Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2020

12 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 12η

Η Εριφύλη πλησιάζει την Κλεοτίμα. Δεν ξέρουν ότι ο φίλος της μιας σκότωσε τον φίλο της άλλης. 

Ο Δημήτριος τυχαίνει θριαμβευτικής υποδοχής στην Αθήνα. Υπόσχεται δημοκρατία και τον αναγορεύουν σε ευεργέτη και "ελευθερωτή".

******************************


 

(Απόγευμα 9ης Ιουνίου, δεύτερο μέρος)

Η Κλεοτίμα είχε γυρίσει στο σπίτι της για μεσημεριανό όταν της είπαν ότι την είχε ζητήσει μια γνωστή της. Είχε πει ότι την έλεγαν Εριφύλη. Οι δικοί της δεν την γνώριζαν γιατί δεν ήταν από τη γειτονιά τους ούτε κάν από τη φυλή ή τον δήμο τους. Η Κλεοτίμα την ήξερε. Την είχε γνωρίσει σε συζητήσεις κι απαγγελίες των κυνικών στην αγορά. Γίνονταν στο περιθώριο ιεροτελεστιών ή ιστορικών επετείων. Επιτρεπόταν να πηγαίνουν και γυναίκες σ’ αυτές τις εκδηλώσεις. Εκεί άκουγαν κυνικούς φιλοσόφους να κοροϊδεύουν ρήτορες. Δεν κορόιδευαν όλους τους ρήτορες, μόνον εκείνους που διηγούνταν τα «ένδοξα» και τις «πράξεις». Ήταν διηγήσεις με ηρωικό περιεχόμενο κι είχαν στόχο να σταθεροποιήσουν την τυραννική εξουσία(*1). Ήταν η προπαγάνδα της εποχής. Επεδίωκαν να ενδυναμώσουν με αυτόν τον τρόπο το πατριωτικό φρόνημα, αλλά, οι κυνικοί τους το χαλνούσαν.

Σε αυτές τις εκδηλώσεις οι δυο τους θαύμαζαν, κυρίως, την Ιππαρχία κι ονειρεύονταν να της μοιάσουν. Πολλοί, αυτόν τον θαυμασμό, θα τον έβρισκαν ακατανόητο. Οι τρόποι και τα φερσίματα της Ιππαρχίας ήταν ένας σίγουρος δρόμος για να θεωρηθεί μια γυναίκα απρεπής. Ήταν εύκολο, κατόπιν, να βγει έξω από το παιχνίδι του γάμου και της οικογένειας.

Ο πολύς κόσμος δεν έβαζε μια γυναίκα με φερσίματα σαν της Ιππαρχίας στο επίπεδο της εταίρας. Παρ’ όλα αυτά, κι η απλά ελευθεριάζουσα συμπεριφορά παρέμενε κατακριτέα. Δεν θα στεκόταν ποτέ σοβαρό προξενιό για μια τέτοια γυναίκα. Μόνο αν είχε μεγάλα πλούτη και προίκα από τον πατέρα της θα μπορούσε να αγοράσει έναν γαμπρό. Η ομορφιά και μόνο δεν έφτανε για να καλύψει τέτοιες πομπές.

Η Εριφύλη δεν έδινε σημασία σε αυτές τις αντιλήψεις, το ίδιο όπως κι η Κλεοτίμα. Ήθελε να φύγει από το σπίτι της και να ζήσει σαν την Ιππαρχία, έξω από κοινωνικές συμβάσεις. Αυτή η επιθυμία της ερμηνευόταν σαν μια εξέγερση κατά της οικογενειακής παράδοσης. Με την Κλεοτίμα δεν ήταν το ίδιο. Την στήριζαν οι γονείς της κι είχε την πλήρη στήριξη του -τώρα πια νεκρού- αγαπημένου της. Η Εριφύλη δεν είχε γνωρίσει τον Ερμόδωρο, είχε ακούσει όμως γι αυτόν και τον συμπαθούσε. Θεωρούσε πως η Κλεοτίμα ήταν η πιο τυχερή γυναίκα του κόσμου. Στα δικά της όνειρα, ο Υπάνωρ ήταν κι αυτός ένας μικρός Ερμόδωρος.

«Η κοπέλα που σε ζήτησε μάς είπε πως θα ξαναγυρίσει σε λίγο» της είπε η μητέρα της. «Ποια ήταν;»

«Μια γνωστή μου που της αρέσουν οι κυνικοί».

«Επικίνδυνα γούστα για μια γυναίκα» είπε η μάνα της. «Πες στο κορίτσι να προσέχει. Μου φάνηκε καλή, αλλά, τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα, ήταν πραγματικά πολύ αδιάφορη για την εμφάνισή της»

Δεν περίμενε πολύ. Η Εριφύλη τούς χτύπησε και πάλι την πόρτα κι αυτή τη φορά άνοιξε η Κλεοτίμα. Παρά το πένθος την υποδέχτηκε ευχάριστα. Πήραν ένα δροσερό ρόφημα με νερό και χυμό από λεμόνια και κάθισαν στον γυναικωνίτη για να μιλήσουν.

«Δεν ξέρω τι να πω και πώς να σε παρηγορήσω» της είπε η Εριφύλη. «Ξέρεις πόσο θαύμαζα τον Ερμόδωρό σου κι ας μην τον είχα δει ποτέ μου».

«Ακόμα δεν το έχω χωνέψει πως τον είδα τόσο νέο στο νεκροκρέβατό του. Τόσο έτοιμος για τη ζωή κι όμως ...»

«Σ' αφήνει μονάχη! Είναι τρομερό!»

«Ναι, καλή μου, είναι τρομερό ... γιατί δεν χάνω απλά έναν άνδρα, χάνω αυτόν τον άνδρα!»

Η Κλεοτίμα δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της, γρήγορα όμως συνήλθε και ρώτησε την Εριφύλη για ποιον λόγο την γύρευε.

«Έχω κι εγώ τον δικό μου Ερμόδωρο» είπε η Εριφύλη. «Τον λένε Υπάνορα. Δεν είναι σπουδαίος, δεν έχει εισοδήματα, όμως με αγαπάει και θέλει να ζήσουμε μαζί. Δεν θα είμαι μια σκλάβα του ούτε ένα αντικείμενο χωρίς αξία».

«Άρα είναι πολύ καλός και σωστός. Τι δουλειά κάνει;»

«Ο πατέρας του ήταν λιθοξόος. Του έμαθε να δουλεύει το μάρμαρο, όμως, τώρα δεν γίνονται μεγάλα έργα. Ο Υπάνωρ μου ασχολείται με μια ομάδα ορφικών».

«Να τους προσέχεις αυτούς. Έχουν μυστήριες τελετές» της είπε η Κλεοτίμα.

«Το ξέρω. Δεν μου αρέσουν οι παρέες του εκεί μέσα, αλλά, δεν μου πέφτει λόγος. Είναι μια ανεξάρτητη ομάδα αυτή όπου ανήκει ο Υπάνωρ. Πιστεύουν σε δοξασίες, λατρεύουν τον Ορφέα, τον Βάκχο και κάποιες θεότητες. Το θέμα είναι ότι του δίνουν και κάνει κάποιες δουλειές απ’ τις οποίες βγάζει λίγα χρήματα. Βλέπω τη συμμετοχή του σε αυτή την ομάδα σαν δουλειά» είπε η Εριφύλη.

«Κάτι πρέπει να κάνει κι αυτός για να ζήσει» είπε η Κλεοτίμα. «Εκείνο που έχει σημασία είναι να σε σέβεται!»

«Όσο γι αυτό, χωρίς αμφιβολία ναι!»

«Αυτό είναι το σημαντικό! Τον αγαπάς κι εσύ;»

«Ναι, πολύ!»

«Ωραία, λοιπόν» είπε η Κλεοτίμα. «Τι μπορώ να κάνω εγώ;»

«Θέλω να μας βοηθήσεις» της είπε η Εριφύλη. «Εσύ έχεις γνωριμίες. Ο Υπάνωρ μου είπε ότι σήμερα θα τελειώσει με κάτι δουλειές και μένει ελεύθερος. Θα με πάρει να φύγουμε».

«Για πού; Έχετε κάπου να πάτε;»

«Δεν έχουμε προτιμήσεις. Ψάχνουμε για κάποιο μέρος να ξαναρχίσουμε τη ζωή μας».

«Κι από μένα τι θέλεις; πώς μπορώ να βοηθήσω;»

«Εσύ κι η Ιππαρχία, μπορείτε να μας βοηθήσετε να φύγουμε. Λέμε να πάμε στη Χαλκίδα ή την Κόρινθο που έχουν δημοκρατία κι αποικίες. Οι μέτοικοι είναι ελεύθεροι κι οι πόλεις έχουν αποικίες. Όμως, ακόμα κι η Θήβα είναι καλή!»

«Στην Χαλκίδα έχει γνωστούς η Ιππαρχία. Ο Κράτης ξέρει πολλούς στην Θήβα. Θα σας βρούμε κάπου να πάτε με τον "Ερμόδωρό" σου».

Η Εριφύλη ένιωσε κάπως ανακουφισμένη. Θα είχαν λοιπόν μια στήριξη, πράγμα που ήταν πολύ βασικό.

«Σ' ευχαριστώ, Κλεοτίμα» είπε η Εριφύλη.

«Όμως σήμερα έχουμε την κηδεία, είναι κι ο στόλος, είναι κι ο κόσμος που φωνάζει ... Σήμερα είναι δύσκολο. Θα πρέπει να περιμένεις λίγες μέρες».

«Μα ... ναι, θα περιμένουμε. Απλά ήθελα να δω αν υπάρχει τρόπος να βοηθηθούμε».

«Υπάρχει, μην ανησυχείς» τη διαβεβαίωσε η Κλεοτίμα.

...............................................

Το μεγάλο πλήθος των Αθηναίων που είχε μαζευτεί στον Πειραιά παραληρούσε. Είχε μεθύσει με την σκέψη της αλλαγής. Οι οπλίτες του Δημήτριου Φαληρέα είχαν αφήσει τις ασπίδες τους, δείγμα ότι δεν θα πολεμούσαν. Η Αθήνα θα υποδέχονταν τον εισβολέα σαν ελευθερωτή. Τότε οι σάλπιγγες από τα πλοία ανέλαβαν να αναγγείλουν με χαρμόσυνους παιάνες την είσοδο του θριαμβευτή στη σκηνή.

Ο Δημήτριος βγήκε στο κατάστρωμα του πιο μεγάλου πλοίου του. Ήταν όμορφος σαν θεός, ντυμένος με μια πανοπλία απαστράπτουσα, γεμάτη ασήμια και χρυσάφια. Πάτησε πάνω σε κατακόκκινα χαλιά σε μια υπερυψωμένη εξέδρα για να φαίνεται από παντού. Προχώρησε μόνος και στάθηκε ψηλά στην πλώρη. Έμοιαζε πολύ στον νεαρό Αλέξανδρο, τον γιο του Φιλίππου, και στον περίφημο Αλκιβιάδη. Τόσο λαμπερός κι επιβλητικός ήταν. Μέσα σε απόλυτη σιγή, ο γιος του Αντίγονου μίλησε στις ψυχές και στη λογική των ακροατών του. Ό,τι κι αν περίμενε κανείς από αυτόν, το πήρε!

«Πολίτες Αθηναίοι» ξεκίνησε να λέει κι όσο μιλούσε όλοι κρατούσαν την αναπνοή τους.

Οι υποσχέσεις έπεφταν βροχή.

«Με έστειλε ο πατέρας μου, Αντίγονος, στρατηγός όλης της Ασίας, διάδοχος επίτροπος του ισόθεου Αλέξανδρου. Ήρθα για να ελευθερώσω όλες τις ελληνικές πόλεις απ’ τον ζυγό του Κάσσανδρου. Μα, πριν από όλα, ήρθα εδώ για να ελευθερώσω πρώτα την πιο ένδοξη πόλη της Ελλάδας, την δική σας πόλη, την Αθήνα».

«Ο στόλος μου αποτελείται από διακόσια πενήντα πλοία. Τα πλοία μου έχουν ελευθερώσει όλα τα νησιά του Αιγαίου. Έδωσαν αυτονομία στις πόλεις κι έρχονται κατά 'δω. Φθάνει ένας τεράστιος στόλος, ο στόλος του Αντίγονου».

Προβάλλοντας την ωμή δύναμή του κέρδιζε την εκτίμηση του πλήθους. Έπρεπε όμως κάτι να δώσει. Και ποιο δώρο είναι μεγαλύτερο από την ελευθερία;

«Θα διώξω τη φρουρά από τη Μουνιχία. Θα διώξω όλες τις φρουρές του Κάσσανδρου που επιβάλουν ολιγαρχίες και σας στερούν την ελευθερία. Το κράτος του δήμου, το πατρώο σας πολίτευμα, από σήμερα είναι και πάλι το πολίτευμα της Αθηναίων Πολιτείας!»

Ουρανομήκεις κραυγές διέσχισαν τον αέρα κι έφτασαν ως τη Βασίλειο Στοά. Πάγωσε το αίμα του άλλου Δημήτριου, του Φαληρέα. Πάγωσε κι όλη η ομάδα των αριστοκρατών που κυβέρνησε τυραννικά την Αθήνα τα τελευταία δέκα χρόνια.

«Η Αθήνα θα ξαναβρεί το κλέος της, θα γίνει και πάλι η πιο σπουδαία πόλη της Ελλάδος. Έχω εντολή να ξαναδώσω πίσω στους Αθηναίους την Ίμβρο».

Οι ιαχές ξέσκισαν τον ορίζοντα κι ακούστηκαν σε όλη την Αττική γη. Η Αθήνα θα ανακτούσε τη μια μετά την άλλη τις αποικίες της. Η Ίμβρος τής χαριζόταν τώρα από αυτόν τον Δημήτριο τον ελευθερωτή!

«Ο πατέρας μου ζητά από εσάς να μην διστάσετε και να γίνετε ξανά η πιο ισχυρή πόλη της Ελλάδας. Γι αυτό και σας χορηγεί ξυλεία για την κατασκευή εκατό πλοίων!»

Εκατό πλοία σήμαιναν πως η Αθήνα θα γινόταν πάλι η μεγάλη ναυτική δύναμη. Θα άνοιγαν δουλειές για όλους, για τους ναυτικούς, τους ξυλουργούς και τους τεχνίτες.

Λένε για τις επαναστάσεις ότι ξεκινούν από τα κάτω, γι' άλλες λένε ότι ξεκινούν από πάνω. Αυτή η επανάσταση της πέμπτης φθίνοντος Θαργηλιώνος ξεκίνησε από τα ανατολικά. Όταν έφτασε στο κεντρικό λιμάνι του Πειραιά, στον Κάνθαρο, ξέσπασε σαν πυρκαγιά. Το πλήθος ήταν καταπιεσμένο δέκα χρόνια από έναν φιλόσοφο τύραννο, που τον στήριζε η δύναμη των Μακεδόνων. Ήταν ένα μοντέλο αντίγραφο της τυραννίας των τριάκοντα που τους είχαν επιβάλει πριν από εκατό χρόνια οι Σπαρτιάτες. Τώρα, αυτό το μοντέλο θα πήγαινε από εκεί που είχε έρθει. Μόνο πρόβλημα η φρουρά που ήταν οχυρωμένη στη Μουνιχία. Όμως ο Ελευθερωτής θα τηρούσε τις υποσχέσεις του στην Αθήνα. Ο Δημήτριος Φαληρέας δεν θα περίμενε τίποτε καλύτερο από το κώνειο. Ο Θεόφραστος ίσως την γλίτωνε με εξορία καθώς δεν είχε βάψει τα χέρια του στο αίμα. Μόνο για τις συμβουλές του θα τον τιμωρούσαν,

«Από τους Αθηναίους, ένα μόνο ζητώ, να διατηρήσετε την τάξη και να μην προβείτε σε πράξεις αντεκδίκησης. Για όλα όσα θα κάνω από εδώ και πέρα θα ρωτάω την εκκλησία του δήμου κι όλες οι εξουσίες θα ασκούνται όπως επιβάλει το πατροπαράδοτο πολίτευμά σας από όλους τους πολίτες με κλήρωση».

Ο τριαντάχρονος Δημήτριος, με την αστραφτερή του στολή, έδειχνε νουνεχής και σωστός. Η εκκλησία του δήμου θα ήταν το ανώτατο όργανο της πολιτείας. Όλα τα αξιώματα, του δικαστή, του βουλευτή, του νομοθέτη, θα περιέρχονταν και πάλι σε όλους με κλήρωση. Ο Δημήτριος του Αντιγόνου θα ήταν ένας στρατηγός της δημοκρατίας. Μέσα απ’ το πλήθος ξεχώρισε ο Δημοχάρης. Ο ανιψιός του Δημοσθένη, ο μαχητικός ρήτορας, ήταν ο σταθερός οπαδός του κράτους του δήμου. Είχε αγωνιστεί για την δημοκρατία κι ήταν παρηγοριά για τον κόσμο που έψαχνε να βρει κάπου για να κρατηθεί.

«Αν εμπιστεύεται ο Δημοχάρης τον γιο του Αντίγονου, θα τον αποδεχτούμε κι εμείς» είπαν πολλοί από το πλήθος.

Ο Δημοχάρης ανέβηκε ψηλά σε ένα βήμα, απέναντι από το πλοίο του Δημήτριου. Οι δυο τους έβλεπαν ο ένας τον άλλον. Ο ρήτορας απάντησε για λογαριασμό των Αθηναίων.

«Γιε του Αντιγόνου, οι Αθηναίοι πολίτες σε δεχόμαστε στην πιο ένδοξη πόλη της Ελλάδας και του κόσμου. Ακούσαμε όσα μας είπες. Αν τηρήσεις τις υποσχέσεις σου και δώσεις την ελευθερία και την ισοκρατία, σε ευγνωμονούμε. Με χαρά και με αγαλλίαση σε ανακηρύσσουμε “Ελευθερωτή”!»

«Δημήτριος ο Ελευθερωτής» ακούστηκαν από παντού φωνές που γενικεύτηκαν και έγιναν βουητό.

«Σε τι διαφέρει ο Ελευθερωτής από τον τύραννο; Κι οι δυο στα ίδια πιστεύουν» φώναξαν κάποιοι.

«Δημήτριος Ελευθερωτής, ο ευεργέτης των Αθηναίων» φώναξαν οι πολλοί σκεπάζοντας τις γκρίνιες.

Παραπομπή:

(*1) Όλες οι πόλεις, ακόμα κι οι ελεύθερες, είχαν τέτοιες εκδηλώσεις όπου υμνούνταν πράξεις ένδοξες ηρώων. Στις δικτατορίες αυτά είναι αναγκαία κι αποτελούν μονόδρομο για το καθεστώς. Στις δημοκρατίες, αντίθετα, ο πατριωτισμός στηρίζεται στην άμεση σύνδεση του συμφέροντος του πολίτη με την πόλη του.

******************************

Η συνέχεια αύριο Τετάρτη.

Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2020

11 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 11η

Φτάσαμε στο απόγευμα της πρώτης εκείνη μέρας από τις τρεις που συγκλόνισαν την Αθήνα στο μακρινό 307 π.Χ.. Απόγευμα της 9ης Ιουνίου, μπήκε στον Πειραιά ο στόλος του Αντίγονου, κύριου της Ασίας. Τον καθοδηγούσε ο γιος του Δημήτριος.

Η πόλη της Αθήνας το σκέφτηκε αν θα υποταχθεί στον Μακεδόνα εισβολέα Αντίγονο ή αν θα παραμείνει με τον προηγούμενο Μακεδόνα εισβολέα Κάσσανδρο. Πολίτες και οπλίτες, άκουσαν ρήτορες κι αποφάσισαν να ρίξουν τις ασπίδες. Η πόλη θα περνούσε στα χέρια του Δημήτριου Αντιγονίδη. 

Ο Δημήτριος Φαληρέας κι οι δικοί του άρχισαν να υπολογίζουν τρόπους διαφυγής.

****************************************


 9η Ιουνίου 307 π.Χ. απόγευμα

Γ' Πέμπτη φθίνοντος Θαργηλιώνος, απόγευμα

Το μεσημέρι παραχωρούσε σιγά-σιγά τη θέση του στο απόγευμα. Ο ήλιος είχε φύγει από την θέση του στην κορυφή του ουρανού κι είχε αρχίσει να κυλά προς δυσμάς. Η μέρα θα τελείωνε με την δύση, όμως, υπήρχε ακόμη πολύς χρόνος ως το σούρουπο. Ήταν μια απ’ τις πιο μεγάλες μέρες του χρόνου, τόσο κοντά στο θερινό ηλιοστάσιο. Σε λίγες μέρες, την δεκάτη αυξούντος Σκιροφοριώνος(*1) θα είχαμε ισημερία.

Η κατάσταση στο λιμάνι είχε ξεφύγει κάθε ελέγχου. Είχε διαχυθεί η φήμη πως ο στόλος των σαράντα πλοίων ανήκε στον Αντίγονο τον Μονόφθαλμο. Είχε ήδη διαβεί την αλυσίδα και δεν υπήρχε τρόπος να σταματήσει ο ηγέτης της Ασίας κι εχθρός του Κάσσανδρου. Είχε υποσχεθεί κι αυτός ελευθερία στις ελληνικές πόλεις και φαινόταν πως το εννοούσε. Το είχαν υποσχεθεί κατά καιρούς όλοι οι Μακεδόνες. Ο Φίλιππος, ο Αλέξανδρος ο Αντίπατρος, ο Πολυπέρχων. Πριν έντεκα χρόνια πραγματοποιήθηκε η υπόσχεση αλλά γρήγορα αναιρέθηκε από τον Κάσσανδρο. Οι διάδοχοι του Αλέξανδρου δεσμεύονταν για την ελευθερία των Ελλήνων(*2), οι υποσχέσεις, όμως, κρατούσαν λίγο. Σύντομα παραβιάζονταν και πάλι. Ο Αντίγονος ήταν ο πιο αξιόπιστος από όλους κι ήταν τα δικά του πλοία που είχαν έρθει στον Πειραιά.

Γύρω από το λιμάνι είχαν παραταχθεί Αθηναίοι οπλίτες για να αποτρέψουν την αποβίβαση του στόλου. Οι ασπίδες, τα ξίφη κι οι αιχμές των δοράτων άστραφταν κάτω από τον καυτό ήλιο κείνου του απογευματινού.

«Θα τολμήσουν να βγουν από τα πλοία;» αναρωτιόνταν οι Αθηναίοι πολίτες που είχαν κατακλύσει το λιμάνι.

Έβλεπαν με τα μάτια τους τα τεκταινόμενα ζωντανά, σαν τραγωδία στο θέατρο του Διονύσου..

«Τι θα κάνουν οι δικοί μας; θα δώσουν μάχη;» έλεγαν.

Μέσα από τα πλοία ακούγονταν παιανίσματα κι ήχοι από τις φλογέρες. Έδιναν έναν τόνο πανηγυρικό στον τρόπο που ο στόλος είχε σταθεί στο μέσον του λιμανιού. Κάποια στιγμή, μέσα από χωνιά που δυνάμωναν τη φωνή, ακούστηκαν οι ανακοινώσεις των εισβολέων. Αυτές περίμεναν εναγωνίως όλοι για να αντιληφθούν τι επρόκειτο να συμβεί.

«Πολίτες Αθηναίοι, χαρείτε!» ακούστηκε η στεντόρεια φωνή του τελάλη. «Ο Δημήτριος του Αντιγόνου είναι επικεφαλής του μεγάλου στόλου του πατέρα του. Κατέκτησε το Αιγαίο κι έφτασε εδώ, στην ένδοξη πόλη σας».

Ακούστηκαν φωνές και σφυρίγματα. Οι αντιδράσεις ήταν πολλές και διάφορες, από έντονες επιδοκιμασίες μέχρι και γιουχαΐσματα. Το χωνί συνέχισε.

«Ο Δημήτριος Αντιγονίδης(*3), αρχηγός του στόλου, ήρθε για να ελευθερώσει την πιο ένδοξη πόλη του κόσμου. Ήρθε για να διώξει το Δημήτριο Φαληρέα και τη φρουρά της Μουνιχίας. Ήρθε για να ξαναδώσει στην Αθήνα το πατρώο της πολίτευμα, δύναμη, πλούτο και μεγαλείο»

Το πλήθος σώπασε κι άκουγε. Η φωνή επανέλαβε τα ίδια. Ζήτησε να τους επιτραπεί να αποβιβαστούν ειρηνικά για να πραγματοποιήσουν τις υποσχέσεις τους. Ο λαός της Αθήνας, κουρασμένος απ’ τις ήττες και την συνεχή πίεση των τεράστιων στρατών διέκρινε μιαν ελπίδα. Ήθελε να ξαναζήσει τα παλιά μεγαλεία και τώρα φαινόταν να υπάρχει αυτή η πιθανότητα.

«Να τους εμπιστευτούμε» ακούστηκαν κάποιες φωνές.

«Κι αν μας κοροϊδέψουν;»

«Τι είχαμε, τι χάσαμε» είπαν κάποιοι.

Για ένα διάστημα όχι μεγάλο αλλά που φάνηκε αιώνας, παίχτηκε το παιχνίδι ανάμεσα στον πόλεμο και την ειρήνη. Ύστερα επικράτησε σιωπή.

«Αθηναίοι, είναι η ευκαιρία μας» φώναξε ο Δημοχάρης.

Ήταν ανιψιός του Δημοσθένη και φλογερός δημοκράτης. Είδε την κρισιμότητα της στιγμής και δεν την άφησε να χαθεί. Το πλήθος χρειαζόταν έναν ρήτορα για να το παρασύρει κι ο Δημοχάρης άρπαξε την ευκαιρία.

«Οπλίτες, μην τους ακούτε! Ετοιμαστείτε για άμυνα» φώναξαν κάποιοι μέσα από τους παρατεταγμένους Αθηναίους.

«Θέλουμε δημοκρατία; Ε, λοιπόν, ας γίνουμε άξιοι γι αυτήν!» φώναξε πάλι ο Δημοχάρης.

Δεν είπε πολλά, αυτά που είπε όμως μέτρησαν. Ήθελαν κάποιον να τους εξηγήσει αν έπρεπε ή όχι να εμπιστευθούν τον Αντίγονο. Να τους βεβαιώσει πως δεν θα πλήρωναν αυτή την εμπιστοσύνη τους με αντίποινα. Μίλησε όμορφα ο Δημοχάρης κι έπεισε πολλούς. Ο λόγος του, η παρουσία κι η ιστορία του έπειθαν. Ήταν δοκιμασμένος δημοκρατικός.

«Ρίξτε τις ασπίδες κάτω» άρχισαν να φωνάζουν άλλοι πολίτες στους οπλίτες.

«Άμυνα υπέρ πατρίδος» φώναξαν κάποιοι άλλοι.

«Ρίξτε τις ασπίδες: Επιτέλους δημοκρατία!»

Ο Δημοχάρης δεν ακουγόταν πια αλλά το πλήθος είχε πάρει τις αποφάσεις του. Έμεναν να καμφθούν οι τελευταίοι δισταγμοί. Ο χρόνος κυλούσε αργά. Μέσα στην ένταση, κάποιοι οπλίτες ξεκίνησαν αυτό που σε λίγο γενικεύτηκε. Πέταξαν κάτω τις ασπίδες, σημάδι ότι δεν θα πολεμούσαν κι ότι υποδέχονταν τον νέο Δημήτριο σαν φίλο και σύμμαχο.

«Ο Δημήτριος του Αντιγόνου έρχεται ως ελευθερωτής» φώναξαν πάλι τα χωνιά.

Κι άλλες ασπίδες έπεσαν με θόρυβο κάτω. Ο ήχος του χαλκού κι οι λάμψεις από την αντανάκλαση του ήλιου έκαναν το θέαμα εντυπωσιακό. Πολίτες άρχισαν να φωνάζουν:

«Ρίξτε τις ασπίδες, ο Αντιγονίδης είναι ελευθερωτής»

Ο θόρυβος γενικεύτηκε. Οι ασπίδες έπεφταν η μία μετά την άλλη, Τα δόρατα έπεφταν, τα σπαθιά δεν έβγαιναν από τα θηκάρια, τα τόξα χαμήλωναν και δεν φόρτωναν με βέλη. Τα πλήθη των πολιτών, αλλά, και των γυναικών, των παιδιών και των δούλων ακόμα, συμφωνούσαν και χειρονομούσαν.

«Ελευθερία! Κράτος του δήμου!»

«Δημήτριος ο ελευθερωτής!»

Οι Αθηναίοι υποδέχονταν τον Δημήτριο Αντιγονίδη, τον γιο του Μονόφθαλμου σαν δικό τους άνθρωπο κι ελευθερωτή.

«Να μας μιλήσει ο Δημήτριος» φώναζαν κάποιοι.

«Αθήνα ελεύθερη πόλη, ο δήμος νικητής» φώναζαν.

Υπήρχε ένας διάχυτος ενθουσιασμός και μια αυθόρμητη εμπιστοσύνη στον γιο του Αντίγονου.

«Να μας μιλήσει ο Δημήτριος» επανέλαβαν κι άλλοι.

Οι Αθηναίοι ήθελαν να ξαναβρούν το πάτριο πολίτευμα. Αναζητούσαν την -απόλυτα συνδεδεμένη με αυτό- αξιοπρέπειά τους και δεν είχαν καιρό για χάσιμο. Δεν τους ένοιαζε αν τα σχέδια του γιου του Αντιγόνου ήταν ευρύτερα. Δεν έδιναν δεκάρα αν θα χρησιμοποιούσε την Αθήνα σαν βάση για τους πολέμους του πατέρα του με τον Κάσσανδρο. Εκείνο που είχε σημασία ήταν ότι τους έδινε την ελευθερία. Επευφημούσαν τον ελευθερωτή πριν καν τους μιλήσει.

...........................................

Τα γεγονότα άργησαν λίγο να φτάσουν στην Βασίλειο Στοά. Πρώτα διαλύθηκαν οι αμφιβολίες για το αν ο στόλος ήταν ή όχι φιλικός. Αν ο στόλος ήταν του Πτολεμαίου θα είχε ήδη φτάσει μια αντιπροσωπεία στην Αθήνα. Ως τώρα ακούγονταν μόνο φήμες αλλά η επανάσταση σιγόβραζε. Ακόμα κι αν ο στόλος παρέμενε ακίνητος, τα γεγονότα θα έτρεχαν. Η Αθήνα θα ξεσηκωνόταν κατά της αριστοκρατίας για μια ακόμη φορά κι οι φιλομακεδόνες πολιτικοί κινδύνευαν. Αυτή τη δυσάρεστη αλήθεια είχε συνειδητοποιήσει ο Δημήτριος Φαληρέας κι όχι μόνο. Ο φιλόσοφος και δάσκαλος του Λυκείου Θεόφραστος τον επισκέφτηκε ανήσυχος.

«Δημήτριε, δύσκολα τα πράγματα» του είπε.

«Πολύ δύσκολα, δάσκαλε».

«Τι θα κάνεις; Θα χρησιμοποιήσεις βία;»

«Μήπως θα έχει η βία αποτέλεσμα; Σε λίγο όλη η Αθήνα θα είναι στο πόδι και θα με κυνηγά».

«Και πώς σκοπεύεις να το αντιμετωπίσεις;»

«Θα οχυρωθώ σπίτι μου. Έχω τους μισθοφόρους Σκύθες που μου είναι πιστοί. Αν θέλεις έλα κι εσύ. Φέρε και φίλους σου ή μαθητές σου που νομίζεις πως θα κινδυνεύσουν».

Είχαν ξαναζήσει την εκδίκηση του δήμου κι ήξεραν. Αν αναλάμβανε ο λαός να κυβερνήσει, όλα θα ήταν απρόβλεπτα.

«Πόσο θα αντέξεις σε μια πολιορκία του πλήθους;»

«Μέχρι να βρω τρόπο να συνεννοηθώ με τον εισβολέα».

«Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι θα τα καταφέρεις να συνεννοηθείς μαζί του;»

«Ο στόλος είναι μακεδονικός. Όποιος κι αν είναι στην κεφαλή του ξέρει πως είμαστε φιλομακεδόνες, δεν θα έχει λόγο να μας χαλάσει. Μην ξεχνάς ότι θα υπάρξει κι ένα αύριο στην πόλη ό,τι κι αν συμβεί σήμερα».

«Λες ότι θα σκεφτεί τόσο μακροπρόθεσμα;»

«Δεν κατέκτησαν τον κόσμο τυχαία οι Μακεδόνες!»

«Θα έρθω. Φοβάμαι ότι στο Λύκειο δεν θα υπάρξει καμιά προστασία» είπε ο Θεόφραστος κι έφυγε.

Ο Δημήτριος ένιωθε πολύ πιεσμένος. Το μόνο που θα ήθελε να έχει στο νου του αυτή τη στιγμή ήταν η Δάφνη και το πώς θα την κατακτούσε. Ακόμα περισσότερο τώρα που είχε εμφανιστεί αυτός ο Ιάσων. Ήθελε να τον εξαφανίσει, αν ήταν δυνατόν, από την μέση και να την πάρει, έστω και με τη βία, στο κρεβάτι του. Αντί να ενεργεί για αυτά που πραγματικά τον ένοιαζαν, ασχολιόταν με μιαν επανάσταση που σιγόβραζε. Θα ήθελε να μην υπήρχε τίποτε από αυτά στον δρόμο του. Μόνο ένα ψυχρό σκοτεινό κελί για τον Ιάσονα ονειρευόταν κι ένα κρεβάτι στρωμένο με ροδοπέταλα για την Δάφνη. Αυτά, και μόνο αυτά, ήθελε.

Αναζήτησε τον Θεόδωρο, τον πρώην δούλο του. Ήταν τώρα ο πιο πιστός και πιο χρήσιμος φίλος και συνεργάτης του. Ήρθε αμέσως στο κάλεσμά του.

«Έκανες τίποτε Θεόδωρε;» τον ρώτησε.

«Δεν την βρήκα, επιμελητή»

«Επιμελητής και κουραφέξαλα, σε λίγο κινδυνεύω να γίνω μακαρίτης» είπε ο Δημήτριος απογοητευμένος.

«Είναι τόσο δύσκολα τα πράγματα;»

«Τι με ρωτάς; Δεν τα ξέρεις; ... Πες μου Θεόδωρε, εσύ τι έχεις ακούσει ως τώρα;»

«Όλοι μιλούν για επανάσταση και δημοκρατία, λένε πως δεν είναι του Πτολεμαίου ο στόλος».

«Καταλαβαίνεις ότι επείγει να την βρεις;»

Καθώς έλεγε «να την βρεις» ο Δημήτριος σκέφτηκε προς στιγμήν σε ποιαν τον έστελνε, στην Ευρυδίκη ή στην Δάφνη; Γέλασε με τον εαυτό του και με την κατάστασή του που έβαζε τις προτεραιότητες με βάση τα πάθη του. Έβαζε στη ζυγαριά απ’ τη μια επικίνδυνα πολιτικά προβλήματα κι από την άλλη ερωτικές, αισθηματικές αναζητήσεις. Το φοβερό ήταν πως, στ’ αλήθεια, δεν γνώριζε καλά-καλά σε ποια μεριά έκλινε το ζύγι. Τον ξύπνησε από τις σκέψεις του ο Θεόδωρος.

«Θα ξαναπάω στην Ευρυδίκη. Αν δεν μπορέσει σήμερα, θα της πω να έρθει εδώ αύριο πρωί-πρωί!»

«Να είσαι έτοιμος για κάθε ενδεχόμενο. Ίσως χρειαστεί να φύγουμε ξαφνικά. Όσο για σήμερα το βράδυ, ειδοποίησε το Αγαπάνθιον και το Μειράκιον, τις θέλω και τις δυο. Δεν θα μπορώ να κοιμηθώ αλλιώς αυτό το βράδυ που ξέρω πως, ίσως, να είναι και το τελευταίο μου».

«Μην είσαι τόσο απαισιόδοξος Δημήτριε».

«Όταν ο δήμος ξεσηκώνεται, όλα μπορούν να συμβούν» είπε ο Δημήτριος με μια πίκρα στη φωνή του.

«Ο δήμος σε ανησυχεί και θέλεις δυο εταίρες παρέα ή κάτι άλλο;» τον ρώτησε ο Θεόδωρος.

Είχε όλο το θάρρος για τέτοιες ερωτήσεις.

«Χμ ... με κατάλαβες, ε;»

«Έμαθα για το επεισόδιο στην κηδεία του Ερμόδωρου».

«Είχα έξι ανθρώπους δίπλα μου, τρεις φρουρούς και τρεις ιππείς. Κι αυτός ο Ιάσων παραλίγο να με σκοτώσει!»

«Λάβε, λοιπόν, τα σωστά μέτρα!» είπε ο Θεόδωρος.

«Αυτό ακριβώς θα κάνω. Θα βάλω αυτόν τον Ιάσονα στη φυλακή και θα έχω πενήντα φρουρούς έξω απ’ το σπίτι. Μέσα θα έχω για παρέα τις δυο καλύτερες εταίρες».

«Ευτυχώς τουλάχιστον παραμένεις ψύχραιμος».

Είχε σχέδιο και για τη Δάφνη ο Φαληρέας αλλά ούτε που τόλμησε να του το πει. Ο Θεόδωρος βγήκε από το δωμάτιο. Έπρεπε να βρει την Ευρυδίκη κι εκείνη να στείλει μήνυμα στον Πτολεμαίο ώστε να έρθει, κάποτε, η απάντηση. Μόνον έτσι -αν τα πράγματα στράβωναν- θα ήταν σίγουροι πως υπήρχε ανοιχτή διέξοδος διαφυγής.

Παραπομπές:

(*1) Η 21η Ιουνίου ήταν η δεκάτη Σκιροφοριώνος ("αυξούντος" θα πει το πρώτο δεακήμερο).

(*2) Πρόκειται για μια βασική συμφωνία ειρήνης που τερμάτισε τον πρώτο πόλεμο των διαδόχων του Αλέξανδρου,. Έγινε το 311 π.Χ. μεταξύ του Κάσσανδρου της Μακεδονίας, του Λυσίμαχου της Θράκης και του Αντίγονου του Μονόφθαλμου της Ασίας που προέβλεπε την ελευθερία των ελληνικών πόλεων. Στην θέση αυτή προσχώρησε με διακήρυξή του κι ο Πτολεμαίος της Αιγύπτου. Όπως ήταν αναμενόμενο βέβαια, η συμφωνία δεν τηρήθηκε.

(*3) Πρόκειται για τον Δημήτριο τον Πολιορκητή (337-283 π.Χ.), κεντρικό πρόσωπο στις μάχες που έγιναν μεταξύ των διαδόχων του Αλεξάνδρου, που πήρε αυτόν τον τίτλο λίγο αργότερα εξ αιτίας των πολιορκητικών μηχανών που χρησιμοποίησε στους πολέμους του.

****************************************

Αύριο Τρίτη, 6 Οκτωβρίου, η συνέχεια με το δεύτερο μέρος του κεφαλαίου αυτού (απόγευμα 9ης Ιουνίου).

Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2020

Ελλάς, το μεγαλείο σου!

ΕΥΤΥΧΩΣ ΑΠΟΦΥΓΑΜΕ ΤΙΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ ΠΟΥ ΘΑ ΜΑΣ
ΕΠΕΒΑΛΛΑΝ ΓΙΑ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ.
 
Για εβδομάδες-μήνες τώρα η κυβέρνηση μιλά για τις κυρώσεις που θα αντιμετωπίσει η Τουρκία αν δεν συμμορφωθεί. Δεν συμμορφώθηκε κι ήρθε η ώρα των κυρώσεων. Η ΕΕ δεν δέχτηκε το ελληνικό (και κυπριακό) αίτημα και δεν περιέλαβε την λέξη "κυρώσεις" στο ανακοινωθέν της. Δικαίωσε, μάλιστα, την Τουρκία σε πολλά από αυτά που ζητούσε, (όχι σε όλα) και γκρίζαρε επίσημα όλα όσα θεωρούσαμε "δικά μας".
 
ΠΡΙΝ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΕ:
1.- Η κυβέρνηση ζητούσε επί λέξει:
"Συγκεκριμένο κατάλογο κυρώσεων".
2.- Έλεγαν ο κυβερνητικός εκπρόσωπος και οι αρμόδιοι ότι:
«Η Ελλάδα ζητά από την Ευρωπαϊκή Ένωση να έχει έτοιμο κατάλογο ισχυρότατων μέτρων σε περίπτωση που η Τουρκία παραβιάσει τα κυριαρχικά μας δικαιώματα»
3.- Ο κ. Πέτσας, τέλη Αυγούστου, δήλωνε ότι:
«Έχουμε έναν κατάλογο κυρώσεων που κατέθεσε ο κ. Μπορέλ και συζητήθηκε στο άτυπο συμβούλιο εξωτερικών υποθέσεων»
4.- Κατά την γνώμη της κυβέρνησης:
«Ο κατάλογος κυρώσεων είναι στο τραπέζι ώστε να δείχνει ότι η Ευρώπη στηρίζει και την Ελλάδα και την Κύπρο».
 
ΜΕΤΑ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΕ:
1.- Η κυβέρνηση είπε:
«Το κείμενο συμπερασμάτων (που δεν περιέχει ούτε καν την λέξη κυρώσεις πουθενά) αντανακλά τις ελληνικές θέσεις.»
2.- Ο υπουργός προπαγάνδας κ. Θεοδωρικάκος είπε ότι:
«Ο πρωθυπουργός έδωσε σκληρή μάχη και πέτυχε.»
Μετά από αυτά μην απορείτε για τίποτε.
Ο δημόσιος βίος κινείται στη σφαίρα του ψέματος που όσο πιο μεγάλο είναι τόσο πιο εύκολα καταπίνεται
 
Δεν έχω πρόβλημα με το κείμενο της ΕΕ. Καλύτερα που δεν βάζει άμεσα κυρώσεις, να δούμε τι θα κάνει η Τουρκία. Ξέρουμε τι θα κάνει, βόλτες στον υποτιθέμενο χώρο κυριαρχικών μας δικαιωμάτων. Το θέμα μπορεί να ξαναμπεί στην ΕΕ και τότε η Ελλάδα θα φαίνεται να έχει δίκιο, οπότε θα πετύχει τις κυρώσεις. Εκτός κι αν η τρομερή κυβέρνησή μας, πάει σε ένα διάλογο και δείξει πως ο Ερντογάν είχε σε όλα του δίκιο. 
Τότε δεν θα χρειάζονται κυρώσεις στην Τουρκία αλλά στην Ελλάδα. Και ο πρωθυπουργός ίσως τότε καταφέρει το ίδιο που κατάφερε και στην σύνοδο του Σεπτέμβρη, να μην περιληφθούν κυρώσεις (εις βάρος μας) για την άσχημη συμπεριφορά μας απέναντι σε έναν αξιότιμο εταίρο της Γερμανίας και των ΗΠΑ.