Δεν με νοιάζει αν κάποιοι θα το πουν εθνοκάθαρση, ή γενοκτονία ή ακόμη και ειρηνική ανταλλαγή πληθυσμών. Σημασία έχει ότι εκείνη την εποχή μετά τον Μεγάλο Πόλεμο σφαγιάστηκαν 350.000 Έλληνες της Μικράς Ασίας κι ανάμεσά τους πολλοί μακρινοί συγγενείς μου καθώς οι τέσσερις γιαγιάδες και παππούδες μου (από μάνα και πατέρα) κατάγονται από την Τραπεζούντα και την Κρώμνη του Πόντου οι μεν κι από την Προύσα και την Κωνσταντινούπολη της Μικράς Ασίας οι δε.
Πόσοι συγγενείς μου βρίσκονται ανάμεσα στις 350.000 χαμένες ψυχές που σκοτώθηκαν άμεσα ή στα περίφημα τάγματα θανάτου δεν το ξέρω, ξέρω όμως ότι οι δυο οικογένειες προσφύγων που βρήκαν τελικό προορισμό την Δραπετσώνα και το Κερατσίνι του Πειραιά, βγήκαν κι επέζησαν μέσα από μια καταστροφή.
Ένα κείμενο θα παραθέσω στην μνήμη τους. Είναι του Στρατή Δούκα από το βιβλίο του "Οδοιπορικό" και δείχνει την αγριότητα που βίωσαν οι άνθρωποι εκείνοι.
Στην καταστροφή της Σμύρνης, βρέθηκα με τους γονιούς μου στην Πούντα. Από κει με πήρανε κι έμεινα στην Τουρκία αιχμάλωτος.
Μεσημέρι πιάστηκα μαζί με άλλους. Βράδιασε και τα περίπολα ακόμα κουβαλούσαν τους άντρες στους στρατώνες. Κοντά μεσάνυχτα, όπως είμαστε όλοι, ο ένας κολλημένος στον άλλον, μπήκε η φρουρά και άρχισαν να μας χτυπούν όπου έβρισκαν, με ξύλα και να κλωτσούν όσους κάθονταν χάμου γόνα με γόνα. Τέλος πήραν να διαλέγουν όσους ήθελαν κι έφυγαν βλαστημώντας όλους. Από μέρες, που πέρασαν με φόβο, ήρθε ένας αξιωματικός και μας παράλαβε, με σαράντα στρατιώτες. Μας έβαλαν στην αυλή και μας χώρισαν απ’ τους πολίτες, τότε είδα και τον αδελφό μου. Μας έβαλαν τετράδες και μας διέταξαν να γονατίσουμε να μας μετρήσουν. Ο αξιωματικός που μας έβλεπε καβάλα στο άλογό του έλεγε: Θα κοιτάξω να μη μείνει ούτε σπόρος από σας.
Κι έδωσε το παράγγελμα να ξεκινήσουμε. Θα είμαστε όλη η φάλαγγα κάνα δυο χιλιάδες.
Όπως βγήκαμε, μας τραβήξανε ίσα στην αγορά. Εκεί το τουρκομάνι που μας περίμενε σαν το λεφούσι έπεσε πάνω μας. Τραπέζια, καρέκλες, ποτήρια, ό,τι έβρισκαν μπροστά τους, μας πετούσαν από όλες τις μεριές. Ήταν και ναύτες Γάλλοι μαζί τους στα καφενεία κι έκαναν χάζι με μας.
Μεσημέρι 12, φτάσαμε στο Χαλκά-Μπουνάρ. Εκεί μας έκλεισαν στο ούρμα, κύκλο. Άμα βράδιασε, ένας Τούρκος εφές από το χωριό μας ήρθε και μας καλούσε με τα ονόματά μας να βγούμε, τάχα πως θα μας γλυτώσει, με σκοπό να μας χαλάσει. Κι εμείς στη γη πέσαμε να μη δώσουμε γνωριμία.
Τα ξημερώματα ήρθε από τη Μαγνησία άλλος αξιωματικός και μας σήκωσαν. Ώρες περπατούσαμε. Ούτε ξέραμε που μας παν. Μονάχα από τον τόπο καταλάβαμε πως βαδίζαμε για τη Μαγνησία.
Αντί να μας πηγαίνουν στο δρόμο, μας τραβούσαν από το βουνό. Κι όπως δεν είμαστε σε ισότοπο αρχίσαμε να σκορπάμε. Δεν μπορούσαμε να κρατήσουμε τις τετράδες. Κι οι στρατιώτες φώναζαν προστακτικά στις τετράδες. Εμείς προσπαθούσαμε μα και πάλι στις χαλάγαμε. Όσοι ήταν ανήμποροι και μένανε πίσω, τους τραβούσαν οι πολίτες στο δάσος και τους καθάριζαν. Με πολύ κόπο πέσαμε στο δημόσιο δρόμο. Εκεί πάλι μας περίμεναν, μπουλούκια-μπουλούκια, γέροι άνθρωποι, εξήντα ως ογδόντα χρονών, με παλιές μαχαίρες και σα φτάσαμε κοντά, ρίχτηκαν επάνω μας.
Και προχωρούσαμε, οι δρόμοι δεξιά και αριστερά ήταν σπαρμένοι με πτώματα που μύριζαν. Στις βρύσες έστεκαν σκοποί και φύλαγαν το νερό, που έτρεχε απ’ τα κανούλια. Κι εμείς που το βλέπαμε διψούσαμε περισσότερο. Στο δρόμο είχανε σκάσει πολλοί.
Ώρες βαδίζαμε κι εκεί που κάναμε στάση σ’ ένα σταθμό, ήρθαν κάμποσοι Τούρκοι πολίτες, κι είπαν στου αξιωματικού να τους αφήσει να ψάξουν ανάμεσά μας κι άμα βρουν κάποιον που ζητούσαν, να τον πάρουν.-Ναι, τους λέει, κοιτάχτε κι άμα τον βρείτε, πάρτε τον.
-Άφεριμ, άφεριμ είπαν και χώθηκαν στο σωρό μας. Τον βρήκαν. Ήταν Αρμένης, ο περιβολάρης του Σταθμού.-Βρε κερατά Αρμένη, εσένα γυρεύουμε.
-Τι θέλετε από μένα, τους είπε. Μια ψυχή έχω να παραδώσω.
Και με το κεφάλι ψηλά, σα να ήθελε να τον δούμε όλοι, πέρασε ανάμεσά μας.
-Πάρτε τον, φώναξε ο Λοχαγός.
Ο Αρμένης άμα άκουσε έτσι, ρίχτηκε απάνω σε κείνον που πρωτάπλωσε να τον πιάσει και με πάθος του δάγκωσε το λαρύγγι. Οι άλλοι τον χάλασαν αμέσως. Πρόφτασε μονάχα κι είπε:
-Κάντε με ό,τι θέλετε. Το αίμα μου το πήρα.