα» είπε ο Μύρων.

Ο Ιάσων έτρεξε στο σπίτι του Καινέα. Υπήρχε κόσμος πολύς γιατί ο Δημήτριος δεν έλεγε να φύγει. Είχε κάτσει άνετα στο εργαστήριο του σπιτιού που ήταν ένας μεγάλος χώρος απέναντι από την τραπεζαρία. Ακριβώς επειδή ο Επιμελητής βρισκόταν εκεί, είχαν έρθει τρεις οπλίτες, μαζί με τους τρεις ιππείς, να τον φυλάνε. Το σπίτι είχε μετατραπεί σε κυβερνείο. Οι συζητήσεις κι οι αντικρουόμενες πληροφορίες για τον στόλο που βρισκόταν στην είσοδο του λιμανιού οργίαζαν. Καθένας έλεγε το μακρύ και το κοντό του.

«Θα μείνουμε στον Πειραιά για λίγο» είπε στους ιππείς. «Θέλω να δω με τα μάτια μου τι στόλος είναι αυτός».

«Εδώ είναι επικίνδυνα επιμελητή» του είπαν.

«Ενισχύστε τη φρουρά. Φωνάξτε και τον Ανθέστη».

Ο Δημήτριος ήθελε να δει τον στόλο αλλά ήθελε να τελειώσει και το θέμα της Δάφνης. Θα την ζητούσε από τον πατέρα της. Ο Ανθέστης δεν θα τολμούσε να του την αρνηθεί κι έτσι θα την έπαιρνε μαζί του στην Αθήνα. Ό,τι κι αν γινόταν στην πόλη, αυτό το βράδυ εκείνος θα κοιμόταν μαζί της. Ήταν παρθένα, όμορφη και ποθητή, κι ήθελε να την κάνει δική του. Όλο αυτό δεν μπορεί παρά να του έφερνε καλοτυχία. Οι θεοί, αν υπήρχαν, θα αγαπούσαν τους ομοίους τους, τους ευτυχείς θνητούς κι όχι τους στερημένους.

Έτσι σκεφτόταν, οδηγημένος απ’ την σοφία του, αλλά, κι από την κάψα του κορμιού του ο Φαληρέας. Ένας από τους Ιππείς του πήγε στο σπίτι του Ανθέστη. Του είπε πως τον ήθελε ο Επιμελητής που βρισκόταν στο σπίτι του Καινέα. Ο πατέρας της Δάφνης δεν μπορούσε να φανταστεί τον λόγο. Μόλις λίγο νωρίτερα είχε κάνει μια συζήτηση με την γυναίκα του. Είχαν μιλήσει για το μέλλον της κόρης τους.

«Την θέλει ένα παλικάρι καλό, από καλή γενιά» του είχε πει εκείνη. «Η κόρη μας επιμένει ότι τον θέλει κι ότι εσύ, σαν πατέρας, πρέπει να φροντίσεις γι αυτήν. Όχι μονάχα για το συμφέρον αλλά και για την ευτυχία της».

«Έτσι λέει;» είχε αναρωτηθεί ο Ανθέστης.

«Η Δάφνη είναι λογικό και καλό κορίτσι, δεν μας ντρόπιασε ποτέ, αξίζει να ακούσουμε τι θέλει κι εκείνη».

«Και ποιος είναι ο νέος;»

Του είχε πει για τον Ιάσονα. Δεν ήξερε πολλά, μόνο ότι ήταν από καλή γενιά, σπουδαία οικογένεια, κι ότι ήταν σοφός, καλός κι έξυπνος. Ήταν ένας έξοχος Αθηναίος πολίτης. Ήθελε να κάνει την κόρη τους ευτυχισμένη. Μια και δεν είχε κανένα άλλο προξενιό στο νου του, ο Ανθέστης δεν είχε επιμείνει σ’ ένα αδικαιολόγητο στείρο όχι. Αφού κι εκείνη τον ήθελε, ας έκαναν μαζί σπιτικό.

«Εσύ τον έχεις δει αυτόν τον Ιάσονα;»

«Όχι. Εμπιστεύομαι όμως την κόρη μας. Για να τα λέει αυτά, θα είναι έτσι».

«Ξέρουμε τίποτε άλλο γι αυτόν;»

«Θα μάθουμε!»

«Εντάξει, λοιπόν, πες στην κόρη σου πως ο πατέρας της λέει το ναι» είχε πει στη γυναίκα του κι ένιωσε καλά.

«Θα της το πω κι είμαι σίγουρη ότι θα έρθει να σε ευχαριστήσει με την ψυχή της».

Δεν είχε προλάβει να χωνέψει το γεγονός και να μιλήσει με την ίδια τη Δάφνη. Δεν είχε προλάβει να της πει συμβουλές σαν πατέρας. Έπρεπε να πάει για να του μιλήσει ο Επιμελητής που τον είχε ζητήσει, στέλνοντας, μάλιστα, έναν ιππέα.

«Πηγαίνω σε μια δουλειά» είπε στη γυναίκα του.

«Όταν γυρίσεις να μιλήσεις με την Δάφνη. Εγώ θα την έχω ενημερώσει για τα καλά νέα».

«Ας μας φέρει τον Ιάσονα να τον γνωρίσω κι εγώ».

Ήταν περίεργη η πρόσκληση κι ακόμα πιο περίεργο που ο Επιμελητής ήταν στον Πειραιά. Ακόμη κι αν είχε έρθει στου Καινέα για τον Ερμόδωρο, και πάλι η πρόσκληση δεν έγινε τε τον σωστό τρόπο. Θα έπρεπε να τον καλέσει στη Βασίλειο Στοά, όπου σύχναζε για τις υποθέσεις της πόλης ή, έστω, στο σπίτι του στο Άστυ. Ο Ανθέστης δεν ανακατευόταν πια ενεργά με την πολιτική αφού η πόλη κυβερνιόταν από βαλτούς του Δημήτριου. Οι Μακεδόνες ήταν ουσιαστικά οι κυρίαρχοι κι ο δήμος είχε μπει στην άκρη. Δεν καταλάβαινε, επομένως, για ποιον λόγο τον ήθελε ο Επιμελητής, όμως, δεν μπορούσε να του αρνηθεί και πήγε. Τον βρήκε στο εργαστήρι του σπιτιού του Καινέα. Είχε μεταβληθεί, με την παρουσία του Φαληρέα και των Ιππέων του σε κάτι σαν στρατηγείο.

«Τιμή μου να σε γνωρίσω από κοντά, Δημήτριε» του είπε ο Ανθέστης όταν μπήκε.

«Χαίρε Ανθέστη» απάντησε ο Δημήτριος με ένα ύφος γεμάτο ευγένεια και καλοσύνη.

«Σε τι οφείλω την τιμή, επιμελητή;»

«Ξέρεις, ήρθα ως εδώ για να αποχαιρετίσω τον Καινίδη» είπε ο Δημήτριος.

«Δυστυχώς η απώλεια είναι μεγάλη και δυσβάστακτη για τον Καινέα. Πατέρας που χάνει γιο δεν είναι καθόλου απλό να το περνάς!»

«Έχεις δίκιο, Ανθέστη. Πάντως, κοντά στη δυστυχία που φέρνει ο θάνατος, εγώ έφερα εδώ μαζί μου και μια πρόταση χαράς. Όχι για τον Ερμόδωρο, βέβαια, αλλά είναι μια πρόταση που θα φέρει ευτυχία» είπε ο Δημήτριος.

Η περίεργη διατύπωση του φιλοσόφου-τυράννου προκάλεσε την περιέργεια του Ανθέστη. Πριν προλάβει να τον ρωτήσει, άκουσε την διευκρίνιση.

«Πρόκειται για την ευτυχία της δικής σου οικογένειας» συνέχισε ο Δημήτριος.

Η περιέργεια του Ανθέστη κτύπησε κόκκινο.

«Η μοναχοκόρη σου θα παντρευτεί σύντομα» του είπε ο Δημήτριος με ένα πλατύ χαμόγελο. «Θα πάρει ένα ισχυρό άνδρα που θα σε κάνει περήφανο».

Ένα πλατύ χαμόγελο έσκασε στα χείλη του Ανθέστη.

«Ναι, το ξέρω» είπε. «Χαίρομαι που το λες, Δημήτριε, κι εσύ. Έχει βάρος ο λόγος σου».

«Πολύ εύκολα φαίνονται να είναι όλα» σκέφτηκε από μέσα του ο Δημήτριος και τον έζωσαν φίδια.

«Ώστε γνωρίζεις για ποιον σου μιλάω, ε;» είπε και κοίταξε τον Ανθέστη στα μάτια.

«Βεβαίως και γνωρίζω ... για τον Ιάσονα!»

«Πώς τον είπες;»

«Ιάσων! Έτσι λέγεται ο άντρας που θα παντρευτεί η Δάφνη. Γι αυτόν δεν μου μιλάς επιμελητή; Πιστεύω κι εγώ ότι θα με κάνει περήφανο».

Το αίμα του Δημήτριου ανέβηκε στο κεφάλι του.

«Έχεις δώσει την κόρη σου σε αυτόν τον Ιάσονα;»

«Όχι ακόμη, αλλά συμφώνησα να μου τον φέρει για να τον δω. Αν είναι όπως λένε, κι όπως μου λες κι εσύ, δεν θα έχω αντίρρηση».

Ο Δημήτριος άφριζε. Αυτό δεν το περίμενε. Ετούτος εδώ ο αφελής μιλούσε για κάποιον τυχάρπαστο Ιάσονα. Και τι είχε φανταστεί, δηλαδή; ότι τον είχε φωνάξει ολόκληρος επιμελητής για να του κάνει γαμήλιο δώρο; «Τι ανόητος»σκέφτηκε, «ω, θεοί, τι θα κάνω με δαύτον;»

«Ανθέστη, άκουσέ με. Είμαι ο Επιμελητής Αθηνών. Ό,τι θέλω να κάνω το διατάζω και γίνεται, το ξέρεις αυτό;»

«Βεβαίως, αλίμονο» είπε ο Ανθέστης κι ένιωσε ένα ρίγος στη ραχοκοκαλιά του.

«Λοιπόν, άκου τώρα τη διαταγή μου: Δεν θα μιλήσεις ποτέ ξανά για αυτόν τον Ιάσονα. Αν το κάνεις θα τον συλλάβω και θα τον δικάσω σε θάνατο. Θα δικάσω και σένα σε εξορία, το κατάλαβες αυτό που σου λέω;»

«Ναι ...ναι, δηλαδή... ναι!» έκανε τρέμοντας ο Ανθέστης.

Τρόμαξε. Είδε στα μάτια του Δημήτριου να αστράφτουν όλες οι μακεδονικές σάρισες που στήριζαν την θέλησή του.

«Και τώρα που τελειώσαμε με αυτόν τον Ιάσονα, άκου τη συνέχεια. Έχω δει την κόρη σου, την Δάφνη. Την θέλω και θα την κάνω γυναίκα μου!» είπε ο Δημήτριος αφήνοντας τον συνομιλητή του άναυδο.

«Μα ,,,» πήγε να πει.

«Δεν έχει “μα”! Είπα κι ελάλησα. Αυτό που άκουσες θα γίνει. Ιάσων τέλος. Η Δάφνη θα γίνει γυναίκα μου, κι εσύ θα συγγενέψεις με εμένα!»

Οι μακεδονικές σάρισες που έβλεπε ο Ανθέστης στα μάτια του Δημήτριου πολλαπλασιάστηκαν. Συμπληρώθηκαν με πολιορκητικούς κριούς κι ασπίδες και τόξα. Τα λόγια του τυράννου δεν σήκωναν αντίρρηση και τα θυμωμένα μάτια του έβγαζαν φωτιές. Φιλόσοφος στα συμπόσια ο Δημήτριος αλλά τώρα άγριο ζώο. Πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα ώσπου να ανοίξει ξανά το στόμα του ο Ανθέστης. Σε αυτό το χρονικό διάστημα ο επιμελητής πρόλαβε να επαναλάβει το αίτημά του. Έτσι που το έθετε, έμοιαζε με ανακοίνωση πολεμικής διαταγής μάλλον παρά με αίτημα.

«Άκουσες τι σου είπα, Ανθέστη; Εγώ θα παντρευτώ την κόρη σου! Της το έχω πει ήδη. Της είπα ακόμη πως θα μιλήσω μαζί σου. Ξέρει ότι δεν θα έχεις αντίρρηση κι ο γάμος θα γίνει πολύ σύντομα».

Ο συνομιλητής του περιορίστηκε σε ένα «ναι» με μια φωνή ξεψυχισμένη. Το διάγγελμα του Φαληρέα τελείωσε με μια νέα προσταγή.

«Θέλω, τώρα, να πας να μου την φέρεις για να ακούσει από το στόμα σου την καλή της τύχη».

Τα λόγια του Δημήτριου ηχούσαν σαν καταδίκη στα αυτιά του Ανθέστη. Όχι πως δεν ήθελε για γαμπρό του τον πιο δυνατό Αθηναίο της εποχής. Υπό άλλες συνθήκες όχι μόνο δεν θα απέρριπτε μια τέτοια τιμή, αλλά θα ένιωθε κι ευτυχής. Ωστόσο, ένιωθε πως αυτή η δύναμη με την οποία θα συγγένευε ήταν μια δύναμη καταστροφής. Ένιωθε προσβολή από τον τρόπο που τον είχε αντιμετωπίσει, από τα «όχι» και τα «ναι» που είχε εκστομίσει. Είχε θυμώσει από τις διαταγές που άκουγε κι από την έλλειψη σεβασμού προς το πρόσωπό του.

Ο Ανθέστης, οι Αθηναίοι, οι Έλληνες πολίτες σε όλες τις πόλεις, είχαν ζήσει διακόσια χρόνια τώρα με δημοκρατία. Ήταν το πατρώο πολίτευμα που θριάμβευε σε όλους τους τομείς. Με κλήρωση όλοι, δυνατοί κι αδύνατοι, έπαιρναν με τη σειρά όλα τα αξιώματα. Κάθε πολίτης γινόταν την μια χρονιά βουλευτής, την άλλη δικαστής, την άλλη επώνυμος άρχων. Δεν αποφάσιζαν απλά και μόνο στην Εκκλησία του Δήμου, στη Βουλή ή στην Ηλιαία. Έκαναν κάτι πολύ περισσότερο κι από τους ίδιους τους νόμους. Οι ίδιοι κυβερνούσαν τους εαυτούς τους κι οι ίδιοι τους δίκαζαν.

Δεν εξέλεγαν αρχηγούς για να κυβερνούν και δικαστές για να δικάζουν γιατί με την εκλογή, έβγαιναν πάτα οι ίδιοι. Οι γνωστοί, οι πλούσιοι, οι “άριστοι” εκλέγονταν πάντοτε βασιλείς, πρυτάνεις, βουλευτές κι άρχοντες. Αυτό ήταν το πολίτευμα της αριστοκρατίας. Οι Έλληνες το είχαν ξεπεράσει. Όχι μόνο δεν ανέχονταν τύραννο, αλλά ούτε καν ανέθεταν σε κάποιους, λίγους και επαΐοντες, να τους κυβερνούν. Κυβερνούσαν όλοι, με θητεία μονοετή, μπαίνοντας στην κληρωτίδα. Ούτε είχαν κάποιους ειδικούς δικαστές ή ιερείς ή άρχοντες για να τους δικάζουν. Δίκαζαν όλοι μαζί σε μεγάλα δικαστήρια με χίλιους κληρωτούς δικαστές, όπως η Ηλιαία. Σε αυτό διέφεραν απ’ τους βαρβάρους. Δεν είχαν κανέναν να υπακούν παρά μόνο στους νόμους που ψήφιζαν όλοι χωρίς κανέναν άρχοντα στο κεφάλι τους.

Ετούτος εδώ ο φιλόσοφος-τύραννος είχε περιορίσει τον αριθμό των πολιτών από δέκα χιλιάδες σε χίλιους. Είχε βάλει δικούς του ανθρώπους να δέχονται ή να απορρίπτουν την δόξα του δήμου. Και, τώρα, ερχόταν να του επιβάλει την θέλησή του με τόσο σκαιό τρόπο. Είχε, όμως, στα χέρια του την δύναμη να επιβάλει την θέλησή του. Στηριζόταν στην μακεδονική σάρισα, αλλά, αυτή ήταν η πραγματικότητα εδώ και δεκαπέντε χρόνια στην Αθήνα.

«Αν δεν θέλει εκείνη, Επιμελητή, τι να κάνω;»

«Τι θα πει “αν δεν θέλει”, Ανθέστη; Είσαι πατέρας της. Έχεις όλη την εξουσία να της επιβάλεις την δική σου θέληση. Το αρνείσαι;» είπε ο Δημήτριος θυμωμένος.

Ο Ανθέστης ήταν στην πόρτα του εργαστηρίου που είχε γίνει προσωρινά κυβερνείο. Αν μπορούσε θα έκανε μεταβολή και θα έβγαινε τρέχοντας. Ένιωθε να πνίγεται εκεί μέσα. Πριν προλάβει, όμως, να κινηθεί, είδε κάποιον άγνωστο να μπαίνει μέσα φουριόζος. Ο νεοφερμένος δεν έδωσε καμιά σημασία στους φρουρούς που κι αυτοί αιφνιδιάστηκαν. Ήταν ένας νέος. Τα μάτια του άστραφταν από θυμό, όπως και του Δημήτριου. μόνο που το δικό τους βλέμμα ήταν πιο καθαρό. Ο νέος που μπήκε μέσα ρίχτηκε κατ' ευθείαν στον Δημήτριο. Τον έπιασε από την χλαμύδα και τον ταρακούνησε δυνατά μιλώντας του με θυμό κι αγανάχτηση.

«Τι θέλεις, γελοίε τύραννε, και βασανίζεις μιαν αθώα ψυχή; Δεν σου φτάνει που βασανίζεις μιαν ολόκληρη πόλη; Τι ζητάς, απαίσιε, από ένα αθώο κορίτσι;»

Ο Δημήτριος παραπάτησε αιφνιδιασμένος. Θα έπεφτε αν δεν συγκρατιόταν από τον ένα ιππέα του. Την ίδια στιγμή τα ξίφη των άλλων δύο ιππέων προτάθηκαν με τις αιχμές τους στραμμένες πάνω στο στήθος του νέου.

«Ποιος είσαι εσύ, ανόητε; Τι θέλεις;» πρόλαβε να πει ο αιφνιδιασμένος και τρομαγμένος Δημήτριος.

«Γελοίε τύραννε, σε προειδοποιώ. Μην τολμήσεις να αγγίξεις ξανά τη Δάφνη. Θα σε σκοτώσω και θα μου στήσουν άγαλμα!» είπε ο έξαλλος νέος που δεν λογάριαζε τα ξίφη.

Ο τόπος της κηδείας ήταν ένα άσυλο. Αυτό εμπόδισε τον Ιάσονα λίγο νωρίτερα να γίνει τυραννοκτόνος. Το ίδιο έθιμο εμπόδιζε και τους φρουρούς να τον σκοτώσουν κι εκείνον. Έτσι ζούσαν μέχρι στιγμής κι ο τύραννος, αλλά, κι ο εισβολέας που δεν έδειχνε να φοβάται τους φρουρούς. Μόνο οι ασπίδες των ιππέων, που είχαν μπει ανάμεσα σε εκείνον και τον Δημήτριο, τον είχαν σταματήσει. Αλλιώς θα είχε κόλας ξυλοφορτώσει τον τύραννο.

«Φρουροί! Ξυπνήστε! Δεν βλέπετε;» ακούστηκε η φωνή του Δημήτριου.

Ο Ανθέστης έβλεπε την απίστευτη σκηνή να λαμβάνει χώρα μπροστά στα μάτια του. Αυτός φοβόταν ακόμα και να αντιμιλήσει στον τύραννο, αλλά, ο νέος τον είχε εξευτελίσει.

«Σκοτώστε τον!» φώναξε ο Δημήτριος στους φρουρούς του. «Τι τον κοιτάτε έτσι σαν χαζοί;» τους είπε.

*********************************

Αύριο Παρασκευή, το τελευταίο κομμάτι αυτού του κεφαλαίου που κλείνει το μεσημεριανό της 9ης Ιουνίου.

Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2020

08 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 8η

Είμαστε πάντα στο μεσημεριανό της 9ης Ιουνίου. Ο Ιάσων μόλις που συγκρατείται να μην ορμήσει στον Δημήτριο Φαληρέα. Είναι τύραννος, αλλά, καλοβλέπει και την Δάφνη, πράγματα αρκετά για να του επιτεθεί. Τον συγκρατούν όμως. Ο τελευταίος τους διάλογος:

«Δεν θα τα καταφέρεις, έχει μαζί του φρουρούς».

«Κι ο Ίππαρχος είχε αλλά, ο Αρμόδιος κι ο Αριστογείτων τον ξέκαναν!»

«Συντρέχουν, Ιάσονα, οι ίδιες ερωτικές προϋποθέσεις;» τον ρώτησε ο Μύρων χαμογελώντας.

«Όσο κι αν σε συμπαθώ φίλε μου» του απάντησε με ένα γέλιο ο Ιάσων «τέτοιες συνήθειες μού είναι ξένες».

«Άρα, θα αποτύχεις» είπε ο Μύρων «γι αυτό ... άσ' το!»

«Για την ώρα το αφήνω. Να ξέρεις, όμως, ότι θα έρθει η στιγμή του».

Πέρα από αυτό το πολιτικό πρόβλημα, υπάρχει και η καθημερινότητα. Εδώ βλέπουμε πως οργανώνεται μια ορφική οργάνωση με στόχο βέβαια όχι την άλλη ζωή, αλλά, κάποιες περιουσίες πολιτών.

****************************

συνέχεια του μεσημεριού της 9ης Ιουνίου (4ο μέρος) 


 ................................

 «Πάμε τώρα στου Λυκανία, έχουμε να μιλήσουμε».

Ο Ιάσων κι ο Μύρων έφυγαν για του Λυκανία. Πίσω στο σπίτι, ο Φαληρέας χαιρέτισε τον Ερμόδωρο και βγήκε στο αίθριο. Βγαίνοντας απ’ την πόρτα, την είδε. Εκείνη έψαχνε για τον Ιάσονα, αλλά, έπεσε σχεδόν πάνω στον Δημήτριο.

«Δάφνη!» έκανε ξαφνιασμένος εκείνος.

«Επιμελητή! Εσύ εδώ;»

«Ήρθα να χαιρετίσω τον Ερμόδωρο».

«Τι ξαφνικός κι άδικος θάνατος!» είπε η Δάφνη.

«Στην πραγματικότητα, ήρθα ...» της είπε διστακτικός, «ήρθα για σένα, για να σε βρω».

«Για μένα; Τότε δεν έπρεπε να έρθεις. Δεν χρειαζόταν. Σου έδωσα την απάντησή μου».

«Ξέρεις ότι είναι ανάρμοστο να συζητώ με σένα κάτι τέτοιο. Με τον Ανθέστη, τον πατέρα σου, πρέπει να μιλήσω κι εκείνος να σε παραδώσει σε μένα. Σε ρώτησα, όμως, γιατί σε εκτιμάω και σε υπολογίζω σαν άνθρωπο».

«Ευχαριστώ επιμελητή για τα αισθήματα που τρέφεις για μένα. Ωστόσο, αφού με ρώτησες, σημαίνει πως σε νοιάζει η γνώμη μου, κι αυτήν στην είπα».

«Οι άνθρωποι πολλές φορές αλλάζουν γνώμη».

«Εγώ, όμως, δεν έχω αλλάξει» του είπε με πείσμα.

Η Δάφνη ένιωσε πολύ πιεσμένη. Αντιστεκόταν σθεναρά, αλλά, γνώριζε πως εκείνος, σαν άντρας και τύραννος, είχε τα μέσα για να της επιβληθεί. Της ερχόταν να κλάψει. Δύσκολα κρατήθηκε να μην ξεσπάσει μπροστά σε τόσο κόσμο. Δεν ήθελε να του δείξει την αδυναμία της κι έκανε να τον προσπεράσει για να μπει στην αυλή.

«Πού πας;» της είπε εκείνος απογοητευμένος που δεν την συγκινούσε σχεδόν καθόλου.

«Να μπω ... με περιμένουν» είπε εκείνη κομπιάζοντας.

Ο Δημήτριος δεν ένιωθε καλά. Κανένας δεν μπορούσε να τον αγνοεί. Ήταν από τρανή γενιά, φιλόσοφος, Επιμελητής! Για όλους αυτούς τους λόγους, μπορεί να τον μισούσαν ή και να τον φοβούνταν, κανείς όμως δεν τον περιφρονούσε. Και νά που βρισκόταν εδώ μια εικοσάχρονη, που τον αρνιόταν! Ίσως αυτός να ήταν ο λόγος που την ήθελε τόσο πολύ. Ίσως κάπου βαθιά μέσα του έβλεπε το θάρρος της κι αυτό προκαλούσε την μανία του να την κερδίσει. Δεν την ήθελε απλά και μόνο σαν γυναίκα. Δεν νοιαζόταν να κατακτήσει μόνο το κορμί της, αυτό ήταν το εύκολο. Ήθελε να κερδίσει την καρδιά και το μυαλό της. Αν του έδινε μόνο μια ευκαιρία ...! Με την σοφία και τις αρετές του θα την κατακτούσε. Κι όμως, εκείνη τον αρνιόταν! Ήταν απίστευτο όσο κι εξωφρενικό!

«Δάφνη, μη με προκαλείς!» της είπε με ύφος αυστηρό.

«Δεν σε προκαλώ, απλά σου μιλάω με ειλικρίνεια» είπε η νεαρή με ευγενικό τρόπο.

Ήταν φοβισμένη βλέποντας μπροστά της αυτόν τον ισχυρό άνδρα να χάνει την ψυχραιμία του. Ένιωθε πως η ζωή της καταστρεφόταν με την επιμονή του να την κάνει ερωμένη του. Αν γινόταν θα ήθελε να εξαφανιστεί.

«Άσε με να περάσω, Επιμελητή, σε παρακαλώ» είπε με φωνή σβησμένη.

Εκείνος μετάνιωσε που της μίλησε με τρόπο αυταρχικό. Το ένιωθε ότι δεν μπορούσε να ελέγξει τα συναισθήματά του. Όσο την έβλεπε τόσο πιο πολύ την ποθούσε, τόσο πιο πολύ ήθελε να βρει τρόπους να σπάσει την άρνησή της. Ήθελε να την κάνει δική του ολοκληρωτικά.

«Θα μιλήσω με τον πατέρα σου» της είπε.

Αυτό ήταν απειλή. Αν ο Ανθέστης συμφωνούσε, εκείνη δεν θα είχε κανένα τρόπο να αμυνθεί. Οι νόμοι της πολιτείας την υποχρέωναν να υπακούσει.

«Σε παρακαλώ να μην το κάνεις αυτό» του είπε κι έβαλε τα κλάματα καθώς είχε ανάγκη να ξεσπάσει.

«Μην κλαις ... σταμάτα» της είπε ο Δημήτριος νιώθοντας να γίνεται γελοίος.

Δεν ήταν δυνατόν. Ο Επιμελητής, ο πιο ισχυρός άντρας στην Αθήνα, να παρακαλάει ένα κοριτσόπουλο. Κι εκείνο να του αρνείται κλαίγοντας, σχεδόν στην αγκαλιά του.

.............................................

Η Πανδότη είχε μόλις μιλήσει με τον Μεγάλο Μύστη κι ήταν σίγουρη για τις εντολές που έπρεπε να μεταφέρει. Τους είπε ποιος θα ο στόχος, πού έμενε, τι έκανε όλη την ημέρα, τις συνήθειές του και πού θα τον έβρισκαν.

«Θα είστε προσεκτικοί» τους είπε.

«Είμαστε προσεκτικοί Πανδότη» είπε ο Υπάνωρ.

«Σαν την άλλη φορά που χτυπήσατε λάθος άνθρωπο;»

«Μια φορά μόνο έγινε το λάθος. Οι πληροφορίες που μας δόθηκαν ήταν ασαφείς» επέμεινε ο Υπάνωρ.

«Μα δυο φόνοι σε μια μέρα δεν είναι πάρα πολλοί;» την ρώτησε ο Φερεθάνης.

«Καλύτερα να περιμένετε ώσπου να σκοτεινιάσει, για να αλλάξει η μέρα» τους είπε η Πανδότη αγχωμένη.

Τους έβλεπε να φέρνουν, με διάφορους τρόπους, με σωστά ή λάθος επιχειρήματα, αντιρρήσεις. Δεν το δεχόταν. Η ευπιστία ήταν το πρώτο και μοναδικό απαιτούμενο από τα όργανα, τα κατώτερα μέλη της οργάνωσης. Γι αυτό είχαν και δωρεάν τροφή, στέγη, γυναίκες και διασκεδάσεις. Γι αυτό, στην επόμενη ζωή τους, θα είχαν καλή τύχη και θεϊκή εύνοια. Όταν η οργάνωση τους έδινε τόσα σήμερα -και πολύ περισσότερα στον επόμενο αιώνα- πως μπορούσαν να απιστούν; Δεν έμπαινε ποτέ σε αμφισβήτηση η κρίση των Μεγάλων Μυστών; Αυτό ήταν απαράδεκτο. Ερωτήσεις σαν αυτές που έθεταν, έδειχναν αμφισβήτηση, που θα πει ασέβεια!

«Πανδότη, σε πειράζει να μας μιλήσεις; Πειράζει να μας πεις μερικά πράγματα;» ρώτησε δειλά ο Υπάνωρ.

«Τι θέλετε να μάθετε;»

«Εγώ πάντως» πετάχτηκε ο Ληθόνους «θέλω να μου πεις αν θα κοιμηθώ σήμερα με το Ερώδιον;(*1)»

«Όταν γυρίσετε έχοντας κάνει το καθήκον σας, αυτό που θέλει η οργάνωση, θα έχετε βραδιές ευτυχίας. Το Ερώδιον το Ηδύ και το Μελίδιον θα σας περιμένουν!»

«Θα περάσουμε κι από τη Σπηλιά;» ρώτησε ο Φερεθάνης.

«Φυσικά» είπε η Πανδότη. «Όλα θα γίνουν όπως πρέπει, όπως γίνονται κάθε φορά».

Όποτε η οργάνωση απαιτούσε μια παράνομη ενέργεια από τα κατώτερα μέλη της, η σειρά ήταν: Πρώτα επισκέπτονταν ένα καταγώγιο που το αποκαλούσαν «Σπηλιά». Εκεί έπιναν μέλι με νερό κι έτρωγαν φύλλα από χόρτο που τους ζάλιζαν. Ταυτόχρονα με την ζαλάδα, ένιωθαν να ανεβαίνουν ψυχικά και να γεμίζουν με δύναμη. Αυτό τους έδινε το αναγκαίο θάρρος για να προχωρήσουν στην αποστολή. Ακολουθούσε το καθήκον που τους είχαν αναθέσει να εκτελέσουν.

Συνήθως περνούσαν μια δοκιμασία που τους διατηρούσε γυμνασμένους. Πολύ σπάνια επρόκειτο για κάποια παρανομία κι οι φόνοι ήταν πρόσφατη εφεύρεση. Όπως τους είχε εξηγήσει η Πανδότη, σύντομα οι φόνοι θα έπαιρναν τέλος. Μετά από την αποστολή, το ίδιο εκείνο βράδυ, ακολουθούσε ένα συμπόσιο με κιθαρωδούς κι όμορφο κρασί. Κι έφτανε ύστερα, στο τέλος, η στιγμή της απέραντης ηδονής και της ευτυχίας. Το Ερώδιον, η Ηδύς και το Μελίδιον, κατώτερα όργανα της οργάνωσης κι αυτά, ήταν δικά τους. Τους καταβύθιζαν σε στιγμές απύθμενου έρωτα που κρατούσαν ολόκληρο το βράδυ. Αυτές οι αποστολές που αναλάμβαναν ήταν ό,τι άξιζε στη ζωή. Με το θαυματουργό χόρτο στο ξεκίνημα και τον θεϊκό έρωτα στο τέλος ήταν σκέτη ευτυχία. Η ζωή χωρίς αυτά ήταν ένα τίποτε. Αυτό σκέφτονταν οι τρεις εκτελεστές εκτός ... εκτός από τον Υπάνορα που τώρα τελευταία έκανε νερά!

Ο Υπάνωρ θα έμενε -όπως κι οι σύντροφοί του- πιστός στην οργάνωση. Θα έμενε πιστός στην Πανδότη, την ιέρεια που μεσολαβούσε ανάμεσα σ’ αυτόν και τους Μύστες. Ποτέ δεν θα αμφισβητούσε ένα σύστημα που του έδινε τόση ηδονή και του ζητούσε τόσο λίγα. Η οργάνωση τον είχε σώσει από χρεοκοπία και μετατροπή του σε δούλο λόγω χρεών. Θα έμενε πιστός αν δεν άλλαζαν όλα γύρω του, αν ο κόσμος του δεν άλλαζε τόσο ριζικά όταν γνώρισε την Εριφύλη.

Η Εριφύλη ήταν μια ομορφούλα και νεαρή κοπέλα που θαύμαζε την Ιππαρχία. Την είχε γνωρίσει, είχε μιλήσει μαζί της και ποθούσε να ακολουθήσει τα χνάρια της. Δεν είχε φύγει από το σπίτι της, ούτε τολμούσε ακόμη να φερθεί τόσο ελεύθερα όσο η κυνική φιλόσοφος. Τα είχε σκεφτεί, όμως, όλα κι είχε πάρει την απόφαση να αλλάξει τη ζωή της. Σταθεροποιήθηκε αυτή η απόφαση κι έγινε ο μοναδικός της στόχος ιδιαίτερα από τότε που γνώρισε τον Υπάνορα. Όπως τον είδε, ήταν ωραίος, νέος, δυνατός κι εύστροφος, που είχε ένα ελάττωμα, μιαν ανεξήγητη δειλία. Υπήρχε κάτι που τον συγκρατούσε κι η Εριφύλη δεν μπορούσε να το καταλάβει. Κάποια στιγμή ο Υπάνωρ εκδήλωσε την επιθυμία του να την κάνει γυναίκα του. Της υποσχέθηκε να την έχει ελεύθερη όπως η Ιππαρχία. Η Εριφύλη τον αγάπησε κι αποφάσισε να δέσει τη ζωή της μαζί του. Θα αντιμετώπιζαν μαζί και την δειλία του κι όποια άλλα προβλήματα είχαν, είτε αυτός είτε εκείνη. Θα δένονταν όπως δέθηκε ο Απόλλων με τη Δάφνη κι όπως ο Ορφέας με την Ευρυδίκη.

«Θα σε πάρω να φύγουμε» της είχε πει.

«Κι εγώ θα σε περιμένω να το κάνεις, αγαπημένε» ήταν η άμεση απάντησή της.

«Πρέπει να φύγω από την Αθήνα. Μπορούμε να πάμε στη Χαλκίδα όπου κυβερνάει ο δήμος κι έχω γνωστούς για να μας βοηθήσουν».

«Θα έρθω μαζί σου όπου κι αν πας».

«Ίσως πάμε σαν άποικοι στην Κύμη, είναι στην Ιταλία».

«Όπου κι αν πας».

«Και θα ζούμε ελεύθεροι» της υποσχόταν.

«Όπως ο Κράτης κι η Ιππαρχία;»

«Ναι, όπως θέλεις εσύ μικρό μου Εριφύλιον» της έλεγε.

Τα μάτια του καθρέφτιζαν την επιθυμία του και τους φόβους του μαζί. Ο Υπάνωρ ήξερε πως ήταν δειλός κι ότι οι πιο πολλές υποσχέσεις που είχε δώσει στο παρελθόν ήταν λόγια του αέρα. Προτιμούσε, όμως, αυτή τη φορά να πεθάνει παρά να την απογοητεύσει. Είχε νιώσει την ευτυχία που του χάριζαν το Ερώδιον, η Ηδύς ή το Μελίδιον. Είχε αισθανθεί και την δύναμη που του έδινε το γλυκό χόρτο μαζί με την υπόσχεση της άλλης ζωής. Όλα αυτά ήταν ισχυροί δεσμοί, όμως η ευτυχία που του υποσχόταν η Εριφύλη κι η ζωή μαζί της τους ξεπερνούσαν. Ξέφτιζε το όραμα αυτών των δεσμών μπροστά της. Γι αυτό ο Υπάνωρ ήταν πολύ πιο διστακτικός από κάθε άλλη φορά. Δεν θα προχωρούσε τόσο εύκολα στο νέο καθήκον που του έθετε η οργάνωση όταν, μάλιστα, αυτό ήταν ένας ακόμη φόνος!

«Τι τρέχει με σένα Υπάνορα;» τον ρώτησε η Πανδότη που κατάλαβε πως κάτι έτρεχε.

«Τίποτε Πανδότη, κάτι σκόρπιες σκέψεις».

«Ξέρεις πως απαγορεύονται οι σκόρπιες σκέψεις» του είπε θυμωμένη.

«Εγώ νόμιζα πως απαγορεύονται οι απαγορεύσεις» της είπε κι εκείνος αντιδρώντας.

«Έχουμε δουλειά να κάνουμε, πρέπει κάποια στιγμή να συγκεντρωθείς».

«Μην ανησυχείς για μένα» της είπε ο Υπάνωρ.

Η Πανδότη όμως ανησυχούσε. Τους εξήγησε τι ακριβώς έπρεπε να κάνουν. Τους τόνισε ότι η επέσπευδαν την πράξη τους εξ αιτίας του στόλου που πλησίαζε κι ίσως είχε φτάσει στον Πειραιά.

«Δεν ξέρουμε ποιος είναι μέσα και τι αλλαγές θα φέρει στην Αθήνα» τους είπε. «Ακόμα κι αν είναι φίλοι του Δημήτριου μπορεί να γίνουν αλλαγές. Ίσως του επιβάλουν συμβούλους που θα αλλάξουν τις ισορροπίες γύρω από την επιμελητεία. Γι' αυτό πρέπει να δράσουμε άμεσα».

«Αλλάζει τίποτε στο πρόγραμμα;» ρώτησε ο Ληθόνους.

«Μέλι και χόρτο για πριν, κι έρωτας με τις κοπέλες για μετά. Αυτό είναι το πρόγραμμα» διαβεβαίωσε η Πανδότη.

«Ε, λοιπόν, τι περιμένουμε;» αναρωτήθηκε ο Ληθόνους.

«Ας πιούμε να ευχηθούμε στην υγειά μας. Καλό ταξίδι για τον άτυχο» είπε ο Φερεθάνης, που πάντα σκεφτόταν το καλύτερο δυνατόν για τα θύματά του.

Ο Υπάνωρ σκεφτόταν διαφορετικά. Ίσως ήταν καιρός να φύγει από μιαν οργάνωση που δεν δίσταζε να σκοτώνει ανθρώπους. Σκότωνε για λόγους που γνώριζαν οι Μύστες, οι αρχηγοί, τους οποίους, έτσι κι αλλιώς, δεν τους έβλεπαν ποτέ. «Ποιος θεός άραγε θα συμφωνεί με κάτι τέτοιο;» αναρωτήθηκε. «Ίσως μόνον ο Άδης» απάντησε στον εαυτό του. Η σκέψη της Εριφύλης ήρθε εκείνη τη στιγμή στο μυαλό του για να τον γλυκάνει. Προς το παρόν ζούσαν κι οι δυο στην παρανομία. Εκείνη «έκλεβε» από το σπίτι της κοσμήματα της μάνας της κι εκείνος μάζευε χρήματα κάνοντας φόνους. Υπολόγιζαν πως έτσι θα έφτιαχναν ένα κομπόδεμα ικανό για να μεταναστεύσουν σε μιαν άλλη πόλη.

Παραπομπή:

(*1) Ο τύπος του ουδέτερου με κατάληξη «-ίδιον» ήταν συνήθης για γυναίκες, ιδιαίτερα μικρής ηλικίας, όπως σήμερα λέμε «η Κατερίνα- το Κατερινάκι» ή «η Μαρία-το Μαράκι» κτλ.


****************************

Αύριο Πέμπτη η συνέχεια του πρωινού της 9ης Ιουνίου (4ο μέρος)

Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2020

Έκτακτη συνεδρίαση ΔΣ για την Παιδεία

Για την συζήτηση στο έκτακτο Δημοτικό Συμβούλιο με τηλεδιάσκεψη με θέμα την Παιδεία έστειλα το παρακάτω ημεηλ και sms στον Πρόεδρο και τους επικεφαλής των παρατάξεων του ΔΣ.

«Κύριε Πρόεδρε, κύριοι σύμβουλοι
Στέλνω την άποψή μου και παρακαλώ να γραφτεί στα πρακτικά.
Παρακαλώ να με θεωρήσετε παρόντα.
Συμπαραστεκόμαστε στον αγώνα των μαθητών που είναι και αγώνας όλης της εκπαιδευτικής κοινότητας.
Ο δήμος πρέπει να κάνει ό,τι είναι δυνατόν για να βοηθήσει. Μερικού τρόποι είναι οι εξής:
α.
Να παραχωρήσει αίθουσες στα σχολεία (πολιτιστικά κέντρα και άλλα δημοτικά κτήρια) για να μειωθεί ο αριθμός των μαθητών στις τάξεις. Αυτό βέβαια χρειάζεται την συνέργεια του υπουργείου αλλά εμείς πρέπει να πιέσουμε προς αυτή την κατεύθυνση με το να είμαστε έτοιμοι αν μας ζητηθεί να το υλοποιήσουμε άμεσα.
β.
Ο δήμος να διαθέσει προσωπικό καθαριότητας στα σχολεία.
γ.
Ο δήμος να εξετάσει το ενδεχόμενο να υπάρχουν δημοτικά συνεργεία με την βοήθεια των σχολείων στις εισόδους όλων των σχολείων που να κάνουν προσεκτική απολύμανση των μαθητών, να δίνουν μάσκες και απολυμαντικά υγρά και να φροντίζουν για την τήρηση των μέτρων.
Γιώργος Τσιρίδης»

Το τελικό ψήφισμα που εξέδωσε το Δημοτικό Συμβούλιο είναι:
 
ΨΗΦΙΣΜΑ
Το δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Κερατσινίου Δραπετσώνας, εκφράζει την ανησυχία του για τον τρόπο που αποφάσισε η κυβέρνηση να ανοίξουν τα σχολεία, μη έχοντας προβεί στην λήψη αναγκαίων και απαραίτητων μέτρων. Η πρωτόγνωρη κατάσταση που δημιουργήθηκε από την πανδημία έρχεται να προστεθεί και στα υπόλοιπα ζητήματα τα οποία αφορούν όχι μόνο τα υγειονομικά θέματα αλλά και προβλήματα που χρονίζουν κυρίως λόγω της υποχρηματοδότησης της παιδείας.
Το άνοιγμα των σχολείων έπρεπε να γίνει για λόγους κοινωνικούς, παιδαγωγικούς αλλά και οικονομικούς, όμως με τα απαραίτητα μέτρα ώστε να γίνει με ασφάλεια για μαθητές, εκπαιδευτικούς και εργαζόμενους.
Υπάρχουν άμεσες προτεραιότητες που πρέπει να αντιμετωπιστούν είτε αφορούν θέματα που χρονίζουν είτε αυτά που προκύπτουν λόγω των τωρινών συνθηκών, γι αυτό προτείνουμε:
Αύξηση της χρηματοδότησης από τον κρατικό προϋπολογισμό προκειμένου να καλυφθούν όλα τα αναγκαία μέσα προστασίας και καθαριότητας στα σχολεία .
Άμεση πρόσληψη σημαντικού αριθμού εκπαιδευτικών για την κάλυψη των κενών ωρών και λειτουργία νέων τμημάτων προκειμένου μειωθεί ο αριθμός των μαθητών ανά τμήμα με ανώτατο όριο τους 15 μαθητές,
Άμεση πρόσληψη μόνιμων καθαριστριών πλήρους απασχόλησης προκειμένου καλυφθούν οι ανάγκες όλων των χώρων καθαριότητας των σχολικών μονάδων και μάλιστα σε περίοδο πανδημίας, τόσο κατά την διάρκεια του σχολικού ωραρίου όσο και μετά το πέρας.
Θωράκιση του δημόσιου συστήματος υγείας, μαζικές προσλήψεις ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, με δυνατότητα μαζικών τεστ σε εκπαιδευτικούς , εργαζόμενους και μαθητές. Ενίσχυση και γενναία χρηματοδότηση για τα δημόσια νοσοκομεία και τα κέντρα υγείας.
Το δημοτικό συμβούλιο της πόλης στέκεται δίπλα στους αγώνες μαθητών, γονιών ,εκπαιδευτικών στις διεκδικήσεις τους για την ασφαλή λειτουργία των σχολείων. Ταυτόχρονα δηλώνει κατηγορηματικά την αντίθεσή του στην προσπάθεια ποινικοποίησης και καταστολής αυτών των αγώνων.

07 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 7η

Σήμερα Τρίτη το δεύτερο μέρος εκείνου του μεσημεριού της 9ης Ιουνίου.

Καθώς ο στόλος πλησιάζει, εντείνονται οι απορίες για το αν είναι φιλικός ή όχι και για το τι θα συμβεί. Άλλες οι προσδοκίες του Δημήτριου Φαληρέα, κι άλλες των δημοκρατικών. 

Στην κηδεία, με δυσκολία συγκρατούνται τα πνεύματα που είναι οξυμμένα από την πολιτική αντιπαράθεση. 

***************************

(συνέχεια του μεσημεριανού της 9ης Ιουνίου)

Ο Δημήτριος ξεπέζεψε από το άλογο όπως κι οι τρεις φίλοι του ιππείς που είχε για συνοδεία κι ασφάλεια. Μπήκαν με βιαστικό βήμα στο αίθριο της Σχολής των Περιπατητικών. Την σχολή είχε ιδρύσει πριν από τριάντα χρόνια ο Αριστοτέλης και την διοικούσε εδώ και δεκαπέντε χρόνια ο Θεόφραστος. Γύρω, η φύση ήταν όμορφη, δενδροφυτεμένη κι ευωδιαστή. Η περιοχή βρισκόταν έξω από τα τείχη της πόλης, ανάμεσα στους δυο ποταμούς, τον Ηριδανό και τον Ιλισό. Ακουγόταν το νερό που κυλούσε απαλά και τα θροΐσματα των φύλλων. Ήταν ένα τοπίο πολύ ειδυλλιακό. Απέναντι διακρινόταν ο επιβλητικός ναός του Ηρακλή Παγκράτους. Πιο εδώ βρισκόταν το ιερό του Λυκείου Απόλλωνος, που είχε δώσει το όνομά του, «Λύκειον», στη Σχολή.

Σε μια σκιερή γωνία στεκόταν ο Θεόφραστος και τον περίμενε. Του είχαν πει πως ερχόταν ο Επιμελητής με τρεις ιππείς κι είχε βγει να τους υποδεχτεί. Ο Δημήτριος ήταν παλιός του μαθητής κι ολοκληρωμένος φιλόσοφος. Προσπαθούσε να κάνει την Αθήνα ιδανική πολιτεία, αντάξια των σκέψεων ενός σοφού. Τον κατηγορούσαν για τύραννο αλλά ο Θεόφραστος δεν τον έβλεπε έτσι. Όχι μόνο εφάρμοζε ιδέες του Αριστοτέλη, αλλά, κι η Σχολή δεχόταν μεγάλη βοήθεια όσο αυτός διοικούσε την πόλη. Κι ο ίδιος εξάλλου ήταν ο πιο βασικός σύμβουλος του Δημήτριου. Οι κατήγοροί του είχαν χάσει τους τρεις οβολούς ή τη μια δραχμή τη μέρα που τους έδινε η δημοκρατία. Αυτό ήταν όλο κι όλο το πρόβλημά τους!

Ο Θεόφραστος δεν ξεχνούσε ότι οι δημοκρατικοί είχαν απειλήσει με δίκη και θάνατο τον ίδιο τον Αριστοτέλη. Αυτοί ήταν οι θρασύδειλοι εχθροί του Φαληρέα. Μόλις ανακοινώθηκε ότι πέθανε ο Αλέξανδρος, στα βάθη της Ασίας, ξεσηκώθηκαν. Πριν ακόμα βεβαιωθούν για τον θάνατό του, κυνήγησαν τον Σταγειρίτη που τον θεωρούσαν φιλομακεδόνα. Ανάγκασαν τον μεγάλο φιλόσοφο και ιδρυτή της Σχολής να φύγει από την αγαπημένη του Αθήνα. Βρήκε καταφύγιο στην Χαλκίδα. Τότε ήταν που του είχε παραδώσει και την διεύθυνση της Σχολής. Ο Θεόφραστος δεν συμπαθούσε αυτό τον όχλο.

«Θεόφραστε, σε χαιρετώ» του είπε ο Δημήτριος.

«Τι σε φέρνει εδώ, Επιμελητή;»

«Θέλω την γνώμη σου».

«Φοβάσαι τον στόλο που έρχεται;»

«Ναι, Έχω άδικο;»

«Έχεις δίκιο. Αν είναι μοίρα του στόλου του Αντίγονου, θα επιδιώξει να ξεσηκώσει τους Αθηναίους εναντίον σου. Θα χρειαστεί να εξασκήσεις βία, πράγμα που ξέρω πως θέλεις να αποφύγεις. Μακάρι λοιπόν να είναι αιγυπτιακός στόλος του Πτολεμαίου, όπως λένε οι πιο πολλοί. Με αυτούς δεν θα έχεις κανένα πρόβλημα» είπε ο Θεόφραστος.

Ο Δημήτριος τον άκουσε χωρίς να πει τίποτε. Στο νου του είχε το πρόβλημα του στόλου αλλά παράλληλα σκεφτόταν ότι ήθελε οπωσδήποτε να δει τη Δάφνη. Την ήθελε τη μικρή, δεν άντεχε να υπάρχει μια εκκρεμότητα, ιδιαίτερα σε κρίσιμες στιγμές όπως αυτές που περνούσε.

«Όμως, κι εσύ τα ξέρεις αυτά» συνέχισε ο Θεόφραστος. «Δεν ήρθες να με ρωτήσεις γι αυτά που γνωρίζεις».

«Ήρθα να μου πεις τη γνώμη σου για μια διαφωνία που είχα με τον Διονύσιο. Εκείνος ήθελε να κλείσω τον Κάνθαρο με την αλυσίδα κι εγώ είπα να μείνει ανοιχτός».

«Και... γιατί το έκανες αυτό;»

«Φοβήθηκα πως αν δείξω φόβο, τότε οι Αθηναίοι θα ξεσηκωθούν εναντίον μου. Τι λες; Έκανα καλά;»

«Καλά έκανες!» είπε ο Θεόφραστος. «Έτσι κι αλλιώς, αν είναι εχθρικός στόλος δεν σε σώζει η αλυσίδα».

Ο νους του Δημήτριου έτρεχε στη Δάφνη κι εκνευριζόταν με τον εαυτό του. Είχε τόσα πολλά και σοβαρά να σκεφτεί, αλλά εκείνος, σαν άνθρωπος με αδυναμίες, σκεφτόταν μια γυναίκα. Είχε δίκιο ο Πλάτων, λοιπόν, που ήθελε τους ηγέτες κι όλους τους φύλακες της πόλης μακριά από γενετήσιους πειρασμούς. Μόνον έτσι θα ήταν αφοσιωμένοι στην πόλη αποκλειστικά.

Ο Θεόφραστος τον είδε σκεπτικό.

«Πού τρέχει το μυαλό σου, Δημήτριε;» τον ρώτησε.

«Τίποτα, τίποτα! Να, σκεφτόμουν πως δεν θα μ’ άρεσε η ιδέα να μάθει ο δήμος, η οχλοκρατία, ότι φοβάμαι. Ούτε θα ήθελα να διώξω έναν εχθρό από τον Πειραιά και να τον στείλω στο Φάληρο».

«Ο φόβος του ηγέτη θα δώσει το θάρρος στο πλήθος να αντιδράσει ενώ, η αφοβία του φιλόσοφου θα το αποθαρρύνει».

«Άρα, δάσκαλε, συμφωνείς! Εντάξει, λοιπόν, αυτό ήθελα να ρωτήσω!» είπε ο Δημήτριος κι έκανε να φύγει.

«Μόνο γι αυτό ήρθες;» απόρησε ο Θεόφραστος.

«Μόνο γι αυτό. Πάω στον Κάνθαρο να δω τι τρέχει».

«Πρόσεχε! Μου είπαν ότι κατεβαίνει πολύς κόσμος».

«Θα προσέχω. Να προσέχεις κι εσύ!»

Ο Δημήτριος κι οι συνοδοί του ανέβηκαν στα άλογά τους κι έφυγαν προς τον Πειραιά. Θα ήταν κάπως επικίνδυνα αυτή τη στιγμή στο λιμάνι αλλά η Δάφνη έμενε στον Πειραιά. Σίγουρα θα ήταν στη πρόθεση του Ερμόδωρου, άρα μπορούσε να την δει και να της μιλήσει.

Έτρεξαν κι έφτασαν γρήγορα στον Πειραιά. Από μακριά είδαν ότι στο λιμάνι του Κανθάρου μαζευόταν πολύς κόσμος. Δεδομένου ότι όλοι περίμεναν πως ήταν πλοία του Πτολεμαίου, ο Δημήτριος αναρωτήθηκε για ποιο λόγο έρχονταν. Είδε πως κι οι δικοί του οπλίτες είχαν μαζευτεί στο Δίπυλο. Γυάλιζαν τα σπαθιά και τ’ ακόντια ενώ καθρέφτιζαν στον ήλιο οι ασπίδες. Δεν ήταν στρατοκράτης, ωστόσο χάρηκε με αυτό το θέαμα των οπλιτών που ήταν φύλακες της πολιτείας του. Ένιωσε πολύ πιο ήσυχος. Ένας από τους συνοδούς του γνώριζε το σπίτι του Καινέα και τους οδήγησε στη σωρό του Ερμόδωρου.

«Από εδώ, Δημήτριε» του είπε ο Ιππέας.

«Ο Ερμόδωρος είχε “κακές” παρέες» τους προειδοποίησε ο Δημήτριος. «Οι φίλοι του είναι δημοκρατικοί και θα τα βάλουν μαζί μας όπως πάντα. Ας είμαστε προσεκτικοί!»

«Μα τι λες Επιμελητή; Δεν σκότωσε τον Ερμόδωρο η πολιτεία» είπε ένας Ιππέας.

«Η στενοχώρια θολώνει το μυαλό των ανθρώπων».

«Θα προσέξουμε» τον διαβεβαίωσαν.

Η παρουσία του Δημήτριου στην κηδεία ήταν, χωρίς αμφιβολία, το πιο εντυπωσιακό γεγονός της κηδείας. Όσοι ήταν γύρω από το σπίτι ή και μέσα σε αυτό, στην πόρτα, στο αίθριο, στην εστία, παντού, τον πρόσεξαν. Μόλις τον έβλεπαν έκαναν στην άκρη και τον χαιρετούσαν με σεβασμό. Κάποιοι ήταν ολιγαρχικοί, αφού ο Ερμόδωρος τα είχε με όλους καλά. Αυτοί τον έβλεπαν με σεβασμό και τον θαύμαζαν, άλλοι όμως, οι πιο πολλοί, από μέσα τους τον έβριζαν. Δεν ήταν εύκολο, βέβαια, να κάνουν κάτι με τον θυμό τους. Όχι μόνο γιατί υπήρχαν οι τρεις οπλισμένοι ιππείς που τον συνόδευαν αλλά γιατί η μέρα της πρόθεσης ήταν ιερή. Ο νεκρός προσέφερε στον επισκέπτη ένα είδος ασυλίας.

Ο Φαληρέας δεν ήταν επιδειξίας ή τόσο ματαιόδοξος ώστε να απολαμβάνει αυτόν τον σεβασμό. Ήξερε πως ήταν ένας σεβασμός ανάμεικτος με τον φόβο που προκαλούσε το αξίωμά του. Αν ο σκοπός του ήταν πραγματικά να αποτίσει φόρο τιμής σε ένα νεκρό θα έμπαινε με το κεφάλι σκυφτό κι έτσι θα έφευγε. Όμως εκείνος για άλλο λόγο είχε έρθει εδώ. Γι αυτό ένιωθε την ανάγκη να παρατηρεί τον χώρο γύρω του κι όλα τα πρόσωπα. Αναζητούσε εναγωνίως το δικό της πρόσωπο. Η Δάφνη ήταν κάπου εδώ γύρω κι εκείνος έπρεπε οπωσδήποτε να την βρει και να της μιλήσει. Τα βλέμματα που τον περιτριγύριζαν του ήταν αδιάφορα. Είτε έδειχναν σεβασμό ή θαυμασμό, είτε μίσος ή περιφρόνηση, αυτός αδιαφορούσε. Έψαχνε για ένα γυναικείο βλέμμα. Δεν πρόσεξε κάν την φονική ματιά του Ιάσονα που, από σεβασμό και μόνο στον νεκρό, συγκρατιόταν.

«Το κάθαρμα, ο άτιμος, ο τύραννος!» μουρμούρισε ο Ιάσων στον Μύρωνα που στεκόταν δίπλα του. «Πραγματικά θα το ήθελα πάρα πολύ να τον καθαρίσω!»

«Δεν θα τα καταφέρεις, έχει μαζί του φρουρούς».

«Κι ο Ίππαρχος είχε αλλά, ο Αρμόδιος κι ο Αριστογείτων τον ξέκαναν!»

«Συντρέχουν, Ιάσονα, οι ίδιες ερωτικές προϋποθέσεις;(*1)» τον ρώτησε ο Μύρων χαμογελώντας.

«Όσο κι αν σε συμπαθώ φίλε μου» του απάντησε με ένα γέλιο ο Ιάσων «τέτοιες συνήθειες μού είναι ξένες».

«Άρα, θα αποτύχεις» είπε ο Μύρων «γι αυτό ... άσ' το!»

«Για την ώρα το αφήνω. Να ξέρεις, όμως, ότι θα έρθει η στιγμή του». 

Παραπομπή:

(*1) Ο Θουκυδίδης στο βιβλίο του «Ιστορίαι» (ΣΤ' παρ. 54-59) αφού περιγράφει λεπτομερώς τις πράξεις τους και την εκτέλεση του Ιππάρχου, αδελφού του τυράννου Ιππία, κλείνει ως εξής:«Πάντως το ερωτικό πάθος ήταν εκείνο που έδωσε το έναυσμα για τη συνωμοσία του Αρμοδίου και του Αριστογείτονος». Αυτό δεν εμπόδισε τους Αθηναίους να τους τιμήσουν ως τυραννοκτόνους και να τους στήσουν άγαλμα.


***************************

Αύριο Τετάρτη η συνέχεια.