Χωρίς πολλά λόγια.
Μια εξομολόγηση του ποιητή Γιώργου Σεφέρη.
«Έφτασα στην Αθήνα τον καιρό που άρχιζε ο μεγάλος Διχασμός. Δεν πρόφτασα να νιώσω μήτε αγάπη μήτε υπόληψη για τον Κωνσταντίνο. Έπειτα, ήρθαν τα ''Νοεμβριανά'' που μου θύμισαν καταπληκτικά τα καμώματα των Τούρκων.
Για τους ανθρώπους του Κωνσταντίνου, εμείς που ερχόμασταν από το σκλαβωμένο Έθνος, που είχαμε ανατραφεί μόνο με μια λαχτάρα, την Ελλάδα, ήμασταν οι Τουρκόσποροι. Κι αυτοί που μάς χλεύαζαν και μάς ταπείνωναν δεν σκοτίζουνταν που ο Γερμανός ήταν ο σύμμαχος των Τούρκων και των Βουλγάρων, τον ευχόντουσαν νικητή και του παράδιναν τα κάστρα μας απολέμιστα.
Για τη φαντασία μου, τότε, αυτή η ωμή στενοκεφαλιά ήταν πράγμα υπέρογκο και τερατώδες. Θυμάμαι τ' απομεσήμερο που είδα, από ένα παράθυρο της οδού Μπουμπουλίνας, το ελεεινό θέαμα του όχλου με δεσποτάδες και παπάδες που κουβαλούσαν πέτρες για το ανάθεμα του Βενιζέλου. Την αηδία που με έπνιγε στο Πολύγωνο, μπροστά στο φρικτό μνημείο με τα κερατοφόρα καύκαλα από τραγιά στην κορυφή του.
Θυμάμαι την ηθική εξουθένωση που ένιωσα όταν έγινε η πρώτη απόπειρα να δολοφονήσουν τον Βενιζέλο στο σταθμό της Λυών, λίγες μέρες μετά την υπογραφή της Συνθήκης που πραγματοποιούσε όνειρα χιλιάδων χρόνων.
Ήτανε πράγματα που δεν καταλάβαινα. Και τώρα ακόμη που πέρασαν τα χρόνια και ξεβίδωσα πολλές φορές το μηχανισμό του ανθρώπου και του Έλληνα μπορεί να βρίσκω εξηγήσεις, αλλά δεν απολυτρώθηκα ολωσδιόλου από την κατάντια εκείνη.»
Χειρόγραφο Σεπτεμβρίου '41, Γιώργος Σεφέρης