Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2020

38 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 38η

Φτάσαμε στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου. Είμαστε στο απόγευ7μα της τρίτης ημέρας (11ης Ιουνίου 307 πΧ) από τις τρεις μέρες που συγκλόνισαν την Αθήνα. Η δράση έχει σχεδόν ολοκληρωθεί και απομένουν κάποιες ρυθμίσεις και κάποιες σκέψεις για όσα έγιναν. Αυτά περιλαμβάνονται σε αυτό το τελευταίο κεφάλαιο και είναι χωρισμένα σε τρεις ενότητες με τους παρακάτω τίτλους.

Ενότητα πρώτη: "Μόνο έτσι κυβερνιέται ο κόσμος"

Ενότητα δεύτερη: "Τίς πταίει;"

Ενότητα τρίτη: "Αύριο θα είναι μια καινούρια μέρα"

Σήμερα Πέμπτη 12/11 και αύριο 13/11 (με την 38η και 39η συνέχειες) θα δημοσιευτεί η πρώτη ενότητα. Την Δευτέρα 16/11 (40η συνέχεια) η δεύτερη, την Τρίτη 17/11 λόγω Πολυτεχνείου έχουμε αργία και Τετάρτη 18/11 και Πέμπτη 19/11 (41η και 42η συνέχειες) ολοκληρώνεται κι η τρίτη ενότητα και τέλος.

****************************************


11η Ιουνίου 307 π.Χ. απόγευμα

Θ' Τρίτη φθίνοντος Θαργηλιώνος, απόγευμα

 

Δεν είχαν περάσει καλά-καλά ούτε τρεις μέρες από την ημέρα που εμφανίστηκε ο γιος του Αντιγόνου στον Σαρωνικό. Λίγος καιρός, αλλά, όλα είχαν αλλάξει στην πόλη των Αθηνών. Δυο στρατοί, μακεδονικοί κι οι δυο, βρίσκονταν στην πόλη. Ο στρατός του Κάσσανδρου κατείχε το λιμάνι του Κανθάρου κι ο στρατός του Αντιγόνου το λιμάνι της Μουνιχίας. Η, κατά τους τύπους, ανεξάρτητη Αθήνα είχε απαλλαγεί από τον δυνάστη Διονύσιο, εντολοδόχο του Κάσσανδρου. Αποκλεισμένος στη Μουνιχία ετοιμαζόταν να αμυνθεί. Η Αθήνα είχε απαλλαγεί κι από τον φιλόσοφο-τύραννο Δημήτριο Φαληρέα. Ετοιμαζόταν κι αυτός για αναχώρηση. Απαλλαγμένη από τους δυνάστες, είχε, με τη θέλησή της, ανακηρύξει τον Δημήτριο «ελευθερωτή». Έμεναν ακόμη εκκρεμότητες να διευθετηθούν αλλά η μοίρα της πόλης είχε αλλάξει. Οι εξελίξεις των χρόνων που έρχονταν είχαν ήδη δρομολογηθεί.

Οι ζωές των πολιτών είχαν αλλάξει μέσα σε τρεις μόνο μέρες. Τόσο χρειάστηκε για να φύγει η παλιά εξουσία κι η τάξη πραγμάτων που στηριζόταν σε αυτήν. Την αντικατέστησε η νέα τάξη των κληρωτών αρχόντων του δήμου. Οι «άριστοι» του Φαληρέα αντικαθίσταντο από πολίτες που ήταν άνθρωποι όλων των επαγγελμάτων. Μαρμαράδες, κτίστες, αγρότες, και ναυτικοί. Ο ίδιος ο λαός εντέλει, έπαιρνε στα χέρια του την εξουσία. Κάποιες ζωές χτισμένες στην εύνοια και τις σχέσεις με την απερχόμενη εξουσία γκρεμίζονταν. Κάποιες άλλες ζωές, ξεχασμένες απ' την αριστοκρατία και τον πλούτο γυρνούσαν και πάλι στο προσκήνιο.

Οι φίλοι του Ερμόδωρου, έζησαν σε αυτήν ακριβώς την συγκυρία, γεγονότα μοναδικά. Εκτός από την κηδεία του φίλου τους, έζησαν αποκαλύψεις, κρυφούς έρωτες, συνωμοσίες και ατιμίες. Έφτασαν σε ένα τέλος που έλυσε τις απορίες τους και τους άφησε μιαν αίσθηση δικαίου. Βρήκαν τους φονιάδες του φίλου τους, αποκάλυψαν τα κίνητρα τους κι εκδικήθηκαν τον θάνατό του, όπως είχαν χρέος.

Οι ζωές των δύο Δημήτριων, του φιλόσοφου που έφευγε και του στρατηγού που ερχόταν άλλαξαν κι αυτές. Τα άστρα τους έλαμψαν, το ένα σαν τρεμοσβήνον πεφταστέρι και το άλλο σαν ορμητικός κομήτης, στον αττικό ουρανό. Συγκλονίστηκαν οι σχολές, οι ορφικοί, οι κυνικοί, οι πυθαγόρειοι, οι πλατωνικοί, οι περιπατητικοί κι οι ισοκρατικοί. Άλλες δικαιώθηκαν κι άλλες λοιδορήθηκαν για ένα διάστημα. Για μιαν ακόμη φορά, τέθηκαν μπροστά στον άνθρωπο αιώνια ερωτήματα.

Στις τρεις αυτές μέρες που συγκλόνισαν την Αθήνα, άλλαξαν πολλά. Άλλαξε το πολίτευμα με την επάνοδο μιας επίφασης δημοκρατίας. Άλλαξαν οι ζωές των ανθρώπων κι οι τρόποι που έβλεπαν το μέλλον τους. Άλλαξαν οι φιλοσοφίες, άλλαξαν κι οι έρωτες. Μέσα στο γόνιμο χώμα της αλλαγής, άνθισαν και έβγαλαν ρίζες.

1.-

Μόνον έτσι κυβερνιέται ο κόσμος!

Ο Ζείκρατος κι ο Μύρων ήταν ευχαριστημένοι με την εξέλιξη που είχαν πάρει τα πράγματα. Μπορεί να είχαν χάσει μέσα από τα χέρια τους τον Φαληρέα, όμως, δεν είχαν στόχο να τον εκδικηθούν. Ας έφευγε, αρκεί να μην ξαναγύριζε ποτέ. Αφού είχε χαρίσει το ένα τρίτο της περιουσίας του στον δήμο κι άλλο ένα τρίτο στο προσωπικό, όλα καλά! Οι Αθηναίοι θα ήταν ελεύθεροι με πολίτευμα το κράτος του δήμου. Όσο για τον νεαρό Αντιγονίδη και -κυρίως- τον πατέρα του, θα τα έβγαζαν πέρα μαζί τους. Για να γίνει, όμως, αυτό έπρεπε η πόλη, δηλαδή οι πολίτες, να κατάφερναν να ισχυροποιηθούν. Μια αδύναμη Αθήνα, ο Αντίγονος κι ο γιος του θα την έκαναν ό,τι ήθελαν, μια ισχυρή Αθήνα θα την άφηναν ήσυχη.

Ο ήλιος είχε γείρει αυτό το απομεσήμερο αλλά μέχρι να σκοτεινιάσει υπήρχε ακόμα πολύς χρόνος. Η ζέστη ήταν αρκετή αλλά στη σκιά του δέντρου φυσούσε ένα απαλό και δροσιστικό αεράκι που την μετρίαζε. Είχαν μπροστά τους ένα κανάτι με αραιωμένο κρασί και λίγες ελιές κι έτρωγαν ελαφριά πίνοντας και μιλώντας. Η θέα που έβλεπαν ήταν πανοραμική. Απ’ τη μια το οχυρό και το λιμάνι της Μουνιχίας, απ’ την άλλη το λιμάνι κι οι οχυρώσεις του Κανθάρου. Οι στόλοι των δύο Μακεδόνων στρατηγών αναπαύονταν στα προστατευμένα λιμάνια έτοιμοι για όλα. Προορίζονταν, έτσι κι αλλιώς, να συγκρουστούν κάποια στιγμή σε ένα ευρύτερο παγκόσμιο παιχνίδι κυριαρχίας. Η Αθήνα κι οι ελληνικές πόλεις ήταν το πρώτο στάδιο στο σχέδιο του Αντίγονου να κατακτήσει τη Μακεδονία. Ήθελε να ενοποιήσει ξανά το κράτος του Αλέξανδρου.

«Χάσαμε έναν Δημήτριο αλλά βρήκαμε αντικαταστάτη του πολύ γρήγορα» σχολίασε η Ιππαρχία.

Παρενέβη ειρωνικά έτσι που τους είδε να μιλούν κάτω απ’ τη σκιά για τις εξελίξεις.

«Ναι, αλλά, ο δικός μας είναι νέος και ωραίος!» είπε ειρωνικά ο Μύρων,

«Κι έχει λεφτά!» συμπλήρωσε γελώντας ο Ζείκρατος. «Ξυλεία, σιτηρά, νησιά ... πολλά τα δώρα του!»

«Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας» είπε η Ιππαρχία.

«Τι σε προβληματίζει;» την ρώτησε ο Ζείκρατος.

«Τα ίδια που σας προβληματίζουν κι εσάς, η απίστευτη αφέλεια των Αθηναίων. Μα, να τον λένε ελευθερωτή, σωτήρα και θεό;»

«Πάντως, έστω και για δικές του σκοπιμότητες, σε εμάς χάρισε την ελευθερία» είπε ο Μύρων. «Αυτό, έστω, δεν του το αναγνωρίζεις;»

«Δεν την εκτιμώ και πολύ αυτή την ελευθερία, Μύρων, το ξέρεις» είπε η Ιππαρχία. «Αυτή η τρελή χαρά για ισοκρατία και κράτος του δήμου με αφήνει αδιάφορη».

Από μακριά τους είδε και τους χαιρέτισε ο Καινέας. Πονούσε για την απώλεια του Ερμόδωρου, ωστόσο η διάσωση της περιουσίας του κι η ανακάλυψη των δραστών του φόνου τού είχαν δώσει ικανοποίηση. Του έκαναν νεύμα «εβίβα»(*1) και του έδειξαν πως ήταν ευπρόσδεκτος στην παρέα. Ο Καινέας τους πλησίασε.

«Λοιπόν, είστε ευχαριστημένοι;» είπε. «Τουλάχιστον ο γιος μου θα ησυχάσει κι οι απατεώνες θα βρουν τον μπελά τους. Μέχρι κι η δημοκρατία αποκαταστάθηκε».

«Χαρήκαμε που μπορέσαμε να εκδικηθούμε τον χαμό του φίλου μας. Όσο για το τελευταίο, ο χρόνος θα δείξει» είπε ο Ζείκρατος.

«Εμένα με προβληματίζει που η Αθήνα χρειάζεται τους σωτήρες» είπε ο Μύρων. «Κάποτε αυτή η πόλη ήταν ο σωτήρας των Ελλήνων».

«Χάσαμε στη Χαιρώνεια και στην Κραννώνα(*2) και γίναμε υποχείρια των διαδόχων» είπε ο Καινέας.

«Και τώρα συναγωνίζονται οι Αθηναίοι κολακεύοντας πότε τον ένα και πότε τον άλλον βάρβαρο» είπε ο Μύρων. «Τη μια τον Πολυπέρχοντα και τώρα τον γιο του Αντιγόνου».

«Πάψαμε να τους λέμε βαρβάρους από τότε που χάσαμε τον Δημοσθένη» είπε ο Ζείκρατος.

«Τώρα κάποιοι από τους βαρβάρους είναι ισόθεοι» είπε ο Μύρων χαμογελώντας πικρά.

Η Ιππαρχία ήπιε ένα ποτήρι κρασί κι αποφάνθηκε:

«Για όλους αυτούς τους κόλακες ισχύει πως ακόμη και τα κοράκια είναι καλύτερα από αυτούς. Τουλάχιστον εκείνα σε περιμένουν να πεθάνεις για να σε φάνε ενώ οι κόλακες σε τρώνε ζωντανό»(*3).

«Να τα πεις αυτά στον ελευθερωτή» της είπε ο Μύρων.

«Αυτός δεν βλέπει τίποτα, συνδιαλέγεται τώρα με του; θεούς και τις μοίρες!» είπε ειρωνικά εκείνη.

«Ιππαρχία, ως τώρα συμφωνούσαμε έχοντας απέναντι τους φιλομακεδόνες και την τυραννία» είπε ο Ζείκρατος. «Θα διαφωνήσουμε, όμως, αν οι κυνικοί συνεχίσετε να απορρίπτετε την Πολιτεία, ακόμα κι αν έχει ελεύθερο πολίτευμα».

«Δεν δίνει η εξουσία ευτυχία στον άνθρωπο, Ζείκρατε, ούτε ο πλούτος. Και τα δυο παγιδεύουν τον άνθρωπο, τον κάνουν να εξαρτάται από αυτά»

«Δεν είμαστε σαν τα ζώα πια, καλή μου φίλη» είπε ο Μύρων. «Έχουμε χάσει το ένστικτο, φοβόμαστε τον θάνατο και την μικρή μας ζωή. Για να αντιμετωπίσουμε τις ανθρώπινες αδυναμίες μας πρέπει να ζούμε οργανωμένα. Η πολιτεία, όταν είναι ελεύθερη, μας προσφέρει αυτά που χρειαζόμαστε και που μας λείπουν».

«Εμείς οι άνθρωποι περιπλέξαμε τα δώρα των θεών. Κάναμε τη ζωή δύσκολη, με τον φόβο για τον θάνατο και την αγάπη μας για τη ματαιοδοξία» είπε η Ιππαρχία.

«Κι είναι απάντηση αυτή η απάρνηση του κόσμου;» την ρώτησε ο Μύρων.

«Όταν διακηρύσσετε την αποχώρηση από τα εγκόσμια τι κάνετε; Αφήνετε τους λίγους, δυνατούς ή πλούσιους να εκμεταλλεύονται τους πολίτες» είπε ο Ζείκρατος.

«Γι' αυτό λέμε ισοκρατία, αυτοτέλεια κι αυτονομία. Δεν είναι κι αυτά δώρα των θεών;» είπε ο Μύρων.

«Ζείκρατε, Μύρων, δεν θα διαφωνήσω άλλο μαζί σας. Αν θέλετε να φιλοσοφείτε χωρίς βία, κάντε το. Η καλή σας πρόθεση με κάνει να σας θέλω φίλους μου».

Ο Καινέας που παρακολουθούσε τη συζήτησή τους θεώρησε καλό να πει την δική του γνώμη.

«Τώρα, με την ισοκρατία που μας φέρνει ο σωτήρας και θεός Αντιγονίδης θα γίνουν οι ψαράδες πρυτάνεις».

Είχε απόψεις ολιγαρχικές ο πατέρας του Ερμόδωρου. Ήταν θαυμαστής του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη κι είχε απόψεις κριτικές για τη δημοκρατία. Γι αυτόν ο όχλος ήταν εύκολο να παρασυρθεί και να κάνει λάθη. Κατά τη γνώμη του η δημοκρατία κι η ισοκρατία ήταν ατελείς. Η επικράτησή τους με τα ξένα όπλα ήταν ακόμα πιο ύποπτη.

«Γιατί να μην γίνουν κι αυτοί, σεβαστέ Καινέα; Τι δεν έχουν οι ψαράδες που έχουν οι άλλοι τον ρώτησε ο Μύρων.

«Μα ... τι γνωρίζει ένας ψαράς; μόνο να πιάνει ψάρια».

«Ο Πλάτων που ξέρω πόσο τον εκτιμάς, Καινέα» είπε ο Ζείκρατος «έλεγε άλλα. Θεωρούσε ότι αρμόδιος να επιλέξει τον καλύτερο τεχνίτη και να αποτιμήσει το έργο του δεν είναι ο ομότεχνός του. Αρμόδιος είναι αυτός που χρησιμοποιεί το προϊόν της εργασίας του. Στην περίπτωσή μας αρμόδιος είναι η ίδια η πόλη. Κι η πόλη μπορεί να αποφασίσει όπως θέλει εκείνη για τον καταλληλότερο».

«Μα είναι σωστό ένας ανίδεος, χάρη στην κλήρωση και την θεά Τύχη, να εκτελεί σπουδαίες λειτουργίες της διοίκησης;» ρώτησε ο Καινέας.

«Και θα απασχολούμε ένα διακεκριμένο πολίτη για να διοικεί έναν δημόσιο οργανισμό;» του είπε ο Μύρων. «Αυτό το έργο το αναθέτουμε σε έναν δούλο».

Παραπομπές:

(*1) Για τους αρχαίους ήταν «ευοί ευάν» που σήμερα έγινε εβίβα .

(*2) Στην Κραννώνα χάθηκε βασικά ο πόλεμος κόντρα στον Αντίπατρο (Λαμιακός 322 πΧ)

(*3) Είναι ένα από τα γνωστά κυνικά αποφθέγματα του Αντισθένη. Όλες οι προτάσεις που, κατά τον διάλογο, αποδίδονται στην Ιππαρχία περιέχουν απόψεις κυνικών όπως ο Διογένης, ο Κράτης και άλλοι.

****************************************

Αύριο Παρασκευή το δεύτερο μέρος αυτής της πρώτης ενότητας.

Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2020

37 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 37η

Όλα τα σχέδια του Δημήτριου Φαληρέα αποτυγχάνουν κι είναι ο άλλος Δημήτριος, ο Ελευθερωτής που θα εξασφαλίσει την φυγή του. 

Εδώ τελειώνει και το μεσημέρι της τελευταίας ημέρας από τις τρεις που συγκλόνισαν την Αθήνα. Ουσιαστικά, όλη η δράση έχει ολοκληρωθεί.

********************************


Μεσημέρι της 11ης Ιουνίου (δ' μέρος)

...................

Ο Ανθέστης έτρεξε στα σκαλιά και τον ακολούθησαν η Κλεοτίμα κι η Νικάτα. Έφτασαν στον γυναικωνίτη. Έξω από το δωμάτιο ένας Σκύθης προσπάθησε να τους εμποδίσει.

«Μας είπε να έρθουμε ο Επιμελητής» είπε ο Ανθέστης.

«Άντε ρώτα τον αν δεν μας πιστεύεις» είπε η Κλεοτίμα.

Ο Σκύθης έκανε στην άκρη να περάσουν. Μέσα στο δωμάτιο βρήκαν την Δάφνη, εν μέρει ναρκωμένη κι εν μέρει ξύπνια. Ο Ανθέστης έτρεξε πάνω της, η Νικάτα κι η Κλεοτίμα την περιποιήθηκαν. Την σκούπισαν με βρεγμένα πανιά και με απαλές πετσέτες. Της έδωσαν λίγο καθαρό νερό να πιει και την σήκωσαν να κάτσει στο κρεβάτι για να συνέλθει. Ήταν φανερά πάνω της τα αποτελέσματα των βοτάνων κι εύκολα κατάλαβαν πως την είχαν ναρκώσει.

«Τι έγινε;» τους ρώτησε ξαφνιασμένη η Δάφνη καθώς έβαινε απ’ τον λήθαργο.

«Πώς είσαι Δάφνη;» ρώτησε η Κλεοτίμα.

«Πώς είσαι παιδί μου;» τη ρώτησε κι ο Ανθέστης.

«Ω πατέρα, Κλεοτίμα, Νικάτα! εσείς εδώ; Ω, θεοί, ω, τι καλά! Νομίζω πως γλίτωσα πια» τους είπε.

«Από τι γλίτωσες παιδί μου; Πες μου τι σου έκαναν;» την ρώτησε με αγωνία ο Ανθέστης.

Η Δάφνη θυμόταν πως είχε ζήσει τον έρωτα με τον Ιάσονα και πως αυτή ήταν η πιο όμορφη στιγμή της ζωής της. Από εκεί και πέρα, όλα όσα της είχαν συμβεί ήταν πράγματα που είχαν γίνει χωρίς τη θέλησή της. Αυτό τα έκανε όλα άσχημα. Ωστόσο, ούτε μπορούσε να θυμηθεί τα γεγονότα επακριβώς ούτε μπορούσε να βρει κάτι κακό να της είχαν κάνει. Εξ άλλου μπερδεύονταν τα άσχημα με ένα σωρό συναισθήματα που ήταν γλυκά κι επιθυμητά. Ήταν σαν να μην είχε ζήσει αληθινά τίποτε από όσα είχε κάνει. Μόνο κάποια όνειρά της θυμόταν πολύ αχνά και πέραν τούτου ουδέν!

«Δεν ξέρω πατέρα» είπε «δεν έχω ιδέα τι μου συνέβη».

«Είσαι καλά κορίτσι μου, πονάς πουθενά;»

«Καλά είμαι!» του είπε «δεν έχω τίποτε».

«Πώς νιώθεις;»

«Δεν ξέρω, είμαι ζαλισμένη».

«Σου έκανε τίποτε ο άτιμος ο Επιμελητής; σε άγγιξε;»

Εκείνη δίστασε. Κάτι θυμόταν αλλά ήταν πολύ αόριστο και συγκεχυμένο. Είχε μπλέξει με θεούς και ήρωες αλλά κάπου έμπαιναν στο μυαλό της συνέχεια οι μορφές του Ιάσονα και του Δημήτριου. Θυμόταν το χτεσινό πρωινό στο υπόγειο όταν της είχαν φέρει τον Ιάσονα κι είχε κάνει μαζί του έρωτα. Μετά από αυτό όλα συγχέονταν. Ποια μορφή από τις κατοπινές ήταν αληθινή και ποια ονειρική δεν μπορούσε να πει. Δεν ήξερε με σιγουριά αν την είχαν πειράξει ή όχι.

«Δεν ξέρω ... δεν νομίζω ... δεν θυμάμαι ..». είπε.

«Θα το ξέρεις αν πειράχτηκες ..». της είπε η Νικάτα.

«Ίσως να μην έγινε τίποτε» είπε ο Ανθέστης.

«Είναι όλα συγκεχυμένα στο μυαλό μου. Δεν μπορώ ...»

«Μην την ταλαιπωρούμε άλλο» είπε η Κλεοτίμα.

Ο Ανθέστης σταμάτησε την ανάκριση βλέποντας πως την είχε κουράσει. Ίσως ο Δημήτριος είχε δίκιο που έλεγε ότι δεν την είχε αγγίξει. Ακόμα κι ο Υπάνωρ νωρίτερα, που τους είχε αποκαλύψει όλες τις προθέσεις του Φαληρέα, το ίδιο είχε πει. Ο Δημήτριος δεν την είχαν πειράξει.

«Θέλω να φύγω από εδώ» είπε η Δάφνη.

«Θα σε πάρουμε» τη διαβεβαίωσε η Νικάτα

«Ο Ιάσων» είπε ξαφνικά η Δάφνη. «Πού είναι ο Ιάσων;»

«Δεν ξέρουμε ακόμα, αλλά κάπου εδώ θα είναι και θα τον βρούμε. Τον ψάχνουμε» της είπε η Κλεοτίμα. «Πες μου, όμως, εσύ τον έχεις δει καθόλου;»

«Ήταν εδώ ... κοιμηθήκαμε μαζί ... δεν ξέρω ... ίσως να κάνω λάθος» είπε μέσα σε μια θολούρα η Δάφνη.

«Ησύχασε, θα τον βρούμε» είπε κι η Νικάτα.

«Ω, θεοί, κάτι θυμάμαι ... νομίζω πως ... πως σκότωσε κάποιον» είπε ξαφνικά η Δάφνη. «Πάλεψε με κάποιον και τον σκότωσε!»

«Κι αν τό 'κανε, καλά έκανε» είπε η Κλεοτίμα. «Όμως, καλή μου, δεν σκότωσε κανένα ο Ιάσων, μην ανησυχείς. Θα τον βρούμε και θα μας τα πει εκείνος»

«Πώς σε έκαναν έτσι Δάφνη μου; Τι έκαναν στο κορίτσι μου;» έλεγε από δίπλα ο Ανθέστης.

«Κατέβα κάτω εσύ, Ανθέστη» του είπε η Κλεοτίμα.

Γύρισε προς την Νικάτα.

«Θα ετοιμάσουμε την Δάφνη και θα έρθουμε».

Ο Ανθέστης αποχώρησε κι αμέσως η Δάφνη ρώτησε:

«Πού είναι ο Ιάσων; Είναι κάπου εδώ; Τον είδα. Δεν είμαι βέβαιη, όμως, νομίζω πως τον είδα»

«Τον ψάχνουν καλή μου» είπε η Κλεοτίμα. «Αλλά, μην ανησυχείς δεν έχεις να φοβάσαι τίποτε τώρα».

Η Κλεοτίμα είχε παρατηρήσει τα σεντόνια που ήταν καθαρά πάνω στο κρεβάτι. Αυτό σήμαινε πως δεν είχε συμβεί καμιά παραβίαση παρθενιάς. Και τα απαλά νυχτικά της ήταν καθαρά όπως και το σώμα της. Δεν υπήρχε πουθενά τριγύρω κανένα ίχνος βιασμού ή, έστω, και ηθελημένου έρωτα.

«Σε πείραξε ο Δημήτριος;» τη ρώτησε.

«Ποιος Δημήτριος;» απόρησε η Δάφνη.

«Ο Φαληρέας, αυτός που σε απήγαγε» είπε η Νικάτα.

«Δεν τον είδα καθόλου» είπε η Δάφνη.

Ήταν ζαλισμένη κι ένιωθε μπερδεμένη. Δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τι από όσα είχε δει και είχε ζήσει ήταν αληθινό και τι ήταν όνειρο.

«Η αλήθεια είναι ότι ούτε κι εγώ δεν ξέρω τι έχω δει και τι όχι. Την πραγματικότητα απ’ τα όνειρα δεν τα ξεχωρίζω. Είδα πολλά όνειρα, κοιμήθηκα πολύ βαριά»

«Ησύχασε γλυκιά μου. Όλα ήταν ένα κακό όνειρο που όμως τελείωσε. Ο εφιάλτης πέρασε» της είπε η Κλεοτίμα.

Όσο οι άλλοι έτρεξαν πάνω στον γυναικωνίτη για την Δάφνη ο Μύρων κατέβηκε στο υπόγειο για να βρει τον Ιάσονα. Είδε τον αρχι-αστυνόμο, τον Αγακάτη που, πριν προλάβει να τον ρωτήσει, του έδειξε μια πόρτα. Εκεί μέσα ήταν πραγματικά ο Ιάσων, ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι. Ο Μύρων φοβήθηκε για το χειρότερο αλλά ο Αγακάτης τον καθησύχασε.

«Κοιμάται» του είπε.

«Από πότε;»

«Πριν λίγο τον ξύπνησαν, αλλά, αυτός επιτέθηκε ξανά στον Δημήτριο κι έτσι αναγκάστηκαν να τον εξουδετερώσουν».

«Ας τον ξυπνήσουμε πάλι» του είπε ο Μύρων. «Τώρα τα πράγματα άλλαξαν».

«Το ξέρω» είπε ο Αγακάτης.

Έφεραν νερό κι έπλυναν το πρόσωπό του. Στην αρχή το έκαναν απαλά, αλλά, μετά χρειάστηκε να τον ταρακουνήσουν για να ξυπνήσει.

«Τι έγινε;» είπε ο Ιάσων κι έπιασε το κεφάλι του στο σημείο που είχε δεχτεί το τελευταίο χτύπημα. «Μύρων! εσύ;» έκανε έκπληκτος μόλις είδε τον φίλο του.

«Τελείωσε η ταλαιπωρία σου, φίλε μου» είπε ο Μύρων και τον αγκάλιασε.

«Πού είναι η Δάφνη; Την έχει ο άτιμος! Θα πεθάνει!» έκανε έξαλλος ο Ιάσων μόλις συνήλθε κάπως.

«Ηρέμησε, Ιάσων. Πάμε πάνω μαζί» του είπε ο Μύρων.

«Ανεβείτε» είπε ο Αγακάτης, «εγώ θα μείνω εδώ».

Εκείνη τη στιγμή ήρθε ένας Σκύθης για τον Αγακάτη.

«Έλα στην αυλή, έχουμε σύσκεψη» του είπε.

Ο Αγακάτης βγήκε στην αυλή με τον Σκύθη. Ο Μύρων με τον Ιάσονα ανέβηκαν να βρουν τον Φαληρέα. Μαζί τους κι ο Υπάνωρ που δεν ήθελε να περιμένει άλλο στην αυλή.

....................................................

Ο Δημήτριος είχε δει τους Σκύθες να βγαίνουν από το δωμάτιο κι είχε ανησυχήσει. Ήταν η μόνη του προστασία από αυτούς εδώ που του απέδιδαν κατηγορίες, άλλες σωστές κι άλλες ανύπαρκτες. Τους φοβόταν έτσι που στέκονταν εχθρικά απέναντί του. Ύστερα είδε τον παλαβό νεαρό κι αντίζηλό του, εκείνον τον Ιάσονα. Δεν πρόλαβε να αμυνθεί καθώς ο Ιάσων μπήκε με ορμή στο δωμάτιο και του όρμισε. Χωρίς να ζητήσει εξηγήσεις, προσπάθησε να τον χτυπήσει.

«Τι κάνεις εκεί;» πρόλαβε να πει ο Δημήτριος.

«Άτιμε, τύραννε, βιαστή!» του φώναξε ο Ιάσων καθώς του επιτέθηκε με ορμή.

Ο Δημήτριος ήταν δυνατός άντρας και γυμνασμένος, αλλά, εδώ οι συνθήκες ήταν διαφορετικές. Εδώ μετρούσαν η οργή και το μίσος περισσότερο από τις τεχνικές άμυνας, τις λαβές ή την θέση του σώματος. Εδώ δεν ήταν γυμναστήριο, εδώ έμοιαζε με δικαστήριο όπου η αυτοδικία είχε τον πρώτο λόγο. Κι ο νεαρός σε ένα τέτοιο στίβο είχε πλεονεκτήματα τον άλογο θυμό του και την αίσθηση της αδικίας. Ο Δημήτριος απέφυγε τα πρώτα χτυπήματα αλλά δεν μπόρεσε να κάνει το ίδιο και με τα επόμενα. Πονούσε ακόμη πολύ από το ξύλο που είχε φάει προηγουμένως. Τότε ο Ιάσων τον χτυπούσε είτε με το αγαλματίδιο, είτε με τα γυμνά του χέρια. Τώρα δεχόταν και νέο γύρο γρονθοκοπημάτων κι ένιωσε πως θα κατέρρεε.

«Μη Ιάσων, δεν είναι ανάγκη» έλεγε ο Μύρων.

«Δικαίως τον βαράς αλλά του χρειάζεται κάτι χειρότερο. Άσε να τον αναλάβει ο δήμος» έλεγε ο Ζείκρατος.

«Άσε τον παιδί μου» έλεγε κι ο Καινέας. Μισούσε βαθιά τον Φαληρέα. Τον θεωρούσε υπεύθυνο για τον χαμό του γιου του. «Θα τον κάνουμε να πιει το κώνειο».

Καθώς τις έτρωγε πια χωρίς να αντιδρά, ο Δημήτριος έβλεπε το περιβάλλον ως ολότελα εχθρικό. Οι Σκύθες είχαν βγει έξω, ο Θεόδωρος έλειπε, οι εχθροί του είχαν πλημμυρίσει το δωμάτιο. Δίπλα σε όλα αυτά, ο οργισμένος νεαρός ήθελε να τον ξυλοκοπήσει μέχρι θανάτου. Αλλιώς είχε φανταστεί το τέλος του! Ένδοξο είτε ατιμωτικό, απολαυστικό ή επίπονο, στο πεδίο της μάχης ή στο κρεβάτι του, πάντως όχι τέτοιο. Πώς μπορούσε ποτέ να προβλέψει, πως θα πέθαινε από το ξύλο που του έριχνε ένας ερωτικός αντίζηλος;

Όταν είχε πια απελπιστεί, είδε να μπαίνουν στο δωμάτιο οι Σκύθες. Τον απέσπασαν απ’ τα χέρια του μαινόμενου νεαρού. Ένιωσε την ανακούφιση της σωτηρίας αν και πονούσε πολύ σε όλο του το σώμα και το κεφάλι. Του έβρεξαν το πρόσωπο και τον ξάπλωσαν γιατί δεν ήταν σωστό να στέκεται όρθιος στην κατάστασή του. Του άνοιξαν τα μάτια που είχαν πρηστεί από τις γροθιές. Είδε τότε τον Ιάσονα να συγκρατείται όχι από τους Σκύθες αλλά απ’ τους φίλους του Ζείκρατο και Μύρωνα. Είδε και τους άλλους απρόσκλητους επισκέπτες που είχαν εισβάλει στο σπίτι του να γελούν μαζί του. Μιλούσαν με τον Αγακάτη και τους Σκύθες σαν καλοί φίλοι. Δεν καταλάβαινε τι γινόταν και πώς είχαν έρθει έτσι τα πράγματα.

«Αγακάτη τι συμβαίνει; Τους γνώριζες κι από χτες όλους αυτούς;» ρώτησε με φωνή που μόλις έβγαινε.

«Σε έσωσαν οι Σκύθες, Επιμελητή, δεν το αναγνωρίζεις; Αν δεν ήμασταν εμείς θα σε είχε στείλει στον Άδη ο Ιάσων».

«Ωραία, λοιπόν, και τώρα συλλάβετε τους εισβολείς!» τους παρότρυνε ο Δημήτριος.

Έβλεπε τους Σκύθες ψυχρούς να στέκουν απέναντί του κι ανησυχούσε. Ο Φανοκράτης ανέλαβε να του εξηγήσει.

«Δημήτριε, οι Σκύθες είναι νομοταγείς στη δημοκρατία. Χτες η εκκλησία των Πειραιωτών αποφάσισε να συλληφθείς. Είναι θέμα χρόνου να μπει το θέμα σου στην Ηλιαία και να παραπεμφθείς σε δίκη για ό,τι έκανες στην τυραννία σου. Οι Σκύθες δεν ακούν πια εσένα αλλά τον δήμο. Καιρός είναι να το καταλάβεις καλά!»

«Αυτό είναι επανάσταση» είπε ο Φαληρέας.

«Ακριβώς» είπε ο Φανοκράτης. «Έγινε επανάσταση».

«Κι η επανάσταση όπως κι η νέα αρχή σε καθαίρεσαν» συμπλήρωσε ο Ζείκρατος.

«Ο Πειραιάς δεν φτάνει για να φύγει ένας Επιμελητής».

«Θα το κάνει σύντομα η εκκλησία του δήμου, Φαληρέα, μην έχεις καμιά αμφιβολία» είπε ο Καινέας.

Οι Σκύθες παρέμεναν σιωπηλοί στη διάρκεια αυτής της κουβέντας. Ο Αγακάτης μόνο του είπε πως λυπούνταν που από άρχοντας κατάντησε κρατούμενος. Δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι ενάντια στη θέληση του δήμου.

«Γι αυτό θα μείνουμε νομοταγείς» του τόνισε.

«Είσαι τυχερός που σε έσωσαν. Θα σε έσκιζα με τα ίδια μου τα χέρια βιαστή» του φώναξε ο Ιάσων.

«Σιχαμένος είναι αλλά όχι βιαστής» του είπε η Κλεοτίμα. «Έλα να σε πάω στη Δάφνη»

«Πού είναι; είναι καλά;» ρώτησε ο Ιάσων που στη μανία του να εκδικηθεί είχε αφήσει την Δάφνη να τον περιμένει.

«Έλα, πάμε επάνω»

Ο Ιάσων έφυγε για τον γυναικωνίτη. Ο Δημήτριος έβαζε ξανά νερό στις πληγές του κι άπλωνε κάποια βότανα που του έδωσαν για να απαλύνει τον πόνο. Είχε ξυλοκοπηθεί άγρια για δεύτερη φορά από τον Ιάσονα. Τα μάτια του ήταν πρησμένα ενώ μώλωπες υπήρχαν σε όλο του το σώμα και τον έτσουζαν. Η κατάστασή του ήταν για λύπηση.

«Μόλις τον καθαρίσετε να του δέσετε τα χέρια» είπε στους Σκύθες ο Φανοκράτης.

Είχε κληρωθεί σαν «ευθύνος». Ευθύνοι ονομάζονταν οι αρμόδιοι να παραλαμβάνουν καταγγελίες κατά των αρχόντων και να τις στέλνουν για δίκη. Ήταν, λοιπόν, ο αρμόδιος για να συλλάβει τον Δημήτριο. Ο λόγος του ήταν διαταγή για τους Σκύθες κάτι που ως τώρα ίσχυε για τον λόγο του Φαληρέα. Τι ειρωνεία! Ο Δημήτριος κατάλαβε πως τα πράγματα είχαν γίνει σκούρα. Χτυπημένος κι ανήμπορος να δραπετεύσει, οδηγείτο σε μια δίκη από την οποία δεν είχε πιθανότητα να γλιτώσει. «Αυτό θα είναι το τέλος μου!» σκέφτηκε. Πλησίασαν κοντά του ο Ζείκρατος ο Μύρων κι η Ιππαρχία.

«Δημήτριε, αν δικαστείς μόνο για την πολιτική σου θα έχεις ελπίδες να πείσεις πολλούς που ευεργετήθηκαν. Το πολύ να εξοριστείς για δέκα χρόνια. Αν, όμως, δικαστείς για φόνους κι απάτες δεν θα έχεις την παραμικρή ελπίδα. Και το κυριότερο, το όνομά σου θα αμαυρωθεί. Θα γίνεις το μίασμα του οίκου σου» του είπε η Ιππαρχία.

«Και τι μ' αυτό;» ρώτησε ο Δημήτριος χαμογελώντας σαν να μην τον ένοιαζε τίποτε πια.

«Μπορείς να γλιτώσεις από τις πιο βαριές κατηγορίες, που θα αμαυρώσουν την τιμή σου» του είπε ο Ζείκρατος.

«Πώς;»

«Δώσε μας μια έγγραφη κατάθεση για τους απατεώνες. Γράψε τι ζητούσαν κι ότι ήταν δολοφόνοι» είπε ο Μύρων.

«Να εξηγήσεις τον ρόλο του Μύστη» είπε ο Ζείκρατος. «Έτσι θα εξιλεωθείς κι εσύ που τούς εμπιστεύτηκες».

«Μην λυπάσαι τον Μύστη. Αυτός ευθύνεται για τους φόνους αθώων πολιτών. Για τον Ερμόδωρο, τον Σπεύσιππο και τον Χρηστία» είπε ο Μύρων.

«Και της Πανδότης» συμπλήρωσε ο Υπάνωρ.

«Και του Ιεροφάντη» είπε η Ιππαρχία. «Ευθύνεται για όλα έστω κι αν έβαζε άλλους να το κάνουν. Πρέπει, Δημήτριε, να καταδείξεις τον ένοχο»

Ο Δημήτριος το σκεφτόταν. Φυσικά θα υπέγραφε αλλά έπρεπε να δει τι θα κέρδιζε.

«Και ... θα με αφήσετε να φύγω;»

«Αυτό δεν γίνεται» είπε ο Ζείκρατος. «Θα δικαστείς αλλά μόνο για τα πιο απλά αδικήματά σου».

«Θα ζητήσουμε από το δικαστήριο επιείκεια. Το πολύ να εξοριστείς» είπε η Ιππαρχία. «Δεν νομίζω να σε βλάψει αυτό».

«Φέρ' τε μου να υπογράψω» είπε ο Δημήτριος.

Κάθισαν σε ένα τραπέζι με καρέκλες γύρω. Ο Δημήτριος πήρε το μελάνι και παπύρους κι άρχισε να γράφει. Το κείμενο αυτό με την σφραγίδα-υπογραφή του ήταν καταδικαστικό για τον Παρμίονα. Τον έλεγαν και Μεγάλο Μύστη αλλά ο κόσμος τον έλεγε κι «αρπακτικό». Άφησε έξω από κάθε ευθύνη τον Υπάνορα, τον Φερεθάνη και τον Ληθόνου.

«Πάρ' τε το» είπε μόλις τελείωσε.

«Ήταν μια σωστή πράξη αυτή» του είπε η Ιππαρχία.

«Στη δίκη σου θα σε βοηθήσουμε» είπε ο Ζείκρατος.

«Ευχαριστώ, δεν θα χρειαστώ βοήθεια. Η καταδίκη μου είναι βέβαιη» είπε εκείνος πικρόχολα. «Υπάρχουν πολλοί που θα με θέλουν νεκρό».

Οχλοβοή ακούστηκε από την αυλή. Ένα σώμα ιππέων μπήκε φουριόζικα και κατευθύνθηκε προς το μέρος τους.

«Είναι Μακεδόνες» είπε ο Υπάνωρ.

«Μακεδόνες του Αντιγονίδη» είπε ο Μύρων.

«Χμ... με διεκδικούν πολλοί» είπε πικρά ο Δημήτριος.

Πρώτος στο δωμάτιο μπήκε ο Θεόδωρος, ο δούλος του. Δίπλα του ήταν ο λοχαγός Αρίστιππος. Ο Δημήτριος κοίταξε τον Θεόδωρο με ευγνωμοσύνη.

«Δημήτριε Φαληρέα, ο Δημήτριος Ελευθερωτής θέλει να σου μιλήσει» είπε ο Αρίστιππος απευθυνόμενος στον Φαληρέα. Γύρισε προς τον Αγακάτη. «Εσείς οι Σκύθες πρέπει να μας τον παραδώσετε!»

«Θα δικαστεί. Ο Επιμελητής ανήκει στον δήμο και θα λογοδοτήσει» πετάχτηκε ο Φανοκράτης.

«Αυτές είναι οι διαταγές που έχω» είπε ο Αρίστιππος.

Έλυσαν τον Δημήτριο και τον ανέβασαν σε ένα άλογο. Έφυγαν βιαστικά, όπως είχαν έρθει, αφήνοντας πίσω τους ένα σύννεφο σκόνης.

********************************

Από αύριο Πέμπτη το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου.

Είμαστε στο απόγευμα της 11ης Ιουνίου. Ώρα για σκέψεις και απολογισμούς.

Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2020

Οι δημοτικοί σύμβουλοι αποκλείουν το Σχιστό

ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΤΙΚΟΣ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΤΑΘΜΟΥ ΜΕΤΑΦΟΡΤΩΣΗΣ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ ΣΤΟ ΣΧΙΣΤΟ

ΟΧΙ ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ 

Μέσα στην πανδημία πιστεύοντας ότι δεν θα αντιδράσουμε, επιχειρείται από Κυβέρνηση και Περιφέρεια η επίσπευση των διαδικασιών για να φορτωθεί στην πόλη μας και για τα επόμενα 30 χρόνια ένα μεγάλο μέρος των απορριμμάτων της Αττικής.

Την Πέμπτη 10 η ώρα, τα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου αποκλείουν τον Σταθμό Μεταφόρτωσης Απορριμμάτων στο Σχιστό.

Στέλνουμε το μήνυμα ότι δεν θα μείνουμε απαθείς αποδεχόμενοι ότι η πόλη μας θα συνεχίσει να είναι η πίσω αυλή της Αττικής.

Μόλις οι συνθήκες το επιτρέψουν, μαζί με μας θα είναι και ο λαός της πόλης.