Ο Δημήτριος Φαληρέας έχει επιτέλους στο κρεβάτι του την Δάφνη, διαθέσιμη καθώς είναι ναρκωμένη από τα φαρμάκια των ορφικών. Θέλει να την κάνει δική του για να την δεσμεύσει και να την πάρει μαζί του στην Αλεξάνδρεια. Θα κάνει το βήμα να την βιάσει ο φιλόσοφος κυβερνήτης ή θα κρατήσει την αξιοπρέπειά του;
*******************************
11η
Ιουνίου 307 π.Χ. μεσημέρι
Η'
Τρίτη φθίνοντος Θαργηλιώνος μεσημέρι
Ο
Φαληρέας ετοιμαζόταν, πλενόταν,
αρωματιζόταν και σκόρπιζε λουλούδια
και μύρα στο δωμάτιο με τις τοιχογραφίες.
Η Δάφνη είχε ήδη αρχίσει να τεντώνεται
στο κρεβάτι χωρίς να έχει ανοίξει ακόμα
τα μάτια. Ήταν ένας ύπνος βαθύς, σχεδόν
σαν κώμα Στην τελευταία φάση του, είχε
βυθιστεί σε έντονες νυχτερινές ονειρώξεις.
Τα όνειρά της ήταν ευεξήγητα καθώς
μιλούσαν από μόνα τους.
» ...
Είδε πως ήταν η Ευρυδίκη(*1).
Την δάγκωσε το ερπετό και πέθαινε. Ήρθε
Ορφέας με την λύρα για να σαγηνέψει τον
Άδη και να την πάρει πίσω. Στου Άδη τα
σκαλιά, της έκανε έρωτα. Χάθηκε από την
ένταση του πάθους και λιποθύμησε την
ώρα που ο Ορφέας της έλεγε «όχι, μη
φεύγεις, σ' αγαπώ». Τότε έγινε Ηχώ(*2)
που επαναλάμβανε τα τελευταία λόγια
του αγαπημένου της.
«Σ'
αγαπώ, σ' αγαπώ» έλεγε
συνέχεια, ώσπου
να μαγέψει μ' αυτά τον ... Ιάσονα. Είχε
έρθει για να την βρει. Τής έκανε έρωτα,
αλλά, όταν τον παρατήρησε καλά είδε πως
ήταν ο Νάρκισσος που την έδιωξε από
δίπλα του ...
» ...
Ευχήθηκε τον θάνατο του Νάρκισσου μετά
απ’ αυτή την απόρριψη. Τον είδε να
πνίγεται, αλλά, οι θεοί δεν την άφησαν
να τον εκδικηθεί. Στη θέση του επανήλθε
ο Ιάσων κι εκείνη όρμησε πάλι στην
αγκαλιά του. Ένιωσε σαν την Ωραία Ελένη
του Τυνδάρεω, δωδεκάχρονη παιδούλα στην
αγκαλιά του ξαδέλφου της(*3).
Δεν είχε γνωρίσει ακόμα τον Θησέα ούτε
τον Μενέλαο ή τον Πάρη ...
» ...
ο ξάδελφος έγινε Ιάσων κι η Δάφνη
αισθάνθηκε να μαγεύεται. Έτσι κι η
Μήδεια(*4),
τα ίδια είχε νιώσει για τον άλλο Ιάσονα,
τον γιο του Πελία. Έζησε την αγωνία του
κορμιού που σπαράζει για να ενωθεί
με το άλλο. Αισθάνθηκε την μανία της
Μήδειας-Δάφνης. Τόσο δυνατή ήταν που
πρόδωσε πατέρα και πατρίδα της να τον
ακολουθήσει στην Ιωλκό ... »
Ήταν
χαμένη στους έρωτες θεών κι ηρώων.
Βυθιζόταν στην αποθέωση του έρωτα και
της ηδονής. Ήταν σε κόσμους φανταστικούς
και παραδεισένιους. Εκεί την είχαν
στείλει τα βοτάνια της Πανδότης κι ο
έρωτας του Ιάσονα. Η φαντασία κι η
πραγματικότητα εναλλάσσονταν κι ερέθιζαν
τις αισθήσεις της. Προκαλούσαν αναστατώσεις
για τις οποίες ήταν ανέτοιμη. Ο χτεσινός
έρωτας με τον Ιάσονα για πρώτη της φορά,
μαζί με τα παραισθησιογόνα βότανα των
ορφικών, την είχαν τρελάνει. Επιθυμούσε
το σεξ χωρίς φραγμό. Βρισκόταν πέρα από
τον τόπο και τον χρόνο, σχεδόν χωρίς
συνείδηση.
» ...γύρισε
πλευρό κι έγινε Κίρκη. Μάγεψε τον
περαστικό Οδυσσέα, τον Αχιλλέα και τον
Έκτορα. Τράβηξε στο νησί της ήρωες κι
ημίθεους. Ζεμάτισε τις καρδιές τους
ρουφώντας τον πόθο
τους, ανικανοποίητη και πάντοτε πρόθυμη
για το ερωτικό παιχνίδι. «Σ' αγαπώ»
έλεγε σαν την Ηχώ κι άκουγε στα αυτιά
της το ερωτικό κάλεσμα της λύρας του
Ορφέα ...
Η
νεαρή κοπέλα στριφογύριζε στο κρεβάτι,
ξυπνώντας αργά από το κώμα αλλά
συνεχίζοντας μέσα στην παραίσθηση. Ο
Δημήτριος ολοκλήρωνε τις προετοιμασίες
του. Την έβλεπε που ήταν πια σχεδόν
έτοιμη να του παραδοθεί και δεν ήθελε
να υπάρξει άλλο
παρατράγουδο.
Χτες, εκείνη
είχε αποκοιμηθεί και
τον είχε αφήσει στα κρύα του λουτρού.
Τώρα, με
κλειστά πάντα τα μάτια και με τις
αισθήσεις σε υπερένταση, ξάπλωνε δίπλα
του μισόγυμνη και ποθητή. Αναζητούσε
ένα αντρικό κορμί για να σβήσει την
τρομερή φλόγα που την έκαιγε μέχρι βαθιά
στα σωθικά της.
«Ω,
Δία, έλα! Έλα, λοιπόν, σε μένα,
Δία!» ξέφυγε απ’ το στόμα της μια
επίκληση.
Στα
αυτιά του Δημήτριου η επίκληση ακούστηκε
σαν κεραυνός. Νά λοιπόν που ήταν έτοιμη.
Την πλησίασε.
«Ω
Δία Μειλίχιε, Φίλιε, κι εσύ Έρωτα φτερωτέ,
ελάτε! Έλα Απόλλωνα σε μένα, την Δάφνη(*5)
σου! Ω, θεοί, υμνήστε μαζί μου
τον έρωτα» έλεγε η Δάφνη μισοκοιμισμένη
με τα βλέφαρα να πεταρίζουν.
Ο
Δημήτριος δεν ξεχώριζε τί ακριβώς έλεγε
έτσι που ψιθύριζε,
όμως κατάλαβε πως ήταν
η στιγμή του. Μπορούσε
να
της εμφανιστεί ως Δίας ή Απόλλων
και να έχει την πλήρη συγκατάθεση της.
«Είσαι
καλά κορίτσι μου;» τη ρώτησε απαλά.
«Είμαι
η Γαία, είμαι η Ρέα, είμαι η Σεμέλη» έλεγε
εκείνη.
Άκουγε
ο Δημήτριος τις ονομασίες που έδινε το
κορίτσι στον εαυτό του και καταλάβαινε.
Η νεαρή κοπέλα εξέπεμπε με τον τρόπο
της ερωτικά καλέσματα. Άντρα ζητούσε
κι αυτός ήταν διαθέσιμος. Άκουσε ένα
θόρυβο. Δεν ήθελε να χαλάσει η στιγμή.
Άφησε για πολύ λίγο την Δάφνη και κοίταξε
να δει τι έτρεχε. Ήταν ο Αγακάτης.
«Τι
θέλεις;» του είπε εκνευρισμένος.
«Ήρθα
να δω αν όλα είναι εντάξει» είπε ο
Αγακάτης. «Να ξέρεις ότι η
απαγωγή του Ιάσονα ξεσήκωσε σάλο.
Οι φίλοι του μπορεί να με καταγγείλουν».
«Μην
δίνεις σημασία» είπε ο Φαληρέας.
«Εσύ
θα φύγεις. Αν κατηγορήσουν κάποιον θα
τα ρίξουν
σε μένα» είπε ο Αγακάτης.
«Φύγε
κι εσύ. Σου είπα να έρθεις μαζί
μου» του είπε ο Δημήτριος. «Όμως,
άσε με τώρα, έχω δουλειά».
«Πρέπει
να ασφαλιστώ ότι δεν θα δικάσουν κι
εμένα» είπε θυμωμένος ο Αγακάτης.
«Είναι
δικό σου πρόβλημα!» του φώναξε
ο Φαληρέας. «Άσε με ήσυχο τώρα»
του είπε ανήσυχος ότι με όλα αυτά θα
έχανε την Δάφνη.
Γύρισε
στο δωμάτιο του γυναικωνίτη. Όσο περνούσε
η ώρα η νεαρή κοπέλα γινόταν όλο και πιο
έτοιμη. Ήταν πια διαθέσιμη για οποιονδήποτε
άντρα θα βρισκόταν δίπλα της. Βογκούσε
κι αναστέναζε με μικρές, γρήγορες ανάσες.
Έδειχνε πόσο ερεθισμένη ήταν με κλειστά
μάτια, χωρίς κάν να βλέπει ποιος ήταν
μπροστά της. Ζητούσε τον Ιάσονα αλλά
Ιάσων γι' αυτήν ήταν οποιοσδήποτε άνδρας
θα βρισκόταν εκεί γι αυτήν. Έτσι κι
αλλιώς, αυτό που την όριζε δεν ήταν ούτε
οι αισθήσεις της ούτε το λογικό της.
Μέσα στο μυαλό και βαθιά στην ψυχή της
κυριαρχούσαν οι ουσίες με τις οποίες
την είχαν ποτίσει. Αυτές την οδηγούσαν
τώρα.
«Πώς
είσαι τώρα γλυκιά μου; Ξύπνησες;» της
ψιθύρισε.
«Αγκάλιασέ
με Ιάσων! Αγκάλιασέ με!»
Έφυγε
από κοντά της σχεδόν εκνευρισμένος. Την
ήθελε μεν αλλά δεν
μπορούσε να παραστήσει τον Ιάσονα.
Μετά, όμως, ξαναγύρισε και της μίλησε
πάλι τρυφερά.
«Ξύπνα,
καλή μου, είμαι εγώ εδώ για σένα».
«Αγκάλιασέ
με» του ζήτησε πάλι.
«Είμαι
ο Δημήτριος αγάπη μου» της ψιθύρισε.
«Ναι,
Δημήτριε» είπε εκείνη σαν
μεθυσμένη «σε θέλω».
«Ναι,
αγάπη μου, κι εγώ σε θέλω» της είπε
θαρρετά.
«Ω
θεοί, καίγομαι. Πώς νιώθω έτσι,
καίγονται όλα μέσα μου!» είπε
εκείνη.
Ξάπλωσε
δίπλα της και την αγκάλιασε. Πρόθυμη
εκείνη τον δέχτηκε με ανακούφιση.
«Ηρέμησε,
γλυκιά μου, εγώ είμαι εδώ» της είπε
απαλά.
«Ω,
Ιάσων, πόσο σε θέλω Ιάσων!» του ψιθύρισε.
Ο
Φαληρέας τραβήχτηκε θυμωμένος και
πληγωμένος από το πλάι της. Ήθελε να την
κερδίσει, ήθελε να την φέρει κοντά του
με βότανα κι ουσίες, αλλά, όχι να τον
λέει «Ιάσονα»! Ήθελε να την κατακτήσει,
όχι να την κλέψει, δεν του πήγαινε! «Τι
δίλημμα κι αυτό! Μπορώ να της πάρω την
παρθενιά, να την κάνω δική μου, να την
δέσω με τη ζωή μου και διστάζω. Τι θέλω
λοιπόν; Γιατί ζητάω να με θέλει;»
Υπήρχε
μέσα του μια περηφάνια που τον εμπόδιζε
να κάνει αυτό που εξ αρχής είχε σκοπό.
Δεν είχε χρησιμοποιήσει ποτέ του ως
τώρα μιαν ανήμπορη γυναίκα. Τόσες
γυναίκες τον ήθελαν και τόσα αγόρια
ακόμη θα έδιναν τα πάντα γι αυτόν.
Περπατούσε
στους δρόμους της Αθήνας, ντυμένος με
πορφυρές
ή γαλάζιες χλαμύδες κι εξέπεμπε
αισθησιασμό. Αρωματιζόταν με μύρα,
ευθυτενής, όμορφος κι ήταν εκείνος το
αντικείμενο του πόθου των άλλων. Τα
μαλλιά του χρύσιζαν και κυμάτιζαν ενώ
το πρόσωπό του έλαμπε και κέρδιζε τις
καρδιές, θάμπωνε τα βλέμματα. Για χάρη
του εταίρες και γυναίκες, παντρεμένες
ή ελεύθερες, κατέθεταν τα όπλα τους στα
πόδια του. Θα τού δίνονταν μόνο και μόνο
για να αγγίξουν την αίγλη του και να
αγγιχτούν από την δύναμή του.
Τώρα,
πού τα πετούσε όλα αυτά; Για πόσο θα
συνέχιζε να εκλιπαρεί μια νεαρή που
απερίσκεπτα τον είχε αρνηθεί και τώρα
ζητούσε περιπαθώς έναν άλλον; Γιατί
άραγε θα έπρεπε να της ζητά κι όχι να
παίρνει; Μπορούσε να της κάνει έρωτα
χωρίς εκείνη να καταλάβει τίποτε. Μόνο
μετά θα της εξηγούσε τι είχε γίνει. Θα
ήταν βία, βέβαια, αλλά τί άλλο στην
κοινωνία γινόταν χωρίς βία; Γιατί να το
αρνείτο αυτός;
Πήγε
στο μπαλκόνι να πάρει αέρα. Δεν άντεχε
την πίεση. Ο χρόνος περνούσε
αμείλικτος. Ήταν καταμεσήμερο αλλά πριν
νυχτώσει έπρεπε να έχει φύγει. Τώρα θα
γινόταν ό,τι ήταν να γίνει, έστω και με
τη βία! Κι όμως. Χωρίς να το θέλει, αντί
να δράσει χωρίς τύψεις, άρχισε να βάζει
μόνος του ερωτήματα που
διέτρεχαν όλη του τη ζωή. Τον αντιπροσώπευε
η
βία; Ποιος ήταν, τελικά, ο πραγματικός
Δημήτριος; Πότε και πού σε όλη του τη
ζωή ήταν αληθινά ο εαυτός του;
Ήταν
μαθητής του Αριστοτέλη και του Θεόφραστου
και μόνιμος θαμώνας του Περίπατου.
Θυμόταν τον εαυτό του, από μικρός, να
κάνει αταξίες. Πότε το έσκαγε απ’ το
γυμνάσιο, πότε απέφευγε τον Περίπατο,
πότε προφασιζόταν αρρώστια. Είχε γίνει
ειδικός στο να ξεφεύγει με στρεψοδικίες,
με λόγια άλλοτε στομφώδη κι άλλοτε
θεατρικά. Πάντοτε κινιόταν στην κόψη
μεταξύ ψέματος κι αλήθειας. Κι αν ήταν
έτσι σαν μαθητής, μήπως σαν φιλόσοφος
ήταν καλύτερος; Ποια δική του σκέψη
αληθινή είχε ποτέ του καταγράψει;
Αντέγραφε τον Αριστοτέλη και μασούσε
το εύπεπτο υλικό πού του έφτιαχνε ο
Θεόφραστος. Ποτέ δεν είχε παράξει δικές
του σκέψεις, δεν είχε φτιάξει μια φράση
με βαθύτερο νόημα. Εφάρμοζε μόνο όσα
διάβαζε έτοιμα καταγραμμένα. Είχε τον
Θεόφραστο από πάνω του για να τον
διορθώνει και να τον καθοδηγεί.
Τι
πολιτικός μπορούσε να είναι μετά από
αυτά; Αν και ονειρευόταν
να γίνει Περικλής
-ή έστω
Αριστείδης-
τελικά
έγινε τύραννος.
Είχε κάνει νόμους για να περιορίσει την
φιλαυτία και την ματαιοδοξία. Τους
ήθελαν οι πολίτες από χρόνια, κι όμως,
ακόμα και για τους επιθυμητούς νόμους
τον κορόιδευαν. Μονά-ζυγά χαμένος δηλαδή!
Οι δουλειές είχαν ανοίξει στην Αθήνα,
το εμπόριο είχε κινηθεί κι η οικονομία
της πόλης είχε φτιάξει. Ήταν εμφανή
επιτεύγματα που καείς δεν τα μετρούσε.
Τα περιφρονούσαν μόνο και μόνο γιατί
τα είχε κάνει αυτός κι όχι οι ίδιοι. Αντί
για αναγνώριση, γκρέμιζαν τα αγάλματά
του. Τι απίστευτη αποτυχία!
Αλλά
και σαν άντρας, πόσο στ' αλήθεια καλύτερα
τα είχε καταφέρει; Μόνο με εταίρες που
έβαζαν το συμφέρον τους πάνω από όλα τα
πήγαινε καλά. Και στους φιλάρεσκους
νέους, κενούς περιεχομένου, είχε
επιτυχίες. Τον σέβονταν, ίσως και να τον
φοβούνταν όταν τριγυρνούσε
μυρωδάτος και καλοντυμένος, όμως,
πόσοι τον αγαπούσαν; Ίσως ελάχιστοι,
ίσως κανείς. Γι' αυτό, μόνο ο Θεόδωρος
ήταν πραγματικός του φίλος. Ο δούλος
έβλεπε σ’ αυτόν πράγματα που δεν έβλεπαν
άλλοι. Ίσως γιατί δεν επηρέαζε τον
Θεόδωρο το θολό πέπλο φόβου και ισχύος
που τυλιγόταν γύρω
του. Ίσως αυτό
χάλαγε όλες του
τις σχέσεις
με τους άλλους ανθρώπους.
Είδε
τον Θεόδωρο να βγαίνει από την πύλη. Τον
φώναξε κι
εκείνος κοντοστάθηκε. Του έδειξε με
νοήματα να έρθει πίσω,
να ανέβει επάνω
γιατί ήθελε
κάτι να
τον ρωτήσει. Ώσπου
να έρθει, ο Δημήτριος είχε, σχεδόν, πάρει
την απόφασή του. Θα ορμούσε πάνω στο
τρυφερό σώμα της κοπέλας με ήσυχη τη
συνείδησή του. Ό,τι κι αν της έκανε δεν
θα ήταν παρά η απλή συνέπεια
αυτού που στην
πραγματικότητα ήταν
η ουσία του.
Δεν είχε λόγο
να διστάζει, μια
επιβεβαίωση χρειαζόταν μόνο.
Αν ήταν δεισιδαίμων θα έπαιρνε την
άδεια από τους θεούς. Όμως, είχε μάθει
να τους αμφισβητεί κι έτσι δεν μπορούσαν
κι αυτοί τώρα να βοηθήσουν. Ευτυχώς
υπήρχε ο Θεόδωρος. Μόλις ανέβηκε στο
δωμάτιο, του έδειξε την Δάφνη. Η κοπέλα,
γεμάτη με τις ουσίες που την είχε ποτίσει,
συνέχιζε να τεντώνεται στο κρεβάτι του
με νάζι. Έδειχνε καθαρά πόσο ερεθισμένη
ήταν μέσα στην κατάσταση που είχαν
φτιάξει τα φάρμακα.
«Κοίτα
την, είναι έτοιμη» του είπε.
«Ε,
και λοιπόν;» είπε ο Θεόδωρος «γιατί
καθυστερείς;»
«Να,
λέω ... έτσι που είναι αβοήθητη ... μήπως
..».
«Τι
θέλεις να πεις, Επιμελητή;»
«Λέω
πως είναι αβοήθητη και ... πώς να στο
πω;»«
Ο
Θεόδωρος διέκρινε τις ψυχολογικές
δυσκολίες που
είχε ο πρώην
επιμελητής. Κατάλαβε πως χρειαζόταν
ένα πρόσχημα μόνο.
Αυτό εδώ, θα
αποτελούσε την
τελευταία αυταρχική πράξη
της θητείας του στην Αθήνα.
«Δημήτριε,
την θέλησες αβοήθητη για να κάνεις μαζί
της ό,τι σ’ αρέσει. Τα κατάφερες. Γιατί
διστάζεις;»
«Μα
... πώς; ... με την βία;»
Ο
Θεόδωρος τον κοίταξε με ένα βλέμμα που
ανακάτευε την απορία και την αηδία σε
ίσες αναλογίες.
«Τελείωνε
Δημήτριε» του
είπε.
«Είχες
χρόνο ως
τώρα να
λύσεις τις απορίες σου περί
βίας. Ό,τι έμαθες, έμαθες. Τώρα να
κοιτάξεις πώς θα προλάβεις να φύγεις.
Τελείωνε!»
«Εσύ,
πού πας;»
«Πάω
στον άλλο Δημήτριο, τον "ελευθερωτή".
Πρέπει να βεβαιωθώ ότι θα φύγουμε από
το Φάληρο ασφαλείς».
«Εντάξει,
πήγαινε».
«Καλή
δύναμη!» του είπε ο Θεόδωρος κι έφυγε.
Ο
Δημήτριος κοίταξε στο κρεβάτι του
γυναικωνίτη. Τα απαλά σεντόνια φιλοξενούσαν
το τρυφερό νεανικό σώμα που ποθούσε
πολύ. Κι ήταν διαθέσιμο και γεμάτο
επιθυμίες. Ήταν ανόητο που είχε αργήσει
τόσο να το τρυγήσει. Ξεπερνώντας και
τους τελευταίους δισταγμούς, πήγε κοντά
για να το τρυγήσει. Ήθελε να απολαύσει
τις τελευταίες του στιγμές στην Αθήνα
και να πάρει μαζί του, φεύγοντας, το πιο
πολύτιμο τρόπαιο.
«Ιάσων,
επιτέλους ήρθες;» είπε εκείνη απαλά.
«Ναι,
αγάπη μου» της είπε κι εκείνος τρυφερά
Την
χάιδεψε απαλά. Δεν νοιαζόταν πια αν θα
τον έλεγε Ιάσωνα, Δημήτριο ή Δία.
..............................
παραπομπές:
*******************************
Την Δευτέρα το β' μέρος αυτού το μεσημεριού της τρίτης μέρας που συγκλόνισε την Αθήνα, της 11ης Ιουνίου 307 π.Χ.