Κυριακή 31 Μαΐου 2020

07 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 7η

Σήμερα, Κυριακή, κι έχουμε την έβδομη συνέχεια του μυθιστορήματος. 
Είμαστε στο δεύτερο κεφάλαιο με τίτλο "Ζαντάρ 1202μ.Χ.". Είδαμε την βάρβαρη εισβολή των σταυροφόρων και τον τρόπο που την βίωσαν ο Νικηφόρος και άλλα πρόσωπα γύρω του, όπως οι ταβερνιάρηδες κι οι Φράγκοι Ντ' Επινιάκ. 
Το κομμάτι αυτό ολοκληρώνει το δεύτερο κεφάλαιο. Βλέπουμε να οργανώνει την επιστροφή του από το Ζαντάρ και τα όνειρα του για την Αθήνα.
***************************************** 


Ε’ Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Σκεφτόταν αυτό που του είχαν πει. Υπολόγιζαν σε μεγάλα λάφυρα, αλλά από πού τα περίμεναν άραγε, από την Ιερουσαλήμ ή από την Κωνσταντινούπολη; Αν ήταν το δεύτερο, η σταυροφορία θα πήγαινε πεζή κι οι Βενετοί δεν θα ήθελαν να τον κρατήσουν. Σύντομα θα το μάθαινε.
Πήγε με άλογο στον Άγιο Δονάτο, τον καθεδρικό ναό που ως χτες ήταν σύμβολο ανεξαρτησίας των Κροατών. Εκεί είχε εγκατασταθεί ο μέγας Δουξ της Βενετίας κι οι γραμματικοί του. Ο Νικηφόρος απευθύνθηκε σε έναν, τον επιφορτισμένο με τη μίσθωση πλοίων. Του είπε ποιος ήταν και τί ήθελε και του είπαν να περιμένει. Η απάντηση που έφτασε σε λίγο, επισήμως, ήταν κάπως μυστηριώδης.
«Η Ενετική Δημοκρατία, ναύαρχε, σας απελευθερώνει από τώρα κιόλας από την υπάρχουσα σύμβαση. Αν έχετε κάτι άλλο να κάνετε, είστε ελεύθερος. Αν πάλι θέλετε να φτιάξουμε νέο συμβόλαιο πρέπει να μας πλησιάσετε την προσεχή άνοιξη. Ως τότε δεν χρειαζόμαστε τις υπηρεσίες σας. Δεν γνωρίζουμε αν θα τις χρειαστούμε και πάλι.»
«Και τι θα κάνω εγώ; Θα περιμένω εδώ ως την άνοιξη;»
«Αυτό είναι δική σας απόφαση. Αν θέλετε μπορείτε να μείνετε ή να φύγετε. Αν πρόκειται να κάνουμε νέα σύμβαση, ξέρουμε πώς να σας βρούμε στον Πειραιά» του είπαν.
«Βεβαιώστε μου ότι είμαι φίλος της Γαληνοτάτης για να έχω ελευθερία μετακίνησης. Θα δω τι θα κάνω» τους είπε.
Του έδωσαν ένα έγγραφο που έλεγε ότι ήταν σύμμαχός τους. Γύρισε στην ταβέρνα, στο μόνο μέρος στο Ζαντάρ που μπορούσε να μένει χωρίς να υποφέρει. Ήταν τραγικό να βλέπει τα αποκαΐδια, τα απομεινάρια μιας πόλης γεμάτης, πριν λίγο, με ζωή και εμπορική κίνηση.
Η εκδίκηση των Βενετών για την προτίμηση των ντόπιων προς τον βασιλιά Μπέλα, τον πατέρα του Έμερικ ήταν τρομερή. Ο τυφλός γέρο-Δάνδολος, μέγας διπλωμάτης, είχε καταφέρει να λύσει ταυτόχρονα πολλά προβλήματα με μια κίνηση. Από τη μια γλίτωσε την Βενετία από τους χιλιάδες πεινασμένους που είχαν σταθμεύσει έξω από τα τείχη της. Από την άλλη είχε βρει τρόπο να εκδικηθεί και να ενσωματώσει πάλι στην επικράτειά της το Ζαντάρ. Παρά την απειλή των αφορισμών είχε πετύχει τον σκοπό του, έστω κι αν προκάλεσε οργή και θλίψη.
«Δεν ξέρω τι σκαρώνουν, πάντως δεν είναι βέβαιοι ότι θα πάνε Αίγυπτο ή Συρία» είπε στον Κωνσταντίνο. «Μπορεί και να λοξοδρομήσουν.»
«Το διαπίστωσες με τα μάτια και τ’ αυτιά σου κι εσύ;» ρώτησε ανήσυχος ο ταβερνιάρης.
«Όχι με βεβαιότητα. Απλά δεν μου ανανέωσαν ξανά το συμβόλαιο. Μου είπαν ότι θα ξέρουν την άνοιξη. Αυτό θα πει ότι το σκέφτονται.»
«Εγώ έμαθα κι άλλα» είπε ο Κωνσταντίνος. «Ο γιος του Ισαάκιου, ο ξεφτιλισμένος Αλέξιος, ανιψιός του αυτοκράτορα Αλέξιου Γ’, το έσκασε από την Πόλη. Γυρνάει στις αυλές των βασιλιάδων της δύσης και ζητά βοήθεια. Τώρα είναι στη Ρώμη και συζητάει με τον Πάπα.»
«Και τι λέει ο ανιψιός Αλέξιος με τον Πάπα;»
«Θέλει να στρέψει την σταυροφορία στη Ρωμανία για να βάλουν τον πατέρα του στον θρόνο της Κωνσταντινούπολης. Είναι ένας ανόητος που δεν ξέρει πόσο επικίνδυνα είναι αυτά τα παιχνίδια.»
«Ίσως να μην του δώσουν σημασία» είπε ο Νικηφόρος.
«Μακάρι» είπε ο ταβερνιάρης. «Το παλιόπαιδο, από τη μια είναι γαμπρός του Γερμανού βασιλιά κι από την άλλη πάει κι ερεθίζει τον Πάπα. Στη Ρώμη ονειρεύονται, φυσικά, υποταγή της Ορθοδοξίας.»
«Και δεν θα έχει πρόβλημα ο Αλέξιος να το δεχτεί;» είπε ο Νικηφόρος. «Όλα μπορεί να τα δεχτεί αρκεί να εκδικηθεί τον θείο του. Είναι πραγματικά επικίνδυνος. Αν δεν πετύχει με τον Πάπα, θα πάει στον γαμπρό του.»
«Ας κάνει ό,τι θέλει το παλιόπαιδο. Μόνο εδώ μην έρθει και φουσκώσει τα μυαλά αυτών των αχρείων σταυροφόρων» είπε ο ταβερνιάρης.
Σταμάτησαν για λίγο να μιλούν. Σκέφτονταν ο καθένας τα δικά του. Ο Κωνσταντίνος δεν ανησυχούσε ιδιαίτερα. Είτε κάτω από τους Ούγγρους είτε υπό τους Βενετούς, η ταβέρνα του θα συνέχιζε να λειτουργεί. Ήταν ένα από τα πιο ζωντανά κομμάτια αυτής της πόλης που αργά ή γρήγορα θα ερχόταν στα συγκαλά της. Θα έβρισκε τον νέο βηματισμό της έστω κι αν περνούσε ένα διάστημα με δυσκολίες. Η ταβέρνα του θα ζούσε όπως κι η υπόλοιπη ρωμιοσύνη που βρισκόταν στη Δαλματία εκατοντάδες χρόνια τώρα. Η Ελένη η ταβερνιάρισσα που είχε σερβίρει ήδη τους πελάτες του μαγαζιού ήρθε και κάθισε κοντά τους. Της άρεσε πολύ να μετέχει στις κουβέντες των ανδρών και τώρα υπήρχαν πολλά για να ειπωθούν. Ανησυχούσε κι εκείνη για την Βασιλεύουσα.
«Που σκοπεύουν να πάνε οι σταυροφόροι μετά από εδώ;» ρώτησε τον Νικηφόρο.
«Ο χειμώνας είναι βαρύς. Θα ξεχειμωνιάσουν εδώ και θα φύγουν κατά την άνοιξη. Δεν ξέρουν ακόμα λένε πού θα πάνε. Εγώ, όμως, θα φύγω από τώρα.»
«Γιατί φεύγεις; Ήξερα ότι σου άρεσε σε μας, πάντα έμενες στο Ζαντάρ λίγο παραπάνω …»
«Όπως είναι τώρα κυρά Ελένη, όχι, δεν μου αρέσει καθόλου.»
«Οι άτιμοι ο Βενετοί κι αυτός ο γερο-διάβολος φταίνε» είπε η ταβερνιάρισσα.
«Τι έγιναν οι Ρωμιοί της πόλης στην εισβολή; Ποια ήταν η τύχη τους;» ρώτησε ο Νικηφόρος.
«Ό,τι και οι υπόλοιποι ντόπιοι. Βοηθούσαν βλέπεις κι αυτοί στην άμυνα και βρέθηκαν στη μεριά των χαμένων» είπε ο ταβερνιάρης.
«Οι Ρωμιοί φοβούνται το Δάνδολο. Ξέρουν ότι μας μισεί εμάς τους «σχισματικούς Γραικούς» είπε η Ελένη. «Είναι έτσι από τότε που έχασε το φως του.»
«Δεν αρέσουμε στους Ενετούς ούτε εμείς εδώ ούτε οι ντόπιοι» είπε ο Κωνσταντίνος. «Δεν είναι μόνο η ορθοδοξία κι ο Πάπας. Τα βάζουν με όλους και με όλα. Ακόμα και την πόλη δεν την λένε με το όνομά της. Οι Βενετοί την λένε Ζάρα, γιατί το Ζαντάρ τους φαίνεται πολύ κροατικό!»
«Ξέρετε κάτι» είπε ο Νικηφόρος. «Ο πρώτος που έχει καταγράψει το αρχαίο όνομα της πόλης αυτής, ήταν Έλληνας. Σκύλαξ λεγότανε.»
«Είναι η λέξη “Ζαντάρ” ελληνική;» απόρησε η Ελένη. «Μοιάζει πολύ κροατικό το όνομα για να είναι ελληνικό.»
«Ο Σκύλαξ κατέγραψε το όνομα όπως του το είπαν οι ντόπιοι» είπε ο Νικηφόρος. «Από αυτόν, όμως, έχουμε την πρώτη καταγραφή της πόλης. Το όνομα ήταν Ιάδασσα. Από εκεί έγινε Γιάδαρσα και μετά έγινε Τζάνταρ. Έτσι έφτασε να το λένε σήμερα Ζαντάρ.»
«Κι εδώ ένας Έλληνας βρέθηκε, ε;» είπε με θαυμασμό ο Κωνσταντίνος.
«Παντού!» του είπε ο Νικηφόρος. «Μην σου φαίνεται παράξενο, ο κόσμος ήταν ελληνικός κάποτε.»
«Έλληνες!» έκανε με θαυμασμό ο Κωνσταντίνος. «Τι θαυμαστό γένος! Αλλά, δυστυχώς, χάθηκε.»
«Δεν χαθήκαμε, Κωνσταντίνε. Απλά, είμαστε οι Ρωμιοί τώρα. Ρωμαίοι αλλά … Έλληνες.»
Ο ταβερνιάρης έδειχνε να το σκέφτεται. Του άρεσε να είναι Ρωμαίος αλλά του άρεσε να είναι κι Έλληνας. Γιατί θα πρέπει, άραγε, να διαλέξω; σκεφτόταν
«Μας λένε Έλληνες, Γραικούς, κυρίως οι Λατίνοι» είπε ο Νικηφόρος. «Το κάνουν για να μας ξεχωρίσουν, ότι δηλαδή δεν είμαστε πραγματικοί Ρωμαίοι και Χριστιανοί. Έτσι μας λένε σχισματικούς, αιρετικούς! Πες μου, Κωνσταντίνε, είναι πιο Ρωμαίοι από εμάς οι Γερμανοί;»
Χαμογέλασαν. Ήξεραν ότι ο εκάστοτε Γερμανός ηγεμών της δύσης λεγόταν Ρωμαίος. Ήταν “Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας”. Ο τίτλος του Ρωμαίου μετρούσε πολύ ακόμα σε ολόκληρη την Ευρώπη. Είχε όμως αρχίσει πια να ξεχωρίσει το πράγμα.
Παλιά στην ανατολή και τον αραβικό κόσμο, ολόκληρη η δύση λεγόταν “Ρουμ”. Τώρα Ρουμ έλεγαν μόνο την περιοχή όπου κυριαρχούσε η ελληνική γλώσσα. Ακόμα μέχρι κι αυτό το προωθημένο σουλτανάτο των Σελτζούκων είχε το όνομα Ρουμ. Μετά τις σταυροφορίες και την επέλαση των Φράγκων στους Αγίους Τόπους οι μουσουλμάνοι ξεχώρισαν τους δυτικούς. Τους έλεγαν πλέον “Ιφράνζι”, δηλαδή “οι Φράγκοι”. Το θρησκευτικό σχίσμα του 1054 ανάμεσα σε Ρώμη και Κωνσταντινούπολη τα είχε αλλάξει όλα. Θέλοντας και μη ξεχώριζαν σιγά-σιγά οι δυο ρωμαϊκές επικράτειες. Για την δυτική σκέψη οι σχισματικοί ήταν Έλληνες. Ήταν οι γραικύλοι “Ορτοντόξ”. Ρωμαίοι ήταν μόνο η καθαρή χριστιανική γενιά των Καθολικών με αλάνθαστο επικεφαλής τον Πάπα.
«Εσύ πότε θα φύγεις τελικά Νικηφόρε;» τον ρώτησε ο ταβερνιάρης αλλάζοντας κουβέντα.
«Θα φύγω. Θα πάω νότια. Δεν σκοπεύω να περιμένω για να δω τι θα αποφασίσει ο Δάνδολος και πότε. Δεν μπορώ να ξεχειμωνιάσω εδώ.»
«Αρχηγός της σταυροφορίας είναι ο μαρκήσιος του Μομφερά. Αυτός αποφασίζει.»
«Σωστά» είπε ο Νικηφόρος ειρωνικά. «Ο Βονιφάτιος του Μομφερά θα αποφασίζει από εδώ και πέρα ό,τι θα του υπαγορεύει ο γερο-διάβολος.»
Δεν κάθισε άλλο στην ταβέρνα. Έφυγε για το λιμάνι όπου το “Δήλος” έκανε τις επισκευές του. Είπε στο πλήρωμα ότι αύριο το πρωί έφευγαν για την Κέρκυρα με ένα μόνο ενδιάμεσο σταθμό στο Δυρράχιο. Συνεννοήθηκε για κάθε λεπτομέρεια και τους προετοίμασε. Δεν θα έμενε άλλο στη κατεστραμμένη πόλη με τους «προσκυνητές» να μεθοκοπούν και να μετράνε κέρδη. Σκέφτηκε τη Αγνή. Δεν θα αργούσε να την δει. Στην Κέρκυρα είχε κάποιους έμπορους πελάτες. Θα του έδιναν εμπόρευμα για να μεταφέρει στον Μοριά και στην Αττική. Από την Κέρκυρα ήθελε είκοσι μέρες για να βρεθεί στην Αθήνα. Υπολόγιζε και τα φορτώματα-ξεφορτώματα στα ενδιάμεσα λιμάνια που θα έπιανε. Ίσως προλάβαινε να κάνει Χριστούγεννα στην Αττική, στην καινούρια του πατρίδα.
Είχε ήδη αγοράσει ένα κτήμα κοντά στον Πειραιά και σκόπευε σιγά-σιγά να το μετατρέψει σε έπαυλη. Θα έμενε μαζί της, αν, βέβαια, πήγαιναν όλα καλά. Ήθελε να δει τις εργασίες που είχαν γίνει όσο απουσίαζε κι αν είχαν φυτευτεί ελιές και μουριές όπως είχε παραγγείλει. Δουλεύοντας τόσα χρόνια στη θάλασσα με δικό του καράβι έβγαζε αρκετά υπέρπυρα. Έτσι, μπορούσε να αλλάξει επάγγελμα. Σκόπευε να μείνει μόνιμα στην στεριά και να γίνει παραγωγός μεταξιού και υφασμάτων. Θα έφερνε Εβραίους τεχνίτες από την Θήβα για να του μάθουν τη δουλειά. Σαν ναυτικός κι έμπορος, ήξερε πως προϊόντα σαν κι αυτά τα μοσχοπουλούσαν σ’ ανατολή και δύση.
Για καλύτερη κατοχύρωση της θέσης του μπορούσε να αποκτήσει ένα αξίωμα. Θα το αγόραζε από την αυτοκρατορική διοίκηση και τον Μεγάλο Δούκα των Αθηνών. Αν δεν του το πουλούσε αυτός, θα πήγαινε στον Κριτή-Πραίτορα του θέματος Ελλάδας. Με δικό του τίτλο μπορούσε να καταχωρηθεί στους ευγενείς. Δεν τον ένοιαζε τόσο ο τίτλος ευγένειας, που θα ήταν αποτέλεσμα αγοραπωλησίας, όσο η δύναμη που εξασφάλιζε. Σημαντική θα ήταν κι η προστασία που θα του παρείχε για να κάνει τις υπόλοιπες δουλειές του.
Θυμόταν τα λόγια του σοφού Μιχαήλ Ακομινάτου πάνω σε αυτό το θέμα: «Είναι σκληρή εποχή η δική μας. Οι τίτλοι των Ρωμαίων δεν απεικονίζουν μια ευγενική δύναμη. Δεν δίνονται στους δυνατούς που τίθεται στην υπηρεσία του απλού λαού. Αντιπροσωπεύουν μιαν αιμοδιψή δύναμη που δίνεται στους άρχοντες για να μπορούν να απομυζούν τον λαό. Γι αυτό πια τα αξιώματα των Ρωμαίων αγοράζονται και πουλιούνται!». Ο συνομιλητής του ήταν ήδη Μητροπολίτης και δεν δίσταζε να αμφισβητεί και τον δικό του τίτλο έτσι όπως μιλούσε.
«Με αυτά που λέτε, όμως, Πάτερ, απαξιώνετε και τον τίτλο σας» είχε ψελλίσει ο Νικηφόρος.
«Και ποιος σου είπε ότι ακόμα κι ο δικός μου τίτλος δεν εξαγοράζεται;»
«Μα, υποτίθεται ότι υπάρχει κάτι πνευματικό που σας περιβάλει, κάνω λάθος;»
«Δεν ζούμε σε κοινωνία αγγέλων, Νικηφόρε.»
Ήταν ρεαλιστής ο Ακομινάτος. Ήταν ένας άνθρωπος ακέραιος και δεν τον άγγιζε η διαφθορά που κυριαρχούσε στον δημόσιο βίο. Ο Νικηφόρος, όμως, δεν ήταν Ακομινάτος. Ήξερε πως αν ήθελε να τα βγάλει πέρα με τους δυνατούς της εποχής έπρεπε να παλέψει με τους κανόνες τους. Αν χρειαζόταν, θα αγόραζε κι έναν τίτλο για να αντιμετωπίζει την αυθαιρεσία του φοροεισπράκτορα ή του γραφειοκράτη. Με τον τίτλο του θα υπερασπιζόταν καλύτερα τα συμφέροντά του.
Δούκας του Θέματος Ελλάδας και Πελοποννήσου ήταν ο άρχοντας Μιχαήλ Στρυφνός. Ήταν ταυτόχρονα και ο Μέγας Δουξ της Ρωμανίας που θα πει πως ήταν αρχηγός του στόλου της. Ήταν ήδη γνωστός για την διεφθαρμένη του συνείδηση. Είχε πουλήσει έναν ολόκληρο στόλο τριάντα περίπου πλοίων της αυτοκρατορίας για να αυξήσει τα δικά του εισοδήματα. Με τέτοιους “υπερασπιστές” η Ρωμανία είχε, εδώ και χρόνια, μια τρομακτική αδυναμία στη θάλασσα. Γι αυτό αναγκαζόταν να ζητά τη βοήθεια ανεξάρτητων πλοιοκτητών για δουλειές που ήταν αναγκαίες. Σε τέτοιες περιπτώσεις που ο μέγας Δουξ δεν είχε πολεμικά πλοία, χελάνδια η δρόμωνες, τού είχε ζητήσει βοήθεια. Ο Νικηφόρος τού την είχε προσφέρει πρόθυμα με την σαχτούρα του. Είχε αποκτήσει μαζί του αρκετό θάρρος κι είχαν κάνει δουλειές. Θα μπορούσε επομένως να αποκτήσει από τον μεγάλο Δούκα, με το αζημίωτο βέβαια, έναν αρχοντικό τίτλο. Θα το έκανε όταν πια θα ήταν έτοιμος να αποσυρθεί από τη θάλασσα.
Ονειρευόταν να εγκατασταθεί στην Αττική, κι ιδιαίτερα στο αγρόκτημά του έξω από τον Πειραιά. Τέτοια οράματα τού προσέφεραν νόημα στη ζωή. Μια δική του γη, μια δική του αγαπημένη γυναίκα και μια δική του ένδοξη και αγαπημένη πόλη. Αυτά ονειρευόταν πάντα κι είχε δρομολογήσει κιόλας την πραγματοποίησή τους. Όπου κι αν βρισκόταν ο πατέρας του, από όσο μακριά ή ψηλά κι αν τον έβλεπε, θα ένιωθε περήφανος. Αρκεί βέβαια να τα κατάφερνε. Είχε κι ένα όνειρο ακόμα, να βοηθήσει τον Ακομινάτο στα σχέδιά του. Ο μητροπολίτης είχε πολλά όνειρα για την Αθήνα με την οποία ένιωθε ταυτισμένος κι ο Νικηφόρος θα τον στήριζε.
«Να δυναμώσουμε τη Σχολή. Να φέρουμε ξακουστούς δασκάλους. Δεν μπορεί η Αθήνα να μην έχει μια σπουδαία φιλοσοφική σχολή» ήταν η σκέψη του Μιχαήλ Ακομινάτου. Είχε κιόλας ιδρύσει μια σχολή στην Αθήνα εκμεταλλευόμενος το όνομα της πόλης. Διάφοροι γόνοι από καλές και πλούσιες οικογένειες είχαν έρθει στην Αθήνα για να μορφωθούν. Αυτός ο τόπος θεωρείτο ακόμη ιερός και γενέθλια γη της φιλοσοφίας, παρά το αμαρτωλό και παγανιστικό του παρελθόνi. Όμως η Σχολή δεν θα κρατιόταν μόνο με τον Ακομινάτο, χρειάζονταν κι άλλοι να την ενισχύσουν.
«Θα σας βοηθήσω, Πάτερ» είχε υποσχεθεί ο Νικηφόρος. «Δεν θα φτάσουν, όμως, μόνο τα δικά μου χρήματα. Πρέπει να βρούμε κι άλλους χορηγούς, και, κυρίως, πρέπει να πείσουμε τον αυτοκράτορα να βοηθήσει.»
«Ο αδελφός μου Νικήτας Χωνιάτης είναι λογοθέτης του αυτοκράτορα. Αν ήθελα να με βοηθήσει μπορούσα να του το ζητήσω» είχε πει ο Μιχαήλ. Κι αμέσως μετά είχε συμπληρώσει «καλύτερα να μείνει έξω από όλα αυτά η Κωνσταντινούπολη.»
«Τι φοβάστε τον είχε ρωτήσει ο Νικηφόρος
«Τίποτα, δεν είναι τίποτα» είχε απαντήσει ο Ακομινάτος αποφεύγοντας την συζήτηση.
Με σχολή ή όχι, με αρχοντικό τίτλο ή όχι, πάντως ο Νικηφόρος το είχε αποφασίσει. Θα γινόταν στεριανός. Ήθελε τη ζωή του παραγωγού ελιάς, υφασμάτων και μεταξιού. Αυτή ήταν εξάλλου η παρακαταθήκη που του είχε αφήσει ο πατέρας του. Προτιμούσε να ζήσει μια φιλήσυχη ζωή με την Αγνή. Ονειρευόταν πως θα έκαναν μια μεγάλη οικογένεια. Εκείνος θα περνούσε τον καιρό του με φιλοσοφία, διαβάζοντας, γράφοντας, κυνηγώντας και κάνοντας περιπάτους. Προτιμούσε καλύτερα να ασχολείται με τα παιδιά και τα εγγόνια του παρά να θαλασσοδέρνεται στους ωκεανούς. Δεν είχε όρεξη να παλεύει με τους πειρατές και με τα στοιχεία της φύσης. Η αντίθεση της ειρηνικής εικόνας που είχε στο μυαλό του, με την πολεμόχαρη κατάσταση που ζούσε εδώ, ήταν μεγάλη. Η απόφασή του να αλλάξει τρόπο ζωής ήταν σταθερή. Λαχτάρησε για μια ακόμη φορά να βρισκόταν κιόλας στην αττική γη.
Έφερε στο νου του το πρόσωπό της, τα μεγάλα, φωτεινά κι αθώα μάτια της, το λυγερό κορμί της. Την ήθελε πολύ και δεν άντεχε στη σκέψη ότι, όσο εκείνος έλειπε, μπορεί να την έχανε. Κάποιος άλλος, πλούσιος, όμορφος καλός, ευγενικός και γενναίος άνδρας μπορεί να έκλεβε την καρδιά της. Έπρεπε να τον προλάβει και να την δεσμεύσει για πάντα! Κάθε φορά που έκανε αυτή τη σκέψη ένιωθε να πνίγεται. Βρισκόταν μακριά της κι ήταν ανήμπορος να την αντιμετωπίσει.
Ήθελε να μπορούσε να φύγει αμέσως για την Αθήνα. Αν ήταν δυνατόν να μην στάθμευε ούτε καν στην Κέρκυρα ή σε οποιοδήποτε άλλο λιμάνι. Έπρεπε, όμως, να βρει τρόπους για να βγάλει τα κέρδη που περίμενε από την εκστρατεία που δεν είχε γίνει. Είχε να πληρώσει τους ναύτες του και να μαζέψει τα χρήματα για το κτήμα και τις εργασίες σ’ αυτό. Μακάρι να μην είχε υποχρεώσεις. Μακάρι να γινόταν αετός και να πετούσε με μιας πάνω από βουνά και θάλασσες για να φτάσει κοντά της. Ένιωσε την ανάγκη, για πρώτη του φορά, να προσευχηθεί για να ζητήσει άνωθεν βοήθεια. Τι να ζητούσε όμως από τον Θεό, αφού πρώτος εκείνος δεν είχε κάνει ό,τι ήταν αναγκαίο; Να του ζητούσε να μην την πλησιάσει άλλος άντρας δυνατός, όμορφος και γενναιόδωρος; Να του ζητούσε να μην τον ξεχάσει εκείνον; Θα γινόταν κι αυτός σαν τους ανόητους που τον Παντοδύναμο τον ήθελαν για να καλύπτει τις δικές τους αδυναμίες. Όχι! Δεν θα το έκανε αυτό. Ας αρκείτο τώρα στην υπομονή και στο μέλλον ας απέφευγε τα λάθη.
Το τελευταίο βράδυ στο Ζαντάρ το πέρασε μεθυσμένος. Ήρθαν από το πανδοχείο οι αδελφοί ντ’ Επινάκ και θέλησαν να τον κεράσουν πριν την αναχώρησή του. Δέχτηκε κι ακολούθησε τπους Φράγκους. Ήπιαν κι οι τρεις τόσο πολύ που στο τέλος δεν γνώριζαν ούτε πού είχαν κοιμηθεί. Εκείνοι του μίλησαν για έρωτες και για μάχες που είχαν δώσει κι εκείνος τους μίλησε για την Αγνή και τα ταξίδια του. Ούτε εκείνοι θυμόντουσαν το επόμενο πρωί τί τους είχε πει, ούτε κι αυτός θυμόταν αυτά που του είχαν πει εκείνοι. Αντάλλαξαν θερμές φιλοφρονήσεις και υποσχέσεις αιώνιας φιλίας που ούτε κι αυτές τις θυμούνταν το άλλο πρωί.
Όταν ξύπνησε ήταν κάπως αργά. Έτρεξε στο πλοίο σαν αλαφιασμένος. Ανυπόμονοι κι ανήσυχοι οι ναύτες του “Δήλος” τον περίμεναν κι ανάσαναν όταν τον είδαν να έρχεται. Έκανε μια μέρα να συνέλθει και να ξαναβρεί τον εαυτό του. Ύστερα έγινε και πάλι ναυτικός κι έμπορος.
Ήταν ένα κουραστικό ταξίδι γεμάτο δουλειές, αγορές και πωλήσεις, κέρδη και χασούρες. Όταν τα βράδια κατάφερνε να κλείσει τα μάτια και να ονειρευτεί, σκεφτόταν την Αγνή. Την έβλεπε να του χαμογελάει και ησύχαζε κάπως. Επιτέλους ήταν στον δρόμο της επιστροφής. Σκεφτόταν ότι καλύτερα έτσι που η σταυροφορία είχε κολλήσει στο Ζαντάρ. Με τον τρόπο αυτό είχε απελευθερωθεί απ’ τις υποχρεώσεις. Όσο αηδιαστικό κι αν ήταν το έγκλημα των στρατιωτών του Χριστού, εκείνον τουλάχιστον τον βόλευε.