Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2020

22 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 22η

 Η οργάνωση των ορφικών βρίσκεται πίσω από όλα. Δεν είναι εύκολη δουλειά η αποκάλυψή της.

*************************************


(ακόμη συνεχίζουμε στο μεσημέρι της 10ης Ιουνίου 307 πΧ.)

Η Πανδότη έδειχνε εξωτερικά σκληρή και άκαμπτη. Ήταν η ανέγγιχτη ιέρεια μιας αυτόνομης ορφικής ιερής ομάδας που είχε για σκοπό της την σωτηρία της ψυχής. Οι ορφικοί πίστευαν πως ο άνθρωπος έχει δύο φύσεις. Η μια ήταν η θεϊκή, κι ήταν η ψυχή του. Η άλλη ήταν η τιτανική, προερχόμενη απ’ τους Τιτάνες κι ήταν το σώμα του. Όποιος ήθελε να αποκτήσει μεταθανάτια ευδαιμονία έπρεπε, να καταφέρει κάτι για όσο θα ζούσε σε αυτή τη ζωή. Έπρεπε η ευγενική θεϊκή του φύση να νικήσει την τιτανική. Αυτό γινόταν μέσα από την άσκηση και τον έλεγχο των επιθυμιών. Η ευγενής ψυχή απαλλασσόταν από το βρομερό της περίβλημα, την ύλη. Τότε ο άνθρωπος έβρισκε την μακαριότητά του. Αυτήν είχε πριν γεννηθεί και φυλακιστεί η αιώνια ψυχή του στο φθαρτό σώμα του.

Ήταν μια θεωρία ιδεαλιστική, όμοια με τις δοξασίες των πυθαγορείων και του Πλάτωνα. Οι φιλόσοφοι της Ακαδημίας και των άλλων σχολών θεωρούσαν τους ορφικούς τσαρλατάνους και μάγους. Διαφωνούσαν με τους καθαρμούς που έκαναν για να καθαρίσουν την ψυχή από τις βρομιές του σώματος. Ούτε κι η Πανδότη πίστευε στους καθαρμούς. Προτιμούσε να διαβάζει τα ιερά βιβλία του Μουσαίου ή του Ορφέα(*1) που ήταν γεμάτα ποίηση. Ωστόσο πρόθυμα εκτελούσε τις εντολές των Μυστών που στέκονταν ψηλά στην ιεραρχία. Φυσικά, δεν αποκάλυπτε τι πίστευε και τι όχι.

Παρά την φαινομενική αυστηρότητά της, ήξερε πως το δικό της βρόμικο περίβλημα, το σώμα, ήταν αληθινά επίμονο. Πάλευε δυνατά με την ευγενική ψυχή της για να της στερήσει την μεταθανάτια ευδαιμονία. Τα πενήντα πέντε της χρόνια δεν είχαν κάμψει τις σφοδρές ερωτικές της επιθυμίες. Η εξάσκηση στην ολιγάρκεια δεν την είχε βοηθήσει. Δεν της ήταν αρκετοί οι Μεγάλοι Μύστες για να βρίσκει ερωτική ικανοποίηση. Της άρεσαν τα νεανικά γυμνασμένα ανδρικά σώματα, ιδιαίτερα ο Υπάνωρ. Κι άλλοι νεαροί της προκαλούσαν πόθο, γι αυτό και απέφευγε να πηγαίνει στα γυμναστήρια. Ο Υπάνωρ, όμως, ήταν συνεχώς μπροστά της. Ήταν κι οι άλλοι δυο βέβαια κοντά της, αλλά, δεν της έκαναν. Ο Φερεθάνης ήταν ψυχρός κι άψυχος ενώ ο Ληθόνους χαζός. Ο Υπάνωρ ήταν λίγο δειλός, όμως, τον ήθελε. Υπέφερε η ψυχή της όταν πάλευε για να κατανικήσει αυτόν τον πόθο που της επέβαλλε το κορμί της.

Οι αντιρρήσεις του Υπάνορα για τη σκοπιμότητα των εντολών της, την έκαναν να παθιάζεται ακόμα περισσότερο. Στο πρόσωπό του αναγνώριζε μια πλούσια κι ανεξάρτητη ψυχή. Ήθελε να νιώσει αυτή την ψυχή στο μεδούλι της και να τον φάει -αν ήταν δυνατόν- ζωντανό. Ήθελε να λιποθυμήσει στην αγκαλιά του από την ηδονή και να πεθάνει κι η ίδια από τον πόθο. Τόσο πολύ τον ήθελε και τέτοιο αγώνα έδινε συνεχώς για να τον κρατά μακριά της. Όμως, εις μάτην, γιατί αυτός ήταν συνεχώς κοντά της σαν φυσική παρουσία.

Όταν ένιωσε πως είχε προσβληθεί, σήκωσε το χέρι της να τον χαστουκίσει. Εκείνος την έπιασε από τον καρπό και την ακινητοποίησε. Τότε τής ήρθε της Πανδότης να ξεσπάσει. Σαν μικρό κορίτσι ήθελε να κλάψει επιτέλους σε μιαν αγκαλιά, κι ας ήταν ο Υπάνωρ σχεδόν εγγονός της. Της έλειπαν δυο χέρια που θα την έκλειναν ανάμεσά τους. Ίσως αυτός να ήταν κι ο λόγος που είχε δεθεί με την οργάνωση τόσο πολύ. Ίσως ήταν το υποκατάστατο της αγκαλιάς που γύρευε από μικρή και δεν είχε ποτέ της αποκτήσει. Έτσι έχανε το μυαλό της μαζί του και γύρευε να ριχτεί στην αγκαλιά του. Έτσι είχε συμβεί πάλι και τώρα. Ευτυχώς, η είσοδος των άλλων δύο, την είχε γλιτώσει απ’ την αμηχανία και τον εξευτελισμό.

Μίλησαν και διαπίστωσαν ότι νεκρός ήταν πραγματικά ο Χρηστίας κι όχι κανένας άλλος. Ήταν προσβλητικό να είναι αναγκαία τέτοια επιβεβαίωση, αλλά, αυτή ήταν η κατάσταση. Αφού, λοιπόν, είχαν σκοτώσει το σωστό άτομο, πληρώθηκαν. Οι Μύστες είχαν δώσει αρκετά, εκατό δραχμές πήρε έκαστος γι αυτή την αποστολή(*2). Η Πανδότη τους εξήγησε, άλλη μια φορά, πόσο προσεκτικοί έπρεπε να είναι όλοι στο μέλλον. Δεν έπρεπε να ανοίξουν ποτέ και πουθενά το στόμα. Κανόνισε να έρθουν αύριο το βράδυ στη «Σπηλιά» για ένα επινίκιο συμπόσιο με τα κορίτσια και τις ουσίες.

«Θα έρθεις;» ρώτησε τον Υπάνορα,

«Γιατί με ρωτάς εμένα; Ρώτα τους άλλους»

Ήταν επιθετικός, ίσως, γιατί είχε πια καταλάβει την αδυναμία της. Η Πανδότη, όμως, δεν σκόπευε να παραιτηθεί ούτε των επιθυμιών ούτε των δυνατοτήτων της. Είχε βότανα, χόρτα, δηλητήρια, ποτά και σκόνες. Είχε όλα όσα χρειαζόταν για να μετατρέψει τον Υπάνορα σε φλογερό εραστή υποτακτικό της, έστω και για λίγες ώρες.

«Ας συμφιλιωθούμε» του είπε.

«Εντάξει» είπε εκείνος. «Όμως, μη με πλησιάζεις».

«Έλα μέσα. Θα σου ετοιμάσω να φας και συζητάμε»

«Πρέπει να φύγω».

«Θα φύγεις, μη βιάζεσαι τόσο».

Ο Υπάνωρ δεν την συμπαθούσε, αν κι είχε κάτι πάνω της που το σεβόταν και του άρεσε. Δεν την φοβόταν. Τώρα ήταν η καλύτερη ευκαιρία να της πει ότι έφευγε από την οργάνωση. Άφηνε αυτή τη ζωή για μιαν άλλη, όχι την μετά θάνατο αλλά για κάπου αλλού. Ίσως να του έδιναν κάποια βοήθεια κι αυτοί. Προς το παρόν μπορούσε να μείνει για λίγο εδώ, στη Σπηλιά, ώσπου να έρθει η ώρα να συναντήσει την Εριφύλη. Έτσι κι αλλιώς μετά το βραδινό φονικό του φέρονταν όλοι πολύ καλά. Το έδειχνε κι ο Μύστης, που είχε φανεί μαζί τους γενναιόδωρος, αλλά κι η περιποίηση της Πανδότης.

Έφαγε κι ήπιε αυτά που του έδωσε η ιέρεια. Σύντομα άρχισε να νιώθει μια γλυκιά χαλάρωση και μια κατάσταση αφασίας. Όλα άρχισαν να γίνονται όμορφα κι επιθυμητά ακόμα κι η Πανδότη. Ούτε που κατάλαβε πώς βρέθηκαν αγκαλιά στο ίδιο κρεβάτι να κάνουν έρωτα. Αυτό που δεν της έδινε όλες τις άλλες φορές, τώρα, ζαλισμένος και ναρκωμένος, το έδινε χωρίς μέτρο ή συγκράτηση. Εκείνη ρουφούσε την ηδονή του νεανικού κορμιού του. Ήξερε πως γι αυτή την απόλαυση θα πλήρωνε πολλά. Το τιτάνιο, δηλαδή το γήινο, κορμί βεβήλωνε την θεϊκή κι άφθαρτη ψυχή της. Καθαρμοί, μυστικές ενώσεις με το θείο και φυλαχτά θα επιστρατεύονταν για να ξαναβρεί η ψυχή της την γαλήνη. Τώρα, όμως, αφηνόταν να ζει μέσα στην τρικυμία της ερωτικής αναστάτωσης, στην ηδονή και την απόλαυση.

«Γλυκό μου αγόρι» του ψιθύριζε.

«Τι έγινε; Τι κάναμε; Γιατί είσαι πάνω μου;»

Ο Υπάνωρ την είχε ακολουθήσει στον ερωτικό της ρυθμό χωρίς καλά καλά να αντιλαμβάνεται τι γινόταν. Μεθυσμένος από την υπερβολική δόση των βοτάνων που του είχε δώσει, ζούσε την ηδονή μέσα στην παράκρουση. Καθώς συνερχόταν, όμως, καταλάβαινε τι είχε γίνει.

«Γιατί είμαστε στο κρεβάτι; γιατί δεν φοράς ρούχα;»

«Μην ανησυχείς, άντρα μου δυνατέ» του ψιθύρισε.

«Με πότισες φαρμάκια! καταραμένη, σκύλα!»

«Ήπιαμε λίγο από την ουσία της ζωής και οι δυο. Όλα τα άλλα, τα θέλαμε κι έγιναν».

«Τι "θέλαμε" μου λες; εγώ, ακόμα και τώρα, δεν βλέπω καλά μπροστά μου. Τι μου έδωσες να πιω;»

Η Πανδότη, που ουσιαστικά τον είχε βιάσει, ήθελε τώρα να τον ηρεμήσει. Ο Υπάνωρ δεν ήταν άμεμπτος, πολλές φορές είχε κάνει έρωτα φτιαγμένος από τις ουσίες. Δεν ένιωθε σαν ένα βιασμένο κοριτσάκι, αλλά, κι αυτό που είχε γίνει δεν του είχε αρέσει.

«Δεν έχει νόημα να φωνάζεις τώρα πια» είπε η Πανδότη. «Ό, τι έγινε, έγινε!»

«Πρέπει να φύγω, με περιμένουν» της είπε.

Δεν ήθελε να τον κρατήσει άλλο. Ας έφευγε πριν έρθουν και τους τσακώσουν εδώ στην κατάστασή τους. Εξ άλλου είχε να τα βρει και με τον εαυτό της.

«Θα ξαναρθείς πιο αργά το απόγευμα;» τον ρώτησε.

«Όχι, έχω δουλειά. Ίσως αύριο» της είπε.

Ο Υπάνωρ έπρεπε να φύγει, θα τον περίμενε η Εριφύλη. Κι εκείνη, όμως, ήθελε να μείνει μόνη για να τακτοποιήσει τον χώρο. Σε λίγη ώρα οι Μύστες θα έρχονταν για να της δώσουν την ανταμοιβή της. Μετά την επιτυχία των τριών αποστολών η Πανδότη από απλή «ορφεοτελέστρια» θα γινόταν πια κανονική ιέρεια. Θα ανέβαινε ένα σκαλί πιο ψηλά στην ιεραρχία. Την ιεροπραξία της αναβάθμισης θα έκαναν οι δυο Μεγάλοι, ο Μύστης κι ο Ιεροφάντης.

Είχε κι εκείνη να τους πει πολλά κι ας ήταν δυσάρεστα. Κάτι είχε πάρει το αυτί της κι ήθελε να το ξεκαθαρίσει. Για ποιο λόγο ενδιαφέρονταν τόσο για την οικονομική κατάσταση των νεκρών; Τι σχέση είχε η περιουσία τους με την πορεία μας προς την τελειότητα; Ο Μεγάλος Μύστης είχε μιλήσει στον Μεγάλο Ιεροφάντη -το «Μεγάλος» την ενοχλούσε- με λόγια ύποπτα. Είχε πει πως ο Χρηστίας «δεν έχει σημαντική περιουσία». Ο άλλος είχε απαντήσει: «κάνεις λάθος, είναι πλουσιότερος από τους άλλους δυο». Τι τους ένοιαζε η περιουσία του Χρηστία ή του κάθε επικίνδυνου για την οργάνωση ατόμου; Ήδη, της ήταν δύσκολο να εκτελεί εντολές θανάτου. Αν ήταν χρηματικό το κίνητρο τότε γινόταν σχεδόν αδύνατο. Πίσω από τέτοιες εντολές, μόνο μια θεολογική ανάγκη μπορούσε να κρύβεται.

Όταν έφυγε ο Υπάνωρ, έμεινε μέσα κλειδώνοντας την πόρτα. Όταν έφτασαν ο Μύστης κι ο Ιεροφάντης στη «Σπηλιά», νόμιζαν πως ήταν μόνοι. Δεν είχαν αντιληφθεί την παρουσία της. Η Πανδότη βρισκόταν στο μέσα δωμάτιο. Εκεί παρασκεύαζε τις ουσίες κι οργάνωνε τα όργια μετά από τις επικίνδυνες αποστολές. Υπήρχε ένα ξύλινο κρεβάτι για να μπορεί κανείς να ξεκουραστεί πρόχειρα. Ξάπλωσε εκεί κι έκανε πως κοιμόταν. Ακόμη κι αν αντιλαμβάνονταν πως βρισκόταν εκεί μέσα, δεν θα υποψιάζονταν μήπως τους παρακολουθούσε. Θα πίστευαν ότι είχε ξεμείνει εκεί από το πρωί.

«Πήγες στην επιμελητεία;» ρώτησε ο Μεγάλος Μύστης.

«Πήγα. Όλα είναι άνω-κάτω από χτες που βγήκε αυτός ο καταραμένος στον Πειραιά» είπε ο Μεγάλος Ιεροφάντης.

«Υποβλήθηκαν κανονικά τα αιτήματα;»

«Όλα εντάξει, η επιμελητεία θα τα εγκρίνει».

«Πήραμε και την έγκριση του Φαληρέα;»

«Πρέπει να βάλει τη δική του σφραγίδα και ζητάει κάτι από εμάς».

«Τι ζητάει;» ρώτησε ο Μύστης με θυμό.

«Θέλει να χρησιμοποιήσουμε τις γνώσεις που έχουμε για τις ουσίες σε μια εξυπηρέτηση. Φοβάται, βλέπεις, υπερβολικά τον Αντιγονίδη και δεν έχει καθαρή κρίση».

«Δεν μας νοιάζει ο Δημήτριος. Μας νοιάζει η έγκρισή του. Μας νοιάζει επίσης να μην πειράξουν τους ανθρώπους μας» υπενθύμισε ο Μύστης στον Ιεροφάντη. «Αν θέλει από ’μάς μιαν εξυπηρέτηση, δεν θα έχουμε αντίρρηση».

«Η Πανδότη ξέρει τι ζητά ο Επιμελητής. Ας κάνουμε την τελετή και μετά θα πάμε να τακτοποιήσουμε το θέμα» είπε ο Ιεροφάντης.

«Θέλεις να κάνεις εσύ την τελετή, ε;» είπε ο Μύστης. «Ξέρω τι νταλκά μεγάλο έχεις για την Πανδότη».

«Μου αποδίδεις σαρκικές δουλείες!» είπε ο Ιεροφάντης.

«Φίλε μου, ο μόνος λόγος που ακόμα δεν έχεις γίνει το θύμα ενός γεροντικού έρωτα, είναι γιατί εκείνη σε αποφεύγει».

«Μην την κακολογείς» είπε ο Ιεροφάντης.

«Μη ξεμωραίνεσαι! Μια στρίγγλα είναι!» είπε ο Μύστης.

«Εγώ σου λέω, είναι καλή» επέμεινε ο Ιεροφάντης. «Για να υπηρετήσει με το σώμα της έναν άντρα, είναι έξοχη.»

«Καλά ... δεν θα σου χαλάσω το χατίρι».

Η Πανδότη άκουσε έκπληκτη τη στιχομυθία. Όσα έλεγαν γι αυτήν και για τον κρυφό πόθο του Ιεροφάντη ήταν αλήθεια. Είχε παρατηρήσει πώς την ζαχάρωνε, αλλά, δεν του είχε δώσει το παραμικρό δικαίωμα. Ήταν πολύ μεγάλος, ακόμα και γι αυτήν, και προτιμούσε τον εικοσάχρονο Υπάνορα από έναν εβδομηντάρη. Ο Ιεροφάντης απλά τύχαινε να είναι ιερέας με μεγαλύτερο βαθμό από τον δικό της. Αν όμως το πάθος του Ιεροφάντη δεν ήταν έκπληξη, η συζήτηση για τις «δουλειές» τους ήταν αποκαλυπτική. Όσα πίστευε για την οργάνωσή τους κλονίζονταν. Άρα, δεν λειτουργούσαν για την ψυχή τους και για την πίστη στην μετά θάνατον ευδαιμονία, όπως πίστευε. Ό,τι έκαναν είχε σχέση με τις περιουσίες των θυμάτων τους, όπως είχε μόλις ακούσει!

Σκέφτηκε να τους φανερωθεί από μόνη της πριν την ανακαλύψουν. Σηκώθηκε και πήγε σε μία γωνιά του δωματίου όπου υπήρχε ένας νιπτήρας και μια λήκυθος με νερό. Άρχισε να πλένει το πρόσωπό της κάνοντας εντέχνως θόρυβο. Την άκουσαν και μπήκαν μέσα.

«Εδώ είσαι;» τη ρώτησε παγωμένος ο Ιεροφάντης.

«Με είχε πάρει ο ύπνος αλλά φαίνεται πως σας άκουσα που ήρθατε και ξύπνησα».

«Και γιατί δεν μας μίλησες;»

«Μα ... τώρα σηκώθηκα και πλενόμουν για να έρθω να σας χαιρετίσω».

«Έλα στον βωμό για να κάνουμε η τελετή» της είπε ο Μύστης και κοίταξε με βλέμμα ερωτηματικό τον Ιεροφάντη.

Η Πανδότη κατά βάθος ήξερε πως αυτές οι τελετές δεν είχαν τίποτε το μυστήριο ή το ιερό. Απλά λόγια κι ευχές ήταν χωρίς καμιά θεϊκή παρέμβαση. Αληθινό μυστήριο ήταν αυτά που συνέβαιναν στην ψυχή του κάθε ανθρώπου. Εκεί, υπαίτιοι ήταν αναμφίβολα οι θεοί.

«Δεν χαίρεσαι που θα γίνεις ιέρεια;»

«Νιώθω μεγάλη ευγνωμοσύνη, Μεγάλε Μύστη».

Η αναβάθμισή της είχε γίνει πια αναγκαία μετά από τις πολύτιμες υπηρεσίες της. Αυτή η τελετή δεν θα της πρόσθετε τίποτε περισσότερο. Δουλειά της ήταν οι τελετές καθαρμών, μέσα από τις οποίες οι άνθρωποι ζητούσαν να «καθαρίσουν» τις ψυχές τους. Ήξερε καλά πως το μόνο στο οποίο βοηθούσαν οι τελετές ήταν να τους απομονώνουν από τις μικρές σκέψεις. Τους απέκοβαν από το ποταπό περιβάλλον για να μπορέσουν να γίνουν αποδέκτες της θείας χάρης. Σαν ορφεοτελέστρια που ήταν, ήξερε πως η σχέση του ανθρώπου με το θείο ήταν πολύ προσωπική υπόθεση.

Στο μεταξύ η τελετή αναβάθμισής της είχε ξεκινήσει. Της άλειψαν τα χέρια με πηλό κι άρχισαν την «απόμαξη» με πίτουρα. Όπως την «καθάριζαν» ο Μεγάλος Μύστης άρχισε να παίζει μουσική με μια λύρα. Έκανε απαγγελία στίχων του Μουσαίου, ενώ ο Ιεροφάντης τον συνόδευε με μιαν άρπα και με στιχους του Ορφέα.

«Όσοι πεθάνουν ατέλεστοι από καθαρμούς θα βρίσκονται αιώνια στις λάσπες του Άδη» έλεγε ο ένας.

«Οι καθαρμένοι και τετελεσμένοι θα λάβουν τη θέση τους στο πλευρό των θεών» έλεγε ο άλλος.

«Οι όσιοι κι οι ευ βεβιωκότες θα απολαμβάνουν ένα διαρκές συμπόσιο με στεφάνια κι αιώνια μέθη»(*3), έλεγαν κι οι δύο.

«Η Πανδότη νυμφεύεται τον Ορφέα»

«Χαίρε ιέρεια, χαίρε κόρη των μεγάλων θεών, χαίρε μεσολαβήτρια μεταξύ θνητών κι αθανάτων».

Με κάτι τέτοια κι άλλα πολλά, πέρασαν ένα περιδέραιο στο λαιμό της. Είχε το σήμα της ιδιαίτερης ορφικής οργάνωσής τους. Της φόρεσαν κι ένα στεφάνι με χάλκινα στολίδια και με δημητριακά στα μαλλιά της.

«Από εδώ και πέρα, αγαπημένη των θεών Πανδότη, είσαι ιέρεια» της είπε ο Μεγάλος Μύστης.

«Κι έχεις δικαίωμα πλέον στα μυστήρια του Ορφέα» της είπε κι ο Μεγάλος Ιεροφάντης.

Εκείνη τους άκουγε και δεχόταν όλες τις περιποιήσεις και τις ευχές τους. Μόνο στο τέλος, όταν ησύχασαν κι η τελετή ολοκληρώθηκε, τους ρώτησε:

«Μεγάλε Μύστη και Μεγάλη Ιεροφάντη, μπορώ πια να μετέχω όλων των μυστικών μας. Θέλω, λοιπόν, να ρωτήσω για να μου λυθούν οι απορίες».

«Βεβαίως!» της είπαν.

«Ζητώ να μου εξηγήσετε ποιος λόγος μας υποχρέωσε να εκτελέσουμε τους τρεις Αθηναίους. Ως ορφεοτελέστρια δεν είχα το δικαίωμα να ρωτώ, τώρα όμως θέλω να ακούσω τις εξηγήσεις σας».

Δεν τους άρεσε η ερώτηση και δεν έκρυψαν καθόλου την δυσαρέσκειά τους.

«Αυτό δεν σε αφορά. Από σήμερα είσαι ιέρεια. Για τις νέες αποστολές θα τα μαθαίνεις όλα» είπε ο Ιεροφάντης.

«Μην γίνεσαι αυθάδης» της είπε ο Μύστης.

«Μου είχατε πει ότι η υπεράσπιση της οργάνωσής μας ήταν ο λόγος για ό,τι έγινε».

«Αυτό που σου είπαμε ισχύει».

«Και τι δουλειά έχουμε με τις περιουσίες των νεκρών;»

Ο Μύστης έδειξε μεγάλο εκνευρισμό.

«Θα τα πούμε αυτά μιαν άλλη φορά» είπε ο Ιεροφάντης.

«Κι έχουμε μια σημαντική δουλειά ακόμα να κάνουμε» της είπε ο Μύστης.

Της εξήγησαν. Μιλούσαν μια ο ένας μια ο άλλος.

«Ο Δημήτριος θέλει τις υπηρεσίες μας».

«Κι εσύ μπορείς να του δώσεις αυτό που θέλει».

«Μια γυναίκα θέλει να αποπλανήσει ο άμοιρος!»

«Να της δώσεις κάτι για να μην του αντισταθεί».

«Να φανεί ότι τον θέλει. Θα του πούμε πως οι θεοί την έκαναν να τον θέλει».

«Χάρη σε εμάς!»

Η Πανδότη είχε γίνει ειδική στις φαρμακευτικές ουσίες. Επηρέαζε όχι τόσο το μυαλό όσο τις αισθήσεις. Μπορούσε να φτιάχνει ιδανικές ερωτικές παραισθήσεις.

«Πού την έχει;» τους ρώτησε. «Στη Βασίλειο Στοά;»

«Στο πατρικό του, στο Φάληρο».

Απορούσε πού την έβρισκε την όρεξη τέτοιες δύσκολες ώρες ο Επιμελητής να θέλει αποπλανήσεις. Είχε εναντίον του τον δήμο που είχε επαναστατήσει κι αποζητούσε τον θάνατό του. Πώς μπορούσε να έχει στο μυαλό του καρφωμένη την ιδέα πώς να κατακτήσει μια γυναίκα;

«Πάρε μαζί σου όλα τα φάρμακα που έχεις. Κοίταξε να είναι τα πιο δραστικά. Πρέπει να δώσουμε στον Δημήτριο αυτό που ζητάει» της είπαν.

«Πότε θα πάμε στο Φάληρο;»

«Τώρα θα πάτε, εσύ κι ο Ιεροφάντης» είπε ο Μύστης.

Η Πανδότη σκεφτόταν ότι της ζητούσαν να κάνει ακόμα μιαν ατιμία. Ήταν αρκετά σκληρή ώστε να μην κάμπτεται από ηθικού τύπου δισταγμούς. Όταν επρόκειτο για κάτι που θα είχε ευρύτερη σημασία για την οργάνωση, δεν είχε αντίρρηση να το κάνει. Όμως δεν θα κορόιδευε τον εαυτό της. «Πάμε λοιπόν για την τελευταία σας ατιμία» σκέφτηκε.

«Θέλω να με υπολογίζετε σαν ιέρεια που (*3) Τείμαι» είπε.

Ήξερε πως θα τους πονούσε αλλά δεν την ένοιαζε πια!

........................................

Παραπομπές:

(*1) Ο Μουσαίος ήταν μαθητής του Ορφέα κι είχε γράψει πολλά ιερά βιβλία. Οι Πλατωνικοί τα θεωρούσαν όλα ρυπαρογραφήματα. Οι αρχαίοι γενικως δεν είχαν κανένα ιερό βιβλίο.

(*2) Περίπου μια δραχμή ήταν το κανονικό μεροκάματο ενός τεχνίτη ή ενός μισθοφόρου οπλίτη εκείνη την εποχή. Μισή δραχμή ημερησίως ήταν η βουλευτική αποζημίωση.

(*3) Τέτοια λόγια περίπου έλεγαν οι ορφικοί και τέτοιες ήταν οι τελετές τους. Ήταν μυστικά που έμεναν κρυφά. Μερικά από αυτά τα έχει καταγράφει ο Πλάτων από όπου προέρχονται τα χωρία με τις πιο πάνω περιγραφές.

*************************************

Αύριο, Τετάρτη, η συνέχεια

Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2020

21 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 21η

Η προετοιμασία της κηδείας προχωρά καθώς και οι προετοιμασίες για την φυγή κάποιων από την Αθήνα. Ένας δούλος μιλά με έναν απαστράπτοντα ηγεμόνα.

********************************

 


10η Ιουνίου 307 π.Χ. μεσημέρι

Ε' Τετάρτη φθίνοντος Θαργηλιώνος, μεσημέρι

..............................

«Τρίτος φόνος!» φώναξε ταραγμένος ο Φανοκράτης ενώ έμπαινε στο καπηλειό.

Εκεί περνούσαν την ώρα τους πίνοντας νερωμένο κρασί με λίγες ελιές, κρεμμύδια κι άρτο ο Ζείκρατος κι ο Μύρων. Ήδη ο ήλιος πλησίαζε στο πιο ψηλό σημείο του ορίζοντα. Ακόμα και στο νεκροκρέβατο του Ερμόδωρου οι επισκέψεις είχαν αραιώσει. Ετοιμάζονταν για την μεταφορά του νεκρού από το σπίτι προς το νεκροταφείο στον Τραπέζωνα. Η περιφορά θα γινόταν από τους δρόμους του Εμπορείου και της προκυμαίας του Πειραιά. Σε εκείνο το μέρος χτες είχε γίνει η απόβαση του Δημήτριου του Αντιγονίδη. Εκεί είχε μαζευτεί ο δήμος για να διακηρύξει την επαναφορά του πατρώου πολιτεύματος. Η ταραγμένη φωνή του Φανοκράτη τους αιφνιδίασε και τον ρώτησαν απορημένοι.

«Τι φόνος; Πότε; Πώς;»

«Το βράδυ αυτό. Λίγο μετά που έπεσε το σκοτάδι, σε ένα απόμερο σημείο στην Μελίτη του Άστεως. Ένας πολίτης, ο Χρηστίας, πέθανε από σταμάτημα της καρδιάς».

«Από τι;»

«Ξέρετε. Το είπαν σταμάτημα της καρδιάς, αλλά, τους είπα να προσέξουν τα άκρα και τον λαιμό του. Κοίταξαν και βρήκαν ίχνη από σχοινί και μελανιάσματα. Είναι ίδιος ο φόνος με τους δυο που γνωρίζουμε» είπε ο Φανοκράτης.

«Από πού ήταν αυτός ο Χρηστίας;»

«Ήταν εύπορος κι ανήκε στην Ερεχθηίδα φυλή. Ήταν από τον δήμο της Κηφισιάς».

«Εύπορος λοιπόν κι αυτός» παρατήρησε ο Μύρων.

«Δεν υπάρχει αμφιβολία» είπε ο Ζείκρατος. «Είναι ο τρίτος φόνος, σίγουρα από τους ίδιους δολοφόνους».

«Και το ίδιο κίνητρο;» αναρωτήθηκε ο Μύρων.

«Φανοκράτη, πήγαινε στον Δέξιππο και πες του τι έγινε. Ζήτησέ του να ερευνήσει αν έγινε καταγγελία για αυτόν τον Χρηστία. Αν ζητούν αντίδοση περιουσιών. Αν έγινε, μάθε ποιος την έκανε, εντάξει;» του είπε ο Ζείκρατος.

«Εντάξει, πηγαίνω» είπε ο Φανοκράτης.

«Φανοκράτη, περίμενε» είπε ο Ζείκρατος. «Έχω ζητήσει μια συνάντηση με τον Φαληρέα κι ανέλαβε να την κανονίσει ο Δέξιππος. Κοίτα τι έγινε και με αυτό».

«Εντάξει, αν και φοβάμαι ότι ο Δημήτριος θα έχει τώρα τους δικούς του μπελάδες».

Ο Φανοκράτης πήρε το άλογο του Ιάσονα για να πάει και να γυρίσει γρήγορα.

«Ανησυχώ» είπε ο Ζείκρατος. «Οι δολοφόνοι γυρνούν στην πόλη και συνεχίζουν να σκοτώνουν ενώ Ιάσων και Δάφνη έχουν εξαφανιστεί».

«Αυτό είναι το χειρότερο, δεν έχουμε ιδέα πού είναι και για ποιο λόγο εξαφανίστηκαν. Φοβάμαι πολύ τα χειρότερα» είπε ο Μύρων.

Ήρθαν ο Καινέας με την Κλεοτίμα και τους βρήκαν στο καπηλειό για να ζητήσουν τη βοήθειά τους. Η αναστάτωση στην πόλη προκαλούσε δυσκολίες στη διεξαγωγή της κηδείας. Έπρεπε να γίνει σε ήρεμο κλίμα, πράγμα δύσκολο, ιδιαίτερα στον Πειραιά, όπου είχαν γίνει όλα τα γεγονότα,

«Λέμε να περάσει η περιφορά από το Εμπορείο» είπε ο Καινέας. «Όμως εκεί είχε παρατάξει χτες τους οπλίτες του ο γιος του Αντιγόνου. Πρέπει να μάθουν τι θα γίνει και να μην μας ενοχλήσουν».

«Θα το κανονίσω εγώ» είπε ο Μύρων.

«Θα έρθω μαζί σου» είπε η Κλεοτίμα.

«Εγώ πάω στην Αθήνα» είπε ο Ζείκρατος. «Θα ψάξω να βρω τον Αγακάτη. Αυτός ο βάρβαρος θα ξέρει τις κινήσεις των Σκυθών. Ίσως, μάλιστα, να είναι ο ίδιος υπεύθυνος για την εξαφάνιση των φίλων μας».

«Κι εγώ θα επιστρέψω στον γιο μου» είπε ο δυστυχής Καινέας.

Ήταν περίεργο που έλειπαν μια ολόκληρη μέρα κι ένα βράδυ ο Ιάσων κι η Δάφνη. Να χαθούν δεν γινόταν, κανείς δεν χανόταν σε μια πόλη σαν την Αθήνα. Να έχουν πάει κάπου χωρίς να ειδοποιήσουν δεν γινόταν, εξ άλλου το άλογο του Ιάσονα ήταν εδώ. Δεν είχαν κατηγορηθεί για τίποτε, δεν ήταν στο δεσμωτήριο, δεν ήταν στα πατρικά τους σπίτια. Πού ήταν, λοιπόν; Γι αυτό ο Ζείκρατος ήθελε να μιλήσει με τον Φαληρέα ή, έστω, με τον Αγακάτη. Οι Σκύθες ήταν οι μόνοι που είχαν τη δύναμη και τα μέσα ώστε να επέμβουν με τέτοιο τρόπο. Κανείς άλλος δεν μπορούσε να απαγάγει δυο ανθρώπους και να τους κρύβει από προσώπου γης.

............................................

Το να συζητά ελέφαντας με μυρμήγκι ήταν περίπου το ανάλογο με τη συζήτηση που γινόταν στο πλοίο του Αντιγονίδη. Από την μια ήταν ο Δημήτριος Ελευθερωτής, γιου του κυρίου της Ασίας Αντιγόνου. Ήταν ο κυρίαρχος των Αθηνών και των νήσων κι επικεφαλής ενός τεράστιου στόλου και στρατού. Από την άλλη, ο ταπεινός δούλος του -υπό απηνή διωγμό- τυράννου Δημήτριου Φαληρέα. Ο Θεόδωρος, ωστόσο, εκπροσωπούσε τον άνθρωπο που, τυπικά, θα παρέδιδε την πόλη ειρηνικά στον εισβολέα. Δεν είχε ανάγκη ο Αντιγονίδης την συναίνεσή του, όμως, μια εθελούσια υποταγή θα τον διευκόλυνε. Θα άφηνε την Μουνιχία στον Διονύσιο προσωρινά για να επέμβει στα Μέγαρα. Αν η Αθήνα παραδινόταν επισήμως, ο Διονύσιος δεν θα είχε δικαίωμα να κινηθεί. Έτσι θα μπορούσε να λείψει ο Δημήτριος χωρίς πρόβλημα στα μετόπισθεν.

Τους επίσημους πρέσβεις που έστειλε ο Φαληρέας, τους έστειλε στον στρατηγό Αριστόδημο. Του είπε να τους μιλήσει, να τους βεβαιώσει ότι δεν θα πάθαινε τίποτε ο Επιμελητής κι ύστερα να τους διώξει. Την ουσιαστική συζήτηση θα την έκανε ο ίδιος με τον Θεόδωρο. Δεν είχε την απαίτηση να τον δει να πέφτει μπρούμυτα για προσκύνημα, όμως δεν περίμενε και την αγέρωχη στάση του. Εξάλλου δούλος ήταν ένας αιχμάλωτος που είχε γλιτώσει, με την υποδούλωση, τη ζωή του.

«Χαίρε Δημήτριε Αντιγονίδη, θριαμβευτή των Αθηνών» είπε ο Θεόδωρος χαιρετώντας τον.

«Ο δήμος με ονομάζει "Ελευθερωτή"» είπε ο Δημήτριος.

«Ελεύθερη πόλη ήταν η Αθήνα. Αφού όμως οι Αθηναίοι σε θεωρούν ελευθερωτή, άρα πραγματικά είσαι!»

«Θεόδωρο σε λένε, ε; Από πού είσαι;»

«Ρόδιος, από την Ιαλυσό της δωρικής εξάπολης».

«Η Ρόδος είναι τώρα σύμμαχος του Πτολεμαίου» είπε ο Δημήτριος. «Τέλος πάντων, τι κάνει ο φιλόσοφος κυβερνήτης σου;»

«Σε χαιρετά και σε υποδέχεται με τιμή. Όσο για την υγεία του είναι καλά».

«Καλά; Τι καλά; Πώς είναι καλά με τον δήμο να ζητάει την κεφαλή του; Δεν είναι καλά. Χεσμένος επάνω του είναι!»

Ο Θεόδωρος δεν μίλησε.

«Θέλω να μου παραδώσει την πόλη σε αντιπροσώπους που θα του στείλω το απόγευμα».

Ο Θεόδωρος κούνησε καταφατικά το κεφάλι.

«Θα μου παραδώσει και την Μουνιχία».

«Ο Διονύσιος ...;» πήγε να ρωτήσει ο Θεόδωρος.

«Θέλω την Μουνιχία στα χαρτιά. Μετά, εγώ ξέρω πώς θα ξετρυπώσω τον Διονύσιο από τη φωλιά του».

Ο Θεόδωρος και πάλι δεν μίλησε.

«Αν ο Φαληρέας κάνει αυτά που του ζητώ κι αφήσει όλη την περιουσία του δωρεά στην πόλη του, θα ζήσει. Εγώ θα εξασφαλίσω τη ζωή του».

«Κι ο δήμος ...;»

«Δική μου υπόθεση ο δήμος» είπε ο Δημήτριος. «Αρκεί ο Φαληρέας να μου πει πού θέλει να πάει».

«Στην Θήβα» είπε ο Θεόδωρος.

«Εντάξει, θα πάει στη Θήβα» απάντησε ο Ελευθερωτής. «Πήγαινε τώρα!»

«Και κάτι ακόμη» είπε ο Θεόδωρος.

Ο Δημήτριος απορημένος με το θράσος του που άκουσε το «πήγαινε» αλλά ήταν ακόμη εκεί, τον κοίταξε θυμωμένος.

«Ο δήμος θα στραφεί και εναντίον του Περιπάτου».

«Ενάντια στον Θεόφραστο θέλεις να πεις ..».

«Στον Θεόφραστο και στη σχολή του Αριστοτέλη. Θα θελήσουν να την κλείσουν».

«Ας φύγει για λίγο κι ο Θεόφραστος. Όσο για τη σχολή, κι αν ακόμη την κλείσουν, θα κανονίσω να συνεχίσει».

«Ο Θεόφραστος είναι ευγνώμων» είπε ο Θεόδωρος.

«Τον Περίπατο και τον Θεόφραστο θα τους χρειαστώ στο μέλλον, όχι όμως και τον Δημήτριο».

«Θα μεταφέρω τις θελήσεις σου, Ελευθερωτή»

«Θα πας μαζί του;»

«Δεν έχω άλλη επιλογή» είπε ο Θεόδωρος,

«Είσαι ακόμη δούλος του ή σε έχει ελευθερώσει;»

«Δεν με είχε σαν δούλο του ποτέ, ούτε για μια στιγμή» είπε ο Θεόδωρος. «Πολλές φορές μου το έχει υπενθυμίσει ότι είμαι ελεύθερος».

«Καλά το κατάλαβα ότι είσαι ο μόνος φίλος που έχει εδώ στην Αθήνα» είπε ο Δημήτριος. «Δεν έχω δει να μισούν άλλον τόσο όσο αυτόν».

«Οι Αθηναίοι, όπως όλοι οι Έλληνες, είναι ταυτισμένοι με τον δήμο. Όποιος τους στερήσει την ελευθερία τους γίνεται αμέσως εχθρός».

Ο Δημήτριος ήξερε αυτή την εμμονή των Ελλήνων με την δημοκρατία. Επέμεναν να διαλέγουν τους αρχηγούς τους με κλήρο, όχι τους άξιους αλλά τους τυχαίους. Αυτός εδώ ο δούλος όμως, είχε σωστή κι ουδέτερη κρίση, καλά θα έκανε λοιπόν να τον ρωτήσει, σκέφτηκε.

«Εσύ, δούλε, τι βλέπεις; Λες να μπορούν κάποτε να με αγαπήσουν οι Αθηναίοι;»

«Το έκαναν ήδη!»

«Δηλαδή;»

«Σε είπαν “ελευθερωτή” ενώ γνωρίζουν ότι όσα κάνεις είναι για το συμφέρον του πατέρα σου. Όλα γίνονται για τον πόλεμό του με τον Κάσσανδρο. Σε λένε βασιλιά ενώ σκούζουν για την ισοκρατία όπου δεν υπάρχουν βασιλιάδες. Θα αργήσουν νομίζεις να σε πουν και θεό;»

«Και τι νομίζεις ότι τους εντυπωσίασε σε μένα;»

«Τα ξέρεις. Φέρνεις δημοκρατία, στάρι, ξυλεία, διώχνεις τον Φαληρέα, τους δίνεις την Ίμβρο».

«Πέρα από αυτά. Δεν ρώτησα να μου πεις αυτά που ξέρω. Τι τους κάνει να παραβλέπουν τη σκοπιμότητά μου και το ότι είμαι ξένος σε αυτή την πόλη;»

«Είσαι νέος, όμορφος και δυνατός. Είσαι ο ήρωας του μύθου που χρειάζονται τώρα που έχασαν την παλιά τους αίγλη. Γι αυτό σε αποθεώνουν. Όταν ο Αλέξανδρος, ο κατακτητής του κόσμου, τους ζήτησε να τον πάρουν για θεό, γέλασαν και τον πήραν στο ψιλό. Από τότε καταστράφηκαν πολλές φορές κι οι Αθηναίοι έπαψαν να γελούν εύκολα. Αν είναι να τους δώσεις στάρι και πλοία, ας είσαι και θεός. Δεν τους πειράζει πια, δεν θα γελάσουν».

Αυτά είπε ο Θεόδωρος κι έκανε να φύγει. Πρόσθεσε, όμως, και την τελευταία κουβέντα.

«Όμως δεν θα κρατήσουν πολύ. Σύντομα θα δουν πως δεν αποφασίζουν οι ίδιοι και θα αρχίσουν πάλι τις φωνές».

«Μα σκοπεύω να αφήσω ελεύθερο το πολίτευμά τους να λειτουργήσει» είπε ο Δημήτριος.

«Σκοπεύεις το αδύνατο» είπε ο Θεόδωρος.

«Αδύνατο; Γιατί αδύνατο;»

«Γιατί ισοκρατία και ισονομία σημαίνει αυτό που λένε οι λέξεις. Να έχουν όλοι την ίδια δύναμη και να είναι όλοι ίσοι απέναντι στους νόμους. Πώς μπορεί να γίνει αυτό με σένα που θέλεις να είσαι βασιλιάς;»

Η κουβέντα κόπηκε εκεί. Ο γιος του Αντίγονου απέμεινε μόνος να σκέφτεται τα λόγια που είχε ακούσει. Ήταν ευτυχής μέχρι στιγμής, όμως η κουβέντα με τον Θεόδωρο τον άφησε με μια γεύση απογοήτευσης. Ήθελε να τον αναγνωρίσουν εδώ στην Αθήνα, την πόλη της φιλοσοφίας και της ελευθερίας, την πιο όμορφη του κόσμου. Οι Αθηναίοι τον είχαν δεχτεί με τιμές, κι αυτός απολάμβανε να τους δίνει γενναιόδωρα ό,τι ζητούσαν. Σαν να κερνούσε κρασί και να του έλεγαν όλοι «ευοί, ευάν». Η ευτυχία που ένιωθε ήταν πραγματική, αλλά, μάλλον δεν θα είχε διάρκεια, του είχε πει ο δούλος. Ε, λοιπόν, ας έλεγε ό,τι ήθελε, δεν ήταν δα και μάντης!

Ο δούλος όμως ήξερε τι έλεγε. Ο γιος του Αντίγονου ήταν ένας ακόμη νεαρός, ισχυρός από χαρισμένη δύναμη, που είχε τον κόσμο στα πόδια του. Θα απολάμβανε τις στιγμές. Θα γλεντούσε με τις γυναίκες και τις ηδονές που είχε να του δώσει αυτή η πόλη. Θα έβλεπε τα αγάλματά του να σηκώνονται παντού. Ίσως να του έφτιαχναν κατοικία πάνω στην Ακρόπολη, όπως άκουσε χτες να ψιθυρίζεται. Ίσως να του έδιναν για το κρεβάτι του τις κόρες τους. Στο τέλος όμως θα τον έκαναν εχθρό τους. Δεν είχαν τον εξοστρακισμό σαν όπλο για να απαλλαγούν, όπως είχαν κάνει με τον Αριστείδη ή τον Θεμιστοκλή. Θα τον αποκαθήλωναν, όμως, με μίσος όπως απαλλάσσονταν τώρα απ’ τον άλλο Δημήτριο, τον Φαληρέα.

Στον Πειραιά είχαν κιόλας γκρεμίσει τα είδωλα του. Με αυτά είχε γεμίσει την πόλη για να δοξάζεται στους αιώνες ο Επιμελητής. Οι «αιώνες» είχαν κρατήσει δέκα χρόνια, όσα κι η εξουσία του. Γκρεμίζονταν οι προτομές του και τα χάλκινα ή μαρμάρινα αγάλματα σε όλη την Αθήνα. Τον εκδικούνταν για τα ψέμματα που τους είχε πει. Ο Δημήτριος Φαληρέας που διακήρυσσε τη λιτότητα σαν αρετή, είχε γεμίσει την πόλη με άψυχα αντίγραφά του. Ζούσε βίο υπερπολυτελή, με γυναίκες, σπίτια, πλούτη κι ανέσεις κι η λιτότητα ήταν για τους άλλους. Τώρα τα αγάλματά του έσπαγαν και τα σπίτια πήγαιναν στον δήμο ή στην Ευρυδίκη. Οι γυναίκες μεταφέρονταν βιαστικά στα δωμάτια του άλλου Δημήτριου, του Ελευθερωτή. Τα πλούτη του όλα ανταλλάσσονταν μισοτιμής με μιαν ασφαλή μετάβασή του στην εξορία.

Είχε ζήσει πολλά χρόνια κι είχε δει πολλά γεγονότα στη ζωή του ο Θεόδωρος. Είχε ζήσει τον Ρόδιο Μέμνονα που πολέμησε κόντρα στον Αλέξανδρο στον Γρανικό ποταμό. Εκεί ο Θεόδωρος είχε πιαστεί αιχμάλωτος. Είχε δει τους διαδόχους, του Αλέξανδρου, τον Αντίπατρο, τον Πολυπέρχοντα και τον Κάσσανδρο να πολεμούν. Τελευταία είχε δει κι είχε ζήσει από κοντά τον Φαληρέα, τον λιγότερο πολεμικό ηγέτη από όλους. Το πρόσωπο της εξουσίας ήταν παντού το ίδιο, αλαζονικό και τραγικό μαζί. Κάτι ήξεραν αυτοί οι Αθηναίοι με την τόσο μεγάλη εμμονή τους στην ισοκρατία.

«Ό όχλος δεν μπορεί να κυβερνήσει σοφά» του έλεγε ο Φαληρέας συμφωνώντας με σπουδαίους προλαλήσαντες

Ήταν ο Αριστοτέλης, ο Πλάτων κι ο ίδιος ο Σωκράτης που συμφωνούσαν μαζί του.

«Με ποιον άλλο τρόπο μπορεί να κυβερνά ο δήμος, οι πολλοί;» τον ρωτούσε ο Θεόδωρος.

«Θα φτιάξουμε την Πολιτεία, το τέλειο πολίτευμα. Θα κυβερνούν οι πολλοί αλλά θα ελέγχουν οι άριστοι. Έτσι είπε ο Αριστοτέλης» επέμενε ο Δημήτριος.

«Εσύ ξέρεις, Δημήτριε» απαντούσε ο Θεόδωρος.

Τον είδε να φτιάχνει μια Αθηναίων Πολιτεία, όπου στο τέλος όλοι τον είχαν για τύραννο κι εύχονταν τον θάνατό του. Κι ας είχε φέρει οικονομική ευμάρεια, κι ας είχε σύμβουλους του τον Θεόφραστο με τον Περίπατο. Εύχονταν κι εκείνου τον χαμό. Ο Θεόδωρος ήξερε πως κάτι διέφευγε από τους σοφούς. Αυτό που δεν υπολόγιζαν ήταν ότι οι πολίτες ήταν πραγματικά ίσοι μεταξύ τους, είτε σοφοί, είτε μαραγκοί ή μαρμαράδες. Αυτό, οι σοφοί κι οι «άριστοι» το έλεγαν θεωρητικά αλλά ποτέ δεν το είχαν πραγματικά και κατά βάθος αποδεχτεί. Γι αυτό νόθευαν το πολίτευμα που θεωρούσαν ιδανικό. Κατέληγαν να συμβουλεύουν τυράννους και να γίνονται κι οι ίδιοι μισητοί από τον δήμο. Έφτασαν ακόμη και να καταδικάζονται όπως είχε γίνει παλιότερα με τον Σωκράτη.

Ο Θεόδωρος είχε διαμορφώσει μιαν άλλη γνώμη. Μόνη λύση ήταν η εναλλαγή όλων ανεξαιρέτως των πολιτών σε όλες τις θέσεις εξουσίας. Για μια μόλις ημέρα βασιλιάς, για ένα μόλις μήνα στρατηγός, για ένα χρόνο βουλευτής ή δικαστής. Ποτέ ξανά ένας πολίτης στο ίδιο αξίωμα. Με κλήρωση, βέβαια, για να είναι η εξουσία κτήμα των πολιτών. Ας αποφασίζουν οι θεοί στην τύχη ποιος θα πάει πού. Αυτό έλεγε η δημοκρατία. Αντίθετα, με την εκλογή έβγαιναν πάντα οι ίδιοι. Συνήθως οι πλούσιοι και, κυρίως, όσοι είχαν κάνει εξυπηρετήσεις στους ψηφοφόρους. Έβγαιναν και μορφωμένοι που ξεγελούσαν τον κόσμο. Μια ολιγαρχία εκλεγόταν συνεχώς η ίδια κι η ίδια. Φρόντιζε τα συμφέροντά της και την διαιώνιση της παρουσίας κι εξουσίας της, κι όχι για την πόλη.

«Μόνον στο πολίτευμα των Ελλήνων ο πολίτης όχι μόνο αποφασίζει, αλλά και κυβερνά. Μόνο εδώ ο άνθρωπος νιώθει κι είναι ελεύθερος. Γι αυτό μόνο εδώ έχει γίνει αυτό που όλοι εκτιμούν κι θαυμάζουν» σκεφτόταν ο Θεόδωρος.

Ο πρώην ελεύθερος Ρόδιος πολίτης ήταν τώρα δούλος αλλά και φίλος του επιμελητή Αθηνών. Ζούσε στην Αθήνα κι έβλεπε με λύπη του το τέλος του θαυμαστού πολιτεύματος.

«Δυστυχώς, αυτά τελείωσαν» συνέχιζε την σκέψη του. «Έχει έρθει η ώρα των μεγάλων κρατών, που έχουν πόρους και φτιάχνουν πολυάριθμους στρατούς».

Αυτή ήταν, δυστυχώς, η αλήθεια. Τα μεγάλα κράτη ήταν που κυριαρχούσαν. Οι Πέρσες στην ανατολή, ο Φίλιππος κι οι Ρωμαίοι στον Βορά, η Καρχηδόνα στην δύση. Αυτοί απειλούσαν, εδώ και χρόνια, την ελευθερία των πόλεων κι είχαν καταφέρει να την καταργήσουν. Μετά τη μάχη της Χαιρώνειας, πριν από τριάντα χρόνια, η δημοκρατία δεν είχε επιζήσει. Βασιλείς κι αριστοκράτες κυβερνούσαν τις πόλεις, κι είχαν εγκατασταθεί φρουρές μακεδονικές. Οι Αθηναίοι ήλπιζαν πως θα ζούσαν ξανά το αρχαίο κλέος τους. Για τον Θεόδωρο ήταν ολοφάνερο πως για μια φορά ακόμη, απλά, εμπαίζονταν. Αυτός ο νέος Δημήτριος, ο Ελευθερωτής, θα τους απογοήτευε το ίδιο όπως κι ο άλλος, ο φιλόσοφος.

********************************

Αύριο, Τρίτη, η συνέχεια