Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2020

05 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 5η

Σήμερα ολοκληρώνεται το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου που αφορά το πρωινό της 9ης Ιουνίου την Πέμπτη Φθίνοντας Θαργηλιώνος.

Ήδη, από τόσο νωρίς, φαίνεται πως οι εξελίξεις δεν ευνοούν τον Δημήτριο Φαληρέα. Ωστόσο εκείνος έχει ακόμα δουλειές να τακτοποιήσει.

****************************

 

Κεφάλαιο 1ο (μέρος 5ο) 

Πρωί 9ης Ιουνίου

Στη Βασίλειο Στοά των Αθηνών βρισκόταν το κυβερνείο του Δημήτριου Φαληρέα. Αυτό το πρωινό της πέμπτης μέρας πριν το τέλος του Θαργηλιώνος επικρατούσε αναβρασμός. Τα νέα για τον στόλο που πλησίαζε στον Πειραιά δεν ήταν καλά. Σε συνδυασμό, μάλιστα, με πληροφορίες που έφταναν από τα νησιά -κυρίως απ’ την Δήλο- ήταν ανησυχητικά. Ένας μεγάλος στόλος του Αντίγονου κινιόταν ελεύθερα στο Αιγαίο. Αν ήταν αυτός ο στόλος που ερχόταν, τότε τα πράγματα ήταν σοβαρά κι η απειλή για το καθεστώς του τεράστια. Ήλπιζε πως αυτά τα πενήντα πλοία που πλησίαζαν απ’ το Σούνιο θα ήταν πλοία των Λαγιδών της Αιγύπτου. Ο Πτολεμαίος ήταν καλός του φίλος κι αληθινός σύμμαχος.

Ο Πτολεμαίος θαύμαζε την σκέψη του Αριστοτέλη και την Περιπατητική του σχολή. Ήθελε να εφαρμόσει πρακτικά στην Αίγυπτο αυτά που εφαρμόζονταν στην Αθήνα. Γιατί κι ο Δημήτριος ήταν περιπατητικός φιλόσοφος και προσπαθούσε να εφαρμόσει στην Αθήνα όσα έμαθε. Έκανε πράξη τις διδαχές του μεγάλου σοφού Σταγειρίτη. Είχε στόχο του την «πολιτεία», το ιδανικό -κατά τον Αριστοτέλη- πολίτευμα. Ήταν μια βελτίωση της «πολιτείας» του Πλάτωνα. Απέρριπτε την δημοκρατία, το οχλοκρατούμενο πολίτευμα, του οποίου ο Σωκράτης κι ο Πλάτων είχαν δείξει τα ελαττώματα. Απέρριπτε και την ολιγαρχία, που ήταν παρέκκλιση από το κράτος των αρίστων. Ο Δημήτριος ο Φαληρέας έφτιαχνε το τέλειο πολίτευμα των αρίστων κι ο Πτολεμαίος τον θαύμαζε γι αυτό..

Κυβερνούσε με βάση την αρχή της «μεσότητας» όπως την είχε σχεδιάσει ο Αριστοτέλης. Είχε στην διακυβέρνηση της πόλης όλες τις τάξεις με σωστό μέτρο. Κυβερνούσαν και δίκαζαν οι πολίτες -όσοι είχαν εισόδημα χιλίων δραχμών- αλλά κι οι αριστοκράτες. Γινόταν κλήρωση των αξιωμάτων για ισοκρατία. Υπήρχαν, όμως, δικοί του επιβλέποντες για να διορθώνουν τις τυχόν λαθεμένες αποφάσεις. Αποφάσιζε η Εκκλησία του Δήμου, αλλά, ελέγχονταν οι αποφάσεις της απ’ τον Άρειο Πάγο και τον Επιμελητή, δηλαδή τον ίδιο. Καμιά τάξη δεν υπερίσχυε, όλα τα κοινά εφαρμόζονταν με την αρχή του μέσου όρου. Η Αθήνα θα αποκτούσε σύντομα το τέλειο πολίτευμα.

Αυτό άξιζε στην ένδοξη Αθήνα κι αυτό προσπαθούσε να εφαρμόσει ο Δημήτριος από τότε που είχε γίνει Επιμελητής. Εδώ και δέκα χρόνια είχε τελειώσει πια οριστικά με την μισητή δημοκρατία κατά την οποία ο λαός κυβερνούσε. Την θεωρούσε σαν μια παρέκκλιση από το σωστό πολίτευμα. Από πού κι ως πού ο φούρναρης θα γινόταν δικαστής; Ποιος θεός επέτρεπε να γίνει βασιλιάς ο αγρότης κι ο χτίστης νομοθέτης; Από πού κι ως πού θα γινόταν βουλευτής ο ψαράς και θα έφτιαχνε νόμους στους οποίους θα υπάκουε ο Ιππέας; Τα παράλογα που ίσχυαν εδώ και διακόσια χρόνια στην Αθήνα και στις ελεύθερες πόλεις έπρεπε να πάρουν τέλος. Εξ άλλου το είχαν διαλαλήσει όλοι οι σοφοί εκτός από κάτι σοφιστές σαν τον Πρωταγόρα. Από τα λόγια ως την εφαρμογή, μεσολαβούσε πόλεμος. Η δημοκρατία έδωσε κώνειο στον Σωκράτη κι απέλασε τον Αριστείδη, όμως η μακεδονική σάρισα απέλασε την δημοκρατία. Είχε έρθει πια η ώρα να μπουν τα πράγματα στη θέση τους.

Όσο κι αν αυτό δεν του άρεσε, για να εφαρμοστεί η αριστοτελική πολιτεία ήταν ανάγκη να ηττηθεί πρώτα, η Αθήνα. Την νίκησαν οι Μακεδόνες. Μόνο έτσι δέχτηκαν τη μοίρα τους οι δημοκρατικοί και λούφαξαν. Επαναστάτησαν, αμετανόητοι, μόλις έμαθαν ότι πέθανε ο Φίλιππος αλλά τους έβαλε στη θέση τους ο Αλέξανδρος. Επαναστάτησαν ξανά μόλις έμαθαν ότι πέθανε κι ο Αλέξανδρος και τους έβαλε στη θέση τους ο Αντίπατρος. Τόσες φορές ηττήθηκαν κι όμως, ακόμα, δεν είχαν βάλει μυαλό. Ακόμα την οχλοκρατία ονειρεύονταν.

Η τελευταία απόπειρα επαναφοράς της δημοκρατίας έγινε πριν έντεκα χρόνια. Το φαύλο πολίτευμα άντεξε μερικούς μήνες, ώσπου να έρθει ο Κάσσανδρος και να το καταργήσει. Το τέλος της προσωρινής δημοκρατικής άνοιξης(*1) της πόλης δεν τους συνέτισε εντελώς. Ο Δημήτριος δεν είχε ξεχάσει πως αυτή η δημοκρατία είχε προλάβει να τον καταδικάσει σε θάνατο. Τον είχαν σώσει οι Μακεδόνες κι αυτό δεν θα το ξεχνούσε. Όχι μόνο τους χρωστούσε τη ζωή του αλλά και τη δυνατότητα που του είχαν δώσει να γίνει Επιμελητής. Κι αυτός προσπαθούσε να εφαρμόσει το πολίτευμα του Αριστοτέλη στην πρώτη πόλη και την δόξα όλης της Ελλάδας.

«Δημήτριε, σε ζητάει ο Αριστοτέλης(*2)» είπε ο Θεόδωρος, ένας από τους προσωπικούς του υπηρέτες.

«Απορώ που άργησε τόσο» σχολίασε ο Δημήτριος.

«Σε λίγο θα καταφθάσει κι ο Διονύσιος».

«Άργησε κι αυτός!»

«Μια τέτοια μέρα με ένα στόλο να πλησιάζει θα έπρεπε να είναι εδώ από τα χαράματα» σκέφτηκε ο Δημήτριος.

«Να σου πω και κάτι ακόμα» του είπε ο Θεόδωρος, που ήταν περισσότερο φίλος παρά υπηρέτης του. «Αυτό το βράδυ πέθανε ο Ερμόδωρος ο Καινείδης από τον Πειραιά. Εχουν την πρόθεση στο σπίτι του. Μήπως θα ήθελες να πας;»

«Δεν υπάρχει χρόνος για κηδείες, Θεόδωρε».

«Θα στείλω κάποιον να δώσει λουλούδια εκ μέρους σου» είπε ο Θεόδωρος, που φρόντιζε για όλα.

«Σωστά. Καλά θα κάνεις. Αυτός ο Ερμόδωρος ήταν λίγο παράξενος κι έκανε κακές παρέες, αλλά, ερχόταν στο Λύκειο κι είχαμε καλές συζητήσεις».

«Όταν έρθουν ο Αριστοτέλης κι ο Διονύσιος να τους πω να περάσουν αμέσως;»

«Ναι, βέβαια, να δούμε τι θα κάνουμε. Αυτός ο στόλος που έρχεται με ανησυχεί».

«Η παρουσία του Αριστοτέλη έπρεπε να σε καθησυχάζει, Επιμελητή. Κάτι ξέρει αυτός από στόλους!» είπε με δηλητήριο στη φωνή και κρυφογελώντας ο Θεόδωρος.

Αν και βαρύθυμος, ο Δημήτριος έσκασε ένα χαμόγελο. Η υπενθύμιση της γκάφας του Αριστοτέλη πριν επτά χρόνια στη Λήμνο ήταν χαλαρωτική. Αν ήταν το πολίτευμα δημοκρατία σίγουρα κάποιος θα τον κατηγορούσε και θα περνούσε από δίκη. Είναι αμφίβολο αν θα ζούσε ακόμα. Όμως ο Δημήτριος κι οι Μακεδόνες τον είχαν προστατεύσει. Ακόμα κι αν γινόταν μια καταγγελία, δεν θα την έστελναν ποτέ στην εκκλησία του δήμου. Ήταν το πολίτευμα των αρίστων. Η δημοκρατία κι ο δήμος λειτουργούσαν αφού η εκκλησία του δήμου αποφάσιζε. Απλά, οι λανθασμένες αποφάσεις παραλείπονταν.

«Θεόδωρε, απ' ό,τι φαίνεται, τα πράγματα δεν είναι καθόλου αστεία» είπε ο Δημήτριος.

«Συμφωνώ» είπε ο Θεόδωρος «και νομίζω ότι πρέπει να δεις και την Ευρυδίκη».

Η αναφορά της Ευρυδίκης ήταν σαν να χτυπούσε το καμπανάκι του συναγερμού.

«Λες να μας χρειαστεί η μεσολάβησή της;»

«Δεν ξέρω, ίσως και να έφτασε η ώρα. Ο Πτολεμαίος, πάντως, σε θέλει να τον βοηθήσεις να χτίσει την Αλεξάνδρειά του. Αν εδώ δεν σε θέλουν, μην κολλάς, πρέπει να φροντίσεις για το μέλλον σου. Μην ξεχνάς ότι έχεις εκείνη την καταδίκη πριν έντεκα χρόνια. Αν ο δήμος πάρει ξανά την εξουσία, εκείνη η ποινή μπορεί να ξαναζωντανέψει».

«Έχεις δίκιο, Θεόδωρε. Κανόνισε μου μια συνάντηση μαζί της. Θα την δω αμέσως μόλις τελειώσω με τον Αριστοτέλη και τον Διονύσιο» είπε ο Δημήτριος.

Η Ευρυδίκη είχε μεγάλη φήμη στην Αθήνα. Οι σχέσεις της με τον Πτολεμαίο ήταν άριστες. Είχαν γίνει ακόμα πιο καλές από τότε που η Ευρυδίκη είχε γίνει γυναίκα του Οφέλλα, ηγεμόνα της Κυρηναϊκής. Αν ήθελε ο Δημήτριος έναν δίαυλο για συνεννόηση με τον κυρίαρχο της Αιγύπτου, έρεπε να της μιλήσει. Η Ευρυδίκη ήταν ο πιο κατάλληλος άνθρωπος για μια τέτοια μεσολάβηση.

«Ήρθε ο Αριστοτέλης» είπε ο Θεόδωρος. «Από πίσω του βλέπω τους Μακεδόνες. Θα είμαι έξω αν με χρειαστείς».

Ο στρατηγός μπήκε στο κυβερνείο μάλλον αμέριμνος και με πολύ καλή διάθεση. Σχεδόν απόρησε με τον Δημήτριο που έδειχνε προβληματισμένος.

«Μην ανησυχείς καθόλου, Δημήτριε» του είπε ήρεμος. «Ο στόλος που έρχεται αποτελείται από σαράντα μόνο πλοία, δεν μπορεί να είναι εχθρικός».

«Σαράντα πλοία με έξι χιλιάδες οπλίτες μπορούν να κάνουν μεγάλη ζημιά» είπε ο Δημήτριος, «ιδιαίτερα, μάλιστα, αν ξεσηκώσουν τους δημοκρατικούς»

«Λένε πως είναι πλοία του Πτολεμαίου».

«Μακάρι!»

«Απ' ό,τι βλέπεις, δεν ανησυχούν ούτε οι Μακεδόνες».

«Μην το λες. Έρχεται κι ο Διονύσιος» είπε ο Δημήτριος.

«Καλύτερα που έρχεται. Να κάτσουμε όλοι μαζί και να δούμε τι θα κάνουμε».

Εκείνη την ώρα ακούστηκε θόρυβος απ’ τον Μακεδόνα φρούραρχο που είχε μόλις φτάσει. Ο Διονύσιος μπήκε στην αίθουσα των συσκέψεων μαζί με τον υπασπιστή κι εταίρο του Πολεμίωνα. Ο ίδιος ήταν ψύχραιμος αλλά ο Πολεμίων ήταν εξαιρετικά νευρικός.

«Δημήτριε, τι θα κάνεις με τον στόλο;» τον ρώτησε ο Διονύσιος. Μπήκε αμέσως στο θέμα. «Θα κλείσεις τον λιμένα του Κανθάρου με την αλυσίδα;»

«Νομίζω πως δεν έχουν εχθρικές διαθέσεις».

«Το θέμα είναι ότι δεν έχουν εκδηλώσει τις διαθέσεις τους. Γι αυτό σε ρωτάω ξανά και καθαρά: Θα τον κλείσεις τον Κάνθαρο; Θα τους εμποδίσεις να μπουν;»

«Έχω κάνει μερικές σκέψεις» είπε ο Δημήτριος.

«Σε ακούμε».

«Σκέφτομαι ότι από τη δική μας στάση θα εξαρτηθεί η στάση των Αθηναίων. Αν εμείς δείξουμε ότι αντιμετωπίζουμε μια φιλική επίσκεψη, οι Αθηναίοι θα μείνουν ήσυχοι. Αν όμως δείξουμε ότι φοβόμαστε μιαν εχθρική εισβολή, μπορεί να τους ξεσηκώσουμε και μετά να μην μαζεύονται».

«Και τι θα γίνει αν η επίσκεψη στ' αλήθεια δεν είναι και τόσο φιλική;» ρώτησε ο Πολεμίων.

«Αν είναι εχθροί κι έχουμε ξεσηκώσει μόνοι μας τον δήμο, θα αντιμετωπίσουμε επανάσταση» είπε ο Δημήτριος. «Αν είναι φίλοι θα δείξουμε πόσο ασταθείς είμαστε. Θα ανοίξουμε την όρεξη για μελλοντική επέμβαση».

«Αν μείνει ανοιχτός ο Κάνθαρος κι αυτοί είναι εχθροί; Τι θα κάνεις τότε, Επιμελητή;» επέμεινε ο Πολεμίων.

«Αν μπουν στο λιμάνι κι είναι εχθροί, μπορούμε να τους παγιδεύσουμε εκεί μέσα. Μπορούμε να τους εξοντώσουμε» είπε ο Αριστοτέλης.

«Μπράβο στρατηγέ!» είπε ο Διονύσιος ειρωνικά. «Όπως τους εξόντωσες αφού τους παγίδευσες στη Λήμνο!»

Παρά λίγο να πιαστούν στα χέρια. Η προσβολή ήταν ευθεία αλλά δεν ήταν η πρώτη του φορά που την αντιμετώπιζε ο Αριστοτέλης. Δεν είχε τιμωρηθεί, αλλά, είχαν δημιουργηθεί πολλά ανέκδοτα με αυτόν πρωταγωνιστή. Οι Κυνικοί τού είχαν αφιερώσει αρκετές σάτιρες.

«Στη Λήμνο δεν ήμουν αρχηγός» φώναξε ο στρατηγός. «Οι Μακεδόνες διέταζαν. Καλύτερα να μιλήσεις με τον ίδιο τον Κάσσανδρο για τη Λήμνο».

«Σταματήστε τώρα τους καυγάδες» είπε ο Δημήτριος. «Θα κατεβάσω εγώ οπλίτες στο λιμάνι για την υποδοχή. Να είστε κι εσείς της φρουράς έτοιμοι. Μπορούμε να κλείσουμε και να παγιδεύσουμε κάθε εχθρό».

«Είναι επικίνδυνο σχέδιο, Δημήτριε» είπε ο Διονύσιος. «Αν αυτοί που θα μπουν στο λιμάνι έχουν εχθρικές διαθέσεις, εμείς θα αποσυρθούμε στη Μουνιχία. Πρέπει να προστατέψω το φρούριο και τα πλοία μας».

«Μα ... αν είναι εχθροί μας κι εσείς λείπετε, τότε στ’ αλήθεια θα κινδυνεύσουμε» είπε ο Δημήτριος.

«Κλείσε τον Κάνθαρο» είπε ο Πολεμίων.

«Έτσι θα ξεσηκώσω τους Αθηναίους, κι ο στόλος θα μπει από το Φάληρο» είπε ο Δημήτριος.

«Εγώ πάντως δεν μπορώ να λύσω τα προβλήματά σου» είπε ο Διονύσιος. «Θα αποσυρθώ στη Μουνιχία κι εσύ κάνε ό,τι θέλεις με τους επισκέπτες σου».

Τον άκουγε να μιλά αδιάφορα για την τύχη της Αθήνας. Σκεφτόταν ότι αυτός δεν ήταν καθόλου ο σωστός τρόπος για να προστατεύεται η πόλη. Οι πολίτες με τις ασπίδες τους έπρεπε να είναι τα τείχη της. Όμως ... για να το κάνουν αυτό οι οπλίτες ήθελαν να κυβερνώνται μόνοι τους. Ήθελαν να βρίσκεται η εξουσία στα χέρια του δήμου κι όχι των αρίστων. Ας πήγαιναν οι άριστοι στα τείχη και στα κουπιά. Κι έμενε η πόλη να την υπερασπίζονται ξένοι μισθοφόροι σαν ετούτον τον Διονύσιο και τους κάθε λογής «Μακεδόνες» του.

Η σύσκεψη δεν κατέληξε σε κανένα συμπέρασμα ούτε σε συμφωνία. Ο Δημήτριος θα άφηνε την αλυσίδα ανοιχτή στον Κάνθαρο. Εξάλλου, γιατί να εξεγερθούν οι Αθηναίοι ακόμα κι αν ο στόλος ήταν εχθρικός; Στα δέκα χρόνια επιμελητείας του είχε φτιάξει μια πολιτεία ιδανική. Κανείς δεν θα είχε λόγο να ξεσηκωθεί αν δεν τον προκαλούσε ο ίδιος.

«Ας ελπίσουμε ότι θα είναι φιλικός ο στόλος» είπε.

«Εμείς πάντως θα προστατέψουμε την Μουνιχία» του είπε ο Διονύσιος.

«Κι εσείς ... καλή τύχη!» είπε ο Πολεμίων.

Οι Μακεδόνες έφυγαν κι ο Δημήτριος ένιωσε μιαν ανακούφιση που δεν χρειαζόταν να τους μιλά. Ήταν άνθρωποι του πολέμου. Καταλάβαιναν τον κόσμο μόνο μέσα από μάχες, κατακτήσεις και πλούτη. Αυτός είχε μάθει αλλιώς. Θα ήθελε επιτέλους να αποσυρθεί και να ζήσει ήρεμα. Ήθελε να είναι με τους φίλους του, με τις γυναίκες του και ... με την Δάφνη! Την θυμήθηκε πάλι. Ε, λοιπόν, αυτή έφτανε! Μέσα στο μυαλό του η εικόνα της Δάφνης, όμορφης, νέας κι ενάρετης, έλαμψε σαν το μόνο καθαρό και φωτεινό σημείο.

Πάντα αναρωτιόταν μήπως η πολιτική τον είχε αλλάξει. «Δέκα χρόνια απολαμβάνω την εξουσία, μήπως δέκα χρόνια έχω πάψει να είμαι εγώ;» αναρωτήθηκε σιωπηρά. Μέσα του φοβόταν λιγότερο την προοπτική να χάσει την εξουσία. Όσο κι αν ήταν γοητευτική, δεν έπαυε να είναι βαρετή. Αν την έχανε, δεν θα τα έβαφε μαύρα. Οι στόχοι του είχαν ως επί το πλείστον πραγματοποιηθεί. Από εδώ και πέρα, ήταν αρκετό, όσο ακόμα είχε εξουσία, να την χρησιμοποιούσε για να κερδίσει την Δάφνη. Ας ήταν αυτή το δικό του τρόπαιο!

Πρώτος έφυγε ο Διονύσιος κι αμέσως μετά, πίσω του, αποχώρησε κι ο στρατηγός του ο Αριστοτέλης. Ο Θεόδωρος μπήκε στην αίθουσα.

«Άκουσα τη συζήτησή σας» είπε.

«Και λοιπόν; Τι συμπέρασμα έβγαλες;»

«Αναλαμβάνεις μεγάλη ευθύνη. Το ξέρεις, ε;»

«Και τι να έκανα;»

«Δεν σου ασκώ κριτική, νομίζω πως κάνεις το σωστό. Απλά φοβάμαι ότι, όσο δεν έχεις τον δήμο μαζί σου, είσαι πάντα εκτεθειμένος στο παραμικρό ατύχημα».

«Ξέρεις κάτι. Δέκα χρόνια έχω την εξουσία στα χέρια μου, σχεδόν σαν τύραννος, απόλυτα υπεύθυνος για όλα. Αν έχω πράξει σωστά, δεν έχω λόγο να φοβάμαι» είπε ο Δημήτριος. «Αυτό μου λέει ο σοφός Θεόφραστος που γνωρίζει πολλά. Πες μου, όμως, εσύ τι πιστεύεις, Θεόδωρε;»

«Τι να πω; Ας εξηγεί ο Θεόφραστος τον φυσικό κόσμο, ας αναλύει και την ψυχή του ανθρώπου. Από πολιτική, όμως, Δημήτριε, δεν γνωρίζει πολλά,»

«Μα, η πολιτική είναι η εφαρμογή της φιλοσοφίας! Εξ άλλου, κι εγώ ακριβώς την πολιτεία που πρεσβεύουν αυτός κι ο Αριστοτέλης εφαρμόζω!»

«Αν μιλάμε για φαγητό και διασκεδάσεις, καλά τα πήγες όλα αυτά τα χρόνια σαν κυβερνήτης, Δημήτριε. Οι πολίτες, όμως, δεν τα εκτίμησαν. Θέλουν -όπως λένε- να κυβερνάνε οι ίδιοι τους εαυτούς τους. Αυτή λένε είναι η ελληνική παιδεία, κι αυτό τούς το στέρησες».

«Μα έτσι κυβερνάμε καλύτερα!»

«Φαίνεται πως είναι “αεί παίδες οι Αθηναίοι” και δεν θέλουν ένα καλό κηδεμόνα. Θέλουν να είναι ελεύθεροι».

Δεν άρεσε στον Δημήτριο η τόσο συνοπτική απόρριψη των προσπαθειών του. Ο ημι-ελεύθερος Θεόδωρος, όμως, είχε το θάρρος της γνώμης του. Ο Επιμελητής προτίμησε να αλλάξει θέμα συζήτησης.

«Κάτι είπες για την Ευρυδίκη».

«Ναι, νομίζω ότι είναι τώρα η ώρα. Πρέπει να μιλήσεις μαζί της» είπε ο Θεόδωρος. «Πάω να κανονίσω να την δεις όσο πιο σύντομα γίνεται».

Αν κι η συζήτηση με την Ευρυδίκη σήμαινε αποδοχή του τέλους, ωστόσο κι ο Δημήτριος ο Θεόδωρος είχε δίκιο. Ήταν σωστό κι αναγκαίο να κάνει μια συνάντηση με την πασίγνωστη Αθηναία.


παραπομπές:

(*1) Το 318 π.Χ. οι Αθηναίοι επανέφεραν τη Δημοκρατία και καταδίκασαν σε θάνατο τους αρχηγούς των ολιγαρχικών. Η κατηγορία ήταν ότι εκτός από την κατάλυση της δημοκρατίας αγωνίστηκαν και για την υποδούλωση της Ελλάδας στους Μακεδόνες. Εννοούσαν τον ατυχή για τις ελληνικές πόλεις πόλεμο του 323-322 π.Χ. που εξερράγη μόλις έγινε γνωστός ο θάνατος του Αλεξάνδρου. Μεταξύ των καταδικασμένων ήταν κι ο εξέχων ολιγαρχικός Φωκίων όπως και ο Δημήτριος Φαληρέας που διασώθηκε καταφεύγοντας στη μακεδονική φρουρά του Πειραιά. Η δημοκρατική αυτή άνοιξη δεν κράτησε πολύ και την άνοιξη του 317 π.Χ. ο Κάσσανδρος επέβαλε την εξουσία του. Τότε τοποθέτησε σαν «επιμελητή Αθηνών» (τύραννο) τον Δημήτριο Φαληρέα.

(*2) Αυτός ο Αριστοτέλης ήταν στρατηγός κι είναι απλή η συνωνυμία του με τον Σταγειρίτη φιλόσοφο. Πρόκειται για έναν στρατηγό που ο Δημήτριος Φαληρέας κι ο Μακεδόνας φρούραρχος Διονύσιος είχαν εμπιστευθεί. Τον είχαν στείλει με πλοία για να ενισχύσει τον Κάσσανδρο σε μια ναυμαχία στη Λήμνο. Η αποστολή κατέληξε σε φιάσκο και χάθηκε όλος ο στόλος του Αριστοτέλη.

****************************************

Με το σημερινό ολοκληρώθηκε το 1ο κεφάλαιο.

Από Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου ξεκινά το 2ο κεφάλαιο, το μεσημέρι της 9ης Ιουνίου. Τα γεγονότα είναι πολύ πυκνά και οι εξελίξεις τρέχουν σε όλα τα επίπεδα.

Για το ΠΑΚΟΕ και τις μετρήσεις του

Μπερδεύουν τα Λιπάσματα με το Σχιστό!

Ο φίλος μου Σ.Π. μού έστειλε χτες ένα ρεπορτάζ του "Ζούγκλα" που περιείχε καταγγελίες του ΠΑΚΟΕ για την περιοχή των λιπασμάτων. Βασικά λέει πως είναι ραδιενεργή, μια κατηγορία χιλιοειπωμένη και χιλιοαπαντημένη. Βέβαια κάνει ωραίο τίτλο, οπότε, παίζει και ξαναπαίζει στα μέσα ή σε ανακοινώσεις διαφόρων τοπικών παραγόντων. Παραθέτω κατ' αρχάς την απάντηση, που του έστειλα μόλις διάβασα το ρεπορτάζ, σημειώνοντας τρία βασικά ψέματα:
 
ΨΕΜΑ 1ο:
Λέει το ρεπορτάζ: "μέρος και της υπολειπόμενης φωσφογύψου θάφτηκε, όπως θεωρείται, σε βάθος 2 μέτρων κάτω από το έδαφος..."
Ο φωσφογύψος πήγε στο Σχιστό. Εκεί μπορεί να θάφτηκε στα δύο μετρα. Στα λιπάσματα η επιφάνεια σκάφτηκε σε βάθος 1-2 μέτρων για να φύγουν όποια τοξικά (όχι ραδιενεργά) υπήρχαν και, φυσικά, δεν σκεπάστηκε.
 
ΨΕΜΑ 2ο:
Λέει το ρεπορτάζ: "Επιστημονικό συνεργείο του ΠΑΚΟΕ πραγματοποίησε μετρήσεις στις αρχές Ιανουαρίου του 2019 και του 2020 στην εν λόγω περιοχή. Οι μετρήσεις δείχνουν ότι το ποσοστό της ραδιενέργειας στην περιοχή είναι τέσσερις ή και οχτώ φορές πάνω από το όριο!"
Κανείς ποτέ δεν άκουσε για τέτοια μέτρηση, κανείς ποτέ δεν έμαθε, έστω και σαν ψίθυρο, για τέτοια αποτελέσματα. Ποια είναι η "εν λόγω περιοχή"; Μήπως μέτρησαν στο Σχιστό;
 
ΨΕΜΑ 3ο:
Λέει το ρεπορτάζ: "Η οργάνωση επίσης κάνει λόγο για την παραμονή «10 εκατομμυρίων τόνων φωσφογύψου» στο έδαφος και ζητάει από τον εισαγγελέα να δώσει εντολή ώστε να γίνουν επιτέλους επίσημες μετρήσεις και από τον αρμόδιο φορέα, τον Δημόκριτο, στην επίμαχη περιοχή."
Σε ποια επίμαχη περιοχή; Μήπως στο Σχιστό;
 
ΣΧΟΛΙΑ:

Τα παραπάνω ψέματα του ρεπορτάζ οφείλονται στην ανακοίνωση του ΠΑΚΟΕ που κατά λάθος ή επίτηδες μπερδεύει τα Λιπάσματα με το Σχιστό. Η εναλλαγή αυτή των Λιπασμάτων και του Σχιστού ήταν που έδωσε τα μεγάλα ψέματα. Και το ΠΑΚΟΕ (κυρίως) αλλά, και ο ρεπόρτερ (δευτερευόντως) δίνουν μία κακή εντύπωση για την περιοχή της ανάπλασης για μια ακόμη φορά. Θέμα ραδιενέργειας, όπως λέει ο ΔΗΜΌΚΡΙΤΟΣ που ερεύνησε επισήμως το χώμα, δεν υπάρχει.
 
Ας το πούμε για άλλη μια φορά. Χίλιες και μία οι καταγγελίες, χίλιες και μία οι απαντήσεις μας. Το θέμα δεν είναι η ραδιενέργεια αλλά η ανάπλαση. Να λήξει επιτέλους η εκκρεμότητα της απαλλοτρίωσης και να ασχοληθεί η διοίκηση με το πιο σπουδαίο θέμα της πόλης που έχει μείνει ξεχασμένο για αρκετά χρόνια τώρα. Εντάξει, μας έδωσε ο ΣΥΡΙΖΑ την παραλία, αλλά πρέπει να κάνουμε κάτι για το ουσιαστικό μέρος της περιοχής, για τα 550 εκ των 640 στρεμμάτων της τέως βιομηχανικής ζώνης. Τα 90 στρ. αξιοποιήθηκαν και καλώς. Με τα υπόλοιπα, τα πολλά, θα ασχοληθούμε κάποτε;

Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2020

04 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 4η

Σήμερα το 4ο μέρος του 1ου κεφαλαίου, πάντα στο πρωινό της 9ης Ιουνίου 307 π.Χ.. Βλέπουμε καλύτερα τις σχέσεις των φιλοσοφικών σχολών με την πολιτική, την αυταρχική διακυβέρνηση του Δημήτριου Φαληρέα, που είναι επιτηρητής των Μακεδόνων του Αντίπατρου και μαθαίνουμε πως ένας στόλος πλησιάζει την Αθήνα.

*****************************

4ο μέρος του 1ου κεφαλαίου. 

Πρωί 9ης Ιουνίου 307 π.Χ.

Δημήτριος Φαληρέας

Η Δάφνη είχε μια μακρινή συγγένεια με τον Περικλή. Όλοι την πρόσεχαν και, πιο πολύ από όλους, δυο άνδρες έτοιμοι να της προσφέρουν τα πάντα για να κερδίσουν την καρδιά της: Ο Ιάσων κι ο Δημήτριος! Ποιος Δημήτριος; Μα ... ο Φαληρέας! Ο Επιμελητής κι ουσιαστικός άρχων της πόλης. Την είχε βάλει στο μάτι κι ήθελε να την ζητήσει. Ήξερε πως ο πατέρας της θα δεχόταν τον γάμο, δεν θα μπορούσε να τού πει όχι. Κανείς στην Αθήνα δεν μπορούσε να του πει όχι. Μόνο ένας του το είχε πει, έστω κι έμμεσα. Η Δάφνη! Βέβαια, για τον Δημήτριο αυτό ήταν κάτι που μπορούσε να αλλάξει. Δεν είχε ανάγκη από την δική της συναίνεσή της για τον γάμο.

Ο Φαληρέας σκεφτόταν ότι ήταν τέτοια η τιμή, για την ίδια και την οικογένειά της, που δεν θα μπορούσε να αρνηθεί. Το όχι της ήταν μια απλή απερισκεψία. Δεν αρνείται κανείς τον πιο δυνατό πολίτη, που είναι φιλόσοφος και προικισμένος με τόσες χάρες. Πίστευε πως όλοι τον θεωρούσαν μεγάλο άνδρα. Στρατιωτικά, είχε αποδειχθεί ικανός, και, σαν πολιτικός, είχε κάνει μεγάλα έργα κι είχε φροντίσει για τα χρηστά ήθη. Ακόμα, σαν φιλόσοφος ήταν ο έξοχος μαθητής του Θεόφραστου, του Λυκειάρχη που είχε επισκιάσει τον Αριστοτέλη. Γνώριζε πως κυκλοφορούσαν κατηγορίες και κουτσομπολιά εναντίον του. Έλεγαν πως ήταν ματαιόδοξος άστατος και καλοζωιστής. Όλα αυτά προέρχονταν από εκείνους που τον ζήλευαν. Αυτοί οι κατήγοροί του πολύ πρόθυμα θα έπαιρναν τη θέση του αν ήταν δυνατόν. Με ευχαρίστησα θα έκαναν τη ζωή του, αν τύχαιναν ποτέ μιας τέτοιας μεγαλοσύνης.

Δεν το υπολόγιζε καθόλου αυτό το «όχι» της Δάφνης ο Δημήτριος. Ήταν στο χέρι του να το αλλάξει με μια του κίνηση ηγεμονική, με μια του νέα προσπάθεια. Ίσως η νεαρή δεν είχε κατανοήσει πόσο την ήθελε και πόσο σοβαρά σκεφτόταν γι αυτήν, Ίσως είχε νομίσει -ή ίσως και να της είχαν πει έτσι- πως ήταν μια στιγμή τρέλας εκ μέρους του χωρίς συνέχεια. Αν ήταν έτσι, καλά έκανε κι εκείνη κι είπε το όχι. Πάει να πει πως είχε δείξει αρετή κι όχι βιασύνη. Θα έβλεπε όμως πόσο την ήθελε και πόσο την τιμούσε και θα καταλάβαινε σίγουρα τι έπρεπε να κάνει. Μετά τον γάμο τους θα τον αγαπούσε κι εκείνη, ό,τι κι αν είχε στο νου της τώρα.

Δεν τα υπολόγιζε καλά, όμως, ο επιμελητής. Ίσως γιατί ήταν πάντα επηρμένος, ίσως γιατί η παντοδυναμία του δεν του επέτρεπε να δεχτεί την άρνησή της. Η Δάφνη, πάντως, όχι μόνο δεν ήθελε έναν άντρα που είχε τα διπλά της χρόνια, αλλά, ήταν κι ερωτευμένη με άλλον. Ένα ειδύλλιο είχε αναπτυχθεί ανάμεσα σε αυτήν και τον Ιάσονα. Την είχε πλησιάσει με αφάνταστη ευγένεια και δισταγμό που έμοιαζε σχεδόν με φόβο. Ίσως δεν ταίριαζε σε άντρα τέτοιος συγκρατημός, όμως το ένιωσε πως ήταν πόθος και πυρετός κι όχι δειλία. Ανταποκρίθηκε πρόθυμα στο αίσθημά του κι εύκολα ξεπήδησε ο έρωτας.

Ο Ιάσων ήταν εικοσιπέντε χρόνων, σε πολύ καλή ηλικία για να κάνει οικογένεια, κι εκείνη είκοσι. Της είχε πει πως θα την παντρευόταν κι εκείνη το είχε συζητήσει ήδη με την μάνα της. Θα μιλούσαν στον πατέρα της, τον Ανθέστη, και μαζί θα κανόνιζαν τις λεπτομέρειες του γάμου. Γιατί να είχε αντίρρηση ο πατέρας της; Η Δάφνη ήταν σίγουρη πως θα χαιρόταν που η κόρη του θα ζούσε με έναν λαμπρό νέο που τον ήθελε κι εκείνη. Τώρα, ο ξαφνικός θάνατος του Ερμόδωρου γινόταν αιτία μιας καθυστέρησης ημερών ή εβδομάδων. Δεν αποθαρρύνθηκε όμως. Αυτά συνέβαιναν στη ζωή.

«Η Κλεοτίμα, η Ολύνθια κι ο Καινέας είναι δίπλα στον νεκρό. Ε, λοιπόν, εγώ περισσεύω» ακούστηκε η Ιππαρχία.

Μόλις είχε βγει από την πόρτα κι είχε πλησιάσει τους φίλους του Ερμόδωρου, που μιλούσαν. Δεν της άρεσαν καθόλου τα μοιρολόγια κι οι τελετές. Τα θεωρούσε περιττά, άσχετα αν η ίδια είχε έρθει να τιμήσει τον νεκρό, που τον εκτιμούσε και τον θεωρούσε φίλο της.

«Προσοχή στην Κλεοτίμα. Τώρα, χωρίς τον Ερμόδωρο, πολλοί θα θελήσουν να την υποβιβάσουν» τους είπε.

«Θα παραμείνει πάντα στην θέση που την είχε ο φίλος μας» την διαβεβαίωσε ο Ζείκρατος.

«Θα την βάλουν στον αργαλειό. Θα την πουν “κυρία του υπηρετικού προσωπικού”. Αυτή την μοίρα επιφυλάσσουν για εμάς τις γυναίκες» είπε η Ιππαρχία.

«Για μας θα είναι πάντα φίλη, ισάξιά μας κι ενσάρκωση του Ερμόδωρου» της είπαν.

Πλησίασε κοντά τους ένας θείος του Ερμόδωρου. Έφερε νέα που αφορούσαν την πολιτική. Το αγαπημένο θέμα των Αθηναίων είχε ξεχαστεί για λίγο με τον θάνατο.

«Έμαθα ότι πλησιάζει την πόλη μας ένας μακεδονικός στόλος» είπε. «Τον είδαν να έρχεται. Έχει περάσει το Σούνιο και το απόγευμα θα είναι εδώ».

«Εγώ έμαθα πως έρχεται ένας αιγυπτιακός στόλος. Λένε ότι πάει στην Κόρινθο» είπε ο Μύρων.

«Έτσι νόμισαν όλοι στην αρχή» είπε ο θείος. «Έστριψαν όμως στο Σούνιο προς βορρά κι έρχονται κατά 'δω».

Ο Ζείκρατος δεν βρήκε το νέο και τόσο σπουδαίο.

«Σύμμαχοι είναι Κάσσανδρος και Πτολεμαίος» είπε.

«Όλοι το ίδιο σκέφτονται» είπε ο θείος κι έφυγε.

«Άραγε που θα ελλιμενιστεί ο στόλος, στο Φάληρο ή στον Πειραιά;» αναρωτήθηκε ο Μύρων.

«Είναι σίγουρα αιγυπτιακός(*1) ρώτησε ο Φανοκράτης. «Και τι θα κάνει η μακεδονική φρουρά στη Μουνιχία;»

«Ο Κάσσανδρος κι ο Πτολεμαίος είναι σύμμαχοι. Αν μας οπλίσουν για να πολεμήσουμε γι αυτούς, εμείς θα γυρίσουμε τα όπλα κατά των τυράννων» είπε ο Ζείκρατος

«Για ποιον πόλεμο μιλάς, Ζείκρατε; Μήπως θα τολμούσε ο Δημήτριος να μας δώσει όπλα; Ξέρει ότι πρώτον απ' όλους θα ξεπαστρέψουμε τον ίδιο!» είπε ο Ιάσων.

«Πάμε στο λιμάνι, κοντά είμαστε» είπε ο Φανοκράτης

Το σπίτι του Ερμόδωρου, όπου γινόταν η κηδεία, ήταν στον δήμο του Πειραιά, κοντά στο λιμάνι του Κανθάρου(*2). Στους δρόμους μακεδονικές περίπολοι κατευθύνονταν προς Μουνιχία. Εκεί είχαν δικές τους αμυντικές οχυρώσεις. Αν κι ο Πτολεμαίος ήταν σύμμαχος, ωστόσο ήταν φανερό ότι δεν τον εμπιστεύονταν. Ναύτες και κωπηλάτες πηγαινοέρχονταν και μαζεύονταν στο καλά προστατευμένο λιμάνι της Μουνιχίας.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησαν έναν ναυτικό στον δρόμο τους.

«Έρχεται ένας στόλος του Πτολεμαίου, δεν είναι πολλά τα πλοία» είπε αυτός.

«Τι λένε στο λιμάνι; Έρχονται σαν φίλοι ή τσακώνονται πάλι μεταξύ τους οι διάδοχοι;» ρώτησε ο Μύρων.

«Πτολεμαίος και Κάσσανδρος δεν είναι εχθροί. Εδώ και δυο χρόνια τα έχουν βρει, συμβιβάστηκαν. Θα είναι φιλικά τα πλοία» είπε ένας άλλος.

«Κι όμως ... θα έπρεπε να πάνε στην Κόρινθο, στην πόλη του Πτολεμαίου» είπε ο Μύρων.

«Σωστά! Γιατί έστριψαν προς τα εδώ από το Σούνιο και δεν πάνε στην Κόρινθο;» αναρωτήθηκε ο Ιάσων.

«Θα τα δούμε αυτά. Προς το παρόν πρόβλημα έχουν ο Διονύσιος κι ο Δημήτριος(*3)» είπε ο Ζείκρατος.

«Μήπως να γυρίζαμε πίσω στου Ερμόδωρου;» ρώτησε ο Ιάσων.

«Θέλεις να ξαναδείς την Δάφνη, ε; Λίγο έφυγες από κοντά της κι αμέσως σου έλειψε. Όμως δεν σου φταίμε εμείς σε τίποτα, Ιάσονα» του είπε ο Φανοκράτης.

«Θα γυρίσουμε έτσι κι αλλιώς για να δούμε τι θα βρει ο Λήστος. Ως το μεσημέρι που θα τον αφήσουν οι μοιρολογίστρες, έχουμε χρόνο» είπε ο Ζείκρατος

«Ας πάμε να δούμε τι συμβαίνει» είπε κι ο Μύρων.

«Έτσι κι αλλιώς ό,τι αφορά την Αθήνα αφορά κι εμάς τους πολίτες της» είπε ο Ζείκρατος.

«Αν είμαστε κι όσοι είμαστε ακόμα πολίτες!» πέταξε το καρφί του ο Φανοκράτης.

Μιλούσε για τον νόμο του Δημήτριου Φαληρέα, που τον είχαν επιβάλει οι Μακεδόνες με την σάρισα. Ο Φανοκράτης κι ο Μύρων δεν ήταν Αθηναίοι πολίτες λόγω χαμηλού εισοδήματος, αντίθετα από τον Ζείκρατο και τον Ιάσονα. Αλλά κι όσοι είχαν απομείνει σαν πολίτες δεν κυβερνούσαν πια την πόλη. Σε όποια σημαντική θέση κι αν κληρωνόταν ένας πολίτης, ο Φαληρέας έβαζε από πάνω του κάποιον δικό του. Συνήθως έβαζε έναν συγγενή ή φίλο, κι έτσι είχε αυτός σε όλα τον έλεγχο. Αθηναίοι, που είχαν γεννηθεί στην Αττική από γονείς Αθηναίους, είχαν στερηθεί τα πολιτικά τους δικαιώματα. Αυτό ήταν σε πλήρη αντίθετη με την ελληνική παιδεία κι έξω από τα πατρώα έθιμα και τους νόμους. Πράγματα που ίσχυαν από παλιές εποχές, πριν κι από τον Σόλωνα ακόμη, είχαν ανατραπεί. Ο Μύρων κι ο Φανοκράτης δεν ήταν πια πολίτες. Αυτό πάντως δεν έφερνε τους φίλους σε αντίθεση μεταξύ τους.

«Καμώματα του Δημήτριου» είπε ο Μύρων.

«Και παριστάνει τον φιλόσοφο ο τυραννίσκος» είπε ο Ιάσων που δεν τον χώνευε.

«Φιλόσοφος της ολιγαρχίας και του πλούτου. Να τους βράσω τέτοιους φιλόσοφους που διδάσκουν ότι θα βρει κανείς την ευτυχία σε μιαν άλλη ζωή. Για ετούτον τον κόσμο το μόνο που μας λένε είναι να περιμένουμε ήσυχα πότε θα πεθάνουμε» είπε ο Ζείκρατος.

«Όπως ο Πλάτων» είπε γελώντας ο Μύρων. «Φαγώθηκε να μας πείσει ότι δεν φταίνε οι ολιγαρχικοί που μας παιδεύουν αλλά οι σκιές τους»

«Τα ίδια χνάρια βαδίζουν Πλατωνικοί κι Αριστοτελικοί» είπε ο Ζείκρατος.

«Κι όμως αυτή είναι η σκληρή αλήθεια» είπε ο Ιάσων. «Κανείς τους δεν εναντιώνεται στον Φαληρέα. Βλέπεις ότι κι οι περιπατητικοί κι οι πλατωνικοί κι οι πυθαγόρειοι κάνουν τα ίδια. Ούτε καν οι κυνικοί. Ο δε Θεόφραστος(*4) είναι ο καλύτερός του σύμβουλος!»

«Φοβούνται να εναντιωθούν γιατί ο Φαληρέας είναι ο κύριος “αποφασίζω και διατάσσω”. Είναι δήθεν ένας δικός τους, φιλόσοφος κι αυτός» είπε θυμωμένα ο Μύρων. «Όχι μόνο δεν του εναντιώνονται, αλλά, τον στηρίζουν κιόλας».

«Οι κυνικοί τουλάχιστον τον κοροϊδεύουν. Όλο βγάζουν στιχάκια που θίγουν το καθεστώς. Κρατούν αποστάσεις από τις αθλιότητες» είπε ο Ζείκρατος.

«Λένε μερικά ωραία για τον Φαληρέα. Τους έχει στο μάτι γι' αυτά που κυκλοφορούν» είπε ο Φανοκράτης.

«Στέκονται όμως μακριά από όλα όσα απασχολούν τον κόσμο. Δεν λύνουν τα προβλήματα, απλά απομακρύνονται οι ίδιοι από αυτά» είπε ο Ζείκρατος. «Ξέρετε πόσο εκτιμώ και την Ιππαρχία και τον Κράτη και τον Μητροκλή, όμως δεν μπορώ να μην ασκώ κριτική. Είναι άλλο πράγμα η φιλία που νιώθω κι άλλο η αλήθεια που πιστεύω».

«Δεν θα κρατήσει πολύ αυτή η ατιμία κι η απώλεια της ελευθερίας μας» είπε ο Μύρων.

«Έχει δίκιο ο Μύρων» είπε ο Ιάσων. «Θα βρούμε ξανά τη δύναμη να αποκτήσουμε την δημοκρατία».

«Ίσως να έχουν πόλεμο ο Κάσσανδρος κι ο Πτολεμαίος» είπε ο Μύρων. «Ίσως ο στόλος αυτός να φέρνει καλά νέα».

«Μακάρι να τρώγονται οι διάδοχοι του Αλέξανδρου για την εξουσία. Θα βρούμε έτσι κι εμείς το περιθώριο που θέλουμε» είπε ο Ζείκρατος.

«Πιστεύω πως μπορούμε να αποτινάξουμε και μόνοι μας την τυραννία» είπε ο Μύρων. «Δεν θα αργήσει η εξέγερση! Αυτή η πόλη, η δόξα της Ελλάδας, δεν μπορεί να ζει για πάντα με τυράννους

«Μακάρι να είναι αυτή η ώρα» είπε ο Ιάσων.

Από το σπίτι του Ερμόδωρου ήταν εύκολο να ανέβουν σε ένα διπλανό λοφάκι. Από εκεί είδαν να απλώνεται στα πόδια τους το λεκανοπέδιο και τα άστεα Αθηνών και Πειραιώς. Η Ακρόπολη ήταν επιβλητική και το δόρυ της Αθηνάς γυάλιζε στον ήλιο. Ολόκληρη η πόλη, η πιο όμορφη του κόσμου, ήταν χάρμα να την κοιτάς. Έβλεπαν τους αγρούς με τις ελιές και τα σιτηρά, και τα νησιά μέσα στον Σαρωνικό κόλπο. Όμως δεν είχαν ανέβει για να θαυμάσουν τη θέα. Παρατήρησαν τον στόλο που ερχόταν. Στο βάθος στην θάλασσα, αρκετά μακριά ακόμα, φαίνονταν τα πλοία αλλά τα πανιά τους δεν έδειχναν σε ποιον ανήκαν. Ίσως να ήταν του Κάσσανδρου, ίσως, όμως, να ήταν του Πτολεμαίου.

«Είναι καμιά πενηνταριά πλοία» είπε ο Μύρων.

«Κάν' τα σαράντα. Τα μέτρησα κι ας είναι ακόμα κάπως μακριά» τον διόρθωσε ο Ιάσων.

«Και πάλι πολλά είναι» είπε ο Ζείκρατος, «με τέσσερις-πέντε χιλιάδες οπλίτες μέσα σε σαράντα πλοία θα μπορούσε κανείς να κυριεύσει την Αθήνα».

«Ο Διονύσιος δεν έχει δυνάμεις να αντιπαρατάξει αν χρειαστεί. Μόνο να μείνει κλεισμένος στη Μουνιχία μπορεί. Όσο για τον Δημήτριο, δεν θα βρει Αθηναίους πρόθυμους για να στρατολογήσει» είπε ο Ιάσων.

Έβλεπαν ανθρώπους να συρρέουν από όλους τους δρόμους προς τον Πειραιά και το κεντρικό λιμάνι του Κανθάρου. Το Εμπορείο κι η Μακρά Στοά ήταν γεμάτα κόσμο.

«Δεν κινούνται επιθετικά» παρατήρησε ο Φανοκράτης.

«Δυστυχώς ... φαίνονται φιλικά» είπε κι ο Μύρων.

«Οι φίλοι του Δημήτριου είναι εχθροί μας» είπε ο Ιάσων.

Ακόμα και οικογένειες ολόκληρες κατέβαιναν για να δουν. Οι πιο πολλοί ήταν τεχνίτες κι αγρότες από το άστυ, τα μεσόγεια ή τα παράλια. Ο στόλος που ερχόταν ήταν όχι μόνο θέαμα για να χαζέψει κανείς αλλά και μια αχνή ελπίδα. Ίσως κάτι να άλλαζε επιτέλους στην πόλη που ένιωθε ηττημένη και καταπιεσμένη από την μακεδονική σάρισα.

«Κοίτα τι γίνεται. Κοίτα κόσμος! Κάνουν λες κι είναι γιορτή. Το κλίμα είναι πανηγυρικό. Όλη η Αθήνα θα κατέβει στον Πειραιά σήμερα» είπε ο Ιάσων.

«Τι βλέπετε; Τα πλοία πάνε, αλήθεια, στον Κάνθαρο;» ρώτησε ο Φανοκράτης.

«Προφανώς παρακάμπτουν το Φάληρο» είπε ο Μύρων.

«Γι αυτό έρχεται ο κόσμος εδώ. Ετοιμάζονται για μια ενθουσιώδη υποδοχή» είπε ο Ζείκρατος.

Κάποιες δυνάμεις του Φαληρέα κινούνταν προς το λιμάνι. Οι οπλίτες έσπρωχναν τον κόσμο πίσω για να μπορέσουν αυτοί να παραταχθούν στην προκυμαία. Δεν ήταν Μακεδόνες του Διονυσίου αλλά Αθηναίοι πεζοί.

«Κοιτάξτε, στέλνει οπλίτες ο Δημήτριος» είπε ο Ιάσων κι έδειξε την προκυμαία. «Όμως δεν κλείνει την αλυσίδα. Θα είναι σίγουρος ότι πρόκειται για ειρηνική επίσκεψη».

Ένα στράτευμα Αθηναίων έπιανε θέσεις στον Κάνθαρο για την υποδοχή. Όπως όλα έδειχναν, τα πλοία έκαναν φιλική επίσκεψη. Γι αυτό δεν είχε σηκωθεί κι η αλυσίδα που έκλεινε το λιμάνι από την Ηετιώνεια Πύλη ως τον Άλκιμο. Δεν ήταν μεγάλο το αθηναϊκό στράτευμα που είχε κατέβει στο λιμάνι, Οι δυνάμεις του Φαληρέα έπαιζαν ρόλο αστυνομίας περισσότερο παρά υπερασπιστή της πόλης.

«Τιμητικά ή όχι, ότι μπορούσε να μαζέψει ο Δημήτριος το κατέβασε εδώ» παρατήρησε ο Μύρων.

Ο ρόλος του υπερασπιστή της πόλης, είχε παραχωρηθεί στους Μακεδόνες στην οχυρωμένη Μουνιχία. Πολλοί απ’ αυτούς δεν ήταν καν Μακεδόνες αλλά μισθοφόροι από διάφορα μέρη. Στρατιώτες του Κάσσανδρου που πληρώνονταν απ’ τα αθηναϊκά ταμεία. Η Αθήνα, ευτυχώς, τα τελευταία χρόνια, με τον Φαληρέα στο τιμόνι, στα οικονομικά τα πήγαινε καλά. Μπορούσε να αντέχει το βάρος αυτής της φρουράς.

«Θα φτάσουν μετά το μεσημέρι» είπε ο Ιάσων.

«Έχω το προαίσθημα ότι αυτός ο στόλος έρχεται για να τα κάνει όλα άνω κάτω» είπε ο Μύρων.

παραπομπές:

(*1) Από τους διαδόχους του Αλεξάνδρου, ο Πτολεμαίος κρατούσε την Αίγυπτο, ο Αντίγονος την Ασία, ο Λυσίμαχος τη Θράκη κι ο Κάσσανδρος τη Μακεδονία και τις ελληνικές πόλεις στις οποίες είχε εγκαταστήσει φρουρές. Δυο χρόνια νωρίτερα, Πτολεμαίος και Κάσσανδρος πολεμούσαν αλλά τώρα βρίσκονταν σε μια συμφωνία-συμμαχία.

(*2) Ο λιμήν του Κανθάρου ήταν το κεντρικό λιμάνι του Πειραιά. Τα άλλα λιμάνια της Αθήνας ήταν το Φάληρο κι η Μουνιχία (Τουρκολίμανο).

(*3) Ο Διονύσιος ήταν ο επικεφαλής της μακεδονικής φρουράς στην Αθήνα (στη Μουνιχία) κι ο Δημήτριος ο Φαληρεύς, ήταν ο «Επιμελητής» Αθηνών. Κι οι δυο ήταν όργανα του Κάσσανδρου. Η Αθήνα ήταν περιζήτητο λιμάνι στρατηγικής σημασίας για τους πολέμους των διαδόχων του Ακλέξανδρου.

(*4) Ο Θεόφραστος (371-287 π.Χ.) από την Ερεσό, ήταν φιλόσοφος κι ο διάδοχος του Αριστοτέλη στη διεύθυνση της Περιπατητικής Σχολής (Λυκείου). Είχε πολλούς μαθητές και μεταξύ αυτών ήταν και ο Κάσσανδρος και ο Δημήτριος Φαληρέας. Παρ' όλο που ο ίδιος δεν ασχολήθηκε με την πολιτική, σαν ο επικεφαλής της σχολής των ιδεαλιστών ήταν πάντα πολύ κοντά στην αριστοκρατία κι, επίσης, κοντά στον Δημήτριο Φαληρέα.

 *************************

Αύριο Παρασκευή ολοκληρώνεται το 1ο κεφάλαιο.

Από Δευτέρα μπαίνουμε στο 2ο κεφάλαιο που είναι το μεσημεριανό της 9ης Ιουνίου 307 π.Χ.