Παρασκευή 12 Μαρτίου 2021

15 Δον Χουάν Ηρακλείδης (κεφ. 4α)

Ξεκινάμε σήμερα το 4ο κεφάλαιο που έχει τίτλο "Ιάσιο" και είναι η δεύτερη συνεδρίαση της Αδελφότητας για την Ελευθερία, το 1562, μετά την ιδρυτική στο Άουγκσπουργκ του 1555. Θα μας πάρει τρεις δημοσιεύσεις αυτό το κεφάλαιο, σήμερα το 4α, την Δευτέρα 15/3 το 4β και την Τρίτη 16/3 το 4γ. 

Στο σημερινό (4α) βλέπουμε τι συνέβη στο ενδιάμεσο διάστημα από την 1η συνεδρίαση της Αυγούστας (1555) ως την δεύτερη του Ιασίου (1562) και τους συμμετέχοντες. 

************************

ΙΑΣΙΟ, Μοναστήρι της Μπουκκοβίνα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο

ΙΑΣΙΟ 1562 μΧ


Στο Ιάσιο που προοριζόταν να γίνει η νέα πρωτεύουσα της Μολδαβίας, τον Ιούνιο του 1562 θα γινόταν μια συνάντηση. Ήταν η δεύτερη συνεδρίαση των μελών της Αδελφότητας, επτά χρόνια μετά την ιδρυτική της Αυγούστας. Η μεγάλη αίθουσα του νέου πύργου θα γινόταν μελλοντικά η αίθουσα του θρόνου. Εδώ θα ήταν η έδρα του Ηγεμόνα της Μολδαβίας κι εδώ ο θρόνος του. Η μετακίνηση της πρωτεύουσας από τη Σουτσεάβα στο Ιάσιο ήταν παλιότερο σχέδιο. Το είχε προτείνει ο Ιάκωβος στον ηγεμόνα Αλέξανδρο Λεπουσνεάνου όταν ήταν σύμβουλός του. Τελικά, ήρθαν έτσι τα πράγματα που ο ίδιος ο Ιάκωβος, ως ηγεμόνας πλέον, έκτιζε το νέο παλάτι και τον πύργο. Προς το παρόν όμως, την αίθουσα είχαμε διαρρυθμίσει εμείς, έτσι ώστε φιλοξενήσει την διάσκεψή μας.

Από τον πύργο έλειπαν ακόμα το τείχος και το κεντρικό φρούριο. Θα χρειάζονταν δυο περίπου χρόνια εργασιών για να μπορέσει ο νέος πύργος να κατοικηθεί σαν παλάτι. Εμάς αυτό δεν μας ενοχλούσε καθόλου. Για να διεξαχθεί η συνεδρίασης της Αδελφότητας με άνεση, οι υπάρχουσες εγκαταστάσεις του ήταν αρκετές. Ο Ιάκωβος, εγώ κι η Αλεξάνδρα βρισκόμασταν εδώ στη Μολδαβία τα τελευταία χρόνια. Μετακινιόμασταν διαρκώς ανάμεσα στην πρωτεύουσα Σουτσεάβα, στο Κοτνάρι και στο Ιάσιο. Στο Κοτνάρι είχε ιδρυθεί και είχε κτιστεί το νέο πανεπιστήμιο της Μολδαβίας. Είχε τον μεγαλεπήβολο τίτλο «Πανεπιστήμιο της Αναγέννησης» κι ήταν το μεγαλύτερο όνειρο του Ιάκωβου. Το Ιάσιο η κοντινή προς το Κοτνάρι πόλη θα ήταν η νέα σύγχρονη πρωτεύουσα του κράτους.

Το όνομα του, Ηγεμόνα πια, Ιάκωβου Ιωάννη Ηρακλείδη συνοδευόταν από ένα τροπάρι τίτλων. «Πρίγκηψ Μολδαβίας, Άρχων Μαρκήσιος Πάρου, Δεσπότης Σάμου και Ιππότης του Ανωτάτου Καίσαρος Κόμης Παλατινός». Δέκα προσκεκλημένοι του είχαν φτάσει ο ένας μετά τον άλλον λίγες μέρες πριν την έναρξη της συνεδρίασης.

Επτά χρόνια μετά την συνάντηση της Αυγούστας, ήταν φυσικό πολλά να έχουν συμβεί στην ζωή όλων. Μαθαίναμε τα νέα τους καθώς έφταναν. Πρώτοι είχαν έρθει από τη Βενετία ο Ιουστίνος Βαρδάτης μαζί με τον λοχαγό του ενετικού στρατού Εμμανουήλ Μορμόρη. Ο Μορμόρης είχε ταξιδέψει μόνος από την Κέρκυρα ως την Βενετία. Ταξίδεψε μαζί με τον Ιουστίνο ως την Σουτσεάβα και το Ιάσιο. Τις μέρες αυτές επιδίδονταν σε ιππικούς αγώνες και κυνήγι απολαμβάνοντας τις προτιμήσεις των ευγενών Βογιάρων. Μάθαιναν τιν βογιάρικες συνήθειες και τους δίδασκαν τις αντίστοιχες των Βενετών αριστοκρατών. Είχαν κερδίσει έτσι την εκτίμηση της ντόπιας αριστοκρατίας. Ιδιαίτερα ο Ιουστίνος είχε γίνει δημοφιλής χάρη στους τρόπους, τον χαρακτήρα, τις δεξιότητές του και την συμπεριφορά του. Είχε εξελιχθεί σε ένα ευγενή Ελληνο-Βενετό που δεν είχε τίποτε να ζηλέψει από τους βασιλιάδες ή τους πρίγκιπες. Η κουλτούρα του, ελεύθερη και πρωτοποριακή, εντυπωσίαζε τους συνομιλητές του. Όμως κι ο Μορμόρης, γενναιόφρων και ριψοκίνδυνος, άρεσε στους Βογιάρους. Ο Ιουστίνος και ο Εμμανουήλ δεν βιάζονταν καθόλου να ξεκινήσει η συνεδρίαση.

Τελευταίος είχε καταφτάσει μόλις χτες, ο Φραγκίσκος, ερχόμενος από το Τριδέντο. Ήταν Κληρικός της Αγίας Έδρας, ο Φραντσέσκο Καστιλιόνι. Είχε μετάσχει στην Μεγάλη Σύνοδο των Καθολικών που αντιμετώπισε σε κοινωνικό και θεολογικό πεδίο την μεταρρύθμιση. Ο Φραγκίσκος, μόλις ήρθε, άρχισε τις επαφές με τους μεταρρυθμιστές που είχε φέρει στη Μολδαβία ο Ιάκωβος. Τους κουβάλησε από τη Γερμανία και τη Δανία για να μπολιάσουν με τον λουθηρανισμό μια κοινωνία ορθόδοξη. Ήθελε να εκπολιτίσει έναν λαό που για να προοδεύσει έπρεπε να ξεπεράσει καθυστέρηση αιώνων. Ο Φραγκίσκος πίστευε πως η προσπάθειά του ήταν μάταιη.

Ο Καστιλιόνης, ο Βαρδάτης κι ο Μορμόρης έμειναν στα ωραία διαρρυθμισμένα δωμάτια του νέου βασιλικού πύργου. Ενδιάμεσα είχαν καταφτάσει η Ελένη Παππά και ο Καισαρείας Μητροφάνης. Ο μητροπολίτης περνούσε τον περισσότερο καιρό του στην Πόλη κι όχι στην Καισάρεια. Οι σχέσεις του με τον τωρινό Πατριάρχη Ιωασάφ, όμως, ήταν κακές. Έφτασαν απ’ την Πόλη ταξιδεύοντας με πλοίο ως τη Κωστάντζα κι από ’κει είχαν συνεχίσει με άμαξες και ποταμόπλοια.

Εκείνος που δεν είχε έρθει στο Ιάσιο ήταν το 13ο μέλος της Αδελφότητας, ο Διονύσιος Γαλατιανός. Ο Μητροφάνης τον είχε μυήσει και ορκίσει αμέσως με την επιστροφή του από την Αυγούστα στην Κωνσταντινούπολη. Ο Διονύσιος κατείχε τότε τον πατριαρχικό θρόνο. Σαν φλογερός ελληνιστής είχε δεχτεί ενθουσιασμένος να μετάσχει στην Αδελφότητα. Δυστυχώς ήταν απρόσεκτος όταν προσπάθησε να μυήσει κάποιους Ρωμιούς στην υπόθεση και το έμαθαν οι αρχές. Μιαν αποφράδα μέρα, στο τέλος μιας λειτουργίας του σε ναό της Κωνσταντινούπολης, τον Ιούλιο του 1556, τον σκότωσαν. Ένας μουσουλμάνος, από τους αποκαλούμενους Πίρηδες(i), όρμησε μέσα στο πλήθος των πιστών και τον μαχαίρωσε.

Ο Διονύσιος έγινε, έτσι, το πρώτο μέλος της οργάνωσης που σκοτωνόταν. Η Ελένη κι ο Μητροφάνης μπόρεσαν εύκολα να διακρίνουν τι είχε παιχτεί πίσω απ’ την δολοφονία. Δεν ήταν μια ανόητη προσπάθεια ενός μισότρελου Πίρη αλλά μια ψυχρή κι αποτρόπαια εκτέλεση. Κάποιοι είχαν θεωρήσει τη δράση του άκρως επικίνδυνη για το σουλτανάτο. Ο Διονύσιος είχε φροντίσει βέβαια να μην μιλήσει σε κανέναν για την Ελένη ή για τον Μητροφάνη κι αυτό τους έσωσε. Μετά από αυτό το αποτρόπαιο και φριχτό γεγονός, όμως, η είσοδος νέων μελών στην οργάνωση έγινε πλέον αδύνατη. Η άγρια δολοφονία του Διονύσιου Β’ συνέβη ένα μόλις χρόνο μετά τη συνάντηση της Αυγούστας. Ο Διονύσιος ήταν ένας φωτισμένος ιεράρχης ενώ ο διάδοχός του Ιωασάφ δεν ήταν καθόλου ελληνολάτρης. Ήταν ήταν αντίθετος με τον Μητροφάνη, ωστόσο ήταν κι αυτός ένας εγγράμματος και λόγιος ιεράρχης. Ήθελε κι αυτός να ανεβάσει το μορφωτικό επίπεδο των χριστιανών.

Ο Μητροφάνης συναντήθηκε με όλους τους ορθόδοξους ιεράρχες της Μολδαβίας. Τον θεωρούσαν ψηλά ιστάμενο στην ιεραρχία με εξουσιοδότηση να τους δώσει λύσεις. Είχαν πολλά παράπονα από τον νέο ηγεμόνα Ηρακλείδη. Ο Μητροφάνης δεν μπορούσε να τους αποκαλύψει τον πραγματικό του ρόλο. Όχι μόνο ενέκρινε απόλυτα όλες τις ενέργειες του Ηρακλείδη, αλλά, βρισκόταν και σε κόντρα με τον Ιωασάφ. Συζητούσε, όμως, πρόθυμα τα προβλήματά τους δρώντας πυροσβεστικά και κατευναστικά.

«Πήρε όλα τα αργυρά αντικείμενα από τις εκκλησίες για να κόψει νομίσματα» του παραπονέθηκαν.

«Κουβάλησε προτεστάντες σοφούς και θεολόγους για να μας γυρίσει τα μυαλά. Πιστεύει ένα δόγμα που αναμειγνύει ορθοδοξία προτεσταντισμό και παγανισμό!» του είπαν.

«Ας έχουμε λίγη υπομονή» απαντούσε ο Μητροφάνης. «Θα συζητήσω μαζί του.»

Ο Μητροφάνης διέμεινε σε μια ορθόδοξη εκκλησία στο Ιάσιο. Η Ελένη φιλοξενήθηκε από την πριγκίπισσα Σβαρόφσκι. Ήταν η σύζυγος του Ιάκωβου κι ο πύργος των Σβαρόφσκι ήταν κάπου έξω από το Ιάσιο. Στο μεταξύ είχαν φτάσει κι ο Ανδρέας Καλλέργης από την Κρήτη μαζί με τον Ιάκωβο Διασσωρίνο. Ο Ηρακλείδης ήθελε τον ανιψιό του εδώ στη συνάντηση αν κι εκείνος είχε πολλά να κάνει στην Κύπρο. Ο Καλλέργης είχε πάει με πλοίο στη μεγαλόνησο για να τον φέρει. Το πλοίο τους έφερε στην Κωνσταντία, όπου ο Δούναβης εκβάλει στη Μαύρη Θάλασσα. Με πλοιάρια διέπλευσαν Δούναβη και Προύθο κι έφτασαν στο Ιάσιο. Σε λίγο έφτασαν στο Ιάσιο κι ο Ιάκωβος Παλαιολόγος με την Μαργαρίτα Κορέση-Γκριμάλντι και την κόρη της Σοφία. Οι δέκα προσκεκλημένοι είχαν μαζευτεί. Πριν ξεκινήσουν διηγούνταν τις ιστορίες τους. Ήταν ενθουσιασμένοι που ξαναβρεθήκαν και πολύ ομιλητικοί.

Ο Ιάκωβος Παλαιολόγος για δυο χρόνια, το 1560 και το ’61, βρισκόταν στην Ισπανία ως δάσκαλός του Δον Χουάν. Του μάθαινε ελληνικά, λατινικά, φυσική και μαθηματικά. Όταν ο Κάρολος, ο φυσικός πατέρας του νεαρού πέθανε, ο Ιερώνυμος έμαθε την κανονική του καταγωγή.

Ήταν ετεροθαλής αδελφός του βασιλιά Φιλίππου Β’(ii). κι είχε ήδη αλλάξει το όνομά του από Ιερώνυμος σε Δον Χουάν. Έκανε παρέα με δυο ανίψια του που ήταν συνομήλικοί του. Ο ένας ήταν ο Δον Κάρλος κι ο άλλος ο Αλέξανδρος Φαρνέζε(iii). Ο ο Δον Κάρλος ήταν γιος του Φίλιππου. Ο Αλέξανδρος ήταν γιος μιας άλλης, ετεροθαλούς επίσης, αδελφής του Φίλιππου και του Δον Χουάν. Οι τρεις, θείος κι ανιψιοί, είχαν φτιάξει μιαν τρελή κι αχώριστη τριάδα που είχε αναστατώσει την Μαδρίτη. Το ’61 ο Φίλιππος, ανακουφισμένος, τους έστειλε στο Πανεπιστήμιο της Αλκαλά. Φυσικά, τα μαθήματα διακόπηκαν.

Ο Παλαιολόγος πρόλαβε να συνδεθεί στενά(iv) με τον νεαρό. Είχαν ταξιδέψει μαζί από τη Μαδρίτη στη Βιέννη όπου ο Δον Χουάν επισκέφτηκε την αυλή του Φερδινάνδου. Στη Βιέννη συνάντησε την Μαργαρίτα και την κόρη της και μαζί οι τρεις τους ταξίδεψαν ως το Ιάσιο. Η Βιέννη ήταν μια πόλη που ασκούσε στην κοντέσα Γκριμάλντι μια γοητεία. Συναντούσε την Μαγδαληνή Ντυμπουά που είχε σχεδόν υιοθετήσει τον Ιερώνυμο και πλέον Δον Χουάν. Τον είχε αναθρέψει σωστά. Είχε ζητήσει από τη Μαργαρίτα έναν αντικαταστάτη του Διασσωρίνου, κι αυτή της είχε στείλει τον Ιάκωβο Παλαιολόγο. Η πρόσκληση του Ιάκωβου είχε βρει τη Μαργαρίτα στη Βιέννη. Περνούσε εκεί την άνοιξη με τις δυο κόρες της. Έφυγε για το Ιάσιο με τον Παλαιολόγο και τη Σοφία που ήταν μια πανέμορφη δεσποινίς εικοσιενός ετών και την οποία ο Ιάκωβος προσκαλούσε επίσης στο Ιάσιο. Η Ιζαμπέλ, πήγε στο Μιλάνο κι είπε στον πατέρα της για το ταξίδι της μητέρας και της αδελφής της.

Η Μαργαρίτα κι η Σοφία έφτασαν στο Ιάσιο και βρήκαν τον πύργο των Σβαρόφσκι να αναμένει να τους φιλοξενήσει. Η Μαργαρίτα έμαθε πως ο Ιάκωβος είχε ερωτευτεί με την πρώτη ματιά την Χριστίνα. Ζήλεψε λίγο, όπως ήταν φυσικό, αλλά είδε αμέσως πόσο σπουδαία γυναίκα ήταν η Χριστίνα . Ήταν κόρο του Πολωνού φίλου κι υποστηρικτή του Μάρτιν Σβαρόφσκι. Το ειδύλλιο, κεραυνοβόλο κι αμοιβαίο, κατέληξε σύντομα σε γάμο. Η Χριστίνα τον ερωτεύτηκε για την εμφάνιση και τον αλύγιστο χαρακτήρα του. Εντυπωσιάστηκε κι απ’ την καλλιέργεια, την ενεργητικότητα και τον περιπετειώδη χαρακτήρα του.

Μαζί με τα καλά αποδέχτηκε και τις μανίες του, τους φίλους του κι ολόκληρη την προηγούμενη ζωή του. Δεν την πείραξε που το παρελθόν του περιείχε έρωτες. Ήξερε πως όλα αυτά είχαν πλέον μετατραπεί σε ισχυρές φιλίες. Η Ελένη, η Μαργαρίτα αλλά κι η Ρωξάνδρα ήταν άνθρωποι δικοί του και κοντινοί του όπως οι φίλοι του. Για την Ρωξάνδρα γνώριζε την αλήθεια, ότι δηλαδή ήταν η Αλεξάνδρα Μπότση, ερωμένη του κάποτε κι όχι ξαδέλφη του. Η Μαργαρίτα, η Σοφία κι ο Ιάκωβος Παλαιολόγος έγιναν δικοί της ανθρώπους λες και τους γνώριζε από παλιά. Στον πύργο της φιλοξενούσε και την Αλεξάνδρα-Ρωξάνδρα και την Ελένη Παπά. Συγκατοικούσαν οι τέσσερις μεγάλοι έρωτες του Ιάκωβου, οι τρεις πρώην και η μία νυν. Η καθαρή στάση του απέτρεπε κάθε καχυποψία. Μεταξύ τους δεν είχαν μυστικά και αντιζηλίες. Οι παλιές σχέσεις δεν εμπόδισαν τις τέσσερις γυναίκες να γίνουν φίλες και να αλληλοεκτιμώνται. Υποστήριζαν όλες τους με θέρμη το όνειρό του.

Ο Ηρακλείδης είχε κάνει μαθήματα κι ήξερε την Σοφία και την Ιζαμπέλ. Ήταν ευτυχής με την παρουσία των δύο Γκριμάλντι στο Ιάσιο. Εκτίμησε πολύ την πρώην μαθήτριά του, που είχε γίνει αξιόλογη νεαρή γυναίκα. Δεν δίστασε να μυήσει την Σοφία στα μυστικά της Αδελφότητας και να την χρίσει πρόωρα μέλος. Δεν είχε αφήσει ποτέ κανένα υπονοούμενο για τη σχέση του με την μητέρα της όμως αυτό δεν κοίμιζε την Σοφία. Η νεαρή ήταν έξυπνη κι είχε τσαγανό παρά την μικρή της ηλικία. Εκείνες τις μέρες έμαθα από την Μαργαρίτα για τον διάλογο που είχε με την κόρη της. Η Μαργαρίτα ήταν εμφανώς αιφνιδιασμένη κι είχε έρθει σε δύσκολη θέση με αυτά που είχε ακούσει και είχε πει.

«Μητέρα, πόσο καλά γνώρισες τον Ιάκωβο στην Χίο;» την είχε ρωτήσει η Σοφία.

«Αρκετά καλά, κορίτσι μου. Όμως, γιατί με ρωτάς;»

«Έχω μια απορία. Την είχα από καιρό αλλά ήμουν πολύ μικρή για να μπορώ να διατυπώνω τέτοια ερωτήματα.»

«Απορία; Ποια είναι αυτή γλυκιά μου;»

Η Μαργαρίτα έδειχνε πρόθυμη να δώσει εξηγήσεις που πίστευε πως θα αφορούσαν την Αδελφότητα.

«Πως τα κατάφερες να μην τον ερωτευτείς, μητέρα; Ή μήπως τον ερωτεύτηκες;»

Η Μαργαρίτα έμεινε άναυδη, κεραυνοβολημένη. Φυσικά κατάλαβε ότι η κόρη της μιλούσε για τον Ιάκωβο.

«Είναι τόσο πνευματώδης» συνέχισε η νεαρή Σοφία. «Κι είναι όμορφος άντρας, δυνατός, σοφός. Απορώ πραγματικά με σένα, μητέρα, πως μπόρεσες να τού αντισταθείς;»

Η Μαργαρίτα συνέχισε να ακούει αμίλητη.

«Γιατί, βέβαια, τότε δεν γνώριζες καν τον πατέρα μας. Ο Ιάκωβος θα ήταν ο καλύτερος άντρας που είχες συναντήσει ποτέ σου! Πως μπόρεσες να αποφύγεις τα δίχτυα ενός τέτοιου ανθρώπου, μητέρα;»

«Μα, ήμασταν μικροί. Ήμασταν τότε στη Χίο» ψέλλισε η Μαργαρίτα.

Δεν απέφυγε το κοκκίνισμα στα μάγουλα και μια φλόγα στα μάτια της. Δεν υπήρχε πια τίποτε κρυφό ανάμεσά τους.

«Στην ίδια πόλη, με την ελευθερία που επικρατούσε...»

«Τι θα πει αυτό, κορίτσι μου;»

«Μην κοκκινίζεις, μητέρα» είπε η Σοφία. «Καλά λοιπόν το κατάλαβα. Ήσουν ερωτευμένη! Χαίρομαι γι αυτό! Αλήθεια στο λέω, χαίρομαι που ήσουν τόσο ευαίσθητη και μπόρεσες να ερωτευτείς! Κι εκείνος; Ανταποκρίθηκε;»

Η Μαργαρίτα είχε πλέον χάσει το παιχνίδι, η κόρη της κατηύθυνε την κουβέντα.

«Σε αγαπούσε; Θα ήσουν μια θεά, μητέρα»

«Ε, με συμπαθούσε» είπε η Μαργαρίτα κομπιάζοντας.

Ευχόταν να μην είχε ανοίξει αυτή η κουβέντα ποτέ.

«Σε είχε ερωτευτεί; Στο έδειξε ποτέ του;»

«Τι ρωτάς αγάπη μου;» διαμαρτυρήθηκε η Μαργαρίτα. «Μόνο μια αμοιβαία συμπάθεια ήταν.»

Η νεαρή διαισθανόταν πως οι δυο τους είχαν ζήσει κάτι μεγάλο. Η Μαργαρίτα ένιωθε πως θα την κατάπινε η γη.

«Αγάπη μου, δεν πρέπει να σκαλίζεις τέτοια θέματα.»

«Με τρελαίνει η σκέψη» είπε η Σοφία πειράζοντάς την.

«Όμως δεν είναι δίκαιο όλο αυτό που συζητάμε, ούτε για μένα ούτε για τον πατέρα σου! Ας σταματήσουμε.»

Όπως παραδέχτηκε αργότερα η Μαργαρίτα είχε βρει τον μάστορά της απ’ την ίδια της την κόρη. Όπως έπαιζε εκείνη κάποτε με τα συναισθήματα των άλλων, έτσι τώρα η κόρη της έπαιζε με τα δικά της συναισθήματα. Την τρόμαζε περισσότερο που έβλεπε την κόρη της να τρέφει υπερβολικό θαυμασμό για τον Ιάκωβο. Λίγο απείχε αυτός ο θαυμασμός από το πάθος.

«Ας την σταματήσουμε εδώ αυτή την κουβέντα» της είχε ζητήσει η Μαργαρίτα.

«Πες μου, τότε, περισσότερα για την Αδελφότητά σας» ζήτησε η νεαρή για να αλλάξουν θέμα.

Έτσι κατάφερε η Μαργαρίτα να τερματίσει ετούτη την συζήτηση, την εξαιρετικά άβολη κι αποκαλυπτική. Ήταν πια καλοκαίρι κι η Μολδαβική γη ήταν όμορφη, γεμάτη μυρωδιές. Ο πύργος ήταν καινούριος και η φύση τριγύρω υπέροχη. Μάνα και κόρη συνέχισαν την κουβέντα τους ήρεμα. Δεν έθιξαν άλλα την παλιά ιστορία που ήταν έτσι κι αλλιώς παρελθόν.

«Πάμε μια βόλτα έξω μωρό μου, στον καθαρό αέρα. Ας περπατήσουμε λίγο» πρότεινε η Μαργαρίτα

Η Μαργαρίτα μύριζε τα αρώματα, ένιωθε την γλυκιά ατμόσφαιρα κι έβλεπε τα θαυμάσια χρώματα. Ανασκάλευε τις γλυκές κι απαγορευμένες αναμνήσεις της. Η Σοφία περπατούσε μαζί της κι αισθανόταν πως η μητέρα της βρισκόταν μισή εδώ και μισή αλλού. Δεν προσπάθησε καθόλου να την επαναφέρει στο σήμερα. Εξ άλλου κι εκείνη είχε πράγματα και εικόνες, πιθανώς εξ ίσου ερωτικές, να συνδυάσει με ό,τι έβλεπε, μύριζε κι άκουγε. Ο περίπατος δυο γυναικών κι ενός φαντάσματος που προχωρούσε ανάμεσά τους συνεχίστηκε ώσπου κουράστηκαν.

«Αρκετά ανέχτηκες τόση ώρα τις φλυαρίες μου, μωρό μου» είπε η Μαργαρίτα και την αποχαιρέτησε.

«Φλυαρίας; Δεν είπες τίποτε που δεν ήξερα. Όμως ο περίπατος ήταν υπέροχος.»

«Να ξεχάσεις όλα όσα είπαμε για τον Ιάκωβο και την Χίο» της ζήτησε η Μαργαρίτα.

«Ναι μητέρα. Συγνώμη αν σε έφερα σε δύσκολη θέση.»

«Θέλω να ανταποκριθείς στην Αδελφότητα» της ζήτησε η Μαργαρίτα. «Πρέπει να δώσουμε πολλά όλοι μας.»

«Ναι μητέρα, εντάξει. Το έχω σκεφτεί και πιστεύω ότι θα είμαι χρήσιμη» της είπε η Σοφία χαμογελώντας.

Το Ιάσιο κι η Σουτσεάβα ήταν δυο πόλεις γεμάτες ζωή εδώ και οκτώ μήνες περίπου, από τότε που ο νέος ηγεμόνας Ιωάννης Ηρακλείδης, δηλαδή ο δικός μας Ιάκωβος Βασιλικός, είχε αναλάβει τα ηνία της χώρας. Τα πράγματα είχαν έρθει τα πάνω κάτω. Η ζωή των Μολδαβών, με εξαίρεση τον ορθόδοξο κλήρο και τους Βογιάρους, είχε βελτιωθεί. Είχε πέσει χρήμα στην αγορά, η οικονομία κινήθηκε χάρη στον χρυσό των εκκλησιών και των γαιοκτημόνων κι οι μεταρρυθμίσεις συνεχίζονταν. Το νέο πανεπιστήμιο είχε σοφούς διαπρεπείς Γερμανούς όπως ο Ιωάννης Σόμμερς και ο Γκασπάρ Πευκήρος να το διευθύνουν, μια μεγάλη βιβλιοθήκη είχε δημιουργηθεί στο Ιάσιο, η θρησκευτική μεταρρύθμιση εδραιωνόταν και έργα που θα ευνοούσαν τα φτωχότερα στρώματα είχαν ξεκινήσει. Ένας κοσμοπολίτικος αέρας διαπερνούσε τις δυο πόλεις αλλά και ολόκληρη τη χώρα.

Ένας Ηρακλείδης ευτυχής, νικητής, γεμάτος ελπίδες, έκανε την έναρξη της δεύτερης συνάντησης της Αδελφότητας. Ήμασταν δώδεκα γνωστά μέλη και δύο νέα που επρόκειτο να εγκριθούν, την Σοφία και την Χριστίνα. Για την Χριστίνα είχε ετοιμάσει τροποποιήσεις στο καταστατικό της «Αδελφότητας». Θα μπορούσαν να γίνονται μέλη της και άνθρωποι που θα μας βοηθήσαν χωρίς να είναι Έλληνες ως προς το γένος. Έκανε μια μακροσκελή αναφορά στον Διονύσιο Β’ και καλωσόρισε τη Σοφία και τη Χριστίνα στη Αδελφότητα. Προχωρήσαμε στα θέματά μας. Πρώτα ο απολογισμός όσων είχαν μεσολαβήσει από τη συνάντηση του 1555 μέχρι τώρα.

Παραπομπές:

i Πίρης είναι ο περιπλανώμενος μουσουλμάνος αφιερωμένος στον Προφήτη κάτι αντίστοιχο με τον «τρελό» καλόγερο του χριστιανισμού.

ii Ο Φίλιππος Β’ της Ισπανίας (1527-1598) ήταν από το 1556 βασιλιάς της Ισπανίας διαδεχθείς τον πατέρα του Κάρολο Ε’. Ήταν επίσης βασιλιάς Νάπολης και Σικελίας και ηγεμών των επαρχιών των Κάτω Χωρών,

iii Η μητέρα του Αλεσσάντρο Φαρνέζε ήταν η Μαργαρίτα της Αυστρίας η οποία ήταν επίσης νόθο παιδί του Κάρολου Ε’.

iv [ΣΣ: Οι αναφορές στο παρόν βιβλίο στις σχέσεις του Δον Χουάν με τον Παλαιολόγο αλλά και άλλους (όπως και οι διάλογοι) εξυπηρετούν τις ανάγκες του μύθου και δεν αποτελούν πραγματικά περιστατικά, είναι όμως σύμφωνες με τον χαρακτήρα και την εν γένει δράση τους]

************************

Την Δευτέρα 15/3 η συνέχεια των δημοσιεύσεων με το δεύτερο μέρος (4β) της συνεδρίασης του Ιασίου.

Πέμπτη 11 Μαρτίου 2021

14 Δον Χουάν Ηρακλείδης (κεφ. 3δ)

Τελευταίο μέρος του 3ου κεφαλαίου (περιπλανήσεις στην Ευρώπη).

Ο Ιάκωβος κι ο Χάρμος μετά την Κέρκυρα, την Βενετία, την Τζένοβα, την Φλωρεντία την Βιττεμβέργη, το Ίνσμπρουκ, το Άουγκσμπουργκ και την Βιττεμβέργη φεύγουν για την υπόλοιπη Ευρώπη. Στα χρόνια που μεσολαβούν ο Ιάκωβος έχει γίνει Ηγεμών της Μολδαβίας.

Συγκαλεί την Αδελφότητα στην τρίτη της συνεδρίαση, αυτή τη φορά στο Ιάσιο που το προορίζει για την νέα πρωτεύουσα της Μολδαβίας. Νέα σχέδια καταρτίζονται κι αυτή τη φορά φαίνεται να έχουν πλησιάσει τον στόχο τους.

*********************************

Κεφ. 3δ

Κάρολος Ε' (Καρλ σένκ ή κουίντος) Αυτοκράτωρ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού έθνους

*** ΑΟΥΓΚΣΜΠΟΥΤΓΚ ***


Είχαμε χρήματα, που τα κερδίσαμε με την θητεία μας τον στρατό, και τις συστατικές επιστολές του Μελάγχθωνα. Με αυτά τα εφόδια είχαμε διαβατήριο για οποιοδήποτε μέρος της Ευρώπης. Πριν ξεκινήσουμε τα ταξίδια, πήγαμε στον Κάρολο τον Ε’ που μας είχε στείλει μια πρόσκληση στο Πανεπιστήμιο. Καλούσε τον Ιάκωβο στο Άουγκσμπουργκ. Το ταξίδι αυτό είχε ξεχωριστό ενδιαφέρον καθώς ο Ιάκωβος είχε ήδη καταθέσει ένα αίτημα. Εδώ και καιρό είχε απευθυνθεί στον Εκλέκτορα κι Αρχιδικαστή της Σαξονίας για αναγνώριση των τίτλων του. Προφανώς θα είχε δει το αίτημά του κι ο Κάρολος.

Συναντήσαμε τον αυτοκράτορα την άνοιξη του 1554. Είχαν περάσει μερικοί μόνο μήνες από την ήττα του στρατού του στο Ίνσμπρουκ και την περιπετειώδη διάσωσή του. Η στάση του ήταν πολύ θερμή απέναντί μας. Όπως το περιμέναμε ο Κάρολος είχε στα χέρια του την επίσημη αίτηση του Ιάκωβου που του είχε κινήσει την περιέργεια. Φυσικά είχε δώσει ήδη τους τίτλους για έλεγχο στην γραφειοκρατία της Αυγούστας, στους βλοσυρούς υπαλλήλους. Εκείνοι είχαν ελέγξει το χαρτί και τα ονόματα που αναφέρονταν σε αυτό. Είδαν ημερομηνίες, συνέκριναν το χαρτί με τα δικά τους κατάστιχα κι έβγαλαν ένα συμπέρασμα. Παράλληλα, οι τίτλοι είχαν γίνει σταλεί και στους πρεσβευτές της Βενετίας και της Γένοβας. Έπρεπε να δουν αν υπήρχε αντίθετη διεκδίκηση από κάποιον. Για την εγκυρότητα των τίτλων είχε δώσει τη γνώμη του και ο καθολικός επίσκοπος της Αυγούστας. Αυτός πήρε τις πληροφορίες για τον Δεσπότη Πάρου και Σάμου απ’ ευθείας από τη Ρώμη.

«Έχεις κάνει μιαν αίτηση, Ίλαρχε. Ζητάς αναγνώριση των τίτλων σου, έτσι δεν είναι;» ρώτησε ο αυτοκράτορας.

«Μάλιστα Μεγαλειότατε» του είπε ο Ιάκωβος.

«Για πες μου τι πιστεύεις. Θεωρείς ότι σε κάλεσα εδώ γι αυτόν τον λόγο;»

Ο Ιάκωβος του έγνεψε διστακτικά μεν αλλά σαφώς καταφατικά. Για ποιον άλλο λόγο θα τον είχε καλέσει;

«Κάνεις λάθος, Ίλαρχε, για άλλο πράγμα σε φώναξα εδώ. Σε θέλω για κάτι δικό μου.»

Εδώ κυριολεκτικά είχαμε μείνει άναυδοι και οι δυο.

«Θέλω να μείνουμε μόνοι» είπε ο Κάρολος δείχνοντας εμένα. «Ας περιμένει ο φίλος σου έξω κι όταν τελειώσουμε με αυτά που έχω να σου πω τον φωνάζουμε.»

Βγήκα αμέσως από την πολυτελή αίθουσα ακροάσεων του παλατιού και περίμενα σε ένα διάδρομο αναμονής. Αυτά που είπαν μόνοι τους τα έμαθα στη συνέχεια από τον Ιάκωβο που μου τα είπε όλα. Είχε υποσχεθεί στον Κάρολο να μη πει σε κανένα για τη συζήτησή τους, αλλά, δεν τήρησε την υπόσχεση. Το σκέφτηκε καλά και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι εγώ δεν ήμουν ούτε ο «κανείς» ούτε ο οποιοσδήποτε «άλλος». Δεν είχε να μου κρύψει τίποτε και μου τα είπε όλα. Όταν άκουσα τις λεπτομέρειες για την συζήτηση που έκαναν, κατάλαβα πόσο αμέριστη εμπιστοσύνη του είχε δείξει. Όχι μόνο εμπιστοσύνη αλλά κι εκτίμηση.

«Ίλαρχε, έχω έναν προστατευόμενο» του είπε.

Ως εδώ τίποτε περίεργο για έναν αυτοκράτορα.

«Αυτός ο προστατευόμενος είναι ένα νεαρό παιδί που βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε ένα χωριό έξω από τη Μαδρίτη. Θέλω να φροντίσεις εσύ, προσωπικά, να μάθει καλά ελληνικά και λατινικά.»

Ο Ιάκωβος τον κοίταζε απορημένος. Γιατί ήταν τόσο εμπιστευτική υπόθεση η εξεύρεση ενός δασκάλου για έναν προστατευόμενό του στην Ισπανία;

«Θα κάνεις αυτά τα μαθήματα εσύ ή έχεις ένα δάσκαλο ελληνικών και λατινικών που να τον εγκρίνεις; Κάποιον που να μπορεί να πάει στην Ισπανία» συνέχισε ο Κάρολος.

«Μπορώ να πάω κι εγώ Μεγαλειότατε, αν το θέλετε. Έχω όμως έναν καταλληλότατο και πολύ καλό δάσκαλο για να κάνει αυτό που ζητάτε.»

«Ποιον έχεις κατά νου;» τον ρώτησε.

«Μιλώ για ένα νεαρό ανιψιό μου από την Ρόδο. Είναι λόγιος, φιλομαθής κι έχει πολλές γνώσεις κι ικανότητες. Τον λένε Ιάκωβο κι αυτόν, Ιάκωβο Διασσωρίνο.»

«Ωραία λοιπόν, να φροντίσεις ώστε να πάει εκεί όσο γίνεται πιο γρήγορα» είπε ο Κάρολος. «Θα σε εφοδιάσω με όλα τα έγγραφα και με χρήματα ώστε ο ανιψιός σου να μην έχει κανένα πρόβλημα στο ταξίδι του.»

Ο Ιάκωβος δεν είχε καταλάβει ακόμα τον λόγο για την μυστικότητα αυτής της συνομιλίας. Ο Κάρολος αμέσως τού έλυσε την απορία.

«Το παιδί αυτό, Ιερώνυμο τον λένε, είναι γιος μου» είπε. «Είναι, όμως, γόνος μου εκτός γάμου. Ο κόσμος, με αυτά που ξέρει, θα τον χαρακτήριζε νόθο!»

«Επιτρέψετε μου Μεγαλειότατε να σας πω κάτι» είπε ο Ιάκωβος. «Η νομιμότητα της φύσης και των πράξεων του Θεού ξεπερνά εκείνη των ανθρώπων.»

«Σωστά! Αυτό ακριβώς σκέφτομαι κι εγώ. Αυτό το παιδί είναι παιδί μου!»

Μεσολάβησε για λίγο μια σιωπή που ο αυτοκράτορας την έσπασε ρωτώντας τον τι σκέφτεται.

«Σκέφτομαι ότι άλλο οι δυναστικές διαδοχές κι άλλο η αληθινή ζωή. Εκείνες έχουν να κάνουν με τους νόμους και το κράτος. Η ζωή ενός παιδιού, όμως, είναι πάνω από όλα αυτά» είπε ο Ιάκωβος.

«Ακριβώς!» είπε ο Κάρολος. «Γι αυτό δεν θα αφήσω το παιδί στην τύχη του. Φρόντισα να υιοθετηθεί από έναν μουσικό της αυλής μου, τον Φραντσίσκο Μάσσι. Θα το μεγαλώσει με την γυναίκα του. Χρειάζεται σωστή ανατροφή. Αν μορφωθεί μπορεί να ακολουθήσει εκκλησιαστική καριέρα, να γίνει Καρδινάλιος, Πάπας, ή επίσκοπος. Γι αυτό θέλω να ξέρει καλά τα λατινικά και τα ελληνικά.»

«Θα το αναλάβει αυτό ο ανιψιός μου, Μεγαλειότατε.»

«Κανείς δεν θα μάθει ότι το παιδί αυτό είναι δικό μου και μάλιστα εξώγαμο! Μόνο η μητέρα του που μου έδωσε την άδεια, οι θετοί γονείς του κι ο καλός μου φίλος Λουίς Κιγιάδα το ξέρουν. Τώρα το μαθαίνεις κι εσύ. Δεν το γνωρίζει ούτε το ίδιο το παιδί, άρα, δεν θα το ξέρει ούτε ο ανιψιός σου, εντάξει; Και σε σένα το είπα γιατί χρειαζόμουν κάποιον να μιλήσω και γιατί ήθελα να ακούσω τη γνώμη σου.»

«Τιμή μου, Μεγαλειότατε» είπε ο Ιάκωβος που ένιωθε συγκλονισμένος από την αποκάλυψη.

«Και τώρα πες μου τη γνώμη σου, Ίλαρχε. Πρέπει να το αναγνωρίσω αυτό το παιδί;»

«Ρωτάτε εσείς, Μεγαλειότατε, εμένα;» είπε ο Ιάκωβος έκπληκτος.

«Μίλα Ίλαρχε! Απάντησε στο ερώτημα κι άσε κατά μέρος τα πρωτόκολλα.»

«Η μητέρα του» είπε ο Ιάκωβος, «σας άρεσε; Δεν την γνωρίζω. Ήταν αντάξιά σας;»

«Τη γνώρισα πολύ λίγο, μερικές εβδομάδες μόνο στο Ρένγκενσμπεργκ πριν οχτώ χρόνια. Σίγουρα ήταν η πιο όμορφη γυναίκα στον κόσμο! Τι εννοείς όταν λες αντάξιά μου;»

«Όπως το πάρετε εσείς, Μεγαλειότατε» είπε ο Ιάκωβος.

«Από τίτλους ήταν παρακατιανή, εννοώ ότι ήταν ένας λαϊκός άνθρωπος, μια τραγουδίστρια.»

Ο Ιάκωβος δεν φάνηκε ικανοποιημένος, περίμενε να ακούσει και κάτι ακόμη.

«Από ομορφιά και χάρη και καλοσύνη, όμως, ήταν ένας άγγελος!» είπε ο Κάρολος.

«Ήταν τόσο όμορφη;»

«Όταν την ξαναείδα μετά από δύο χρόνια, την έδιωξα γιατί δεν άντεχα να τη βλέπω. Ήταν τόσο όμορφη που θα κατέστρεφα την υπόληψή μου αν έμενα για λίγο κοντά της. Θα μπορούσα να χαρίσω μια αυτοκρατορία για χάρη της.»

Ο Κάρολος απρόσμενα ανθρώπινος κι εξομολογητικός, ήθελε κάποιον για να μιλήσει. Είχε βρει τον Ιάκωβο εξομολόγο καθώς ήταν έμπιστος και χωρίς προσωπικό συμφέρον. Κι ήταν ο μόνος που, κατά τον Κάρολο, μπορούσε να σκέφτεται.

«Την αγαπήσατε λοιπόν» είπε ο Ιάκωβος.

«Λες σαχλαμάρες» άστραψε και βρόντηξε ο Κάρολος αιφνιδιασμένος. «Τι είναι αυτά που λες; Οι αυτοκράτορες δεν ερωτεύονται!»

Ο Ιάκωβος μαζεύτηκε μπροστά στην βασιλική έκρηξη. Είχε το θάρρος της γνώμης του αλλά δεν ήταν και τόσο σοφό να εκνευρίζει τον ηγεμόνα του κόσμου.

«Η αλήθεια είναι ότι την σκεφτόμουν» συνέχισε ο γηραιός αυτοκράτορας. «Ήταν τόσο τρυφερή, τόσο γυναίκα!»

Ο γερο-Κάρολος έδειχνε να την σκέφτεται ακόμα, οχτώ χρόνια μετά από εκείνη την εβδομάδα στο Ρένγκενσμπεργκ. Γύρισε προς τον σαστισμένο φίλο μου που άκουγε τις πολλές κι απανωτές αποκαλύψεις του.

«Λοιπόν, σου έκανα μια ερώτηση, Ίλαρχε. Τι θα γίνει, δεν σκοπεύεις να απαντήσεις;»

«Εγώ θα το αναγνώριζα Μεγαλειότατε. Θα το έκανα για την μητέρα του και για ό,τι θα είχα νιώσει μαζί της. Εσείς όμως είστε αυτοκράτορας, δεν μετράτε με τα ίδια μέτρα όπως ένας Ίλαρχος. Υπάρχουν θέματα διαδοχής, πρωτοκόλλου κι οι ευθύνες σας είναι διαφορετικές. Δεν μπορώ να δώσω γνώμη σε ένα τόσο προσωπικό αλλά και δυναστικό θέμα πριν το σκεφτώ πολύ καλά.»

«Δεν χρειαζόμαστε τη γνώμη σου, Κύριε» είπε ο Κάρολος δυνατά και αλλάζοντας τροπάρι. «Το μόνο που θέλω από σένα είναι να ξεχάσεις εντελώς τι σου είπα γι αυτό το παιδί και για τη μάνα του! Εσύ μόνο τον ανιψιό σου να ειδοποιήσεις, εντάξει; Τώρα, φώναξε τον φίλο σου να ακούσει κι εκείνος τα υπόλοιπα που έχω να σου πω.»

Έτσι μπήκα κι εγώ ξανά στην κουβέντα τους. Διέκρινα το τεταμένο κλίμα αμέσως. Δεν ήταν διάχυτος κάποιος θυμός, αλλά, μάλλον ένας σκεπτικισμός. Στη συνέχεια ο αυτοκράτορας χαλάρωσε και τον είδα να χαμογελά.

«Ώστε λοιπόν, Ίλαρχε, άρχων Σάμου και Πάρου, ε;»

«Η Σάμος ανήκει στους Οθωμανούς, Μεγαλειότατε, και η Πάρος σε ιταλικό οίκο.»

«Δεν κατακτήθηκε από τον Χαϊρεντίν η Πάρος; Είχα μάθει ότι την ισοπέδωσε.»

«Ανήκει προσωρινά στους Σαγρέδους. Για να μένουν κύριοι της Πάρου, μετά την παράδοσή τους, πληρώνουν φόρο υποτέλειας στον Σουλτάνο.»

«Εσύ, όμως, είσαι ο νόμιμος κληρονόμος των τίτλων αυτών, έτσι δεν είναι;»

«Εσείς θα το κρίνετε αυτό, Μεγαλειότατε.»

«Έγινε έρευνα κι έχω εδώ τα έγγραφα των υπαλλήλων μου. Βλέπω πως όλοι οι αρμόδιοι κατέθεσαν ότι οι τίτλοι σου είναι απολύτως έγκυροι.»

«Γνώριζα την εγκυρότητά τους, Μεγαλειότατε. Αλλιώς δεν θα τους κατέθετα για αναγνώριση» απάντησε ο Ιάκωβος ανακουφισμένος.

«Οι Βενετοί γράφουν μισόλογα άρα σε αναγνωρίζουν, το ίδιο κι οι Γενουάτες. Ετοίμασα έγγραφο με το οποίο σε χρίζω Μαρκίωνα και Άρχοντα της Πάρου καθώς θεωρώ το νησί Μαρκιωνία. Θα έχεις τις προσόδους από το νησί αυτό όταν θα μπορεί να βγει εισόδημα ελεύθερο από τον Τούρκο. Επίσης σε χρίζω Δεσπότη της Σάμου. Να κι οι σφραγίδες που βεβαιώνουν τους τίτλους! Λοιπόν, είσαι ευχαριστημένος;»

Του έδωσε τα σχετικά έγγραφα. Ο Ιάκωβος ούτε που τόλμησε να τα κοιτάξει. Δεν θα αμφισβητούσε μπροστά του τον λόγο του ίδιου του αυτοκράτορα.

«Με κάνετε ευτυχή! Η Μεγαλειότητά σας με τιμά! Θα σας είμαι παντοτινά ευγνώμων!»

«Για τόσα λίγα, Ιάκωβε;»

Αιφνιδιάστηκε και μπερδεύτηκε η γλώσσα του. Τι σήμαινε αυτό το «τόσα λίγα»; Τον ειρωνευόταν ο Κάρολος; Μήπως στην πραγματικότητα είχα βρει οι Βενετοί πως οι τίτλοι του Δεσπότη ήταν κάλπικοι; Μήπως θα ήταν πιο σοφό να είχε δει τι έλεγαν τα χαρτιά που του είχε δώσει προηγουμένως ο Κάρολος; Όμως ένας αυτοκράτορας δεν αστειεύεται ούτε κι αμφισβητείται. Άραγε τι ήθελε να πει τώρα με αυτό το «τόσα λίγα»; Με κοίταξε λοξά, αλλά, ήμουν κι εγώ αιφνιδιασμένος από μια αδιόρατη ειρωνεία των λόγων του Καρόλου. Μακάρι να μπορούσα να βοηθήσω.

«Ρώτησα, πρώην Ίλαρχε και νυν Άρχοντα και Δεσπότη. Είσαι ευγνώμων για τόσο λίγα μόνο;»

«Μα και βέβαια. Είναι το περισσότερο που μπορούσα να έχω Μεγαλειότατε!»

«Με προσβάλεις και με υποτιμάς. Εγώ, ένας ολόκληρος αυτοκράτορας και το μόνο που θα μπορούσα να σου δώσω είναι αυτό το οποίο ήδη κατέχεις;»

«Δεν ξέρω τι να πω, Μεγαλειότατε» είπε ο Ιάκωβος που φαινόταν να έχει πάθει γλωσσοδέτη.

«Εσύ ο λαλίστατος Έλληνας με γνώμη για όλα και δεν έχεις τίποτε να πεις;»

«Πώς να είμαι λαλίστατος με όσα ακούω; Περιμένω από τη Μεγαλειότητά σας να ακούσω τις αποφάσεις της» είπε ο Ιάκωβος γεμάτος νευρικότητα.

«Ώστε θυμώνεις κιόλας, ε;» έκανε δήθεν εκνευρισμένος ο Κάρολος.

«Δεν θυμώνω, Κύριε, αντιθέτως, σας περιμένω» είπε με χαμηλή φωνή ο Ιάκωβος

«Λοιπόν, άκουσε! Είπα και μου φτιάξανε ένα χαρτί, και το έχω εδώ. Ορίστε, μπορείς να το πάρεις!» είπε ο Κάρολος και του το έδωσε.

Ο Ιάκωβος πήρε στα χέρια του το χαρτί αλλά, αντί να το κοιτάξει, γύρισε και κοίταζε εμένα. Γύρευε βοήθεια, όμως, ούτε κι εγώ είχα κάτι για να του πω.

«Διάβασέ το λοιπόν! τι περιμένεις;» διέταξε ο Κάρολος τον Ιάκωβο. Τον είχε προσέξει που το κοίταζε μουδιασμένος και συγκρατημένος

Ο Ιάκωβος πήρε την περγαμηνή. Αφού την άνοιξε κι αφού βεβαιώθηκε για την αυτοκρατορική βούλα και μόνο τότε κοίταξε το κείμενο. Το διάβασε δυνατά για να ακούω κι εγώ. Ο αυτοκράτορας των Ρωμαίων και όλων των άλλων τίτλων του Καρόλου που αναγράφονταν με τη σειρά πρωτοκόλλου τον έχριε «Ιππότη του Ανωτάτου Καίσαρος». Η τιμή ήταν τεράστια. Δεν ήταν μόνο η αναγνώριση των τίτλων του Δεσπότη, που του είχαν δοθεί ως κληρονομικό δικαίωμα. Ο αυτοκράτορας είχε αποφασίσει να του δώσει κι ο ίδιος έναν τίτλο. Και τον έχριε Ιππότη, κάτι που άλλοι ισχυροί μια ζωή το ονειρεύονταν αλλά δεν κατάφερναν ποτέ να το αποκτήσουν. Ο Ιάκωβος, αληθινά ευγνώμων, έκανε να σκύψει για να του φιλήσει το χέρι αλλά ο Κάρολος τον έκανε μακριά.

«Για την περίπτωση που δεν θα ήσουν ικανοποιημένος απ’ την τιμή να σε χρίσω Ιππότη, ετοίμασα αυτό». Ο Κάρολος του έδωσε μιαν ακόμη περγαμηνή.

Ο Ιάκωβος άνοιξε την δεύτερη περγαμηνή και κοίταξε πάλι την αυτοκρατορική βούλα. Διάβασε δυνατά με μια φωνή γεμάτη συγκίνηση.

«Ο Κάρολος Ε’ αυτοκράτορας Ρωμαίων κι όλων των άλλων τίτλων χρίζει τον Ιάκωβο Βασιλικό Ηρακλείδη Κόμη!»

Το κείμενο έλεγε κι άλλα. Τον έκανε Κόμη Παλατινό, που θα πει ότι αυτό πια κι αν ήταν τιμή! Η αρμοδιότητά του θα εκτεινόταν σε πολλά επίπεδα. Ο Ιάκωβος, ως Κόμης Παλατινός θα είχε την άδεια του αυτοκράτορα να δίνει κι ο ίδιος τίτλους. Θα το έκανε γι ανθρώπους που αυτός θα έκρινε ότι το άξιζαν. Μπορούσε να δώσει τον τίτλο του «Δόκτορος». Μπορούσε να ονομάσει κάποιον «Πρωτονοτάριο» με ανάλογα πλεονεκτήματα. Ακόμα μπορούσε να αποδώσει σε λογίους που εκτιμούσε το έργο τους τον τίτλο του «Εστεμμένου Ποιητή». Η γενναιοδωρία του Καρόλου ξεπερνούσε την φαντασία, αλλά, παρ’ όλα αυτά ο αυτοκράτορας τον ρώτησε κατά το τυπικό.

«Αποδέχεσαι αυτούς τους τίτλους, Ίλαρχε;»

«Με τιμή και υπερηφάνεια, Μεγαλειότατε. Δεν ξέρω τι να πω» ψέλλισε ο Ιάκωβος.

Στα σαραντατέσσερά του χρόνια αξιωνόταν τίτλους που άλλοι ονειρεύονταν. Μια ζωή ανδραγαθιών και πολέμων δεν θα έφταναν για να αποκτηθούν.

«Τίποτα να μην πεις» είπε ο Κάρολος. «Σου χρωστάω εγώ ακόμα, όχι εσύ!»

«Θα σας είμαι αιώνια ευγνώμων.»

«Και κάτι ακόμα» είπε ο Κάρολος με το χέρι στο σαγόνι σαν να μετρούσε κάτι. «Είσαι ένας ευγενής με τίτλους, αλλά, χωρίς γη. Σκέφτομαι να σου δώσω ένα κομμάτι εύφορης γης εκεί στη Βιττεμβέργη. Στη Σαξονία έχω πολλές εκτάσεις και μια μέρα οι μεταρρυθμιστές θα τις δημεύσουν. Λέω, λοιπόν, να σου χαρίσω μερικά εκτάρια γης για να μην είσαι άρχοντας χωρίς στέρεο έδαφος κάτω από τα πόδια σου.»

Όλα θα συνοδεύονταν από σχετικά χρυσόβουλα. Ήταν μια αυτοκρατορική προσφορά, κι όμως ο Ιάκωβος είχε μιαν απρόσμενη απάντηση. Τόσο απρόσμενη που εξέπληξε όχι μόνο τον Κάρολο αλλά και μένα.

«Ό,τι σκοπεύετε, τόσο ευγενικά, να δώσετε σε εμένα Μεγαλειότατε, θα επιθυμούσα να το δώσετε κάπου αλλού. Δεν είναι άρνηση βασιλικού δώρου όμως θα ήταν πιο χρήσιμα στο Πανεπιστήμιο της Βιττεμβέργης.»

«Στη Βιττεμβέργη;» έκανε έκπληκτος ο Κάρολος. «Εκεί δεν είναι που ...;.»

«Είναι κοσμήτορας ο Μελάγχθων» είπε ο Ιάκωβος.

«Σε αυτόν τον λογά προτεστάντη θέλεις να κάνεις μια τέτοια βασιλική δωρεά;»

«Μας βοήθησε πολύ και μας δίδαξε σωστά. Σε αυτό το Πανεπιστήμιο χρωστάμε με τον φίλο μου τα πάντα. Όσο για τον Μελάγχθωνα, είναι σοφός άνθρωπος, ουμανιστής, μετριοπαθής κι Έλληνας κατά δήλωσή του. Αγαπάει τη Γερμανία και θέλει τη ενότητά της με τον ίδιο τρόπο που την θέλετε κι εσείς.»

«Μα, εγώ είμαι ένας πιστός καθολικός ενώ εκείνος ένας βλάσφημος αιρετικός.»

«Με όλο τον σεβασμό, Μεγαλειότατε, επιτρέψτε μου να πω ότι με τον Μελάγχθωνα έχετε κοινούς στόχους. Η ενότητα του χριστιανισμού και του γερμανικού έθνους είναι και για τους δυο ο οδηγός σας.»

Ο αυτοκράτορας είχε ήδη εκτιμήσει δεόντως την κίνησή του Ιάκωβου να δωρίσει την γη στο γερμανικό Πανεπιστήμιο. Τον είχε τοποθετήσει ψηλά στην εκτίμησή του.

«Ίλαρχε» είπε με στόμφο ο Κάρολος. «Αποδεικνύεις ότι άξιζες τη γενναιοδωρία μου! Να ξέρεις ότι στην Αυγούστα θα είσαι φιλοξενούμενός μου!»

«Με όλο το θάρρος, θα μπορούσατε να κάνετε και κάτι ακόμα, Μεγαλειότατε…»

«Ακούω. Λέγε τι άλλο θέλεις από εμένα, Ιππότη» τον ρώτησε ο Κάρολος χαμογελώντας.

«Αν ποτέ σας ζητηθεί να μετάσχετε σε μια σταυροφορία για την πατρίδα μου, να το κάνετε Κύριε. Θα αξίζει τον κόπο!»

Ο Κάρολος χαμογέλασε.

«Ίσως είναι πια αργά για μένα να ξεκινήσω καινούριες σταυροφορίες» είπε.

Ωστόσο, έδειχνε να το σκέπτεται και συμπλήρωσε.

«Εξ άλλου, αν ποτέ ο Πάπας το ξεκινήσει, το ξέρει πως θα με βρει αρωγό.»

«Είστε μεγάλος Βασιλέας» είπε ο Ιάκωβος.

Ήξερα καλά τι σκεφτόταν. Θεωρούσε πως ένα σχέδιο απελευθέρωσης ίσως και να μην ήταν τόσο ανέφικτο όσο στην αρχή είχε φοβηθεί.

Όταν ο Ιάκωβος γύρισε στου Μελάγχθωνα ολόκληρο το Πανεπιστήμιο είχε μάθει για τη δωρεά. Είχε μάθει τους νέους τίτλους του και τον υποδέχτηκε με ενθουσιασμό, τιμές και με ζητωκραυγές. Ήταν βέβαια από σεβασμό αλλά πιο πολύ ήταν από αγάπη. Τα φοιτητικά καπέλα πετάχτηκαν ψηλά προς τιμήν του κι όλοι οι καθηγητές των σχολών του χάρισαν πέννες και μολύβια. Ήταν η μεγαλύτερη τιμή για την πανεπιστημιακή κοινότητα. Ο Μελάγχθων έλαμπε από ευτυχία και έχω την εντύπωση ότι ο Ιάκωβος ζούσε τις καλύτερες στιγμές της ζωής του.

===

*********************************

Αύριο, Παρασκευή 13/3 ξεκινάει το τέταρτο κεφάλαιο με τίτλο Ιάσιο.