Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2020

11 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 11η

Φτάσαμε στο απόγευμα της πρώτης εκείνη μέρας από τις τρεις που συγκλόνισαν την Αθήνα στο μακρινό 307 π.Χ.. Απόγευμα της 9ης Ιουνίου, μπήκε στον Πειραιά ο στόλος του Αντίγονου, κύριου της Ασίας. Τον καθοδηγούσε ο γιος του Δημήτριος.

Η πόλη της Αθήνας το σκέφτηκε αν θα υποταχθεί στον Μακεδόνα εισβολέα Αντίγονο ή αν θα παραμείνει με τον προηγούμενο Μακεδόνα εισβολέα Κάσσανδρο. Πολίτες και οπλίτες, άκουσαν ρήτορες κι αποφάσισαν να ρίξουν τις ασπίδες. Η πόλη θα περνούσε στα χέρια του Δημήτριου Αντιγονίδη. 

Ο Δημήτριος Φαληρέας κι οι δικοί του άρχισαν να υπολογίζουν τρόπους διαφυγής.

****************************************


 9η Ιουνίου 307 π.Χ. απόγευμα

Γ' Πέμπτη φθίνοντος Θαργηλιώνος, απόγευμα

Το μεσημέρι παραχωρούσε σιγά-σιγά τη θέση του στο απόγευμα. Ο ήλιος είχε φύγει από την θέση του στην κορυφή του ουρανού κι είχε αρχίσει να κυλά προς δυσμάς. Η μέρα θα τελείωνε με την δύση, όμως, υπήρχε ακόμη πολύς χρόνος ως το σούρουπο. Ήταν μια απ’ τις πιο μεγάλες μέρες του χρόνου, τόσο κοντά στο θερινό ηλιοστάσιο. Σε λίγες μέρες, την δεκάτη αυξούντος Σκιροφοριώνος(*1) θα είχαμε ισημερία.

Η κατάσταση στο λιμάνι είχε ξεφύγει κάθε ελέγχου. Είχε διαχυθεί η φήμη πως ο στόλος των σαράντα πλοίων ανήκε στον Αντίγονο τον Μονόφθαλμο. Είχε ήδη διαβεί την αλυσίδα και δεν υπήρχε τρόπος να σταματήσει ο ηγέτης της Ασίας κι εχθρός του Κάσσανδρου. Είχε υποσχεθεί κι αυτός ελευθερία στις ελληνικές πόλεις και φαινόταν πως το εννοούσε. Το είχαν υποσχεθεί κατά καιρούς όλοι οι Μακεδόνες. Ο Φίλιππος, ο Αλέξανδρος ο Αντίπατρος, ο Πολυπέρχων. Πριν έντεκα χρόνια πραγματοποιήθηκε η υπόσχεση αλλά γρήγορα αναιρέθηκε από τον Κάσσανδρο. Οι διάδοχοι του Αλέξανδρου δεσμεύονταν για την ελευθερία των Ελλήνων(*2), οι υποσχέσεις, όμως, κρατούσαν λίγο. Σύντομα παραβιάζονταν και πάλι. Ο Αντίγονος ήταν ο πιο αξιόπιστος από όλους κι ήταν τα δικά του πλοία που είχαν έρθει στον Πειραιά.

Γύρω από το λιμάνι είχαν παραταχθεί Αθηναίοι οπλίτες για να αποτρέψουν την αποβίβαση του στόλου. Οι ασπίδες, τα ξίφη κι οι αιχμές των δοράτων άστραφταν κάτω από τον καυτό ήλιο κείνου του απογευματινού.

«Θα τολμήσουν να βγουν από τα πλοία;» αναρωτιόνταν οι Αθηναίοι πολίτες που είχαν κατακλύσει το λιμάνι.

Έβλεπαν με τα μάτια τους τα τεκταινόμενα ζωντανά, σαν τραγωδία στο θέατρο του Διονύσου..

«Τι θα κάνουν οι δικοί μας; θα δώσουν μάχη;» έλεγαν.

Μέσα από τα πλοία ακούγονταν παιανίσματα κι ήχοι από τις φλογέρες. Έδιναν έναν τόνο πανηγυρικό στον τρόπο που ο στόλος είχε σταθεί στο μέσον του λιμανιού. Κάποια στιγμή, μέσα από χωνιά που δυνάμωναν τη φωνή, ακούστηκαν οι ανακοινώσεις των εισβολέων. Αυτές περίμεναν εναγωνίως όλοι για να αντιληφθούν τι επρόκειτο να συμβεί.

«Πολίτες Αθηναίοι, χαρείτε!» ακούστηκε η στεντόρεια φωνή του τελάλη. «Ο Δημήτριος του Αντιγόνου είναι επικεφαλής του μεγάλου στόλου του πατέρα του. Κατέκτησε το Αιγαίο κι έφτασε εδώ, στην ένδοξη πόλη σας».

Ακούστηκαν φωνές και σφυρίγματα. Οι αντιδράσεις ήταν πολλές και διάφορες, από έντονες επιδοκιμασίες μέχρι και γιουχαΐσματα. Το χωνί συνέχισε.

«Ο Δημήτριος Αντιγονίδης(*3), αρχηγός του στόλου, ήρθε για να ελευθερώσει την πιο ένδοξη πόλη του κόσμου. Ήρθε για να διώξει το Δημήτριο Φαληρέα και τη φρουρά της Μουνιχίας. Ήρθε για να ξαναδώσει στην Αθήνα το πατρώο της πολίτευμα, δύναμη, πλούτο και μεγαλείο»

Το πλήθος σώπασε κι άκουγε. Η φωνή επανέλαβε τα ίδια. Ζήτησε να τους επιτραπεί να αποβιβαστούν ειρηνικά για να πραγματοποιήσουν τις υποσχέσεις τους. Ο λαός της Αθήνας, κουρασμένος απ’ τις ήττες και την συνεχή πίεση των τεράστιων στρατών διέκρινε μιαν ελπίδα. Ήθελε να ξαναζήσει τα παλιά μεγαλεία και τώρα φαινόταν να υπάρχει αυτή η πιθανότητα.

«Να τους εμπιστευτούμε» ακούστηκαν κάποιες φωνές.

«Κι αν μας κοροϊδέψουν;»

«Τι είχαμε, τι χάσαμε» είπαν κάποιοι.

Για ένα διάστημα όχι μεγάλο αλλά που φάνηκε αιώνας, παίχτηκε το παιχνίδι ανάμεσα στον πόλεμο και την ειρήνη. Ύστερα επικράτησε σιωπή.

«Αθηναίοι, είναι η ευκαιρία μας» φώναξε ο Δημοχάρης.

Ήταν ανιψιός του Δημοσθένη και φλογερός δημοκράτης. Είδε την κρισιμότητα της στιγμής και δεν την άφησε να χαθεί. Το πλήθος χρειαζόταν έναν ρήτορα για να το παρασύρει κι ο Δημοχάρης άρπαξε την ευκαιρία.

«Οπλίτες, μην τους ακούτε! Ετοιμαστείτε για άμυνα» φώναξαν κάποιοι μέσα από τους παρατεταγμένους Αθηναίους.

«Θέλουμε δημοκρατία; Ε, λοιπόν, ας γίνουμε άξιοι γι αυτήν!» φώναξε πάλι ο Δημοχάρης.

Δεν είπε πολλά, αυτά που είπε όμως μέτρησαν. Ήθελαν κάποιον να τους εξηγήσει αν έπρεπε ή όχι να εμπιστευθούν τον Αντίγονο. Να τους βεβαιώσει πως δεν θα πλήρωναν αυτή την εμπιστοσύνη τους με αντίποινα. Μίλησε όμορφα ο Δημοχάρης κι έπεισε πολλούς. Ο λόγος του, η παρουσία κι η ιστορία του έπειθαν. Ήταν δοκιμασμένος δημοκρατικός.

«Ρίξτε τις ασπίδες κάτω» άρχισαν να φωνάζουν άλλοι πολίτες στους οπλίτες.

«Άμυνα υπέρ πατρίδος» φώναξαν κάποιοι άλλοι.

«Ρίξτε τις ασπίδες: Επιτέλους δημοκρατία!»

Ο Δημοχάρης δεν ακουγόταν πια αλλά το πλήθος είχε πάρει τις αποφάσεις του. Έμεναν να καμφθούν οι τελευταίοι δισταγμοί. Ο χρόνος κυλούσε αργά. Μέσα στην ένταση, κάποιοι οπλίτες ξεκίνησαν αυτό που σε λίγο γενικεύτηκε. Πέταξαν κάτω τις ασπίδες, σημάδι ότι δεν θα πολεμούσαν κι ότι υποδέχονταν τον νέο Δημήτριο σαν φίλο και σύμμαχο.

«Ο Δημήτριος του Αντιγόνου έρχεται ως ελευθερωτής» φώναξαν πάλι τα χωνιά.

Κι άλλες ασπίδες έπεσαν με θόρυβο κάτω. Ο ήχος του χαλκού κι οι λάμψεις από την αντανάκλαση του ήλιου έκαναν το θέαμα εντυπωσιακό. Πολίτες άρχισαν να φωνάζουν:

«Ρίξτε τις ασπίδες, ο Αντιγονίδης είναι ελευθερωτής»

Ο θόρυβος γενικεύτηκε. Οι ασπίδες έπεφταν η μία μετά την άλλη, Τα δόρατα έπεφταν, τα σπαθιά δεν έβγαιναν από τα θηκάρια, τα τόξα χαμήλωναν και δεν φόρτωναν με βέλη. Τα πλήθη των πολιτών, αλλά, και των γυναικών, των παιδιών και των δούλων ακόμα, συμφωνούσαν και χειρονομούσαν.

«Ελευθερία! Κράτος του δήμου!»

«Δημήτριος ο ελευθερωτής!»

Οι Αθηναίοι υποδέχονταν τον Δημήτριο Αντιγονίδη, τον γιο του Μονόφθαλμου σαν δικό τους άνθρωπο κι ελευθερωτή.

«Να μας μιλήσει ο Δημήτριος» φώναζαν κάποιοι.

«Αθήνα ελεύθερη πόλη, ο δήμος νικητής» φώναζαν.

Υπήρχε ένας διάχυτος ενθουσιασμός και μια αυθόρμητη εμπιστοσύνη στον γιο του Αντίγονου.

«Να μας μιλήσει ο Δημήτριος» επανέλαβαν κι άλλοι.

Οι Αθηναίοι ήθελαν να ξαναβρούν το πάτριο πολίτευμα. Αναζητούσαν την -απόλυτα συνδεδεμένη με αυτό- αξιοπρέπειά τους και δεν είχαν καιρό για χάσιμο. Δεν τους ένοιαζε αν τα σχέδια του γιου του Αντιγόνου ήταν ευρύτερα. Δεν έδιναν δεκάρα αν θα χρησιμοποιούσε την Αθήνα σαν βάση για τους πολέμους του πατέρα του με τον Κάσσανδρο. Εκείνο που είχε σημασία ήταν ότι τους έδινε την ελευθερία. Επευφημούσαν τον ελευθερωτή πριν καν τους μιλήσει.

...........................................

Τα γεγονότα άργησαν λίγο να φτάσουν στην Βασίλειο Στοά. Πρώτα διαλύθηκαν οι αμφιβολίες για το αν ο στόλος ήταν ή όχι φιλικός. Αν ο στόλος ήταν του Πτολεμαίου θα είχε ήδη φτάσει μια αντιπροσωπεία στην Αθήνα. Ως τώρα ακούγονταν μόνο φήμες αλλά η επανάσταση σιγόβραζε. Ακόμα κι αν ο στόλος παρέμενε ακίνητος, τα γεγονότα θα έτρεχαν. Η Αθήνα θα ξεσηκωνόταν κατά της αριστοκρατίας για μια ακόμη φορά κι οι φιλομακεδόνες πολιτικοί κινδύνευαν. Αυτή τη δυσάρεστη αλήθεια είχε συνειδητοποιήσει ο Δημήτριος Φαληρέας κι όχι μόνο. Ο φιλόσοφος και δάσκαλος του Λυκείου Θεόφραστος τον επισκέφτηκε ανήσυχος.

«Δημήτριε, δύσκολα τα πράγματα» του είπε.

«Πολύ δύσκολα, δάσκαλε».

«Τι θα κάνεις; Θα χρησιμοποιήσεις βία;»

«Μήπως θα έχει η βία αποτέλεσμα; Σε λίγο όλη η Αθήνα θα είναι στο πόδι και θα με κυνηγά».

«Και πώς σκοπεύεις να το αντιμετωπίσεις;»

«Θα οχυρωθώ σπίτι μου. Έχω τους μισθοφόρους Σκύθες που μου είναι πιστοί. Αν θέλεις έλα κι εσύ. Φέρε και φίλους σου ή μαθητές σου που νομίζεις πως θα κινδυνεύσουν».

Είχαν ξαναζήσει την εκδίκηση του δήμου κι ήξεραν. Αν αναλάμβανε ο λαός να κυβερνήσει, όλα θα ήταν απρόβλεπτα.

«Πόσο θα αντέξεις σε μια πολιορκία του πλήθους;»

«Μέχρι να βρω τρόπο να συνεννοηθώ με τον εισβολέα».

«Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι θα τα καταφέρεις να συνεννοηθείς μαζί του;»

«Ο στόλος είναι μακεδονικός. Όποιος κι αν είναι στην κεφαλή του ξέρει πως είμαστε φιλομακεδόνες, δεν θα έχει λόγο να μας χαλάσει. Μην ξεχνάς ότι θα υπάρξει κι ένα αύριο στην πόλη ό,τι κι αν συμβεί σήμερα».

«Λες ότι θα σκεφτεί τόσο μακροπρόθεσμα;»

«Δεν κατέκτησαν τον κόσμο τυχαία οι Μακεδόνες!»

«Θα έρθω. Φοβάμαι ότι στο Λύκειο δεν θα υπάρξει καμιά προστασία» είπε ο Θεόφραστος κι έφυγε.

Ο Δημήτριος ένιωθε πολύ πιεσμένος. Το μόνο που θα ήθελε να έχει στο νου του αυτή τη στιγμή ήταν η Δάφνη και το πώς θα την κατακτούσε. Ακόμα περισσότερο τώρα που είχε εμφανιστεί αυτός ο Ιάσων. Ήθελε να τον εξαφανίσει, αν ήταν δυνατόν, από την μέση και να την πάρει, έστω και με τη βία, στο κρεβάτι του. Αντί να ενεργεί για αυτά που πραγματικά τον ένοιαζαν, ασχολιόταν με μιαν επανάσταση που σιγόβραζε. Θα ήθελε να μην υπήρχε τίποτε από αυτά στον δρόμο του. Μόνο ένα ψυχρό σκοτεινό κελί για τον Ιάσονα ονειρευόταν κι ένα κρεβάτι στρωμένο με ροδοπέταλα για την Δάφνη. Αυτά, και μόνο αυτά, ήθελε.

Αναζήτησε τον Θεόδωρο, τον πρώην δούλο του. Ήταν τώρα ο πιο πιστός και πιο χρήσιμος φίλος και συνεργάτης του. Ήρθε αμέσως στο κάλεσμά του.

«Έκανες τίποτε Θεόδωρε;» τον ρώτησε.

«Δεν την βρήκα, επιμελητή»

«Επιμελητής και κουραφέξαλα, σε λίγο κινδυνεύω να γίνω μακαρίτης» είπε ο Δημήτριος απογοητευμένος.

«Είναι τόσο δύσκολα τα πράγματα;»

«Τι με ρωτάς; Δεν τα ξέρεις; ... Πες μου Θεόδωρε, εσύ τι έχεις ακούσει ως τώρα;»

«Όλοι μιλούν για επανάσταση και δημοκρατία, λένε πως δεν είναι του Πτολεμαίου ο στόλος».

«Καταλαβαίνεις ότι επείγει να την βρεις;»

Καθώς έλεγε «να την βρεις» ο Δημήτριος σκέφτηκε προς στιγμήν σε ποιαν τον έστελνε, στην Ευρυδίκη ή στην Δάφνη; Γέλασε με τον εαυτό του και με την κατάστασή του που έβαζε τις προτεραιότητες με βάση τα πάθη του. Έβαζε στη ζυγαριά απ’ τη μια επικίνδυνα πολιτικά προβλήματα κι από την άλλη ερωτικές, αισθηματικές αναζητήσεις. Το φοβερό ήταν πως, στ’ αλήθεια, δεν γνώριζε καλά-καλά σε ποια μεριά έκλινε το ζύγι. Τον ξύπνησε από τις σκέψεις του ο Θεόδωρος.

«Θα ξαναπάω στην Ευρυδίκη. Αν δεν μπορέσει σήμερα, θα της πω να έρθει εδώ αύριο πρωί-πρωί!»

«Να είσαι έτοιμος για κάθε ενδεχόμενο. Ίσως χρειαστεί να φύγουμε ξαφνικά. Όσο για σήμερα το βράδυ, ειδοποίησε το Αγαπάνθιον και το Μειράκιον, τις θέλω και τις δυο. Δεν θα μπορώ να κοιμηθώ αλλιώς αυτό το βράδυ που ξέρω πως, ίσως, να είναι και το τελευταίο μου».

«Μην είσαι τόσο απαισιόδοξος Δημήτριε».

«Όταν ο δήμος ξεσηκώνεται, όλα μπορούν να συμβούν» είπε ο Δημήτριος με μια πίκρα στη φωνή του.

«Ο δήμος σε ανησυχεί και θέλεις δυο εταίρες παρέα ή κάτι άλλο;» τον ρώτησε ο Θεόδωρος.

Είχε όλο το θάρρος για τέτοιες ερωτήσεις.

«Χμ ... με κατάλαβες, ε;»

«Έμαθα για το επεισόδιο στην κηδεία του Ερμόδωρου».

«Είχα έξι ανθρώπους δίπλα μου, τρεις φρουρούς και τρεις ιππείς. Κι αυτός ο Ιάσων παραλίγο να με σκοτώσει!»

«Λάβε, λοιπόν, τα σωστά μέτρα!» είπε ο Θεόδωρος.

«Αυτό ακριβώς θα κάνω. Θα βάλω αυτόν τον Ιάσονα στη φυλακή και θα έχω πενήντα φρουρούς έξω απ’ το σπίτι. Μέσα θα έχω για παρέα τις δυο καλύτερες εταίρες».

«Ευτυχώς τουλάχιστον παραμένεις ψύχραιμος».

Είχε σχέδιο και για τη Δάφνη ο Φαληρέας αλλά ούτε που τόλμησε να του το πει. Ο Θεόδωρος βγήκε από το δωμάτιο. Έπρεπε να βρει την Ευρυδίκη κι εκείνη να στείλει μήνυμα στον Πτολεμαίο ώστε να έρθει, κάποτε, η απάντηση. Μόνον έτσι -αν τα πράγματα στράβωναν- θα ήταν σίγουροι πως υπήρχε ανοιχτή διέξοδος διαφυγής.

Παραπομπές:

(*1) Η 21η Ιουνίου ήταν η δεκάτη Σκιροφοριώνος ("αυξούντος" θα πει το πρώτο δεακήμερο).

(*2) Πρόκειται για μια βασική συμφωνία ειρήνης που τερμάτισε τον πρώτο πόλεμο των διαδόχων του Αλέξανδρου,. Έγινε το 311 π.Χ. μεταξύ του Κάσσανδρου της Μακεδονίας, του Λυσίμαχου της Θράκης και του Αντίγονου του Μονόφθαλμου της Ασίας που προέβλεπε την ελευθερία των ελληνικών πόλεων. Στην θέση αυτή προσχώρησε με διακήρυξή του κι ο Πτολεμαίος της Αιγύπτου. Όπως ήταν αναμενόμενο βέβαια, η συμφωνία δεν τηρήθηκε.

(*3) Πρόκειται για τον Δημήτριο τον Πολιορκητή (337-283 π.Χ.), κεντρικό πρόσωπο στις μάχες που έγιναν μεταξύ των διαδόχων του Αλεξάνδρου, που πήρε αυτόν τον τίτλο λίγο αργότερα εξ αιτίας των πολιορκητικών μηχανών που χρησιμοποίησε στους πολέμους του.

****************************************

Αύριο Τρίτη, 6 Οκτωβρίου, η συνέχεια με το δεύτερο μέρος του κεφαλαίου αυτού (απόγευμα 9ης Ιουνίου).

Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2020

Ελλάς, το μεγαλείο σου!

ΕΥΤΥΧΩΣ ΑΠΟΦΥΓΑΜΕ ΤΙΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ ΠΟΥ ΘΑ ΜΑΣ
ΕΠΕΒΑΛΛΑΝ ΓΙΑ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ.
 
Για εβδομάδες-μήνες τώρα η κυβέρνηση μιλά για τις κυρώσεις που θα αντιμετωπίσει η Τουρκία αν δεν συμμορφωθεί. Δεν συμμορφώθηκε κι ήρθε η ώρα των κυρώσεων. Η ΕΕ δεν δέχτηκε το ελληνικό (και κυπριακό) αίτημα και δεν περιέλαβε την λέξη "κυρώσεις" στο ανακοινωθέν της. Δικαίωσε, μάλιστα, την Τουρκία σε πολλά από αυτά που ζητούσε, (όχι σε όλα) και γκρίζαρε επίσημα όλα όσα θεωρούσαμε "δικά μας".
 
ΠΡΙΝ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΕ:
1.- Η κυβέρνηση ζητούσε επί λέξει:
"Συγκεκριμένο κατάλογο κυρώσεων".
2.- Έλεγαν ο κυβερνητικός εκπρόσωπος και οι αρμόδιοι ότι:
«Η Ελλάδα ζητά από την Ευρωπαϊκή Ένωση να έχει έτοιμο κατάλογο ισχυρότατων μέτρων σε περίπτωση που η Τουρκία παραβιάσει τα κυριαρχικά μας δικαιώματα»
3.- Ο κ. Πέτσας, τέλη Αυγούστου, δήλωνε ότι:
«Έχουμε έναν κατάλογο κυρώσεων που κατέθεσε ο κ. Μπορέλ και συζητήθηκε στο άτυπο συμβούλιο εξωτερικών υποθέσεων»
4.- Κατά την γνώμη της κυβέρνησης:
«Ο κατάλογος κυρώσεων είναι στο τραπέζι ώστε να δείχνει ότι η Ευρώπη στηρίζει και την Ελλάδα και την Κύπρο».
 
ΜΕΤΑ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΕ:
1.- Η κυβέρνηση είπε:
«Το κείμενο συμπερασμάτων (που δεν περιέχει ούτε καν την λέξη κυρώσεις πουθενά) αντανακλά τις ελληνικές θέσεις.»
2.- Ο υπουργός προπαγάνδας κ. Θεοδωρικάκος είπε ότι:
«Ο πρωθυπουργός έδωσε σκληρή μάχη και πέτυχε.»
Μετά από αυτά μην απορείτε για τίποτε.
Ο δημόσιος βίος κινείται στη σφαίρα του ψέματος που όσο πιο μεγάλο είναι τόσο πιο εύκολα καταπίνεται
 
Δεν έχω πρόβλημα με το κείμενο της ΕΕ. Καλύτερα που δεν βάζει άμεσα κυρώσεις, να δούμε τι θα κάνει η Τουρκία. Ξέρουμε τι θα κάνει, βόλτες στον υποτιθέμενο χώρο κυριαρχικών μας δικαιωμάτων. Το θέμα μπορεί να ξαναμπεί στην ΕΕ και τότε η Ελλάδα θα φαίνεται να έχει δίκιο, οπότε θα πετύχει τις κυρώσεις. Εκτός κι αν η τρομερή κυβέρνησή μας, πάει σε ένα διάλογο και δείξει πως ο Ερντογάν είχε σε όλα του δίκιο. 
Τότε δεν θα χρειάζονται κυρώσεις στην Τουρκία αλλά στην Ελλάδα. Και ο πρωθυπουργός ίσως τότε καταφέρει το ίδιο που κατάφερε και στην σύνοδο του Σεπτέμβρη, να μην περιληφθούν κυρώσεις (εις βάρος μας) για την άσχημη συμπεριφορά μας απέναντι σε έναν αξιότιμο εταίρο της Γερμανίας και των ΗΠΑ.

Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2020

10 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 10η

 Ο Ιάσων που επετέθη στον Δημήτριο για την Δάφνη, το σκάει.

Η ανησυχία καταλαμβάνει τους πάντες στην Αθήνα, ακόμα και τους Μακεδόνες.

Ο στόλος πλησιάζει και σε λίγο θα μπει στον Πειραιά.

***************************************


9η Ιουνίου Μεσημέρι. 

(μετά την επίθεση Ιάσωνα στον Δημήτριο, ο Ιάσων ξέφυγε)

..........................................

Τον είχαν προστατεύσει, μεν, αλλά δεν είχαν επιτεθεί στον εισβολέα. Οι φρουροί, ιππείς κι οπλίτες, σέβονταν όλες τις παραδόσεις και φοβούνταν να τις αγνοήσουν. Δεν ήθελαν το φάντασμα του νεκρού να τους κυνηγά αιωνίως. Ο δισταγμός τους έδωσε στον εισβολέα τον χρόνο που χρειαζόταν για να διαφύγει. Με ένα δυνατό άλμα προς τα πίσω, ο νεαρός πέρασε μπροστά από τον Ανθέστη και βγήκε στο αίθριο. Ο φρουρός, που έτρεξε για να περάσει την πόρτα και να τον κυνηγήσει, σκόνταψε πάνω στον Ανθέστη. Ο επόμενος φρουρός σκόνταψε κι αυτός πάνω στον πρώτο. Ο εισβολέας πρόλαβε να τρέξει και να εξαφανιστεί.

«Πιάστε τον» ακούστηκε η φωνή του Δημήτριου που ήταν ταυτόχρονα και διαταγή.

«Σταματήστε τον!» φώναζαν δυνατά οι ιππείς σε ώτα μη ακουόντων.

Ο νεαρός τρέχοντας με φοβερή σβελτάδα, είχε χαθεί εντελώς από το αίθριο. Οι φρουροί ρώτησαν τον κόσμο, που στεκόταν εκεί και στην αυλή. Ήθελαν να μάθουν ποιος ήταν αυτός που μόλις είχε βγει τρέχοντας. Όλοι είχαν καταλάβει ότι κάτι είχε γίνει εις βάρος του επιμελητή και το απολάμβαναν. Όλοι έκαναν το κορόιδο. Ήταν φανερό πως πολλοί ήξεραν ποιος ήταν, αλλά, κανείς δεν θα μιλούσε. Ο Ανθέστης δεν τον γνώριζε αλλά είχε καταλάβει. Νά, λοιπόν, που είχε γνωρίσει, τελικά, τον Ιάσονα!

Ο Δημήτριος, φοβισμένος από την αναπάντεχη εισβολή του άγνωστου νέου, έδινε διαταγές χωρίς νόημα. Αυτό που είχε γίνει αποδείκνυε πόσο εκτεθειμένος ήταν σε κινδύνους όσο βρισκόταν σε τέτοια μέρη. Τα μάζεψε κι έφυγε. Δεν θα έβγαζε άκρη εδώ στου Καινέα ούτε στον Πειραιά που ήταν γεμάτος ναυτικούς και θήτες. Όλοι αυτοί ήταν, από συμφέρον, οπαδοί της οχλοκρατίας κι εχθροί της αριστοτελικής του Πολιτείας. Είχαν χάσει προνόμια, όχι μόνο να κυβερνούν, αλλά, και πολύ πιο πρακτικά. Δεν σιτίζονταν όταν δίκαζαν ούτε είχαν πια τον οβολό τους όταν μετείχαν στην εκκλησία του δήμου.

Το κλίμα ήταν πολύ εχθρικό. Οι φρουροί του άνοιξαν ένα διάδρομο για να περάσει. Περιστοιχισμένος από τους ιππείς του έφυγε από το σπίτι του Ερμόδωρου κι απ’ τον Πειραιά. Καλύτερα να πήγαινε στον Θεόφραστο που τον καταλάβαινε. Χρειαζόταν τώρα οπωσδήποτε την συμβουλή του. Και για το βράδυ χρειαζόταν εταίρες να του κρατήσουν συντροφιά. Με κάθε τρόπο έπρεπε να σβήσει τον θυμό του και μαζί με αυτόν και την θύμηση της Δάφνης.

.............................................

Ο Διονύσιος μοίραζε διαταγές δεξιά κι αριστερά χωρίς διακοπή. Ήθελε να είναι βέβαιος ότι η άμυνα της Μουνιχίας θα ήταν καλά οργανωμένη. Δεν ήξερε τι ερχόταν κι ήθελε να είναι βέβαιος ότι δεν θα μπορούσαν να καταλάβουν το κτίριό του. Αν χρειαζόταν να αμυνθεί θα ήταν έτοιμος. Μακάρι να μην έφτανε σε αυτή την ανάγκη, έπρεπε όμως να είναι έτοιμος για κάθε ενδεχόμενο.

«Πολεμίων, Νικία, μπήκαν όλα τα πλοία μας μέσα στο λιμάνι;»

«Όλα είναι στη Μουνιχία εκατόνταρχε, και κλείσαμε όλες τις εισόδους» είπε ο Νικίας.

«Κατεβάσαμε την αλυσίδα;»

«Είμαστε ασφαλείς» διαβεβαίωσε ο Πολεμίων.

Ο Πολεμίων ο Εορδαίος ήταν φίλος του Διονυσίου και, για την ακρίβεια, ήταν ο πιο άμεσος στενός συνεργάτης του. Ήταν επιφορτισμένος να φροντίζει για τη ζωή του και για την ασφάλειά του. Μαζί τους στην Αθήνα ήταν κι ο εταίρος του Διονυσίου, ο Νικίας από την Πιερία. Αυτός είχε την ευθύνη του στόλου.

«Λένε πως είναι πλοία του Πτολεμαίου» είπε ο Νικίας.

«Είναι πλοία του Αντίγονου» είπε ο Διονύσιος.

«Πού το ξέρεις;»

«Αν ήταν του Πτολεμαίου, ένα τουλάχιστον θα είχε έρθει να το αναγνωρίσουμε. Θα μας είχε φέρει κι επιστολές. Μήπως είδατε εσείς κανένα;»

Ο Πολεμίων κι ο Νικίας κούνησαν το κεφάλι τους αρνητικά και έδειξαν ότι συμφωνούσαν.

«Και τι θα κάνουμε, Διονύσιε;»

«Αν ο στόλος του Αντίγονου επιτεθεί στην Αθήνα, εμείς δεν μπορούμε να τους αποκρούσουμε. Αν διώξουν τον Δημήτριο και φέρουν στην εξουσία τον δήμο, τότε την έχουμε άσχημα. Αυτός ο όχλος δεν μας συμπαθεί καθόλου. Εμείς θα πρέπει να κρατήσουμε γερά την θέση μας, τουλάχιστον μέχρι να έρθουν ενισχύσεις»

«Για να αντέξουμε θα χρειαστούμε αρκετές προμήθειες» είπε ο Πολεμίων.

«Από αύριο φροντίστε να γεμίσουμε τις αποθήκες μας» είπε ο Διονύσιος.

«Μεταξύ μας, δεν θα λυπηθώ και τόσο πολύ αν αυτός ο φιλόσοφος την πατήσει» είπε ο Νικίας.

«Μας έχει πρήξει με τον Αριστοτέλη και την πολιτεία του. Αν δεν ήμασταν εμείς, οι αγαπημένοι του Αθηναίοι θα τον είχαν φάει προ πολλού» είπε ο Διονύσιος. «Μη ξεχνάτε πως τον είχαν καταδικάσει σε θάνατο κι εδώ μέσα, στο φρούριό μας έτρεξε για να σωθεί».

«Καλά λένε ότι οι φιλόσοφοι είναι δειλοί» είπε ο Νικίας. «Θα έφταναν ποτέ οι Αθηναίοι ή ολόκληρος ο ελληνικός όχλος στα Σούσα ή την Περσέπολη; Πώς τολμούν να αμφισβητούν αν ήταν ή όχι θεός ο Αλέξανδρος; Ξέρουν μόνο να τιμούν κάτι λιγδιάρηδες σαν τον Διογένη και λογάδες σαν τον Δημοσθένη. Όταν πρόκειται για ανδρεία πραγματική και για μάχη με τον εχθρό είναι πάντοτε χαμένοι».

Ο Νικίας αναρωτιόταν πάντοτε γιατί οι Μακεδόνες είχαν τέτοια αδυναμία στους Έλληνες. Χιλίαρχοι και στρατηγοί, με δυνάμεις υπέρτερες, με χρήματα και με πόρους, διάλεγαν να τους κολακεύουν. Τους υπόσχονταν ελευθερία. Το είχαν κάνει πολλοί, κι ο Πολυπέρχων, κι ο Κάσσανδρος, κι ο Πτολεμαίος κι ο Αντίγονος.

«Τι σκέφτεσαι Νικία;» τον ρώτησε Διονύσιος.

«Όταν οι ελληνικές πόλεις λένε ελευθερία, εννοούν την δημοκρατία. Σε ρωτάω λοιπόν, γιατί οι Μακεδόνες στρατηγοί τους κολακεύουν και τους υπόσχονται “ελευθερία”; Δηλαδή, εμείς ... δεν είμαστε ελεύθεροι;»

«Εμείς έχουμε βασιλιά κι ας τον εκλέγει η συνέλευση» είπε ο Διονύσιος «Σε εμάς βασιλεύει ο πιο δυνατός, ο άριστος, όχι ο τυχαίος που τον βγάζει ο κλήρος».

«Άρα λοιπόν εμείς εκτιμάμε τη δύναμη και την αριστεία περισσότερο από την τύχη. Δεν χρειαζόμαστε το πολίτευμά τους και μας αρέσει το δικό μας, έτσι δεν είναι;»

«'Έτσι είναι, αλλά ... πού το πας;»

«Γιατί, λοιπόν, τους κολακεύουμε αντί να επιβληθούμε όπως κάνουμε στους βαρβάρους; Γιατί εξακολουθούμε να τους ξεχωρίζουμε από τους Φοίνικες ή τους Αιγύπτιους ή τους Φρύγες;»

«Γιατί μιλάμε την ίδια γλώσσα, έχουμε ίδιους θεούς και ίδια καταγωγή. Έλληνες είμαστε κι εμείς».

«Κι άλλοι έχουν τους ίδιους θεούς κι είναι γενιά του Ηρακλή, αλλά, τους έχουμε υπηκόους».

«Η Ελλάδα είναι μια ανεξάντλητη πηγή πόρων για τους στρατηγούς μας, Νικία. Από τις πόλεις παίρνουμε πλοία για το στόλο, αλλά, κι οπλίτες, μισθοφόρους και τεχνίτες για το στρατό. Όποιος ελέγχει το Αιγαίο και την Ελλάδα μπορεί να απειλήσει την καρδιά της Μακεδονίας» είπε ο Διονύσιος. «Σου φαίνονται λίγοι αυτοί οι λόγοι;»

«Ξέχασες, όμως, τον πιο σπουδαίο» είπε ο Νικίας.

«Δηλαδή;»

«Τις εταίρες τους! Που είναι οι καλύτερες στον κόσμο».

«Ε, καλά τώρα ... πού αλλού θα το πήγαινε ο Νικίας;» είπε με ειρωνικό τόνο ο Πολεμίων.

«Το άφησε για το τέλος» είπε ο Διονύσιος.

Ήπιαν λίγο κρασί και έφαγαν το μεσημεριανό τους γεύμα. Οι εξελίξεις δεν επέτρεπαν εφησυχασμό.

«Εγώ, πάντως ... φρόντισα» είπε με νόημα ο Νικίας.

«Θα φέρεις εταίρες στο συμπόσιο;» ρώτησε ο Πολεμίων.

«Ξεχάστε το συμπόσιο» είπε ο Διονύσιος. «Σήμερα ίσως και νά ’χουμε επεισόδια. Αν ο στόλος που έρχεται είναι, όντως, του Αντίγονου ίσως γίνουν φασαρίες. Δεν θέλω να είμαστε εμείς τύφλα στο μεθύσι».

«Έχεις δίκιο» συμφώνησαν κι οι άλλοι.

«Θα φάμε καλά, θα μοιράσουμε λίγο κρασί και σε όλη την φρουρά και θα έχουμε τα μάτια μας δεκατέσσερα.»

«Θα μοιράσεις κρασί; Προβλέπεις συμπλοκές;»

«Φυλάω τα ρούχα μου για να έχω τα μισά. Καλύτερα να είναι έτοιμη για όλα η φρουρά της Μουνιχίας.»

......................................................

Το μεσημέρι της Πέμπτης, φθίνοντος του Θαργηλιώνος, ήταν πραγματικά πολύ ανήσυχο στην Αθήνα. Πολύς κόσμος μαζευόταν στον Πειραιά χωρίς να εκδηλώνει τις προθέσεις του. Έφταναν από περιέργεια αλλά μέσα τους κρυφά είχαν κάποιες ελπίδες μιας αλλαγής ουρανοκατέβατης. Περίμεναν λύση εξ ουρανού γιατί δεν είχαν οι ίδιοι ψυχικές δυνάμεις και υλικές για να παλέψουν.

Σε όλα τα μέτωπα επικρατούσε η αβεβαιότητα κι ο εκνευρισμός. Οι Μακεδόνες είχαν μαζευτεί στη Μουνιχία κι ανησυχούσαν. Δεν ήξεραν αν θα έπρεπε να ετοιμάζονται για πόλεμο ή για γιορτή. Δεν ήξεραν αν θα υποδέχονταν κάποιον εχθρό ή ένα σύμμαχο. Δεν ήταν καθόλου έτοιμοι για πόλεμο ή για μακροχρόνιες επιχειρήσεις. Δεν θα είχαν άμεση βοήθεια από τον Κάσσανδρο που κι αυτός δεν γνώριζε τίποτε. Έπρεπε να βρουν τις λύσεις μόνοι τους με τον κίνδυνο να ελεγχθούν αργότερα. Θα μπορούσαν να κατηγορηθούν ακόμη και με την κατηγορία της προδοσίας, αν οι έπαιρναν λάθος αποφάσεις. Σημασία είχε το αποτέλεσμα κι όχι η καλή πρόθεση.

Ο Δημήτριος κι οι γύρω του βρίσκονταν σε αβεβαιότητα κι αυτοί. Ο Θεόδωρος δεν είχε μιλήσει ακόμα με την Ευρυδίκη. Αν, όντως, χρειαζόταν να φύγει, δεν είχε εξασφαλισμένη την φυγή. Δεν μπορούσε να βασιστεί στον αθηναϊκό στρατό. Πώς θα αντιδρούσαν οι πολίτες αν γίνονταν ξαφνικά οπλίτες για να υπερασπιστούν την πόλη; Παρά την οικονομική άνθιση των τελευταίων χρόνων, οι Αθηναίοι, δεν έβαζαν μυαλό. Έδειχναν να νοιάζονται πιο πολύ για το πατρώο τους πολίτευμα παρά για την ευημερία και για την ιδανική πολιτεία. Το μίσος κατά του «τυράννου», όπως τον αποκαλούσαν πια οι συμπολίτες του, αυξανόταν μέρα με τη μέρα. Αν έπαιρναν τα όπλα στα χέρια τους, κανείς δεν ξέρει πώς θα ενεργούσαν.

Ο Φαληρέας είχε τρομοκρατηθεί κι από την επίθεση του νεαρού στο σπίτι του Ερμόδωρου. Μπορούσε, λοιπόν, εύκολα να διασπαστεί το τείχος ασφάλειας των ιππέων και των φρουρών του. Επομένως κινδύνευε ανά πάσα στιγμή από έναν φιλόδοξο τυραννοκτόνο. Τα αγάλματα των Αρμόδιου κι Αριστογείτονα τροφοδοτούσαν πολλές φιλοδοξίες. Κατάλαβε πως ο δράστης της απόπειρας εναντίον του ήταν ο Ιάσων. Ήταν αυτός που ο Ανθέστης τού είχε αναφέρει πως ήθελε να παντρευτεί την Δάφνη. Επιβεβαίωσε με τους φρουρούς του το όνομα. Με το χέρι του έγραψε, πάνω στην πλάκα, προκήρυξη με την οποία υποσχόταν αμοιβή σε όποιον θα τον κατέδιδε. Ο Ιάσων έπρεπε άμεσα να συλληφθεί και να καταδικαστεί. Έτσι θα γινόταν τρανό παράδειγμα προς αποφυγήν για κάθε άλλον επίδοξο τυραννοκτόνο. Παράλληλα -κι αυτό ήταν πιο σημαντικό- θα άφηνε την καρδιά της Δάφνης ελεύθερη.

Μέσα σε αυτό το βαρύ πολιτικό κλίμα οι τέσσερις στενοί φίλοι του Ερμόδωρου είχαν αναλάβει το καθήκον τους. Θα αναζητούσαν τους φονιάδες του για να εκδικηθούν, ωστόσο, βρίσκονταν ακόμα στο σκοτάδι. Έκαναν διάφορες σκέψεις. Η Κλεοτίμα, που είχε χάσει τον πολύτιμο σύντροφό της, ήταν θλιμμένη. Αναλογιζόταν πώς θα ήταν το μέλλον της χωρίς αυτόν. Η Δάφνη δεν είχε δυσκολία να απορρίψει τον Δημήτριο, όμως, ο Ιάσων είχε φερθεί ανόητα. Είχε προτάξει το συναίσθημα κι εκτέθηκε σαν επίδοξος δολοφόνος του επιμελητή και της πόλης. Έγινε ένας γνωστός εχθρός κι έχασε το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού. Πολύ σύντομα θα κυκλοφορούσε η σχετική προκήρυξη που θα τον χαρακτήριζε εγκληματία. Ο Ιάσων θα έπρεπε να γίνει φυγάς αλλιώς θα δικαζόταν. Μετά από αυτό, το μέλλον τους γινόταν εντελώς αβέβαιο.

Ο Ζείκρατος σκεφτόταν πως είχαν χρέος να ψάξουν για τον δολοφόνο του νεκρού Ερμόδωρου. Ακόμα πιο μεγάλο, όμως, ήταν το καθήκον να προφυλάξουν τον ζωντανό Ιάσονα. Τα νύχια της εξουσίας απλώνονταν κι ήταν απειλητικά. Η επίθεση στον επιμελητή ήταν βαρύ αδίκημα κι είχε διαπραχθεί μπροστά σε πολλούς μάρτυρες. Με τον Φανοκράτη και τον Μύρωνα να συμφωνούν, είπαν τον κρύψουν ώσπου να περάσει η μπόρα.

Σε μια άλλη γωνιά της πόλης, πιο σκοτεινή κι ύπουλη, η Πανδότη είχε φορτωθεί ένα άγχος. Έπρεπε να εκτελέσει με ταχύτητα την επόμενη αποστολή που της είχαν αναθέσει. Θα το έκανε, όμως, αμφέβαλλε για την ικανότητα του Ληθόνου και του Φερεθάνη. Επίσης είχε αμφιβολίες και για την πίστη του Υπάνορα στην οργάνωση.

Στον Περίπατο(*1), ο Θεόφραστος τα έβλεπε να είναι όλα δύσκολα. Αν ο Δημήτριος αποτύγχανε, τότε το μέλλον της Σχολής και του ίδιου θα γινόταν αβέβαιο. Το ίδιο θα συνέβαινε κι αν άλλαζε η ομάδα εξουσίας που είχε φτιάξει κι η οποία κυβερνούσε την πόλη, Οι Αθηναίοι θα στρέφονταν κατά της Σχολής στην οποία ανήκε ο «τύραννος», όπως τον έλεγαν. Της Σχολής αυτής τα διδάγματα έλεγε πως εφαρμόζει. Φόρτωνε την τυραννία στην πλάτη του Αριστοτέλη. Ίσως χρειαζόταν να φύγει κι αυτός από την πόλη. Δεν θα ήταν η πρώτη φορά. Πριν δεκαπέντε χρόνια είχε αναγκαστεί να φύγει ο προκάτοχος της θέσης κι ιδρυτής της Σχολής, ο Αριστοτέλης. Ίσως η Ευρυδίκη, μαζί με τον Δημήτριο, να έδινε και σε εκείνον την πολύτιμη συνδρομή της.

Η Εριφύλη είχε μαζέψει ένα κομπόδεμα, κλέβοντας το ίδιο της το σπίτι. Ήλπιζε πως κι ο Υπάνωρ θα τελείωνε σήμερα με τις μυστήριες δουλειές του και θα έπαιρνε ό,τι περίμενε. Ήταν αναγκαία και το χρήμα και το κομπόδεμα για να φύγουν στην Χαλκίδα ή την Σικελία.

Στο μεταξύ από τα πλοία που είχαν μπει στον λιμένα του Κανθάρου ακούγονταν φωνές από χωνιά. Κάτι ήθελαν να πουν στο πλήθος αλλά τίποτε οργανωμένο. Σε λίγο όμως άρχισε να διαδίδεται μια φήμη που έλεγε πως ο στόλος που ήταν του Αντίγονου! Αν η φήμη ήταν αληθινή, τότε πραγματικά πολλοί θα έπρεπε να ανησυχούν στην πόλη και κάποιοι θα έπρεπε να τρέμουν!

Παραπομπή:

(*1) Περίπατος λεγόταν η Περιπατητική σχολή, το Λύκειο του Αριστοτέλη


***************************************

Από την Δευτέρα η συνέχεια. Φτάσαμε στο απόγευμα της πρώτης μέρας από τις τρεις που συγκλόνισαν την Αθήνα.