Τετάρτη 27 Μαΐου 2020

03 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ και Η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 3η


Στην τρίτη συνέχεια της ιστορίας μας, βρισκόμαστε στην Αθήνα το έτος 1201μ.Χ. Μητροπολίτης είναι ο Μιχαήλ Ακομινάτος, αδελφός του πολύ γνωστού χρονικογράφου Νικήτα Χωνιάτη που είναι και λογοθέτης (κάτι σαν σημερινός πρωθυπουργός) στην Κωνσταντινούπολη. Μιλά με τον Νικηφόρο, βασικό ήρωα του μυθιστορήματος, ναυτικού από την Σέριφο που θέλει να μείνει στην Αθήνα.

*************************************
Πραγματολογικά στοιχεία, παραπομπές: 
(1)
Ο Μιχαήλ Χωνιάτης ή Ακομινάτος (1138-1222), υπήρξε Έλληνας λόγιος και ορθόδοξος Μητροπολίτης Αθηνών. Γεννήθηκε περί τα 1138 στις Χωνές της Φρυγίας (πρώην Κολοσσαί) και προερχόταν από την εύπορη οικογένεια των Ακομινάτων. Αδερφός του ήταν ο ιστορικός Νικήτας Χωνιάτης. Σε νεαρή ηλικία βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη για να μορφωθεί. Εκεί, προστάτης και διδάσκαλός του έγινε ο σοφός Ευστάθιος, αργότερα μητροπολίτης Θεσσαλονίκης. Εκπαιδεύτηκε στην κλασική παιδεία, γνώρισε τον Όμηρο, τον Πίνδαρο, τον Δημοσθένη, τον Θουκυδίδη και άλλους αρχαίους συγγραφείς έγινε ελληνολάτρης και μπόρεσε να έρθει σε επαφή με τους ανώτερους εκκλησιαστικούς κύκλους της πρωτεύουσας. Ανέπτυξε χαρακτήρα δραστήριο, ευγενή και πράο. Ύμνησε την Αθήνα με στίχους απευθυνόμενους ακόμα και προς τους αρχαίους θεούς, αυτός ένας ορθόδοξος μητροπολίτης. Λυπόταν που χάθηκε η ελληνική ομορφιά αλλά προσπάθησε πολύ για τους συγχρόνους του Αθηναίους. 
(2) 
Ο πληθυντικός “της ευγένειας” χρησιμοποιείται στο βιβλίο αυτό για να αποδίδει στον σύγχρονο αναγνώστη το κλίμα των συζητήσεων καλύτερα. Τότε, χρησιμοποιείτο συνήθως για την συνομιλία ο δεύτερος ενικός και, όταν χρειαζόταν να επιδειχτεί κάποιος ιδιαίτερος σεβασμός, ο τύπος ευγένειας που χρησιμοποιείτο ήταν το τρίτο ενικό πρόσωπο αντί του δεύτερου πληθυντικού, π.χ. αντί του σημερινής έκφρασης: “Οφείλετε να με καθοδηγείτε Πάτερ” ο Νικηφόρος θα έλεγε: “Οφείλει η Πατρότητά του να με καθοδηγεί”, όπως κάποιες φορές αντί του “τι θέλετε;” (β πληθυντικό) λέμε “τι θέλει ο κύριος;” (γ ενικό)




Γ’ ΑΘΗΝΑ



Η θέα της Αθήνας και του λεκανοπεδίου από τον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης ήταν γοητευτική. Τα βουνά τριγύρω, οι λόφοι κι ο ελαιώνας με τα χωράφια και τις μουριές έφταναν ως εκεί που τελείωνε η ξηρά. Μετά ήταν η γαλάζια θάλασσα, με τις κορυφογραμμές των βουνών της Πελοποννήσου και με τα νησιά στο βάθος. Όλα έφτιαχναν ένα τοπίο με όψη γαλήνια και πολύ ζωντανή ταυτόχρονα. Οι μυρωδιές αναδύονταν από τον κάμπο, αλλά, κι απ’ τα λουλούδια και τα δέντρα πάνω στον Ιερό Βράχο. Το αττικό φως τα έκανε όλα διάφανα, λαμπερά. Ο Μιχαήλ Ακομινάτος(1), για ακόμη μια φορά ευλογούσε τον Θεό που τον είχε αξιώσει με όλα αυτά. Όχι μόνο που τα έβλεπε και τα ένιωθε, αλλά, που τα είχε κάνει δικά του κι αναπόσπαστο μέρος της ζωής του.


«Έρωτας είναι αυτό που νιώθω γι αυτήν την πόλη» είπε στον Νικηφόρο που ήταν ο συνομιλητής του.


Ο Μιχαήλ ιερουργούσε εικοσιεπτά συναπτά χρόνια στον Παρθενώνα που ήταν ο ναός της Παναγιάς της Αθηνιώτισσας. Έμενε στα Προπύλαια και φιλοξενούσε τον Νικηφόρο στον Ιερό Βράχο όποτε εκείνος ερχόταν στην Αθήνα. Κάθονταν τώρα απέναντι και μοιράζονταν το κρασί με τις ελιές και το ψωμί. Ο εικοσιοχτάχρονος Νικηφόρος ήταν από την Σέριφο, ναυτικός κι έμπορος στο επάγγελμα. Κυβερνούσε ένα δικό του πλοίο αλλά φιλοδοξούσε να γίνει κτηματίας στον Πειραιά. Επομένως ήταν ένας μέλλων Αθηναίος. Παρά το γεγονός ότι είχε τα μισά χρόνια του Μιχαήλ και παρά το θρησκευτικό του αξίωμα, τον αισθανόταν φίλο. Ήταν όχι μόνο φίλος, αλλά, και δάσκαλός του και του φερόταν με σεβασμό. Ο Νικηφόρος τον αποκαλούσε πότε “Μιχαήλ” και πότε “Πάτερ”. Εκτιμούσε την σοφία και τις γνώσεις του. 
 

«Αν εσείς νιώθετε έρωτα για την Αθήνα, Πάτερ, αυτό που νιώθω για την Αγνή τι είναι;» ρώτησε ο Νικηφόρος.


«Έρωτας λέγεται κι αυτό, αλλά –κατά Πλάτωνα- είναι μιας χαμηλότερης βαθμίδας.»


«Κι όταν είστε ερωτευμένος και βρίσκεστε εδώ πάνω;»


«Α, είναι ο ορισμός της ευτυχίας, αγαπητέ Νικηφόρε. Όσα μου λες για την Αγνή δεν θα με κάνουν να ζηλέψω. Πέρασε η ηλικία που θα με ξεσήκωναν τέτοια πάθη.»


«Μα δεν τα λέω για να σας ξεσηκώσω, Πάτερ. Εξάλλου εξομολόγηση κάνω. Εσείς είστε ο πνευματικός μου, οφείλετε να με καθοδηγείτε(2).»


Γέλασαν και οι δυο και τσούγκρισαν τα κύπελλά τους με το γλυκόπιοτο, αρωματικό κι ελαφρύ κρασί του Κιθαιρώνα.


«Μου έχετε πει ένα σωρό αρχαίους μύθους Ελλήνων που έζησαν εδώ» είπε σε μια στιγμή ο Νικηφόρος. «Πείτε μου, όμως, κάτι και για τον σύγχρονο μύθο του Ιερέα Ιωάννη.»


«Που άκουσες γι αυτό;» έκανε απορημένος ο Μιχαήλ.


«Εσείς το αναφέρατε. Μιλούσαμε για την σταυροφορία που ετοιμάζει ο Πάπας.»


«Χμμ» έκανε ο Ακομινάτος. «Δεν έπρεπε να το αναφέρω καθόλου, αλλά, φαίνεται πως το κρασί πολύ ήταν καλό κι εγώ υπερβολικά ομιλητικός, ε;»


«Ακριβώς!» συμφώνησε ο Νικηφόρος. «Και κάπως έτσι μου ανάψατε την περιέργεια.»


«Θα σου πω. Όμως, ό,τι ακούσεις θα το κρατήσεις για τον εαυτό σου. Είναι επικίνδυνη γνώση, μπορεί να σε μπλέξει. Μου το υπόσχεσαι;»


Ο Νικηφόρος έγνεψε καταφατικά. Ο Ακομινάτος, αφού ρούφηξε μια τελευταία γουλιά κρασί ξαναγέμισε το κύπελλό του. Ύστερα του είπε με ευχαρίστηση την ιστορία.


«Μεταξύ των δυνατών αυτού του κόσμου, κοσμικών και θρησκευτικών ηγετών, κυκλοφορεί μια εικασία. Ίσως είναι μια εικασία, μια προφητεία, θα την έλεγα καλύτερα φαντασίωση! Σύμφωνα με αυτήν ο Θεός, ως υπέρτατο ον, δεν θα αφήνει για πάντα τον κόσμο να σφάζεται. Δεν θα τον αφήσει να βυθίζεται σε κάθε είδους δυστυχία και σε πολέμους.»


«Θεός είναι, αν θέλει τα σταματάει όλα αυτά» είπε ο Νικηφόρος. «Πού είναι η προφητεία;»


«Λένε, λοιπόν, ότι παράλληλα με τις σημερινές ηγεσίες, ο Θεός έχει ευλογήσει κάποια πεφωτισμένα άτομα. Θα ηγηθούν σε ολόκληρο τον κόσμο και θα επιβάλουν οικουμενική ειρήνη. Εκείνος που θα το πετύχει αυτό θα είναι ο διάδοχος του Ιερέα Ιωάννη. Θα είναι ο Βασιλιάς που θα επιλέξει ο ίδιος ο Θεός για το Θεϊκό του Βασίλειο.»


«Και που βρίσκεται αυτός ο Ιερέας;»


«Εδώ αρχίζει το μυστήριο. Ο Ιερέας Ιωάννης βρίσκεται σε μια χώρα άγνωστη σε όλους. Προφανώς όμως στην ανατολή, κάπου κοντά στον Παράδεισο! Μια συνωμοτική οργάνωση, η Ερμητική Ιεραρχία, τον αναζητά για να του στείλει τον διάδοχο που θα λυτρώσει τον κόσμο από πολέμους και συμφορές.»


«Απ’ όσο ξέρω μόνο οι Εβραίοι περιμένουν ένα Μεσσία που θα τους σώσει.»


«Δεν έχουν μόνον οι Εβραίοι Μεσσία, Νικηφόρε. Είναι κι οι Μουσουλμάνοι που περιμένουν τον Μαχντί. Οι Χριστιανοί περιμένουμε τον ίδιο τον Χριστό που θα ξαναγυρίσει την ημέρα της Κρίσεως! Δεν είναι παράξενο που μια κρυφή συνωμοτική οργάνωση των δυνατών του κόσμου περιμένει τον δικό της σωτήρα! Όλοι το ίδιο ζητούν και όλοι την ίδια αμαρτία κάνουν, την ίδια ύβρη. Στην ίδια βλασφημία οδηγούνται!»


«Βλασφημία;» απόρησε ο Νικηφόρος. «Αμαρτία;»


«Μα είναι δυνατόν να πιστεύουν ότι μπορούν να ξέρουν και να κατανοούν τι ακριβώς θέλει να κάνει ο Θεός; Κι όχι μόνο αυτό, αλλά να πιστεύουν ότι μπορούν να τον βοηθήσουν κιόλας; Πώς μπορεί να είναι παντοδύναμος κι άπειρος ο Θεός αν αυτοί τον ερμηνεύουν και μπορούν να τον βοηθούν; Αν δεν είναι αυτό βλασφημία τότε τι είναι;»


Ο Μιχαήλ Ακομινάτος ήταν μητροπολίτης Αθηνών, αξιωματούχος της Ορθόδοξης ανατολικής εκκλησίας. Όφειλε να υπακούει στα διδάγματα και στα δόγματα που είχαν ορίσει οι οικουμενικές σύνοδοι. Δεν ήταν αντίθετος, είχε, όμως, κι ένα ανεξάρτητο πνεύμα και δική του γνώμη για όλα τα πνευματικά ζητήματα. Ερευνούσε τα πάντα.


Θαύμαζε τους αρχαίους Έλληνες. Λυπόταν που όλος ο κόσμος είχε βυθιστεί στο σκοτάδι καταδικάζοντας κάθε τι το ελληνικό σαν ειδωλολατρικό. Είχε αρνηθεί τον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης κι είχε διαλέξει να έρθει στην ταπεινή Αθήνα. Το έκανε από ένα καθαρό κι άδολο θαυμασμό προς το αρχαίο πνεύμα. Δεν ήταν περίεργο λοιπόν που έβλεπε με κριτικό μάτι όλες αυτές τις δοξασίες.


«Εσείς, Μιχαήλ, πώς τον βλέπετε τον Θεό;» τον ρώτησε γεμάτος περιέργεια ο Νικηφόρος.


«Φίλε μου, δες γύρω σου τα πλάσματα της φύσης. Δες τα θεόρατα βουνά, τα δέντρα, τα ζώα, δες το χορτάρι. Ζει και μεγαλώνει δίχως να ξέρει ούτε ποιος το έσπειρε ούτε γιατί το έκανε και πώς. Δεν σκέφτεται το χορτάρι αν θα πατηθεί από ένα στρατιώτη ή αν θα προλάβει να μεγαλώσει υπό το φως του ήλιου. Στέκεται στη θέση του και ζει χωρίς να θέτει ερωτήματα που δεν μπορούν να απαντηθούν.»


«Μα, ο άνθρωπος έχει σκέψη, έχει περιέργεια. Κακό είναι αυτό;» είπε ο Νικηφόρος.


«Και το χορτάρι ψάχνει για νερό, για ήλιο και αέρα. Κάνει αυτά που του επιβάλει η φύση του. Δεν έχει όμως καμιά τρελή φιλοδοξία να βοηθήσει τον δημιουργό του.»


«Μα ο Θεός μάς αποκάλυψε τη βούλησή του μέσα από τις Γραφές» είπε ο Νικηφόρος. «Αυτό λέει κι η εκκλησία.»


«Ξανασκέψου το χορτάρι Νικηφόρε. Δεν ξέρει τι ήθελε ο άνθρωπος που το έσπειρε. Δεν υπάρχει γλώσσα συνεννόησης μαζί του. Δεν μπορεί να καταλάβει γιατί το έκανε. Είναι μάταιο και πέρα από την φύση να βλέπει την θέληση του δημιουργού του. Θα το θερίσει ή θα το κρατήσει ως τον χειμώνα που θα μαραθεί απ’ τον χιονιά; Έτσι κι εμείς δεν ξέρουμε ποιος είναι ο Θεός, γιατί ζούμε κι αν θα χαθούμε. Δεν ξέρουμε τη βούληση του άπειρου Θεού. Είναι ύβρις να λέμε πως τον βοηθάμε. Ό,τι μας επέτρεψε να ξέρουμε ο Θεός, είναι τα διδάγματα των γραφών Του. Η πιο μεγάλη γραφή Του είναι η φύση γύρω μας! Πρέπει λοιπόν να κάνουμε αυτό που λέει η φύση μας. Δοξάζω τον Δημιουργό που υπάρχω και ζω. Τα άλλα είναι αμαρτήματα ενός εγωιστικού νου.»


«Αν είναι τόσο μακρινό το θείο μπορεί και να πάψει να απασχολεί τους ανθρώπους» είπε ο Νικηφόρος. «Αυτό καμιά θρησκεία δεν το θέλει. Πώς πρέπει, λοιπόν, να αντιμετωπίζεται το θείο, κατά τη γνώμη σας, Μιχαήλ; Πώς πρέπει να στέκεται ο άνθρωπος απέναντι στον Δημιουργό του;»


«Με σεβασμό και κατάνυξη! Θαυμάζουμε που έχουμε μάτια και βλέπουμε το κάλλος γύρω μας. Δοξάζουμε τον θεό που μπορούμε να ακούμε τη μουσική της φύσης που είναι ο λόγος Του. Δεν εξηγούμε τον Θεό γιατί δεν είναι δυνατόν να τον κατανοήσουμε. Δεν επαιρόμαστε εμείς, ατελείς κι αδύνατοι με τόσο περιορισμένη γνώση του σύμπαντος, ότι βοηθάμε τον Παντοδύναμο! Τους ανθρώπους μόνο μπορούμε να βοηθάμε. Τον κόσμο γύρω μας που αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας προσπαθούμε να εξηγήσουμε. Ασχολιόμαστε με αυτά για τα οποία είμαστε ικανοί. Τα υπόλοιπα τα κοιτάμε με κατάπληξη και ταπεινοφροσύνη κι ευλογούμε τον Κύριο που μας επέτρεψε να τα ζήσουμε.»


Ο Νικηφόρος πάντοτε θαύμαζε τον Ακομινάτο για την σοφία των λόγων και την καθαρότητα της σκέψης του. Τώρα, με το λογύδριό του, τον επιβεβαίωνε. Συνέχιζε τον διάλογο που του φαινόταν όχι μόνο διδακτικός αλλά και απολαυστικός. Ο Ακομινάτος μιλούσε σαν ένας άλλος Πλάτων.


«Κάτι μέσα σε όλα αυτά που μου λέτε μου φαίνεται σαν μοιρολατρία, Πάτερ.»


«Μπορείς να το πεις και ήρεμη, ή και θαρραλέα ακόμα, αποδοχή της αδυναμίας μας.»


«Και η εκκλησία;» επέμενε ο Νικηφόρος.


«Η εκκλησία δοξάζει τον δημιουργό και βοηθάει τον άνθρωπο. Εκκλησία είναι οι πιστοί Νικηφόρε. Είναι η εκκλησία του Δήμου που ο Χριστός την είπε εκκλησία του Θεού.»


«Ας ξαναέρθουμε στο θέμα του Ιερέα Ιωάννη. Πάτερ, πείτε μου σας παρακαλώ το εξής. Αντιλαμβάνομαι πως είναι ύβρις να λες πως θα βοηθήσεις τον Θεό, όμως κάτι πρέπει να κάνουν κι οι άνθρωποι. Πρέπει να βελτιώσουν τη ζωή τους. Η αναζήτηση παγκόσμιας ειρήνης δεν είναι αμαρτωλή επιθυμία. Έτσι δεν είναι;»


«Μέσα απ’ τα έργα των ανθρώπων ομορφαίνει ή γίνεται ανυπόφορη η κοινωνία μας. Οι άνθρωποι κάνουν πολέμους και προκαλούν δυστυχία. Η επίκληση του Θεού για τις δικές μας υποθέσεις είναι λάθος. Είναι ένας τρόπος για να κλείνουμε τα μάτια και τα στόματα μας! Αντί να απευθυνθούμε στην λογική, εκτρέφουμε τον φόβο που κρύβουμε μέσα μας.»


«Μα η εκκλησία, Πάτερ, πρώτη από όλους εκείνη όλο τον Θεό επικαλείται!»


«Υπάρχει η εκκλησία των φτωχών και καταπιεσμένων. Των ανθρώπων, που ψάχνουν μέσα σε αυτήν να βρουν ελπίδα και κουράγιο για να τα καταφέρουν. Υπάρχει κι η εκκλησία των δυνατών, που υποκριτικά απευθύνονται στον Θεό. Θέλουν, απλά, να επιβάλουν πιο εύκολα το δικό τους δίκιο και βρίσκουν δικαιολογία την θρησκεία.»


«Κι ο Ιερέας Ιωάννης σε ποια από τις δυο εκκλησίες ανήκει;»


«Μα, φυσικά, αγαπητέ μου, είναι ένα δημιούργημα των δυνατών και δικό τους παιχνίδι.»


«Δεν θα μπορούσε να εμπνεύσει απλούς ανθρώπους σε κάτι πιο ευγενικό;»


«Μόνο στα χέρια ενός σοφού που θα ήταν και βασιλιάς ταυτόχρονα Όμως αυτοί οι φιλόσοφοι κυβερνήτες έχουν πάψει να υπάρχουν απ’ τον καιρό του Πλάτωνα. Δεν υπάρχουν τέτοιοι στα χρόνια μας.»


«Οι σκέψεις αυτές, Πάτερ, σε πολλούς θα φαίνονταν σαν αιρετικές.»


Ο Ακομινάτος τον άκουσε αλλά δεν είπε τίποτε, απλά τον κοιτούσε.


«Θα τις ονόμαζαν ακόμα και άπιστες» συνέχισε να λέει ο Νικηφόρος. «Θα έλεγαν ακόμη πως είναι και διαλυτικές για την Εκκλησία.»


«Ίσως και να έχουν δίκιο, Νικηφόρε. Εγώ όμως δεν θα αλλάξω γνώμη.»


«Έστω» έκανε αμήχανα ο Νικηφόρος. «Πάντως αυτοί που ψάχνουν για τον Μεσσία λένε πως θέλουν οικουμενική ειρήνη. Φαίνεται να έχουν καλές προθέσεις.»


«Ο δρόμος για την κόλαση είναι παντού στρωμένος με τις καλύτερες προθέσεις, φίλε μου» είπε ο Ακομινάτος. «Η αναζήτηση του Μεσσία είναι αγώνας για παγκόσμια κυριαρχία. Αν δεν ήταν έτσι, οι δυνατοί θα αδιαφορούσαν!»


«Βασιλιάδες και τόποι κοντά στον παράδεισο, δεν είναι άσχημος!» είπε ο Νικηφόρος.


«Ποιος δεν είναι άσχημος; Ο Ιωάννης;»


«Όχι βέβαια» έκανε χαμογελώντας ο Νικηφόρος. «Για τον μύθο μιλάω. Είναι καλός, έχει ενδιαφέρον και πλοκή, έχει μεσσίες και βασιλιάδες. Έχει έναν παράξενο ιερέα στην άκρη του κόσμου! Δεν είναι και λίγα όλα αυτά!»


Σήκωσε την κούπα του κι ήπιε λίγο ακόμα μυρωδάτο κρασί. Τον συνόδευσε κι ο Μιχαήλ. Του άρεσε του Ακομινάτου εδώ πάνω στον Ιερό Βράχο. Κι όπως η παρέα ήταν καλή, του άρεσε ακόμα περισσότερο. Δόξασε κι ευχαρίστησε για μιαν ακόμη φορά τον Θεό που του χάρισε αυτή την ευτυχία.

Τρίτη 26 Μαΐου 2020

02 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ και Η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" επεισόδιο Νο 2

Συνεχίζω με την 2η συνέχεια του βιβλίου "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ και Η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ". Είδαμε τι γινόταν εκείνη την ημέρα του 1201 μΧ στην Πόλη. 
Τώρα είμαστε στη Βενετία, πάντα στο 1201 μΧ. Ο Δόγης Ερρίκος Δάνδολος μιλά με τους κατασκόπους του και καταστρώνει τα σχέδιά του.





[ (*) Εξπλοράτορες = εξερευνητές που πρακτικά σημαίνει κατάσκοποι]


Β’ ΒΕΝΕΤΙΑ




    Το παλάτι του Μεγάλου Δόγη της Ενετικής Γαληνοτάτης δημοκρατίας δεν ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακό. Πίνακες στους τοίχους και κάποια αγάλματα σε υποστυλώματα διακοσμούσαν την αίθουσα συνεδριάσεων. Μέσα στην αίθουσα βρισκόταν ο θρόνος του Μεγάλου Δόγη, Ερρίκου Δάνδολου. Εκείνος καθόταν στην κεφαλή ενός τραπεζιού κι απέναντί του είχε δύο καλούς έμπιστους εξπλοράτορες(*). Τους είχε στείλει στη Ρώμη και στην Κωνσταντινούπολη για να μάθουν αυτά που τον ενδιέφεραν. Οι απεσταλμένοι του είχαν μόλις επιστρέψει και του είχαν πει όσα ήθελε να μάθει. Στην Κωνσταντινούπολη ο Αλέξιος Γ’ κατείχε τον θρόνο τα τελευταία έξι χρόνια. Στηριζόταν στο έντονο αντιλατινικό αίσθημα του λαού το οποίο ήξερε να κολακεύει. Ο Δάνδολος ενδιαφερόταν να μάθει πόσο σταθερή ήταν, αληθινά, η φαινομενική κυριαρχία του. Από την Ρώμη έμαθε πως τα νέα απ’ την Καμπανία για την υγεία του αρχηγού της σταυροφορίας δεν ήταν καλά. Ο απεσταλμένος του στην Ρώμη είχε στείλει μια ενδιαφέρουσα αναφορά. Σ’ αυτήν περιέχονταν οι σκέψεις του Πάπα Ιννοκέντιου Γ’.



    Ο Δάνδολος ήταν τυφλός, όχι εκ γενετής. Είχε τυφλωθεί εξ αιτίας της βαρβαρότητας των σχισματικών και φανατικών ανθενωτικών Γραικών. Ήταν το 1182, πριν δεκαεννέα χρόνια, όταν ο όχλος της Βασιλεύουσας είχε επιτεθεί στους Λατίνους της Πόλης. Είχε υπακούσει στις παραινέσεις του λαοπλάνου βασιλιά Ανδρόνικου. Κυνήγησαν, τραυμάτισαν και σκότωσαν πολλούς, καταστρέφοντας περιουσίες. Μεταξύ όλων των άλλων κακών που έκαναν, προκάλεσαν και την απώλεια της όρασής του. Ο Δάνδολος γλίτωσε, ευτυχώς, τη ζωή του. Ήταν, μάλιστα, αρκετά ψύχραιμος ώστε να μην ζητήσει άμεση εκδίκηση, όμως, ποτέ του δεν θα ξεχνούσε.


    Πώς να ξεχάσει εξάλλου ότι στερήθηκε τις χαρές της ζωής εξ αιτίας τους. Τώρα που οργάνωνε την Δ΄ σταυροφορία για τους Αγίους Τόπους δεν έβγαινε από το μυαλό του η σκέψη της εκδίκησης. Η σταυροφορία θα μπορούσε να λοξοδρομήσει και να κάνει μια επίσκεψη στην πρωτεύουσα των ανατολικών Ρωμαίων. Δεν θα πρότασσε ποτέ την προσωπική του δικαίωση μπροστά από το συμφέρον της χώρας του. Οι Ρωμαίοι, όμως, είχαν αρνηθεί να πληρώσουν τις αποζημιώσεις που χρωστούσαν στους Βενετούς. Για τον Δάνδολο μια καλή προσωπική του εκδίκηση θα ήταν να τους αναγκάσει, να πληρώσουν τα χρέη τους. Εκμεταλλευόμενος τη Δ’ Σταυροφορία θα μπορούσε να το επιτύχει. Θα αποσπούσε έτσι κι ένα μέρος από τα αμύθητα πλούτη των Ρωμαίων. Για εννιακόσια χρόνια συγκέντρωναν θησαυρούς, κάνοντας την Βασιλεύουσα την πιο πλούσια πόλη του κόσμου.


    Οι κατάσκοποι τού είχαν δώσει, ήδη, τις πληροφορίες τους γραπτά, αλλά, ήθελε να κάνει τον τελευταίο έλεγχο. Ήθελε να τους ακούσει προσωπικά. Ακούγοντας τη φωνή τους έπιανε την αλήθεια με τις ευαίσθητες κεραίες του. Θα καταλάβαινε αν έλεγαν μισές αλήθειες ή ψέμματα. Θα έκρινε ποιες πληροφορίες ήταν πράγματι αξιόπιστες και ποιες για πέταμα.


    «Διάβασα την αναφορά σου» είπε στον απεσταλμένο του στη Ρώμη. «Λες ότι ο Τιμπώ θα ηγηθεί της σταυροφορίας και σκέφτεται να ζητήσει τη βοήθειά μας. Αναφέρεις και πόσα θα ήταν διατεθειμένοι να προσφέρουν για να τους μεταφέρουμε στην Αίγυπτο και τη Συρία. Από που τα ξέρεις όλα αυτά;»


    «Απ’ τους καρδινάλιους κι απ’ τον έμπιστο βοηθό του Πάπα. Μιλούν για πενήντα έως εκατό χιλιάδες χρυσά. Φυσικά δεν θα καταβάλει το ποσό ο Πάπας, αλλά οι συμμετέχοντες. Ωστόσο η Αγία Έδρα είναι πρόθυμη να μεσολαβήσει και να επιβάλει στους προσκυνητές την υποχρέωση.»


    «Πώς βλέπουν τους σχισματικούς;»

     
   «Ο Πάπας δεν τους βλέπει τόσο αρνητικά όσο έκαναν οι προκάτοχοί του. Θα ήθελε να βρει ένα τρόπο να ενώσει τις δυο εκκλησίες. Με τον σημερινό αυτοκράτορα της Ρωμανίας αυτό είναι απίθανο.»


    «Πώς τον βλέπουν τον Τιμπώ στη Ρώμη; Πιστεύουν ότι θα τα καταφέρει;»

   «Ξέρουν πως είναι άρρωστος. Κάποιες φήμες λένε ότι έχει ήδη πεθάνει. Άλλοι λένε ότι δεν θα προλάβει να δει ούτε το παιδί του να γεννιέται. Ψάχνουν άλλες λύσεις. Ο Βονιφάτιος του Μομφερά προηγείται έναντι όλων των άλλων.»

    «Αυτός είναι καλός, αλλά, ανεξέλεγκτος!»

    Μόλις το είπε κιόλας ο Δάνδολος, δαγκώθηκε. Ήταν λάθος να του ξεφύγει ένα σχόλιο, έστω και θετικό, μπροστά σε υφισταμένους του. Πάντως, εκτιμούσε τον Βονιφάτιο κι αυτή η εξέλιξη θα ήταν ευτυχής για τη σταυροφορία.

 
   «Τι βλέπει η Ρώμη; Πότε θα αποκτήσουμε επιτέλους αυτοκράτορα στον θρόνο της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας;» ρώτησε ο Δάνδολος

 
   «Η μάχη του Φιλίππου των Σουηβών με τον Φρειδερίκο των Χοενστάουφεν θα είναι μακριά» είπε ο απεσταλμένος. «Ο Πάπας είναι σαφώς με τον Φίλιππο.»

    Επομένως βασιλιάς της Ρώμης στη δύση θα αργήσει να βρεθεί. Πρέπει να κάνουμε τη δουλειά μας με τους βρομερούς Γραικούς, σκέφτηκε ο Δάνδολος με αποστροφή.

 
   «Τι τρέχει στην Κωνσταντινούπολη;» ρώτησε τον άλλον.

 
   «Ο Αλέξιος Γ’ φαίνεται να ελέγχει την κατάσταση στην Πόλη» είπε εκείνος. «Η κατάσταση, όμως, στις επαρχίες της αυτοκρατορίας είναι διαφορετική. Τα νέα που έρχονται από πλοία δικά μας ή γενοβέζικα λένε πως η Ρωμανία διαλύεται. Επαρχίες επαναστατούν, τοπικοί ηγεμόνες αυτοονομάζονται βασιλιάδες. Δεν υπακούν σε καμιά αρχή και κόβουν δικά τους νομίσματα. Δεν έχουν στρατό για να τα ελέγξουν.»

   «Ο φυλακισμένος;»

   «Ο Ισαάκιος είναι ζωντανός. Αν και τυφλός, παραμένει ακόμη στη φυλακή. Ο αδελφός του δεν πρόκειται να τον αφήσει ελεύθερο. Άκουσα ότι ο Ισαάκιος ψιθυρίζει διάφορα σε δικούς του ανθρώπους. Λέει ότι θα ξαναπάρει τον θρόνο του με τη βοήθεια του Πάπα. Προς το παρόν αυτό φαίνεται ανέφικτο, ωστόσο, βγήκε, από τη φυλακή ο γιος του Αλέξιος. Κυκλοφορεί τώρα ελεύθερος στην Πόλη.»

 
   «Δεν ενδιαφέρεται για τον θρόνο και τον πατέρα του;»

   «Από ένα γνωστό μου άκουσα ότι μπορεί να ζητήσει την δική μας βοήθεια. Δεν ξέρω αν είναι αξιόπιστη η πληροφορία.»

 
   «Είναι αξιόπιστη. Ο νεαρός δεν μπορεί να κάνει τίποτε άλλο. Αλλιώς θα πεθάνουν στη φυλακή κι αυτός κι ο πατέρας του» είπε ο μέγας Δόγης.

 
   «Η αδελφή του, η Ειρήνη, είναι σύζυγος του Φιλίππου της Σουηβίας» είπε ο απεσταλμένος. «Ίσως να απευθυνθεί σε εκείνον για βοήθεια.»

 
   «Θα το κάνει, αλλά, αν θέλει βοήθεια κι όχι ευχολόγια θα περάσει από τούτον ‘δώ τον πάγκο!» έκανε ο Δάνδολος.

    Χαμογέλασε και κτύπησε το γραφείο του με την παλάμη του. Έκανε να σηκωθεί. Οι δυο απεσταλμένοι κατάλαβαν ότι η ακρόαση είχε τελειώσει και χαιρέτησαν με σεβασμό. Ο μέγας Δόγης είχε πάρει τον τίτλο του μόλις στα ογδόντα του χρόνια παρά την τύφλωσή του. Ήθελε να κάνει κάτι μεγάλο για τη Βενετία πριν πεθάνει κι ένιωθε πως αυτή η στιγμή πλησίαζε. Ο Πάπας είχε τα σχέδιά του. Ήθελε την υποταγή της ανατολικής εκκλησίας κι απελευθέρωση των Αγίων Τόπων. Οι Φράγκοι άρχοντες, ο βασικός κορμός της σταυροφορίας, είχαν τα σχέδια τους. Ήθελαν τίτλους τιμής, πλούτη, κατακτήσεις, περιπέτειες. Οι Γραικοί επίδοξοι αυτοκράτορες της Πόλης που ήταν και η Βασιλεύουσα του κόσμου, είχαν κι αυτοί σχέδια. Ήθελαν την εξουσία. Για εκείνον όμως όλα αυτά ήταν δευτερεύοντα. Εκείνος είχε το δικό του σχέδιο που θα το έθετε στην υπηρεσία της Γαληνοτάτης δημοκρατίας της Βενετίας. Ήταν απλό. Θα μεταχειριζόταν τα σχέδια των άλλων ώστε να δουλέψουν όλα για την χώρα του και για την δική του υστεροφημία.

 
   «Ο αδελφός του σουλτάνου του Ικονίου είναι ακόμα στην Πόλη;» ρώτησε τον απεσταλμένο της ανατολής πριν φύγει.

 
   «Ναι … εκεί βρίσκεται ακόμα» απάντησε αυτός. «Τον προστατεύει ο αυτοκράτορας.»

   «Μήπως παρατήρησες αν τον έχει πλευρίσει καθόλου ο Πατριάρχης, ο Καματηρός;»

   Ο απεσταλμένος αιφνιδιάστηκε. Πώς να το φανταζόταν ότι μια τέτοια πληροφορία θα ενδιέφερε τον μεγάλο Δόγη;

 
   «Από τότε που ο Αλέξιος, ο γιος του Ισαάκιου, βγήκε από την φυλακή, μιλά με τον Πατριάρχη τους.»

   «Για πες μου ό,τι άλλο ξέρεις.»

   «Ο Καματηρός με τον Καϊχοσρόη και τον Αλέξιο έχουν εμφανιστεί αρκετές φορές να συζητούν και οι τρεις μαζί. Πάνε στους κήπους της Αγιασοφιάς. Συγνώμη, εξοχότατε, δεν ήξερα ότι θα σας ενδιέφερε το θέμα και δεν το σημείωσα στην γραπτή μου αναφορά.»

 
   «Και ποιος είπε ότι με ενδιαφέρει; Από απλή περιέργεια ρώτησα. Καλά έκανες και δεν ανέφερες μια τέτοια ασήμαντη λεπτομέρεια σε ένα επίσημο έγγραφο» είπε ο Δόγης.

Δευτέρα 25 Μαΐου 2020

01 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ και Η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" επεισόδιο Νο 1

Ξεκινώντας σήμερα τη δημοσίευση του βιβλίου "Το Βασίλειο του Θεού και η Συνωμοσία της Νίκαιας" σημειώνω τα εξής:
1.- Θα δημοσιεύω τελικά, κάθε μέρα ένα κομμάτι, περίπου 1.000-2.000 λέξεων (αντί για Δευτέρα-Τετάρτη-Παρασκευή που ήταν η αρχική σκέψη)
2.- Παραπομπές και πραγματολογικά στοιχεία (όταν υπάρχουν), θα τα αναφέρω στην αρχή του κάθε αποσπάσματος κι όχι στο τέλος. Νομίζω πως έτσι θα διευκολύνω την ανάγνωση αφού ο αναγνώστης θα έχει υπ' όψη του τις διευκρινίσεις.

Ειδικά για το σημερινό πρώτο απόσπασμα, να πω ότι πρόκειται για μυθοπλασία στηριγμένη σε πολύ διαδεδομένες την εποχή εκείνη απόψεις. Πίστευαν στην ύπαρξη ενός Ιερέα Ιωάννη που είχε να εκτελέσει μιαν αποστολή. Η αποστολή του ήταν το Θεϊκό Βασίλειο. Πρωτοπλάσματα όλα αυτά των κατοπινών Ροδόσταυρων και τις Τεκτονικών Στοών. Σχετικά βιβλία έχουν γράψει πολλοί, με μυθοπλασίες ή καταγραφή των μύθων που έτρεχαν. 
Το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, περιγράφει την μύηση δυό πιθανών αυτοκρατόρων (της Πόλης και του Ρουμ) στην αναζήτηση του Ιερέα Ιωάννη και του θεϊκού του βασιλείου.
Δεν είναι αυτή η συνωμοσία της Νίκαιας, φυσικά.   

Τα πραγματολογικά στοιχεία, οι παραπομπές για το σημερινό πρώτο κεφάλαιο έχουν ως εξής (σήμερα είναι ιδιαίτερα πολλές, δεν θα είναι έτσι στη συνέχεια):

 (1)
Το 1071 ο Ρωμαίος αυτοκράτωρ Ρωμανός ξεκίνησε με όλο τον Ρωμαϊκό στρατό για να καταβάλει τον Σελτζούκο Τούρκο Αρπ Ασλάν που βρισκόταν στα σύνορα της Ρωμανίας στη σημερινή Αρμενία. Ο στρατός των Ρωμαίων ηττήθηκε στο Ματζικέρτ και ο Ρωμανός συνελήφθη αιχμάλωτος. Μετά από αυτό, η εγκατάσταση των Τούρκων στην Μικρασία έγινε οριστική αν και επιβλήθηκε σταδιακά και σε βάθος χρόνου.
(2)
Ευδαίμων Αραβία (λατινικά: Felix Arabia) ήταν η Υεμένη που ήταν πολύ μεγάλο κράτος και σε έκταση αλλά και σε σημασία. Εκτεινόταν από τον Περσικό κόλπο μέχρι και την σημερινή Αιθιοπία και την μισή περίπου νότια αραβική χερσόνησο.
(3)
Ο “Ποιμάνδρης” (ποιμήν ανδρών) είναι κείμενο πιθανώς του 2ου μΧ αι. και αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα του συγκρητισμού των αυτοκρατορικών χρόνων. Περιέχει κείμενα κατά κύριο λόγο αποκαλυπτικά αλλά και κείμενα με αστρολογικό, αλχημιστικό και φιλοσοφικό περιεχόμενο. Είναι μέρος μιας συλλογής έργων υπό τον τίτλο Ερμής Τρισμέγιστος ~ Θωθ. Το περιεχόμενο των έργων στηρίζεται σε ελληνικές αντιλήψεις και ιδιαίτερα εμφανής είναι η επίδραση των νεοπλατωνικών αντιλήψεων. Κατά την Wikipedia πρόσφατες έρευνες έδειξαν ότι το “Ποιμάνδρης” προέρχεται από το αιγυπτιακό «pεime-nte-Re» που σημαίνω “γνώση του Ρε” κάτι σαν “Νους του Θεού”.
(4)
Ερμής Τρισμέγιστος (ο τριπλός μάγος) ήταν το όνομα που χρησιμοποιούσαν κατά την Αρχαιότητα οι Έλληνες για τον σεληνιακό θεό των Αιγυπτίων Θωθ, προστάτη και εμπνευστή της αστρολογίας και της αλχημείας που ταυτίσθηκε με τον Ερμή της ελληνικής μυθολογίας. Του αποδίδονταν πλήθος ανακαλύψεων όπως της γλώσσας, του αλφαβήτου, της γεωμετρίας, της αριθμητικής, της αστρονομίας, της ιατρικής, της γυμναστικής, του χορού, της μουσικής, της γλυπτικής και κάθε τέχνης ή επιστήμης, ή ακόμα λόγω της τριπλής όπως πίστευαν ιδιότητάς του ως φιλοσόφου, ιατρού και βασιλέως. Αποτελούσε το σύμβολο της θείας διάνοιας, "ο ζων λόγος" όπως τον αποκαλούσαν, η ενσαρκωμένη σκέψη. Στον "Τρισμέγιστο Ερμή" αποδίδονται πολλά ελληνικά συγγράμματα τα οποία γράφηκαν κατά τη ρωμαϊκή εποχή και εκπροσωπούσαν το διανοητικό κίνημα του ερμητισμού. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται ο «Λόγος τέλειος», σε λατινική μετάφραση με την επιγραφή «Ασκληπιός» ή «Ερμού Τρισμέγιστου Ασκληπιός ήτοι περί φύσεως θεών διάλογος», ο «Ερμής Τρισμέγιστος Ποιμάνδρης» και οι «Κυρανίδες» (ή Τυρανίδες), καθώς και άλλα συγγράμματα ιατρομαθηματικά, αστρονομικά κ.ά. Ο Ερμής ο Τρισμέγιστος έγινε γνωστός στη Δύση κατά την Αναγέννηση όταν ο Μαρσίλιο Φιτσίνο μετάφρασε στα λατινικά το ελληνικό κείμενο των σωζόμενων ερμητικών γραπτών, γνωστών σήμερα ως Hermetica ή Corpus Hermeticum. Το κείμενο αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τους αλχημιστές και κρατούνταν μυστικό. Από εδώ προέρχεται και η ετυμολογία της "ερμητικής γνώσης" και του "ερμητικός.
(5)
Μετάφραση του κειμένου στα νέα ελληνικά: Και ο πατέρας όλων, ο Νους, που είναι ζωή και φως, γέννησε τον άνθρωπο, ίσον με τον εαυτόν του, τον οποίο και αγάπησε ως γέννημα δικό του. Κι ήταν πανέμορφος ο άνθρωπος γιατί είχε την εικόνα του πατέρα του. Επειδή ο θεός αγάπησε την ίδια του τη μορφή, του παρέδωσε όλα του τα δημιουργήματα”.
(6)
Η ρωμαίικη εκφορά του ονόματος του Γιγιαθαντίν ήταν Ιαθατίνης.


Η Συνωμοσία της Νίκαιας


και το Βασίλειο του Θεού

Στις απαρχές του νέου Ελληνισμού

1201-1211 μ.Χ.

 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο : ΙΕΡΕΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ
1201 μ.Χ.


Α’ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ

Η τεράστια αίθουσα κάτω τον Ναό της Αγιασοφιάς ήταν άγνωστη σε όλους, ακόμα και στους αυτοκράτορες. Ολόκληρη η Κωνσταντινούπολη, ήταν γεμάτη με κατακόμβες, διαδρομές, αίθουσες και κελιά κάτω από την επιφάνεια της γης. Ήταν ένα σύστημα γνωστό στους ηγεμόνες της βασιλεύουσας Πόλης του κόσμου. Αυτή την αίθουσα, όμως, κάτω από το Ιερό Τέμπλο του Ναού της Αγίας Σοφίας την γνώριζαν μόνον ελάχιστοι. Ήταν οι συνωμότες της Ερμητικής Ιεραρχίας που την χρησιμοποιούσαν. Ένα σύστημα αεραγωγών εξασφάλιζε εξαερισμό κι ατμόσφαιρα σωστή. Ακτίνα του ήλιου δεν είχε εισχωρήσει ποτέ εκεί μέσα. Μόνο διαμέσου μιας θύρας, καλά κρυμμένης στο Ιερό του ναού της Αγιασοφιάς, μπορούσε κανείς να φτάσει εδώ.

Παραδόξως, η αίθουσα ήταν στολισμένη με μαρμάρινα ή χάλκινα αγάλματα αρχαίων θεών. Ήταν γεμάτη παγανιστικά συμπλέγματα ζώων κι ανθρώπων. Υπήρχαν ακόμη ανεικονικά σύμβολα και σχήματα που θύμιζαν μουσουλμανικά τεμένη ή παλαιοχριστιανικές εκκλησίες. Πυρσοί που τρεμοέσβηναν την φώτιζαν. Πάνω σε ράφια βρίσκονταν πάπυροι και κώδικες. Αν και κάτω από τον μεγαλύτερο ναό της χριστιανοσύνης, δεν ειχε πουθενά εικόνες του Χριστού ή των Αγίων. 
 
Στο κέντρο της αίθουσας στέκονταν όρθιοι δυο νεαροί άντρες, μαυρομάλληδες με χιτώνες λευκούς. Μπροστά τους, σε ένα ελάχιστα υπερυψωμένο βάθρο, στεκόταν ένας μεγαλύτερος σε ηλικία άντρας. Ήταν ντυμένος με χρυσοποίκιλτα άμφια. Το στέμμα που φορούσε κι η ποιμαντορική ράβδος που κρατούσε θύμιζαν Φαραώ. Ο ένας νεαρός ήταν ο δεκαεννιάχρονος γιος του πρώην αυτοκράτορα Ισαάκιου Β’, ο, Αλέξιος. Ήταν ανιψιός του νυν αυτοκράτορα Αλέξιου Γ’ της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Ο άλλος νέος ήταν ο εικοσιεξάχρονος Γιγιαθαντίν Καϊχοσρόης. Ήταν αδελφός του Ρουκναλντίν Σουλεϊμάν Β’, του Σουλτάνου της μουσουλμανικής Ρωμανίας. Ο άντρας μπροστά τους ήταν ο Πατριάρχης Καματηρός Ιωάννης.

«Εξοχότατοι, η διδαχή ολοκληρώθηκε. Είστε οι εκλεκτοί που θα φροντίσετε να εκπληρώσετε την προφητεία! Για το δικό σας καλό, αλλά, και της οικουμένης.»
 
«Αμήν» είπαν και οι δύο.

Τον κοιτούσαν με σεβασμό σαν μαθητές τον δάσκαλο. Το μέλλον τους σημαδευόταν ανεξίτηλα αυτή τη στιγμή.

«Θα γίνετε βασιλιάδες της Ρώμης, όπως το απαιτεί και η προφητεία» είπε ο Καματηρός.

Από το στόμα σου και στου Θεού ή του Αλλάχ το αυτί, σκέφτηκαν κι οι δύο. Ναι, ήταν πιθανό αλλά καθόλου σίγουρο αυτό που έλεγε ο Καματηρός. Για να εκπληρωθεί η προφητεία έπρεπε πρώτα να αποκτήσουν τίτλο του “βασιλιά της Ρώμης”. Ο Αλέξιος ήλπιζε πως θα καθόταν κάποια στιγμή στον θρόνο της Κωνσταντινούπολης. Ο Γιγιαθαντίν ήλπιζε να ξαναγυρίσει σύντομα στον θρόνο του στο Ικόνιο. Ο θρόνος της Πόλης ανήκε στον Βασιλέα της Ρώμης, ο θρόνος του Ικονίου στον Σουλτάνο του Ρουμ. Σουλτάνος του Ρουμ σήμαινε “βασιλέας της Ρώμης” στα τουρκικά. Ο Γιγιαθαντίν είχε ήδη χριστεί στο παρελθόν σουλτάνος ενώ ο Αλέξιος όχι ακόμη. Ο Τούρκος σκόπευε να ανακτήσει έναν θρόνο που ήταν για έξι χρόνια δικός του πριν τον χάσει από τον αδελφό του. Ο Αλέξιος ανυπομονούσε να ανατραπεί ο σφετεριστής θείος του Αλέξιος Γ’. Ο θείος που είχε κλέψει τον θρόνο από τον πατέρα του Ισαάκιο τυφλώνοντάς τον και φυλακίζοντάς τον.

«Πλησιάζει η ώρα σου, νεαρέ Ρωμαίε γόνε του γένους των Αγγέλων. Ως αυτοκράτωρ Αλέξιος Δ’, θα ανέλθεις στον θρόνο της Βασιλεύουσας» είπε ο Καματηρός.

Τόνιζε μία-μία τις λέξεις που χρησιμοποιούσε.

«Και για σένα, νεαρέ γόνε των ενδόξων Σελτζούκων, θα έρθει η στιγμή σου. Ως σουλτάνος Καϊχοσρόης Α’ και πάλι, θα ξαναπάρεις τον θρόνο σου στο Ικόνιο!»

«Αμήν, Μακαριότατε» είπαν σκύβοντας το κεφάλι.

«Και τότε, ως Βασιλιάδες της Ρώμης, θα μπορείτε με βάση τις Γραφές να προχωρήσετε. Θα αναζητήσετε τον Ιερέα Ιωάννη και το Θεϊκό του Βασίλειο!»

«Αμήν, Μακαριότατε» επανέλαβαν με σεβασμό.

Ο Πατριάρχης Καματηρός, μέγας Δάσκαλος Ερμηνευτής του Ερμή του Τρισμέγιστου, ήξερε τι έλεγε. Για πάνω από εκατό χρόνια τώρα, οι Ρωμανίες στην Μικρά Ασία ήταν δύο. Η μάχη του Ματζικέρτ(1), η σύγκρουση Ισλάμ-Χριστιανοσύνης, είχε σαν αποτέλεσμα την καταστροφή του ρωμαϊκού στρατού. Για δέκα χρόνια είχε επικρατήσει χάος σε ολόκληρη την Ανατολία. Ο Σελτζούκος πρίγκιπας Σουλεϊμάν Κουτλουμούς επέβαλε την ειρήνη δημιουργώντας το Σουλτανάτο του Ρουμ. Από τότε αυτό το σουλτανάτο συμβιώνει με τους Ρωμαίους, πότε με πολέμους και πότε ειρηνικά. Η μάχη στο Μυριοκέφαλο, πριν εικοσιπέντε χρόνια, διέλυσε κάθε αμφιβολία ως προς την βιωσιμότητα του σουλτανάτου. Έτσι στην Μικρασία, εδώ και πάνω από εκατό χρόνια, ζουν δυο “Ρωμανίες”. Η χριστιανική έχει πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη κι η μουσουλμανική το Ικόνιο. Τα δύο κράτη έχουν διαφορετικό πολιτισμό, γλώσσα και θρησκεία αλλά ζουν σαν γείτονες. Δέθηκαν στενά και δεν μπορούν πλέον να χωρίσουν. Σύνορό τους είναι μια ασαφής γεωγραφική ζώνη στην οποία κυριαρχούν οι Ρωμιοί Ακρίτες κι οι Μουσουλμάνοι Γαζήδες. Είναι τοπικοί άρχοντες με δικούς τους στρατούς και δικές τους δικαιοδοσίες.

«Οι θρόνοι που θα πάρετε δείχνουν λαμπροί κι ένδοξοι. Να ξέρετε, όμως, ότι είναι προσωρινοί κι ανάξιοι μπροστά στον θείο Νου» είπε ο Καματηρός. «Θρόνοι ανθρώπων υποκείμενοι στο καλό και το κακό και όχι πέραν αυτού!
«Το Βασίλειο του Θεού στέκει πάνω από Χριστιανούς, Μουσουλμάνους, Εβραίους κι άπιστους» είπε ο Αλέξιος. «Είναι εγκατεστημένο στην ανατολή σε άγνωστο μέρος που εμείς θα το ανακαλύψουμε. Θα ψάξουμε ολόκληρη την οικουμένη, μετά τις Ινδίες και την Ευδαίμονα Αραβία(2), κοντά στον παράδεισο.»

«Είμαστε οι προορισμένοι για να αναζητήσουμε το Ιερό Δισκοπότηρο και τον ποταμό Σαββατίωνα» είπε ο Γιγιαθαντίν. «Θα βρούμε τον Ιερέα Ιωάννη και θα τον διαδεχτούμε.»

«Θα ενώσουμε τον κόσμο ολόκληρο. Όλοι κάτω από ένα σκήπτρο, μια θέληση, ένα Θεό!» είπαν και οι δυο μαζί.

«Πολύ ωραία!» συμφώνησε ο Δάσκαλος της Ερμητικής Συνωμοσίας.

Ο Καματηρός τους ευλόγησε με ευχές χριστιανικές και μουσουλμανικές μαζί στα ελληνικά και στ’ αραβικά. Ύστερα διάβασε μελωδικά ένα απόσπασμα από ένα βιβλίο χρυσόδετο. Ήταν στολισμένο με πολύτιμους λίθους που άστραφταν και το κρατούσε στα χέρια του ευλαβικά. Δεν ήταν ούτε η Βίβλος ούτε το Κοράνι ούτε η Τορά. Ήταν ένα αρχαιότατο σύγγραμμα με τίτλο “ο Ποιμάνδρης”(3). Αποδιδόταν στον Ερμή τον Τρισμέγιστο(4), στο όνομα του οποίου γινόταν η τελετή μύησης των δύο νεαρών αρχόντων.

ὁ δὲ πάντων πατὴρ ὁ Νοῦς,

ὢν ζωὴ καὶ φῶς, ἀπεκύησεν Ἄνθρωπον

αὐτῷ ἴσον, οὗ ἠράσθη ὡς ἰδίου τόκου·

περικαλλὴς γάρ, τὴν τοῦ πατρὸς εἰκόνα ἔχων·

ὄντως γὰρ καὶ ὁ θεὸς ἠράσθη

τῆς ἰδίας μορφῆς, παρέδωκε ‹τε›

τὰ ἑαυτοῦ πάντα δημιουργήματα” (5)

Αυτά έψαλλε ο Πατριάρχης σε ήχο πλάγιο με την καλή φωνή του και τρόπο κατανυκτικό κι υποβλητικό. Έμοιαζε με εβραϊκό ψαλμό του Δαβίδ, με ορθόδοξη μελωδία ή με ισλαμικό ποίημα, όμως, δεν ήταν τίποτε από αυτά. Δεν ήταν η θρησκεία των Εβραίων, των Χριστιανών ή των Μουσουλμάνων αυτή που ο Πατριάρχης επικαλείτο. Ο “πατήρ Νους” ήταν μια σύνθεση των τριών θρησκειών. Μ’ αυτήν μιλούσε ο Καματηρός κι όρκιζε ταυτόχρονα έναν χριστιανό κι ένα μουσουλμάνο.

«Και τώρα άρχοντες» είπε ο Καματηρός, «θα σας δώσω τους θυρεούς σας. Μ’ αυτούς θα διεκδικήσετε, εσείς οι εκλεκτοί, Αλέξιε και Ιαθατίνη(6), το Βασίλειο του Θεού. Ο ένας ως βασιλιάς της Ρώμης των Χριστιανών, κι ο άλλος ως βασιλιάς της Ρώμης των Μουσουλμάνων.»

Άνοιξε δίπλα του ένα σεντούκι κι έβγαλε από εκεί μέσα δύο λάβαρα. Τους έδωσε από ένα. Του Αλέξιου ήταν πορφυρό. Πάνω του ήταν κεντημένος ένας κίτρινος δικέφαλος αετός που είχε στο στήθος του κεντημένο ένα ρωμαϊκό σπαθί. Το άλλο, του Γιγιαθαντίν, ήταν γαλάζιο και πάνω του ήταν κεντημένος ένας άσπρος δικέφαλος αετός. Αυτός είχε κεντημένο στο στήθος ένα τουρκικό τόξο. Τα χρώματα ήταν σοφά επιλεγμένα. Πορφυρό και κίτρινο ήταν τα χρώματα των Ρωμαίων ενώ γαλάζιο και άσπρο ήταν τα χρώματα των Σελτζούκων. Κοινό σύμβολο, ο δικέφαλος αετός.

Ο Αλέξιος κι ο Γιγιαθαντίν, δεκαεννιά χρονών ό ένας κι εικοσιέξι ο άλλος, γονάτισαν μπροστά στον Δάσκαλο. Φίλησαν το πετραχήλι των πατριαρχικών αμφίων κι έσκυψαν το κεφάλι για να δεχτούν την ευλογία του. Εκείνος σήκωσε μια δάδα προς ένα άγαλμα που έμοιαζε να είναι του Ερμή. Έπλυνε τα χέρια του σε μια λεκάνη με μυρωδικά φυτά και τα άπλωσε μπροστά. Ακούμπησε τα δυο σκυμμένα κεφάλια, κι όπως τ’ άγγιξε απαλά, ψιθύρισε κάτι.

«Να είστε έτοιμοι ανά πάσα στιγμή για να σας δεχτεί ο Ιερέας Ιωάννης» τους είπε.

Οι δυο νεαροί σηκώθηκαν από το πάτωμα. Κούνησαν το κεφάλι τους με σεβασμό μπροστά στον ιερέα και άνθρωπο που αναγνώριζαν σαν δάσκαλό τους. Γνώριζαν την κορυφαία θέση του στη Ερμητική Ιεραρχία και πίστευαν σε αυτόν. Η πίστη τους πήγαζε από τον Ερμή τον Τρισμέγιστο. Αυτός ήταν ο μοναδικός μέγας θεός. Εμφανιζόταν στους ανθρώπους κατά καιρούς με διάφορα ονόματα. Πότε ήταν ο Έλλην Δίας, πότε ο Εβραίος Γιεχωβά, πότε ο Άραβας Αλλάχ, πότε Πέρσης και πότε Αιγύπτιος. Παρέμενε ο μεγαλύτερος νους όλων των όντων. Ήταν μια πνευματική οντότητα, προορισμένη να αποκαλύπτεται μόνο σε ένα εκλεκτό ακροατήριο. 
 
«Ολόκληρος ο γνωστός κι άγνωστος κόσμος, όποια κι αν είναι η θρησκεία του, υποφέρει. Ο κόσμος σπαράσσεται από πολέμους, λιμούς, καταστροφές και δυστυχίες και περιμένει μια λύτρωση. Αυτήν θα φέρει ο Ερμής ο Τρισμέγιστος. Κι αυτή η λύτρωση θα έρθει όταν θα βασιλέψετε στον κόσμο εσείς. Θα είστε οι διάδοχοι του Ιερέα Ιωάννη!» τους είπε με επισημότητα ο Καματηρός και τελείωσε.

Ήταν το έτος έξι χιλιάδες επτακόσια εννέα από κτίσεως κόσμου με βάση το ρωμαϊκό ημερολόγιο. Ήταν το πεντακόσια ενενήντα επτά με βάση το μουσουλμανικό και το χίλια διακόσια ένα με βάση το δυτικό ημερολόγιο. Είχε έρθει πλέον η στιγμή που περίμενε η ανθρωπότητα. Μέσα στα προσεχή χρόνια όλες οι προφητείες θα εκπληρώνονταν.



Κυριακή 24 Μαΐου 2020

ΒΙΒΛΙΟ ΣΕ ΣΥΝΕΧΕΙΕΣ



Για το βιβλίο "Η συνωμοσία της Νίκαιας, στις απαρχές του νέου ελληνισμού" και την δημοσίευσή του σε συνέχειες, πήρα αρκετές θετικές απαντήσεις. Δεκαπέντε από το Φ/Μ (εδώ), δέκα από το Μέσεντζερ και άλλες οχτώ από ημέΙλ. Επτά-οχτώ με παρότρυναν προφορικά. Μαζεύονται γύρω στους σαράντα. Ξέρω ότι το θέλουν κι άλλοι από εκείνους που, έτσι κι αλλιώς, παίρνουν τακτικά τις ενημερώσεις μου. Ελπίζω στην πορεία να γίνουμε περισσότεροι. Θα αρχίσω από αύριο να δημοσιεύω. Θα το κάνω κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή. θα δημοσιεύω περίπου 2.000 λέξεις κάθε φορά για να μπορεί να διαβαστεί σχετικά εύκολα. Ξεκινάω από αύριο.