Από τον φίλο Δημήτρη μια ιστορία σχετικά με τους Χατζηδάκη, Γκάτσο κι όλους εμάς ως Έλληνες. Και στο βίντεο απόσπασμα από ταινία του Αγγελόπουλου.
*************************************************************
[Από τον ΔΗΜΗΤΡΗ ΖΕΒΟΛΗ, σημερινή ανάρτησή του στο φέισμπουκ]
Στην χθεσινή μου ανάρτηση αναφέρθηκα στον ΠΟΛΙΤΗ Χατζιδάκι, στην κορυφαία ιδιότητα που μπορεί να αναπτύξει ένα άτομο, μια ιδιότητα που κατέκτησε, στον ύψιστο βαθμό.
Αυτή η ιδιότητα, έλεγα, ήταν συνδυασμός της γενναιότητας που τον διέκρινε ως άνθρωπο και της Αττικής Παιδείας που είχε λάβει.
Παρέλειψα να διευκρινίσω, ότι αυτή η παιδεία δεν υπήρξε, αποκλειστικό, προϊόν των εγκύκλιων σπουδών του, αλλά, κυρίως, οφείλεται σε όσα αποκόμισε από την συναναστροφή σοφών ανθρώπων, συναναστροφή που επεδίωκε συστηματικά.
Την επιρροή αυτή δέχθηκε, περισσότερο από κάθε άλλον, από τον Νίκο Γκάτσο, ο οποίος υπήρξε ο στενότερος του φίλος, αλλά και αυστηρός και άτεγκτος πνευματικός καθοδηγητής. Όταν γνωρίστηκαν ο Μάνος ήταν 17 και ο Γκάτσος 28 , οι γονείς τους είχαν τα ίδια ονόματα (Γιώργος και Βασιλική) και οι 2 ορφανοί πολύ νωρίς από πατέρα, ο Μάνος τον έχασε σε αεροπορικό ατύχημα, ενώ του Νίκου πέθανε μέσα στο πλοίο για Αμερική και τον πέταξαν στην θάλασσα.
Με την εκπληκτική ειλικρίνεια που τον διέκρινε, αφηγείται, ο ίδιος, σχετικά:
"Στο Εθνικό Θέατρο Διευθυντής ήταν ο Γιώργος Θεοτοκάς, ο οποίος θαύμαζε πολύ το ταλέντο μου και μ’ άφηνε να κάνω ό,τι ήθελα. Στο “Όνειρο θερινής νύχτας ” με έβαλε να κάνω και τη χορογραφία. Με μάγεψε το ότι είδα στις αφίσες του Εθνικού, “Χορογραφίες Μάνου Χατζιδάκι”. Έγινε η πρεμιέρα, όλος ο κόσμος με κοίταζε σαν το " παιδί θαύμα ", ο Σγούρος της εποχής, με συγχαίρανε, έρχεται και ο Γκάτσος και μου λέει μπροστά σε όλους πολύ αυστηρά : “Ελπίζω να σταματήσεις να κάνεις ανοησίες”. Μια βδομάδα έκανα να μιλήσω μαζί του. Είχα μεθύσει από την επιτυχία μου και δεν έβλεπα ότι πράγματι έκανα ανοησίες… ήταν πολύ αυστηρός φίλος… μην κοιτάτε τώρα, από τα 50 και πάνω οι άνθρωποι γίνονται συνομήλικοι, αλλά τον καιρό που εγώ ήμουν 20αρης, αυτός μ’ έβλεπε σαν νεαρό....μετά την μητέρα μου, ο σημαντικότερος άνθρωπος της ζωής μου!».
Και συνεχίζει:
«Ο Γκάτσος επηρέασε εμένα και όχι εγώ τον Γκάτσο. Εγώ ήμουν ο μαθητής, από εμένα δέχτηκε πληροφορίες αλλά όχι επιρροή. Σε ηλικία 25 ετών, είχα κάνει δυο μουσικά μέρη για τις “ Χοηφόρες ” του Αισχύλου με πολύ καλές κριτικές, έρχεται ο Γκάτσος και μου λέει: αυτά είναι θαυμάσια, αλλά για τον Ευριπίδη κι όχι για τον Αισχύλο, μου δίδαξε ποια είναι η διαφορά, θύμωσα διότι δεν ασπάστηκε τη “ μεγαλοφυΐα ” μου, αλλά με έκανε να ξανασκεφτώ ότι η δουλειά που είχα κάνει στηριζόταν σε παντελή άγνοια του Αισχυλικού πνεύματος.»
Πόσοι από μας είχαν την τύχη να βρουν έναν δάσκαλο (συνειδητά απορρίπτω τον όρο καθηγητής), ο οποίος πέρα από γραμματικά και συντακτικά φαινόμενα, μπήκε στον κόπο να μας μιλήσει για τις διαφορές του Αισχύλου από τον Ευριπίδη, να τις εντάξει στην συγκεκριμένη ιστορική περίοδο και τις μεταβολές που πραγματοποιήθηκαν, μέσα σε ελάχιστες δεκαετίες;
Ποιος έκανε τον κόπο να πει δυό λόγια, γιατί αξίζει να μας «ταλαιπωρεί» ο Όμηρος;
Ποιος ασχολήθηκε με την ουσία του ελληνικού πολιτισμού;
Τελικά επαιρόμαστε για την εθνική μας κληρονομιά και αναρωτιέμαι αν αυτή μας δίνει φτερά, για εξόρμηση στον ουρανό, ή είναι η βαρειά ταφόπλακα που μας πλακώνει, δημιουργώντας ψευδαισθήσεις, στερώντας μας το δικαίωμα να συμβιβαστούμε με την μικρότητα και ασημαντότητά μας.
Τελικά, όπως είπε και ο Αγγελόπουλος «Η Ελλάδα πεθαίνει»
ΣΚΗΝΗ ΑΠΟ ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ