Χτες βράδυ αργά, στην ωραία καλοκαιρινή Κέρκυρα, είχα μια συζήτηση με φίλους και έφτασα να έχω μια κόντρα με τον αγαπητό φίλο Κ. γύρω από τον ΟΛΠ και τη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη που σύντομα επεκτάθηκε και σε όλη την οικονομία και τελικά σε όλη μας τη ζωή. Έτσι, δηλαδή, όπως γίνεται πάντα με τις νυχτερινές συζητήσεις που δεν τελειώνουν αν δεν γκρινιάξει μια γυναίκα ότι η ώρα πέρασε ... (και είχε περάσει ...)
Υποστήριξα κι εγώ όπως και άλλοι από την παρέα ότι οι εργαζόμενοι του ΟΛΠ, με προεξάρχοντες τους Μανιάτες που -κατά Χαριτόπουλο- είναι οι masters του λιμανιού, εκμεταλλεύτηκαν την ισχυρή θέση του δημόσιου οργανισμού και αποκόμισαν κέρδη χάρη στην παντοτινή πανταχού παρούσα συναλλαγή ελληνικού τύπου μεταξύ πολιτικής εξουσίας (κυβερνήσεων και διοικήσεων του ΟΛΠ) αφ'ενός και ψηφοφόρων (εν προκειμένω εργαζομένων στον ΟΛΠ) αφ' ετέρου. Παραδείγματα είχαμε όλοι μας πολλά. Όμως η γενίκευση αυτής της κατάστασης και των αντίστοιχων επιχειρημάτων κάπου δικαίωνε τους Γερμανούς ότι δηλαδή είμαστε ανίκανη και διεφθαρμένη χώρα και ότι επομένως (για το καλό μας!) πρέπει να μας διοικούν αυτοί. Ποιος είδε τον κύριο Κ. και δεν τον φοβήθηκε! Η συζήτηση πήρε φωτιά, έγινε και προσωπική και κατηγορήθηκα σε κάποια στιγμή με βαριές επικρίσεις ότι αλλιώς μιλάω σε ένα νυχτερινό τραπέζι κι αλλιώς αρθρογραφώ όπου στρογγυλεύω τα πράγματα. Κι επειδή η κατηγορία δεν ήταν και εντελώς άτοπη και αστήρικτη, αν και ήταν μάλλον υπερβολική και κάπως άδικη, βοηθούσης και της περιρρέουσας ατμόσφαιρας, η κουβέντα γενικεύτηκε.
Μπορεί κανείς να λέει τα ίδια σε ένα μπαρ και σε ένα άρθρο; Ο φίλος Κ. έλεγε πως ναι, εγώ δεν έφερα αντίρρηση αλλά το σκεπτόμουν. Κι επειδή μετά που κοιμήθηκα το ξανασκεφτόμουν (μάλλον στον ύπνο μου με βασάνισε) είπα να καταγράψω κάποιες από τις σκέψεις μου αυτές επί του θέματος. Πήγα να δω ποιες αναρτήσεις έχω κάνει τελευταία για τον ΟΛΠ. Η πιο πρόσφατη που βρήκα είναι του καλοκαιριού του 2014 (επί Σαμαρά) όταν στην διαδικασία πώλησης που κόντευε να ολοκληρωθεί είχαν μείνει τρεις προσφορές από την ΚΟΣΚΟ, την ΜΕΡΣΚ και μια Δανέζικη. Έγραφα τότε:
"Οι φορείς του Πειραιά, ξεκινώντας από τα επιμελητήρια και τις ενώσεις ναυτικών αλλά και των εφοπλιστών, από τον δικηγορικό σύλλογο και τις ενώσεις των επαγγελματοβιοτεχνών, καταστηματαρχών και φτάνοντας μέχρι και τις δημοτικές κινήσεις κλπ. όλοι διαφωνούν με την παραχώρηση του πλειοψηφικού πακέτου της ΟΛΠ ΑΕ σε ιδιώτες. Όχι ότι τους αρέσει ο ΟΛΠ όπως είναι αλλά τουλάχιστον τώρα έχει περιθώρια βελτίωσης καθώς η τοπική και η ευρύτερη ελληνική κοινωνία μπορεί να έχει λόγο στο λιμάνι. Αν πουληθεί το 67% όλοι γνωρίζουν ότι ο Πειραιάς θα χάσει το δικό του λιμάνι και η Ελλάδα ένα σημαντικό εργαλείο για την αναγκαία ανασυγκρότησή της. Κι αυτό είναι που ενοχλεί όλους και τόσο πολύ."
Δεν βρήκα πως αυτό συνιστά το έγκλημα άλλα να λέει κανείς στα γραπτά κι άλλα στα προφορικά του. Βέβαια δεν μπήκα (ούτε έμπαινα γενικώς) με κάθε ευκαιρία στην αναλυτική περιγραφή των κακώς εχόντων αλλά αυτό είναι μια φυσιολογική άμυνα προκειμένου να μην δίνω τροφή στην προπαγάνδα που θέλει όλα να είναι διαλυμμένα στην Ελλάδα και για όλα να φταίει η κακοδαιμονία μας. Τι θα πει αυτή η φράση: "Όχι ότι τους αρέσει ο ΟΛΠ όπως είναι ..."; Θα πει πως όλοι γνωρίζουμε-γνωρίζαμε τις κακοδαιμονίες ενός οργανισμού που επειδή είναι -θέλοντας και μη- κερδοφόρος (πρόκειται ουσιαστικά για ένα συνδυασμό εξυπηρετήσεων και διοδίων) αποτέλεσε την χρυσοτόκο κότα των κάθε λογής πολιτικών, κυβερνητικών και διοικητικών παραγόντων και ενός καθεστώτος των εργαζομένων που αποτέλεσαν την "εργατική αριστοκρατία" όπως την αποκάλεσε εύστοχα ο Κ.. Απλά όλοι θεωρούσαμε πως αυτές οι κακοδαιμονίες δεν θα έπρεπε να στερήσουν τη χώρα από μια πηγή καθαρού πλούτου.
Ας έρθουμε τώρα στο θέμα μας. Ο ΟΛΠ δόθηκε στους Γερμανούς είτε με την θέληση των κυβερνήσεων Γ.Παπανδρέου και Σαμαρά είτε με την επιβολή της γερμανικής θέλησης στον Τσίπρα το περασμένο καλοκαίρι. Οι Γερμανοί απαίτησαν την παράδοσή του στους Κινέζους, έναντι αγνώστων ανταλλαγμάτων που είναι υπόθεση σχέσεων Γερμανίας-Κίνας. Εμείς απλά πληρώσαμε για λογαριασμό του επικυρίαρχου. Η συζήτηση για τις κακοδαιμονίες γίνεται πλέον για ιστορικούς λόγους. Και για να μοιράσουμε μεταξύ μας ευθύνες: Εσύ φταις που τους υπέθαλψες, εσύ φταις που τους έδωσες, εσύ φταις που ακόμα τους στηρίζεις. Το κακό έγινε, η μάχη χάθηκε και το λιμάνι του Πειραιά είναι κινέζικο.
Το μόνο ουσιαστικό ερώτημα που μένει για τον Πειραιά και την Ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη είναι: Θα αναπτυχθεί το λιμάνι από τους Κινέζους ή όσα λέει η κυβέρνηση είναι αστεία;
Ο Τσίπρας λέει ότι Κινέζοι θα κάνουν τον Πειραιά πρώτο λιμάνι στην Ευρώπη και βάση όλου του εμπορίου τους με τη γηραιά ήπειρο. Κάποιοι άλλοι όμως, που ασκούν κριτική κυρίως από "θέση δραχμής" λένε πως οι συμφωνίες αυτές είναι φαντασιώσεις και πως ο Πειραιάς θα μείνει απλά σαν ένα μεσαίο κέντρο διαμετακόμισης της ανατολικής Μεσογείου. Ο Τσίπρας επίσης λέει πως η επένδυση των Κινέζων στη Ζώνη θα αναζωογονήσει τις επισκευές πλοίων στην Ελλάδα ενώ άλλοι δεν το πιστεύουν.
Σε αυτά τα ερωτήματα θα απαντήσει σύντομα η ιστορία, ο χρόνος. Και δεν θα είναι πολύ αργά. Απλά εμείς θα μείνουμε στις παραλίες της Κέρκυρας ή του Πειραιά να μαλώνουμε στοιχηματίζοντας πάνω σε πολιτικές που δεν γνωρίζουμε την πλήρη ανάπτυξή τους, που έχουμε μάθει κάτι μισόλογα για την έναρξή τους και που απλά και μόνο υποπτευόμαστε το τέλος τους. Και μακάρι να έχει δίκιο η κυβέρνηση γιατί ο ΟΛΠ ΕΤΣΙ ΚΙ ΑΛΛΙΩΣ, (όποιος κι αν φταίει για ό,τι έγινε) χάθηκε οριστικά και αμετάκλητα για τη χώρα για πολλές δεκαετίες στο μέλλον.