Φεύγει απ τη Ρώμη ο φίλος μου ο Ουμβρίκιος, κι έχω μεγάλη στενοχώρια·
στην πόλη ετούτη μεγαλώσαμε μαζί, τώρα θα ζούμε χώρια.
Όλα τα υπάρχοντα του σε μιαν άμαξα· ο αμαξάς μπροστά οι δυο μας πίσω,
στης πόλης φτάσαμε την έξοδο –πήγα ως εκεί να τον ξεπροβοδίσω.
«Το αποφάσισα» μου είπε «φίλε μου. Για μένα δεν υπάρχει τίποτε στη Ρώμη·
θ’ αράξω κάπου πριν να γίνω χούφταλο κι όσο τα πόδια μου κρατούν ακόμη.
Δεν έχω τ’ απαιτούμενα στην πόλη αυτή, δεν έχω τις κατάλληλες συνήθειες·
εδώ είναι τόπος για επιτήδειους, για τα λαμόγια και για τις προμήθειες.
Δεν κάνω για παρατρεχάμενος, η γλώσσα μου δεν ξέρει κολακείες,
δεν έμαθα να κάνω τον χαφιέ, να κάνω ελιγμούς, να κρύβω ατιμίες.
Δεν έμαθα να συγχρωτίζομαι με πρόσωπα που έκαναν καριέρα στην απάτη
και τώρα που τα πιάσανε χοντρά, το παίζουν κύριοι και ζούνε σε παλάτι.
Τους δήθεν δεν τους πάω γενικώς –κυρίως όσους έχουνε πρεμούρα
να δείξουν ότι είναι συγγραφείς κι ότι συμβάλλουν στη λεγόμενη κουλτούρα.
Μαζί τους ήμουν πάντοτε ωμός (και πάντοτε σοκάρονται οι τύποι) –
«Χάλια το τελευταίο σου διήγημα· αντίτυπο και αφιέρωση να λείπει!»
Και να σου πω το μέγα πρόβλημα; Αισθάνομαι πως δεν μπορώ να μείνω
σε μία πόλη που αλώθηκε από την άτιμη τη ράτσα των Ελλήνων.
Η Ρώμη, φίλε μου, είναι ελληνική. Κατάλαβέ το μας την έχουν πέσει·
κατάληψη και εισβολή κανονική –για μας εδώ δεν έχει πλέον θέση.
Σαμιώτες, Αθηναίοι, Μεγαρείς, Μικρασιάτες –άνοιξαν οι δρόμοι,
αδειάσαν την Ελλάδα οι Γραικοί και γέμισαν αντίστοιχα τη Ρώμη.
Πιάσαν τις πάνω και τις κάτω γειτονιές, απλώθηκαν σε κάθε συνοικία,
Μπήκαν στα σπίτια μας, μας πήραν τις δουλειές, μας έκαναν δική τους αποικία.
Πρώτοι στην πάρλα, αετονύχηδες, δεν έχουν μπέσα, «είπα ξείπα»·
σε όλα μέσα, σε πουλάν και σ’ αγοράζουνε –και γενικά δεν έχουν τσίπα.
Πολυτεχνίτες στο επάγγελμα –προφέσορες, γκουρού και αστρολόγοι.
Κομπογιαννίτες και γιατροί, μέντιουμ, ακροβάτες, γυρολόγοι.
Όλα τα ξέρει, όλα τα μπορεί ο άφραγκος Γραικύλος που πεινάει·
Πες του, αν μπορεί, να πάει στον ουρανό –σε βεβαιώ στον ουρανό θα πάει.
Ψευδολογούν ασύστολα, παρουσιάζουν όπως θέλουνε το θέμα·
Εμείς, αντίθετα, δεν πείθουμε –μόνο σε στόμα ελληνικό το ψέμα είναι ψέμα.
Παίζουνε θέατρο παντού· το θέατρο είναι άλλωστε, εύρημα των Ελλήνων·
για μένα φίλε, είναι προφανές: η Ελλάδα είναι χώρα θεατρίνων.
Δεν κάθομαι με τίποτα εδώ. Το πήρα απόφαση και δεν αλλάζω πλάνο·
μέσα σ’ αυτό το ελληναριό, εγώ ο Ουμβρίκιος στη Ρώμη τι να κάνω;
Εξάλλου εδώ δεν είναι μέρος για φτωχούς. Δίχως λεφτά δεν έχεις κύρος·
αν έχεις το εισόδημα μετράς· σαφώς δεν είναι θέμα χαρακτήρος.
Νεόπλουτοι, πρώην μονομάχοι και πορνοβοσκοί, νυν γαλαντόμοι,
αυτοί είναι οι σταρ της εποχής, παντού αλλά κατεξοχήν εδώ, στη Ρώμη.
Εδώ οι πάντες ντύνονται ακριβά, όλοι το παίζουνε ωραίες και ωραίοι-
ας είμαι εγώ ντυμένος στα σινιέ και άσε να μαζεύονται τα χρέη.
Δανείζονται και σπαταλούν, και σπαταλούν για να τους σέβονται οι άλλοι·
το αντίδοτο στη φτώχεια είναι απλό – και ονομάζεται, απλούστατα σπατάλη.
Κι ύστερα, ποια ποιότητα ζωής μπορεί να σου προσφέρει μία πόλη,
όπου τα σπίτια είναι άθλια και σαθρά, και ως εκ τούτου κινδυνεύουμε όλοι;
Και το χειρότερο απ όλα οι πυρκαγιές. Δρόμοι στενοί, κίνηση, παραζάλη,
και ιδού και η συνήθης πυρκαγιά, ιδού η μάστιγά μας η μεγάλη.
Χτυπάει δαιμονικά συναγερμός, βλέπεις ανθρώπους έντρομους, τρεχάτους,
Αν μένουν στο ισόγειο δηλαδή –γιατί οι άλλοι στα ψηλά, βοήθειά τους…
Είχα ένα γνωστό, φτωχό παιδί, κυριολεκτικά κοιμόταν στα σανίδια·
προχθές το σπίτι του άρπαξε φωτιά –στάχτη τα πάντα και αποκαΐδια.
Μα, θα μου πεις, η πυρκαγιά καίει και σπίτια πλούσια, μεγάλα·
Α, ναι, αλλά με μια διαφορά: οι πλούσιοι μπορούν και χτίζουν άλλα.
Κι άντε, καλά, αν υποθέσουμε ότι το σπίτι όπου μένεις σου ανήκει·
αλλά, για πες μου σε παρακαλώ, τι γίνεται όταν πληρώνεις νοίκι;
Οι ιδιοκτήτες τρελαθήκανε, σε σφάζουν φανερά και με το νόμο-
αύξηση, λέει, πενήντα τα εκατό, κι άμα δε δώσεις σε πετάει στο δρόμο.
Εγώ που λες, δεν πλήρωσα χρυσή τη γκαρσονιέρα αυτή στο Κολοσσαίο;
Σπίτι θ’ αγόραζα με τόσα χρήματα αλλού –άκου με που σου λέω.
Αφήνω δε που λόγω ηχορύπανσης κανείς εδώ δε βρίσκει ησυχία·
το έχω πει και θα το πω ξανά: κέντρο της Ρώμης ίσον αϋπνία.
Δρόμοι στενοί και πολυσύχναστοι από πεζούς και άμαξες γεμάτοι,
κίνηση πάνω κάτω και φωνές –αδύνατο να κλείσεις μάτι.
Και βέβαια, μονίμως μποτιλιάρισμα· και πώς ο δόλιος να κυκλοφορήσω
μέσα σε κοσμοθάλασσα που σπρώχνει από μπρος και από πίσω;
Εδώ για να κινείσαι άνετα πρέπει να είσαι ένα από τα τρία:
πολιτικός, επίσημος, λεφτάς –και σου ανοίγει δρόμο η συνοδεία.
Συνεδριάζει η Σύγκλητος, ο κύριος τάδε δεν μπορεί να περιμένει·
Περνά ο κύριος συγκλητικός –κι εμείς οι άλλοι μποτιλιαρισμένοι.
Και επειδή στη Ρώμη αυξήθηκε υπέρμετρα το προλεταριάτο,
Τα φορτηγά κι οι άμαξες φροντίζουν να μας παίρνουν από κάτω.
Έτσι περνούν οι μέρες μας εδώ, με κίνδυνο, με άγχος και φοβέρα·
και όσο για ζωή νυχτερινή – η νύχτα είναι χειρότερη απ’ τη μέρα.
Κυκλοφορείς νυχτιάτικα; Την έβαψες. Κάθε γωνιά και δέκα λωποδύτες,
κάθε σοκάκι και μεθύστακας, ανώμαλοι, κλεφτρόνια και αλήτες.
Από αστυνόμευση, σκατά. Αμπέλι ξέφραγο τα σπίτια μας τις νύχτες·
δεν ωφελούν αμπάρες και κλειδιά, είναι συνέχεια μέσα οι διαρρήχτες.
Ιδού, λοιπόν, τα χάλια μας, ιδού η δοξασμένη Ρώμη των Καισάρων·
Δεν την αντέχω. Φίλε μου σε χαιρετώ, και φεύγω άρον άρον.
***************************