Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2020

16 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 16η

Από σήμερα ξεκινά η δεύτερη μέρα. Πρωί της 10ης Ιουνίου ή της Τετάρτης φθίνοντος Θαργηλιώνος.

Αυτό που κυριαρχεί είναι η εξαφάνιση του Ιάσωνα και της Δάφνης.

 

*****************************************


10η Ιουνίου 307 π.Χ. πρωί

Δ' Τετάρτη φθίνοντος Θαργηλιώνος1, πρωί

 Η καινούργια μέρα στην Αττική, τέταρτη πριν το τέλος του Θαργηλιώνος, ήταν μια διαφορετική μέρα. Μόνο με εκείνη τη μέρα που μαθεύτηκε ότι πέθανε ο Αλέξανδρος στα βάθη της Ασίας, μπορούσε να συγκριθεί. Τότε, το αίσθημα ανακούφισης είχε οδηγήσει σε μιαν αυθόρμητη επανάσταση. Άλλη μια φορά, πριν έντεκα χρόνια, η μάνα του Αλέξανδρου είχε αποσύρει τη μακεδονική φρουρά. Τότε, είχε ζήσει και πάλι η Αθήνα στιγμές αγαλλίασης. Τούτη τη φορά, όμως, η χαρά του πλήθους κι ο λαϊκός ενθουσιασμός ξεπερνούσε όλα τα παλιά. Ίσως γιατί όλοι ήξεραν πως ο Αντίγονος ήταν ο ισχυρότερος των διαδόχων. Ίσως γιατί ο Δημήτριος απέπνεε σιγουριά κι εμπιστοσύνη. Ίσως γιατί τα οφέλη ήταν άμεσα κι απτά, το στάρι, η ξυλεία κι η Ίμβρος. Γι αυτούς τους λόγους η χαρά ήταν μεγαλύτερη τούτη τη φορά από κάθε άλλη στο παρελθόν.

Τα καλά παιδιά του καθεστώτος είχαν εξαφανιστεί από τους δρόμους για να μην προκαλούν. Οι αριστοκράτες είχαν κλειδαμπαρωθεί στα σπίτια τους. Η επιθετικότητα του πλήθους αυτές τις μέρες ήταν έντονη. Δημαγωγοί ή και νέοι πολιτικοί, υποστηρικτές του δήμου, τριγύριζαν σε δρόμους και πλατείες. Μετέφεραν δήθεν αποκλειστικά νέα που τα πιο πολλά ήταν απλά εφευρήματα της φαντασίας τους. Κέρδιζαν συμπάθεια και επευφημίες. Έπαιρναν κι ένα γλυκό φτιαγμένο από τις νοικοκυρές και τις δούλες τους.

Στου Ερμόδωρου ετοιμάζονταν για την απογευματινή εκφορά. Ο νεκρός ήταν πάνω στο νεκροκρέβατο, στολισμένος με λουλούδια κι αρώματα. Θα περνούσε, εν σιωπή, από όλες τις γειτονιές του δήμου Πειραιά, συνοδευόμενος από οικείους και φίλους, Κατάληξη θα ήταν η Τραπεζών, το νεκροταφείο λίγο την Ηετιώνεια Πύλη. Εκεί θάβονταν παλιότερα οι ήρωες και τώρα, όλοι οι νεκροί Πειραιώτες. Η περιοχή ήταν γεμάτη με τύμβους από το παρελθόν που, ακόμα, δεν τους είχε ξηλώσει ο Φαληρέας. Είχαν σκάψει κι ετοιμάσει τον τάφο και την μεγάλη τετράγωνη πλάκα, την «τράπεζα». Αυτή θα σκέπαζε το χώμα μέσα στο οποίο θα συνέχιζε το ταξίδι του στον χρόνο και την αποσύνθεση το νεκρό σώμα. Πάνω σε αυτήν την τράπεζα είχαν σκαλίσει λίγα λόγια. Ήταν ένα λιτό επιτάφιο επίγραμμα, το πιο κατάλληλο για την οικογένεια του Καινέα. Λακωνικά, μόνον, υπήρχε και μια υπαινικτική αναφορά στην πορεία της ζωής του Ερμόδωρου.

Ο Ζείκρατος, ο Μύρων κι ο Φανοκράτης -όχι όμως ο Ιάσων- είχαν παραμείνει στο σπίτι του Ερμόδωρου. Η Κλεοτίμα, η Φιλογένεια κι η Νικάτα -όχι όμως κι η Δάφνη- είχαν μείνει όλη τη νύχτα δίπλα στον νεκρό φίλο τους. Λίγες ώρες μόνο είχαν κοιμηθεί οι γυναίκες στον γυναικωνίτη τού πάνω ορόφου. Το ίδιο είχαν ξεκλέψει λίγο ύπνο κι οι άντρες, κάπως πιο πρόχειρα, σε δωμάτια του ισογείου. Όλοι οι χώροι είχαν μεταβληθεί εκτάκτως σε υπνοδωμάτια.

Ο Καινέας κι η Ολύνθια δεν είχαν λείψει ούτε στιγμή από το πλευρό του γιου τους. Τον έβλεπαν για τελευταία φορά κι ήθελαν να τον χορτάσουν. Σήμερα, όπως είχε γίνει και χτες, από το πρωί ως το απόγευμα, θα έρχονταν επισκέπτες. Φίλοι και γνωστοί θα περνούσαν από εδώ για τον τελευταίο ασπασμό. Η κατάσταση στην Αθήνα ευνοούσε ώστε να γίνονται πολλές συζητήσεις για τις πολιτικές εξελίξεις. Οι φίλοι του Ερμόδωρου όμως, εκτός από τα πολιτικά που τους ενδιέφεραν ζωηρά, είχαν κι άλλα να πουν. Είχαν να αναζητήσουν επειγόντως τους αγνοούμενους φίλους Ιάσονα και Δάφνη. Πέρα από αυτό, είχαν να ξεδιαλύνουν την υπόθεση των δύο όμοιων φόνων, του φίλου τους και του πατέρα της Νικάτας.

«Δεν μπορώ να καταλάβω τι μπορεί νά ’γιναν τα παιδιά» αναρωτιόταν ανήσυχος ο Μύρων.

«Όλο το βράδυ αυτούς σκεφτόμουν κι ανησυχούσα» είπε η Κλεοτίμα. «Δεν το χωράει το μυαλό μου».

«Ο Ιάσων είναι σοβαρός, δεν θα άφηνε να ανησυχούμε. Αν μπορούσε να μας ενημερώσει θα το είχε κάνει, άρα δεν μπορεί» είπε ο Ζείκρατος.

«Με αυτό που λες με κάνεις κι ανησυχώ περισσότερο» είπε η Κλεοτίμα.

«Πού να κοιμήθηκαν άραγε;»

«Είχαν πάει στο αλσύλλιο ... εντάξει ... Μετά όμως; τί έγινε μετά;» αναρωτήθηκε πάλι ο Μύρων.

Την είχε κάνει την ερώτηση χίλιες φορές όλο το βράδυ στον εαυτό του κι απάντηση δεν είχε πάρει. Όλοι σκέφτονταν τα ίδια κι ανησυχούσαν.

«Σκέφτομαι ότι μπορεί να τον συνέλαβαν τα όργανα του Φαληρέα. Δικαιολογία είχαν την προσβολή που του έκανε εδώ χτες. Όμως, κι έτσι να είναι, και πάλι θα ερχόταν η Δάφνη να μας το πει» είπε ο Ζείκρατος.

«Μπορεί να έχει σχέση ο θάνατος του Ερμόδωρου με την εξαφάνιση του Ιάσονα;» ρώτησε ο Φανοκράτης.

«Αλίμονο μας αν υπάρχει» είπε ο Ζείκρατος. «Πάντως, κάτι τέτοιο είναι που φοβάμαι κι εγώ».

«Κυκλοφορούν δολοφόνοι στην πόλη, νά που τώρα και απαγωγείς!» είπε η Φιλογένεια.

Δεν ήταν ώρα για κουβέντες, το καταλάβαιναν. Έπρεπε να δράσουν αν και δεν ήξεραν πώς. Θα άφηναν την κηδεία, τώρα που μπορούσαν, και θα εξαντλούσαν κάθε πιθανότητα να βρουν τους φίλους τους. Δε μπορεί να είχαν εξαφανιστεί. Κάπου βρίσκονταν κι αν έψαχναν καλά όλο και κάτι θα έπεφτε στην αντίληψή τους.

«Θα πάω εκεί που βρήκαμε το μαντίλι της Δάφνης» είπε ο Μύρων. «Δεν ξέρω από πού αλλού να αρχίσω».

«Θα έρθω μαζί σου κι εγώ» είπε η Κλεοτίμα. «Νομίζω πως θα χρειαστείς βοήθεια».

«Θα έρθω κι εγώ» είπε ο Φανοκράτης.

Ήθελαν να βγουν από το σπίτι του Ερμόδωρου. Είχε πια ξημερώσει κι είχαν αρχίσει να έρχονται γείτονες και γνωστοί. Μετά από μια μέρα και μια νύχτα εκεί μέσα, είχαν πήξει από την καταθλιπτική ατμόσφαιρα.

«Εγώ θα πάω στο κυβερνείο» είπε ο Ζείκρατος. «Θα ψάξω να βρω τον Δέξιππο, ίσως μας λύσει κάποιες απορίες».

«Να έρθω κι εγώ;» τον ρώτησε η Νικάτα. «Δεν μπορώ να κάθομαι εδώ μόνη μου».

«Εγώ θα είμαι με την Ολύνθια. Καλύτερα να πάρεις και την Νικάτα μαζί σου» είπε κι η Φιλογένεια στον Ζείκρατο.

.....................................................

Ο Μύρων με την Κλεοτίμα και τον Φανοκράτη χώθηκαν στο αλσύλλιο κοντά στο Δίπυλο. Άρχισαν να ψάχνουν γύρω από το σημείο όπου είχε βρεθεί χτες το μαντίλι. Για αρκετή ώρα έψαχναν μάταια καθώς άλλο ίχνος δεν υπήρχε εκεί γύρω. Μπορεί απλά να είχε χάσει το μαντίλι της η Δάφνη σε κάποια στιγμή που οι δυο τους πέρασαν ή στάθηκαν εδώ. Θα έφευγαν άπρακτοι αν δεν παρατηρούσε η Κλεοτίμα κάτι που φάνηκε παράξενο.

«Κοιτάξτε εδώ, πατημασιές στη λάσπη».

«Κάποιος πάτησε τη λάσπη απρόσεκτα και δεν απέφυγε τον λάκκο» είπε φωναχτά τη σκέψη του ο Μύρων. «Μπορεί άραγε να είναι χτεσινά αυτά τα ίχνη;»

«Έτσι φαίνονται. Πρωί-πρωί ποιος μπορεί να πέρασε από εδώ; Μάλλον χτεσινά είναι» είπε η Κλεοτίμα.

«Μα, ναι, βέβαια. Δείτε τα εδώ, έχουν στεγνώσει, δεν είναι σημερινά» είπε ο Μύρων.

Το αλσύλλιο είχε δέντρα που σχημάτιζαν πολλή σκιά κι εξ αυτού είχε αρκετή υγρασία. Σε κάποια σημεία μάλιστα είχαν σχηματιστεί και λάκκοι γεμάτοι με νερό παρά την ξηρασία του καλοκαιριού. Ο παραπόταμος του Κηφισού ήταν ένα ρέμα που, όταν έβρεχε, κατέβαζε πολύ νερό. Με την ροή του βοηθούσε τον ποταμό να μην υπερχειλίζει. Με την υγρασία που έφερνε, δημιουργούσε τέτοιες συνθήκες στον χώρο αυτόν.

«Νά κι άλλες πατημασιές» ακούστηκε ο Φανοκράτης. «Δείτε, έχει αρκετές εδώ πέρα».

Πραγματικά, ήταν πατημασιές που έδειχναν ότι κάποιος ή κάποιοι άνθρωποι με μεγάλο βάρος είχαν περάσει από εδώ. Είχαν περάσει βιαστικά με αποτέλεσμα να πατήσουν μέσα στις λάσπες κι όχι δίπλα στο στεγνό χώμα.

«Παπούτσια των Σκυθών» είπε ο Φανοκράτης.

«Είσαι βέβαιος;»

«Απολύτως! Τους έχω δει κι απορούσα πάντα για τα τόσο πλατιά τακούνια στις φτέρνες τους».

«Ταιριάζει αυτό με τις υποψίες μας ότι μπορεί να τους έχουν συλλάβει Σκύθες» είπε ο Μύρων.

«Με ποια κατηγορία;» αναρωτήθηκε ο Φανοκράτης.

«Δεν χρειαζόταν κατηγορία αλλά θα την είχαν έτοιμη: Για τον Ιάσονα θα είπαν ότι έκανε απόπειρα δολοφονίας του επιμελητή Δημήτριου. Για τη Δάφνη θα είπαν ότι αντιστάθηκε σε Σκύθες» είπε ο Μύρων.

«Πάμε, λοιπόν, στο δεσμωτήριο2. Αν, πραγματικά, τους έχουν συλλάβει οι Σκύθες, μόνο εκεί μπορεί να τους πήγαν» είπε ο Φανοκράτης

«Θα πάω με το άλογο του Ιάσονα» είπε ο Μύρων.

«Θα έρθω μαζί σου. Χωρίς αντίρρηση!» είπε η Κλεοτίμα.

Γύρισαν στου Ερμόδωρου. Οι επισκέψεις συνεχίζονταν σε πιο αραιό ρυθμό σε σχέση με χτες. Ωστόσο, ακόμη ερχόταν κόσμος, γείτονες γνωστοί και φίλοι. Ήταν όλοι έκπληκτοι που είχε χαθεί ένας άνθρωπος με τέτοια νεότητα και τόση ζωντάνια. Ο Καινέας ανήσυχος τους ρώτησε.

«Τι έμαθα, ήρθε αναστατωμένος ο πατέρας της Δάφνης και μου είπε ότι χάθηκε η κόρη του, νόμιζε πως κοιμήθηκε εδώ το βράδυ αλλά δεν είναι πουθενά. Ξέρετε τίποτα;»

«Χάθηκαν κι η Δάφνη κι ο Ιάσων. Τους ψάχνουμε».

«Μα, τι λέτε τώρα; Ας ρωτήσουμε τον Δημήτριο, χτες ήταν εδώ, θα μας βοηθήσει» είπε ο Καινέας.

«Φεύγουμε για να τους βρούμε» είπε ο Μύρων, «πείτε στον Ανθέστη ότι θα του φέρουμε την Δάφνη».

Ανέβηκε στο άλογο και πήρε πίσω του την Κλεοτίμα.

«Δεν θα πάμε, φυσικά, στον Δημήτριο» της είπε.

«Στο δεσμωτήριο να πάμε, καλύτερα, για να δούμε αν τους έχουν εκεί» είπε εκείνη.

Ο Μύρων στερέωσε πάνω στην τσόχινη σέλα του αλόγου ένα σκληρό δέρμα ζώου και το έδεσε για να μην γλιστράει. Την ανέβασε πάνω κι εκείνη καβάλησε σαν ιππέας. Μάζεψε τον μανδύα της γύρω από τον χιτώνα της κι έριξε από πάνω μια εσάρπα. Με τον τρόπο αυτό μπορούσε να ιππεύει σαν άντρας χωρίς όμως να γίνεται καθόλου προκλητική. Θα έπρεπε να κρατιέται πάνω του.

«Θα πονέσεις έτσι που κάθισες στο άλογο» της είπε.

«Μου δίνει όμως ελευθερία αυτή η στάση» του είπε και τον αγκάλιασε από την μέση για να στηριχτεί. «Πάμε!»

Η διαδρομή από τον Πειραιά ως το Άστυ των Αθηνών ήταν στην ουσία η διέλευση των Μακρών Τειχών. Συνολικά ήταν ένα μήκος σαράντα περίπου σταδίων3. Το τείχος είχε μείνει άχρηστο μετά την καταστροφή του αθηναϊκού στόλου. Διέσχισαν τη διαδρομή κι έφτασαν γρήγορα στο δεσμωτήριο κοντά στην Πνύκα. Ήταν άδειο και φαινόταν πως δεν είχε χρησιμοποιηθεί για κάποιες μέρες τουλάχιστον. Δεν κρατείτο κανείς εν όψει θανατικής ποινής ή για χρέος προς το δημόσιο. Φυσικά, ούτε Ιάσων ούτε Δάφνη υπήρχαν εκεί μέσα. Ρώτησαν κάποιους πολίτες αν είχαν δει να κρατείται ένας πολίτης εδώ εκείνο το βράδυ. Τους έστειλαν να ρωτήσουν έναν δεσμώτη που είχε κληρωθεί γι αυτήν τη δουλειά. Ανήκε στην φυλή των Λεοντιδών, την φυλή του Ιάσονα.

«Όχι, δεν έφεραν κανέναν. Έτσι κι αλλιώς μόνο αν έχει καταδικαστεί κανείς κρατείται εδώ» τους είπε αυτός.

«Χάθηκε ο Ιάσων, από τον δήμο των Κολονών!»

«Τον γνωρίζω, είναι θαυμάσιο παιδί. Δεν τον έχω δει, όμως, δεν τον έφερε κανένας εδώ».

Τότε πού βρίσκονταν; Η υπόθεση πως ήταν στα χέρια των Σκυθών ήταν η μόνη λογική εξήγηση, όμως, χρειαζόταν επιβεβαίωση. Πού να τους είχαν πάει άραγε;

.............................

Παραπομπές:

(*1) Όπως προαναφέρθηκε ο μήνας Θαργηλιών αντιστοιχεί στο διάστημα από τα μέσα Μαΐου έως τα μέσα Ιουνίου και «Τετάρτη Φθίνοντος» ήταν η τέταρτη μέρα πριν φύγει ο μήνας, δηλαδή η 10η Ιουνίου (του 307 πΧ).

(*2) Δεσμωτήριο= προσωρινό κρατητήριο. Η αρχαία ελληνική πόλη, σε αντίθεση με τις ανατολικού (ή δυτικού) τύπου μοναρχίες, δεσποτείες και τα λοιπά θεοκρατικά καθεστώτα, αρνείται την έννοια και την πρακτική του εγκλεισμού στις φυλακές: του «σωφρονισμού» σε αυτές και των βασανιστηρίων, που ακολουθούν τη στέρηση της ελευθερίας. Γι’ αυτό φυλακές στην αρχαία Αθήνα δεν υπάρχουν .

Το μικρό δεσμωτήριο της πόλης των Αθηνών (η «φυλακή» του Σωκράτη) χρησιμοποιείται, όπως το σημερινό κρατητήριο, για ώρες ή μέρες: με σκοπό την εφαρμογή της ποινής του θανάτου (με κώνειο) ή για την αποπληρωμή χρέους προς το δημόσιο ταμείο. Ο πολιτισμός των Ελλήνων αρνείται τη φυλακή και γι’ αυτό οι πολίτες δεν φυλακίζονται. Θανατώνονται, όταν επιχειρούν να καταλύσουν το πάτριο πολίτευμα (ή όταν βεβηλώνουν τους πάτριους θεούς), ή εξορίζονται, το συνηθέστερο, για διάστημα 10 ετών, όταν κρίνονται επικίνδυνοι για την πόλη. Μετά την υποδούλωση της Ελλάδας στη Ρώμη αρχίζουν να εμφανίζονται οι πρώτες φυλακές, που υπάρχουν και στο Βυζάντιο.

(*3) 40 στάδια= 7 χιλιόμετρα

*****************************************

Αύριο Τρίτη η συνέχεια. Είμαστε ακόμα στο πρωινό της 10ης Ιουνίου, μέρος 2ο.


Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2020

15 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 15η

 Ο Δημήτριος ελευθερωτής εισέρχεται θριαμβευτής σε μιαν Αθήνα που τον θαυμάζει ενώ ο Δημήτριος Φαληρέας, συνειδητοποιώντας το τέλος, προσπαθεί να διαφύγει αφού τακτοποιήσει τις εκκρεμότητές του. 

Ο Ιάσων κι η Δάφνη, τις κρίσιμες αυτές ώρες, βρίσκονται φυλακισμένοι.

***********************************


 

(9η Ιουνίου απόγευμα)

(πέμπτο και τελευταίο μέρος του απογεύματος)

.....................................................

Δεν μπορούσαν να ξέρουν πως ο Ιάσων κι η Δάφνη, τη στιγμή που μιλούσαν, ήταν κι οι δυο φυλακισμένοι. Ο ένας ήταν κλεισμένος σε μια υπόγεια υγρή φυλακή σε ένα πυργίσκο των Μακρών Τειχών. Η άλλη ήταν κλεισμένη σε μιαν άλλη φυλακή, πολυτελείας αυτή τη φορά, κάπου στο Φάληρο. Ο Ιάσων είχε συλληφθεί με εντολή Δημητρίου Φαληρέα γιατί επιχείρησε να τον σκοτώσει. Η Δάφνη απήχθη χωρίς “γιατί”. Μεταφέρθηκε στο πατρικό σπίτι του Δημήτριου στο Φάληρο.

Τους είχαν απομονώσει έξω απ’ τα Μακρά Τείχη, σ’ ένα σημείο κοντά στο Δίπυλο. Υπήρχε ένα ποταμάκι που ξέκοβε απ’ τον Κηφισό κι είχε δημιουργήσει ένα παραδεισένιο δασύλλιο. Ο Ιάσων το γνώριζε κι εύκολα την παρέσυρε εκεί μια και το ήθελε κι εκείνη. Τα αρώματα των φυτών κι η δροσιά από τα αειθαλή δέντρα και τις ελιές έφτιαχναν ένα ιδανικό τοπίο για έρωτες. Δεν πρόλαβαν όμως να χορτάσουν φιλιά όταν πέντε Σκύθες(*1) εμφανίστηκαν από το πουθενά. Τα παιδιά δεν είχαν καταλάβει τίποτε. Το αίμα τους έβραζε γι άλλα πράγματα και δεν είχαν στο νου τους τον φόβο πως τους καταδίωκαν. Δεν ήταν ένοχοι, αντιμετωπίστηκαν όμως σαν παράνομοι, χωρίς δίκη.

«Τι θέλετε εσείς εδώ;» έκανε αγριεμένος ο Ιάσων μόλις τους είδε, έτοιμος για καυγά.

«Μη μιλάς καθόλου» του είπαν. «Συλλαμβάνεσαι».

«Ξέρετε με ποιον μιλάτε; Ποιον συλλαμβάνετε;»

«Σας ξέρουμε. Εσύ είσαι ο Ιάσων Λεοντίδης από τους Κολωνούς» του είπαν. «Εσύ, η Δάφνη του Ανθέστη. Ακίνητοι!» είπαν οι Σκύθες.

Δεν τους ρώτησαν τι γύρευαν στο αλσύλλιο. Ήξεραν, αφού παρακολουθούσαν, και τους είχαν δει να απομονώνονται. Απλά, περίμεναν ώσπου να βρουν την κατάλληλη στιγμή για να επέμβουν, κι εδώ ήταν το ιδανικό μέρος. Είχαν σαφείς οδηγίες τί να κάνουν και πώς να το κάνουν. Με τα σπαθιά προτεταμένα ακινητοποίησαν τους δυο νέους. Ακουμπούσαν τις αιχμές των μαχαιριών τους στα νεανικά στήθη. Δυο από αυτούς έπιασαν τον Ιάσονα και τον έδεσαν με τους αγκώνες πίσω. Οι άλλοι δυο κράτησαν την Δάφνη και της έδεσαν τα χέρια και τα πόδια για να μπορέσουν να την μεταφέρουν. Οι φωνές του Ιάσονα δεν τους σταμάτησαν. Τον φίμωσαν με ένα μαντίλι αφού πρώτα του έριξαν μερικά χτυπήματα με τα μαστίγιά τους. Αμέσως μετά φίμωσαν και την Δάφνη, προτού αρχίσει να φωνάζει κι εκείνη. Δεμένους και φιμωμένους τους πήραν πάνω στα άλογα. Δεν φαινόταν πως κουβαλούσαν αιχμαλώτους, εξ άλλου κανείς δεν κοιτούσε ποτέ, τι ακριβώς έκαναν οι Σκύθες. Εκτελούσαν πάντα διαταγές πολεμάρχων κι αρχόντων. Κάποτε οι πολέμαρχοι ήταν άνθρωποι του λαού κι έβγαιναν με κλήρωση. Τώρα ήταν μόνο οι ευνοούμενοι του τυράννου. Ποιος θα καθόταν να παρατηρεί τι έκαναν ή γιατί το έκαναν οι Σκύθες;

Με την άνεσή τους τούς μετέφεραν εκεί που τους είχαν πει. Ο Ιάσων πήγε στο υπόγειο ενός πυργίσκου των Μακρών τειχών, κάπου ανάμεσα Αθήνα και Πειραιά, Ήταν ένα μέρος ξεχασμένο κι από τους ίδιους τους φύλακες των τειχών. Μια σκουριασμένη πόρτα από σίδερο άνοιξε με μεγάλη δυσκολία κι έκλεισε ακόμα πιο δύσκολα. Αμπαρώθηκε με μια αμπάρα που δέθηκε με ένα σχοινί μακριά από την εμβέλεια των χεριών του Ιάσονα. Έμεινε για να τον φυλάει ένας Σκύθης κι οι άλλοι συνέχισαν με την δεμένη και φιμωμένη Δάφνη.

Την πήγαν στο Φάληρο και την έκλεισαν σε ένα υπόγειο επίσης. Εδώ όμως το υπόγειο ήταν πολυτελές, καθαρό κι είχε όλες τις ανέσεις. Της έφεραν φαγητό, καθαρό νερό, φρούτα και πετσέτες για να πλυθεί σε ένα λουτρό δίπλα από το δωμάτιό της. Εκείνο όμως που πριν από όλα πρόσεξε η Δάφνη ήταν πως όλες οι πόρτες ήταν κλειδαμπαρωμένες. Τα παράθυρα είχαν σιδερένια κάγκελα στ’ ανοίγματά τους. Κι αυτή σε μια φυλακή βρισκόταν, έστω και πολυτελείας.

......................................................

Η Εριφύλη συνάντησε τον Υπάνορα σε ένα μέρος της αγοράς που απέφευγε να πηγαίνει. Ήταν στέκι ανθρώπων που ειδικεύονταν σε παρανομίες και στο λαθρεμπορίο. Εκεί ήταν, όμως, το μέρος που της έδωσε ραντεβού ο Υπάνωρ. Ήθελε να τον δει και να του πει πως είχε μιλήσει με την Κλεοτίμα. Είχε πάρει υπόσχεση πως θα τους βοηθούσε όταν θα επιχειρούσαν να φύγουν. Της είχε στείλει μήνυμα για να συναντηθούν με έναν κοινό γνωστό τους. Φυσικά πήγε. Με όλη την φασαρία που γινόταν στο Άστυ, το μέρος αυτό είχε αδειάσει εντελώς από κόσμο.

«Ευτυχώς που ήρθες» της είπε. «Φοβήθηκα μη τυχόν και δεν σε ειδοποιούσε ο φίλος μου».

«Μου το είπε. Όμως, τι τρέχει, Υπάνορα, γιατί είσαι έτσι αλαφιασμένος;»

«Το βράδυ, με το που θα πέσει το σκοτάδι κι αλλάξει η μέρα, έχω μια δουλειά. Δεν είναι καθαρή δουλειά αλλά θα μας δώσει τις δραχμές που μας χρειάζονται για να φύγουμε. Είσαι έτοιμη;»

«Ό,τι ήταν να πάρω από το σπίτι μου τό ‘χω πάρει. Δεν είμαι όμως ακόμα έτοιμη για να σου πω πού θα πάμε. Έκανα μια κουβέντα με μια φίλη μου. Της ζήτησα να μας βοηθήσει να φύγουμε για την Χαλκίδα ή την Κόρινθο. Μου είπε κάτι εκείνη για την Θήβα. Θα με πάει στην Ιππαρχία. Θα δουν αυτές οι δυο μαζί τι μπορούν να κάνουν για εμάς. Θα το ξέρω αύριο το πρωί ... ή έστω το μεσημέρι».

«Μάθε κι ετοιμάσου να φύγουμε».

«Γιατί αυτή η βιασύνη;»

«Γιατί από μεθαύριο μπορεί και να με κυνηγούν. Το φοβάμαι. Θέλω να εξαφανιστώ μια ώρα αρχύτερα».

«Αν είναι έτσι μην κάνεις αυτή την δουλειά που έχεις να κάνεις σήμερα» του είπε η Εριφύλη. «Αν είναι παράνομο, μην το κάνεις. Δεν το χρειαζόμαστε. Θα τα καταφέρουμε με ό,τι έχουμε μαζέψει ως τώρα».

«Δεν μπορώ να μην πάω, θα θεωρηθεί προδοσία κι ίσως έχω συνέπειες».

«Γιατί έμπλεξες τόσο πολύ;»

«Γιατί δεν γινόταν αλλιώς. Έπρεπε να βγάλω πολλά χρήματα και πολύ γρήγορα»

Η Εριφύλη ένιωσε τύψεις. Φαίνεται πως ήταν εκείνη η αιτία που είχε μπλέξει ο Υπάνωρ με παρανόμους. Πίστευε, ως τώρα, πως ήταν ορφικοί, θρήσκοι και θεοσεβούμενοι αυτοί που έκανε παρέα. Νά, όμως, που μάθαινε ότι έκαναν παρανομίες και μάλιστα επικίνδυνες.

«Θα έρθω πάλι εδώ αύριο το μεσημέρι για να σου πω πού θα πάμε και πώς, εντάξει;»

«Εντάξει, κάνε γρήγορα» της είπε αγχωμένος.

Το άγχος κι η σύγχυσή του την έκαναν να ανησυχεί πολύ. Τι ήταν, άραγε, αυτό που θα έκανε ο Υπάνωρ, το τόσο παράνομο που θα τον κυνηγούσαν κιόλας; Δεν της άρεσαν οι παρέες του, ιδιαίτερα αυτοί οι ορφικοί που τον είχαν μπλέξει. Δεν ήξερε κάν αν ήταν αληθινά ορφικοί ή αν χρησιμοποιούσαν αυτό το ιδεολόγημα για κάλυψη. Δεν θα του έλεγε εκείνη τι να κάνει, όμως δεν ήθελε να χαλάσουν όλα τώρα στο τέλος. Τέλος πάντων, ας τελείωνε κι ας έφευγαν. Με τις τελευταίες εξελίξεις, μπορεί να δυσκόλευαν τα πράγματα.

«Εντάξει, θα φύγουμε το αργότερο μεθαύριο, όπως το είπαμε. Όμως εσύ, Υπάνωρ, μην μπλέξεις με παρανομίες. Δεν θέλω να σε πιάσουν τώρα την τελευταία στιγμή!»

«Θα προσέχω. Να προσέχεις κι εσύ!» της είπε.

Καθώς απομακρυνόταν η Εριφύλη, ο Υπάνωρ ένιωσε πίσω του την ανάσα κάποιου. Γύρισε τρομαγμένος και είδε τον Ληθόνοο. Του χαμογελούσε χαζά.

«Τι κάνεις εδώ Ληθόνοε;» τον ρώτησε

«Με έστειλε η Πανδότη να σου πω να μαζευτείς στη Σπηλιά, γιατί έχουμε νυχτερινή δουλειά».

«Το ξέρω ... έρχομαι».

«Αν λείπει ο ένας από τους τρεις, δεν έχει για κανέναν ούτε μέλι, ούτε χόρτο, ούτε το Ερώδιον».

«Εντάξει, μην ανησυχείς, κι εγώ θέλω την Ηδύ» του είπε για να τον καθησυχάσει ο Υπάνωρ.

«Η Πανδότη είπε να μαζευτούμε. Θα ξεκουραστούμε κιόλας. Αλλά... ποια ήταν αυτή;» ρώτησε ο Ληθόνους καθώς πήγαιναν προς την Σπηλιά.

«Σας έχω πει ότι ενδιαφέρομαι για μια κοπέλα. Κάποια μέρα θα την φέρω να την γνωρίσετε κι εσείς».

«Γιατί σου έλεγε να μην σε πιάσουν; υπάρχει φόβος να μας πιάσουν;» ρώτησε πάλι ο Ληθόνους.

«Όχι, βέβαια, χαζοί είμαστε;»

«Και πού θα πάτε;»

«Δεν θα πάμε πουθενά!»

«Αφού σου είπε ότι θα φύγετε μεθαύριο!»

«Δεν εννοούσε ότι θα φύγουμε από την πόλη. Εκείνη φεύγει με την οικογένειά της από τα Μεσόγεια και πάνε σε άλλο δήμο της φυλής τους, στα Παράλια».

«Αυτό είπε;»

«Ναι. Για το καλοκαίρι που κάνει ζέστη. Αυτό εννοούσε Ληθόνοε, πώς και δεν το κατάλαβες;»

«Δεν το κατάλαβα».

«Εντάξει. Πάμε τώρα να το διασκεδάσουμε».

..........................................................

Όσο πλησίαζε το βραδάκι ο Φαληρέας ανησυχούσε όλο και περισσότερο. Η μέρα αυτή ήταν αποφράδα. Είχε ζήσει και τα χειρότερα, όταν τον είχαν καταδικάσει κι έψαχνε πού να κρυφτεί. Τώρα αντιμετώπιζε παρόμοια προβλήματα χωρίς να βρίσκει τρόπο, όμως, να γλιτώσει. Ακόμα ήταν κυρίαρχος αλλά η αυριανή μέρα μπορεί να ξημέρωνε αλλιώτικη. Τουλάχιστον οι Σκύθες είχαν φανεί αντάξιοι της εμπιστοσύνης του. Είχαν τσουβαλιάσει τον εξυπνάκια Ιάσονα κι είχαν κρατήσει στο πατρικό του την Δάφνη.

Αρχικά είχε προγραμματίσει να περάσει το αποψινό του βράδυ με την Αγαπάνθη και το Μειράκιον. Η διάθεσή του ήταν χάλια και τις έδιωξε. Δεν θα τις άντεχε να τον πολιορκούν με ερωτήσεις στις οποίες δεν θα είχε απαντήσεις. Θα προκαλούσαν στο νου του άσχημες σκέψεις. Ούτε μπορούσε να τους κλείσει το στόμα. Ήταν πολύ έξυπνες εταίρες για να τον ανεχτούν να τους συμπεριφέρεται σαν να ήταν ζώα ή απλές πόρνες. Για να του προσφέρουν τις χάρες τους θα είχαν απαιτήσεις κι εκείνος δεν μπορούσε να ανταποκριθεί. Δεν ήθελε να μιλήσει τώρα με καμία γυναίκα στον κόσμο, εκτός, βέβαια, από τη μόνη γυναίκα που τον απέρριπτε. Φώναξε τον Θεόδωρο.

«Μπορούν οι Σκύθες να μου φέρουν εδώ τη Δάφνη;»

«Εδώ, στο κέντρο της πόλης και με τόσους πολίτες να είναι απ' έξω και να αποδοκιμάζουν, δεν γίνεται. Ένα δέμα μεγάλο σαν άνθρωπος δεν θα περάσει απαρατήρητο».

«Ίσως πρέπει να πάω εγώ στο Φάληρο».

«Δεν θα στο συνιστούσα, Δημήτριε, κι αν μπορούσα θα στο απαγόρευα! Είναι πολύ επικίνδυνο να βγεις από εδώ μέσα τώρα που βραδιάζει».

Μιλούσε ο δούλος στον τύραννο, αλλά, δεν φαινόταν πολύ διαφορετικό από ό,τι μιλά αδελφός στον αδελφό του. Τον είχε εκτιμήσει ο Δημήτριος από την πρώτη στιγμή που τον γνώρισε. Ο Θεόδωρος ήταν από την Ρόδο κι είχε αιχμαλωτιστεί στη μάχη του Γρανικού ποταμού. Τον έστειλε ο Αλέξανδρος δούλο στη Μακεδονία μαζί με άλλους δυο χιλιάδες Έλληνες. Ήταν εκείνοι που είχαν πολεμήσει σαν μισθοφόροι στο πλευρό των Περσών. Μετά από εκεί, ακολουθώντας τον Αντίπατρο, ο Θεόδωρος είχε βρεθεί στην Αθήνα και δόθηκε στον Φαληρέα. Ο Δημήτριος τον ζήτησε καθώς αναγνώρισε αμέσως την αξία του κι εκτίμησε τις γνώσεις και τη σοφία του.

«Δεν μπορώ να κάθομαι άπραγος κι η πόλη να βράζει» είπε ο Δημήτριος. «Κάτι πρέπει να κάνω».

«Εσύ να μην κάνεις τίποτε» είπε ο Θεόδωρος. «Κακώς έδιωξες τις εταίρες. Εγώ, πάντως σκοπεύω κάτι να κάνω. Θα πάω να βρω τον γιο του Αντιγόνου».

«Τον γνωρίζεις; Πώς θα τον βρεις;»

«Γνώρισα τον Αντίγονο, αλλά, ξέρω κάποιον που τον γνωρίζει καλά. Θα πάω με αυτόν».

«Και τι έχεις να πεις στον γιο του Μονόφθαλμου;»

«Ότι αυτοί που τον αποθεώνουν είναι αντιμακεδόνες και στην πρώτη ευκαιρία θα τον πολεμήσουν. Αντίθετα, εσύ είσαι φιλομακεδόνας κι άνθρωπος της δικής του τάξης. Εσένα μπορεί και πρέπει να εμπιστευθεί».

Ο Δημήτριος γέλασε.

«Κι ελπίζεις με αυτό ότι θα με κρατήσει στην εξουσία;»

«Όχι βέβαια! Ελπίζω να σου χαρίσει τη ζωή» του είπε και του έκοψε απότομα το γέλιο.

«Ελπίζαμε στην Ευρυδίκη ...» είπε ο Φαληρέας.

«Κι ακόμα σε αυτήν ελπίζουμε» συνέχισε ο Θεόδωρος.

Ο Φαληρέας έδειχνε απογοητευμένος.

«Ο γιος του Αντίγονου μπορεί να αποτρέψει μιαν άμεση καταδίκη σου αλλά ως εκεί. Το πολύ που μπορεί να κάνει είναι να σε αφήσει να φύγεις από την Αθήνα. Για να ακουμπήσεις κάπου έχεις ανάγκη και την Ευρυδίκη και τον Πτολεμαίο. Θα πρέπει να σε δεχτεί στην Αλεξάνδρειά του».

«Εντάξει, συμφωνώ» είπε χωρίς χαμόγελο ο Δημήτριος.

«Ο Δημοχάρης κι ο Στρατοκλής παλεύουν να κερδίσουν την εύνοια του Ελευθερωτή».

«Ποιος είναι ο Ελευθερωτής;»

«Τι ρωτάς Επιμελητή; Φυσικά είναι ο Δημήτριος του Αντιγόνου που ελευθερώνει την Αθήνα από τον Δημήτριο τον Φαληρέα. Ο Μακεδόνας που ελευθερώνει την πόλη από τους Μακεδόνες!»

«Είναι νωρίς ακόμη για να καταλάβουν το παιχνίδι του, κι όπως πάντα, όταν το καταλάβουν θα είναι αργά. Όμως, πες μου Θεόδωρε, με σένα τι θα γίνει;»

«Θα έρθω μαζί σου στην Αλεξάνδρεια ή θα με αφήσεις στη Ρόδο. Τι προτιμάς;»

«Δική σου η επιλογή. Το ξέρεις πως για μένα δεν ήσουν ποτέ σκλάβος».

«Ωραία, λοιπόν, ας καταφέρουμε να πλεύσουμε προς το νότο και τα λέμε αυτά εν πλω».

«Δεν φεύγω αν δεν έχω μαζί μου τη Δάφνη. Είναι ό,τι θέλω να πάρω μαζί μου φεύγοντας από την Αθήνα. Αν την έχω μαζί μου στην Αίγυπτο, όλα θα είναι καλύτερα».

Ο Δημήτριος ονειρευόταν ακόμα έρωτες κι ο Θεόδωρος είχε χρέος να τον προσγειώσει.

«Έχεις θράσος επιμελητή! Ξεχνάς ότι δεν την κέρδισες σαν άρχων. Πώς ελπίζεις τώρα να την κερδίσεις σαν φυγάς;» του πέταξε κατάμουτρα κι έφυγε.

Ο Δημήτριος έμεινε μόνος. Προς στιγμήν μόνο σκέφτηκε να φωνάξει πίσω τις εταίρες αλλά το μετάνιωσε. Όχι, δεν είχε όρεξη να μιλά. Μόνο να σκέφτεται μπορούσε κι ας ήταν οι σκέψεις του βαριές και δυσάρεστες.

«Θεοί, τι δύσκολη μέρα μου επιφυλάξατε!» σκέφτηκε.

Πριν φύγει έπρεπε να τακτοποιήσει τις τελευταίες του εκκρεμότητες. Ο θρασύς Ιάσων που τον είχε προσβάλει τόσο βάναυσα έπρεπε να τιμωρηθεί. Η Δάφνη με την σειρά της έπρεπε να υποταχθεί. Αν δεν το έκανε, έπρεπε να τιμωρηθεί κι αυτή. Κι οι Αθηναίοι έπρεπε οπωσδήποτε να τιμωρηθούν κι αυτοί που δεν εκτίμησαν ποτέ την ιδανική του πολιτεία. Ποτέ τους δεν κατανόησαν τις προσπάθειές του να ξαναδώσει στην πόλη τους κάτι από την παλιά της αίγλη.

«Αχάριστοι όλοι!» σκέφτηκε.

Ήπιε ανέρωτο κρασί και σε λίγο αποκοιμήθηκε.

====

παραπομπή:

(*1) Οι Σκύθες ήταν κατά κάποιον τρόπο οι αστυνομικοί στην αρχαία Αθήνα. Είχαν ένα μαστίγιο και μια μαγκούρα κι ήταν «δημόσιοι σκλάβοι» που πληρώνονταν από τον δήμο.

***********************************

Από Δευτέρα η επόμενη μέρα, 10η Ιουνίου, χωρισμένη σε τρία μέρη και πάλι, πρωί, μεσημέρι, απόγευμα. Η δράση συμπυκνώνεται στις τρεις αυτές μέρες που συγκλόνισαν την Αθήνα. Η πρώτη πέρασε, από Δευτέρα η επόμενη.