Πέμπτη 22 Απριλίου 2021
ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ
44 Δον Χουάν Ηρακλείδης (κεφ.12δ)
Ο Χάρμος κι η Φουέντε φιλοξενούν επισκέπτες που έρχονται για να δουν την Αθήνα. Έρχεται κι ο Μελέκ. Του δείχνουν διάφορα μέρη της Αττικής και στον Μαραθώνα συναντούν μια ομάδα ληστών. Τέλος του βιβλίου που είχε Α' μέρος τον Ηρακλείδη, Β' τον Δον Χουάν και Γ' την Ελληνορωμαϊκή Πολιτεία. Απομένει αύριο ο επίλογος, όχι απλά ένα κλείσμο αλλά ένα πολύ ουσιαστικό κομμάτι του βιβλίου..
**********************
κεφ. 12δ
…………
Η γαλέρα του Ιωάννη Βαλέρη ήρθε απ’ το Ναύπλιο όπου είχε γίνει η στέψη. Μέσα Οκτωβρίου, πλησίαζε χειμώνας, και τα ταξίδια γίνονταν επικίνδυνα. Οι φίλοι μας, πριν φύγουν από το Ναύπλιο για τις χώρες τους, πέρασαν από την Αθήνα. Εγώ με την Φουέντε νιώθαμε οικοδεσπότες Αθηναίοι. Έμειναν στο Ερεχθείο, στην Ακρόπολη κι ένιωσαν πως έζησαν μέσα στο χρυσού αιώνα. Υπήρχαν επεμβάσεις που είχαν μετατρέψει τον Παρθενώνα σε εκκλησία ορθόδοξη μετά λατινική και κατόπιν σε τζαμί. Ωστόσο ο Ιερός Βράχος είχε κρατήσει τον χαρακτήρα του. Το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς έλειπε αλλά οι μετόπες και τα αετώματα ήταν εκεί. Τα κτίσματα παρέμεναν ακέραια κι επιβλητικά, όχι τόσο με το μέγεθος όσο με την ασύλληπτη ομορφιά τους.
Τους ξεναγήσαμε στα αξιοθέατα και στις εξοχές της πόλης. Κάθε μέρα μαζευόμασταν σπίτι μας για ένα δείπνο απογευματινό, καθώς νύχτωνε πια νωρίς. Ο καιρός ήταν ακόμα γλυκός και καθόμασταν στην μεγάλη εσωτερική αυλή του σπιτιού. Από το τραπέζι του δείπνου βλέπαμε τους στύλους του Ολυμπίου Διός και την πύλη του Αδριανού. Ακριβώς πίσω μας υψωνόταν η Ακρόπολη που έριχνε πάνω μας τη σκιά της.
«Η Αθήνα είναι, ακόμη κι έτσι, μια πανέμορφη πόλη» είπε η Ελένη Παππά.
«Μπορεί να μην έχει μεγαλεία, όμως έχει μια μαγεία το μέρος» είπε ο Μητροφάνης. «Εδώ είναι το λίκνο του πολιτισμού κι αυτό φαίνεται σε κάθε του γωνιά.»
«Δεν θα αργήσει να μεταφερθεί εδώ η πρωτεύουσα» πρόβλεψε ο Ιουστίνος. «Καλό είναι το Ναύπλιο, κάλλιστη όμως η Αθήνα.»
«Ωραίες οι αναπολήσεις του παρελθόντος, όμως, δεν είναι τώρα η ώρα γι αυτά» είπε ο Φραγκίσκος. «Υπάρχουν πολλά επείγοντα προβλήματα. Η χώρα έζησε εκατό ολόκληρα χρόνια στην μουσουλμανική κατοχή.»
«Χωρίς υποδομές» είπε η Ελένη Παππά «με κηφήνες να την κυβερνούν.»
«Χρειάζεται μια στιβαρή δημόσια διοίκηση πριν από όλα» είπε ο Μενάγιας.
«Νομίζω πως αυτό είναι το κυριότερο πρόβλημα για τον Ιάκωβο» είπα κι εγώ.
«Πρέπει να μοιραστούν δημόσιες γαίες και να αυξηθεί η παραγωγή» είπε ο Καλλέργης.
«Σωστά. Έτσι θα παραχθούν αγαθά. Θα δημιουργηθεί πλούτος χωρίς να γίνουν οι αγρότες δουλοπάροικοι όπως στη δύση» συμπλήρωσε ο Μορμόρης.
«Και η επιβολή δίκαιων φόρων είναι σοβαρό ζήτημα» είπε ο Ιουστίνος. «Το κράτος πρέπει να έχει έσοδα αλλά κι οι πολίτες να μην βαρύνονται υπερβολικά.»
«Μην ξεχνάτε το θέμα της Παιδείας» υπενθύμισε η Σοφία. «Είχαμε πει πως θα είναι προτεραιότητα. Ο λαός που δίδαξε την οικουμένη έχει μείνει αγράμματος!»
«Μπορεί να αναλάβει αυτό το ζήτημα ο Έπαρχος» είπε ο Ιουστίνος. «Θα τον βοηθήσει ο Θεόδωρος Ζυγομαλάς!»
Και οι δυο τους ήταν παρόντες στη συζήτηση και είχαν έντονο ενδιαφέρον για το θέμα.
«Νομίζω πως δεν μπορώ να αναλάβω ένα τέτοιο θέμα λόγω ηλικίας» είπε ο Έπαρχος. «Ο Θεόδωρος είναι κατάλληλος για να το προχωρήσει, αρκεί να εγκατασταθεί εδώ για να δουλέψει! Για να εξελιχθεί η χώρα χρειάζονται δημόσια σχολεία και Πανεπιστήμια.»
«Αγαπητή Σοφία» είπε η Χριστίνα Σβαρόφσκι «θα γίνει κάτι στον τομέα αυτό. Ο Πευκήρος και ο Σόμμερος θα έρθουν πριν το τέλος του χειμώνα στην Ελλάδα. Θα οργανώσουν ένα Πανεπιστήμιο όπως ακριβώς το ήθελε ο Ιάκωβος.»
«Κι απ’ την Βυρτεμβέργη ετοιμάζονται να μας στείλουν ενισχύσεις» είπα. «Πρέπει να εκπληρώσουν την διαθήκη που τους άφησε ο Μελάγχθων πριν πεθάνει.»
«Πρέπει να ανοίξει και πάλι η φιλοσοφική σχολή των Αθηνών» είπε η Φουέντε. «Δεν ζει ο Ραφαήλ, υπάρχουν όμως μαθητές του που θα έρθουν να την γεμίσουν με τοιχογραφίες.»
«Οι φιλόσοφοι λείπουν από το γένος» είπε η Ελένη.
«Μπορεί να λείπουν τώρα, όμως, γεννιούνται νέα παιδιά μέσα στην ελευθερία. Αυτά θα γίνουν νέοι φιλόσοφοι» είπε η Φουέντε με την φλόγα που την διακατείχε.
«Θα βοηθήσει σίγουρα κι η Φλωρεντία σ’ αυτό!» είπε ο Πασκουάλε Ατσαϊόλι.
Ο Φλωρεντίνος απολάμβανε τον αέρα και το τοπίο. Παρακολουθούσε τη συζήτηση με τη βοήθεια της Μαργαρίτας που του μετέφραζε στα ιταλικά όσα λέγαμε.
«Ο Πασκουάλε είναι ευτυχισμένος» ψιθύρισε η Σοφία.
«Όλοι είμαστε ευτυχισμένοι» απάντησα. «Όλοι είμαστε ξετρελαμένοι με αυτό που ζούμε! Για όλους μας αυτή είναι η πιο μεγάλη στιγμή στη ζωή μας.»
Είχαμε παρασυρθεί σε μια συζήτηση για το πώς θα κυβερνηθεί το νέο κράτος των Ελλήνων και Ρωμιών. Νιώθαμε πολύ καλά που μπορούσαμε να συζητάμε αυτά τα πράγματα.
«Σκεφτείτε που ήμασταν και πού έχουμε φτάσει» είπα.
Ως τώρα στις συναναστροφές μας μιλούσαμε μόνο για τις υποθέσεις των άλλων. Εμείς δεν υπήρχαμε στο παγκόσμιο σκηνικό. Αυτό είχε αλλάξει. Το νέο κράτος μπορούσε πλέον να διασφαλίσει την ύπαρξή του με σωστές διπλωματικές κινήσεις. Η οικονομία του μπορούσε να αναπτυχθεί. Δεν θα ήταν πια οι Ρωμιοί ραγιάδες. Δεν θα υπήρχε πια το χαράτσι που έκανε τον μόχθο των ανθρώπων πλούτο στα χέρια των κατακτητών.
«Ας αφήσουμε για λίγο τις κρατικές υποθέσεις» είπε η Χριστίνα «κι ας απολαύσουμε το φθινοπωρινό αεράκι.»
«Δεν έχω δει πουθενά τόσο καθαρό τον ουρανό όσο εδώ» είπε ο Μητροφάνης.
«Απολαύστε την Αττική» είπε η Φουέντε «κι ας πιούμε για τα καλά που έρχονται!»
Ήταν ακόμα Οκτώβρης του 1573 κι η Ελληνορωμανία βιαζόταν. Ο Ιάκωβος έφτιαξε μια κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Καλλέργη για να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα. Φρόντισε να ιδρυθεί μια εμπορική τράπεζα με τη βοήθεια των Μεδίκων των Ατσαϊόλι και του Φαρνέζε που έφερε κεφάλαια. Ίδρυσε ένα Πανεπιστήμια στο Ναύπλιο, ένα στην Αθήνα κι ένα ακόμη στη Θεσσαλονίκη. Έφτιαξε μια μεγάλη κεντρική Βιβλιοθήκη και παραρτήματά της σε όλες τις πόλεις. Οργάνωσε ένα σύστημα δημόσιας εκπαίδευσης.
Υπήρχαν πολλοί φιλέλληνες σε όλη την Ευρώπη που με ενθουσιασμό έρχονταν εδώ. Ήθελαν να βοηθήσουν το κράτος να σταθεί στα πόδια του. Ήρθαν απ’ την Φλωρεντία, το Τουρίνο και την Βενετία, από την Βιττεμβέργη και τη Βαυαρία. Ήρθαν απ’ το Τολέδο και το Παρίσι. Από παντού έφθαναν εθελοντές. Πανεπιστήμια στήνονταν, στρατιωτικά κι αστυνομικά σώματα, οργανώνονταν, νέα περίλαμπρα κτήρια χτίζονταν. Ολόκληρος ο Ελληνισμός συνεγέρθηκε. Έρχονταν στην Ελληνορωμανία οικογένειες από τα μέρη που βρίσκονταν υπό τους Οθωμανούς ή τους Βενετούς. Όλοι είχαν ξετρελαθεί με την ιδέα μιας νέας Ελλάδας, κι έδειχναν με κάθε τρόπο την διάθεσή τους να συνεισφέρουν. Σκεφτόμουν πως όλο αυτό δεν ήταν παρά ένα όνειρο. Το ένιωθα πως ήταν όνειρο, αλλά, αμέσως έδιωχνα τη σκέψη από το μυαλό μου. Προτιμούσα να το ζω.
ΜΑΡΑΘΩΝΑΣ
Η Αθήνα από τον πρώτο χρόνο της Ελληνορωμανίας άρχισε να γίνεται μόδα. Όλοι οι πνευματικοί κι οι καλλιτεχνικοί κύκλοι της Ευρώπης την υιοθέτησαν. Μια εμφανής προσπάθεια για αναβίωση του αρχαίου ελληνικού πνεύματος έθελγε τους νοσταλγούς. Από την άνοιξη του 1574 περιηγητές άρχισαν να καταφθάνουν. Υπήρχε ένας πνευματικός αναβρασμός. Με την σύσταση του νέου κράτους, άρχισε να γίνεται αναγκαία και η δημιουργία μιας “αφήγησης”. Έπρεπε να υπάρχει μια ιστορία που να οδηγεί από την αρχαιότητα στις μέρες μας.
Κρίσιμα ερωτήματα αναζητούσαν απαντήσεις: Το νέο κράτος ερχόταν απ’ ευθείας από την αρχαιότητα; Η ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ήταν η συνέχεια ή μήπως ο τάφος του ελληνισμού; Η Ρωμανία κι οι Ρωμιοί ταυτίζονταν απόλυτα με την Ελλάδα και τους Έλληνες; Διεκδικούσε η Ελληνορωμανία την κληρονομιά της Κωνσταντινούπολης; Ποιος ήταν ο ρόλος του Πατριαρχείου; Ήμασταν το Ρουμ μιλιέτ των Οθωμανών; Θα παρέμενε η ορθοδοξία αντιδυτική ή θα φτιαχνόταν μια νέα ελληνική ορθοδοξία; Θα επέτρεπε η νέα ορθοδοξία επιρροές απ’ τον καθολικισμό και τον προτεσταντισμό ή ακόμα κι από την αρχαιολατρία;
Όλοι είχαν ερωτήσεις, ελάχιστοι όμως είχαν πειστικές απαντήσεις. Λόγιοι αποφάσιζαν να γράψουν Ιστορία εδώ και τώρα. Ερασιτέχνες αρχαιολόγοι έψαχναν για υλικά που θα φανέρωναν την απρόσκοπτη πολιτισμική συνέχεια. Λαογράφοι αναζητούσαν στις λαϊκές παραδόσεις τη συνέχεια των αρχαίων μύθων και των πατρίων εθίμων. Μια έντονη συζήτηση ξεκίνησε που έφερνε στο φως τα προβλήματα που έχει μια εθνογένεση ειδικά στον 16ο αιώνα. Στα περισσότερα βασίλεια της Ευρώπης κάτι τέτοιο ήταν άγνωστο ζήτημα κι ακουγόταν κάπως εξωτικό. Όλοι πάντως συμφωνούσαν ότι η Ελλάδα ήταν η κοιτίδα του δυτικού πολιτισμού. Τα αρχαία ερείπια της νέας χώρας, ήταν το κοινό ευρωπαϊκό παρελθόν. Αυτό βοηθούσε πολύ ώστε να μην μπαίνει σε αμφιβολία η ύπαρξή της.
Ήταν Σεπτέμβριος του 1574 όταν μας επισκέφτηκε ο Μελέκ Αχμέτ. Είχε έρθει στο Ναύπλιο πέρσι, στη στέψη του Ιάκωβου αλλά δεν είχε δει την Αθήνα κι έτσι ξαναγύρισε ένα χρόνο μετά. Ο Μελέκ έφτασε στον Πειραιά με ένα πλοίο που έκανε το δρομολόγιο Κωνσταντινούπολη-Πειραιάς-Αλεξάνδρεια. Ήταν απεσταλμένος της κυβέρνησής του για μια εμπορική συμφωνία με την Ελλάδα. Φυσικά είχε επιδιώξει να αναλάβει την αποστολή γιατί ήθελε να έρθει να με δει στην καινούρια μου πατρίδα. Θα καθόταν δεκαπέντε μέρες στην Αθήνα και το Ναύπλιο και θα έφευγε με ένα άλλο πλοίο από τον Πειραιά. Η κύρια ασχολία του ήταν στο Ναύπλιο, την πρωτεύουσα του βασιλείου. Κανόνισε να μείνει μια εβδομάδα στην Αθήνα που ήταν ο πραγματικός του προορισμός
Τον υποδεχτήκαμε με την Φουέντε, με την οποία είχαν γνωριστεί στο “Ρεάλ” στον Βόσπορο. Φροντίσαμε να μείνει στο σπίτι μας και να μην του λείψει τίποτε. Ήμουν χαρούμενος που τον φιλοξενούσαμε και αυτή μου η διάθεση είχε μεταδοθεί στην Φουέντε. Δεν ήταν τεράστιο σπίτι, μπορούσε όμως να δεχτεί τον Μελέκ και τη συνοδεία του. Είχε μαζί του δυο γενίτσαρους για σωματοφύλακες και δυο σκλάβες. Η μεγαλύτερη ήταν η μαγείρισσα και οικονόμος του κι η άλλη, η νεώτερη, ήταν η ερωτική του συντροφιά. Αυτή η δεύτερη ήταν μια πολύ όμορφη νεαρή κοπέλα που την έλεγαν Αϊσέ. Ο Μελέκ μοιραζόταν μαζί της το βράδυ το κρεβάτι του. Ήταν μια όμορφη νεαρή Ρωμιά σκλάβα απ’ την Κέρκυρα που την είχε κάνει μουσουλμάνα και ερωμένη του.
Ο Τούρκος ήταν ένας άνθρωπος με τον οποίο ένιωθα καλά κι αισθανόμουν ασφαλής. Ήταν παράξενο ίσως να νιώθω ασφαλής με τον άνθρωπο που με είχε πιάσει σκλάβο κι ήθελε να με πουλήσει. Είχε γίνει, τελικά, ένας από τους πολύ καλούς μου φίλους. Η παράδοξη φιλοξενία του στην Κωνσταντινούπολη όταν είχα βρεθεί αιχμάλωτός του με είχε κερδίσει. Δεν ξεχνούσα τα δάκρυα στα μάτια του όταν αναχωρούσα έχοντας μάθει για την Διονυσία και τη Δηιάνειρα. Αυτά όλα είχαν γράψει με έναν τρόπο ανεξίτηλα θετικό στην καρδιά μου τον δήθεν εχθρό μου. Τον αισθανόμουν πολύ όμοιό μου.
«Όμορφη η Αϊσέ» του είπα σε μια στιγμή.
«Γιατί βρε, ζηλεύεις; Η Σπανιόλα πάει πίσω δηλαδή;»
Δεν πήγαινε πίσω βέβαια, παρ’ όλο που η Αϊσέ ήταν είκοσι χρόνια μικρότερή της. Η νεαρή Αϊσέ ήξερε την γλώσσα ενώ ο Μελέκ, όπως κι Φουέντε, είχαν μάθει κι αυτοί να μιλούν λίγα ελληνικά. Τους δείξαμε την Ακρόπολη και τους πήγαμε στον Παρθενώνα. Ο ναός της Αθηνάς είχε γίνει ορθόδοξος ναός στα χρόνια της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Τότε είχαν πέσει οι μετόπες και πολλά στολίδια του ενώ είχαν γεμίσει με αγιογραφίες οι τοίχοι του. Μετά οι Φράγκοι τον είχαν κάνει καθολικό ναό, και τον είχαν γεμίσει ψηφιδωτά. Τον πήρε ο Μωάμεθ ο Πορθητής, το 1458 από τους Ατζαγιόλι κι έβαλε στον ιερό βράχο την οθωμανική φρουρά. Ο Παρθενώνας είχε μετατραπεί σε τζαμί και τα ψηφιδωτά κι οι αγιογραφίες είχαν καλυφθεί με ασβέστη. Τώρα γίνονταν εργασίες να αποκολληθεί ο ασβέστης και να φανούν ξανά τα ψηφιδωτά. Παράλληλα τα καμπαναριά που είχαν μετατραπεί σε μιναρέδες, σιγά-σιγά ξηλώνονταν κι αυτά. Ο Παρθενώνας θα έμενε με την αρχική του μορφή και δεν θα ήταν ναός κανενός δόγματος στο μέλλον. Ο Ιάκωβος επ’ αυτού ήταν κατηγορηματικός.
Εκτός από την Ακρόπολη πήγαμε τον Μελέκ και σε άλλα μέρη που είχα σωθεί αρχαιότητες. Υπήρχαν παντού αρχαία αγάλματα με κομμένα κεφάλια και χέρια. Ήταν τραγικό να βλέπεις τόση ομορφιά να πηγαίνει χαμένη στα χέρια ασεβών που νόμιζαν πως τους οδηγούσε η ευσέβεια.
«Άσεμνα τα αγάλματά σας, βρε Γραικοί» είπε ο Μελέκ «αλλά και τα κομμένα χέρια και κεφάλια δεν είναι ωραίο.»
«Έτσι τους είχαν τους θεούς τους οι Έλληνες, Μελέκ» του είπα. «Θαύμαζαν την ομορφιά και την αποθέωναν.»
Υπήρχαν παντού κολώνες, πλάκες, κιονοστοιχίες, βάσεις αγαλμάτων και στήλες με αγαλματίδια κι επιγραφές. Πήγαμε στην αρχαία αγορά, στη ρωμαϊκή αγορά, στο Θησείο και σε διάφορα άλλα μέρη. Ήταν ευχαριστημένος ο Μελέκ από την παραμονή του στην Αθήνα. Μια Παρασκευή, μάλιστα, πήγε στο Φετιγιέ τζαμί που ήταν πολύ ωραίος ναός και λειτουργούσε κανονικά. Προσευχήθηκε κι ένιωσε πολύ όμορφα.
«Να πάμε και στην εξοχή» ζήτησε.
«Θα σας πάμε στα μέρη που δόθηκαν μεγάλες μάχες» του είπε η Φουέντε. Ήξερε ότι θα άρεσαν σε έναν πολεμοχαρή γενίτσαρο τέτοια μέρη. «Θα δείτε που έγινε η ναυμαχία της Σαλαμίνας και που έγινε η μάχη του Μαραθώνα» του είπε. «Στα μέρη αυτά οι Έλληνες νίκησαν τους Πέρσες.»
Οι Πέρσες ήταν αντίπαλοι του Σουλτανάτου κι ο Μελέκ άκουσε ευχάριστα πως είχαν ηττηθεί εδώ. Πήγαμε στο Ποικίλο Όρος κι είδαμε τα στενά όπου έγινε η ναυμαχία της Σαλαμίνας. Κανονίσαμε να δούμε τον Μαραθώνα όπου έγινε η άλλη μεγάλη μάχη της ιστορίας. Αυτή η εκδρομή θα ήταν κάπως μεγαλύτερη γιατί ο Μαραθώνας απείχε περισσότερο.
«Μήπως είναι επικίνδυνα Ρωμιέ;» με ρώτησε ο Μελέκ. «Έχω μάθει ότι υπάρχουν ληστές στα γύρω βουνά.»
«Κι εκεί που πήγαμε επικίνδυνα ήταν, αλλά, δεν έγινε τίποτε. Ακόμα δεν έχει καταφέρει το νέο κράτος να επιβάλει παντού την τάξη» του είπα.
«Είχατε τον Οθωμανό κι είχατε την ησυχία σας. Τι τα θέλατε τα δικά σας κράτη;» είπε ο Μελέκ με εμφανή διάθεση να με πειράξει.
«Θα βρούμε κι εμείς την ησυχία μας. Θέλει μόνο λίγο χρόνο» του απάντησα.
«Μήπως να μην πάμε;» ρώτησε ο Μελέκ.
«Όχι, δεν θα κάνουμε πίσω. Θα προσέξουμε. Θα πάρουμε όπλα μαζί μας και σπαθιά. Θα είναι κι οι γενίτσαροί σου μαζί. Γιατί να τα βάλουν με τέσσερις οπλισμένους άντρες; Δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα.»
«Δίκιο έχεις αλλά μια παροιμία λέει …»
«Φύλαγε τα ρούχα σου να έχεις τα μισά» τον πρόλαβα.
«Ακριβώς» είπε ο Μελέκ. «Γι αυτό ας πάμε τουλάχιστον οπλισμένοι σαν αστακοί. Να πάρουμε χατζάρια και πιστόλες μαζί μας!»
Ξεκινήσαμε πολύ πρωί. Είχαμε διαδρομή τεσσάρων ωρών μέχρι να φτάσουμε στον Μαραθώνα. Προχωρούσαμε καβάλα στα άλογα αμέριμνοι. Οι δυο γενίτσαροι του Μελέκ Αχμέτ ήταν έμπειροι πολεμιστές κι ενέπνεαν σιγουριά.
«Μ’ αρέσει το κλίμα της Αθήνας» είπε ο Μελέκ.
«Όταν γεράσεις, έλα να ζήσεις εδώ» του πρότεινα.
Η Αϊσέ δεν μιλούσε καθόλου, ενώ, η Φουέντε δεν έκλεινε το στόμα της. Εξηγούσε τί υπήρχε στο κάθε μέρος από το οποίο περνούσαμε. Κατάφερε να περιγράψει στον Μελέκ σχεδόν ολόκληρη τη μάχη του Μαραθώνα. Κάναμε μόνο μια στάση στον Σχοινιά όπου ξεπεζέψαμε για να ξεπιαστούμε. Ήπιαμε καθαρό νερό και φάγαμε λίγη φέτα με ψωμί κι ελιές.
Εκεί ακριβώς είναι που δεχτήκαμε την ύπουλη επίθεση. Μας επιτέθηκαν πέντε άτομα που είχαν βέλη και χατζάρια κι έδειχνα να είναι εμπειροπόλεμοι. Μαζί με τον δυνατό θόρυβο ακούγονταν και βρισιές. Πρώτα δέχτηκαν τα βέλη τους οι δυο γενίτσαροι που αιφνιδιάστηκαν. Ο ένας σκοτώθηκε αμέσως κι ο άλλος πληγώθηκε, αλλά, πρόλαβε να πυροβολήσει. Σκότωσε τον έναν από τους ληστές.
«Τραβηχτείτε» φώναξα στις γυναίκες.
«Πρόσεχε πίσω σου Ρωμιέ» φώναξε ο Μελέκ Αχμέτ.
Γύρισα και πυροβόλησα. Άλλος ένας από τους ληστές έπεσε κάτω. Έβριζαν στα τουρκικά.
«Είναι Τούρκοι» έκανε έκπληκτος ο Μελέκ.
«Τούρκοι και Αλβανοί» τον διόρθωσα.
Με την πιστόλα σημάδεψε και σκότωσε έναν ακόμη ο Μελέκ. Δεν προλαβαίναμε να ξαναγεμίσουμε και βγάλαμε τα σπαθιά. Αυτοί, πριν μας χιμήξουν με τα σπαθιά τους, έριξαν από ένα ακόμα βέλος. Δεν πέτυχαν ούτε τον Μελέκ ούτε εμένα. Πέτυχαν όμως την Φουέντε!
«Πηγίτσα!» φώναξα σχεδόν σαν να χτυπήθηκα εγώ.
Όρμισα σαν τρελός για να την πιάσω καθώς έπεφτε.
«Πρόσεχε Ρωμιέ» μου φώναξε ο Μελέκ.
Με μια επιδέξια κίνηση σταμάτησε το χατζάρι του ληστή που στόχευε το κεφάλι μου. Αντί για το δικό μου, το κεφάλι του ληστή έφυγε από τους ώμους του από το περίτεχνο κτύπημα του Μελέκ. Δεν με ενδιέφερε. Στα χέρια μου είχα το άψυχο κορμί της Φουέντε. Το βέλος την είχε βρει κατ’ ευθείαν στην καρδιά. Τα μάτια της ήταν ανοιχτά σαν να έβλεπε με έκπληξη τα γεγονότα.
Ήθελα να της μιλήσω αλλά δεν ήξερα τι να της πω. Δεν ήξερα που βρισκόμουν. Μια τα πεύκα του Σχοινιά και μια τα κατάρτια της ναυαρχίδας του Αλή Πασά περνούσαν από τα μάτια μου. Το γλυκό πρόσωπό της γέμισε με αχνιστό αίμα που ανέβρυζε από το στήθος της. Δεν μπορούσα να διακρίνω τι ήταν που κοκκίνιζε από το αίμα. Ήταν το καθαρό της άσπρο πουκάμισο ή η χρυσαφένια ισπανική της πανοπλία; Δεν ήξερα πού βρισκόμουν. Ήμουν στην εξοχή της ελεύθερης Αθήνας ή πάνω στην τουρκική ναυαρχίδα στην αιχμή της μάχης; Ένιωσα πως είχα χάσει εντελώς κάθε αίσθηση χρόνου και τόπου. Δέχτηκα ένα χτύπημα στο κεφάλι που με ζάλισε και με έριξε αναίσθητο. Πριν κλείσουν τα μάτια μου, κράτησα σφιχτά το κορμί της Φουεντίνας μου. Είδα τον Μελέκ να σκοτώνει και τον τελευταίο από τους ληστές.
Ο κόσμος σταμάτησε να υπάρχει εκείνη τη στιγμή. Ο χρόνος σταμάτησε επίσης. Με μιας, σταμάτησαν όλα!
===
ΤΕΛΟΣ
===
***********************
Η Φουέντε δέχτηκε ένα βέλος στην καρδιά κι ο Χάρμος την κρατά στην αγκαλιά του κι αναρωτιέται πού βρίσκεται. Είναι εδώ στον Μαραθώνα που δέχεται το βέλος η Φουέντε ή μήπως είναι κι οι δυο τους στο κατάστρωμα του Ρεάλ που έχει ενωθεί με την Σουλτάνα στη μεγάλη ναυμαχία στη Ναύπακτο. Είναι από ληστή Τουρκαλβανό στον Μαραθώνα το βέλος ή από γενίτσαρο την ώρα της μεγάλης μάχης, τέσσερα χρόνια πριν; Εδώ τελειώνει η ιστορία.
Αύριο ο Επίλογος που τον γράφει κι αυτόν ο Χάρμος στην Τραπεζούντα και το τέλος του βιβλίου.
Τετάρτη 21 Απριλίου 2021
Ποτέ άλλοτε η αυτοδιοίκηση δεν υπέστη τέτοιον εξευτελισμό
Αγάπη μου,
συρρίκνωσα το δημοτικό συμβούλιο
Νέες αρμοδιότητες δόθηκαν προσφάτως στην Οικονομική Επιτροπή. Καταργείται οριστικά το δημοτικό συμβούλιο το οποίο μένει περίπου ως ένας χώρος ανοιχτής διαβούλευσης. Έπαψε πλέον να είναι το αποφασιστικό όργανο του δήμου κι έγινε ένα φόρουμ διαλόγου. Εκεί η κάθε διοίκηση μπορεί να αναζητά συναινέσεις για τα θέματα που την δυσκολεύουν και να μετρά αντιδράσεις για τις ενέργειες που πρόκειται να κάνει.
Τα δημοτικά συμβούλια, όπως ο κύκνος που βγάζει την πιο ωραία του κραυγή λίγο πριν πεθάνει, αναβαθμίστηκαν το 2018 με την απλή αναλογική και τις αρμοδιότητες που απέκτησαν. Με το που έγινε η πρώτη απόπειρα εφαρμογής των νέων ρυθμίσεων ήρθαν οι νόμοι Θεοδωρικάκου (Νέας Δημοκρατίας) το 2019 και 2020 (αλλά ακόμα και 2021) και κατέστρεψαν τα πάντα. Διαστρέβλωσαν κάθε έννοια αναλογικότητας, έδωσαν όλες σχεδόν τις αρμοδιότητες στην Οικονομική Επιτροπή και φρόντισαν ώστε να έχουν σε αυτήν τερατώδεις πλειοψηφίες οι δήμαρχοι. Κι όχι μόνο έδωσαν αρμοδιότητες αλλά τις έκαναν και αποκλειστικές, δηλαδή για να μιλήσει επ' αυτών το δημοτικό συμβούλιο πρέπει να του το επιτρέψει (με απόφασή της) η ίδια η Οικονομική Επιτροπή. Ποτέ άλλοτε ο θεσμός της αυτοδιοίκησης δεν υπέστη άλλον ανάλογο εξευτελισμό.
Τα δημοτικά συμβούλια άνευρα, χωρίς δυνατότητα όχι μόνο να αποφασίζουν αλλά ακόμη και να συζητούν, μπορούν να εξαντλούνται σε εκτός ημερησίας διάταξης συζητήσεις ή σε εντός ημερήσιας αλλά χωρίς δικαίωμα απόφασης για οικονομικά θέματα η ζητήματα προσλήψεων, έργων κτλ. Τα δημοτικά συμβούλια συρρικνώθηκαν και ένας μόνο τρόπος αντίδρασης υπάρχει. Συνασπισμένη ολόκληρη η σημερινή αντιπολίτευση να δεσμευτεί ότι θα επαναφέρει την δημοκρατία στον χώροι αυτό αμέσως μετά τις προσεχείς εθνικές εκλογές που θα γίνουν με απλή αναλογική κι επομένως η ΝΔ που κατακρεούργησε τον θεσμό θα είναι μειοψηφία.
Η ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΧΟΥΝΤΑΣ ΣΤΗ ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑ
[Στη μνήμη μιας ντροπής και γελοιότητας που αυτο-ονομάστηκε "επανάσταση" της 21ης Απριλίου. Στη φωτογραφία ο νέος οικισμός στη θέση της παράγκας που έγινε επί χούντας]
43 Δον Χουάν Ηρακλείδης (κεφ.12γ)
Ο Χάρμος κι η Φουέντε έχουν εγκατασταθεί στην Αθήνα.Η Φουέντε εντυπωσιάζεται από το θέαμα της Αθήνας όπου παντού υπάρχουν ερείπια μιας άλλης ένδοξης εποχής. Μέσα σε αυτά τα απομεινάρια, βλέπει να υπάρχει ακόμα μια ελληνική φλόγα αναμμένη.
***********************Λεωνίδας, Αλέξανδρος, Παλαιολόγος, τρεις πυλώνες της Ελληνορωμανίας
12γ
ΑΘΗΝΑ
Λίγες μέρες μετά τη στέψη, τέλη Οκτώβρη του 1573 όλα στην Αθήνα ήταν μεθυστικά. Η πόλη ήταν σχετικά μικρή, αλλά, πανέμορφη. Κάθε της γωνιά ήταν γεμάτη από αρχαία ερείπια. Κομμάτια από αγάλματα, κιονόκρανα, κολώνες, παμπάλαιες πέτρες και μάρμαρα, αετώματα και μετόπες ήταν παντού. Όλα κατάχαμα ριγμένα, λείψανα άλλης εποχής, πανταχού παρόντα. Τα σπασμένα μέλη των αγαλμάτων θύμιζαν την καταστροφή. Ένα κομμένο χέρι πιο εκεί, μια μύτη, ένα χτυπημένο πρόσωπο ήταν σημάδια από εκείνους που μισούσαν τα αγάλματα. Ένα πινάκιο πήλινο ή οψιδιανό, μια επιγραφή, ένα κομμάτι αγγείου κεραμικού μιλούσαν για μια πνευματική παρουσία. Έδειχναν ότι εδώ είχε διαδραματιστεί ένα μεγάλο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας. Μετά ήρθαν οι βάρβαροι κι οι φανατικοί. Βάλθηκαν να σβήσουν την ιστορία απ’ την μνήμη των ανθρώπων. Δήωσαν και κατέστρεψαν ό,τι μπορούσαν.
Οι κάτοικοι της Αθήνας σύμφωνα με την πιο πρόσφατη απογραφή ήταν περίπου είκοσι χιλιάδες. Ζούσαν στην περιοχή ανάμεσα στην Ακρόπολη, τους Στύλους, τον Κολωνό και τον Λυκαβηττό. Στις τριανταδύο γειτονιές της είχαν καταγραφεί τρεις χιλιάδες σπίτια, Τετρακόσια μουσουλμανικά, δυόμιση χιλιάδες γραικικά και εκατό περίπου αρβανίτικα. Οι Αθηναίοι ήταν αγρότες κι έμποροι. Έφτιαχναν και πουλούσαν δέρματα, μαλλί, τυρί, μέλι, μετάξι, βελέντζες και λάδι. Έφερναν απ’ έξω υφάσματα μεταξωτά, βελούδα, σαρδέλες και ρύζι. Εμπόριο έκαναν με Βενετούς, Γάλλους και Άγγλους.
Οι λίγοι Τούρκοι που έμεναν στην Αθήνα και στις γύρω περιοχές ήταν οι κυρίαρχοι κηφήνες. Επί εκατόν δέκα χρόνια κατείχαν την πόλη. Απολάμβαναν ανέσεις είτε σαν διοικητές, είτε σαν αστυνόμοι ή σαν τσιφλικάδες στα εύφορα λιβάδια. Με τα προνόμια που είχε παραχωρήσει ο Μωάμεθ ο Πορθητής στην πόλη, οι Αθηναίοι δεν πλήρωναν φόρους. Φυσικά πρώτοι από όλους από αυτό το προνόμιο επωφελούνταν οι Τούρκοι τσιφλικάδες που ήταν πλούσιοι.
Οι υπόλοιποι μουσουλμάνοι ήταν βασικά εξισλαμισμένοι Γραικοί ή Αλβανοί. Είχαν αλλάξει θρησκεία -μήπως και δουν πλούτη ή προκοπή- αλλά παρέμεναν στην τελευταία κοινωνική βαθμίδα. Κι αυτά άλλαζαν, όμως, μέρα με τη μέρα. Οι Τούρκοι αναχωρούσαν καθώς δεν άντεχαν να ζουν υπό την διοίκηση των μέχρι χτες ραγιάδων Ρωμιών. Όπως πήγαινε η κατάσταση σύντομα δεν θα έμενε ούτε ένας από αυτούς στην πόλη. Πουλούσαν τα σπίτια τους όσο-όσο κι έφευγαν. Στο λιμάνι του Πειραιά οικοσκευές μουσουλμάνων φορτώνονταν σε πλοία με προορισμό τις απέναντι ακτές του Αιγαίου. Μέσα σε ένα μόλις χρόνο, τα μισά τούρκικα σπίτια είχαν αλλάξει χέρια. Τώρα σε αυτά τα σπίτια κατοικούσαν νεοφερμένοι από την Πόλη, την Λάρισα κι αλλού. Πλούσιοι Έλληνες από διάφορες περιοχές της οθωμανικής αυτοκρατορίας ή της Βενετίας αγόραζαν αγροκτήματα. Είχαν χτιστεί όμορφες επαύλεις.
Τα σπίτια ήταν μονώροφα ή διώροφα με εσωτερικές αυλές και είχαν στις οροφές τους ακροκέραμα. Το μοτίβο αυτό έδινε στην πόλη ένα ιδιαίτερο χρώμα. Δεν υπήρχαν μεγάλα κτήρια εκτός από τα τζαμιά ή τις εκκλησίες. Κανένα καινούριο αξιόλογο κτήριο δεν είχε κτιστεί από τον καιρό που οι Γότθοι, είχαν ξεθεμελιώσει κάθε τι το ελληνικό. Τους είχαν στείλει οι Αυτοκράτορες από την Κωνσταντινούπολη για να ξεριζώσουν την αρχαία θρησκεία. Ύστερα είχαν κλείσει κι οι φιλοσοφικές σχολές εντείνοντας την ερήμωση. Μια αναλαμπή αναγέννησης είχε εμφανιστεί, κατά τη διάρκεια της ηγεμονίας των Ατσαϊόλι, αλλά, δεν προχώρησε. Πολύ σύντομα οι Τούρκοι κατέλαβαν την πόλη οριστικά και την βύθισαν στην μιζέρια.
Σε σχέση με τη Ρώμη, την Κωνσταντινούπολη, το Παρίσι ή την Μαδρίτη, η Αθήνα ήταν ακόμα ένα χωριό. Ο Οθωμανός μπέης, όσο καιρό έκανε κουμάντο εδώ, έμενε στην Ακρόπολη στο Ερεχθείο. Στα προπύλαια είχε φτιαχτεί από τους Φράγκους ένα φρούριο κι εκεί έμενε, ως πρόσφατα, η οθωμανική φρουρά. Η Ακρόπολη είχε μετατραπεί σε τζαμί με ένα μιναρέ που είχε κτιστεί στο πλάι του Παρθενώνα. Γύρω από τον ιερό βράχο απλωνόταν ο κορμός της πόλης. Πιο εκεί ήταν τα Χαυτεία, ο Κεραμικός, το Θησείο και τα Πατήσια.
Τα τζαμιά κι οι εκκλησίες ήταν τα λίγα δημόσια κτήρια της περιοχής. Πέρα από τα στενοσόκακα υπήρχαν ιππήλατοι δρόμοι που οδηγούσαν στις γειτονικές πόλεις. Ένας δρόμος πήγαινε προς τον Πειραιά και το Φάληρο, ένας άλλος προς την Ελευσίνα και την Κόρινθο. Υπήρχε δρόμος προς την Πάρνηθα και την Πεντέλη, κι άλλος προς το Λαύριο και το Σούνιο.
Όλα τα γύρω βουνά ήταν κατάφυτα, καταπράσινα κι ευωδιαστά. Μονοπάτια υπήρχαν σε όλον τον Υμηττό με άφθονα μελίσσια και παραγωγή εξαιρετικού μελιού. Δύο ποτάμια με πολύ πράσινο στις όχθες τους κυλούσαν με συνεχείς στροφές από τα βουνά προς τη θάλασσα. Ήταν ο Κηφισός και ο Ιλισός. Έδιναν νερό καθαρό στους κατοίκους του λεκανοπεδίου και πότιζαν τους κήπους και τους οργωμένους αγρούς. Λίγο έξω από την πόλη υπήρχαν όμορφα και πλούσια χωριά. Ήταν η Κηφισιά, ο Καρέας, το Χαλάνδρι, η Δάφνη, οι Αμπελόκηποι, ο Ρέντης, το Μοσχάτο το Φάληρο κι η Καλλιθέα. Όλο το λεκανοπέδιο ήταν γεμάτο με ελιές και πεύκα. Οι κήποι μέσα στην πόλη και στις εξοχές ήταν γεμάτοι οπωροφόρα δέντρα. Τα λουλούδια μύριζαν όμορφα, ιδιαίτερα τα βραδινά όταν τα νυχτολούλουδα κι οι γαρδένιες έσπαγαν τις μύτες.
Η Φουέντε, στους έξι περίπου μήνες που μέναμε εδώ, είχε βρει τον παράδεισό της. Έλεγε συνέχεια πως μπορεί μεν να ήταν κατά κόσμον Ισπανίδα όμως στην πραγματικότητα ήταν Αθηναία. Αυτό έλεγε η ψυχή της. Δεν μιλούσε για μετεμψύχωση ούτε για μεταφυσικές μεταμορφώσεις. Εκείνο που είχε αλλάξει βρισκόταν στην καρδιά και στο μυαλό της, στο κορμί της και στο πνεύμα της. Είχαμε εγκατασταθεί κοντά στην Ακρόπολη, κάτω από το ανατολικό τείχος. Μπροστά μας ήταν οι στύλοι του Ολυμπίου Διός και μια αψίδα του Αδριανού. Μέναμε σε ένα ωραίο σπίτι και νιώθαμε σαν να είχαμε βρει τη δική μας γη της επαγγελίας. Δεν ήταν μόνο ο τόπος που της άρεσε. Αυτό που την έκανε να δίνεται με πάθος στη νέα της πατρίδα, ήταν το μεγαλείο του παρελθόντος. Δεν ήταν κάτι περασμένο και πεθαμένο, γι αυτήν αφού στα μάτια της, ξαναζωντάνευε σε κάθε γωνιά. Όπου κοίταζε, έβλεπε μεγαλεία της αρχαίας αθηναϊκής δημοκρατίας ή της ρωμαϊκής συνέχειας.
Είχε λατρέψει την αρχαία Ελλάδα και μιλούσε συνέχεια για θεούς και ήρωες. Διάβαζε βιβλία αρχαίων συγγραφέων που τα προμηθεύτηκε απ’ την Μαδρίτη σε ισπανική μετάφραση. Κατηγορούσε αυτούς που είχαν καταστρέψει τους αρχαίους ναούς και τα αγάλματα. Τους μεμφόταν που είχαν προσπαθήσει να εξαλείψουν με τη βία την αρχαία θρησκεία ξεριζώνοντας το ελληνικό πνεύμα. Προσπαθούσα να ενσταλάξω μέσα της ένα αίσθημα επιείκειας και κατανόησης αλλά η φλογερή Ισπανίδα δεν ηρεμούσε. Δεν θα αργούσαμε να αρχίσουμε πειράματα με θυσίες στον Δία και την Αθηνά αν δεν την συγκρατούσα. Το κλίμα της εποχής δεν άντεχε καινοτομίες αυτού του είδους. Θα ήταν καλύτερα οι δημόσιες συζητήσεις για τέτοια θέματα να γίνονταν ήρεμα και χωρίς φανατισμό.
Έτσι κι αλλιώς είχε ξεκινήσει η αναζήτηση της νέας ταυτότητας του κράτους μας. Στη ναοδομία, για παράδειγμα, προσπαθούσαν να φτιάξουν έναν αρχαιοπρεπή ρυθμό για τις εκκλησίες. Τις έχτιζαν πλησιέστερες προς την “βασιλική”, ώστε να μοιάζουν με αρχαίους ναούς. Υποχρέωναν όσους έκτιζαν σπίτια στην Αθήνα να φτιάχνουν περιστύλια και μετόπες. Τους έβαζαν να χρησιμοποιούν κολώνες με ιωνικό ή δωρικό ρυθμό. Ήθελαν να μετατραπεί η Αθήνα σιγά-σιγά σε μια πόλη που να θυμίζει το παρελθόν της. Μιλούσαν για τις φιλοσοφικές σχολές που θα έπρεπε να επανιδρυθούν. Έψαχναν να βρουν τρόπους ώστε το πνεύμα κι η τέχνη να ξαναζωντανέψουν εδώ στα ιερά αυτά χώματα.
Οι αρχαίοι θεοί κι οι μύθοι είχαν γίνει έμμονες ιδέες για την Φουέντε. Καθημερινά την συντρόφευαν στους περιπάτους της. Κάθε γωνιά της Αθήνας αντιστοιχούσε σε έναν αρχαίο φιλόσοφο, πολιτικό ή καλλιτέχνη. Πάντα κάτι συνδυαζόταν με τον έναν ή τον άλλον. Έτσι κι αλλιώς κάθε σημείο της αρχαίας κι ιστορικής πόλης θύμιζε πάντα κάτι!
«Φουεντίνα, απορώ με την υπομονή σου, να θέλεις να μάθεις τα ελληνικά. Ταλαιπωρείσαι καθημερινά να βγάλεις άκρη με τους χωριάτες εδώ!» της έλεγα.
«Για μένα, Χαρμονιόζο, αυτοί οι χωριάτες είναι ακριβώς η αρχαία Ελλάδα προσωποποιημένη.»
«Μα έχουν αλλάξει οι γενιές. Πέρασαν τόσες φυλές από εδώ» της έλεγα.
«Ε, και λοιπόν, τι θες να πεις;» απαντούσε επιθετικά
Τα όμορφα μάτια της άστραφταν λες κι ο ίδιος ο Δίας ετοιμαζόταν να πετάξει από εκεί μέσα τους κεραυνούς του. Μου έδειχνε τα ερείπια τριγύρω μας.
«Νάτοι αυτοί που πέρασαν» μου έλεγε. «Φαίνονται σε αυτά εδώ τα κομμάτια του μαρμάρου που βλέπεις πεταμένα. Νά, φαίνονται στα ξεριζωμένα κεφάλια, στα κομμένα χέρια και στα σπασμένα πόδια των αγαλμάτων! Θεέ μου, πως το έκαναν αυτό; Γκρέμισαν ναούς και σπίτια, έκλεισαν τις σχολές! Τους βλέπεις αυτούς που πέρασαν; Νάτοι! Διακρίνονται ακόμα μέσα στις καταστροφές και στα αποκαΐδια!»
«Ο φανατισμός φταίει γι αυτές τις καταστροφές.»
«Όχι όμως ο φανατισμός των ντόπιων» είπε θυμωμένη. «Δεν κατέστρεψαν μόνοι τους τα αγάλματα και τους ναούς τους οι άνθρωποι!»
Μου έδειχνε κάποιους βοσκούς και κάποιους χωρικούς που έσερναν ένα γάιδαρο. Πιο κει κάποιοι άλλοι κουβαλούσαν κουρασμένοι δεμάτια.
«Τους άφησαν έτσι, φτωχούς, λίγους κι αγράμματους! Τους πήραν ό,τι είχαν, βιος και θρησκεία. Κοίτα τους, όμως. Δεν τους πήραν, κανείς δεν θα τους πάρει την αξιοπρέπεια» έλεγε συγκινημένη από τα ίδια της τα λόγια. «Αυτοί εδώ είναι οι επιζήσαντες. Μια μέρα, αν τους δοθεί η ευκαιρία, θα γίνουν και πάλι όπως ήταν παλιά!»
«Χαίρομαι που το πιστεύεις αυτό, Πηγίτσα» της έλεγα χαρούμενος που είχε τόσο θετικές απόψεις για τους Έλληνες. «Είσαι αισιόδοξη! Δεν έχουν όμως όλοι την ίδια γνώμη με σένα. Πολλοί τους θεωρούν υπανάπτυκτους.»
«Μα σκέψου λίγο, Χαρμονιόζο» μου απαντούσε. «Όλα αυτά τα χρόνια που ο κόσμος δονείται από νέες ιδέες, τι κάνουν οι Αθηναίοι κι όλοι οι Έλληνες; Ζουν κάτω από έναν τύραννο, αμόρφωτο κι αδιάφορο για όλα. Μόνο για την καλοπέρασή του νοιάζεται ο Τούρκος. Οι Έλληνες έγιναν ραγιάδες, με μόνη τους έννοια να γλιτώσουν το κεφάλι τους.»
«Και με τους επίσημους παπάδες να τους λένε ότι καλά τα παθαίνουν. Πληρώνουν με την σκλαβιά το τίμημα για τις αμαρτίες τους» συμπλήρωνα εγώ.
«Μέσα σε τέτοια κατάσταση πως να μην γίνεις σαν κι αυτούς;»
Την άκουγα και σκεφτόμουνα πόσο εύκολα με λίγες φράσεις συνόψιζε την αγανάκτηση όλων μας για την κατάντια του γένους.
«Γι αυτό και μόνο, αν το σκεφτείς, άξιζε η επανάστασή σας!» είπε η Φουέντε. «Για να τους δώσετε μια νέα ευκαιρία!»
«Πρέπει να το προσπαθήσουμε αυτό.»
«Νομίζω πως ο Ιάκωβος Παλαιολόγος αυτό θέλει να κάνει! Γι αυτό είναι κατάλληλος για Βασιλιάς. Είναι τρελός κι επαναστάτης και … σοφός!»
«Στον σημερινό κόσμο, ο Ιάκωβος έχει όλα τα προσόντα για να ελιχθεί» συμφώνησα.
«Ο κόσμος είναι γεμάτος με φανατικούς κι ανόητους θρησκόληπτους γέρους!»
Με κοίταξε στα μάτια και συνέχισε αγανακτισμένη.
«Θυμήσου τον Φίλιππο! Ένας τρελός γέρος μανιακός που στέλνει τις γυναίκες στην πυρά για μάγισσες! Θυμήσου το παλάτι του στη Μαδρίτη. Τρέλανε τον γιό του, μάρανε τη γυναίκα του και τώρα έχει παντρευτεί μια μικρούλα που θα την μαραζώσει κι αυτήν! Ψάχνει να φτιάξει “νόμιμο” διάδοχο για να μην πάρει ο Χουάν αυτό που δικαιωματικά του ανήκει. Θυμήσου εκείνον τον ανεκδιήγητο Γκισλιέρι, τον Πάπα Πίο τον Ε’. Δεν λέω, σας βοήθησε ξεσηκώνοντας μια σταυροφορία, όμως μήπως δεν ήταν κι αυτός ένας τρελός; Ένας μανιακός που διψούσε για πόλεμο και αίμα! Με ένα ράσο όλη μέρα, χωρίς να τον ενδιαφέρει ο ύπνος ή το φαΐ, ο έρωτας ή η ζωή, νοιαζόταν μόνο για την άλλη ζωή. Τι θα πει στον θεό του, την ώρα της κρίσης, αν θα του έλεγε ότι κατάφερε να ελευθερώσει τους Αγίους Τόπους ή όχι! Αυτός κι ο Φίλιππος έστελναν παντού όπου μύριζαν μια καινούρια ιδέα την ιερά εξέταση. Το μόνο που τους ένοιαζε ήταν να την πνίξουν. Για να το πετύχουν έκαιγαν και καίνε ανθρώπους στην πυρά!»
«Ίσως να μην είναι όλοι έτσι» πήγα να πω.
«Έτσι είναι όλοι» είπε η Φουέντε. «Ποιος απ’ αυτούς είναι άνθρωπος που καταλαβαίνει ένα αστείο; Ποιος μπορεί να ερωτευτεί ή να αγαπήσει;»
Δεν μπορούσα και δεν ήθελα να την συγκρατήσω. Ήταν όμορφη έτσι που μαχόταν με βασιλιάδες κι αρχιερείς. Ήταν κι αγέρωχη έτσι που γκρέμιζε φόβους κι ιδεοληψίες, τα όπλα των ισχυρών για να κρατούν τους πολλούς σε αδυναμία! Ήταν η Πηγή της ζωής μου. Ήταν η Φουεντίνα που σαν Βιτόριο είχε χιμήξει άφοβα στην τουρκική ναυαρχίδα κι είχε δεχτεί το μοιραίο βέλος! Μοιραίο; σκέφτηκα κι ένιωσα μιαν ανατριχίλα. Μοιραίο; ξαναείπα από μέσα μου κι άλλαξα αμέσως τις σκέψεις μου γιατί με έπνιξαν και δεν τις άντεξα ούτε στιγμή. Συνέχισα να την ακούω να ρητορεύει.
«Παπάδες και Βασιλιάδες για κλάματα όλοι! Τρελοί και μανιακοί! Ο Κάρολος, ο “μέγας” αυτοκράτορας! Που πέθανε κλεισμένος σ’ ένα μοναστήρι, μελαγχολικός άρρωστος και μισότρελος! Το ίδιο που μάθαμε ότι συνέβη στον άλλο “μεγάλο”, τον Σουλεϊμάν των Οθωμανών. Αυτός κρυβόταν κι από τον ίσκιο του πίσω από κουρτίνες στο παλάτι του. Το ίδιο που θα συμβεί στον μεθύστακα σουλτάνο, τον Σελίμ, που κυβερνάει αφού πρώτα εξοντώθηκαν τα αδέλφια του. Κι ο Φίλιππος σκότωσε τον γιο του κι εξόντωσε την όμορφη γυναίκα του. Ένα μάτσο τρελοί και μανιακοί που κυβερνάνε γιατί δήθεν τους το ζήτησε ο θεός. Ένας θεός κατ’ ομοίωσή τους. Διψάνε όλοι τους, άλλος για κρασί, άλλος για άγια κοινωνία, όλοι τους όμως για αίμα! Αίμα αθώων!»
Προτιμούσα να την ακούω παρά να σκέφτομαι μοιραία βέλη να την χτυπούν. Άκουγα χωρίς να βγάζω μιλιά για να μην της κόψω τον ειρμό. Συμφωνούσα, εξ άλλου, με όσα έλεγε!
«Γι αυτό Χαρμονιόζο, σε αυτόν εδώ τον τόπο εγώ βλέπω ελπίδα! Προσπάθησαν να τον καταστρέψουν ολοσχερώς αλλά έμεινε αμόλυντος από την αρρώστια τους. Γι αυτό με βλέπεις και συνομιλώ συνέχεια με τους θεούς και με τους ήρωες! Μόνο αυτοί μπορούν να μας ξαναδώσουν πίσω αυτά που χάθηκαν, τον ορθό λόγο και την ομορφιά!»
«Δεν μπορούν πια να δώσουν την δημοκρατία» είπα. «Γιατί κυριαρχούν πια οι ακραίοι, Πηγίτσα, οι μονάρχες με τους μεγάλους στρατούς.»
«Δεν είναι ισορροπία αυτό! Πρόκειται για ανισορροπία τρελών και φανατικών θρησκόληπτων εξουσιαστών! Με όπλο τους τη θρησκεία παλεύουν δήθεν για την τάξη αλλά είναι οι πιο επικίνδυνοι εχθροί της.»
«Ευτυχώς» είπα «ο δικός μας Ιάκωβος γνωρίζει αυτές τις θρησκείες πολύ καλά και ….»
«Τουλάχιστον αυτός δεν είναι εγκληματίας, είναι σοφός άνθρωπος.»
«Και θα μπορεί να ελιχθεί για να διατηρήσει αυτά που κερδίσαμε» είπα.
«Χρειάζεται να έχει πολύ μεγάλη ικανότητα για να τα καταφέρει» είπε σκεπτική.
«Δεν είδες που δήλωσε Ουνίτης;» της είπα. «Θα είναι καθολικός αλλά θα τηρεί το Ορθόδοξο τυπικό. Καθησυχάζει τον Πάπα και δεν ερεθίζει τον λαό.»
«Νόμιζα ότι συμπαθούσε τους Προτεστάντες.»
«Στην πραγματικότητα δεν τον συγκινεί κανένα δόγμα και καμιά θρησκεία. Πιστεύει μόνο στην Ελλάδα» της εξήγησα. «Ίσως, μάλιστα, να πιστεύει τα ίδια με σένα.»
«Δεν με νοιάζει να είμαι άθεη, ούτε με φοβίζει ούτε με ελκύει» είπε η Φουέντε. «Σκέφτομαι πως ίσως η θρησκεία να χρειάζεται για να βάζει ένα φρένο στους ανθρώπους. Δεν ξέρω αν μπορεί να υπάρξει ηθική χωρίς θρησκεία.»
«Μα φυσικά μπορεί» της είπα. «Ο φίλος μου ο Ιάκωβος Ηρακλείδης έλεγε ότι μόνο εκτός θρησκείας υπάρχει αληθινή ηθική.»
Με κοίταξε περιμένοντας περισσότερες εξηγήσεις.
«Έλεγε πως το ήθος μπορεί να είναι μόνο η συνέπεια της λογικής ή της ελεύθερης επιλογής κι όχι του φόβου. Έλεγε πως οι θρησκείες δεν διδάσκουν ήθος αλλά, απλά, δίνουν μια σειρά από εντολές! Γι αυτό, όταν οι εντολές παρερμηνεύονται συνειδητά ή ασυνείδητα, τότε οι θρησκείες γίνονται όργανα πολέμου. Αντί για ζωή, φέρνουν τον θάνατο.»
«Δηλαδή Χαρμονιόζο, πάλι στους αρχαίους Έλληνες γυρνάμε και στην δική τους ηθική που στηριζόταν στη λογική. Εκεί δεν το πας, καλέ μου;»
«Σου είπα τι έλεγε ο φίλος μου ο Ηρακλείδης!» της είπα. «Πάντως, για να ξαναγυρίσουμε στο σήμερα, πιστεύω πως ο Παλαιολόγος γνωρίζει τη δύναμη της θρησκείας. Γι αυτόν ο προτεσταντισμός, που επιτρέπει ελευθερία συνείδησης, τον εκφράζει περισσότερο, όμως εδώ είναι αλλιώς. Οι δυνάμεις που επηρεάζουν την Πολιτεία βρίσκονται στον καθολικισμό στο Ισλάμ και στην ορθοδοξία.»
«Αυτή τη γνώμη έχω κι εγώ» είπε η Φουέντε. «Πιο πολύ θα έλεγα τον Παλαιολόγο πραγματιστή. Ούτε Ουνίτη, Καθολικό ούτε και Προτεστάντη.»
«Αν τον κατηγορήσουν για άθεο ή αιρετικό, οι εγγυητές μπορούν να επέμβουν στρατιωτικά και να τον καταργήσουν.»
«Είναι σχετικά νέος, έχει αρκετά χρόνια μπροστά του για να πραγματοποιήσει τις σκέψεις του» είπε η Φουέντε. «Κι έχει κι εσάς να τον βοηθάτε!»
«Αύριο στον Πειραιά φτάνει η γαλέρα του Βαλέρη. Θα έρθει με φίλους μας για να δουν την Αθήνα.»
«Ωραία, μαζί τους θα ξαναδούμε την Αθήνα κι εμείς για μια ακόμη φορά!»
........... (συνεχίζεται) .................
***********************
Αύριο Πέμπτη το 12δ και το τέλος του 12ου κεφαλαίου. Απομένει ο επίλογος.