Παρασκευή 9 Απριλίου 2021

35 Δον Χουάν Ηρακλείδης (κεφ.10β)

 Ο Δον Χουάν έγινε μέλος κι ανέλαβε αρχηγός της Αδελφότητας. Φεύγει από το σπίτι της Βιλαμπάγια κι αφήνει εκεί τον Χάρμο με την Φουέντε.

Παρακολουθούμε τις εξελίξεις που οδηγούν στην υπογραφή της Ιερής Αντιτουρκικής Συμμαχίας.

****************************

Άγαλμα του Δον Χουάν, Σεγκόβια Ισπανία


κεφ. 10β

......................................

«Φεύγετε; Πού πάτε;» ρώτησα αιφνιδιασμένος.

«Φεύγω χωρίς συνοδεία. Εσύ θα μείνεις στον πύργο με την κόμισσα.»

«Μα» έκανα σαστισμένος «νόμιζα πως ήρθαμε εδώ για να μείνετε στον πύργο.»

«Όμως δεν θα μείνω! Έχω αργήσει ήδη. Πηγαίνω στο Αλκαλά όπου δεν είναι σωστό να με περιμένουν άλλο!»

Χαιρέτησε με ένα χειροφίλημα την Φουέντε και γύρισε προς το μέρος μου.

«Θα μείνεις εδώ, λοχαγέ, με την κυρία Φουέντε. Πες της περισσότερα για την Αδελφότητα στην οποία μόλις τώρα την μύησες. Σε διαβεβαιώνω ότι δεν θα πλήξεις, η κοντέσα είναι πολύ καλή παρέα!»

Όλα αυτά ήταν έξω από το πρόγραμμα. Δεν ήταν και τόσο ασυνήθιστο γι αυτόν να βγαίνουν όλα εκτός τάξης, όμως, εμένα με αποσυντόνισε.

«Σκέφτεσαι το πρόγραμμα του τριημέρου Χάρμο;» μου είπε ο πρίγκιπας λες και διάβαζε τη σκέψη μου. «Ακόμα δεν το έχεις καταλάβει –τόσο καιρό μαζί μου- ότι τα προγράμματα γίνονται για να τα παραβιάζουμε;»

Ήταν αλήθεια πως η παραβίαση των κανόνων ήταν ο μόνος σταθερός κανόνας για τον νεαρό πρίγκιπα.

«Έλα τώρα, άσε το πρόγραμμα» μου είπε κι η Φουέντε.

Ο Δον Χουάν έφυγε από το δωμάτιο. Πήγα μέχρι το παράθυρο και κοίταξα έξω. Τον είδα να καλπάζει με το άλογό του στο σκοτάδι της νύχτας. Το φεγγάρι φώτιζε την παγωμένη κοιλάδα κι έδειχνε τον δρόμο. Καθώς τον κοίταζα, ένιωσα το χέρι της Φουέντε να μου αγγίζει τον ώμο και το σώμα της να ακουμπά στο δικό μου.

«Πάει σε μια κοπέλα που τον περιμένει λιώνοντας στο παραθύρι της» μου ψιθύρισε.

«Προς τι η μυστικότητα όμως;» ρώτησα. «Θα πρόκειται για καμιά πολύ γνωστή κυρία.»

«Αντιθέτως, η Μαρία είναι νεαρή κι εντελώς άγνωστη χορεύτρια» μου είπε.

Την κοίταξα με περιέργεια.

«Τυχαίνει όμως να του αρέσει πολύ!» συμπλήρωσε με φωνή απαλή η Φουέντε.

Ένιωθα την ανάσα της και το άρωμά της στον λαιμό μου. Ήμουν αρκετά μεγάλος ώστε να μην παρασύρομαι εύκολα από τα πρόσκαιρα αισθήματα και τις παρορμήσεις μου. Εκείνη ήταν αρκετά ελκυστική, όμως, ώστε να μην μου αφήσει κανένα περιθώριο. Ήταν η πρώτη στιγμή που έπαιρνα μιαν ανάσα από τότε που είχα βυθιστεί στους εφιάλτες. Από την αποφράδα μέρα του περασμένου Σεπτέμβρη, όταν έχασα τις δυο γυναίκες της ζωής μου, δεν είχα νιώσει να ζω. Η Φουέντε ήταν μια πηγή, ένα σιντριβάνι καθάριου νερού που δρόσιζε ξαφνικά και σκόρπιζε τους εφιάλτες μου.

«Κοντέσα…» πήγα να πω.

«Μη μιλάς Χάρμο» μου είπε και με πλησίασε ακόμα περισσότερο.

Μου έκλεισε το στόμα με τα δάχτυλά της. Τα χείλη της ήταν πολύ κοντά στο πρόσωπό μου. Το πρόσωπό της, όπως φωτιζόταν από τα ξύλα που καίγονταν στο τζάκι, ήταν φωτεινό σαν φλογισμένο. Τα μεγάλα μάτια της το στόλιζαν σαν δυο πολύτιμα διαμάντια. Τα κατακόκκινα μαλλιά της σχημάτιζαν γύρω του ένα λαμπρό φωτοστέφανο. Ήταν γλυκιά και πολύ όμορφη, ανάσαινε βαριά και μύριζε υπέροχα. Φοβόμουν πως δεν θα την άντεχα τόση ομορφιά.

«Χαλάρωσε κι έλα να κάτσουμε κοντά στη φωτιά» μου είπε ψιθυριστά.

Κοιμηθήκαμε μαζί εκείνο το βράδυ της Ανάστασης όπως και τα επόμενα δύο που μείναμε στη Βιλαμπίγια. Το ίδιο έγινε κι όλα βράδια της εβδομάδας που κράτησε το ταξίδι μας μέχρι τη Βαρκελώνη. Δεν μπόρεσα να την χορτάσω. Ίσως δεν θα μου έφτανε μια ζωή για να χορτάσω ένα τέτοιο πλάσμα. Μείναμε μαζί σε πανδοχεία σχετικά καθαρά και φιλόξενα στη διαδρομή και σ’ ένα πανδοχείο στη Βαρκελώνη. Μείναμε μαζί για δυο μέρες ακόμη μέχρι να σαλπάρει το πλοίο που θα με ταξίδευε στη Γένοβα. Η Φουέντε συστηνόταν σαν γυναίκα μου με το όνομα Βιτόρια. Όπως έλεγε, πέρασε μαζί μου πραγματικά όμορφα για πρώτη της φορά μετά τον καιρό της νιότης της. Όλο αυτό που ζήσαμε μαζί, για εκείνην ήταν μια συναρπαστική εμπειρία και για μένα ήταν ένα απίθανο όνειρο.

Η αλήθεια είναι ότι είχα μεγάλη ανάγκη από ένα τέτοιο διάλειμμα. Όλο τον τελευταίο καιρό ένιωθα ψυχικά άρρωστος. Έχανα την αίσθηση της πραγματικότητας. Οι περιηγήσεις μου, σε κόσμους ολότελα φανταστικούς, επανέρχονταν με όλο και μεγαλύτερη συχνότητα. Η αρρώστια κατάτρωγε το μυαλό μου. Βασανιζόμουν απ’ αυτές τις διαλείψεις από τότε που ένιωσα το πρώτο κτύπημα της απώλειας του Ιάκωβου. Εισχωρούσα σε παράλληλους κόσμους που για μένα ήταν η πραγματικότητα και για τους άλλους απλές φαντασιώσεις. Η κατάστασή μου χειροτέρεψε με το διπλό κτύπημα της απώλειας της Διονυσίας και της Δηιάνειρας. Αυτή η Ισπανίδα όμως έκανε πέρα και την αρρώστια αλλά και την θλίψη μου.

«Μ’ αρέσει να αφήνομαι και να κοιμάμαι στην αγκαλιά σου Χαρμονιόζο» μου έλεγε.

Ξαπλώναμε κουρασμένοι απ’ τον έρωτα, ευτυχισμένοι. Η ονομασία “Χαρμονιόζο” ήταν μια δική της προέκταση του “Χάρμο”. Την χρησιμοποιούσε γιατί στα ισπανικά σήμαινε “αρμονικός”, λέξη παρμένη από τα ελληνικά. Η Φουέντε με αποκαλούσε έτσι, μετατρέποντας το Χάρμο σε Χαρμονιόζο. Ήθελε, λέει, να τονίσει ότι την είχα βοηθήσει να επέλθει μια αρμονία στην ψυχή της.

«Κι εμένα μ’ αρέσει πολύ Πηγίτσα» της έλεγα εγώ.

Μετέφραζα κι εγώ το όνομά της στα ελληνικά όποτε ήθελα να της μιλήσω τρυφερά. Την αποκαλούσα “Πηγίτσα” ή “Πηγή” αφού Φουέντε, Fuente, ήταν η ισπανική λέξη για την πηγή. Της θύμιζα έτσι ότι κι εκείνη είχε γίνει μια πηγή που ανάβλυζε ζωή για μένα. Άλλοτε περιείχε γάργαρο νερό για τη διψασμένη μου ψυχή κι άλλοτε καθαρή ηδονή για το στερημένο μου κορμί. Με την Φουέντε δεν ένιωθα να προδίδω την Διονυσία ή έστω την ανάμνησή της. Το συναίσθημα που είχα ήταν τόσο καθαρό και φυσικό που δεν μου προξενούσε ερωτηματικά. Τσιμπιόμουνα για να σιγουρευτώ ότι η ζωή μου μαζί της ήταν πραγματική. Φοβόμουν κάποιες στιγμές μήπως ήταν κι αυτό ένα αρρωστημένο δημιούργημα του μυαλού μου.

«Πρώτη μου φορά νιώθω τόσο ζωντανή» μου είπε μέσα στο πανδοχείο στη Βαρκελώνη.

«Εγώ δεν ξέρω αν ζω στ’ αλήθεια αυτά που ζω ή αν τα ονειρεύομαι. Έχω κι αυτή την αρρώστια στο μυαλό μου που δεν μ’ αφήνει να ξεχωρίσω την αλήθεια από το ψέμα.»

«Τίποτε δεν είναι ψέμα, Χαρμονιόζο» μου είπε γλυκά.

Το κορμί της, το πρόσωπό της, όλη η παρουσία της, με αναστάτωναν και με έκαναν ικέτη του έρωτά της. Δεν ήταν, όμως, μόνο η ομορφιά που με τραβούσε. Ο τρόπος που μιλούσε, που ενεργούσε, που αντιμετώπιζε κι εμένα και τη ζωή, ήταν υπέροχος και με έθελγε. Όσο κι αν φοβόμουν να το παραδεχτώ, αυτό που ένιωθα μαζί της ήταν ένας κεραυνοβόλος έρωτας!

«Πάντα μου άρεσες, Χαρμονιόζο. Σεβόμουν τη ζωή σου, την Διονυσία, την οικογένειά σου, γι αυτό δεν στο έδειξα ποτέ» μου είπε γλυκά κάποια στιγμή.

«Κι εγώ φρόντιζα να μην σε βλέπω ακόμη κι όταν ήσουν μπροστά μου. Κάτι ήξερα. Φοβόμουν μην με κάψεις, κι είχα δίκιο τελικά.»

«Μην σου φανεί τρελό. Νιώθω πως σε ερωτεύομαι.»

«Γλυκιά μου Πηγίτσα, με τρελαίνεις» της είπε και δεν άντεχα την τόση χαρά που ένιωθα εκείνη τη στιγμή.

Αν η Φουέντε-Βιτόρια πέρασε καλά μαζί μου κι ένιωσε ακόμα και ερωτευμένη, τότε εγώ πέρασα ονειρικά μαζί της.

«Όπου κι αν πας, να με σκέφτεσαι» μου ζήτησε.

«Όπου κι αν πάω, θα είσαι μαζί μου» της υποσχέθηκα.

Όταν το πλοίο σήκωνε την άγκυρα και σαλπάριζε από την Βαρκελώνη, η Φουέντε κουνούσε το μαντίλι της. Ήταν στην αποβάθρα κι εγώ στην κουπαστή. Ήμουν σίγουρος πως δάκρυζε όπως δάκρυζα κι εγώ. Είχα διαπιστώσει πόσο συναισθηματική κι ευαίσθητη ήταν αυτές τις μέρες που είχαμε περάσει μαζί. Δεν πίστευα πως θα να αντικαθιστούσε τη Διονυσία, μετά από τόσα όμορφα χρόνια που είχα περάσει με την γυναίκα μου. Ήξερα όμως ότι μπορούσε να ανακουφίζει ή και να εξαφανίζει τον πόνο της απώλειας. Με παρέσερνε σε ένα βαθύ, πυρετώδες ερωτικό συναίσθημα. Ήταν τόσο έντονο το παρόν που ζούσα μαζί της που ξεχνούσα το παρελθόν κι αδιαφορούσα παντελώς για το μέλλον.

Η σταθερή απόφασή της να ενταχθεί στην Αδελφότητα είχε σχέση όχι μόνο με τον Δον Χουάν αλλά και με εμένα! Ήταν κάτι που δεν θα το πίστευα αν δεν μου το έλεγε η ίδια. Όλα στη ζωή της με συνέπαιρναν. Ήταν δύσκολο να γυρίζει μόνη της μια γυναίκα στη Βιλαμπίγια ή στη Βαρκελώνη με το ψευδώνυμο Βιτόρια. Η αξιοθαύμαστη τόλμη της με κατακτούσε κι η τόσο εμφαντική ομορφιά της με μάγευε. Όλα μαζί με έκαναν να την θέλω αφόρητα. Ζήσαμε μιαν ερωτική σχέση μόνο δέκα ημερών, αλλά, την σκεφτόμουν συνέχεια στο ταξίδι μου. Ούτε που το κατάλαβα για πότε το πλοίο διέτρεξε τα παράλια της Γαλλίας κι έφτασε στο λιμάνι της Γένοβας. Ήταν ένα εύκολο ταξίδι με καλό καιρό κι ένα γερό πλοίο. Η σκέψη της γλυκιάς Φουέντε, κι η ερωτική ένταση των ημερών που περάσαμε μαζί, απάλυνε τη μαυρίλα της ψυχής μου. Το χαμογελαστό, πηγαίο φάντασμά της ερχόταν στο μυαλό μου για να με ανακουφίζει. Ήταν το μόνο φάρμακο για τον πόνο που μου προκαλούσαν οι αδικοχαμένες στην Κύπρο γυναίκες μου.

Αποβιβάστηκα στη Γένοβα και από εκεί τράβηξα κατ’ ευθείαν για το Τουρίνο. Συναντήθηκα με την Μαργαρίτα και με τις κόρες της. Η Μαργαρίτα έκλαψε στην αγκαλιά μου για τις απώλειες των αγαπημένων μου γυναικών. Ήξερε πόσο πολύ μου είχαν στοιχίσει.

«Τα μάθαμε, Χάρμο. Σίγουρα όμως θα έχεις να μας πεις κι άλλα πολλά» μου είπε.

Με ρώτησε για όλους και για όλα καθώς και για τη συνεδρίαση που έγινε στην Κωνσταντινούπολη. Είχε μάθει λίγα πράγματα από επιστολή της Ελένης. Της είπα ότι οι στιγμές ήταν κρίσιμες κι ότι η ώρα μας είχε φτάσει. Χάρηκε που έμαθε το πιο σπουδαίο νέο, ότι ο Δον Χουάν είχε αποδεχτεί να τεθεί επικεφαλής. Ήταν ενθαρρυντικό που είχε ήδη αναλάβει την αρχηγία της Αδελφότητας. Φυσικά τον είχα ενημερώσει για όλα. Για τα μέλη μας, για τις αποφάσεις που πήραμε στην Κωνσταντινούπολη και για τον ιστό της αράχνης που κλώθαμε.

«Την ημέρα του Πάσχα, ακριβώς μετά την Ανάσταση, τον όρκισα» της είπα. «Πρώτα έγινε μέλος της Αδελφότητας και κατόπιν αρχηγός της!»

«Πώς ένιωσες, Χάρμο, όταν όρκιζες έναν θρύλο, το θαύμα της Ευρώπης;»

«Ήταν μοναδική στιγμή, Μαργαρίτα. Σε διαβεβαιώνω ότι ποτέ άλλοτε στη ζωή μου δεν έλειψε ο Ιάκωβος από δίπλα μου τόσο πολύ! Θα ήθελα να μπορούσε να την δει και να την ζήσει αυτή τη στιγμή. Αν επικοινωνούσε για μια στιγμή μονάχα με τον άλλο κόσμο, αυτό θα είχα να του πω.»

«Την έζησε μέσα από σένα, Χάρμο. Έτσι ζούμε όλοι μας μετά τον θάνατο, ζούμε μέσα απ’ τους δικούς μας ανθρώπους.»

«Σ’ αυτό έχεις δίκιο. Ο Ιάκωβος ήταν εκεί, παρών στην ορκωμοσία του Δον Χουάν, όπως και η Διονυσία. Όλοι σας, κι οι ζωντανοί κι οι πεθαμένοι ήταν εκεί!»

Έδειξε ότι κατανοούσε την συγκίνησή μου και μου χαμογέλασε.

«Ήταν υπέροχο. Όλα τα νέα γύρω από την υπόθεσή μας είναι εκπληκτικά! Θα ξεκινήσει και η εξέγερση στη ξηρά τώρα, έτσι δεν είναι;»

«Ξεκίνησε κιόλας με παρακίνηση των Βενετών» είπα. «Όμως αυτό που προέχει, τώρα, είναι να γίνει διοικητής του στόλου ο πρίγκιπας και όχι ο Ντ’ Όρια!»

«Έχουμε επιρροή στον Φιλιβέρτο κι η Σοφία μπορεί να παίξει ρόλο εδώ.»

«Πρέπει να δω την Σοφία. Υπάρχει δουλειά για να της αναθέσω. Το ζήτησε ο Δον Χουάν.»

Συναντήθηκα με τη Σοφία. Της είπα για την ανάγκη να αποκλειστεί ο Ντ’ Όρια.

«Ο Δον Χουάν είναι το άστρο που ανατέλλει σε όλη την Ευρώπη» είπε αποφασιστικά η Σοφία.

«Αυτό πρέπει να υποστηρίξει δυνατά ο Φιλιβέρτος στον Πάπα» της τόνισα.

«Θα το κάνει! Δεν θα αφήσει τον Τζιαν Αντρέα Ντ’ Όρια να διοικήσει τον στόλο. Σιχαίνεται την διστακτικότητα και την αναβλητικότητά του. Ο θείος Ντ’ Όρια απέτυχε στην Πρέβεζα, δεν χρειάζεται να αποτύχει κι ο ανιψιός Ντ’ Όρια.»

«Αυτό εδώ είναι εμπιστευτικό σημείωμα του Δον Χουάν για τον Δούκα» είπα και της έδωσα την επιστολή. «Γράφτηκε με διπλωματικό τρόπο για το ενδεχόμενο διαρροής. Διατυπώνει, όμως, σαφέστατα το αίτημα.»

Η Σοφία ήταν η αδυναμία του Δούκα της Σαβοΐας, ο Φιλιβέρτος, όμως, είχε κι άλλους λόγους για να αντιδρά. Στην ανταγωνιστική, γειτονική ναυτική πόλη της Γένοβας, οι Ντ’ Όρια αποτελούσαν μια μόνιμη απειλή. Ο Δούκας δεν έβλεπε με καλό μάτι τη στενή σχέση του Ντ’ Όρια με τον Φίλιππο που ήταν επικυρίαρχος της Γένοβας. Η ενδυνάμωση του Ντ’ Όρια απειλούσε την ανεξαρτησία της Σαβοΐας κι αυτό ανησυχούσε τον Φιλιβέρτο. Κι από μόνος του λοιπόν ο Δούκας δεν τον ήθελε επικεφαλής της σταυροφορίας.

«Ο Φιλιβέρτος θα στείλει επιστολή στον Πάπα. Δίσταζε τόσο καιρό, αλλά, τώρα που του το ζητά ο Δον Χουάν θα το κάνει» με διαβεβαίωσε.

«Χρειαζόμαστε κάτι ακόμη Σοφία» της είπα. «Πρέπει να προετοιμάσεις τον Φιλιβέρτο ώστε, αν όλα πάνε καλά, η Σαβοΐα να μας δώσει τα δικαιώματα της. Υπάρχουν εδάφη όπου έχει ακόμα διεκδικήσεις.»

«Ποια εδάφη εννοείς;»

«Η Σαβοΐα έχει δικαιώματα στην Κύπρο, στην Χίο στην Κριμαία κι αλλού. Θέλουμε να διαθέσει κάποια από αυτά την κατάλληλη στιγμή υπέρ της Ελλάδας.»

«Θα είναι εύκολο» είπε η Σοφία. «Τα εδάφη αυτά είναι έτσι κι αλλιώς χαμένα.»

«Είναι πολύ σημαντικό, αν ποτέ βρεθούμε σε τραπέζι διακανονισμών, να έχουμε κι εμείς κάποια χαρτιά στα χέρια μας» της εξήγησα.

Με κοίταξε με έκπληξη αλλά και χαρά.

«Μου φαίνεται απίστευτο ότι συζητώ τέτοια πράγματα» είπε. «Φτάσαμε λοιπόν τόσο κοντά σε εκείνο το αδιανόητο που αναζητούσε ο Ιάκωβος;»

«Ναι. Ο φίλος μας ήταν όχι απλά ένας οραματιστής ή ένας γενναίος, ήταν και προφήτης! Λίγους ανθρώπους έχω γνωρίσει σαν αυτόν!»

«Ο Δον Χουάν;» ρώτησε. «Δεν είναι τέτοιος άνθρωπος ο πρίγκιπας;»

«Είναι εξαιρετικός, όμως, είναι παιδί ακόμα» της είπα.

«Ο Ιάκωβος ήταν ένα λαμπρό αστέρι, το ήξερα και το αισθανόμουν» είπε η Σοφία. «Η μητέρα μου ήταν πολύ τυχερή γυναίκα που τον γνώρισε κι αλλιώς.»

Αυτό το “αλλιώς” με έκανε να την κοιτάξω περίεργα. Ήξερε λοιπόν; Φαίνεται πως είχε μιλήσει με την μητέρα της και τα είχε μάθει όλα.

«Να είσαι ερωτευμένη με έναν τέτοιον άντρα!» συνέχισε εκείνη «θα είναι φοβερό. Πες μου, Χάρμο, ήταν κι αυτός τόσο ερωτευμένος με τη μητέρα μου άραγε;»

«Ήταν ο πρώτος του έρωτας και … καταλαβαίνεις. Οι δυο τους ήταν τέλειο ζευγάρι αλλά ο παππούς σου ο Κορέσης δεν αστειευόταν. Είχε υποσχεθεί να δώσει την Μαργαρίτα στους Γκριμάλντι κι αυτό δεν θα άλλαζε με τίποτα! Με τον Ιάκωβο φύγαμε από τη Χίο κακήν κακώς» της είπα χαμογελώντας.

Θυμόμουν όλα αυτά που μάς είχαν συμβεί πριν σαράντα περίπου χρόνια. Της είπα ιστορίες από την εποχή κι απ’ τον έρωτα του Ιάκωβου με την Μαργαρίτα. Μου άρεσε που έφερνα ξανά στο νου μου τη νιότη μας και ζωντάνευα ξανά τον φίλο μου. Η Σοφία ρούφαγε όσα έλεγα με μάτια έκπληκτα, γεμάτα ενθουσιασμό. Απόρησα με την έκπληξή της, γιατί μου είχε δώσει την εντύπωση ότι τα ήξερε.

«Δεν στα έχει πει η μητέρα σου;» τη ρώτησα.

Φοβήθηκα προς στιγμή ότι είχα πει πολλά περισσότερα από όσα έπρεπε.

«Μιλήσαμε, αλλά, δεν μου είπε και πολλά πράγματα.»

«Και πως έβγαλες το συμπέρασμα ότι η μητέρα σου γνώρισε τον Ιάκωβο και τον ερωτεύτηκε κιόλας; Δεν στα είπε η ίδια;» τη ρώτησα.

«Εκείνη είναι σφίγγα, δεν μιλάει γι αυτά. Το κατάλαβα, όμως, από τη δική σου αντίδραση!» μου είπε χαμογελώντας. «Αλλά απ’ τη διήγησή σου έμαθα επιτέλους τόσα πολλά που ήθελα να ακούσω.»

«Μικρή, με παγίδεψες!» της είπα σχεδόν θυμωμένος.

«Έλα, μην κάνεις έτσι» μου είπε χαμογελώντας και με μαλάκωσε αμέσως. «Δεν θα πω στη μητέρα μου τίποτα, ήθελα όμως να ξέρω.»

«Η μητέρα σου δεν έχει κάτι για να ντρέπεται. Μάλλον, θέλει να προστατέψει την καλή φήμη του πατέρα σου και γι αυτό δεν σας μιλάει» είπα.

«Έτσι είναι» είπε η Σοφία. «Γι αυτό και δεν θα της πω τίποτα. Όμως μου άρεσε η ιστορία και, να το ξέρεις, ήταν όπως το ονειρευόμουν!»

Η Σοφία έκανε πολύ καλή δουλειά με τον πεθερό της τον δούκα Εμμανουήλ Φιλιβέρτο. Η Μαργαρίτα ενημέρωσε τον Ιουστίνο και του παρέδωσε το μήνυμα του Δον Χουάν προς τον Μεγάλο Δούκα της Βενετίας. Με τον τρόπο αυτό ο κλοιός γύρω από τον Ντ’ Όρια έσφιγγε, προς τέρψη βέβαια του Πάπα. Ο Τζιαν Αντρέα Ντ’ Όρια δεν είχε σοβαρούς υποστηρικτές πλέον ούτε στην βόρεια Ιταλία. Του έμενε μόνο η υποστήριξη του Φίλιππου. Θα έφτανε; αναρωτιόμουν.

Ο Πάπας, μ’ αυτή την στήριξη, μπορούσε να επιμένει να αρνείται την ανάθεση της αρχηγίας στον Ντ’ Όρια. Ο Γκρανβέλ ένιωθε άβολα στο Βατικανό αφού ο Πίος γινόταν όλο και πιο επίμονος υπέρ του Δον Χουάν. Έβλεπε πως έχανε το παιχνίδι. Ο καρδινάλιος Τόρες, στη Μαδρίτη ηρέμησε όταν είδε ότι η πίεση του Πίου προς τον Φίλιππο μεγάλωνε. Ήταν όλο και πιο φανερό ότι όλοι θα αποδέχονταν τον Δον Χουάν.

Ήταν μέσα Μαΐου όταν έφτασα στη Ρώμη. Πολλοί από την Αδελφότητα βρεθήκαμε εκεί. Έπρεπε να τα βάλουμε κάτω, να συζητήσουμε. Οι εξελίξεις είχαν κορυφωθεί κι η απόφαση για τον επικεφαλής της Συμμαχίας θα έβγαινε από μέρα σε μέρα. Μας υποδέχτηκε, σαν οικοδεσπότης μας, ο Φραντσέσκο Καστιλιόνι. Από τη Βενετία ήρθαν ο Ιουστίνος κι ο Μορμόρης. Έφεραν κι επιστολή του Δόγη προς τον Πάπα με την οποία ζητούσε τον αποκλεισμό του Ντ’ Όρια. Ήταν εκεί ο Ροντρίγκες κι ο Βαλέρης με την αντιπροσωπεία των Ιπποτών της Μάλτας. Είχαν έρθει οικογενειακώς οι Γκριμάλντι, ενώ ήταν εκεί και οι Μενάγιας, Καλλέργης Τσόμης και Συγκλητικός. Είχαν έρθει στη Ρώμη με πλοίο. Και, προς μεγάλη μου έκπληξη, ήταν εκεί και η κόμισα Φουέντε!

Είχε έρθει στη Ρώμη με δικό της υπηρετικό προσωπικό. Εγκαταστάθηκε σε ένα σπίτι στην Όστια, έξω απ’ τη Ρώμη, όπου πήγα για να την συναντήσω. Δεν άντεχα να ξέρω πως ήταν τόσο κοντά και να μην την έχω δει. Ένιωθα τύψεις απέναντι στη μνήμη της Διονυσίας αλλά η ερωτική έξαψη υπερνικούσε κάθε εμπόδιο του μυαλού. Με υποδέχτηκε στον κήπο της βίλας της, απ’ όπου είχε διώξει φύλακες κι υπηρέτες για να μείνουμε μόνοι. Αλλάξαμε ελάχιστα μόνο λόγια αλλά πολλά φιλιά. Και μόνο όταν χορτάσαμε τον έρωτα συνήλθαμε κάπως και μιλήσαμε κανονικά.

«Χάρηκα πολύ όταν έμαθα πως ήρθες» της είπα.

«Ήθελα να είμαι εδώ. Είμαι στο κέντρο του κόσμου και κοντά σου» μου είπε.

«Η αλήθεια είναι ότι σε σκεφτόμουν πολύ περισσότερο από όσο θα έπρεπε» της είπα.

«Νιώθω κι εγώ να μου λείπεις και θέλω να είμαστε συνέχεια μαζί» μου είπε.

Όσο έμεινα στη Ρώμη, περνούσα τα βράδια μου στην Όστια στης Φουέντε. Ένιωθα κι εγώ, όπως κι εκείνη, διπλά στο κέντρο του κόσμου. Εδώ είχαν συγκεντρωθεί οι δυνάμεις όλης της χριστιανοσύνης να αποφασίσουν για το μέλλον τους κόντρα στους Τούρκους. Εδώ βρισκόταν η Φουέντε που ήταν για μένα, τώρα, το κέντρο αυτού του κόσμου.

Υπήρχαν εδώ αντιπρόσωποι απ’ την Ισπανία κι απ’ τη Βενετία, που ήταν οι κύριες δυνάμεις της συμμαχίας. Ήταν οι Ιππότες της Μάλτας, ο στρατός του Πάπα. Ήταν εκπρόσωποι από τη Σαβοΐα και τη Γένοβα κι ακόμη εκπρόσωποι από τη Φλωρεντία. Εκτός από όσους μετείχαν στον συνασπισμό, τις συζητήσεις παρακολουθούσαν από κοντά Γαλλία και Γερμανία. Κανονίζονταν λεπτομέρειες που φαίνονταν ανούσιες αλλά έκρυβαν μέσα τους μεγάλες αντιθέσεις.

Οι Βενετοί ήταν τώρα αυτοί που επείγονταν για πόλεμο. Η Λευκωσία κι ολόκληρη σχεδόν η Κύπρος ήταν στα χέρια των Οθωμανών. Η Αμμόχωστος εξακολουθούσε να αντιστέκεται ενώ οι Τούρκοι απειλούσαν με επέμβαση την ίδια την Βενετία. Αν γινόταν να σωθεί η Αμμόχωστος ή να ανακαταληφθεί η Κύπρος, τότε άξιζε τον κόπο να γίνει η αντιτουρκική συμμαχία. Οι Ισπανία, όμως, δεν βιαζόταν. Προτιμούσε μια επίδειξη της χριστιανικής δύναμης αλλά όχι μια πραγματική ναυμαχία. Ο Φίλιππος δεν άντεχε στη σκέψη να χάσει γαλέρες που το κόστος αναπλήρωσής τους ήταν μεγάλο. Οι Ιππότες μισούσαν τους Βενετούς και το ίδιο ένιωθαν οι Γενουάτες κι ιδιαίτερα ο Ντ’ Όρια. Δεν θα φτιαχνόταν ποτέ καμιά συμμαχία αν δεν ήταν τόσο έντονη η απειλή του Οθωμανού. Το συνονθύλευμα των αλληλοκατηγορούμενων χριστιανών δεν θα έφτανε ποτέ σε συμφωνία. Υπήρχαν όμως δυο παράγοντες που έκλιναν την πλάστιγγα. Από την μια ήταν η προσωπικότητα του Πάπα Πίου του Ε’, που είχε θέσει σκοπό της ζωής του την σταυροφορία. Από την άλλη ήταν η θρυλική προσωπικότητα του Δον Χουάν που μπορούσε να εμπνεύσει τους πάντες.

Στις 25 Μαΐου του 1571 η συμφωνία υπογράφτηκε. Είχε περάσει ένας ολόκληρος χρόνος που όλο ετοιμαζόταν κι όλο δεν κατέληγε. Την περασμένη χρονιά ο στόλος πλησίασε στην Κύπρο, αλλά, δεν άγγιξε το νησί και γύρισε ταπεινωμένος. Δεν υπήρχε, όμως, τότε ούτε συμφωνία, ούτε κοινός αρχηγός, ούτε κοινός στόχος ούτε και δέσμευση. Εκείνο το περσινό λάθος δε θα επαναλαμβανόταν. Δεν θα έμεναν κενά στη συμφωνία όπως το 1538 πριν την Πρέβεζα. Τότε ο στόλος της ιερής συμμαχίας έχασε τη ναυμαχία λόγω ασυνεννοησίας.

Το Παπικό κράτος η Ισπανία κι η Βενετία, υπέγραψαν στη Σάλα ντε Κοζιστόρο την Sacra Liga Antiturca. Ήταν η ιερή αντιτουρκική συμμαχία. Ο τίτλος αυτός σήμαινε ότι οι στόχοι ήταν ξεκάθαροι. Κύπρος, Άγιοι Τόποι και Βόρεια Αφρική, όλα τα μέρη όπου οι Τούρκοι ήταν σε σύγκρουση με χριστιανούς. Έμεναν έξω οι βόρειες προτεσταντικές χώρες για τις οποίες επέμενε ο Φίλιππος. Είχαν αντιδράσει όλοι στην προσπάθεια της Ισπανίας να συγκροτηθεί συμμαχία «κατά απίστων και αιρετικών». Έμεινε μόνο «κατά των Τούρκων»! Συμφωνήθηκε ακόμη πως θα ήταν παντοτινή, χωρίς ημερομηνία λήξης, κι ότι θα ήταν εξ ίσου αμυντική κι επιθετική.

Η Ρώμη ξέσπασε σε πανηγυρισμούς και το ντελίριο μεταδόθηκε ταχύτατα σε όλη την Ιταλία κι όλη την Ισπανία. Πανηγυρίσαμε κι εμείς σε μια έκτακτη συνεδρίαση όσων μελών της Αδελφότητας βρίσκονταν εδώ. Αυτό που είχε γίνει ήταν ακριβώς αυτό που επιζητούσαμε. Αντιτουρκική συμμαχία με επικεφαλής τον Δον Χουάν. Τώρα πια χρειαζόταν να δράσουμε ταχύτατα ώστε να προβλέψουμε και να ελέγξουμε τις εξελίξεις που δεν θα περίμεναν.

...........................(συνεχίζεται) .............

****************************

Την Δευτέρα 12/4 το 10γ, τρίτο μέρος του 10ου κεφαλαίου.

Πέμπτη 8 Απριλίου 2021

34 Δον Χουάν Ηρακλείδης (κεφ.10α)

Μπαίνουμε στο κεφάλαιο 10 που θα παρουσιαστεί σε τέσσερις συνέχειες, σήμερα το 10α, αύριο το 10β, την Δευτέρα 12/4 το 10γ και την Τρίτη 13/4 το 10δ.

Στο κεφάλαιο 10 βλέπουμε την σταυροφορία να ξεκινά με τον Δον Χουάν και να καταλήγει με την ναυμαχία της Ναυπάκτου. Ταυτόχρονα βλέπουμε και έναν έρωτα που αναπτύσσεται παράλληλα με τα γεγονότα.

Πέρα από την μυθοπλασία, τα γεγονότα που αναφέρονται είναι μια λεπτομερής περιγραφή όσων  προηγήθηκαν και όσων έγιναν στη διάρκεια της μεγάλης μάχης που χαρακτηρίστηκε η μητέρα όλων των μαχών.

************************

Πορτρέτο του Δον Χουάν της Αυστρίας


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10: Η ΙΕΡΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑ


Βρισκόμουν στην Ισπανία εδώ κι ένα μήνα. Είχα ήδη εγκλιματιστεί στο καστιλιάνικο περιβάλλον της βασιλικής αυλής. Ο Δον Χουάν είχε φύγει πολύ γρήγορα από το μοναστήρι στο οποίο τον είχα αφήσει αποχαιρετώντας τον. Ήταν πολύ νέος για να χάσει τη διάθεση για ζωή και περιπέτεια. Με υποδέχτηκε εγκάρδια και με ενέταξε αμέσως στη προσωπική του δύναμη. Ήμουν υπασπιστής, λοχαγός της προσωπικής του φρουράς και γραμματέας του. Ωστόσο, δεν είχα καταφέρει να βρω ευκαιρία να του μιλήσω για την Αδελφότητα κι αυτό με έτρωγε. Ήταν 14 Απρίλη, Μεγάλο Σαββάτο(i) του 1571, που με κάλεσε στο γραφείο του στη Μαδρίτη. Με χαιρέτισε και μου είπε αμέσως τα σχέδιά του. Ήταν πολύ ορεξάτος.

«Λοχαγέ» με προσφώνησε όπως συνήθιζε. «Ετοιμάσου. Θα πάμε στη Βιλαμπίγια σήμερα το απόγευμα και θα κάνουμε Ανάσταση εκεί.»

Η Βιλαμπίγια ήταν χωριό κοντά στο Πανεπιστήμιο του Αλκαλά. Εκεί είχαν σπουδάσει ο Δον Χουάν με τον Δον Κάρλος και τον Αλέξανδρο Φαρνέζε. Είχαν περάσει καλά στο Αλκαλά και σ’ όλα τα γύρω χωριά, όπου επεκτεινόταν η ασύδοτη νεανική δράση τους. Γι αυτό είχε διαλέξει αυτό το μέρος για να χτίσει πύργο. Ξέφευγε από τη Μαδρίτη, όποτε το είχε ανάγκη και κυνηγούσε στους γύρω λόφους. Μ’ άρεσε αυτό το μέρος κι ήμουν σίγουρος ότι η Ανάσταση θα ήταν κατανυκτική. Βέβαια, όσα είχα ζήσει κι απολαύσει κάποτε μαζί με τη Διονυσία τώρα με μελαγχολούσαν. Ο Χουάν διέκρινε την θλίψη μου, με πλησίασε και μ’ έπιασε από τους ώμους.

«Ξέρω πόσο σου λείπουν, λοχαγέ» μου είπε. «Όμως, οι άνθρωποι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα όταν έχει μιλήσει ο Θεός!»

«Δυστυχώς, εδώ, πριν να μιλήσει ο Θεός, πρόλαβαν και μίλησαν οι Τούρκοι.»

Δεν φοβόμουν να μιλάω ασεβώς για τον Θεό μπροστά του κι ας ήταν ένας Καθολικός. Ήξερα τις ελεύθερες απόψεις και τη φιλοσοφία του.

«Γνωρίζω πως η Δόνα Δονίζια έκανε με το τέλος της μια πράξη ηρωική. Ο θάνατός της ήταν μια θυσία που κόστισε τρεις γαλέρες στους Τούρκους! Αυτό με κάνει να την θαυμάζω ακόμα περισσότερο!»

«Έτσι είναι Εξοχότατε. Δυστυχώς, όμως, την έχασα!»

«Το ξέρεις, Χάρμο, πως έτσι είναι ο πόλεμος. Σκληρός είναι και άδικος.»

«Ο θάνατος, Κύριε, όπως κι αν έρθει δεν αντέχεται από τους ζωντανούς» είπα. «Εξάλλου, όλοι θα φύγουμε κάποτε.»

«Τίποτα πιο οδυνηρό για τον άνθρωπο από τη γνώση του βέβαιου θανάτου!» μου είπε. «Τιμωρηθήκαμε απ’ τον Θεό να γνωρίζουμε ότι κάποτε θα πεθάνουμε.»

Δεν με παρηγορούσαν οι φιλοσοφίες, όμως τις άκουγα.

«Ο Παλαιολόγος ο φίλος σου και δάσκαλός μου, με είχε διδάξει να έχω πάντα στο νου μου κάποια λόγια του Σωκράτη. Ήταν λόγια και για θάνατο και για ζωή. Όταν τον καταδίκασαν οι Αθηναίοι, θυμάσαι τι είχε πει;»

Τον κοίταξα με ενδιαφέρον για να δω πως θα συνέχιζε. Δεν θυμόμουνα τι είχε πει ο Σωκράτης στο δικαστήριο, εκείνος όμως το είχε συγκρατήσει.

«”Και τώρα, ώρα να πηγαίνουμε κι εσείς κι εγώ” είχε πει αυτός ο σπουδαίος Έλληνας στους δικαστές του. Συνέχισε να τους μιλάει παρά την καταδικαστική ετυμηγορία τους. “Εσείς πάτε για τη ζωή κι εγώ για τον θάνατο, όμως, ποιος πάει στο καλύτερο μόνο ο θεός το ξέρει”. Έτσι είχε μιλήσει ο Σωκράτης. Νιώθω ότι είχε πολύ δίκιο όταν βλέπω τα βάσανα που ζουν οι άνθρωποι. Δεν ξέρω αν η ζωή είναι, τελικά, καλύτερη απ’ τον θάνατο» είπε ο πρίγκιπας.

Όσα έλεγε άγγιζαν βαθιά την ψυχή και το μυαλό μου.

«Οι αρχαίοι έβλεπαν τον θάνατο πολύ διαφορετικά από εμάς» συνέχισε. «Ήταν λογικοί άνθρωποι, απλοί! Μπορούσαν να αντέχουν τον παραλογισμό του θανάτου, αντίθετα με εμάς που δεν αντέχουμε την αλήθεια!»

«Η Διονυσία δεν φοβόταν κανέναν και τίποτα» είπα.

«Το γνωρίζω λοχαγέ, και γι αυτό εκτιμούσα τόσο πολύ τη γυναίκα σου. Την εκτιμούσαν και την αγαπούσαν όλοι μέσα στο παλάτι, με πρώτη την Ισαβέλλα.»

Σκέφτηκα πως κι η μακαρίτισσα Ισαβέλλα είχε χαθεί τόσο νέα και τόσο άδοξα!

«Στο σαλόνι των δεξιώσεων σε περιμένει η κόμισσα Φουέντε» είπε ο Δον Χουάν αλλάζοντας κουβέντα. «Ήταν φίλη με τη γυναίκα σου και ζήτησε να σε δει.»

«Θα την δω ευχαρίστως» είπα.

«Ωραία λοιπόν, πήγαινε. Όταν τελειώσετε, φεύγουμε για τη Βιλαμπίγια.»

Η κόμισα ήτανε φίλη όχι μόνο της Διονυσίας αλλά και της Ισαβέλλας αν και μεγαλύτερή της. Την παρηγορούσε όταν βασανιζόταν απ’ τον ανεκπλήρωτο έρωτά της για τον Δον Χουάν. Είχε έξυπνα μάτια, προσωπικότητα και ταμπεραμέντο. Με μάγευε το βλέμμα της κι αν δεν υπήρχε η Διονυσία θα την είχα ερωτευτεί. Δεν είχα διαπιστώσει να έχει ερωτικό δεσμό με τον πρίγκιπα παρά την μεταξύ τους μεγάλη οικειότητα. Ίσως η Φουέντε να ήταν μια από τις ερωτικές δασκάλες του όταν ήταν ακόμη μικρός. Ήταν φλογερή, γύρω στα σαράντα, εκδηλωτική, εξωστρεφής και πολύ όμορφη. Είχε σγουρά κόκκινα μαλλιά και άσπρο λείο δέρμα. Όταν με είδε με πλησίασε και έσφιξε τα δυο μου χέρια στις παλάμες της.

«Λοχαγέ» μου είπε «λυπάμαι που έχασες την Διονυσία. Λυπάμαι και για τη μικρούλα χαριτωμένη ύπαρξη που είχατε φέρει στη ζωή εσείς οι δυο! Πιστέψτε με, η στενοχώρια μου γι αυτές τις δυο είναι είναι μεγάλη κι ανυπόκριτη. Δεν ξέρω πώς αλλιώς να την εκφράσω.»

«Κοντέσα, σας ευχαριστώ πολύ που μέσα στα δικά σας προβλήματα βρίσκετε χρόνο να συμπονέσετε κι εμάς.»

«Μα, τι λέτε τώρα, λοχαγέ. Η Δόνα Δονίζια ήταν φίλη μου. Λίγες γυναίκες αποκαλώ φίλες από τις πάμπολλες που έχω γνωρίσει.»

«Σας εκτιμούσε κι εκείνη» είπα, «δυστυχώς όμως …»

Δεν μπόρεσα να συγκρατήσω ένα δάκρυ που κύλησε αργά πάνω στο μάγουλό μου. Προσπάθησα να πω κάτι για να δείξω ψύχραιμος αλλά τα λόγια μου βγήκαν με ένα κόμπιασμα. Όλο αυτό χειροτέρεψε την κατάσταση.

«Συγνώμη» ψέλλισα. «Δεν ήθελα…. Συγνώμη.»

«Μα τι λέτε!» έκανε η κόμισσα. «Καταλαβαίνω τον πόνο και νιώθω τη συγκίνησή σας. Φοβάμαι πως θα κλάψω τώρα και εγώ!»

Ήταν γελοίο να στεκόμαστε απέναντι και να κλαίμε στα βουβά. Η Φουέντε έβγαλε ένα μαντίλι από μια τσέπη και μου το έδωσε. Δίστασα να το πάρω αλλά εκείνη επέμεινε.

«Σας παρακαλώ, πάρτε το» είπε με φωνή σπασμένη.

Μύριζε πολύ όμορφα και ήταν απαλό σαν μεταξένιο πάνω στο πρόσωπό μου. Σκουπίστηκε κι εκείνη με ένα άλλο μαντιλάκι και ηρέμησε.

«Δυστυχώς έτσι είναι η ζωή» είπα στωικά. «Αλλά, ας μιλήσουμε για τα σημερινά.»

«Θα πάτε στη Βιλαμπίγια, έτσι δεν είναι;» με ρώτησε.

«Ναι, αυτό μου είπε ο πρίγκιπας.»

«Θα έρθω κι εγώ μαζί σας, είμαι καλεσμένη!» είπε η Φουέντε κι αποχώρησε.

Ήταν σκάνδαλο να έρθει στο χωριό η όμορφη χήρα, αν και εκεί, τουλάχιστον, η παρουσία της θα έμενε κρυφή. Όλα όσα κάνει ο Δον Χουάν έχουν οσμή σκανδάλου, γιατί όχι κι αυτό; σκέφτηκα. Τουλάχιστον, ήταν πολύ ευχάριστη η παρέα της. Το βράδυ της Ανάστασης στη Βιλαμπίγια πήγαμε στην εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Οι τοπικές χορωδίες έπαιξαν για να ευχαριστήσουν τον πρίγκιπα που τους έκανε δωρεές. Παρά τις παράτες το κλίμα στο χωριό ήταν κατανυκτικό . Θύμιζε τις ορθόδοξες γιορταστικές αναστάσεις που είχα ζήσει. Η κατάνυξη με έκανε να νιώσω περισσότερο μόνος χωρίς τη Διονυσία και τη μικρή Δηιάνειρα.

Με αντάμειψαν οι κουβέντες που είχα με τον Δον Χουάν και την κόμισα. Ήταν κι εκείνος μόνος του. Απορούσα που είχε διαλέξει να βρεθεί σε αυτό το ησυχαστήριο, μακριά από τους νεανικούς γυναικείους πειρασμούς. Στη Μαδρίτη γύρω του είχε καθημερινές κι ατελείωτες διασκεδάσεις, ενώ εδώ είχε γαλήνη κι ησυχία. Το μόνο θηλυκό που υπήρχε γύρω μας σ’ αυτό εδώ το χωριό ήταν η Φουέντε.

Μετά την αναστάσιμη λειτουργία γυρίσαμε στον πύργο του χωρίς, όμως, διάθεση για ύπνο. Ο καιρός ήταν κρύος κι οι υπηρέτες είχαν ανάψει τζάκι στον ζεστό χώρο της βιβλιοθήκης. Με φώναξε και καθίσαμε εκεί με το φως της εστίας που έκαιγε καθώς και τις φλόγες από κάποια κεριά. Ήρθε στη βιβλιοθήκη και η κόμισσα. Το προσωπικό σέρβιρε ποτό και μας άφησε τους τρεις μόνους.

«Λοχαγέ, η Φουέντε είναι πολύ καλή κι έμπιστη φίλη μου. Θέλω να μετάσχει στην κουβέντα μας. Εξάλλου πιστεύω ότι είναι και δική σου φίλη, έτσι δεν είναι;»

«Μα φυσικά, αρκεί βέβαια να με θεωρεί κι εκείνη δικό της φίλο!»

Είχα κοκκινίσει. Δεν μου φαινόταν στο κιτρινοκόκκινο φως του τζακιού και των κεριών αλλά ένιωθα ένα φλόγισμα. Είχα καιρό να νιώσω έτσι. Η κόμισα μού ανέβαζε τους παλμούς αλλά έπρεπε συγκρατηθώ και να φερθώ σαν κύριος.

«Αλίμονο» είπε εκείνη. «Σας θεωρώ φίλο μου και σας συμπαθώ ιδιαίτερα.»

«Ωραία λοιπόν, δώσαμε τις εξηγήσεις. Μπαίνουμε στα θέματά μας» είπε ο πρίγκιπας.

Δεν είχε πει “θέμα” αλλά “θέματα”. Αναρωτήθηκα ποια άραγε να εννοούσε.

«Ο Βασιλιάς αδελφός μου όπως ξέρετε με είχε κρατήσει πολλά χρόνια σε απόσταση από τη διαδοχή του θρόνου. Τώρα, μετά τον τραγικό χαμό του Κάρλος και όσα επακολούθησαν, αυτό αρχίζει να αλλάζει. Αρχικά με δοκίμασε με τον στόλο της Μεσογείου πρόπερσι. Μετά με δοκίμασε στην εκστρατεία κατά των Μορίκος πέρσι. Απ’ ό,τι φαίνεται, πέρασα αυτές τις δυο δοκιμασίες, κατά την γνώμη του, επιτυχώς.»

Στη ναυτική εξόρμηση κατά των Βερβερίνων πειρατών ήμουν μαζί του. Ο Φίλιππος είχε στείλει τον έμπειρο Λούις ντε Ρεκέσενς να τον επιτηρεί. Αν κι έκανε κάποιες παράτολμες κινήσεις, ωστόσο ο πρίγκιπας τα είχε καταφέρει πολύ καλά για πρωτάρης. Γύρισε θριαμβευτής για να ζήσει τις τραγωδίες του Κάρλος και της Ισαβέλλας.

Στην καταστολή της εξέγερσης στον ισπανικό νότο, την επόμενη χρονιά, εγώ ήμουν στη Λευκωσία. Εκεί έμαθα για τον θρίαμβό του(ii). Ο Φίλιππος του είχε βάλει πάλι έναν παρατηρητή και συμβουλάτορα, τον Λούις Κιγιάδα. Ο Κιγιάδα σκοτώθηκε στη διάρκεια της εκστρατείας κι ο Δον Χουάν τον έκλαψε σαν κανονικό του πατέρα. Έκανε νίκες εκεί που οι προηγούμενοι στρατηγοί είχαν αποτύχει. Η τελική ήττα των επαναστατών τού προσέδωσε μεγάλη φήμη. Στα εικοσιτρία του χρόνια είχε δείξει πόσο καλύτερος ήταν από τους πιο έμπειρους πολέμαρχους της Ισπανίας. Το όνομά του έγινε θρύλος που ξεπέρασε τα όρια της μεγάλης του πατρίδας.

«Χουάν, σε θαυμάζει ολόκληρη την Ευρώπη!» του είπε η Φουέντε.

«Έχω ζήσει μαζί σας μερικά από τα κατορθώματά σας, Υψηλότατε» είπα εγώ.

«Όπως έχουμε επαναλάβει πολλές φορές, Χάρμο, δεν είμαι “υψηλότατος”» μου είπε χαμογελώντας.

Ήξερα καλά πως αντιμετώπιζε με περιφρόνηση τους τίτλους. Το σχόλιο εδώ δεν ήταν για τον τίτλο αλλά για τον ίδιο τον Φίλιππο και την μιζέρια του.

«Αυτός ο τίτλος σας ανήκει είτε τον έχουν απονείμει είτε όχι» του είπα.

«Καλά λέει ο Γραικός φίλος μας Χουάν» είπε η Φουέντε. «Θα στον δώσει τον τίτλο πολύ σύντομα ο Φίλιππος αν δεν θέλει να δει λαό και ευγενείς να στρέφονται εναντίον του.»

«Ετοιμάζεται η μητέρα όλων των μαχών. Σε λίγο αρχίζει η κοινή επιχείρηση όλων των χριστιανικών δυνάμεων κατά των Οθωμανών» είπε ο Δον Χουάν.

«Η αλήθεια είναι πως ο Πάπας πιστεύει πως είναι πολύ κοντά σε μια συμφωνία» είπα.

«Ίσως δεν γνωρίζει τι γίνεται εδώ» είπε η Φουέντε. «Βλέπω τον καημένο τον Τόρες. Μερικές φορές τού έρχεται να βάλει τα κλάματα από την αντιμετώπιση του Φίλιππου.»

«Η συμμαχία θα γίνει» είπε ο Δον Χουάν. «Η μάχη τώρα δίνεται για το ποιος θα ηγηθεί. Ο Γκρανβέλ ασκεί αφόρητες πιέσεις στον Πάπα, να βάλει επικεφαλής τον Ντ’ Όρια. Αυτόν διάλεξε τελικά ο αγαπητός μου αδελφός» είπε με ευδιάκριτη απογοήτευση ο Δον Χοιυάν.

Έτσι ήταν! Ο καρδινάλιος Τόρες, απεσταλμένος του Πάπα στη Μαδρίτη, πίεζε τον Φίλιππο να θέσει επικεφαλής τον Δον Χουάν. Απ’ την άλλη ο καρδινάλιος Γκραβέλ, άνθρωπος του Φίλιππου στο Βατικανό, έφερνε προσκόμματα στον Πίο Ε’. Κατ’ εντολή του Ισπανού Βασιλιά προσπαθούσε να βάλει επικεφαλής της συμμαχίας τον Γενοβέζο Τζιαν Αντρέα Ντ’ Όρια. Ο Φίλιππος τον θεωρούσε απόλυτα ελεγχόμενο από τον ίδιο.

«Πάνω που οι Βενετοί έβαλαν μυαλό, οι δισταγμοί τώρα έρχονται από την Ισπανία» είπα.

«Δεν προέρχονται από την Ισπανία αυτοί οι δισταγμοί» με διόρθωσε ο Δον Χουάν. «Είναι δισταγμοί του Βασιλέα και μόνο! Κι ο λόγος είναι τα οικονομικά!»

«Όλοι ξέρουν πόσο “συνετός” είναι ο Μεγαλειότατος» είπε η Φουέντε ειρωνικά.

«Καλύτερα να λέτε “συνετός μέχρις αηδίας” κοντέσα» της είπε ο Χουάν.

Δεν είπα τίποτε κι αυτό σήμαινε ότι συμφωνούσα. Απλά η θέση μου δεν επέτρεπε να ειρωνευτώ έναν Βασιλιά.

«Χουάν, μην εκνευρίζεσαι» είπε η Φουέντε. «Προέχει να κάνουμε τις σωστές κινήσεις.»

Η κόμισα ήταν εντελώς μέσα στο πολιτικό παιχνίδι κι έβλεπα επιτέλους τον λόγο που ήταν μαζί μας στην Βιλαμπίγια.

«Έγραψα μια επιστολή στον πρωθυπουργό, τον Ρούι Γκόμεζ» είπε ο Δον Χουάν. «Του ζήτησα να με αντιμετωπίζει όχι σαν παιδί, αλλά, όπως πραγματικά είμαι.»

«Συγνώμη που παρεμβαίνω» του είπα. «Μην περιμένετε τίποτε από τον Γκόμεζ. Θα συμπεριφερθεί σαν υπηρέτης του βασιλιά, όπως κι ο Γκρανβέλ.»

«Λοχαγέ, θέλω να βρεις τον καρδινάλιο Καστιλιόνι» είπε ο Δον Χουάν.

Γνώριζε για τη σχέση μου με τον Φραγκίσκο που ήταν φίλος του Πάπα.

«Θα είναι τιμή μου να βοηθήσω, Εξοχότατε» είπα.

«Ο Πάπας πρέπει να απορρίψει τον Ντ’ Όρια» τόνισε. «Αυτό θα είναι αρκετό! Έχει κάθε λόγο να το κάνει ύστερα από την συμπεριφορά του το καλοκαίρι. Άφησε την Λευκωσία χωρίς βοήθεια με τους χειρισμούς του!»

«Ο Καστιλιόνι θα το θυμίσει αυτό στον Πάπα» είπα.

«Ο καρδινάλιος θα πρέπει να επιμείνει μέχρις εσχάτων σε αυτό το σημείο.»

«Νομίζω πως θα είναι ένα εύκολο έργο» είπα. «Αλήθεια, όμως, γιατί πιστεύετε ότι κι από μόνος του ο Πάπας δεν θα αποφύγει τον Ντ’ Όρια;»

«Ίσως δεν ξέρει την δική μου άποψη. Πρέπει να ξέρει ότι ενδιαφέρομαι κι επιθυμώ να ηγηθώ του στόλου κι όλης της σταυροφορίας! Αν το γνωρίζει με βεβαιότητα θα γίνει πολύ πιο πιεστικός κι αμετακίνητος απέναντι στον αδελφό μου και στον Γκρανβέλ.»

«Αυτό το καταλαβαίνω» είπα. «Πότε θα φύγω;»

«Σύντομα» μου απάντησε. «Ο Φίλιππος θα αποφασίσει γύρω στα μέσα Μαΐου, επομένως έχουμε ένα μήνα καιρό. Η απαίτηση του Πάπα πρέπει να τον προλάβει!»

«Το βέτο του Πάπα Πίου θα μπορούσε να συνοδεύεται κι από το βέτο των Βενετών. Ούτε αυτοί θά ’θελαν τον Ντ’ Όρια επικεφαλής» προσέθεσα.

«Να πας και στον Μεγάλο Δόγη μια επιστολή μου. Να την γράψουμε προσεκτικά. Ακόμα κι αν πέσει στα χέρια του Φίλιππου, να μην αποδεικνύει ότι κάνω ίντριγκες πίσω από την πλάτη του.»

«Αυτό είναι σχετικά εύκολο» είπα.

«Θα μεταφέρεις τις επιστολές, προσωπικά, στον Δόγη και στον Πάπα» είπε. «Να ξέρουν ότι μπορούν να στηρίζονται πάνω μου! Και κάτι ακόμη. Έμαθα πως μπορείς να μιλήσεις με τον δούκα της Σαβοΐας, είναι αλήθεια αυτό;»

Φυσικά, υπήρχε η Σοφία που ήταν νύφη του δούκα της Σαβοΐας. Προφανώς ο Δον Χουάν γνώριζε τη σχέση μου με τους Γκριμάλντι. Κάπως θα πρέπει να το είχε πληροφορηθεί. Ίσως ο Ροντρίγκες, σκέφτηκα.

«Ναι. Έχω αυτή τη δυνατότητα.»

«Θα φροντίσεις λοιπόν να μάθει κι ο Φιλιβέρτος αυτή την σφοδρή μου επιθυμία. Νομίζω ότι θα του αρέσει η ιδέα να κοντύνει λίγο την οικογένεια Ντ’ Όρια(iii).»

«Θα του αρέσει πάρα πολύ. Έχετε απόλυτο δίκιο σε αυτό, Εξοχότατε» είπα.

«Πιστεύω πως κατανοείς πόσο σημαντική είναι αυτή η αποστολή, λοχαγέ» είπε ο Δον Χουάν. «Είναι η σημαντικότερη που έχεις αναλάβει μέχρι σήμερα.»

«Θέλετε να φύγω τώρα ή θα κάνουμε Πάσχα εδώ κι αναχωρώ τη Δευτέρα;»

«Θα φύγεις την Τρίτη. Έχω δώσει τις σχετικές εντολές» είπε ο Δον Χουάν.

«Θα ταξιδέψουμε μαζί μέχρι τη Βαρκελώνη» είπε η Φουέντε αιφνιδιάζοντάς με. «Αν με θέλεις φυσικά.»

«Πρέπει να γράψουμε τις επιστολές για τον Πάπα και τον Δόγη» είπα αμήχανα.

Δεν σκεπτόμουν βέβαια τις επιστολές αλλά αυτό που είχε πει η κοντέσα. Θα ταξίδευε μαζί μου μέχρι την Βαρκελώνη; Πώς; και γιατί; Κοκκίνισα, αλλά, ευτυχώς τα χρώματα ήταν όλα κόκκινα μέσα στο δωμάτιο με το τζάκι.

«Αύριο θα τις γράψεις και θα τις διορθώσουμε μαζί την Δευτέρα» είπε ο Δον Χουάν. «Θα είναι άμεμπτες. Θα δείχνουν πόσο αποφασισμένος και διαθέσιμος είμαι. Χωρίς αιχμές για τον Φίλιππο ή τον Ντ’ Όρια. Μόνο μια μικρή αναφορά στην κακοτυχία που έφερε το καλοκαίρι την αρμάδα μας άπρακτη πίσω στην Κρήτη θα υπάρχει.»

«Ας ευχηθούμε να επιτύχει απόλυτα η αποστολή του λοχαγού» είπε η Φουέντε.

Σηκώσαμε τα ποτήρια για την καλή επιτυχία και για την αρχηγία του πρίγκιπα.

«Έχουμε να πούμε κάτι ακόμη, λοχαγέ» είπε η Φουέντε.

Έδειξα αιφνιδιασμένος από το πολύ έντονο βλέμμα της που γυάλιζε καθώς με κοιτούσε κατάματα. Είχε ένα εύθυμο και ταυτόχρονα σοβαρό ύφος.

«Βεβαίως» είπα πρόθυμα. «Τι έχετε στο νου σας;»

Δεν μου απάντησε όμως εκείνη, αλλά, ο Δον Χουάν που με αιφνιδίασε ευχάριστα.

«Λοιπόν, για να έχουμε καλό ρώτημα λοχαγέ» είπε «πότε σκοπεύεις να μου μιλήσεις για την μυστική σας Αδελφότητα; Πότε θα πρέπει να μάθω κι εγώ ολοκληρωμένα τους σκοπούς σας; Πότε θα πρέπει να γίνω κι εγώ μέλος;»

«Και κάτι ακόμη πιο σημαντικό» συνέχισε αφήνοντάς με άφωνο. «Πότε σκοπεύεις να μου ζητήσεις επίσημα να αναλάβω την αρχηγία της Αδελφότητας; Θα το κάνεις μετά το τέλος της σταυροφορίας, όταν πια θα είναι πολύ αργά;»

«Υψηλότατε, με αιφνιδιάζετε» έκανα τραυλίζοντας.

Τι ήταν αυτά που εκστόμιζε; Δηλαδή τα ήξερε όλα; Κι γιατί έπαιζε μαζί μου; Το εννοούσε πραγματικά ότι περίμενε από εμένα να του μιλήσω για την ηγεσία της Αδελφότητας; Το είχε ήδη αρνηθεί μια φορά. Όμως, τώρα, το ύφος κι ο τόνος της φωνής του σήμαιναν ότι είχε ήδη αποδεχτεί! Τού είχε μιλήσει φαίνεται ο Ροντρίγκες όσο εγώ έψαχνα κατάλληλη ευκαιρία να το ξαναπώ. Ήταν όμως έτσι; Ήθελα να λύσω αυτές τις απορίες μου, αλλά, δεν τολμούσα να ρωτήσω.

«Αγαπητέ μου, λοχαγέ Χάρμο» είπε η Φουέντε. «Νομίζω ότι θα ήταν πολύ όμορφο αν μας ορκίζατε και τους δυο μαζί εδώ και τώρα!»

Ποιους να ορκίσω; Εκεί μέσα ήμασταν οι τρεις μας μόνο, δεν μας άκουγε κανείς, μήπως λοιπόν ήταν ένα αστείο; Κι αν δεν ήταν αστείο, τότε τι είχε συμβεί; Μιλούσαν σοβαρά ετούτοι οι δυο; Αυτό που δεν είχα καταφέρει να πετύχω την προηγούμενη διετία στη Μαδρίτη τώρα θα γινόταν έτσι εύκολα; Έναν ολόκληρο μήνα ήμουν εδώ με αυτόν τον αποκλειστικό σκοπό, και τώρα μου το ζητούσαν οι ίδιοι; Να γίνουν μέλη κι ο Δον Χουάν αρχηγός! Κι η Φουέντε πως εμπλεκόταν; Πού το ήξερε; Γύρισα προς τον Δον Χουάν. Το βλέμμα μου φανέρωνε ανάγλυφα τις απορίες μου.

«Λοχαγέ, ας μην πολυλογούμε κι ας μην απορείς τόσο πολύ. Σε πληροφορώ ότι μας τα είπε όλα ο Ματίας. Μας έπεισε, εμένα να αναλάβω ηγετικό ρόλο και την Φουέντε να γίνει μέλος. Έχεις αντίρρηση;»

Τους κοίταξα και τους δυο. Είχαν μόνον από ένα πλατύ χαμόγελο να αντιτάξουν στην έκπληξή μου.

«Αντίρρηση;» είπα σχεδόν γελώντας από την αμηχανία μου. «Είναι δυνατόν να έχω αντίρρηση; Μόνο ευχαριστίες και ευθύνη αισθάνομαι, Υψηλότατε, με την τιμή που μας κάνετε. Η Ελλάδα θα σας ευγνωμονεί εις τους αιώνες!»

«Θα μας ορκίσεις λοιπόν επιτέλους, λοχαγέ;» με ρώτησε σταθερά και με ένα πλατύ χαμόγελο. «Βλέπω μια καθυστέρηση αδικαιολόγητη.»

«Να φέρω τα σύμβολα και σας ορκίζω αμέσως» είπα.

Έφερα από το διπλανό δωμάτιο τον πάπυρο με τον όρκο κι ένα ξιφίδιο.

«Είναι μεγάλη τιμή για μένα αυτό που συμβαίνει εδώ» είπα αρχικά. «Οφείλω να ρωτήσω» συνέχισα, «αν προτάσσετε τους σκοπούς της Αδελφότητας έναντι ζωής και περιουσίας. Σας υπενθυμίζω ότι αν αντιμετωπίσετε ηθικό δίλημμα μπορείτε να μείνετε αμέτοχοι με δέσμευση της απόλυτης εχεμύθειας.»

«Αποδεχόμαστε και προτάσσουμε, λοχαγέ. Τα έχουμε σκεφτεί όλα και δεν θα έχουμε ηθικό δίλημμα» μου είπε ο Δον Χουάν. «Μπορείς να συνεχίσεις!»

Ο πρίγκιπας μίλησε για λογαριασμό και των δυο τους.

«Από τη στιγμή αυτή είστε μέλη της Αδελφότητας για την ελευθερία των Ελλήνων» τους είπα.

Το πρόσωπο της Φουέντε έλαμπε ανάμεσα στα κόκκινα μαλλιά της. Η Ισπανίδα είχε αποφασίσει να γίνει μέλος αν και δεν ήξερα πως θα χρησίμευε, Εμπιστευόμουν τον Ροντρίγκες και πέταγα απ’ τη χαρά μου.

«Είσαι πολύ καλός, Χάρμο. Ιδιαίτερα όταν παίρνεις το σοβαρό σου ύφος!» μου είπε παιχνιδιάρικα η Φουέντε.

«Αγαπητή κοντέσα» της είπε ο Δον Χουάν πειράζοντάς την, «πάντα σε έβλεπα κάπως έτσι. Σου ταιριάζει πολύ ο ρόλος του συνωμότη και του μαχητή!»

«Ο κόσμος σήμερα, Χουάν, είναι ανδροκρατούμενος. Οι μύθοι των Ελλήνων, όμως, είχαν χώρο και για αμαζόνες και θεές» του θύμισε εκείνη.

«Το παρελθόν της Γραικίας είναι ένδοξο, το παρόν της, όμως, είναι θλιβερό» της απάντησε. «Αυτό ακριβώς θέλουμε να αλλάξουμε, αλλά, δυστυχώς, δεν μπορούμε να σου υποσχεθούμε έναν κόσμο αμαζόνων!»

«Δεν πειράζει» του είπε εκείνη και γύρισε προς εμένα. «Μου αρκεί, λοχαγέ, που με δεχτήκατε ισότιμα. Κι αυτό ακόμα είναι ένα μεγάλο βήμα» είπε σοβαρή.

Ήταν χαρούμενη πραγματικά που είχε γίνει μέλος της Αδελφότητας. Δεν ήξερα πώς θα την χρησιμοποιούσαμε ούτε πώς ακριβώς αντιλαμβανόταν η ίδια την συμμετοχή της. Ίσως ο Ματίας την ήθελε για να έχουμε πιο κοντά στον Δον Χουάν έναν μυστικοσύμβουλο. Εκείνη, όμως, τι έβλεπε; Της φαινόταν άραγε παιχνίδι; Άνθρωποι είχαν πεθάνει και θα πέθαιναν για τον σκοπό μας; Ο Δον Χουάν, τουλάχιστον, ήξερε τι έκανε και τι αναλάμβανε με αυτόν τον όρκο. Είχε αποδεχτεί τον νέο του ρόλο ήθελε όμως να μάθει περισσότερα.

«Να μου αναγγείλεις τώρα, Χάρμο, τις αποφάσεις που πήρατε στη συνεδρία της Βενετίας; Τουλάχιστον την απόφαση που με αφορά» μου ζήτησε.

«Βεβαίως, Υψηλότατε» είπα. «Με ομόφωνη απόφαση της Αδελφότητας είστε, εφόσον το επιθυμείτε, ο γενικός αρχηγός της οργάνωσης. Τώρα που είστε κι επίσημα μέλος, πρέπει να σας ρωτήσω. Επιθυμείτε, Υψηλότατε να μας τιμήσετε και να αναλάβετε την ηγεσία της Αδελφότητας;»

«Βεβαίως λοχαγέ, σε βεβαιώνω πως το επιθυμώ πολύ. Εμπρός, λοιπόν, κάνε ό,τι πρέπει να γίνει στα γρήγορα γιατί έχουμε και δουλειές!» είπε χαμογελώντας και πάλι.

Κοίταξε την Φουέντε σαν να υπονοούσε κάτι. Αυτοί οι δυο γνώριζαν κάτι που εγώ, προφανώς, αγνοούσα. Το χαμόγελο της Φουέντε με προσγείωσε στην πεζή πραγματικότητα από την οποία είχα αποσπαστεί. Η επισημότητα κι η συγκίνηση της μύησης με είχαν στείλει προσωρινά αλλού. Έδωσα αφηρημένα στον Δον Χουάν τα σύμβολα της Αδελφότητας.

«Σας παραδίδω, Υψηλότατε, το έμβλημα της οργάνωσης και την σφραγίδα της. Η Ελλάς αποθέτει στα χέρια σας το μέλλον της» είπα

«Χαλάρωσε τώρα, λοχαγέ. Όλα πήγαν όπως τα θέλατε κι όπως τα είχατε σχεδιάσει. Σε βεβαιώνω ότι από ’δώ και πέρα θα πάνε ακόμα καλύτερα!»

«Ναι, βέβαια, αυτό πιστεύω κι εγώ!» είπα αυθόρμητα και χωρίς να κρύβω την χαρά μου.

«Η σταυροφορία που περιμένουμε, κι η Αδελφότητα την περιμένει ακόμα περισσότερο, είναι έτοιμη. Η διοίκησή της πρέπει να περάσει οπωσδήποτε σε εμένα» είπε ο Δον Χουάν. «Φρόντισε λοιπόν να επιτύχει η αποστολή σου! Μέχρι τότε, σού εύχομαι ολόψυχα να περάσεις καλά! Εγώ φεύγω τώρα.»

.............. (συνεχίζεται) .......

παραπομπές

i   Οι ημερομηνίες του Πάσχα Ορθοδόξων και Καθολικών συνέπιπταν κάθε χρόνο πριν το 1583 που έγινε η μεταρρύθμιση και άρχισε να ισχύει στη δύση το Γρηγοριανό ημερολόγιο. Το 1571 το Πάσχα ήταν στις 15 Απριλίου

ii Ο Φίλιππος είχε στείλει δυο σπουδαίους στρατηγούς, τον Μαρκήσιο του Μοντεχάρ και τον Μαρκήσιο του Λος Βέλεζ για να καταστείλει την επανάσταση. Κι οι δυο τους έκαναν τραγικά λάθη στρατηγικής κι είχαν υποστεί ταπεινωτικές ήττες στη Γρανάδα και στη Μουρθία. Τότε, ο Δον Χουάν ανέλαβε την εκστρατεία στα όρη Αλμπουχάρας. όπου είχαν οχυρωθεί οι επαναστάτες Μαυριτανοί. Τους νίκησε στο Κάδιξ και στη Γρανάδα και τους αποτελείωσε στη Γκαλέρα επιστρέφοντας πια στη Μαδρίτη με το φωτοστέφανο του θρύλου.

iii Η οικογένεια Ντ’ Όρια που εκτεινόταν και στις οικογένειες των Παμφίλι και Λάντι εξουσίαζε τη Γένοβα προκαλώντας ανησυχία στον δούκα της Σαβοΐας Εμμανουήλ Φιλιβέρτο που δεν ήθελε καθόλου να βλέπει το μεγάλο λιμάνι να συγκεντρώνει εξουσία. Έτσι στη Σαβοΐα δεν είχαν καμιά διάθεση να ενισχυθεί κι άλλο ο Τζιαν Αντρέα Ντ’ Όρια [ΠΗΓΗ: Ρότζερ Κρόουλυ]


************************

Αύριο Παρασκευή  9/4 το 10β, το δεύτερο μέρος του 10ου κεφαλαίου.