Στο κεφάλαιο 7 με τίτλο "Στη Νικομήδεια 1.204 μ.Χ" στο Α' μέρος που δίνουμε σήμερα, ο Νικηφόρος ταξιδεύει για την Προποντίδα. Φτάνει στη Νικομήδεια και βρίσκει εκεί την Ζωή. Επανασυνδέονται σαν να μην είχε περάσει στιγμή από τον χωρισμό τους.
*******************************************************
παραπομπή (*):
Τα
πλοία ταξίδευαν συνήθως από
τη γιορτή του
Αγίου Γεωργίου μέχρι του Αγίου Δημητρίου,
δηλαδή από 23 Απριλίου μέχρι 28 Οκτωβρίου.
Μετά παροπλίζονταν στα λιμάνια
περιμένοντας την ερχόμενη άνοιξη. Οι
ναυτικές δυνάμεις της εποχής έβγαζαν
απαγορευτικές διατάξεις και μόνο σε
περίπτωση έκτακτης ανάγκης έδιναν κατ’
εξαίρεση, άδειες απόπλου τον χειμώνα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
7ο : ΣΤΗ ΝΙΚΟΜΗΔΕΙΑ
1204
μ.Χ.
Α’
Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ
Το
ταξίδι Πειραιάς-Κωνσταντινούπολη στο
τέλος του Φεβρουαρίου ήταν περιπέτεια
με άγνωστο τέλος. Πολλά είχε να φοβηθεί
ένας ναύαρχος σε ένα τέτοιο ταξίδι(*).
Αν ξεσπούσε ο βοριάς, το πλοίο θα
υποχρεωνόταν σε ελιγμούς κι αλλαγή της
πορείας του με άγνωστη κατάληξη. Η
θερμοκρασία το βράδυ έπεφτε τρομακτικά
και το κρύο μπορούσε να τους ξεπαγιάσει.
Μια χειμωνιάτικη
φουρτούνα μπορούσε
να στείλει το πλοίο στα ανοιχτά του
πελάγους. Σε κάθε τέτοια δυσκολία, η
αβαρία ήταν υποχρεωτική και το πρώτο
που θα έπεφτε στην θάλασσα ήταν το
φορτίο. Γι αυτό δεν δίνονταν άδειες
απόπλου σε πλοία τον χειμώνα εκτός από
εξαιρετικές περιπτώσεις όπως τώρα. Έτσι
έκρινε ο Φρούραρχος και φίλος του
Ακομινάτου, αλλά η άδεια δεν μείωνε το
ρίσκο. Ωστόσο, αυτή τη φορά όλα πήγαν
καλά και το “Δήλος” έφτασε μέχρι στον
Ελλήσποντο χωρίς απώλειες. Από εδώ, όλα
ήταν πιο εύκολα.
Τα
νέα, από όπου κι αν πέρασαν, ήταν
ανησυχητικά. Ο Αλέξιος Ε’ ο Μούρτζουφλος
δεν μπορούσε να εγγυηθεί στους Λατίνους
την αποπληρωμή τους. Εκείνοι θεωρούσαν
δικαίωμά τους να καταλάβουν την Πόλη.
Θα την λαφυραγωγούσαν για να πάρουν
μόνοι τους αυτά που τους χρωστούσε.
Ήδη
πολλοί προσκυνητές ιππότες τολμούσαν
έμπαιναν ακόμα και μέσα στην πόλη.
Ζητούσαν ιερά αντικείμενα κι άλλα
κειμήλια. Στην πατρίδα τους θα τα
μοσχοπουλούσαν ή θα τα έκαναν εκθέματα.
Στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης
κάθε μέρα γίνονταν λεηλασίες. Η φρουρά
δεν μπορούσε να τους εμποδίσει ή να
επιβάλει την τάξη μια κι έξω από τις
πύλες παραμόνευε ο εχθρός. Τα τείχη επί
Αλέξιου Δ’ είχαν γκρεμιστεί σε ένα
σημείο τους και τώρα επισκευάζονταν.
Δεν θα άντεχαν όμως σε ενδεχόμενη
πολιορκία καθώς ήταν φανερό πως ήταν
πια πολύ αργά για όλα.
Τα
νέα όμως που έμαθε ο Νικηφόρος στην
Καλλίπολη και στην Άβυδο, δεν ήταν
καθόλου καλά. Το πλοίο σταμάτησε για
ανεφοδιασμό και διανυκτέρευση κι είδαν
την κατάσταση. Στην ασιατική πλευρά της
αυτοκρατορίας επικρατούσε χάος. Οι
συνεχείς αγώνες με Λατίνους, Βουλγάρους
και Νορμανδούς στη δύση, είχαν παραμελήσει
εντελώς την ανατολή. Η άμυνα
των ασιατικών εδαφών είχε
αφεθεί στην τύχη της.
Ο Σελτζούκος σουλτάνος του Ικονίου,
ο Ρουκναντίν Σουλεϊμάν, θριάμβευε. Ο
αδελφός του Καϊχοσρόη, είχε καταφέρει
να απορροφήσει το
κράτος των Ντανισμεντιδών Τούρκων. Είχε
μετατρέψει το
Ρούμ σε κυρίαρχο
κράτος της περιοχής. Τα ρωμαϊκά εδάφη
είχαν γίνει
έρμαιο των Τουρκομάνων νομάδων.
Κινούνταν άτακτα κι απρόβλεπτα,
πολιορκούσαν τις Ρωμαϊκές πόλεις,
λεηλατούσαν τις γύρω περιοχές. Έβοσκαν
τα πρόβατά τους διώχνοντας τους αγρότες
από τη γη τους. Δεν υπήρχε κανείς να τους
εμποδίσει και λυμαίνονταν τη δυτική
Μικρασία.
Σ’
αυτό το ζοφερό περιβάλλον, οι διάφοροι
“άρχοντες” των ρωμαϊκών περιοχών
επαναστατούσαν. Με τη στήριξη του
Σουλτάνου του Ικονίου, δημιουργούσαν
δικές τους ανεξάρτητες ηγεμονίες.
Οι
νομάδες Τουρκομάνοι είχαν δικούς τους
Εμίρηδες
που δεν έδιναν λόγο σε κανέναν. Η ρωμαϊκή
διοίκηση, που εξασφάλιζε για χίλια
χρόνια σταθερότητα και ανάπτυξη, η Pax
Romana είχε καταρρεύσει. Στην περιοχή
επικρατούσε τώρα μια γενικευμένη αναρχία
και αστάθεια. Τα μικρά κρατίδια ζούσαν
στην αδιαφορία για το οργανωμένο κράτος.
Η επικράτηση των νομάδων διάβρωνε τον
πολιτισμό των πόλεων.
«Ναύαρχε,
μπορείς να πουλήσεις την πραμάτεια σου
πιο εύκολα και πιο σίγουρα στη Νικομήδεια»
του είπαν.
Μιλούσε
με πραματευτές στην Άβυδο. Με τη φασαρία
στην Κωνσταντινούπολη και την περικύκλωση
των Φράγκων, οι έμποροι την απέφευγαν.
Η Νικομήδεια δεν ήταν μακριά από τη
Νίκαια. Την προτιμούσαν για ελλιμενισμό
και για αγορές ή πωλήσεις οι πραματευτές.
«Μήπως
ξέρετε πού βρίσκεται ο
άρχοντας Θεόδωρος Λάσκαρης;»
ρώτησε αρκετούς.
«Στη
Νίκαια, στα κτήματά του» του είπαν
κάποιοι.
«Δεν
τον δέχτηκαν στη Νίκαια και πήγε στην
Προύσα» του είπαν άλλοι.
«Κινείται
σε όλη τη Βιθυνία» του είπαν
κάποιοι άλλοι.
«Καλά,
πώς
δεν τον δέχτηκαν; Εγώ
ξέρω ότι ο Δεσπότης είναι από
αυτά τα μέρη. Εδώ πολλούς φίλους»
«Ο
κόσμος είναι αγαναχτισμένος με το
αρχοντολόι της Βασιλεύουσας. Μόνο
φόρους ξέρουν
να βάζουν
και δεν δίνουν
προστασία καμιά. Τι
χρησιμεύουν οι Βασιλιάδες κι οι αρχόντοι
κι οι Δεσποτάδες
αν δεν μπορούν
βάλουν
σε
τάξη την
χώρα; Αν
δεν μπορούν να διώξουν ληστές και νομάδες
που λυμαίνονται τις περιοχές των Ρωμιών
τι τους
θέλουμε; Μας
κλέβουν, μας διώχνουν από τα χωράφια
μας,
δεν αφήνουν να μεταφέρουμε εμπορεύματα,
κάνουν
ό,τι θέλουν! Όσο
για τον
Λάσκαρη, τον έκανε δεσπότη ο Αλέξιος
Γ’, ο ανίκανος
κι αδιάφορος. Γιατί
να αναγνωρίσουν οι άνθρωποι εδώ τον
τίτλο του;»
«Σκέψου
πως όταν περνούσαν από εδώ οι σταυροφόροι,
ο κόσμος τους επευφημούσε! Ζητωκραύγαζε
για τον Αλέξιο Δ’. Όχι
πως προτιμούσαν
το κακομαθημένο παλιόπαιδο,
αλλά για να
δείξουν τον
θυμό τους στο
σκυλολόι της Βασιλεύουσας.»
«Και
πού θα βρω τον Θεόδωρο Λάσκαρη;»
«Κανείς
δεν ξέρει που θα βρίσκεται τώρα.»
Ο
Νικηφόρος κατάλαβε ότι για να τον βρει
έπρεπε να τον ψάξει ο ίδιος. Έπρεπε όμως
να πουλήσει προηγουμένως τα προϊόντα
που είχε κουβαλήσει. Κοντινά στη Νίκαια
λιμάνια της Προποντίδας ήταν η Κίος, η
Απάμεια κι η Νικομήδεια. Αυτή η τελευταία
βρισκόταν κοντά και στην Βασιλεύουσα.
Αποφάσισε,
λοιπόν, να πλεύσει προς τα εκεί. Η επιλογή
του αποδείχτηκε εμπορικά επιτυχής.
Έμεινε τρεις μέρες στην πόλη
διαπραγματευόμενος προϊόντα και τιμές
με εμπόρους. Είχε να κάνει με Αρμένιους,
Εβραίους Ρωμιούς και Γενουάτες. Στην
αρχή απογοητεύτηκε αλλά σύντομα βρήκε
αγοραστές. Στο τέλος απαλλάχτηκε από
το εμπόρευμα που είχε φέρει απ’ την
Αττική και αναζήτησε τον Λάσκαρη. Ρώτησε
για πληροφορίες ενώ φρόντισε να αγοράσει
δυο άλογα. Θα τον έψαχνε σε όλη τη Βιθυνία
όπου η οικογένεια Λάσκαρη είχε δικά της
κτήματα. Είχε πρόνοιες κι επισκέψεις,
όπως ονομάζονταν τα “φέουδα” των
Ρωμαίων αρχόντων.
«Ιγνάτιε»
είπε στον βοηθό του «θα
αναλάβεις εσύ το “Δήλος”. Θα
το οδηγήσεις μέχρι την Κωνσταντινούπολη
και θα μπεις στο λιμάνι του Ιουλιανού.
Από το πλήρωμα θα πάρω μαζί μου τον
Στέφανο για συνοδό μου. Θα φύγουμε με
τα άλογα για να βρούμε τον Δεσπότη
Θεόδωρο Λάσκαρη. Αν
σε ελέγξουν οι Ρωμαίοι, θα μιλήσεις
ελληνικά και θα τους δείξεις το έγγραφο
του Δούκα των Αθηνών. Αν
σε σταματήσουν
οι Βενετοί θα τους μιλήσεις λατινικά
και θα τους δείξεις τα συμβόλαια που
είχα μαζί τους. Θα τους πεις ότι πας στον
Κεράτιο γιατί σε κάλεσαν εκεί. Θα
προσέξεις γιατί είναι επικίνδυνα τα
πράγματα στην Προποντίδα και τον Βόσπορο
αυτό τον καιρό. Θα με περιμένεις στο
λιμάνι του Ιουλιανού. Θα
μείνεις στο πανδοχείο “Ωραία Ελένη”
που υπάρχει εκεί στο λιμάνι, εντάξει;
«Εντάξει,
Κύριε, κατάλαβα»
του είπε εκείνος.
«Κύριε,
τα άλογα είναι έτοιμα» του είπε
ο Στέφανος. «Έχεις, όμως, κι
ένα μήνυμα.»
«Μήνυμα;
από ποιον;» απόρησε ο Νικηφόρος.
«Έχει
έρθει εδώ ένας μικρός και ζητάει να σε
δει και να στο δώσει στο χέρι. Είναι
επείγον και προσωπικό λέει. Δεν
το έδινε σε μας με τίποτα.»
«Φώναξέ
τον μέσα, θα τον δω πάνω στο πλοίο. Πρέπει
να πάρω και κάποια πράγματά μου έτσι κι
αλλιώς.»
Ανέβηκε
στο “Δήλος” κι άνοιξε ένα κασελάκι.
Πήρε από μέσα, για να το έχει μαζί του,
το κόκκινο μαντίλι με τον λευκό κρίνο
της Ζωής.
«Έρχεται
ο μικρός με το μήνυμα;» τον ειδοποίησαν.
Κοίταξε
ξανά το μαντίλι της. Το φύλαγε στην
καμπίνα του από τότε που τού το είχε
χαρίσει. Τον είχε αποχαιρετήσει μ’ αυτό
στο πανδοχείο στην Πάνορμο. Είχε περάσει
από τότε περίπου ένας χρόνος.
Ένας
πιτσιρικάς χτύπησε την πόρτα της
καμπίνας. Του άνοιξε, του έδωσε ένα
νόμισμα και πήρε από τα χέρια του ένα
τυλιγμένο κομμάτι περγαμηνής. Τού έκανε
νόημα να φύγει. Ο πιτσιρικάς δεν έφυγε
κι έκατσε λίγο πιο εκεί. Δεν τού έδωσε
σημασία, ξετύλιξε
το σημείωμα κι
η καρδιά του
πήγε να σπάσει. Πριν το ανοίξει
κιόλας είχε νιώσει την μυρωδιά της.
Πρέπει να το είχε ποτίσει με το άρωμα
που συνήθιζε να βάζει στον λαιμό της.
Ένα μείγμα οσμών λουλουδιών με βάση το
τριαντάφυλλο και το νυχτολούλουδο. Την
είχε ρωτήσει γι αυτό και του είχε πει
για τη σύνθεσή του. Θα το αναγνώριζε
οπουδήποτε κι αν το συναντούσε. Ένα
σημείωμα δικό της; σκέφτηκε. Μα
πώς είναι δυνατόν; Πώς
μπορεί να γνωρίζει ότι είναι
εδώ;». Το άνοιξε με χέρια που έτρεμαν
κι είδε ότι, πραγματικά, ήταν ένα γράμμα
δικό της που έλεγε:
“Αγαπημένε
μου, είσαι εδώ!
Τήρησες
την υπόσχεσή σου και ξαναγύρισες! Εγώ
δεν μπόρεσα ούτε να προσπαθήσω καν να
σε ξεχάσω. Θα ήταν τόσο μάταιο! Διάβαζα
τα γράμματα που μου έστελνες και με αυτά
ζούσα. Σε περιμένω να σου δώσω τα δικά
μου γράμματα, αυτά που έγραψα και δεν
στα έστειλα. Το παιδί που σου έφερε το
μήνυμα θα σε οδηγήσει σε μένα. Σε φιλώ,
Ζωή.”
Κοίταξε
τον πιτσιρικά που τον περίμενε. Τον
έπιασε από το χέρι και πήγε στον Ιγνάτιο
και τον Στέφανο.
«Στέφανε,
θα μείνεις εδώ στο πλοίο, δεν σε χρειάζομαι.
Ο
Λάσκαρης με βρήκε εκείνος, επομένως,
δεν υπάρχει λόγος να τον ψάξουμε
εμείς. Εσύ Ιγνάτιε, αναλαμβάνεις να
οδηγήσεις το πλοίο όπως σου είπα!»
«Εντάξει
Κύριε, θα σε δούμε στην Κωνσταντινούπολη»
του είπαν κι εκείνοι.
Πήρε
τον πιτσιρικά από το χέρι και τον ανέβασε
πάνω στο άλογό του.
«Μπορείς
να κρατηθείς;» τον ρώτησε.
«Μπορώ,
Κύριε» είπε ο μικρός.
«Πήγαινέ
με στην Κυρά που στο έδωσε αυτό»
του είπε.
Ξεκίνησε
κρατώντας το άλλο άλογο από το χαλινάρι
κι έχοντας τον μικρό μπροστά του. Τα
άλογα τούς πήγαν έξω από την Νικομήδεια
σε ένα τρίστρατο. Δεν πήραν τον δρόμο
προς την Πόλη, ούτε προς τη Νίκαια, αλλά,
προς την Κλαυδιούπολη. Ο μικρός του
είπε ότι ήταν μισή ώρα δρόμος με το
άλογο. Όχι πολύ έξω από την πόλη, σε ένα
τοπίο γεμάτο δέντρα και φυτά, βρέθηκαν
σε ένα χωριό. Στους πρόποδες ενός
καταπράσινου βουνού, ήταν ένα ορεινό,
οχυρωμένο χωριό, που στην άκρη του είχε
ένα πανδοχείο. Οδήγησε τα άλογα στο
στάβλο, τους έδωσε τροφή και νερό και
ρώτησε τον μικρό που βρισκόταν η Κυρά.
Εκείνος του έδειξε ψηλά ένα παράθυρο
στο πάνω πάτωμα του πανδοχείου. Εκεί
ήταν, συνήθως, τα δωμάτια που νοίκιαζαν
οι διαβάτες κι οι οδοιπόροι για να
ξαποστάσουν. Το παράθυρο ήταν ανοιχτό
και στο περβάζι του βρισκόταν η Ζωή.
Κουνούσε ένα μαντίλι κόκκινο ολόιδιο
μ’ εκείνο που του είχε δώσει στην
Πάνορμο. Ο Νικηφόρος έβγαλε από την
τσέπη του το άλλο δικό της κόκκινο
μαντίλι και το ανέμισε. Έδωσε ένα ακόμα
νόμισμα στον πιτσιρικά και του είπε να
φύγει.
“Έρχομαι!”
της έδειξε με νοήματα.
“Έλα,
κάνε γρήγορα!” του έδειξε με τις
χειρονομίες της.
Με
ταχύ βήμα μπήκε στο πανδοχείο και μίλησε
με τον ιδιοκτήτη. Η στολή του ναύαρχου,
που φορούσε, επέβαλε ένα σεβασμό στο
πρόσωπό του παρά το νεαρό της ηλικίας
του. Ο Πανδοχέας του είπε ότι μια Κυρά
τον περίμενε στο πάνω πάτωμα. Του υπέδειξε
σε ποιο δωμάτιο να πάει.
«Χτύπα
την πόρτα, θα σου ανοίξει» του είπε.
Η
πόρτα άνοιξε πριν την χτυπήσει κι έκλεισε
δυνατά μόλις πέρασε το κατώφλι. Ο ένας
χάθηκε αμέσως στην αγκαλιά του άλλου.
Το φιλί που έδωσαν ήταν γεμάτο πάθος.
Έκαναν σαν παλιοί εραστές αν κι ούτε
που είχαν αγγίξει καλά-καλά ο ένας τον
άλλον μέχρι τη στιγμή αυτή. Δεν την άφηνε
από την αγκαλιά του κι εκείνη του δινόταν
πρόθυμα. Μύριζε το άρωμά της, το ίδιο
που είχε ανιχνεύσει στο γράμμα της.
«Μου
έλειψες» της ψιθύρισε. «Ήρθα. Στο
είχα πει.»
Ρουφούσε
τη γεύση του δέρματος, των χειλιών και
του κορμιού της. Την φιλούσε σε όλο της
το πρόσωπο, στον λαιμό και στο στήθος.
Την έσφιγγε πάνω του λες κι ήθελε να την
ενώσει με το σώμα του.
«Σε
αγαπώ. Σε σκεφτόμουν διαρκώς» της
είπε.
«Κι
εγώ σ’ αγαπώ. Μου έλειψες!»
του απάντησε.
Όταν
έφτασε στο πανδοχείο ήταν απόγευμα,
λίγο μετά το μεσημέρι. Μέχρι να σκοτεινιάσει
είχαν εξαντλήσει τα φιλιά, τα ερωτόλογα
κι είχαν κάνει για πρώτη τους φορά έρωτα.
Τότε ζήτησαν από τον ξενοδόχο κάτι να
φάνε και να πιούν. Μετά συνέχισαν ως το
πρωί. Μέχρι το άλλο μεσημέρι απολάμβαναν
ο ένας το κορμί του άλλου σαν να ήταν η
μέρα αυτή η τελευταία της γης. Λες κι η
ζωή τους θα τελείωνε εδώ.
Η
Ζωή δεν είχε νιώσει
αντρικό χάδι
ως
εκείνη τη στιγμή. Δεν ήξερε τον
έρωτα. Μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο τα
είδε όλα. Έμαθε να δίνει και να παίρνει
ηδονή. Στο ίδιο εικοσιτετράωρο εκείνος,
που είχε πάει με πολλές γυναίκες στα
λιμάνια, έμαθε πολλά. Ας είχε νιώσει
ερωτευμένος με την Αγνή, ας είχε κάνει
μαζί της δύο παιδιά, τώρα μόλις μάθαινε
τον αληθινό έρωτα. Τώρα
μάθαινε πώς
είναι, αληθινά,
να δίνεις και να παίρνεις την ηδονή
από αυτήν που αγαπάς.
«Θα
ήθελα να τελείωνε εδώ η ζωή μου!»
του είπε η Ζωή την άλλη μέρα το πρωί.
Ήταν
βυθισμένη σε μια γλυκιά θλίψη και
πληρότητα.
«Και
να μην επαναλάβουμε ποτέ ξανά ό,τι
κάναμε;»
«Αν
είναι γι αυτό … τότε … ας έπαιρνε ο
θάνατος μια μικρή αναβολή»
του ψιθύρισε.
Γελούσαν
και σφίγγονταν ο ένας πάνω στον άλλον.
«Το
ήξερα πως μαζί σου θα ήταν όλα
μαγικά. Ποτέ μου δεν έχω
νιώσει τόσο ευτυχισμένος» της
είπε σοβαρός.
«Εγώ
ήξερα, από φίλες και γνωστές, ότι
ο έρωτας είναι, απλά, ένα επίπονο και
κουραστικό πράγμα. Το είχα σαν μια
δουλειά που οι γυναίκες την ανέχονται,
απλά και μόνο, γιατί δεν μπορούν να
κάνουν αλλιώς.»
«Έτσι
ήταν για σένα τώρα;»
«Ούτε
ο παράδεισος δεν είναι έτσι! Δεν
θέλω να φύγω από δίπλα σου. Τίποτα
δεν συγκρίνεται μ’ αυτό!»
«Ποτέ
μου δεν ένιωσα έτσι ξανά»
της ομολόγησε.
Δεν
τους ένοιαζε τίποτε. Δεν σκέφτονταν το
αύριο για να μην
χαλάσουν το τώρα. Μόνο για εκείνη
τη στιγμή μιλούσαν.
Να χορτάσουν
όπως-όπως την πείνα και τη δίψα τους
και, μετά, να αγκαλιαστούν ξανά και
να φιληθούν. Αν ήταν δυνατόν, να κυλούσε
έτσι μέσα σε μια τέτοια μέρα ολόκληρη
η ζωή τους, χωρίς αύριο, χωρίς χτες.
«Δεν
μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα» της
ψιθύρισε.
«Τι
γίνεται στην Αθήνα; το σπίτι; το παιδί;
η Αγνή;»
«Το
σπίτι μου τελείωσε κι η Αγνή είναι καλά.
Γέννησε μια όμορφη κόρη, την
Μαριαθήνα και ετοιμάζει τώρα κι ένα
δεύτερο παιδί.»
«Την
ζηλεύω» είπε η Ζω, χωρίς κανένα
φθόνο στον τόνο της φωνής της.
«Κι
εγώ την ζηλεύω» είπε ο Νικηφόρος.
«Γιατί έχει ό,τι θέλει κι είναι
ευτυχισμένη. Με στεναχωρεί μόνο
που δεν σου δίνω όσα δίνω
σε εκείνην και που στερούμαι
την παρουσία σου! Μόνο εσένα σκέφτομαι
όλη τη μέρα και δεν μπορώ να
συγκεντρωθώ σε
τίποτε. Έκανα αυτό το ταξίδι μόλις βρήκα
ένα πρόσχημα, μιαν
ευκαιρία, γιατί δεν άντεχα να είμαι
μόνος μου εκεί. Ήμουν
γεμάτος τύψεις για όλα όσα κάνω κι είχα
ενοχές για
όλα όσα δεν κάνω.»
«Το
βλέπω σε αυτά που μου γράφεις. Καταλαβαίνω
και πίσω από τις γραμμές, αγάπη μου.»
«Σε
αγαπάω πολύ, γλυκιά μου Ζωή!»
«Κι
εγώ Νικηφόρε. Σ’ αγαπώ κι ας είναι
αδιέξοδη αυτή η αγάπη.»
«Δεν
μπορώ να το πιστέψω πως είναι αδιέξοδη.
Δεν μπορεί, κάποια λύση θα υπάρξει. Ας
περιμένουμε λίγο.»
«Δεν
μπορώ αγάπη μου να ελπίζω σε τίποτα πια.
Δεν μπορώ να εύχομαι την καταστροφή των
άλλων για να στηρίξω πάνω της τη δική
μου ευτυχία. Στο έχω ξαναπεί. Δεν θέλω
να περιμένω τίποτε στο μέλλον. Το δέχομαι,
το πήρα απόφαση. Ήμασταν άτυχοι κι οι
δυο. Εγώ … ίσως λίγο παραπάνω.»
Η
παρθενία ήταν απαραίτητος όρος για να
θεωρείται μια γυναίκα στοιχειωδώς
αξιοπρεπής. Μόνο έτσι μπορούσε να τρέφει
ελπίδες για έναν κανονικό γάμο κάποια
στιγμή στη ζωή της. Χωρίς την παρθενία,
ο μόνος δρόμος ήταν το μοναστήρι. Ο
Νικηφόρος το σκέφτηκε και συνταράχτηκε
όταν του πέρασε από το μυαλό η φράση της
“το πήρα απόφαση”. Γι αυτό ήταν
τόσο ελεύθερη η συμπεριφορά της, λοιπόν!
Γι αυτό ήταν τόσο άνετη απέναντί του.
Φαίνεται πως η Ζωή είχε πάρει κάποιες
οριστικές αποφάσεις.
«Δεν
πιστεύω να σκοπεύεις …» ξεκίνησε
να της λέει.
«Το
σκοπεύω! Γι αυτό σε περίμενα εδώ και
κοιμήθηκα μαζί σου. Γι
αυτό δεν συγκράτησα σε τίποτε τον εαυτό
μου! Δεν
θέλω να χαρίσω σε κανέναν άλλο μια
παρθενιά με αντάλλαγμα μια ζωή σακατεμένη,
λειψή. χωρίς εσένα! Αφού σ’ αγάπησα,
ήθελα να μάθω από
εσένα τι
είναι ο έρωτας. Ας
μην μου
τύχει να ξαναγαπήσω
ποτέ πια. Έτσι αποφάσισα και βλέπω πως
δεν έκανα λάθος. Αν δεν σκοτωθώ, θα μπω
σε ένα μοναστήρι. Το
προτιμώ παρά να μην σε είχα γνωρίσει
ποτέ.»
«Αγάπη
μου γλυκιά, πώς μπόρεσες να σκεφτείς
έτσι;»
«Έχω
αποφασίσει να ζήσω μαζί σου, στον λίγο
χρόνο που θα είμαστε μαζί, όλα όσα θα
ζούσα σε μιαν ολόκληρη ζωή! Αν κάτι
αλλάξει στο μέλλον, ας το δούμε τότε.
Για την ώρα, όμως, μη με απασχολείς άλλο
με αυτά! Μη μου ξοδεύεις τις τόσο πολύτιμες
μέρες μου με διαφωνίες, συμβουλές και
με “αν”. Αγκάλιασέ με, φίλησέ με, κάνε
μου έρωτα σαν να είναι και πάλι η τελευταία
μας φορά!»
Αυτό
ακριβώς της έκανε. Την αγκάλιασε, την
φίλησε και της έκανε έρωτα σαν να ήταν
και πάλι η τελευταία τους φορά!
*************************************************
Θα συνεχίσω αύριο. Διάλειμμα θα κάνω το Σαββατοκύριακο.
Πέντε συνέχειες την εβδομάδα για να τελειώσουμε κάποτε. Η ιστορία έχει πολύ ζουμί ακόμα.