Τετάρτη 7 Απριλίου 2021

33 Δον Χουάν Ηρακλείδης (κεφ.9γ)

Στην Κωνσταντινούπολη διεξάγεται η έκτακτη Συνεδρία της Αδελφότητας που δείχνει πως οι εξελίξεις τείνουν προς την ολοκλήρωση των σκοπών της.

**********************************


κεφ. 9γ

................................

Ήταν αρχές του 1571 και στην Κωνσταντινούπολη ήταν πολλά από τα βασικά μέλη της Αδελφότητας. Ήμασταν εκεί εκτός από εμένα, η Ελένη Παππά, ο Μιχαήλ Καντακουζηνός κι ο πατριάρχης Μητροφάνης. Ακόμη βρίσκονταν στην Πόλη από καιρό η Χριστίνα κι η Αλεξάνδρα Μπότση-Λεπουσνεάνου, Είχαν έρθει για το σκλαβοπάζαρο ο Ιουστίνος, ο Μενάγιας κι ο Συγκλητικός. Είχαμε ελευθερώσει τον Σωζόμενο και τον Τσόμη που ήταν κι αυτοί αιχμάλωτοι στην Πόλη. Τους είχε αγοράσει ο Μαρκαντόνιο Μπάρμπαρο για λογαριασμό μας.

Έλειπαν βασικά μέλη μας. Ο Φραγκίσκος, σαν βασικός σύμβουλος του Πάπα Πίου του Ε’, πάλευε να πετύχει συμφωνία για μια σταυροφορία. Η Μαργαρίτα κι η Σοφία στο Τουρίνο επηρέαζαν τον δούκα της Σαβοΐας που είχε κομβικό ρόλο στην υπόθεση. Ο Καλλέργης κι ο Μορμόρης οργάνωναν στεριές και θάλασσες για να ξεσηκώσουν τους οπλαρχηγούς. Ο Παλαιολόγος προσπαθούσε να εξασφαλίσει την συμμετοχή Μολδαβίας κι Αυστρίας στην σταυροφορία. Ο Βαλέρης ήταν στη Μάλτα. Ο Ματίας Ροντρίγκες ήταν στο πλευρό του Φίλιππου. Μαζί με τον Καρδινάλιο Τόρες προσπαθούσαν να πείσουν τον Βασιλιά. Του έλεγαν να εκστρατεύσει στην Ανατολή κι όχι στα παράλια της βόρειας Αφρικής που προτιμούσε. Έλειπαν οχτώ μέλη αλλά η Συνεδρία της Αδελφότητας μπορούσε κι έπρεπε να γίνει με τους έντεκα –έστω- παρόντες.

Μαζευτήκαμε στην έπαυλη του Καντακουζηνού. Είχε κτιστεί κι αυτή, όπως και του Παππά, στο Μπεσικτάς, ένα καταπράσινο κι αριστοκρατικό προάστιο. Το κλίμα εδώ ήταν περίφημο και το τοπίο μαγευτικό. Είχε κήπους, περιβόλια, πλατάνια κυπαρίσσια, όμορφες μυρωδιές κι εικόνες. Όλοι οι πλούσιοι και με καλό γούστο Κωνσταντινουπολίτες είχαν εδώ σπίτι. Η έπαυλη των Καντακουζηνών ήταν τεράστια με ψηλό τείχος για απομόνωση κι ήταν γεμάτη δέντρα και λουλούδια. Είχε περιποιημένους κήπους και πολύ κομψά κτίσματα.

Η έναρξη της συνεδρίασης δεν είχε την λαμπρότητα των τριών προηγουμένων, ήταν όμως πολύ πιο κρίσιμη. Είχαμε φτάσει πολύ κοντά σε μια διεθνή κρίση κι ένα πόλεμο ανατολής δύσης όπως τον επιδιώκαμε όλα αυτά τα χρόνια. Ήμασταν πιο έτοιμοι από ποτέ κι είχαμε συναίσθηση της κρισιμότητας των στιγμών. Η έπαυλη του Καντακουζηνού ήταν μεγάλη κι άνετη κι η γυναίκα του είχε φροντίσει ώστε να μη μας λείψει τίποτα. Η Αυγούστα ήταν μια μυσταγωγία, το Ιάσιο είχε μεγαλοπρέπεια κι η Βενετία ήταν ελληνικό φως. Η Κωνσταντινούπολη ήταν η αισθαντικότητα. Γεύσεις, μυρωδιές και βυζαντινές ίντριγκες σε μια Μεσόγειο που είχε ήδη αναστατωθεί. Η σύγκρουση των δύο κόσμων είχε ξεκινήσει στα δυο άκρα της κλειστής θάλασσας, στην Κύπρο και την Ανδαλουσία. Σκοπεύαμε να την φέρουμε στο κέντρο, στην ελληνική γη. Δύσκολο, αλλά, νιώθαμε πως είχε έρθει το πλήρωμα του χρόνου.

Ξεκινήσαμε με ένα καλωσόρισμα του Πατριάρχη χωρίς επισημότητες κι αγιαστούρες. Ο Μητροφάνης ανέφερε και τους απόντες που ήταν πολιορκημένοι στην Αμμόχωστο ή πιασμένοι αιχμάλωτοι. Ήταν ο Άγγελος Γάττος, ο Μάρκο Μαρτινέγκο κι ο Πέτρος Ροντάκης στην Αμμόχωστο. Η Μαρία Καράφφα, η Μαργαρίτα Συγκλητικού κι η Διονυσία ήταν αιχμάλωτες. Ήταν και κάποιοι πεσόντες όπως οι αδελφοί Ιερώνυμοι ο Λογαράς, ο Κυριελέησον κι ο ανιψιός του Μεγαδούκα. Ο κατάλογος των θυμάτων της οργάνωσης είχε μεγαλώσει καθώς τα μέλη είχαν αυξηθεί αυτόν τον τελευταίο χρόνο.

Συζητήσαμε τις εξελίξεις και τον πόλεμο Οθωμανών και Δύσης που είχε ήδη ξεκινήσει. Ήταν πια η ώρα της δράσης. Αυτό έδειχνε η ανάλυση της πραγματικότητας. Συνεδριάζαμε μέσα στη φωλιά του αντιπάλου για να πετύχουμε την ελευθερία μας. Σκοπεύαμε να αποσπάσουμε την νότια χερσόνησο από το αχανές κράτος των Οθωμανών. Είχαμε το μεγάλο πλεονέκτημα της Αδελφότητας. Γνωρίζαμε τις εξελίξεις σε όλα τα μέτωπα και ξέρουμε καλά την οπτική γωνία των εμπλεκομένων. Καμιά Αυλή δεν μπορούσε να συγκριθεί με τη δική μας πληροφόρηση. Είχαμε προβάδισμα έναντι των ισχυρών παρά την τρομακτική τους ισχύ σε πόρους και σε όπλα.

«Μπαίνουμε κατ’ ευθείαν στο θέμα» είπε ο Ιουστίνος. «Ας πει ο Μιχάλης πρώτα τι γίνεται στην Υψηλή Πύλη και μετά θα δούμε τα υπόλοιπα γεγονότα.»

«Το αρχικό σχέδιο του Σοκουλού» είπε ο Καντακουζηνός «ήταν να συνεχιστεί ο διχασμός της χριστιανοσύνης. Ήθελε να προκαλέσει ανησυχία στον Φίλιππο με την Ανδαλουσία και να πείσει τους Βενετούς να αφήσουν την Κύπρο. Προτιμούσε να την πάρει ειρηνικά γνωρίζοντας πως κι εκείνοι δεν μπορούσαν να υπερασπιστούν αποτελεσματικά.»

«Όμως το σχέδιο του μάλλον απέτυχε» είπε ο Ιουστίνος.

«Ναι. Παρουσιάζει τεράστια προβλήματα» συμφώνησε ο Μιχαήλ. «Βλέπεις η εξέγερση των Μορίκος, αντί να ενοχλήσει τον Φίλιππο, τον ξύπνησε»

«Αυτό οφείλεται εν πολλοίς στον Δον Χουάν που τέθηκε επικεφαλής της ισπανικής επίθεσης κατά των ανταρτών. Αυτός τους εξόντωσε» είπε ο Μενάγιας. «Οι Μορίκος φεύγουν από την Ισπανία και το πρόβλημα του Φιλίππου λύνεται.»

«Ο Δον Χουάν θα κέρδισε πολύ σε δόξα από αυτή την επιχείρηση» σχολίασα.

«Με όσα συνέβησαν στον ισπανικό νότο, ο Φίλιππος συνειδητοποίησε τον κίνδυνο» είπε ο Μενάγιας.

«Ελπίζουμε να το κατάλαβε επί τέλους» είπε η Ελένη.

«Κι οι Βενετοί είδαν ότι με με την υποχωρητικότητα και με συμβιβασμούς δεν απέφυγαν τον πόλεμο» είπε ο Ιουστίνος.

«Ο Πάπας έχει λυμένα τα χέρια του για συμφωνήσουν οι Ισπανοί με τους Βενετούς» είπε η Χριστίνα.

«Ελπίζουμε να τρόμαξαν αρκετά» είπε ο Μητροφάνης.

«Ο Νέζης πιστεύει ότι ποτέ δεν θα μπορέσει να γίνει αυτό» είπε η Αλεξάνδρα.

«Ούτε ο Σοκουλού το πιστεύει» είπε ο Καντακουζηνός.

«Ο Νέζης λέει πως οι Χριστιανοί δεν μονιάζουν ποτέ» είπε η Χριστίνα.

«Δεν έχουν άδικο να σκέφτονται έτσι κι ο Σοκουλού κι ο Νέζης» είπε ο Ιουστίνος. «Πάντα κάτι συμβαίνει κι η αμοιβαία καχυποψία ανάμεσα στους χριστιανούς ενισχύεται. Όμως αυτό δεν είναι ούτε φυσικός ούτε θεϊκός νόμος!»

«Ο Σοκουλού και ο Μαρκαντόνιο Μπάρμπαρο είναι σε συνεχή επικοινωνία» είπε ο Πατριάρχης. «Ο Μέγας Βεζίρης, ο Σοκουλού, θέλει την Αμμόχωστο με διπλωματία χωρίς μάχη. Με τον τρόπο αυτό θα επικρατήσει των αντιπάλων του στο Διβάνι. Ο Νέζης κι ο Μουσταφά θέλουν πόλεμο, είναι αντίθετοι με τα σχέδια του Σοκουλού.»

«Αυτή η διχογνωμία βοηθά» είπε ο Συγκλητικός. «Η Αμμόχωστος θα αντέξει τουλάχιστον για χρόνο, άρα, μπορούν να γίνουν οι συνεννοήσεις.»

«Πρέπει να ενισχύσουμε την επιρροή μας στην Πόλη» είπε ο Ιουστίνος. «Δεν θα αργεί η στιγμή που όλα θα παίζονται εδώ! Τι γίνεται με τον Νέζη;»

«Έχουμε αποκτήσει καλή επικοινωνία μαζί του» είπε η Ελένη. «Όλα αυτά χάρη στην Αλεξάνδρα και την Χριστίνα που αφιέρωσαν πολύ χρόνο με τον Εβραίο.»

«Τι γίνεται με την Κύπρο» ρώτησε ο Ιουστίνος.

«Οι Βενετοί θα πολεμήσουν μέχρι τέλους. Δεν θα δώσουν την Αμμόχωστο έτσι εύκολα» είπε ο Ιερώνυμος.

«Αυτό είναι αλήθεια» είπε ο Ιουστίνος. «Το κλίμα είναι πολύ φιλοπολεμικό στην Βενετία.»

«Όμως οι Ισπανοί δεν θέλουν την ενότητα! Το είδα με τα μάτια μου» είπε ο Ιερώνυμος. «Είδα τον Ντ’ Όρια να υπονομεύει την βοήθεια στη Λευκωσία ή στην Αμμόχωστο. Δεν το έκανε μόνος του, είχε εντολές!»

Τον κοιτάξαμε όλοι με μεγάλο ενδιαφέρον.

«Ο Τζιρόλαμο Ζάνε» συνέχισε ο Ιερώνυμος. «Ο Βενετός επικεφαλής της αρμάδας, ήρθε στα χέρια μαζί του!»

«Εδώ που τα λέμε» είπε ο Σωζόμενος «αν πέσει η Κύπρος αποδυναμώνεται η Βενετία κι αυτό δεν βλάπτει και τόσο πολύ την Ισπανία.»

«Έτσι σκεφτόταν αρχικά ο Φίλιππος» πετάχτηκα εγώ. «Γι αυτό ο Συγκλητικός είδε τον Ντ’ Όρια να έχει αυτή τη στάση. Όμως μπορεί να άλλαξε πια γνώμη.»

«Έχουν δίκιο που λένε πως είναι αδύνατο να τα βρουν οι χριστιανοί μεταξύ τους. Ακόμα κι αν τα βρουν, δεν μένουν ως το τέλος μονιασμένοι» συμπέρανε η Αλεξάνδρα.

«Μέχρι τώρα έχουν δικαιωθεί αυτοί που τα λένε» είπε ο Μητροφάνης. «Ελπίζουμε ο Πάπας να τους διαψεύσει αυτή τη φορά. Ο Φραγκίσκος θα τον πιέσει να γίνει φορτικός σε όλους, να μην χαθεί αυτή η ευκαιρία.»

«Ο Φραγκίσκος πιστεύει ότι αργά ή γρήγορα, μέχρι το Πάσχα το αργότερο η συμφωνία θα έχει κλείσει» είπε η Ελένη.

«Αν πέσει η Αμμόχωστος οι Βενετοί θα σταματήσουν να ενδιαφέρονται για την Ιερή Συμμαχία» είπε ο Ιερώνυμος. «Δεν τους νοιάζουν οι Άγιοι Τόποι.»

«Συμφωνώ μαζί σου Ιερώνυμε» είπε ο Μενάγιας, «Όμως η Αμμόχωστος κρατάει, κι όσο κρατάει η ανάγκη για επέμβαση θα γίνεται όλο και πιο ισχυρή.»

«Έστειλες Πέτρο την επιστολή στον Φίλιππο;» ρώτησε ο Ιουστίνος τον Μενάγια.

«Ναι. Είναι ένα πλήρες σχέδιο επέμβασης των Ισπανών σε συνεργασία με εμάς για την απελευθέρωση της Ελλάδας.»

«Και περιμένουμε να το δεχτεί ο Βασιλιάς έτσι εύκολα;» ρώτησε η Ελένη.

«Δεν ζητάμε να το δεχτεί. Θέλουμε απλά να το διαβάσει. Μάς αρκεί να ξέρει πως υπάρχει. Θα ανατρέξει σε αυτό όταν θα χρειαστεί» διευκρίνισε ο Μενάγιας.

«Αν δεν γίνει αντιτουρκική Συμμαχία άμεσα, σύντομα θα κινδυνέψει η ίδια η Ρώμη» είπε ο Σωζόμενος.

«Ο Φραγκίσκος είναι πολύ ικανός κι απ’ όσο ξέρω το ίδιο είναι κι ο Πάπας» είπε ο Μητροφάνης. «Θα τα καταφέρουν. Ας είμαστε κι εμείς έτοιμοι.»

«Έστειλαν στον Φίλιππο τον καρδινάλιο Τόρες για να τον πιέσει» είπε ο Ιουστίνος.

«Ο Πάπας το έχει πάρει πολύ ζεστά. Είναι μανιακός με την ιδέα της σταυροφορίας» είπε ο Σωζόμενος. «Αυτό έλεγαν όλοι οι καθολικοί στην Κύπρο. Μόνο να προλάβει, μην είναι πια αργά όταν τα καταφέρει.»

«Κι η Μαργαρίτα λέει πως ο Φραγκίσκος είναι βέβαιος για τη συγκρότηση της συμμαχίας» είπε ο Ιουστίνος.

«Είναι σημαντικό και το πού θα πάει η συμμαχία. Θα έχει στόχο την Ιερουσαλήμ;» ρώτησε ο Μητροφάνης.

«Ο Πάπας έχει εμμονή με την Ιερουσαλήμ αλλά ο στόχος θα είναι η σωτηρία της Κύπρου» είπε ο Μενάγιας.

«Σημασία έχει να συγκροτηθεί συμμαχία. Τότε θα μπει οπωσδήποτε και στη μεγάλη μάχη ή την ναυμαχία που θέλουμε να γίνει. Οι εξελίξεις θα στρέψουν τα πράγματα προς όφελός μας» είπε ο Ιουστίνος.

«Κι αν η σταυροφορία ηττηθεί;» ρώτησε η Χριστίνα.

«Εμείς θα συνεχίσουμε» είπε ο Ιουστίνος.

«Οι Τούρκοι όμως είναι πολύ πιο ισχυροί από εμάς. Θα τσακίσουν την εξέγερση αν έχουν τα χέρια τους ελεύθερα από τη δύση» είπε ο Μενάγιας.

«Αν εμπλακούν σε πόλεμο θα μας αφήσουν χώρο. Εμείς θα επιτεθούμε με όλες μας τις δυνάμεις! Αδέλφια, τώρα ή ποτέ!» είπε με αποφασιστικότητα ο Ιουστίνος.

«Είμαστε έτοιμοι σε όλα τα μέτωπα» είπε ο Μενάγιας.

«Μια γενική εξέγερση θα βοηθήσει και την Αμμόχωστο» είπε ο Σωζόμενος.

«Οι Τούρκοι πρέπει να χτυπηθούν από παντού» είπε ο Ιουστίνος. «Αν χάσουν από ένα δυνατό χριστιανικό στράτευμα, τότε θα έχουμε εμείς την ευκαιρία μας και δεν θα την χάσουμε! Αλλά κι αν νικήσουν, και πάλι θα έχουν υποστεί απώλειες. Εμείς θα πάμε μέχρι το τέλος. Μια ήττα εξάλλου της συμμαχίας δεν θα τελειώσει τον πόλεμο αν υπάρχει φλόγα αναμμένη.»

«Οι Οθωμανοί έχουν πόρους. Χρηματοδοτούν πολέμους κι εκστρατείες, όμως αυτοί οι πόροι δεν είναι ανεξάντλητοι» τόνισε ο Καντακουζηνός.

Ο Σωζόμενος, ο Τσόμης κι ο Συγκλητικός, τα νέα μέλη που για συμμετείχαν για πρώτη φορά σε συνεδρίαση άκουγαν. Δεν μας θεωρούσαν αιθεροβάμονες. Έβλεπαν ότι χειριζόμασταν τον Νέζη κι ότι γνωρίζαμε τις σκέψεις του Σοκουλού. Είχαμε προσβάσεις στον Πατριάρχη, στον Πάπα, στον Φίλιππο, στον Δον Χουάν, στη Σαβοΐα, στη Βενετία, παντού. Μετά από αυτά, ο στόχος μας να τεθεί επικεφαλής μας ο Δον Χουάν δεν τους φαινόταν πλέον ακατόρθωτος. Το Σχέδιο για μια οργανωμένη από την Αδελφότητα εξέγερση δεν φαινόταν σαν κάτι ουτοπικό κι εξαρχής καταδικασμένο.

Συζητήσαμε λεπτομέρειες για τη δράση του καθενός μας όπως σε κάθε Συνεδρία. Αναλάβαμε δουλειές, διατυπώσαμε απόψεις και φτιάξαμε σενάρια. Ολοκληρώσαμε την έκτακτη αυτή συνεδρίαση που έγινε στην έπαυλη του Καντακουζηνού στο μαγευτικό Μπεσικτάς.

«Φεύγεις σε μια εβδομάδα με πλοίο για τη Μασσαλία. Από εκεί θα πας Μαδρίτη στον πρίγκιπα» μου είπε ο Ιουστίνος μετά το τέλος της συνεδρίασης. «Στόχος σου είναι να αποδεχτεί ο Δον Χουάν την αρχηγία της οργάνωσής μας.»

«Ακόμη δεν ξέρω τι απέγινε η Διονυσία» είπα.

«Θα το φροντίσουμε όλοι. Η Ελένη, ο Καντακουζηνός, ο Πατριάρχης, θα την φροντίσουν όταν έρθει εδώ.»

«Αν φτάσει εδώ, όπως περιμένουμε, να είσαι βέβαιος ότι θα την ελευθερώσουμε» είπε ο Πατριάρχης. «Θα έρθει να σε βρει, μην ανησυχείς.»

«Πήγαινε Χάρμο, μην ανησυχείς» μου είπε κι η Ελένη.

…………

Ήταν Μάρτιος του 1571. Την επόμενη μέρα έφευγα με ένα γαλλικό πλοίο από Κωνσταντινούπολη για την Μασσαλία. Εκείνη την ημέρα έμαθα οριστικά την τύχη της Διονυσίας. Μου τα είπε όλα μια νέα κοπέλα, η Άννα-Μαρία Συγκλητικού, μια ανιψιά του Ιερώνυμου. Την προόριζαν για το χαρέμι. Κανόνισε ο Ιερώνυμος, που έκανε τα παζάρια με τους δουλεμπόρους, να την συναντήσουμε. Μιλήσαμε σε ένα κήπο κοντά στο Σεράι. Τα νέα που έφερε η Άννα-Μαρία ήταν αποκαρδιωτικά.

Μου επιβεβαίωσε ότι η συλλογή των σκλάβων έγινε. Μάζεψαν νεαρές ή μεγαλύτερες γυναίκες και νεαρούς ευγενείς απ’ το Παλάτι, τα σπίτια των ευγενών κι απ’ τις Αρχιεπισκοπές. Τους φόρτωσαν σε ένα γαλεόνι(i) του Σοκουλού και σε άλλα δύο πλοία, στον κόλπο της Αμμοχώστου. Ήταν δώρο του Σοκουλού προς τον Σελίμ. Εκεί φορτώθηκε κι η Διονυσία σε κατάσταση άγρια. Είχε δει να τής παίρνουν απ’ τα χέρια την επτάχρονη κορούλα μας και να την σφάζουν. Η Διονυσία ήταν διψασμένη για εκδίκηση κι έκανε σαν λυσσασμένη. Για να την ηρεμήσουν, την χτύπησαν, την κακοποίησαν και στο τέλος την βίασαν. Μετά από αυτό έγινε ακόμη χειρότερο αγρίμι.

Βρέθηκε στα μπουντρούμια του πλοίου με την Μαρία Καράφα, κόρη της Μαργαρίτας Συγκλητικού. Την είχαν βιάσει κι αυτήν βάναυσα μετατρέποντάς την επίσης σε άγριο θηρίο. Οι δυο τους αποφάσισαν να ανατινάξουν την μπαρουταποθήκη του γαλεονιού. Δεν ήταν απλό.

«Με έβαλαν κι μένα στο σχέδιό τους και την γυναίκα του Παλάτζο» είπε η Άννα Μαρία.

Ο Παλάτζο ήταν ένας συνταγματάρχης που είχε πέσει ηρωικά στον προμαχώνα του Ποδοκατάρου. Οι τέσσερις γυναίκες διψούσαν για εκδίκηση. Κανόνισαν το πώς θα έβαζαν φωτιά στην μπαρουταποθήκη του πλοίου και όρισαν τη μέρα που θα το έκαναν. Ωστόσο μια μέρα πριν την επιχείρηση, ο Μουσταφά Πασά πήρε την πανέμορφη Άννα Μαρία από τον Σοκουλού. Θα την έστελνε εκείνος πεσκέσι στον Σελίμ κι έτσι την απέκοψε από τις άλλες.

Η Άννα Μαρία ήταν φυλακισμένη σε ένα ξύλινο οχυρό-φυλακή στο στρατόπεδο των Οθωμανών. Από εκεί άκουσε κι είδε τις τρομερές εκρήξεις. Απ’ το παραθυράκι είδε να τινάζεται στον αέρα το γαλεόνι και να κόβονται στη μέση τα άλλα δύο πλοία που πήραν φωτιά. Τρία τεράστια πλοία με λάφυρα για τον Σουλτάνο βυθίστηκαν στον κόλπο της Αμμοχώστου. Η πόλη ξέσπασε σε ουρανομήκεις ζητωκραυγές για την συμφορά των Τούρκων. Μέχρι και στα τείχη της Αμμοχώστου προκλήθηκαν ζημιές από την έκρηξη.

Ήταν το πρωινό της 6ης Οκτωβρίου, ένα περίπου μήνα μετά την πτώση της Λευκωσίας όταν έγινε αυτό. Ανατινάχτηκαν και βυθίστηκαν τα πλοία που περιείχαν τη λεία του μεγάλου βεζίρη Σοκουλού. Πήραν μαζί τους στον βυθό της θάλασσας τις αιχμάλωτες Κύπριες και Βενετσιάνες κυρίες. Πήραν και τους νεαρούς που βρίσκονταν κι αυτοί μέσα στα πλοία. Πήραν μαζί τους στρατιώτες, αξιωματικούς και κωπηλάτες του τουρκικού στρατού. Πήραν μαζί τους και την Διονυσία, και την Μαρία Καράφφα και την χήρα του Παλάτζο. Είχαν εκδικηθεί σκληρά τον κατακτητή τους. Η μεγάλη έκρηξη έδωσε μεγάλο κουράγιο στους υπερασπιστές της Αμμοχώστου για να αντέξουν έναν ολόκληρο χειμώνα.

Η Διονυσία με μια τελευταία πολεμική της πράξη έγινε θυσία στον αγώνα μας. Πάντοτε πίστευε πως η περιορισμένη έτσι κι αλλιώς ζωή μας δεν πρέπει να εξευτελίζεται σε μικρά αναξιοπρεπή πράγματα. Έλεγε πως πρέπει πάντα να αναζητά τα σπουδαία. Αυτός ο δρόμος την στράτευσε στην Αδελφότητα με όλο της το είναι. Ίσως να άντεχε την αιχμαλωσία ελπίζοντας στην απελευθέρωσή της με λύτρα αν είχε την Δηιάνειρα μαζί της. Όμως ο θάνατος της μικρής μας κόρης πρέπει να ράγισε και την καρδιά αλλά και το μυαλό της. Δεν κράτησε λοιπόν την υπόσχεση που μου είχε δώσει και χάθηκε από τη ζωή μου οριστικά. Κατάλαβα από τα λόγια της Άννας Μαρίας ότι η Διονυσία έπαψε να ενδιαφέρεται για τον βασικό κανόνα της ζωής. Έπαψε να νοιάζεται για την επιβίωση, και έτσι δεν μπόρεσε να σκεφτεί ούτε τον εαυτό της ούτε εμένα. Μαζί με τις άλλες γενναίες γυναίκες που έβλεπαν τη ζωή με τον ίδιο αγέρωχο τρόπο, εκδικήθηκαν. Μαζί με την Μαρία Συγκλητικού-Καράφφα και την Βενετσιάνα γυναίκα του Παλάτζο, χάλασαν τη γιορτή των Τούρκων. Έστειλαν τις τρεις γαλέρες στον βυθό και τη δική μου ζωή στη μαύρη απελπισία.

Καθώς άκουγα, τρέμοντας, την φοβερή διήγηση της Άννας-Μαρίας τα πόδια μου κόβονταν κι η ψυχή μου άδειαζε. Ένιωθα πως η ζωή μου έχανε παντελώς κάθε νόημά της. Αν ο χαμός του Ιάκωβου με είχε τρελάνει, οι απώλειες της Διονυσίας και της Δηιάνειρας με διέλυαν. Προσπάθησα ωστόσο να μείνω ψύχραιμος.

Την άλλη μέρα στο λιμάνι της Πόλης αποχαιρετούσαμε τους ανθρώπους μας. Εγώ ήμουν ένα ράκος που με δυσκολία έσερνε τα πόδια του. Γύρω μου είχα τις οικείες παρουσίες της Ελένης, της Χριστίνας, της Αλεξάνδρας και του Καντακουζηνού. Κάπου εκεί διέκρινα τον Μελέκ Αχμέτ. Με πλησίασε και με έσφιξε στην αγκαλιά του. Είχε μάθει για τη Διονυσία. Δεν ανταλλάξαμε ούτε μία κουβέντα και τα μάτια του ήταν γεμάτα δάκρυα. Σκεφτόμουν ότι έμοιαζα πολύ σ’ αυτόν τον αμετανόητο Ανατολίτη. Όσο εύκολο το είχε να παίρνει ένα κεφάλι με το γιαταγάνι του κι άλλο τόσο εύκολα μπορούσε να δακρύζει. Εκεί στην αποβάθρα ένιωθα σαν μικρό παιδί.

Τον άκουσα να ψιθυρίζει «ο Αλλάχ μαζί σου» και δεν μπόρεσα να μην σκεφτώ ποιοι είμασταν και τι κάναμε. Αυτός ο γενίτσαρος ήταν ο αντίπαλος μου. Αυτόν πάσχιζα να σκοτώσω με το σπαθί και το αρκεβούζιο ρίχνοντας πίσω από τα τείχη της Λευκωσίας και της Μάλτας. Αυτός αγωνιούσε να με σκοτώσει στα ίδια τείχη εφορμώντας από έξω με το γιαταγάνι και την πιστόλα του. Με είχε πιάσει σαν ζώο στο κλουβί κι ήθελε να με πουλήσει στο σκλαβοπάζαρο. Κι όλο αυτό δεν ήταν ένα κακό όνειρο, το παρελθόν. Ήταν εξίσου το παρόν και το μέλλον μου. Ήταν αυτός που έφευγα για να τον συναντήσω στα νέα πεδία των μαχών. Ήταν αυτός που ήθελα να τον σκοτώσω για να απελευθερωθώ. Ήταν ο εχθρός μου με σάρκα και οστά! Ο παραλογισμός του πολέμου άλλαζε μέσα μου όψη, φαινόταν σαν παραλογισμός της ίδιας της ζωής. Δεν ήταν η ζωή λογική κι ο πόλεμος παραφωνία και παραλογισμός. Η ζωή ήταν παράλογη! Δεν πίστευα πια ότι ζούσαμε με την λογική και μας τρέλαινε ο πόλεμος. Όχι, αντίθετα, ζούσαμε εμείς σαν τρελοί, υποταγμένοι σε Ηγέτες και Θεούς που μας έκαναν σφαχτάρια στον πόλεμο. Σκοτώναμε τους ομοίους μας και σκοτωνόμασταν από αυτούς. Ο πόλεμος ήταν απλή συνέπεια του τρόπου που ζούσαμε. Αν ήταν κάτι παράλογο, λοιπόν, αυτό ήταν η ίδια η ζωή μας!

Μπήκα στο πλοίο για τη Μασσαλία περπατώντας σαν ζωντανός νεκρός. Στο ίδιο πλοίο είχαν επιβιβαστεί ο Μενάγιας κι ο Ιουστίνος. Ο Σωζόμενος, ο Συγκλητικός κι ο Τσόμης θα έπαιρναν ένα άλλο πλοίο, με προορισμό την Κρήτη και την Κέρκυρα. Δεν μιλούσαμε πολύ, σκεφτόμασταν όμως με αγωνία τη συνέχεια. Το νιώθαμε ότι βρισκόμασταν σε μια κόγχη της ιστορίας και πως αυτή ήταν η ευκαιρία μας.

Πηγαίναμε να δούμε το γενικό ξεσήκωμα της δύσης ενάντια στην ανατολή. Η Βενετία είχε επιτέλους ξυπνήσει κι η Ισπανία αναγκαζόταν κι αυτή να αντικρίσει τον οθωμανικό φόβο καταπρόσωπο. Στη ρωγμή που θα δημιουργούσε αυτή η σφοδρή σύγκρουση, θέλαμε να στήσουμε την δική μας Γραικία, μιαν ελεύθερη χώρα. Αφήσαμε την Πόλη με την προσδοκία ότι τα όνειρά μας μπορούσαν να πραγματοποιηθούν.

Εγώ κρατιόμουν στην κουπαστή και αναρωτιόμουν αν έπρεπε να πέσω στο ανοιχτό πέλαγος. Ήθελα πολύ να αφεθώ στη γλυκιά αίσθηση του βυθού. Ήθελα να τον αφήσω να με τραβήξει στο απύθμενο βάθος του. Εκεί κάτω, στο σκούρο μπλε των νερών, πολύ κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, έβλεπα πρόσωπα γελαστά. Ήταν τα πρόσωπα της Διονυσίας και της μικρής μου Δηιάνειρας που με καλούσαν. Ήταν κι ο Ιάκωβος κάπου πιο εκεί. Λαχταρούσα να βουλιάξω στα νερά τα σκοτεινά και να μην ακούω τίποτα άλλο πέρα από τον βυθό. Ήθελα να χαθώ στο μακρινό βουητό των ρευμάτων και την ησυχία της απέραντης θάλασσας.

Κόντρα σε αυτήν την έντονη τάση αυτοκτονίας υπήρχε μόνο η σκέψη του σκοπού μας για να με συγκρατεί στη ζωή. Βουτηγμένος στη προσωπική και οικογενειακή μου τραγωδία, πορευόμουν προς το πεπρωμένο. Είχα μάθει να το νιώθω κι αυτό σαν δικό μου. Το πεπρωμένο αυτό είχα μοιραστεί στο παρελθόν με τον Ιάκωβο Βασιλικό Ηρακλείδη. Τώρα ήθελα να το μοιραστώ ξανά με τον νεαρό πρίγκιπα Δον Χουάν. Αυτό το πεπρωμένο ήταν η τελική απελευθέρωση της γλυκυτάτης μας Γραικίας.


===


i  Το γαλεόνι ήταν ένα ισχυρό πολεμικό πλοίο, πολύ δημοφιλές το δέκατο έκτο αιώνα.

**********************************

Αύριο Πέμπτη 8/4 το 10ο κεφάλαιο (α' μέρος)

Τρίτη 6 Απριλίου 2021

32 Δον Χουάν Ηρακλείδης (κεφ.9β)

 Οι εξελίξεις όσον αφορά την αιχμαλωσία του Χάρμου είναι θετικές, όμως η άγνοια της τύχης της Διονυσίας και τη Δηιάνειρας τον προβληματίζει και τον στενοχωρεί.

*******************************


Κεφ. 9β

..............................

Έμεινα στο σπίτι του Μελέκ Αχμέτ λίγες ακόμη μέρες. Αυτός έψαξε να μάθει για την τύχη των Ρωμιών που είχαν βρεθεί στον ναό Πέτρου και Παύλου την ώρα της εισβολής. Μου έδωσε κάποιες ελπίδες. Πραγματικά, πολλές Ρωμιές κι Ιταλίδες είχαν φορτωθεί από τον ίδιο τον Μουσταφά σε πλοία του Σοκουλού. Ήταν λάφυρα για τον σουλτάνο. Αν η γυναίκα μου ήταν φορτωμένη κι αυτή, θα την έφερναν στην Ισταμπούλ. Μου επιβεβαίωσε όμως κι αυτός ότι τα μικρά παιδιά που έπαιρναν ήταν από δέκα χρονών και πάνω.

Έγραψα ένα μήνυμα για την Ελένη Παππά και το έδωσα στον Μελέκ. Έγραφα ότι ήμουν αιχμάλωτος στην Πόλη και τής ζητούσα να ειδοποιήσει τον Μιχάλη Κυρίτση. Ήθελα να μάθει τι είχαν γίνει η Διονυσία κι η Δηιάνειρα. Επιπλέον της έγραφα να διαπραγματευτεί με τον γενίτσαρο Μελέκ Αχμέτ για την απελευθέρωσή μου έναντι λύτρων.

«Γνωρίζεις την Ελένη Παππά;» με ρώτησε όταν έμαθε σε ποιον θα πήγαινε το γράμμα. «Είναι προστατευόμενη κι ίσως μυστικοσύμβουλος του Σοκουλού Μεχμέτ, του Μεγάλου Βεζίρη μας. Τα ξέρεις αυτά;»

Τον άφησα να εννοήσει την απάντηση. Η Ελένη κι ο αείμνηστος Ιωσήφ ήταν πασίγνωστοι στους ισχυρούς κύκλους της Ισταμπούλ. Εκεί σύναζε κι ο Μελέκ Αχμέτ κι η Ελένη ήταν το είδος των γνωριμιών που ήλπιζε να κάνει.

«Είσαι πολύ πονηρός Ρωμιέ. Έχεις ισχυρές γνωριμίες εδώ. Η Παππά έχει μεγάλη περιουσία και θα μπορούσε μόνη της να σε αγοράσει με τα λεφτά της. Δεν χρειαζόταν ούτε ο Βενετός ούτε ο Σπανιόλος πρέσβης.»

«Στο είπα Μελέκ, μη με διώχνεις και θα κερδίσεις από μένα.»

«Γιατί δεν μου ζήτησες απ’ την αρχή να γράψεις στην Παππά χανούμ;» επέμεινε εκείνος.

«Μα, σου είπα Μελέκ. Δεν ήθελα να χάσεις από μένα.»

«Κι εγώ σου είπα κάτι, άτιμε Ρωμιέ, που εξακολουθείς να με προσβάλεις μπρος στα μούτρα μου. Είσαι ελεύθερος, δεν θέλω λύτρα από εσένα!»

«Θα στείλεις το γράμμα;»

«Θα το στείλω. Θα γράψω κι ένα σημείωμα να έρθουν να σε πάρουν γιατί είσαι ελεύθερος. Εδώ και τρεις μέρες, πριν μάθω σε ποιον θα έστελνες το γράμμα, σε ελευθέρωσα» είπε πεισματωμένος ο Μελέκ.

Με κοίταξε και το μάτι του άστραψε. Ένιωθε πως κάτι στη συμπεριφορά μου του ξέφευγε, κάτι ήταν μη αναμενόμενο και δεν καταλάβαινε ποιο ήταν αυτό.

«Γιατί δεν έγραψες από την πρώτη μέρα στην Ελένη Παππά; Γιατί με έβαλες να στέλνω γράμματα στους Βενετούς και τους Γενοβέζους; Δεν θα έπαιρνα χρήματα από όλους, ένας μόνο θα πλήρωνε για σένα. Τι κόλπο έπαιξες, λοιπόν;»

«Μελέκ αφέντη» του είπα «δεν έπαιξα κανένα κόλπο. Έστειλες τα στοιχεία μου στις πρεσβείες όπως έκανες για όλους τους αιχμαλώτους. Δεν ζήτησα κάτι κακό. Την Παππά χανούμ δεν την σκέφτηκα. Μπορεί να την είχα ξεχάσει.»

Καθώς μιλούσα έβαλε τον δραγουμάνο του να διαβάσει το γράμμα. Δεν ήταν η στιγμή κατάλληλη για να του ζητήσω να είναι διακριτικός.

«Εδώ γράφεις για τον Μιχάλη!» είπε διακόπτοντας τον δραγουμάνο. «Έτσι λένε οι Ρωμιοί τον Σεϊτάνογλου, τον γιο του διαβόλου! Τον γνωρίζεις κι αυτόν βρε; Αυτός είναι ακόμη πιο πλούσιος κι από την Παππά κι ίσως κι από τον Βεζίρη!»

«Άκουσε αφέντη» πήγα να του πω.

«Άσε τα “αφέντη” σου έχω πει» μου το ξέκοψε,

Με κοίταξε κάπως αυστηρά.

«Μίλησέ μου περισσότερο για σένα! Έτσι που μαθαίνω λίγο-λίγο για σένα, μου φαίνεται ότι στο τέλος θα σου κάνω εγώ τεμενάδες. Ποιος είσαι βρε; Μου είπαν ότι ήσουν λοχαγός, αλλά, εσύ ξέρεις σημαντικούς Ρωμιούς στην Πόλη! Γνωρίζεις βρε τον Σεϊτάνογλου και τον αποκαλείς Μιχάλη;»

«Στείλε το γράμμα στην κυρία Παππά. Οι γνωστοί μου θα γίνουν και δικοί σου, αν το θέλεις» του είπα.

Τον είδα που του άρεσε και θέλησα να τον πειράξω.

«Για να θέλει τέτοιες γνωριμίες ο Μελέκ πρέπει να έχει μεγάλες φιλοδοξίες! Λοιπόν, αυτό είναι και καλό και κακό!»

«Έχω φιλοδοξίες Ρωμιέ, δεν κρύβομαι. Όμως, τι καλό και τι κακό έχουν οι φιλοδοξίες;»

«Ο φιλόδοξος μπορεί να πετύχει ενώ ο αδιάφορος όχι.»

«Και το κακό ποιο είναι;»

«Η φιλοδοξία μπορεί να στοιχίσει την αληθινή ζωή.»

«Τι εννοείς όταν λες “αληθινή” ζωή;»

«Ο φιλόδοξος κινδυνεύει να υπηρέτης της φιλοδοξίας του αντί να τον υπηρετεί εκείνη.»

«Τα λένε αυτά κι όσοι ερμηνεύουν το Κοράνι. Μήπως μου βγεις στο τέλος και σούφι;»

Τον συμπαθούσα αυτόν τον γενίτσαρο. Με είχε μαζέψει στην Λευκωσία και με είχε μεταφέρει σαν ζώο για πούλημα σε σκλαβοπάζαρο. Αναρωτιόμουν πώς μπορούσα να συμπαθώ τον εχθρό μου. Όσο και αν μας είχε αποκτηνώσει ο πόλεμος, στην ουσία μέσα μας ήμασταν ίδιοι. Δεν ήθελα να τον παιδεύω άλλο με το μυστήριο γύρω από εμένα.

«Σεβαστέ, αφέντη Μελέκ» είπα. «Δεν είναι σωστό να με φιλοξενείς και να μη με ξέρεις.»

«Μίλα, λοιπόν, επιτέλους» φώναξε ανυπόμονα.

«Είμαι ο Χάρμος από την Κερασούντα, όπως στα είπα. Έχω φίλους σπουδαίους που θα με ελευθέρωναν, αν εσύ δεν είχες προλάβει να το κάνεις οικειοθελώς. Εκείνο που με νοιάζει είναι να βρω τη γυναίκα και το παιδί μου. Θα με φιλοξενήσουν στην Πόλη για όσο χρειαστεί μέχρι να τις βρω αλλιώς θα πάω στην Κύπρο να τις αναζητήσω.»

«Και γιατί με άφησες να ζητάω λύτρα από τη Βενετία και τη Γένοβα;»

«Ήθελα να ξέρουν με επίσημο τρόπο, κυρίως οι Βενετοί αλλά κι οι Ισπανοί κι οι Γενοβέζοι, ότι πιάστηκα αιχμάλωτος. Ήθελα να το μάθουν από τους πρεσβευτές τους, όχι απλά με τα δικά μου λόγια. Το όνομά μου στις λίστες των αιχμαλώτων, με αυτούς που πιάστηκαν στην Πύλη της Αμμοχώστου, ήταν ο πιο καλός τρόπος. Γι αυτό ήθελα να στείλεις τα στοιχεία μου πριν γράψω σε δικούς μου να με ελευθερώσουν.»

«Κι έχει καμιά σημασία αυτό για τους φίλους σου εδώ στην Ισταμπούλ;»

«Γι αυτούς όχι, Έχει όμως σημασία για εκείνους που είναι έξω, στην Ευρώπη.»

«Τι ανάγκη τους έχεις; Μπορούσες να ελευθερωθείς και μόνος σου χωρίς αυτούς.»

«Μου έδωσαν πεντακόσιους στρατιώτες να τους πάω στην Κύπρο. Έπρεπε κι εγώ κάτι να κάνω γι αυτούς, κι αυτό ήταν το λιγότερο.»

«Με ειδοποίησε ο Μαρκαντόνιο Μπάρμπαρο(i). Ήξερε ότι είσαι αιχμάλωτος πριν του το πω. Μου είπε ότι κάποιος θα έρθει να σε δει. Λέγεται Μενάγιας, τον γνωρίζεις;»

«Ναι, βέβαια… ο Πέτρος» είπα εγώ.

«Πρέπει να είναι πολύ άμυαλος αυτός ο φίλος σου για να έρθει εδώ στην Ισταμπούλ. Μπορεί να τον πιάσουν και να ζητάνε λύτρα και γι αυτόν.»

«Είναι Οθωμανός κι αυτός. Ρωμιός απ’ τον Μοριά» του είπα. «Γιατί να τον πιάσουν;»

«Θα έρθει εδώ το απόγευμα για να σε πάρει.»

Χάρηκα που ο Πέτρος Μενάγιας είχε έρθει να βοηθήσει. Θα πρέπει να είχε μάθει για τη σύλληψή μου απ’ ευθείας από την Λευκωσία αλλιώς δεν θα προλάβαινε να έρθει στην Πόλη. Βέβαια τα λύτρα που έφερνε μαζί του δεν θα χρειάζονταν. Όσα χρήματα κι αν έδιναν στον Μελέκ Αχμέτ, το αγύριστο κεφάλι του Αμπχάζιου δεν θα άλλαζε. Με είχε ελευθερώσει μεθυσμένος σε μια ταβέρνα κι αυτό ήταν οριστικό.

Η συνάντηση με τον Πέτρο ήταν συγκινητική. Πέσαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Δεν είπαμε πολλά. Δεν ρώτησε για τη Διονυσία και την Δηιάνειρα, κι ούτε είπε το παραμικρό. Μετά από τις πρώτες κουβέντες για την κατάστασή μου στου Μελέκ κατάλαβε ότι η διαμονή μου ήταν χωρίς προβλήματα. Ευχαρίστησε τον Τούρκο και ζήτησε να του πει για τα λύτρα. Ο Οσμανλής τον έκοψε άγρια και με έβαλε να του εξηγήσω ότι δεν θα δεχόταν χρήματα. Του είπα τι είχε γίνει. Ουσιαστικά ήμουν ελεύθερος εδώ κι αρκετές μέρες. Ο Μενάγιας εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του στον γενίτσαρο και μου είπε πως θα με πήγαινε στο σπίτι του Καντακουζηνού. Εκεί θα έμενα μέχρι την αναχώρησή μου από την Πόλη. Όπως μου είπε ο Μενάγιας εκεί με περίμεναν πολλοί καλοί μου φίλοι.

«Είναι εδώ η Χριστίνα. Έχουν έρθει με την Αλεξάνδρα στην Κωνσταντινούπολη και μένουν στης Ελένης.»

«Λέγανε ότι θα κάτσουν μόνο για λίγο» παρατήρησα.

«Ο Νέζης έχει γίνει φίλος με την Αλεξάνδρα και με την Χριστίνα, δεν τις αφήνει να φύγουν. Τις συμπαθεί κι η γυναίκα του Μιχάλη, είναι κι η Ελένη που επιμένει να τις κρατήσει εδώ όσο γίνεται περισσότερο.»

Γνώριζα την Πετρινή, την γυναίκα του Καντακουζηνού, από την προηγούμενή μου επίσκεψη στην Πόλη. Ήταν τότε που αναζητούσα να μάθω νέα για την τύχη του Ιάκωβου. Ήταν μια πραγματική αρχόντισσα. Μέσα στα μάτια της καθρεπτιζόταν η ιστορία της Πόλης.

«Δύσκολα αποχωρίζεται κανείς την Πόλη» σχολίασε ο Πέτρος. «Είναι όμως κι άλλοι φίλοι εδώ» συνέχισε ο Μενάγιας. «Θα τους δεις όταν έρθει η ώρα!»

«Πάμε τώρα στην Ελένη» του είπα βιαστικά.

Ήθελα να βρεθώ με τους φίλους και οικείους μου μια ώρα αρχύτερα. Είδα τον Μελέκ να με κοιτάζει λοξά. Δεν είπε τίποτε, αλλά, περίμενε από εμένα να πω κάτι. Όταν ο Πέτρος είχε αναφέρει τον Νέζη, το μάτι του γενίτσαρου είχε γυαλίσει κανονικά. Όποιος γνώριζε τον Καντακουζηνό και τον Νέζη στην Ισταμπούλ ήταν σαν να γνώριζε τον ίδιο τον Σουλτάνο. Οι γνωριμίες μου αποδεικνύονταν καλύτερες από ό,τι είχε αρχικά φανταστεί. Καταλάβαινα τι σκεφτόταν, η τρελή του επιλογή να με απελευθερώσει δικαιωνόταν.

«Μελέκ, θα έρθεις κι εσύ μαζί μας φυσικά, ε;» είπα. «Θα είναι τιμή μου!»

«Φυσικά γκιαούρη» μου είπε. «Θέλω να γνωρίσω όλη τη φάρα σου. Να μάθουν ότι έμεινες ελεύθερος χάρη στο δικό μου το κεφάλι, για το γούστο μου κι όχι για τα λεφτά τους! Και φυσικά θα τους το πεις κι εσύ!»

«Μα, φυσικά Μελέκ» είπα. «Οι φίλοι μου όλοι θα είναι και φίλοι δικοί σου!»

«Αυτό ελπίζω να το εννοείς» είπε.

Πήγαμε με άμαξες κι άλογα στη συνοικία Μπεσικτάς όπου έμενε η Ελένη. Η έπαυλή της ήταν σαν παλάτι. Ο Μελέκ, ο Μενάγιας κι εγώ μπήκαμε στην μεγάλη αυλή. Στην πόρτα μάς περίμεναν ανυπόμονα η Ελένη με τα παιδιά της, ο Μιχαήλ με την Πετρινή, η Αλεξάνδρα κι η Χριστίνα. Η συνάντησή μας με όλους ήταν ενθουσιώδης. Η Αλεξάνδρα, η Χριστίνα, ο Μιχαήλ με έκαναν να χαρώ πολύ, αλλά, με την Ελένη αισθάνθηκα μια ξεχωριστή συγκίνηση. Πέσαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου κι αφήσαμε όλο το συναίσθημα που μας ξεχείλιζε να εκφραστεί ελεύθερα. Η Ελένη, όμως, συνέχισε να κλαίει και μετά από τις πρώτες αγκαλιές, κι αυτό με έκανε καχύποπτο. Η υπερβολική της συγκίνηση με έκανε να ανησυχήσω. Να κρύβει άραγε αυτή η συγκίνηση κάποιο κακό μαντάτο; σκέφτηκα.

«Τι συνέβη στη Διονυσία, στη Δηιάνειρα; Τι ξέρεις; Πες μου Ελένη! Κάτι ξέρεις εσύ και θέλω να μου το πεις, δεν μπορώ να βασανίζομαι άλλο.»

«Δεν είναι καλά τα νέα για τη μικρή σου» μου είπε.

Σχεδόν κατέρρευσα εκείνη τη στιγμή. Άρα, λοιπόν, ήταν αλήθεια όσα μου είχαν πει; Το κεφάλι μου πήγαινε να σπάσει. Δεν θυμάμαι και πολλά από τα πράγματα που έκανα στη συνέχεια. Για τους γύρω μου ήταν σαν να είχα λιποθυμήσει εγώ όμως μιλούσα με την μικρή μου κόρη. Την έβλεπα ολοζώντανη μέσα στο ταραγμένο μου μυαλό, την καμάρωνα και την χάιδευα τρυφερά. Κανείς δεν κατάλαβε σε ποιον κόσμο ζούσα εκείνη τη στιγμή και νόμισαν πως ήμουν, απλά, σοκαρισμένος. Με κρύο νερό στο πρόσωπο με επανέφεραν κι εγώ λυπήθηκα που έχασα από μπροστά μου την Δηιάνειρα. Με ανησυχούσε η αρρώστια μου, αυτή που μ’ έκανε να βλέπω πράγματα που δεν υπήρχαν, όμως την προτιμούσα. Ήταν καλύτερα μ’ αυτήν παρά με την πραγματικότητα. Πάντως ανέκαμψα και επανήλθα.

Κάναμε τις συστάσεις ανάμεσα στον Μελέκ Αχμέτ, την Ελένη τον Καντακουζηνό και την γυναίκα του. Ευχαρίστησαν όλοι τον Μελέκ που με περιέθαλψε σαν φίλος και με ελευθέρωσε χωρίς να ζητήσει λύτρα. Όλοι τού έδωσαν υποσχέσεις φιλίας. Ο Μιχάλης τού ζήτησε να γνωριστούν καλύτερα. Ο Μελέκ τον κάλεσε σε ένα τεκέ Μπεκτασήδων(ii) κι ενθουσίασε τον Μιχάλη. Τον χαιρέτισα κι εγώ και τον ευχαρίστησα που μου είχε φερθεί τόσο καλά και που έγινε φίλος μου.

«Γκιαούρη, δεν ξέρω τι ετοιμάζεις με όλους αυτούς» μου είπε ο Μελέκ «αλλά σου εύχομαι να είσαι καλά. Μακάρι να βρεις την γυναίκα και το παιδί σου! Εγώ θα κάνω ό,τι μπορώ για να τις βρω και να στις φέρω.»

«Προσπάθησε Μελέκ, αυτό θα είναι το καλύτερο δώρο για μένα» του είπα. «Θα φροντίσω ώστε όλοι όσοι γνώρισες εδώ κι άλλοι, που δεν έχεις γνωρίσει ακόμα, να γίνουν φίλοι σου! Μια μέρα θα τους χρειαστείς!»

«Να ξαναβρεθούμε σύντομα Ρωμιέ» μου είπε.

Κανόνισα να βρεθούμε και πάλι σε μια ταβέρνα του Γαλατά ή του Χάσκιοϊ. Ο Μελέκ αφού χαιρέτησε σαν ιππότης τις κυρίες και τους άλλους μας άφησε. Προς έκπληξή μου τότε φανερώθηκε ο Ιουστίνος. Είχε έρθει μαζί με τον Μενάγια αλλά δεν ήθελε να το γνωρίζουν οι οθωμανικές αρχές. Αυτός ήταν ο λόγος που κρύφτηκε μέχρι να φύγει ο Μελέκ.

«Ιουστίνε, κι εσύ εδώ;» είπα εγώ έκπληκτος.

«Ζεις λοιπόν φίλε μου!» έκανε εκείνος ανοίγοντας την αγκαλιά του.

«Δεν μου είπε ο Μενάγιας ότι είσαι κι εσύ εδώ.»

«Περιμέναμε να φύγει ο γενίτσαρος για να εμφανιστώ.»

«Δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι που σε βλέπω. Δεν ξέρεις πόσο το είχα ανάγκη…»

«Ναι καλέ μου φίλε» είπε ο Ιουστίνος. «Εγώ χαίρομαι ακόμα πιο πολύ!»

Πέσαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Η σκηνή ήταν έντονη. Εμφανιζόμουν ξανά στους δικούς μου ανθρώπους μετά από ένα χρόνο περίπου. Ήμουν βέβαια σε τραγική κατάσταση μετά την αιχμαλωσία και την απώλεια των δύο γυναικών μου από το πλευρό μου.

«Χαίρομαι, λοιπόν, που σε βλέπω ζωντανό. Για δεύτερη φορά γλίτωσες από του χάρου τα δόντια! Μετά τη Μάλτα τα κατάφερες και στην Κύπρο!»

«Αυτή τη φορά δεν τα κατάφερα τόσο καλά, Ιουστίνε. Φύγαμε τρεις κι εγώ εδώ είμαι μόνος μου. Λένε ότι έχασα το κοριτσάκι μου και κανείς δεν ξέρει πού είναι η γυναίκα μου.»

«Κουράγιο φίλε μου» είπε ο Ιουστίνος. «Είμαστε σε πόλεμο κι εσείς δεχτήκατε να πάτε στην πρώτη γραμμή. Δεν ήταν λίγο αυτό που κάνατε!»

«Καλά εγώ, εκείνες όμως τι ήθελα να τις τραβάω μαζί μου;» έκανα απελπισμένος.

«Ήθελαν κι εκείνες. Δεν θα σε άφηναν μόνο σου ποτέ» είπε η Ελένη.

«Και τώρα;» έκανα απελπισμένος. «Τι γίνεται τώρα;»

«Δεν φταις, Χάρμο. Ο πόλεμος είναι βρωμιά. Ποτέ δεν ξέρεις τι θα συμβεί σε μια μάχη» είπε ο Καντακουζηνός.

Δεν υπήρχαν λόγια να με παρηγορήσουν. Προσπάθησα να μην χαθώ στον κόσμο της μοναξιάς μου, όπου, σταματούσα να επικοινωνώ με το περιβάλλον. Τότε με τριγύριζαν πρόσωπα της φαντασίας μου ζωντανεύοντας τους εφιάλτες μου.

«Μη του μιλάτε τώρα, φίλοι μου, αφήστε τον» άκουσα την Ελένη. «Ο πόνος του δεν αντέχεται.»

«Πονάμε κι εμείς το ίδιο Ελένη» είπε ο Ιουστίνος

Τα κατάφερα να συνέλθω και ρώτησα ξανά.

«Ελένη, μίλα σε παρακαλώ. Η Διονυσία πού βρίσκεται; Έχεις μάθει τίποτα;»

«Την πήραν αιχμάλωτη, μαζί με γυναίκες και νέους από ευγενική γενιά, πεσκέσι του Μεγάλου Βεζίρη στον Σουλτάνο.»

«Έχουμε ελπίδες έτσι; Όμως η Δηιάνειρα, το κοριτσάκι μου; Θεέ μου … θα το ξαναδώ;»

Σ’ αυτό δεν είχαν τίποτε για να μου απαντήσουν.

«Τα πλοία από την Αμμόχωστο έρχονται στον Σοκουλού. Αν είναι η Διονυσία σε κάποιο από αυτά τότε θα την πάρουμε πίσω» μου είπε ο Καντακουζηνός για να με καθησυχάσει.

Ησύχασα κάπως από τις σκέψεις που μού τριβέλιζαν το μυαλό αλλά κι από την πολλή συγκίνηση. Έβλεπα τους φίλους μου ξανά ενώ είχα μόλις επανέλθει στη ζωή μετά από μια βόλτα στα περίχωρα του κάτω κόσμου.

«Αυτή τη φορά οι Ισπανοί ήταν που απέφυγαν την μάχη» είπε ο Ιουστίνος.

«Ως τώρα αυτό ήταν προνόμιο των Βενετών» είπα.

«Όπως το είπες: “ως τώρα”. Γιατί οι Βενετοί έμπλεξαν άσχημα στην Κύπρο κι ήθελαν βοήθεια αλλά οι Ισπανοί έκαναν πίσω» είπε ο Ιουστίνος.

Περίμενα να ακούσω τη συνέχεια. Όλοι τα γνώριζαν εκτός από μένα.

«Συγκεντρώθηκε ο χριστιανικός στόλος στην Κρήτη. Οι Βενετοί ήθελαν να στείλουν στρατεύματα στην Κύπρο και να βοηθήσουν την Λευκωσία. Συμφωνούσαν κι οι Ισπανοί, όμως, η κακοκαιρία από την μια και οι δισταγμοί του Ντ’ Όρια(iii), μας καθυστέρησαν πολύ. Πλησιάσαμε στο νησί μετά τα μέσα του Σεπτέμβρη όταν πια η Λευκωσία είχε πέσει. Ο Κολόνα, ο γενικός αρχηγός του στόλου, κόντεψε να αρρωστήσει από την αναβλητικότητα των Ισπανών.»

«Και πάλι χρειαζόταν ο στόλος. Δεν είναι η Λευκωσία μόνο στο νησί. Είναι η Κερύνεια, η Αμμόχωστος. Τα αφήσατε όλα στους Τούρκους;» ρώτησα.

«Η Κερύνεια παραδόθηκε, μόνο η Αμμόχωστος μένει.»

Ο Ιουστίνος μου το είπε με πόνο ψυχής κι αυτό το νέο.

«Έστειλε ο Μουσταφά στην Κερύνεια το κεφάλι του Ντάντολο κρεμασμένο στη σέλα του. Το μήνυμα ελήφθη κι η φρουρά της Κερύνειας σήκωσε λευκή σημαία. Η Αμμόχωστος όμως μένει όρθια. Έστειλαν και εκεί το κομμένο κεφάλι αλλά ο Μαρκαντόνιο Μπραγκαντίνο, που έχει εκεί το κουμάντο, δεν φοβήθηκε. Οι Τούρκοι ξεκίνησαν την πολιορκία αλλά λόγω του χειμώνα σταμάτησαν. Η μάχη θα δοθεί το καλοκαίρι.»

«Εσείς που τα μάθατε όλα αυτά;» ρώτησα.

«Αράξαμε ένα βράδυ, 20 ή 21 του Σεπτέμβρη, σε μια παραλία για να αποφύγουμε μια καταιγίδα. Μας βρήκε ένα καΐκι που ερχόταν από την Κύπρο με τα δυσάρεστα νέα για την πτώση της Λευκωσίας. Καπετάνιος ήταν ένας άντρας που τον είχατε μυήσει εσύ κι η Διονυσία στην οργάνωσή μας. Λέγεται Ιερώνυμος Συγκλητικός.»

«Ώστε σώθηκε ο Ιερώνυμος!» έκανα χαρούμενος που είχαν γλιτώσει κάποιοι από την καταστροφή.

«Σώθηκε! Βγήκε απ’ την Πύλη της Αμμοχώστου μαζί με κάποιους. Πέρασαν από τις τουρκικές γραμμές και γλύτωσαν. Ο Ιερώνυμος πήρε ένα καΐκι με προορισμό την Κρήτη. Μας βρήκε στον όρμο που είχαμε καταπλεύσει, κι όταν άκουσε το όνομά μου, μού έδωσε σημάδια της Αδελφότητας. Μου έδειχνε μεγάλο σεβασμό. Ήρθε μαζί μου, ψάχνει έναν συγγενή του που θα τον πουλήσουν στο σκλαβοπάζαρο.»

«Ώστε είναι εδώ ο Ιερώνυμος;» έκανα έκπληκτος.

«Έχει πάει σε ένα μπουντρούμι» είπε ο Μενάγιας «και ψάχνει έναν αδελφό του. Θα έρθει εδώ σε λίγο κι αυτός.»

«Ο Ιερώνυμος μου είπε ότι πιάστηκες αιχμάλωτος στην Πύλη της Αμμοχώστου. Ήταν κι ο Κονταρίνι κι ο Καλέπιο κι άλλοι» μου είπε ο Ιουστίνος.

«Ο Καλέπιο ήταν μαζί μου» είπα. «Ας τον αγοράσουμε. Ο Μελέκ ξέρει πού βρίσκεται. Όμως ο Φραντσέσκο Κονταρίνι, δυστυχώς πέθανε. Είχε τραύματα και δεν άντεξε.»

«Ο Ιερώνυμος μου είπε και για την μικρή Δηιάνειρα» συνέχισε ο Ιουστίνος. «Του τα είπε ο επίσκοπος Λογαράς πριν ξεψυχήσει κι αυτός.»

«Πώς έγινε;» ρώτησα με τα μάτια μου υγρά.

«Την πήραν μέσα από τα χέρια της Διονυσίας και την σκότωσαν. Δεν άφησαν ούτε ένα παιδί ζωντανό, έβρισκαν τα μωρά και τα σκότωναν! Κουράγιο, Χάρμο» είπε ο Ιουστίνος καθώς με είδε να λυγίζω. «Κουράγιο!»

«Μίλα σε παρακαλώ» του ζήτησα. «Πες όλα όσα ξέρεις. Θέλω να ξέρω! Πρέπει να ξέρω!»

«Χτύπησαν θανάσιμα τον Λογαρά. Το κοριτσάκι σου ξεψύχησε στα χέρια του, λίγο πριν τελειώσει κι αυτός.»

Ο Ιουστίνος δάκρυζε καθώς μου τα έλεγε.

«Το μικρό μου κοριτσάκι…!» μπόρεσα μόνο να πω.

«Λυπάμαι που σου φέρνω αυτά τα δυσάρεστα» μου είπε με μεγάλη θλίψη.

«Δεν φταις εσύ φίλε μου» είπα. «Εγώ φταίω για όλα. Ο Ιερώνυμος; ήταν εκεί;»

«Ναι, σώθηκε γιατί τον νόμισαν νεκρό. Έβαλε τον Μητροπολίτη σε μια γωνιά με τη μικρή σου. Γύρισε στην Πύλη της Αμμοχώστου όπου έκαναν μια τρελή έξοδο και σώθηκαν!»

«Θεέ μου» έκανα φρικαρισμένος. «Κι η Διονυσία;»

«Ο Ιερώνυμος είπε ότι την χτύπησαν γιατί ούρλιαζε. Δεν σταματούσε με τίποτα και την πήραν σχεδόν λιπόθυμη. Την μάζεψαν για πεσκέσι στον Μεγάλο Βεζίρη.»

«Και που βρίσκεται τώρα;»

«Ίσως να φτάνουν τα πλοία στην Πόλη, δεν θα αργήσουν πολύ. Την έχουν για πούλημα ή για κάποιο χαρέμι.»

«Θα την πάρουμε πίσω» είπε ο Καντακουζηνός.

«Μην ανησυχείς, Χάρμο» μου είπε η Πετρινή. «Εδώ θα βρούμε τρόπο να πάρουμε πίσω τη γυναίκα σου.»

Η σκέψη ότι θα ξανάβλεπα την Διονυσία ήταν μια ανακούφιση. Αν ήταν αιχμάλωτη του Σοκουλού Μεχμέτ, είχαμε πολλές ελπίδες να την εξαγοράσουμε.

«Έχω μήνυμα του ναυάρχου Κολόνα προς τον Σοκουλού για σένα και τη Διονυσία» είπε ο Ιουστίνος. «Μου το έγραψε στο πλοίο όταν του είπα πως είστε κι οι δυο όμηροι.»

Το κοίταξα με περιέργεια. Το γράμμα είχε την επίσημη σφραγίδα του ναυάρχου Κολόνα.

«Παρά τον πόλεμο, η Βενετία έχει καλές σχέσεις με τον Σοκουλού. Ο λόγος του Μαρκαντόνιο μετράει εδώ ακόμα.»

«Γνώρισα τον σινιόρ Κολόνα όταν ήμουν στην υπηρεσία του Δον Χουάν» του είπα. «Συμπαθούσε τη Δηιάνειρα!»

Θυμήθηκα τον ωραίο και περήφανο Δον Χουάν που είχα πάνω από ένα χρόνο να τον δω.

«Ο πρίγκιπας σε περιμένει πώς και πώς» μου είπε ο Ιουστίνος. «Το ίδιο κι ο Ροντρίγκες, κι ο Βαλέρης, όλοι.»

«Ο Δον Χουάν θα σε περιμένει με την Διονυσία στον στόλο του» μου είπε ο Μενάγιας.

«Ποιον στόλο;» ρώτησα ειρωνικά. «Του Κολόνα, που ο Ντ’ Όρια δεν τον άφησε να φτάσει στην Κύπρο;»

«Ο πρίγκιπας έχει πια δικό του στόλο» είπε ο Μενάγιας. «Τον εμπιστεύεται όλη η Ευρώπη κι ο Φίλιππος δεν μπορεί να φέρνει συνέχεια αντιρρήσεις.»

«Αυτή τη φορά θα γίνει ο ιερός συνασπισμός» είπε η Ελένη. «Αυτό λένε τα μηνύματα που έρχονται από παντού.»

«Ο Βασιλιάς πρέπει να τον ορίσει επικεφαλής» είπε ο Ιουστίνος «αλλά … διστάζει.»

«Κι ο Φραγκίσκος το ίδιο λέει, όμως, όσο διστάζει ο Φίλιππος, τίποτε δεν είναι σίγουρο» είπε ο Μενάγιας.

«Ο Δον Χουάν σε θέλει κοντά του» μου είπε ο Ιουστίνος.

Ήταν τιμητικό να με θέλει ο πρίγκιπας κοντά του, όμως, εγώ είχα τώρα στο νου μου άλλα. Ακόμα δεν είχα χωνέψει τον χαμό της μικρής μου. Περίμενα να ελευθερωθεί κι η Διονυσία. Μετά από αυτό, θα μπορούσα να πάω στον πρίγκιπα. Είχα την αποστολή μου, να τον προετοιμάσω για την πρότασή μας.

Οι εξελίξεις έτρεχαν. Η εξέγερση στην χερσόνησο είχε ήδη ξεκινήσει απ’ το καλοκαίρι του 1570. Οι Βενετοί ξεσήκωσαν την Ήπειρο και την Αλβανία μέχρι κάτω στην Αιτωλία και την Ακαρνανία. Είχαν απελευθερωθεί το Σοποτό κι η Χιμάρα μετά από σκληρές μάχες. Παράλληλα, είχε ξεκινήσει νέα εξέγερση στη Μάνη. Η σπίθα είχε ανάψει και δεν θα αργούσε ο γενικός ξεσηκωμός. Ευτυχώς είχαμε ένα ευρύ δίκτυο οπλαρχηγών και προκρίτων. Θα εντείναμε τον αγώνα όχι με βάση τις ανάγκες της Βενετίας αλλά τις δικές μας.

«Χρειαζόμαστε άμεσα έναν αναγνωρισμένο αρχηγό και μάλιστα γαλαζοαίματο, τον Δον Χουάν!» είπε ο Ιουστίνος.

«Νομίζω πως κι εκείνος χρειάζεται έναν λαό που να τον πιστεύει κι ένα κράτος δικό του» απάντησα

.......... (συνεχίζεται) .....

Παραπομπές: 

i Η βενετσιάνικη οικογένεια Μπάρμπαρο ισχυρίζεται ότι κρατά από πατρίκιους Ρωμαίους και είναι πασίγνωστη μέχρι σήμερα. Ο Μαρκαντόνιο ήταν Βάϊλος στην Κωνσταντινούπολη το 1570 και αργότερα, στη Ναυμαχία της Ναυπάκτου, φυλακίστηκε από τους Οθωμανούς. Κατόπιν έγινε ιεροεξεταστής στην Κέρκυρα. [ΠΗΓΕΣ: Αγγλική Wikipedia / Corfu Museum / Ρόμπερτ Ρόουλυ «Αυτοκρατορίες των Θαλασσών»/ κ.α.]

ii Οι Μπεκτασήδες είναι θρησκευτικό τάγμα των μουσουλμάνων, ο Χατζή Μπεκτάς που το έφτιαξε θεωρείτο πνευματικός ηγέτης των γενιτσάρων

iii Πρόκειται για τον γενοβέζο Τζιάννι Ντ’ Όρια, ανιψιό του ναυάρχου Αντρέα Ντόρια που είχε χάσει την ναυμαχία στην Πρέβεζα το 1538

*******************************

Αύριο το γ' μέρος που ολοκληρώνει το 9ο κεφάλαιο στην Κωνσταντινούπολη. Πρόκειται για μιαν έκτακτη Συνεδρία της Αδελφότητας.