Τετάρτη 3 Ιουνίου 2020

10 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 10η

Είμαστε ακόμα στο 3ο κεφάλαιο. Μετά το Α' μέρος (ο Μητροπολίτης) προχτές, και το Β' (ο αρραβώνας) χτες, περνάμε στο Γ' (ο Γάμος) σήμερα. Θα ακολουθήσει αύριο και το Δ' (Η αναχώρηση) για να κλείσει αυτό το 3ο κεφάλαιο που εκτυλίσσεται όλο μέσα στο έτος 1203 μ.Χ.
Υπενθυμίζω, πως θα δημοσιεύονται συνέχειες κάθε μέρα πλην ΠΣΚ γιατί δεν προλαβαίνω να κάνω την σχετική επιμέλεια. Το βιβλίο γράφτηκε το 2013 και τώρα γίνεται μια μορφοποίηση κι η φιλολογική του επιμέλεια, που θέλουν τον χρόνο τους.  
************************************************

από παραπομπές μόνο ότι (*) Σκριβάνος = Γραμματέας


Γ’ Ο ΓΑΜΟΣ


Ο Νικηφόρος πήγε στην Ακρόπολη με το κι έφτασε στα Προπύλαια. Είδε, στην είσοδο του φρουρίου να τον περιμένει ο Ακομινάτος. Μπορεί να ζούσε σαφώς πιο φτωχικά απ’ ό,τι στην Κωνσταντινούπολη όμως ένιωθε ευτυχισμένος εδώ. Η Αθήνα ήταν η δική του Γη της Επαγγελίας. Μαζί του ήταν κι ένας ακόμα μοναχός, ο Γεώργιος Βαρδάνης, σκριβάνος(*) και βοηθός του. Έμενα κι αυτός στα Προπύλαια και συμμεριζόταν τις απόψεις του Ακομινάτου για την εκκλησία και για την Αθήνα. Αγκαλιάστηκαν εγκάρδια κι ο Μιχαήλ δεν έκρυψε τη χαρά του. Το ίδιο κι ο Νικηφόρος.
«Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω νεαρέ» είπε ο Ακομινάτος.
«Κι εγώ χαίρομαι πολύ που σας ξαναβρίσκω, Πάτερ. Ανυπομονούσα για τη στιγμή» απάντησε ο Νικηφόρος.
«Ετοίμασα έναν νέο χώρο για σένα, στο Ερέχθειο!» είπε ο Μιχαήλ. «Θα έχεις παρέα τις πιο ωραίες γυναίκες του κόσμου, τις Καρυάτιδες! … και τον Γεώργιο βέβαια …»
«Αναρωτιέμαι μήπως βεβηλώνουμε τον χώρο μένοντας εδώ» είπε ο Νικηφόρος.
«Κάθε άλλο» του είπε ο Βαρδάνης που έδειχνε να τον συμπαθεί. «Παλιά, εδώ έμεναν οι ιερείς της Αθηνάς. Ο Βράχος παραμένει ιερός και τώρα όπως ήταν και τότε.»
«Νομίζω, άλλη θρησκεία εκείνη κι άλλη η δική μας» είπε ο Νικηφόρος.
«Ίδια όμως η ανάγκη του ανθρώπου να ζητά άνωθεν βοήθεια» είπε ο Βαρδάνης.
Ίσως ήταν αρκετά αιρετικό να μιλάει έτσι ο βοηθός και υπομνηματογράφος ενός μητροπολίτη. Εδώ όμως είχαμε κάτι διαφορετικό. Ήταν γνωστή η αρχαιολατρία του Ακομινάτου. Θυμόταν μια παλιότερη συζήτησή τους.
«Τι όμορφος που είναι αυτός ο ναός» είπε πει για τον Παρθενώνα κάποια στιγμή στον Μιχαήλ. «Τίποτα παρόμοιο δεν έχω δει πουθενά!»
«Όλα όσα έκαναν οι πρόγονοί μας, Νικηφόρε, εδώ στην Ελλάδα, ήταν τέλεια κι όμορφα. Δεν θα ξεπεραστούν ποτέ!”
«Δεν έχουν την ίδια γνώμη με σένα οι κρατούντες στη Βασιλεύουσα. Εκεί έχουν την Ελλάδα γι αποπαίδι.»
«Ίσως είναι καλύτερα έτσι» είχε πει τότε ο Ακομινάτος. «Καλύτερα, για να τα αφήσουν ήσυχα. Αρκετά κατέστρεψαν ως τώρα οι δικοί μας φανατικοί.»
«Αλήθεια, Πάτερ, η δική μας θρησκεία είναι θρησκεία αγάπης. Γιατί φέρθηκε τόσο άσχημα σε αυτόν τον τέλειο, όπως τον λες, κόσμο των αρχαίων;»
«Νομίζω από ζήλια» απάντησε ο Μητροπολίτης.
«Από ζήλια; Είναι δυνατόν;» απόρησε ο Νικηφόρος.
«Ναι. Από ζήλια κι άγνοια! Των ανθρώπων βέβαια, όχι του Θεού. Έβλεπαν κάτι σπουδαίο και, καταστρέφοντάς το, νόμιζαν ότι προστάτευαν την καινούρια πίστη. Ήταν άγνοια.»
«Δεν ταυτίζεται η εκκλησία, Νικηφόρε, με αυτόν τον φανατισμό» είχε παρέμβει τότε ο Βαρδάνης.
«Μήπως είχαν δίκιο;» είχε αναρωτηθεί ο Νικηφόρος. «Μήπως η ανωτερότητα των αρχαίων έδιωχνε τον κόσμο από την πίστη του Χριστού;»
«Όχι φίλε μου. Οι αρχαίοι θεοί είχαν εξαντλήσει όλη τους την ηθική δύναμη. Οι άνθρωποι έψαχναν κάτι καινούριο. Οι φανατικοί, όμως, δεν ήξεραν πως η καινούρια πίστη, ό,τι κέρδιζε, το κέρδιζε στις καρδιές των ανθρώπων”
Ο Παρθενώνας, σαν κτίσμα, ήταν σχεδόν απείραχτος από την εποχή που κατασκευάστηκε. Έλειπε βέβαια το άγαλμα το χρυσελεφάντινο της Αθηνάς και όλα τα μεγάλα αγάλματα των θεών. Έλειπαν τα χρώματα από τις μετόπες, αν και είχαν μείνει κάποια υπολείμματά τους στα μάρμαρα. Έλειπαν πολλά, ενώ, είχε προστεθεί ένας σταυρός που μετέτρεπε τον αρχαίο ναό σε ναό της χριστιανοσύνης. Όμως τα κτήρια ήταν εκεί, άθικτα, με τα λαμπρά μάρμαρά τους, τις δωρικές κολώνες τους και τα αετώματά τους να φωτίζουν την αττική γη.
Ο Νικηφόρος έβγαλε αυτόν χειμώνα, που ήταν μαλακός και γλυκός στην Αθήνα, στο Ερέχθειο,. Μιλούσε πολύ με τον Μιχαήλ ή τον Βαρδάνη. Πήγαινε στους Καρτεράνους, επέβλεπε επισταμένα το κτίσιμο της δικής του έπαυλης και έβλεπε την Αγνή. Έκαναν τον αρραβώνα τους πάνω στην Ακρόπολη, στην Παναγιά την Αθηνιώτισσα. Ο Ακομινάτος προσέφερε σε όλους ένα λιτό γεύμα με θέα το λεκανοπέδιο. Ο Νικηφόρος έκανε πολλές βόλτες μόνος του με την Αγνή. Της πήρε πολλά φιλιά κι αγκαλιές, τώρα που η σχέση τους ήταν επίσημη. Κι όταν έκαναν έρωτα, τότε αποφάσισε να την παντρευτεί.
Ο γάμος έγινε με επισημότητα στο Καρτέρι και τον τέλεσε, όπως ήταν φυσικό, ο Μιχαήλ. Ο Νικηφόρος φορούσε τη βενετσιάνικη στολή κι η Αγνή μια στολή αρχαίων κορασίδων. Της την είχαν ράψει επιδέξιες ράφτρες σε σχέδια του Μιχαήλ. Φορούσε κι ένα δάφνινο στεφάνι στο μέτωπο. Οι δυο τους ήταν ένα υπέροχο ζευγάρι την ημέρα που χόρεψαν τον χορό του Ησαΐα. Ο Νικηφόρος μετακόμισε απ’ το Ερέχθειο στο “Καρτέρι” όπου είχαν με την Αγνή το δικό τους διαμέρισμα. Στέγασαν εκεί τον έρωτά τους. Η Αγνή ήταν ευτυχισμένη, του δινόταν με λαγνεία κι αισθησιασμό κι έμεινε σύντομα έγκυος. Έτρεχαν όλα γρήγορα. Είχε έρθει λίγο πριν τα Χριστούγεννα κι είχαν, ήδη, παντρευτεί στα μέσα του Γενάρη. Στα τέλη Μαρτίου ήξεραν ότι είχαν κιόλας συνθέσει τον καρπό του έρωτά τους. Η Αγνή θα γεννούσε τον Σεπτέμβρη κι οι γιαγιάδες θα αποκτούσαν το πρώτο τους δισέγγονο.
Ο Νικηφόρος επέβλεπε τις εργασίες στο αγρόκτημά του και μιλούσε πολύ με τον Μιχαήλ. Ο Μητροπολίτης ανησυχούσε για τις εξελίξεις στην αυτοκρατορία. Του έγραφε τα πάντα ο Νικήτας Χωνιάτης, ο μικρότερος αδελφός του. Ο Νικήτας ήταν λογοθέτης του αυτοκράτορα Αλέξιου Γ’, λόγιος και σοφός για την εποχή του. Είχε πληροφορίες από πρώτο χέρι. Ο Αλέξιος Γ’, για να δείχνει λαμπρότερος της γενιάς του, που ήταν η γενιά των Αγγέλων, είχε αλλάξει όνομα. Αυτο-ονομαζόταν Άγγελος-Κομνηνός. Είχε τυφλώσει και φυλακίσει τον αδελφό του πρώην αυτοκράτορα Ισαάκιο Β’. Τώρα αντιμετώπιζε τις συνωμοσίες του ανιψιού του Αλέξιου.
Ο νεαρός είχε επισκεφτεί τον Πάπα και τον Φίλιππο της Σουηβίας παρακαλώντας να τον στηρίξουν. Στο τέλος πήγε στο Ζαντάρ για να ζητήσει την βοήθεια των σταυροφόρων. Ήθελε να ξαναβάλουν τον πατέρα του στον θρόνο. Είχε μαζί του και μια επιστολή του Φιλίππου που προέτρεπε τους στρατιώτες-προσκυνητές να τον βοηθήσουν. Με τον τυφλό πατέρα του στον θρόνο, αυτός θα γινόταν συναυτοκράτωρ. Ουσιαστικά θα ήταν αυτός πλέον Βασιλιάς της Ρωμανίας.
Μέχρι εδώ τα ήξερε ο Νικηφόρος, αλλά, ο Νικήτας τους είχε γράψει και την συνέχεια. Ο Αλέξιος Δ’, όπως αποκαλούσε τον εαυτό του ο ανιψιός, προεξοφλώντας την ενθρόνιση, είχε μοιράσει υποσχέσεις. Αν οι σταυροφόροι αποκαθιστούσαν τον πατέρα του και τον ίδιο θα τους έδινε 100.000 χρυσά. Επίσης, θα επέβαλε την υποταγή της ανατολικής εκκλησίας στον Πάπα. Τέλος, θα συμμετείχε με 10.000 στρατιώτες στην σταυροφορία για τους Άγιους Τόπους. Αν εκπλήρωνε αυτές τις υποσχέσεις, θα εξαντλούσε κάθε πόρο και ικμάδα του κράτους. Φυσικά, οι σταυροφόροι κι ο Δάνδολος μυρίστηκαν αίμα και έσπευσαν να το πιουν. Έστρεψαν την σταυροφορία προς την Πόλη με την Βενετία πρόθυμη να μεταφέρει τους σταυροφόρους εκεί.
«Θα περάσουν κι από εδώ. Ίσως τους ανοίξει η όρεξη για την Αθήνα» είπε με φόβο ο Μιχαήλ. «Νομίζω ότι πρέπει να προετοιμαστούμε για άμυνα.»
«Δεν πάνε για τόσο λίγα, Μιχαήλ. Μην φοβάστε, θα την αγνοήσουν την Αθήνα!» τον καθησύχασε ο Νικηφόρος.
Δεν τον ανησυχούσαν, όμως μόνο οι σταυροφόροι. Τα νέα από το Άργος έλεγαν πως ο νέος άρχοντας, Λέων Σγουρός, ήταν πολύ φιλόδοξος. Είχε μεγάλες βλέψεις κι απειλούσε την Αθήνα. Ο πατέρας Σγουρός, κι ο γιος του Λέων, είχαν φτιάξει δικό τους κράτος στο Μοριά. Παντού γινόταν το ίδιο. Στη Μικρά Ασία τοπικοί άρχοντες έφτιαχναν δικές τους ηγεμονίες. Το ίδιο κι οι Βούλγαροι κι οι Βλάχοι στη χώρα από τον Δούναβη ως την Πίνδο. Κι οι Σέρβοι τα ίδια στον βορά. Η αδυναμία του κέντρου άνοιγε την όρεξη τοπικών αρχόντων για δικά τους κράτη και λαφυραγώγηση των γειτονικών πόλεων. Οι νέοι αφέντες είχαν σχέδια για νέα χαράτσια. Ο Σγουρός καλόβλεπε την Αθήνα.
«Η αυτοκρατορία κλονίζεται κι αυτοί συνωμοτούν για την καρέκλα» είπε ο Μιχαήλ αγανακτισμένος. «Διαλύουν τους κρατικούς πόρους, δεν λογαριάζουν το αύριο!»
«Χωρίς ισχυρό αυτοκράτορα, με θέληση κι ικανότητες, δεν κρατιέται η Ρωμανία» είπε ο Νικηφόρος.
«Και που να βρεθεί τέτοιος; Μετά τους Κομνηνούς δεν υπάρχει φως στον ορίζοντα. Το γένος των Αγγέλων αποτελείται από ανίκανους.»
«Αν βρίσκαμε εμείς τον Ιερέα Ιωάννη, Πάτερ, δεν θα μας έσωζε όλους μαζί;» είπε σαρκαστικά ο Νικηφόρος.
«Να δεις που σε λίγο, όταν ο ορίζοντας μαυρίσει, θα τρέχουν οι δυνατοί πίσω από χίμαιρες. Εκεί θα ψάχνουν για να βρουν σωτηρία» συμφώνησε ο Μιχαήλ.
«Ο αδελφός σας ο Νικήτας ξέρει γι αυτό το Βασίλειο του Θεού και τον Ιερέα του;»
«Ο αδελφός μου είναι λογικός άνθρωπος κι όλα αυτά τα κοροϊδεύει. Το πιο πιθανό, όμως, είναι να μην τα γνωρίζει. Κι εγώ τα έμαθα γιατί θα γινόμουν Πατριάρχης και θα με έκαναν Δάσκαλο της Ερμητικής Συνωμοσίας.»
«Γνωρίζετε αν πήγε ποτέ κανείς για να βρει τον Ιερέα Ιωάννη και το Βασίλειό του;»
«Το έψαξε απεγνωσμένα ο Ανδρόνικος Κομνηνός. Ναι, αυτός ο ιδιοφυής, ο λαοπλάνος και χασάπης αυτοκράτορας! Γύρισε όλη την Ασία αλλά δεν βρήκε άκρη και γύρισε άπρακτος. Το έψαξε κι ο Φρειδερίκος Μπαρμπαρόσα, ο αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Χάθηκε κάπου στη Μικρασία κι αυτός. Είπαν ότι πνίγηκε και τον πήρε το ποτάμι.»
«Είναι λοιπόν μια χίμαιρα ο Ιερέας και το Βασίλειο;»
«Μα, φυσικά. Τι άλλο θα μπορούσε να είναι;» είπε με απόλυτη βεβαιότητα ο Ακομινάτος.
Πολλοί και διάφοροι προβληματισμοί κυριαρχούσαν στις συζητήσεις τους. Ξαφνικά όμως ο Νικηφόρος βρέθηκε να πρέπει και πάλι να αποφασίσει μπροστά σε διλήμματα. Είχε να διαλέξει αν θα μπλέξει σε αυτόν τον αναβρασμό ή αν θα μείνει ήσυχος απ’ έξω. Από την μια ένα καινούργιο καθήκον κι από την άλλη η οικογένειά του και τα ειρηνικά έργα.
Ήταν τα τέλη του Μαΐου του 1203. Η Αγνή ήταν έγκυος τεσσάρων μηνών. Τότε έφτασε η πρόσκληση από τους Βενετούς προς τον Νικηφόρο. Του ζητούσαν να ενωθεί μαζί τους στην Δ’ σταυροφορία που ήδη έπλεε προς την Κωνσταντινούπολη. Ο βενετικός στόλος βρισκόταν στην Εύβοια. Ήταν φορτωμένος με Φράγκους ιππότες, στρατιώτες, βοηθητικούς και άλογα. Μέχρι το τέλος Ιουνίου θα είχε μπει στον Βόσπορο. Χρειάζονταν πλοία για βοηθητικές δουλειές. Του ζήτησαν να τους ακολουθήσει με μια καλή αποζημίωση.
«Δεν θέλω να πολεμήσω εναντίον της Ρωμανίας» είπε αρχικά ο Νικηφόρος.
«Δεν θα πολεμήσεις» του είπε ο Ακομινάτος. «Θα είσαι βοηθητικός μέχρι να φτάσουν εκεί. Μην ξεχνάς ότι έχουν μαζί τους έναν Ρωμαίο αυτοκράτορα, εξίσου παράνομο με εκείνον που βρίσκεται στον θρόνο.»
«Εντάξει, θα πάω» είπε ο Νικηφόρος μετά από σκέψη.
Σκόπευε να σταματήσει την θάλασσα αλλά όχι τόσο απότομα. Αυτό το ταξίδι θα ήταν το τελευταίο του πριν γίνει στεριανός. Θα απέφερε αρκετά χρήματα ώστε να ολοκληρώσει το αγρόκτημά του. Δεν μπορούσε να κάνει ούτε εμπόριο σε θάλασσες που δεν θα ήταν ασφαλείς, Όσο οι στρατοί κι οι στόλοι θα βρίσκονταν στην Βασιλεύουσα, οι πειρατές θα είχαν την τιμητική τους. Η Αγνή δεν έφερε αντιρρήσεις κι ο Μιχαήλ τον ενεθάρρυνε.
«Να πας για να βρεις τον αδελφό μου τον Νικήτα» του είπε. «Πότε φεύγεις; Τι σου ζήτησαν;»
«Μου είπαν να είμαι ως το τέλος της εβδομάδας στον Εύριπο, είναι εκεί για εφοδιασμό.»
«Θα σου δώσω μια επιστολή για τον Νικήτα. Η θέση του λογοθέτη του αυτοκράτορα που κατέχει είναι σπουδαία. Του έχω μιλήσει για σένα. Θα σου δώσω κάποιες σημειώσεις του Νόννου Πανοπολίτη που βρήκα εδώ για να τις δώσεις στον Καματηρό. Ίσως να διευκολύνουν την αναζήτηση του Ιερέα Ιωάννη, μην δείξεις όμως ότι ξέρεις.»
«Γιατί τους βοηθάτε, πάτερ, αφού δεν τους πιστεύετε;»
«Ας κυνηγήσουνε τις χίμαιρές τους, φίλε μου. Για μένα όλο αυτό είναι ένα ανόητο παιχνίδι, αλλά, αν ο Καματηρός το θεωρεί χρήσιμο, θα τον βοηθήσω! Έχω όμως και κάτι ακόμα να σου φορτώσω …»
Ο Μιχαήλ του ζήτησε να μεταφέρει έναν γνωστό του έμπορο, τον Ζήσιμο, στην Κωνσταντινούπολη.
«Έχει μια πολύ επείγουσα δουλειά στην Πόλη κι έψαχνε τρόπο να πάει. Το “Δήλος” είναι μια καλή ευκαιρία. Είναι πολύ καλός μου φίλος. Αν μπορείς και δεν σου κάνει μεγάλο κόπο, πάρ’ τον μαζί σου.»
«Σύμφωνοι» είπε ο Νικηφόρος. «Ό,τι κι αν με θέλουν οι Βενετοί, θα μπορέσω να μεταφέρω ένα άτομο μαζί μου.»
«Δεν θα είναι μόνος του. Θα έχει μαζί του την γυναίκα του, την κόρη του και μερικά πράγματα, κυρίως κειμήλια. Τι λες, μπορείς να τους πάρεις και τους τρεις;»
«Πες τους να είναι αύριο χαράματα, στο “Δήλος”.»
Χαιρέτησε την νέα του οικογένεια και την αγαπημένη του Αγνή. Η γλυκιά του γυναίκα επικεντρωνόταν πια μόνο στην εγκυμοσύνη της. Είχε αφοσιωθεί στον καινούριο της ρόλο.
«Αν τελειώσω καλά με αυτή τη δουλειά, δεν πρόκειται να ξαναφύγω» της υποσχέθηκε.
«Θα σε περιμένω, αγαπημένε μου. Θα σε περιμένουμε κι οι δυο» του είπε δείχνοντας και χαϊδεύοντας την κοιλιά της.

Τρίτη 2 Ιουνίου 2020

09 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 9η

Είμαστε στο 3ο κεφάλαιο και στο 1203 μ.Χ. μπαίνουμε στο δεύτερο μέρος του κεφαλαίου. Ο Νικηφόρος επιστρέφει στην Αθήνα. Τον υποδέχονται και συζητούν μαζί του για τα τεκταινόμενα στον κόσμο και στην αυτοκρατορία. Εκφράζει τον έρωτά του και δεσμεύεται με την Αγνή.

*************************************************
Η μόνη παραπομπή (*) εξηγεί τι ήταν το τρίκλινο.
Το τρίκλινο ήταν το κεντρικό δωμάτιο του σπιτιού, αποτελούσε τις καθημερινές τον κυριότερο κοινόχρηστο χώρο του σπιτιού και σε έκτακτες περιπτώσεις χώρο υποδοχής ξένων και δεξιώσεων. Ήταν ορθογώνιο και είχε “κλίνες” στις τρεις πλευρές του με την είσοδο στην τέταρτη πλευρά. Στην αρχαιότητα στο τρίκλινο γίνονταν τα συμπόσια.


ΒΟ ΑΡΡΑΒΩΝΑΣ

Στον Πειραιά, το «Δήλος» έδεσε σε ένα ασφαλές σημείο του λιμανιού για φόρτωμα και ξεφόρτωμα. Πριν ακόμη πατήσει στεριά, είδε ότι στην αποβάθρα τον περίμενε ο νεαρός γιος του Δωροθέου, ο Λέων. Χάρηκε γιατί ο Λέων ήταν ο αδελφός της Αγνής, ένα παλικάρι είκοσι χρονών. Η παρουσία του σήμαινε κάτι για την οικογένεια των Καρτεράνων. Ο Δωρόθεος κι η γυναίκα του Θεοδώρα είχαν τέσσερα παιδιά. Εκτός από τον Λέοντα, που ήταν ο πρωτότοκος, και την Αγνή είχαν ακόμη μια όμορφη κόρη, την Ευδοκία και τον Πλουτώνιο. Η Ευδοκία ήταν δεκαέξι κι ο Πλατώνιος δεκατεσσάρων χρόνων. Την οικογένεια συμπλήρωναν ο παππούς Λέων, η γιαγιά Ειρήνη κι η αδελφή της γιαγιάς, η Σοφία. Ο Νικηφόρος είχε φέρει δώρα για όλους κι ανυπομονούσε να πάει να τα δώσει και να δει την Αγνή. Ήλπιζε πως κι αυτή θα τον περίμενε με ανυπομονησία.
«Γεια σου, νεαρέ Λέοντα» του είπε μόλις πάτησε στεριά. «Χαίρομαι που σε βλέπω εδώ.»
«Κι εγώ χαίρομαι, ναύαρχε» είπε ο νεαρός. «Με έστειλε ο πατέρας μου να σε υποδεχτώ. Έχω φέρει και το άλογο σου, το είχες αφήσει στο κτήμα μας.»
«Σε ευχαριστώ πολύ, φίλε μου» του είπε ο Νικηφόρος. «Πες μου, όμως, είναι καλά ο πατέρας σου; Η μητέρα σου; Οι γιαγιάδες σου, πώς είναι; … το “Καρτέρι”;»
«Είναι καλά κυρ-Νικηφόρε, όπως ήταν πριν φύγεις.»
«Ο Πλατώνιος; Θα μεγάλωσε κι άλλο, ε; Η Αγνή;»
«Ο αδελφός μου είναι σωστό παλικάρι. Οι αδελφές μου θα χαρούν να σε δουν. Η Αγνή θα έχει τη μεγαλύτερη αγωνία!»
«Ωραία, χαίρομαι! Θα έρθω να σας δω αμέσως μόλις περάσω από το κτήμα μου, εντάξει; Πες τα χαιρετίσματά μου στην Αγνή» είπε κοκκινίζοντας ο Νικηφόρος.
Έκανε τις τελευταίες συνεννοήσεις με το πλήρωμα και τους φοροεισπράκτορες. Είχαν καταφτάσει για τα δικαιώματα ελλιμενισμού και φορτοεκφόρτωσης. Ξεκίνησε για το κτήμα του που ήταν στον αρχαίο δρόμο Αθηνών-Πειραιώς, κοντά στο Δίπυλο. Εδώ ήταν η αρχαία είσοδος του Πειραιά από Αθήνα. Η περιοχή είχε χαμηλή βλάστηση τριγύρω κι ήταν αρκετά εύφορη. Ποτιζόταν από ένα ποταμάκι που περνούσε μέσα από το κτήμα. Είχε καλή θέα της Ακρόπολης των Αθηνών στα ανατολικά και της θάλασσας στα δυτικά του.
Του άρεσε αυτό το μέρος. Το είχε αγαπήσει πριν ακόμα το αποκτήσει. Είχε διαβάσει για την Αθήνα στο Μοναστήρι της Παναγίας της Σερίφου. Υπήρχε εκεί βιβλιοθήκη με αρχαίους συγγραφείς που την είχε ξεκοκαλίσει με τη βοήθεια ενός γερο-μοναχού. Αυτός ο μοναχός Ησύχιος αγαπούσε τους αρχαίους σοφούς καθώς όλη μέρα αντέγραφε τα διάφορα έργα τους. Γράφοντας, τα διάβαζε κιόλας και σιγά-σιγά τα είχε αγαπήσει. Συναισθανόταν το αμάρτημα να υποκύπτει στα θέλγητρα της θύραθεν παιδείας αλλά ζητούσε συγχώρεση και συνέχιζε. Όταν είχε ένα μαθητή σαν τον Νικηφόρο για να τον διδάξει, τότε γινόταν δάσκαλος και ποιητής μαζί. Υμνούσε την αρχαία σοφία. Ο Νικηφόρος νοσταλγούσε πάντα τους παιδικούς του φίλους και τον μοναχό Ησύχιο.
«Μάστορα, έφερα ελαφρόπετρα και οψιδιανό. Πες μου, πότε θα τελειώσουμε;» ρώτησε τον αρχιμάστορα στο κτήμα.
«Πριν έρθει η άνοιξη το κτήμα και η κατοικία θα είναι έτοιμα, άρχοντα Νικηφόρε.»
«Ευχαριστώ για τον τίτλο, αλλά, δεν είμαι άρχοντας.»
«Θα γίνεις μια μέρα άρχοντας. Μετά από αυτό που φτιάχνεις εδώ, θα γίνεις άρχοντας!» του είπε ο μάστορας.
«Είδα τα δέντρα που μεγαλώσανε. Τι λες, θα έχουμε του χρόνου καρπούς;»
«Σύντομα θα μπορέσεις να γίνεις στεριανός.»
«Ίσως να το θέλω από τώρα κιόλας» είπε ο Νικηφόρος.
«Πάμε τώρα για να ντυθείς με τα ρούχα που έφερες από τη Βενετιά. Θα βοηθήσουμε κι εγώ κι η γυναίκα μου» του είπε ο αρχιμάστορας που ήξερε τι ήταν αυτό που ζητούσε.
Ο Νικηφόρος ήταν μέτριος στο ανάστημα. Δεν είχε ένα ιδιαίτερα δυνατό κι αθλητικό σώμα, όμως είχε ωραία παρουσία κι ήταν συμπαθητικός. Στο σπιτικό του αρχιμάστορα ντύθηκε καλά για να μην πάει στου Δωρόθεου με τα ναυτικά πανωφόρια. Είχε φέρει μαζί του ρούχα καθαρά και προσεγμένα για όταν θα την συναντούσε. Βενετσιάνικο καπέλο, μεταξωτό πουκάμισο και βελούδινη μπέρτα. Με αυτά θα της έκανε καλή εντύπωση, όπως του είχαν πει. Δεν καταλάβαινε γιατί τα φανταχτερά υφάσματα θα γοήτευαν μια γυναίκα, όμως το αποδεχόταν. Αυτή ήταν η πραγματικότητα του καιρού του. Του στόλισαν το άλογο με σέλλα γεμάτη ασημένια και χάλκινα στολίδια. Ήταν έτοιμος για το αγρόκτημα των Καρτεράνων.
Πήγε καβάλα στο άλογο μαζί με δυο ναύτες συντρόφους του, τον Στέφανο και τον Ιγνάτιο. Ίππευαν κι αυτοί κι ήταν οπλισμένοι. Δεν ήταν φρόνιμο να ταξιδεύει κανείς μόνος, όταν μάλιστα, φορούσε τέτοια υφάσματα κι ήταν γεμάτος στολίδια και χρυσαφικά. Γυάλιζε ο χρυσός από μακριά. Κυκλοφορούσαν ληστές που μπορούσαν να του επιτεθούν σε κάποια περάσματα. Γι αυτό, η συνοδεία που είχε πάρει μαζί του, ήταν απαραίτητη για την ασφάλειά του.
Σε μια στροφή του δρόμου, είδαν το “Καρτέρι” μπροστά τους. Ήταν γεμάτο ελιές, μουριές και δέντρα καρποφόρα αλλά είχε και μια έκταση με στάχια. Το διέσχιζαν, από άκρη σε άκρη, δρόμοι που φαίνονταν από μακριά. Τα κυπαρίσσια φυτεμένα δεξιά κι αριστερά έδειχναν τον δρόμο. Φαίνονταν ακόμα και τα εργαστήρια όπου έφτιαχναν υφάσματα και βελέντζες από το λινάρι και το μαλλί. Έφτιαχναν και μεταξωτά πολυτελή ρούχα. Στο μέσο του αγροκτήματος ήταν οι κατοικίες. Γερά, πέτρινα σπίτια, σαν μικρά φρούρια, ήταν κτισμένα έτσι που να αντέξουν σε μια ενδεχόμενη πολιορκία πειρατών. Έπρεπε να κρατήσουν ώσπου να έρθουν ενισχύσεις. Ήταν ένα μικρό χωριό ολόκληρο το αγρόκτημα. Θα εργάζονταν εδώ πάνω από εκατό άνθρωποι, εργάτες, τεχνίτες, επιστάτες, φρουροί, υπηρέτες. Χρειάζονταν για να συντηρείται το κτήμα και να βγάζει αρκετή παραγωγή ώστε να πληρώνονται οι φόροι. Έτσι μπορούσαν να ζουν όλοι καλά και να μένει κάποιο περίσσευμα.
Στην πύλη τον περίμενε ο Πλουτώνιος, ο μικρότερος γιος της οικογένειας. Ήταν ένα παιδί χαρούμενο και καλόκαρδο που ο Νικηφόρος συμπαθούσε πολύ. Ήταν η συμπάθεια και της Αγνής. Τον υποδέχτηκε με μια ζεστή αγκαλιά και πήγαν μαζί μέχρι το αρχοντικό όπου είχαν παραταχθεί όλοι για να τον χαιρετήσουν. Δεν θα το έκαναν για τον οποιονδήποτε, όμως, ο Νικηφόρος ήταν εξαίρεση. Ο λόγος της εξαίρεσης ονομαζόταν Αγνή και βρισκόταν εκεί, στο μέσον της παράταξης, δίπλα στον πατέρα της. Τον περίμενε κι αυτή, ντυμένη και στολισμένη με καλά της ρούχα, μαζί με όλους τους άλλους.
«Άρχοντα Δωρόθεε, σε χαιρετώ. Επίσης, χαιρετώ τα αγαπητά μέλη της ευγενικής σου οικογένειας» είπε ο Νικηφόρος σκορπίζοντας χαμόγελα τριγύρω.
«Σε υποδεχόμαστε, εγώ κι η οικογένειά μου, ναύαρχε, με χαρά» είπε εκείνος και τον αγκάλιασε εγκάρδια.
Ο Νικηφόρος έδωσε σε όλους ξεχωριστά τα σέβη του. Είχε μια κουβέντα για τον καθένα ή έκλινε ελαφρά την κεφαλή. Στάθηκε όμως μερικά δευτερόλεπτα παραπάνω μπροστά στην Αγνή. Το βλέμμα του τα έλεγε όλα.
«Είσαι πολύ όμορφη Αγνή. Μου έλειψες.»
Εκείνη θα έλιωνε στην αγκαλιά του αν δεν ήταν όλοι εδώ και δεν πρόσεχαν καλά-καλά ώστε να μην χάσουν ούτε μια κουβέντα της
«Σε περιμέναμε να έρθεις, Νικηφόρε. Όλοι μας εδώ σε εκτιμάμε και θέλουμε την επιτυχία σου.»
«Αλλοίμονο, κι εγώ σας εκτιμώ πολύ … όλους!»
«Θα μείνεις πολύ αυτή τη φορά;» τον ρώτησε η Αγνή με ευδιάκριτη την αγωνία της.
«Πρέπει να κάνω ένα ταξίδι την Άνοιξη. Εξάλλου, το κτήμα μου θα τελειώσει το καλοκαίρι που έρχεται.»
«Θα γίνει πολύ ωραίο το κτήμα σου, παιδί μου» του είπε η Θεοδώρα, η μητέρα της Αγνής.
Στεκόταν εκεί δίπλα κι άκουγε την κουβέντα τους.
«Θα γίνεις Αθηναίος πολίτης!» είπε ο Πλουτώνιος.
«Και βέβαια, φίλε μου. Ξέρεις πόσο πολύ το θέλω αυτό» του είπε ο Νικηφόρος.
Χαιρέτισε εγκάρδια και τους υπόλοιπους. Τον έκαιγε να μιλήσει κάποια στιγμή με την Αγνή μόνος του. Είχε καταλάβει ότι κι εκείνη καιγόταν από έρωτα. Ήταν φανερό ότι περίμενε πώς και πώς να την ζητήσει από τον πατέρα της, όμως ήθελε να το ακούσει από τα χείλη της.
Στο τρίκλινο(*) όπου θα γινόταν το επίσημο γεύμα της υποδοχής, είδε πως τον είχαν βάλει να κάτσει απέναντί της. Ήταν το καλύτερο σημείο για να βλέπει το πρόσωπό της και τα μάτια της. Δεν γινόταν βέβαια τέτοια τιμή στον κάθε έμπορο που συναλλασσόταν με τον Δωρόθεο. Η συνήθης συμπεριφορά ήταν το πολύ ένα γεύμα εργασίας ώσπου να τακτοποιηθούν οι λογαριασμοί κι οι συμφωνίες. Εδώ όμως όλα ήταν αλλιώτικα. Όλοι γνώριζαν την επιθυμία του Νικηφόρου για την Αγνή κι όλοι ήξεραν ότι ο σφοδρός έρωτας ήταν αμοιβαίος. Περίμεναν την κατάλληλη στιγμή και είχαν προετοιμαστεί γι αυτήν. Το τραπέζωμα αυτό λοιπόν ήταν σημαντικό κι έμοιαζε με τελετή αρραβώνων. Το φέρσιμο του Νικηφόρου, που είχε έρθει, με την Βενετσιάνικη φορεσιά, ντυμένος σαν γαμπρός, το επιβεβαίωνε. Όλοι έβλεπαν ότι τα μάτια του έλαμπαν όποτε κοιτούσε προς το μέρος της νεαρής κοπέλας.
Πριν ξεκινήσουν να τρώνε, κι αφού είχαν τα ποτήρια γεμάτα με κρασί, έκανε μια πρόποση ο Λέων. Ήταν ο αρχηγός του οίκου των Καρτεράνων, πατέρας του Δωρόθεου, παππούς των παιδιών. Απευθύνθηκε στον φιλοξενούμενό τους.
«Άρχοντα Νικηφόρε, καλώς όρισες στο Καρτέρι» είπε σηκώνοντας πρώτος το ποτήρι του. «Τιμή μας η παρουσία σου στον οίκο μας. Πίνουμε στην υγεία σου!»
Ο Δωρόθεος, σήκωσε κι αυτός το ποτήρι του.
«Σε χαιρετούμε παιδί μου. Σύντομα Αθηναίος κι εσύ!»
«Καλώς σας βρήκα» είπε ο Νικηφόρος σηκώνοντας το ποτήρι του. Κοίταξε όλο το τραπέζι και μίλησε. «Χαίρομαι που βρίσκομαι στο “Καρτέρι” των Καρτεράνων, των σεβαστών Λέοντα και Δωρόθεου. Χαίρομαι που είμαι ανάμεσα σε όλη την οικογένειά σας. Τιμή μου να βρίσκομαι σπίτι σας! Όπως είπε κι ο Πλουτώνιος το αργότερο μέχρι την άνοιξη θα είμαι κι εγώ Αθηναίος πολίτης!»
Όλοι είπαν ευχές σηκώνοντας τις κούπες κι ήπιαν στην υγεία του καλεσμένου. Μετά το έριξαν στο φαγητό μιλώντας ο καθένας με τους διπλανούς του. Και όταν απόφαγαν ήρθαν και τα επιδόρπια και τα γλυκίσματα. Κι όταν το κρασί που έρρεε άφθονο έφερε σε όλους μια γενική ευθυμία, τότε, ο Νικηφόρος ζήτησε να μιλήσει. Όλοι σώπασαν για να τον ακούσουν.
«Άρχοντες Λέοντα, Δωρόθεε, δέσποινες Ειρήνη, Σοφία και Θεοδώρα, σεβαστά κι άξια τέκνα αυτού του Οίκου.»
Ήταν επίσημη η εισαγωγή και περίμεναν την συνέχεια.
«Ίσως γνωρίζετε όλοι σας τι σκοπεύω να σας πω. Αυτό όμως δεν θα με σταματήσει.»
Ο Νικηφόρος ήταν χαμογελαστός και κοιτούσε πλέον ίσια στα μάτια την Αγνή.
«Πάντα ήθελα να μπορούσα να γίνω κι εγώ μέλος μιας μεγάλης, ιστορικής, ευτυχισμένης οικογένειας Αθηναίων. Μιας οικογένειας όπως η δική σας. Υπάρχει ένας μόνο τρόπος για να το πετύχω αυτό. Σας ζητώ να μου δώσετε το χέρι της σεπτής κόρης σας Αγνής, αν το επιθυμεί και η ίδια βεβαίως!»
Οι μεγάλοι άφησαν να φύγει ένα δάκρυ συγκίνησης απ’ τα μάτια. Οι νεότεροι ήθελαν να βγάλουν κραυγές επινίκιες. Η Αγνή έσκυψε το κεφάλι της προς τα κάτω για να μην φανεί το δικό της δάκρυ. Ήταν συγκινημένη κι ευτυχισμένη ταυτόχρονα. Την κοίταξαν και περίμεναν την απάντησή της.
«Απάντησε κόρη μου, στην παράκληση του νέου. Ζητά το χέρι σου. Ποια είναι η γνώμη σου;» ρώτησε ο πατέρας της.
«Ό,τι πείτε εσείς πατέρα» είπε η Αγνή κοιτώντας προς τον Δωρόθεο. «Γνωρίζετε πόσο πολύ εκτιμώ τη γνώμη σας και πόσο σας σέβομαι …»
«Ο καλεσμένος μας, όμως, σοφά ποιών, ζήτησε να μάθει και τη δική σου γνώμη κόρη μου» επέμεινε εκείνος.
Η Αγνή έσκυψε και κούνησε το κεφάλι της καταφατικά ψιθυρίζοντας το “ναι” μέσα από τα χείλη της. Αν και σχεδόν δεν ακούστηκε, όλοι κατάλαβαν την αποδοχή και ξέσπασαν σε συγχαρητήρια. Από παντού ακούγονταν ευχές “εις πολλά έτη” και “να ζήσετε”, “να έχετε πολλούς απογόνους” κι άλλα τέτοια χαρωπά και ενθουσιώδη.
Όλοι γνώριζαν και το περίμεναν αυτό που συνέβη. Το φώναζε από μακριά η φορεσιά του Νικηφόρου κι η ταραχή της Αγνής. Έπαιξαν το παιχνίδι των τύπων απολαμβάνοντας αυτό που θα ερχόταν και τώρα εκφράζονταν ελεύθερα. Όλα είχαν πάει καλά, όπως προβλεπόταν. Ο Νικηφόρος πλησίασε την Αγνή και, μπροστά σε όλους, της έπιασε το χέρι.
«Θα σε κάνω ευτυχισμένη Αγνή» της είπε. «Δεν θα το μετανιώσεις που δέχεσαι.»
Εκείνη παρέμενε σιωπηλή τρέμοντας ολόκληρη από τη συγκίνηση και την ευτυχία που ένιωθε. Ο Ιγνάτιος έφερε τα δώρα που είχε αγοράσει ειδικά γι αυτήν.
«Αυτό είναι ύφασμα από την Βενετιά. Αυτό καδένα από την Γένοβα» της είπε. «Τούτο το δαχτυλίδι είναι από Κέρκυρα κι αυτό το σάλι απ’ το Ρέθυμνο.»
Ο Νικηφόρος τής έριξε το σάλι στον ώμο, τής φόρεσε τα κοσμήματα και τής έδωσε το ύφασμα στο χέρι. Γύρισε προς όλους έχοντάς την στο πλάι του.
«Θα γίνει γυναίκα μου και θα την κάνω ευτυχισμένη.»
«Είθε, αμήν! Ο Θεός να σας έχει καλά!» είπαν όλοι.
Η Αγνή έκλαψε τώρα από την ευτυχία. Δεν το έκρυψε καθόλου. Δεν είχε τίποτε να πει, όλα όσα ήθελε να γίνουν είχαν γίνει κι ένιωθε ευτυχισμένη. Θα ήθελε τώρα να ήταν οι δυο τους μόνοι, αλλά, έπρεπε να περιμένει να τελειώσει το τραπέζι. Δεν είπε τίποτα. Το χαμόγελό της τα έλεγε όλα!
Το κρασί έρρευσε πάλι άφθονο. Κάποιοι λόγοι βγήκαν από τον γερο-Λέοντα και τον Δωρόθεο. Είπαν πώς πρέπει οι δυο νέοι να οργανώσουν τον βίο τους, ώστε να είναι ενάρετος και ευτυχισμένος. Ύστερα, κι αφού πλέον ήταν λογοδοσμένοι, τους έβαλαν να κάτσουν δίπλα ο ένας στον άλλον. Το συμπόσιο αυτό μάκρυνε περισσότερο από τα συνηθισμένα. Μέχρι το βράδυ μιλούσαν, σηκώνονταν και κάθονταν, έπιναν, έλεγαν ιστορίες. Ήρθαν στο κέφι και τραγουδούσαν. Τους συνόδευε ο ήχος μιας λύρας που χειρίζονταν όμορφα πότε ο Λέων, πότε ο Στέφανος και πότε η Ευδοκία. Ο Νικηφόρος κατάφερε μόνο μια φορά να ξεμοναχιάσει την Αγνή στην αυλή κάτω από τις αψιδωτές κολώνες. Της απέσπασε ένα φιλί.
Εκείνη, βέβαια, δεν ήξερε πώς να φιλά αλλά κι εκείνος δεν είχε απαιτήσεις. Ήταν φυσικό το νεαρό, παρθένο κορίτσι να μην γνωρίζει πώς να φερθεί σε έναν άντρα. Και μόνο που αφέθηκε στα χέρια του σαν φύλλο που το κάνει ο άνεμος ό,τι θέλει, ήταν αρκετό. Μόνο που έκλεισε τα μάτια της κι έβγαλε έναν αναστεναγμό, τον κέρδισε. Μόνο που μύρισε το άρωμά της, ο Νικηφόρος τρελάθηκε από τον έρωτα και είπε πως όλα άξιζαν τον κόπο. Η αναμονή κι οι ανεκπλήρωτοι πόθοι είχαν βρει αντάξια πληρωμή.
«Με κάνεις ευτυχισμένη, Νικηφόρε. Ήταν ατελείωτη η αναμονή» πρόλαβε μόνο να του ψιθυρίσει.
«Τώρα, όμως, είμαι εδώ» πρόλαβε να της πει.
Ο Νικηφόρος κοιμήθηκε εκείνο το βράδυ στο αρχοντικό των Καρτεράνων, στην πτέρυγα των ξένων. Κι εκείνος κι η Αγνή ξενύχτησαν στο κρεβάτι του ο καθένας φέρνοντας στο νου τους την μια στιγμή ευτυχίας. Ήταν όταν τα δυο σώματα αγκαλιάστηκαν και τα δυο χείλη κόλλησαν σε ένα φιλί. Ήταν όταν ανακάτεψαν, με τις ανάσες και τους αναστεναγμούς, τις υποσχέσεις, τα όνειρα και τις επιθυμίες τους.
Το πρωί ο Νικηφόρος κατέβηκε εκεί που έτρωγαν το πρωινό πριν ξεκινήσουν όλοι για τις δουλειές τους. Άργησε κάπως να ξυπνήσει αλλά τον περίμεναν. Του έβαλαν κρασί αραιό, δημητριακά, γάλα και ψωμί. Τον είχαν κιόλας δεχτεί στην οικογένειά τους παρ’ όλο που ένας μόνο αρραβώνας είχε γίνει χτες. Ακόμη κι αυτός ήταν εντελώς άτυπος αφού δεν είχε προβλεφθεί παπάς για να τον ευλογήσει. Ήταν φιλοξενούμενος αλλά και προσεχώς δικός τους. Με τις δυο αυτές ιδιότητες μαζί βρισκόταν τώρα κοντά τους. Ύστερα κατέβηκε κι η Αγνή, υπέροχη και στολισμένη με τα δώρα του, παρ’ όλο που ήταν ακόμα πρωί. Εκείνη όμως τα φορούσε γιατί ένιωθε έτσι την παρουσία του πάνω της. Εκείνος σηκώθηκε, την πλησίασε και, απλώνοντας τα χέρια, έπιασε τις παλάμες της. Μέχρι εκεί μπορούσε να προχωρήσει μπροστά σε όλους. Την συνόδευσε στο τραπέζι και την έβαλε να κάτσει δίπλα του. Ήταν όλη η οικογένεια εκεί. Μίλησαν λίγο για τα χτεσινά κι έδειξαν όλοι πως ήταν πολύ ευχαριστημένοι.
«Έπαιξες πολύ όμορφα τη λύρα παιδί μου» είπε ο Λέων ο πρεσβύτερος στον νεότερο. «Όχι, βέβαια, πως πήγαν άσχημα ο φίλος μας Στέφανος κι η μικρή μας Ευδοκία …»
«Σε ευχαριστώ πολύ, παππού για τα καλά σου λόγια» είπε ο Λέων ο νεότερος.
Με μια κάμψη του λαιμού, δέχτηκαν τις φιλοφρονήσεις ο Στέφανος και η Ευδοκία.
«Πες μας για τα μέρη που είδες» ζήτησε ο Δωρόθεος απ’ τον Νικηφόρο.
Κάθε φορά που ένας ναυτικός βρισκόταν σε μια παρέα, για γεύμα ή πιοτό, μιλούσε για όσα είχε δει. Βιβλία για ταξίδια δεν υπήρχαν κι ό,τι είχε γραφτεί, ήταν συνήθως από αρχαίους συγγραφείς. Λίγα χειρόγραφα κι αντίγραφα υπήρχαν μέσα σε κλειστές βιβλιοθήκες. Έτσι, οι ναυτικοί ήταν οι φορείς των ειδήσεων από τ’ άλλα μέρη. Μερικές φορές έλεγαν τόσο μεγάλα ψέματα που απορούσαν κι οι ίδιοι πώς γίνονταν πιστευτά. Ο Νικηφόρος, βέβαια, δεν σκόπευε να πει ψέματα. Τους μίλησε για τα λιμάνια και τις πόλεις που είχε δει και για τα παράξενα που είχε συναντήσει.
«Η Βενετία είναι εκπληκτική πόλη. Έχει μαζέψει πολύ μεγάλο πλούτο και δύναμη!»
«Σαν την Πόλη του Κωνσταντίνου;» απόρησε ο Λέων πρεσβύτερος.
«Ε, όχι βέβαια» είπε ο Νικηφόρος. «Η Πόλη ξεχωρίζει σε ολόκληρο τον κόσμο.»
«Λένε πως η Βαγδάτη είναι κι αυτή πολύ πλούσια» είπε η Ευδοκία.
«Δεν έχω φτάσει εκεί! Είναι είκοσι μέρες δρόμος με άλογο απ’ τα λιμάνια της Συρίας.»
«Έχεις πάει σε αυτά τα λιμάνια;»
«Ναι. Τα είχαν οι σταυροφόροι αλλά τα έχασαν! Εκεί γίνεται όλο το εμπόριο.»
«Τα μετάξια και το λάδι μας, εκεί πηγαίνουν από τον Νικηφόρο και τους εμπόρους. Πάνε εκεί πλοία βενετσιάνικα ή γενοβέζικα» είπε ο Δωρόθεος.
«Δεν έχουν εκεί λάδι και μετάξι;» ρώτησε η Ευδοκία.
«Έχουν αλλά λίγο. Υπάρχουν πολλές μεγάλες πόλεις στο βάθος όπως η Βαγδάτη. Ζητούν προϊόντα απ’ την Δύση και τους τα πάμε εμείς» είπε ο Νικηφόρος.
«Μα, εμείς είμαστε στη δύση;» αναρωτήθηκε ο νεότερος Λέων. «Ανατολή δεν είμαστε;»
«Για Λατίνους και Φράγκους είμαστε ανατολή. Όμως, γι αυτούς που ζουν στη Συρία, την Περσία ή την Ινδία, εμείς είμαστε δύση» του είπε χαμογελώντας.
«Πες μας για το τελευταίο σου ταξίδι. Πώς ήταν;» του ζήτησε η Αγνή.
«Πριν έρθω εδώ, ήμουν στη Βενετία, Εκεί έκλεισα την συμφωνία να βοηθήσω την σταυροφορία με το “Δήλος”. Πήγα ως το Ζαντάρ όπου λύθηκε το συμβόλαιό μου. Έτσι έφυγα από εκεί για την Κέρκυρα και μετά για εδώ. Με κάποιες στάσεις, έφτασα σώος.»
«Πες μας για τους Άγιους Τόπους Νικηφόρε. Ξέρω πως έχεις πάει σε αυτά τα μέρη» του ζήτησε η κυρία Θεοδώρα.
«Υπάρχουν Φράγκικα βασίλεια εκεί, στην Άκρα, στην Τρίπολη και στην Αντιόχεια. Τώρα την Ιερουσαλήμ την έχουν οι Μουσουλμάνοι.»
«Γιατί κάνει ο Πάπας σταυροφορίες;» ρώτησε ο Λέων.λ
«Οι σταυροφορίες γίνονται για να απελευθερώσουν την Ιερουσαλήμ. Στην πραγματικότητα γίνονται για τα λάφυρα. Οι σταυροφόροι είναι κατακτητές που σκοτώνουν και κλέβουν απ’ όπου περνάνε! Είναι σαν τις ακρίδες που εξαφανίζουν όλα τα σπαρτά! Κατάρα για τις χώρες που τους δέχονται.»
«Μα … πέρασαν τρεις φορές από την Πόλη. Μάλιστα, μάθαμε ότι κέρδισαν και χάρισαν στους Ρωμαίους σχεδόν όλη τη Μικρασία» είπε ο Πλατώνιος. «Δεν είναι έτσι;»
«Στην πρώτη εκστρατεία χάρισαν στον αυτοκράτορα εδάφη. Σε όλες, όμως, ακόμα και σ’ αυτήν την πρώτη, έβλεπαν την Πόλη κι έτρεχαν τα σάλια τους. Είναι θέμα χρόνου πότε θα της επιτεθούν! Στ’ αλήθεια, αυτοί οι «στρατιώτες του Χριστού» δεν έχουν τον θεό τους!» επέμεινε ο Νικηφόρος.
«Τώρα, όμως, μάθαμε ότι θα πάνε από θαλάσσης. Έτσι δεν είναι, Νικηφόρε;» ρώτησε ο Δωρόθεος
«Έτσι είπαν. Κανείς δεν ξέρει τι θα κάνουν τελικά.»
«Η Πόλη είναι απόρθητη» είπε ο Δωρόθεος. «Δεν έχει να φοβηθεί από καμιά επίθεση και καμιά πολιορκία. Κι αν της επιτεθούν, τα μούτρα τους θα φάνε. Το μόνο πρόβλημα είναι που οι Ρωμιοί άρχοντες το παίρνουν αψήφιστα. Τρώγονται μεταξύ τους και βγάζει ο ένας τα μάτια του άλλου.»
«Έτσι είναι» είπε ο Νικηφόρος. «Η Πόλη, αν πέσει, θα πέσει με προδοσία. Δείτε, τώρα, ο Αλέξιος, ο γιος του Ισαάκιου, είναι στον Πάπα. Θέλει να στρέψει την σταυροφορία προς την Πόλη ώστε να αποκαταστήσει τον πατέρα του στον θρόνο.»
«Ένα παιδί είναι, ποιος θα του δώσει σημασία;»
«Κι όμως, έναν τέτοιο άφρονα χρειάζονται για να βρουν την ευκαιρία να μπουν στην Πόλη! Αν αυτοί οι σιδηρόφρακτοι Λατίνοι ιππότες βρεθούν μέσα, ποιος εγγυάται ότι θα βγούν;» αναρωτήθηκε ο Νικηφόρος
«Ας αφήσουμε την πολιτική τώρα» ζήτησε η Αγνή. «Πες μας καλύτερα, Νικηφόρε, πως είναι η Βενετία;»
«Η Βενετία …» είπε ο Νικηφόρος. «Μια σταλιά πόλη κι έχει τον πιο ισχυρό στόλο στον κόσμο. Μόνο οι Γενουάτες τους συναγωνίζονται.»
«Έχεις περπατήσει την πόλη τους; Είναι αλήθεια ότι είναι γεμάτη νησιά;»
«Είναι πολλά νησάκια μαζί. Αντί για δρόμους, έχουν κανάλια. Πάνε από το ένα μέρος στο άλλο με γόνδολες!»
«Είναι τόσο πλούσια όσο λένε;» ρώτησε η Ευδοκία.
«Είναι πολύ πλούσια. Όχι σαν τη Βασιλεύουσα, βέβαια, αλλά στη δύση δεν έχει πόλη άλλη, τόσο πλούσια κι ελεύθερη.»
«Είναι δύσκολοι έμποροι, ε; Λένε πως δεν χάνουν ποτέ» είπε ο Δωρόθεος.
«Έχουν το δόγμα “siamo prima veneciani e poi cristiani”» είπε ο Νικηφόρος. «Πρώτα Βενετοί και μετά Χριστιανοί λένε. Αψηφούν ακόμα και τον Πάπα όταν πρόκειται για το συμφέρον τους. Αυτό εννοούν.»
Η ώρα περνούσε, η συζήτηση δεν τελείωνε. Ο Νικηφόρος ένιωθε ότι ζούσε στιγμές τόσο ζεστές και όμορφες όπως εκείνες των παιδικών του χρόνων στην Σέριφο.
«Ας αφήσουμε λίγο τον επισκέπτη μας. Τον κουράσαμε με τις ερωτήσεις μας» είπε ο Λέων. «Πρέπει να πάει και στον μητροπολίτη, θα τον περιμένει.»
«Έμαθε για τον αρραβώνα σου. Θέλει να κάνει εκείνος την επίσημη τελετή» είπε ο Πλατώνιος. «Έχει ετοιμάσει για τον Νικηφόρο ένα δωμάτιο για να μείνει εκεί.»
«Πηγαίνω, λοιπόν, αφού θα με περιμένει» είπε σε όλους ο Νικηφόρος. «Δεν είναι σωστό να αργήσω.» Γύρισε ιδιαίτερα προς την Αγνή. «Φεύγω» της είπε. «Θα πάω στην Ακρόπολη, μετά θα ρίξω μια ματιά στο κτήμα και θα έρθω να σε δω πάλι αύριο.»
«Θα σε σκέφτομαι όλη τη μέρα» του υποσχέθηκε εκείνη.
Της έσφιξε το χέρι κι εκείνη ανταποκρίθηκε. Τόσο μόνο ήταν, δεν επιτρεπόταν άλλο.
«Πήγαινε, ο πατήρ Μιχαήλ θα σε περιμένει.»
*************************************************
Τέλος για σήμερα.
Η συνέχεια αύριο.

ΣΗΜ.: Επειδή δεν προλαβαίνω την επιμέλεια του κειμένου που, αναγκαστικά, πρέπει να κάνω πριν από κάθε δημοσίευση, γι αυτό θα ρίξω κάπως τον ρυθμό. Θα συνεχίσω την καθημερινή δημοσόιευση αλλά θα αφήσω έξω τα ΠΣΚ (τα γνωστά Παρασκευοσαββατοκύριακα) για να προλαβαίνω χωρίς άγχος.

Δευτέρα 1 Ιουνίου 2020

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΓΩΝΑ

ΝΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΘΕΙ «ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΓΩΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΗ ΤΩΝ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΩΝ»
------------------------------------------------------------------
Ο Μάνος Γλαμπεδάκης, στη Σταγόνα, σχολιάζει την πρόσφατη εκπομπή του ΜΕΓΚΑ σχετικά με τον Όιλ Ουάν, στην οποία παραβρέθηκε και μίλησε ο δήμαρχος.
Ο σχολιασμός επαρκής και διεισδυτικός. Εκείνο που έχει σημασία, λέει ο σχολιαστής, είναι ότι ειπώθηκε η αλήθεια πως τα κατάλοιπα της επεξεργασίας πηγαίνουν στην ΕΥΔΑΠ, δηλαδή φτάνουν στις αποχετεύσεις των σπιτιών. 
Λέει συγκεκριμένα:
«Τα κατάλοιπα, απ’ όπου προέρχονται οι επικίνδυνες οσμές που κατακλύζουν τον Δήμο μας (και όχι μόνο τον δήμο μας, το ίδιο πρόβλημα αναλόγως των ανέμων έχει και ολόκληρη η Πειραϊκή και το Ικόνιο) διοχετεύονται στο δίκτυο της ΕΥΔΑΠ. Δεν είμαστε τρελοί όταν λέμε ότι η βρώμα πρωτοεμφανίστηκε μετά την λειτουργία της oilone και πολλές φορές προερχόταν από τους αγωγούς ομβρίων της ΕΥΔΑΠ κάτι που έκανε τους αρμόδιους να ανασηκώνουν το φρύδι (ενώ θα έπρεπε να κλείνουν το μάτι με νόημα όπως φαίνεται). Δεν είμαστε τρελοί όταν συνδέαμε το τεράστιο έργο της ΕΥΔΑΠ το 2014 που δεν πήγαινε πουθενά, αλλά εξαφανιζόταν στην κατεύθυνση της μονάδας διύλισης με την βρώμα.»

Ο Μανώλης Γλαμπεδάκης λέει τις σκέψεις του για το πώς πρέπει να προχωρήσει η πόλη στην αντιμετώπιση του προβλήματος. Από το σκεπτικό του απομονώνω μια παράγραφο:
«Με όποια έννοια και αν αντιλαμβάνεται ο καθένας το «μαζικό κίνημα αντίδρασης», όλα ξεκινούν από την γνώση του αντικειμένου. Όσα ωραία λόγια κι αν ακούμε –οι ενδιαφερόμενοι, οι ψυλλιασμένοι- από τους θεσμικά υπεύθυνους, χωρίς μαζική ενημέρωση δεν θα γίνουμε ποτέ η «κρίσιμη μάζα» που θα συμβάλλει η θα οδηγήσει στην ανατροπή της παρούσας κατάστασης. »

Για να δημιουργηθεί αυτή η «κρίσιμη μάζα», συμπληρώνω τώρα εγώ, χρειάζεται μια ομάδα που θέλει και μπορεί να ενημερώνει τους δημότες. Όχι μόνο η δημοτική αρχή, ούτε καν μόνο οι επικεφαλής.. Καλά είναι αυτά και πάρα πολύ χρήσιμα, αλλά, θα ήταν καλύτερα αν υπήρχε μια "ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΓΩΝΑ", όπως ήταν παλιότερα η "ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΝΑΠΛΑΣΗΣ" ή η «ΠΑΜΠΕΙΡΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ" που έδωσαν έργο κι υπάρχουν απτά δείγματα της χρησιμότητάς τους.

  • Το σχέδιο Περιβαλλοντικής και Οικονομικής Ανασυγκρότησης υπηρετήθηκε την δεκαετία του '90 από την Επιτροπή Ανάπλασης.
  • Η αποτροπή δυσμενών εξελίξεων (συντελεστής δόμησης, δρόμος στο λιμανάκι Φωρών και η διατύπωση της νέας πρότασης πολεοδομική ανάπλασης υπηρετήθηκαν από την Παμπειραϊκή Επιτροπή την δεκαετία του '00.
  • Η Επιτροπή Αγώνα, με συμμετοχή συλλογικοτήτων και [προσώπων που θέλουν και μπορούν να βοηθήσουν, θα μπορούσε να αποτελέσει σπουδαίο βοήθημα του Δήμου, όλου του δήμου, και της δημοτικής αρχής και όλων των παρατάξεων και κομμάτων.
Ίσως είναι ώρα να το δούμε και αυτό.

Σαν ανασκόπηση.

ΠΕΡΙΟΧΗ ΑΝΑΠΛΑΣΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΖΩΝΗ
****************************************************************
ΔΕΚΑ ΔΡΑΣΕΙΣ, ΟΙ ΕΠΤΑ ΘΕΤΙΚΕΣ ΚΙ ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΑΡΝΗΤΙΚΕΣ, ΔΙΑΜΟΡΦΩΝΟΥΝ ΤΟ ΣΗΜΕΡΙΝΟ ΤΟΠΙΟ.
****************************************************************
Η περιοχή προχωρούσε σε θετική για τον κόσμο και την πόλη κατεύθυνση μέχρι το 2010. Ύστερα έγινε χαμός.
ΘΕΤΙΚΟ 1: Το 1982 έκλεισε ουσιαστικά η ΑΓΕΤ κι έμεινε μόνο το διαμετακομιστικό της κέντρο.
ΘΕΤΙΚΟ 2: Το 1987 απαγορεύτηκε η επέκταση των Λιπασμάτων και σταμάτησε η κατασκευή της 25ης Μαρτίου ως εθνικής οδού,
ΘΕΤΙΚΟ 3: Το 1992 εξαγγέλθηκε πρόγραμμα ανάπλασης και οικονομικής ανασυγκρότησης που από το 1993 έγινε κυβερνητική πολιτική.
ΘΕΤΙΚΟ 4: Το 1999 έκλεισε οριστικά το εργοστάσιο Λιπασμάτων και ο χώρος ισοπεδώθηκε το 2003.
ΘΕΤΙΚΟ 5: Το 2004-06 ολοκληρώθηκε η μελέτη ανάπλασης με τις προδιαγραφές του νόμου 2508/97 κι απέμενε η δημοσίευση ΦΕΚ
ΑΡΝΗΤΙΚΟ 1: Το 2010 η Δραπετσώνα έπαψε να είναι δήμος κι έγινε κοινότητα.
ΑΡΝΗΤΙΚΟ 2: Το 2012 ο Μελισσανίδης αγόρασε την πρώην Μομπιλ για να μετάσχει σε φωτογραφικό διαγωνισμό του ΟΛΠ (ζητούσε ιδιοκτησία χώρου εκεί όπου αγόρασε) για τα σλοπ (υγρά απόβλητα) των πλοίων.
ΘΕΤΙΚΟ 6: Το 2015 οι χρήσεις γης αλλάζουν με νέο ΣΔ (0.15) και απαγόρευση μεταποίησης.
ΘΕΤΙΚΟ 7: Το 2016-18 η παραλία Λιπασμάτων εξαιρείται από την παραχώρηση ΟΛΠ στην ΚΟΣΚΟ και δίνεται στον δήμο. Το μεγαλύτερο θετικό που έγινε στην περιοχή ever. Η παραλία διαμορφώνεται και γίνεται προσβάσιμη στον κόσμο.
ΑΡΝΗΤΙΚΟ 3: Τα ίδια χρόνια (2016-18) η Όιλ Ουάν παίρνει άδειες εμπορίας πετρελειοειδών και ο νόμος που της επέτρεπε παραμονή για 12 χρόνια μετά την αλλαγή χρήσεων γης παρατείνεται στα 20.

Κερδίζουμε 7-3 αλλά η υποβάθμιση είναι επί θύραις καθώς οι απειλές πληθαίνουν (ΚΟΣΚΟ, Απόβλητα, Μόλυνση λιμανιού κτλ.) 

08 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 8η

Στην σημερινή όγδοη συνέχεια του μυθιστορήματος μπαίνουμε στο 3ο μέρος. Μια συναρπαστική προσωπικότητα της εποχής εκείνης μας παρουσιάζεται. Είναι ο Μιχαήλ Ακομινάτος ή Χωνιάτης, μητροπολίτης Αθηνών. Έχει εμφανιστεί ξανά στα προηγούμενα κεφάλαια, αλλά τώρα εξηγείται καλύτερα η σχέση του με τον αρχαίο και τον σύγχρονο κόσμο.
Πρέπει να γνωρίζουμε πως η θέση του Μητροπολίτη την εποχή εκείνη, όχι μόνο στο Βυζάντιο αλλά και στην καθολική Δύση, είναι μια υψηλόβαθμη θέση. Εξασφαλίζει καλή ζωή, και κύρος σε μια περιοχή της αυτοκρατορίας. Ο Μιχαήλ θα μπορούσε -όπως οι προκάτοχοί του- να είναι, απλά, ένας ανώτερος υπάλληλος της εκκλησίας και του κράτους. Εκείνος διάλεξε να είναι ποιμένας και φιλόσοφος μαζί. Κι η έκπληξή του ήταν μεγάλη όταν είδε πόσο κόπο έπρεπε να καταβάλει για να τα συνδυάσει αυτά τα δυο.
Ας παρακολουθήσουμε το σχετικό Α' μέρος από το 3ο Κεφάλαιο που αρχίζει τώρα.
**********************************************
παραπομπές:
(1)
Τα λόγια αυτά τα έχει γράψει ο ίδιος ο Μιχαήλ σε αττική διάλεκτο, σε κείμενό του. Φυσικά εδώ είναι μεταφρασμένα. Ακολουθεί ένα δικό του κείμενο που δείχνει την γλώσσα του και τον τρόπο που έβλεπε την Αθήνα: “Οράς με την θρυλουμένην των πόλεων, όπως ο μεν χρόνος ανάλωσε, τοις δε λειψάνοις του χρόνου συνεπέθετο κακία πολύτροπος και κατέλειπε χωρίον μικρόν και αοίκητον, ονόματι μόνω και σεμνοίς ερειπίοις γνωριζομένην. Η δε εγώ, η τλήμων, η πάλαι μεν μήτηρ σοφίας παντοδαπής και πάσης καθηγεμών αρετής, η πεζομαχίαις και ναυμαχίαις Πέρσας πολλάκις καταστρατηγήσασα, νυν δε σκαφιδίοις ολίγοις πειρατικοίς καταπολουμένη και ληιζομένη τα επί θαλάττη πάντα. Η πιούσα το εκ χειρός Κυρίου ποτήριον, καντεύθεν λιμώ και δίψει και πτωχεία προσταλαιπωρήσασα.
(2)
Η εκκλησία τον ανακήρυξε Άγιο γιατί υπερασπίστηκε την Αθήνα από τους εχθρούς και τις πολιορκίες, αλλά και από την ασυδοσία των κρατικών υπαλλήλων

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο : ΑΘΗΝΑ

1203 μ.Χ.

Α’ Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ

Το “Δήλος” έφυγε τέλος Νοέμβρη από το Ζαντάρ, παρά τη γενική απαγόρευση ναυσιπλοΐας τον χειμώνα. Έφτασε στον Πειραιά την παραμονή των Χριστουγέννων του 2002. Ήταν χειμώνας και δεν υπήρχε η παραμικρή κίνηση στο λιμάνι. Οι θάλασσες ήταν επικίνδυνες αυτόν τον καιρό κι ο Νικηφόρος θα καθυστερούσε πολύ αν δεν ρισκάριζε. Μια δυο φορές είχε βγει στο ανοιχτό πέλαγος με αμφίβολα σημάδια του καιρού. Το Ιόνιο το πέρασε πλέοντας κοντά στις ακτές αλλά στον κάβο Μαλλιά τα χρειάστηκε. 
 
Πληρώθηκε καλά για όλες τις εμπορικές συμφωνίες που έκανε καθώς ήταν ο μόνος που ακόμα μετέφερε εμπορεύματα. Τα άλλα πλοία ήταν δεμένα στα λιμάνια και τα ναύλα ήταν υψηλά. Ανέλαβε ένα ρίσκο, είχε την τύχη μαζί του και, τελικά, τα κατάφερε. Φορτωμένος δώρα, χρήμα και συμβόλαια για τις αγοραπωλησίες του, έφτανε επιτέλους στον Σαρωνικό Από τον κάβο-Κολώνες ως το Φάληρο και τον Πειραιά στεκόταν στην πλώρη ανυπόμονος. Μέχρι να πατήσει στεριά, είχε αγωνία για το τι θα βρει στο αγρόκτημα που έκτιζε. Ήταν ανυπόμονος να βρεθεί όσο πιο σύντομα γινόταν και στο “Καρτέρι”. Έτσι λεγόταν το αγρόκτημα του Δωροθέου.

Ο Δωρόθεος Καρτεράνος, πράττης υφασματοποιός και κτηματίας, δεν ήταν πλούσιος ούτε φτωχός. Ήταν “άρχοντας” καθώς είχε δική του γη και εισοδήματα που του επέτρεπαν να ζει άνετα. Οι πρόγονοί του, είχαν ένα οικογενειακό αγρόκτημα, το “Καρτέρι”. Από αυτό ζούσε η οικογένεια από πάππου προς πάππο και, μαζί τους, αρκετοί εργάτες δεμένοι με αυτή τη γη. Άλλοι πάροικοι, άλλοι μισθωτοί, ασχολούνταν με τις γεωργικές δουλειές αλλά και τη βιοτεχνία. Παλιότερα το κτήμα είχε μόνο αγροτική παραγωγή. Η βιοτεχνία με την παραγωγή βελέντζας και υφασμάτων ήταν έργο του Δωρόθεου και του πατέρα του Λέοντα. Ήταν έργο των τελευταίων γενεών. 
 
Φρόντιζε πάντα να πληρώνει έγκαιρα τον έγγειο φόρο στον Πραίτορα-Κριτή της Θήβας. Αυτός αγόραζε το αξίωμά του στην Βασιλεύουσα κι αποκτούσε το δικαίωμα να απομυζά τους κατοίκους της περιοχής. Όταν ο καιρός βοηθούσε να βγει η παραγωγή δεν είχε πρόβλημα. Άλλες φορές ανέβαιναν οι τιμές λόγω των άσχημων καιρικών φαινομένων ή κάποιου μακρινού πολέμου. Τότε, ο Δωρόθεος μπορούσε να μαζεύει απόθεμα και να βελτιώνει το σπίτι ή το αγρόκτημα. Όταν, όμως, ξεκινούσαν πόλεμοι, ο αυτοκράτορας μάζευε πόρους για να πληρώσει τους μισθοφόρους του. Τότε το κομπόδεμα στράγγιζε και πουλούσε μέρος της γης του για να πληρώσει τον φοροεισπράκτορα.

Αυτός, πάλι, ήταν ένας ανελέητος εκμεταλλευτής που έπαιρνε ό,τι πολύτιμο έβρισκε με απειλές και χρήση βίας. Αφού απέδιδε το μέρος που ήταν υποχρεωμένος στον αυτοκράτορα κρατούσε το υπόλοιπο για τον εαυτό του. Πάνω σε όλα αυτά, υπήρχε κι ο ψευδεπίγραφος “φόρος πειρατών”. Είχε επιβληθεί, δήθεν, για προστασία των φορολογούμενων από πειρατικές επιδρομές. Όποτε όμως χρειαζόταν η Αττική να προστατευθεί τότε φαινόταν πόσο ψεύτικος ήταν αυτός ο φόρος. Οι ντόπιοι μόνο στην συλλογική άμυνά τους μπορούσαν να στηρίζονται. Πλήρωναν μισθοφόρους ή έπαιρναν οι ίδιοι τα όπλα για να υπερασπιστούν την περιουσία και τη ζωή τους. Κάθε φορά που εμφανίζονταν οι πειρατές στις ακτές, σήμαινε συναγερμός κι ο Πραίτωρας κρυβόταν. Είχε πάντα κάποιες υποχρεώσεις που δεν του είχαν επιτρέψει να επέμβει.

Με όλα αυτά οι κάτοικοι στο Θέμα της Ελλάδας και της Πελοποννήσου είχαν την αίσθηση της εγκατάλειψης. Εδώ κι εκατοντάδες χρόνια, ο τόπος τους ήταν μια περιοχή αδιάφορη, αν όχι εχθρική, για την Κωνσταντινούπολη. Η Βασιλεύουσα την θυμόταν μόνο για να την απομυζά. Συχνά κάποιοι Ρωμαίοι αξιωματούχοι, με τίτλους αποκτημένους με βρόμικους τρόπους περνούσαν από εδώ. Διάλεγαν τα καλύτερα κι εύφορα μέρη και τα έγραφαν στο όνομά τους. Το αποτέλεσμα ήταν τεράστιες εκτάσεις να ανήκουν σε λίγους μεγάλους γαιοκτήμονες. Κι όλοι ετούτοι, με κάθε ευκαιρία τόνιζαν στους ντόπιους πόσο ήταν σκανδαλώδης και ασεβής αυτή η περιοχή. Γιατί υπήρχαν στον τόπο αυτό μνημεία κι ερείπια της ειδωλολατρίας και των θεών των αρχαίων. 
 
Αυτόν τον τόπο ο Νικηφόρος τον είχε αγαπήσει. Ήταν ο καθαρός ουρανός, το κλίμα, η βλάστηση, τα βουνά, η θάλασσα, το αττικό τοπίο που του γέμιζαν την ψυχή. Ήταν κι οι αρχαίες κολώνες, τα σπασμένα μέλη των αγαλμάτων που τα έβλεπες παντού. Όλα αυτά, εκτός από μιαν αναπόφευκτη θλίψη, του γεννούσαν, παράλληλα, συναισθήματα νοσταλγικά. Μπορεί να είχε μεγαλώσει στην Σέριφο, όμως, ήθελε να ζήσει εδώ. Είχε σκοπό να εγκατασταθεί στο δικό του αγρόκτημα. Απλά, προς το παρόν, δεν είχε ούτε σπίτι για να μείνει αφού οι εργασίες ήταν σε εξέλιξη. Πρώτη προτεραιότητα ήταν να καλλιεργηθούν τα κτήματα που έπρεπε να είναι έτοιμα τον καιρό της σποράς. Μετά θα γίνονταν όλα.

Στην Αθήνα θα έμενε στα Προπύλαια, στον ιερό βράχο της Ακρόπολης, στο σπίτι του Ακομινάτου. Η συναναστροφή τους ήταν ευκαιρία για να μαθαίνει ο Μιχαήλ νέα από όλες τις γωνιές της αυτοκρατορίας. Σε αντίθεση με την εχθρότητα της Βασιλεύουσας για την Αθήνα και την Ελλάδα, ο Μιχαήλ ένιωθε πραγματικός Έλληνας. Είχε γεννηθεί στις Χώνες στη Μικρασία κι όμως ένιωθε πιο Αθηναίος από τους Αθηναίους. Έμενε στα Προπύλαια της Ακρόπολης όπως όλοι οι μητροπολίτες πριν απ’ αυτόν, δίπλα στον Παρθενώνα. Από τα χρόνια του Ιουστινιανού ο ναός είχε μετατραπεί σε χριστιανική εκκλησία. Ήταν ο ναός της κυρά-Παναγιάς της Αθηνιώτισσας.

Την πρώτη μέρα που είχε πατήσει το πόδι του στην Αθήνα ο Μιχαήλ είχε βγάλει ένα μνημειώδη λόγο. Τόνιζε το κλέος αυτής της πόλης, που την θεωρούσε ανώτερη απ’ όλες της οικουμένης. Σχεδόν είχε θρηνήσει για τα ερείπια. Είχε σταθεί στο πνεύμα των αρχαίων κι όχι τόσο στα εξωτερικά σημεία της τέχνης τους. Είχε θρηνήσει για την φιλοσοφία, την δημοκρατία, την λογική, την ομορφιά, την γενναιότητα της αρχαίας εποχής. Ήταν ένας φλογερός οπαδός και θαυμαστής της Αθήνας του παρελθόντος. Μιλούσε για τον ήρεμο τρόπο ζωής και για τον θαρραλέο τρόπο αντιμετώπισης του θανάτου από τους πολίτες. Μιλούσε σε μια αρχαΐζουσα ελληνική γλώσσα γεμάτη σοφία και υπονοούμενα. Εξέφραζε ιδέες βαθυστόχαστες, αντάξιες των σπουδαίων φιλοσόφων της αρχαίας εποχής. Όσο μιλούσε, όμως, τόσο τρόμαζε το ακροατήριό του που δεν καταλάβαινε λέξη!

Οι συγκεντρωμένοι σύγχρονοι Αθηναίοι, που ήρθαν να τον δουν και να τον καλωσορίσουν τα έχασαν. Δεν κατάλαβαν απολύτως τίποτε. Όχι μόνο γιατί δεν γνώριζαν την γλώσσα που μιλούσε αλλά και γιατί αυτά που έλεγε ήταν απίστευτα. Αυτή μιλούσαν μιαν απλή δημοτική γλώσσα κι εκείνος μια αρχαία αττική διάλεκτο. Κι αυτά που έλεγε, τι ήταν; Ένας χριστιανός μητροπολίτης, θρηνούσε για μια εποχή που οι όμοιοί του την είχαν ισοδύναμη με την κόλαση; Οι συγκεντρωμένοι Αθηναίοι στην Πνύκα άλλα περίμεναν ν’ ακούσουν απ’ τον καινούριο ποιμένα τους. Ήθελαν να μάθουν θαύματα της Παναγίας και ν’ ακούσουν για τη ρομφαία που θα αφάνιζε κάθε αμφισβητία. Αυτά ήθελε το ακροατήριο κι όχι την υψηλών προδιαγραφών πραγματεία του Μιχαήλ. 

Για εκείνον, το χαμένο κλέος, τα σπασμένα αγάλματα κι οι πεσμένοι κίονες. είχαν ακόμη δύναμη πνευματική. Μιλούσε σε αυτά τα πεσμένα μάρμαρα σαν να είχαν ζωή. Φιλοσοφούσε στη γλώσσα που ακουγόταν στην Πνύκα μιαν άλλη εποχή. Αν ήταν ο Σωκράτης, ο Ξενοφών ή ο Πλάτων στο ακροατήριο, θα τον χειροκροτούσαν. Όμως εκεί βρίσκονταν κάποιοι άλλοι, που δεν ήταν οι Αθηναίοι της εποχής του Περικλή. Οι απόγονοι των σπουδαίων φιλοσόφων, είχαν άλλη προφορά κι ενδιαφέρονταν για άλλα πράγματα. 
 
«Ω! πόλη των Αθηνών! Μητέρα της σοφίας! Σε ποια αμάθεια έχεις βυθιστεί! Σου μιλώ απλά και φυσικά, με την ευκαιρία της ενθρόνισής μου, και φαίνεται σαν να μιλώ για κάτι ακατανόητο. Σαν να μιλώ σε ξένη γλώσσα των Περσών ή των Σκυθών» είπε ο Ακομινάτος μέσα στην αγανάκτησή του(1). Δεν μπορούσε να βλέπει μια πόλη τόσο ένδοξη να είναι εγκαταλειμμένη και αμαθής.
 
Ο Μητροπολίτης μιλούσε μόνο στον εαυτό του και στα αγάλματα. Έβλεπε μιαν αναγέννηση της Ελλάδας μέσα από την τέφρα της. Όμως μετά από οχτακόσια χρόνια διωγμών, οι Αθηναίοι είχαν πια ξεχάσει τον Όμηρο, τον Παρμενίδη και τον Αισχύλο. Μιλούσε σε έναν λαό που δεν υπήρχε παρά μόνο στην φαντασία του κι απογοητεύτηκε. Γρήγορα, όμως συνήλθε από το σοκ. Κι όταν κατάλαβε πως οι εποχές αλλάζουν, φρόντισε να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα. Αγάπησε τον τόπο όπως ήταν σήμερα κι άρχισε να παλεύει γι αυτόν με κάθε δική του προσωπική θυσία(2). Το αποτέλεσμα ήταν να τον δεχτούν οι Αθηναίοι, χωρίς αντίρρηση, σαν αρχηγό και πνευματικό τους πατέρα. Όποτε τον χρειάστηκαν, στα είκοσι τελευταία χρόνια που ήταν Μητροπολίτης, αυτός ήταν εκεί.