Πέμπτη 6 Αυγούστου 2020

ΠΛΟΥΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ


Το παρακάτω ερώτημα τίθεται από την Laura Hercher, που είναι διευθύντρια έρευνας στο πρόγραμμα ανθρώπινης γενετικής Joan H. Marks του Sarah Laurence Collegeσε. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο "THE NATION" stiw 23/8/19.

«Εάν μπορούσατε, θα χρησιμοποιούσατε γενετικές τεχνικές που εφαρμόζονται στον τομέα της αναπαραγωγής για να αποφύγετε το ενδεχόμενο να πάσχει το παιδί σας από μια κληρονομική ασθένεια;
Για πολλούς δυνητικούς γονείς, αυτό το ερώτημα δεν ανήκει πλέον στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας. Εάν το γονιδίωμά τους παρουσιάζει έναν ιδιαίτερο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του στήθους ή των ωοθηκών, μπορούν πλέον να αποφύγουν τη μεταβίβαση του παθογόνου συνδυασμού γονιδίων στους απογόνους τους. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση όπου και οι δύο φέρουν το γονίδιο της νωτιαίας μυϊκής ατροφίας, γεγονός που συνεπάγεται πιθανότητα της τάξης του 25% να φέρουν στον κόσμο ένα παιδί με θανάσιμη εκφυλιστική νόσο: και σε αυτή την περίπτωση, η γενετική μπορεί να αλλάξει τα δεδομένα.»


Κανείς γονιός δεν θα έλεγε όχι σε τέτοια ερωτήματα. Όμως κανείς γονιός δεν μπορεί να αντέξει το κόστος. Που θα πει ότι οι πλούσιοι μπορούν να γεννούν γερά παιδιά κι οι φτωχοί θα παραμείνουν με τις πιθανότητες εις βάρος τους.
Οι συνέπειες αυτού του διαχωρισμού, αν και όταν επιτραπεί να γίνει, θα είναι πολλές. Οι πλούσιοι επηρεάζουν τις αποφάσεις, χρηματοδοτούν τις έρευνες, κάνουν παιχνίδι. Οι φτωχοί, απλά, αντιδρούν, καμιά φορά και με εξεγέρσεις.

Ποιος ξέρει τι κρύβει το μέλλον. Άραγε θα δούμε υγειονομικές επαναστάσεις; Ως πού θα φτάσει αυτό το τρελό κυνήγι της ανθρωπότητας;

Τετάρτη 5 Αυγούστου 2020

52 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 52η

Μπαίνουμε στο τελευταίο 15ο κεφάλαιο. Ο νέος ελληνισμός θα κριθεί σε δύο μέτωπα. Το ένα είναι στρατιωτικό-υπαρκτό με την αναμέτρηση μεταξύ Νίκαιας και Ικονίου. Το άλλο είναι πνευματικό-φαντασιακό, με την αναζήτηση του Ιερέα Ιωάννη και του θεϊκού του βασιλείου.
Εδώ στο α' μέρος του κεφαλαίου, στη Νίκαια, δίνεται η μάχη στο πρώτο επίπεδο. Ο Θεόδωρος Λάσκαρης παλεύει για την επιβίωση του κράτους της Νίκαιας που έχουν ιδρύσει οι εξόριστοι από την Κωνσταντινούπολη Ρωμιοί. Κρίσιμες είναι οι πληροφορίες που του μεταφέρουν ο Νικηφόρος κι οι ιππότες φίλοι του. Ο Καϊχοσρόης έρχεται από τον νότο, κι η κύρια μάχη θα δοθεί στην Αντιόχεια του Μαιάνδρου.
*************************************

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15ο : ΑΝΤΙΟΧΕΙΑ ΜΑΙΑΝΔΡΟΥ,
1211 μ.Χ.


Α’ ΝΙΚΑΙΑ

Στα μέσα Μαΐου ξεκίνησαν οι επτά καβαλάρηδες κι η άμαξα με την Αϊσέ και το παιδί απ’ το Ικόνιο. Έφυγαν βιαστικά για να βρουν τον Λάσκαρη που βρισκόταν στο βόρειο τμήμα του κράτους. Θα υπερασπιζόταν την Νίκαια και την Προύσα ενώ ο Καϊχοσρόης επρόκειτο να του επιτεθεί από τον νότο. Θα του αποσπούσε πόλεις και λιμάνια που θά ’ταν ανυπεράσπιστα. Όταν οι δυο στρατοί θα συναντιόντουσαν θα υπήρχαν ήδη τετελεσμένα. Ο ένας θα κατείχε σχεδόν όλη την επικράτεια κι ο άλλος θα ήταν στριμωγμένος σε μια λωρίδα στον βορά. Εκεί, μάλιστα, θα μπορούσε ταχύτατα να του επιτεθεί κι ο Λατίνος αυτοκράτορας Ερρίκος.
Ήταν κρίσιμο να ενημερωθεί άμεσα ο Λάσκαρης για τις προθέσεις του αντιπάλου. Μετά από τρεις μέρες πέρασαν το Φιλομήλιο, την τελευταία πόλη στην περιοχή του σουλτανάτου. Έκαναν άλλες τέσσερις μέρες δρόμο ως το Αμόριο που ήταν στη δικαιοδοσία της Νίκαιας. Ο Μαγκαφάς, που διοικούσε την περιοχή, ήταν κοντά στον Λάσκαρη. Δεν τον συνάντησαν, όπως δεν συνάντησαν ούτε και τον Μαυροζώμη που τώρα βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις. Όλοι οι μικροί ηγεμόνες ήταν σε μεγάλη ανησυχία καθώς οι δυο Κύρηδές τους ετοιμάζονταν για πόλεμο. Αυτό τους έβαζε σε αποφασιστικά διλήμματα.
Ο Νικηφόρος κι η συντροφιά του απέφευγαν να μένουν σε χάνια. Προτιμούσαν να στήνουν πρόχειρα καταλύματα με σκηνές. Υπήρχε ένα κλίμα έντασης σε ολόκληρη την πλατιά συνοριακή ζώνη. Οι ξένοι, σε όλα τα χωριά και τις πόλεις που περνούσαν, αντιμετωπίζονταν σαν πιθανοί κατάσκοποι. Είχαν αγωνία αν θα προλάβαιναν να πουν έγκαιρα όσα είχαν μάθει.
Ο Λάσκαρης είχε μείνει στον βορά για να υπερασπιστεί την Νίκαια και την Προύσα. Άφηνε ελεύθερο χρόνο και χώρο στον Σουλτάνο να του ρημάξει τον νότο και να του πάρει όλες τις πόλεις-φρούρια. Έπρεπε να μάθει τα σχέδια του Καϊχοσρόη και να κάνει κάτι για να τα αντιμετωπίσει. Ο χρόνος ήταν λίγος και κυλούσε εις βάρος των Ρωμαίων. Αν προλάβαιναν να τον ενημερώσουν ίσως κατάφερνε να βρει ένα σχέδιο για να σώσει τις περιοχές του. Μονάχα οι φρουρές του Μαγκαφά και του Μαυροζώμη είχαν μείνει για να τις υπερασπιστούν. Φυσικά, ο Σουλτάνος δεν φοβόταν τους ηγεμόνες. Θα τους υποχρέωνε να περάσουν στο δικό του στρατόπεδο και θα ενισχυόταν ακόμη περισσότερο.
Έκαναν μια εβδομάδα ακόμα για το Δορύλαιο και μετά για να φτάσουν στη Νίκαια. Έτρεξαν απευθείας στο στρατόπεδο του Θεόδωρου και ζήτησαν να τον δουν. Ο αυτοκράτορας χαιρέτισε εγκάρδια τον Νικηφόρο αποφεύγοντας τις εθιμοτυπίες και τα προσκυνήματα. Χάρηκε που ξαναείδε τον Διογένη ενώ τίμησε ιδιαίτερα τους συντρόφους του Νικηφόρου. Αναγνώριζε πως έκαναν μαζί του το κοπιαστικό ταξίδι για να του φέρουν πληροφορίες. Χάρηκε και για τον νεαρό Νικηφορίσκο που ήρθε απ’ το Ικόνιο, αλλά, απόρησε που δεν ήταν η Ζωή μαζί τους. Από τον Διογένη ήξερε ότι θα γινόταν μια προσπάθεια να την απαγάγουν από το παλάτι του Σουλτάνου.
«Πίστευα πως θα τα καταφέρνατε να την πάρετε» είπε ο Θεόδωρος. «Την είχε, λοιπόν, καλά φυλαγμένη στο παλάτι του ο Ιαθατίνης.»
«Δεν είναι φυλακισμένη Μεγαλειότατε» του εξήγησε ο Νικηφόρος. «Μίλησα μαζί της. Μένει με τη θέλησή της και σε λίγο θα φύγει για μια αποστολή στην άκρη της Γης. Έτσι είπε. Την συνδυάζει με την επιδίωξη του νέου ελληνισμού.»
«Εμείς εδώ πολεμάμε για τον νέο ελληνισμό» είπε ο Λάσκαρης. «Εδώ, όχι στην άκρη του κόσμου!»
Γύρισε προς τον Διογένη και υον ρώτησε αυτό που ήταν σημαντικό εκείνη τη στιγμή.
«Ερημίτη, έφερες κανένα σημαντικό νέο για τον στρατό του Καϊχοσρόη;»
«Η Ζωή μας έδωσε πολύτιμες πληροφορίες, Άρχοντα. Μίλησε με τον Νικηφόρο και του έδωσε λεπτομέρειες τις οποίες πρέπει να μάθετε άμεσα.»
«Πάμε στη σκηνή του στρατηγείου. Θα ακούσω όσα σας είπαν αλλά κι όσα είδατε με τα μάτια σας.»

Πέρασαν στην σκηνή που είχε έναν ανάγλυφο χάρτη στο μέσον της και μικρότερους χάρτες τριγύρω. Ο Λάσκαρης φώναξε τους τέσσερις επικεφαλής στρατηγούς. Ο ένας των Ιταλών, ο άλλος των Ρωμαίων, ένας των Κουμάνων ιππέων και τοξοτών κι ένας των Πεζικάριων. Εκτός από τον Λάσκαρη, τον Νικηφόρο, τον Διογένη και τους στρατηγούς παρευρίσκονταν κι οι Φράγκοι. Ο Ρομπέρ, ο Εστάς κι ο Ντελφόρ είχαν δηλώσει ότι θα πολεμούσαν με το μέρος του Λάσκαρη. Θα παρέβλεπαν τη συμμαχία Ερρίκου και Καϊχοσρόη. Ο Στέφανος κι ο Ιγνάτιος πήγαν σε ένα καπηλειό για να πιουν. Η Αϊσέ κι ο Νικηφορίσκος επιτέλους θα ξεκουράζονταν λίγο.
Ο Νικηφόρος, ο Διογένης κι οι Φράγκοι ενημέρωσαν αμέσως τον Λάσκαρη γι αυτα που είχαν μάθει. Ο στρατός του Καϊχοσρόη ερχόταν από τον νότο. Θα έβρισκε αφύλακτες όλες τις πόλεις που βρίσκονταν εκεί. Μέχρι να τον αντιμετωπίσει ο ρωμαϊκός στρατός, εκείνος θα είχε κατακτήσει το μεγαλύτερο μέρος της αυτοκρατορίας. Θα είχε στερήσει τον στρατό της από πόρους και στρατιώτες.
«Η αλήθεια είναι ότι υπάρχει πρόβλημα. Αν ο Μαγκαφάς κι ο Μαυροζώμης συνθηκολογήσουν θα βρεθώ σε τραγική θέση» είπε σκεπτικός ο Θεόδωρος. «Κι όπως το βλέπω, αν δεν έχουν την υποστήριξή μας, θα ενδώσουν.»
«Πριν πούμε οτιδήποτε άλλο, Μεγαλειότατε, πρέπει να δώσετε άμεσα το σύνθημα. Να φύγουμε γρήγορα προς νότο» είπε ο Νικηφόρος. «Ο Καϊχοσρόης έχει ήδη ξεκινήσει.»
«Σε δώδεκα μέρες θα είμαστε στη Φιλαδέλφεια, ίσως και σε ένδεκα» είπε ο Λάσκαρης. Ήταν αποφασιστικός. «Θα τους προλάβουμε.»
Γύρισε προς τους στρατηγούς του.
«Πείτε να σημάνουν συναγερμό. Ξεκινάμε πορεία αύριο το πρωί για Φιλαδέλφεια με τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα. Να είναι όλοι έτοιμοι αύριο απ’ τα χαράματα! Ενημερώστε τον Μαγκαφά, τον Ασιδηνό και τον Μαυροζώμη. Τρέχουμε όλοι προς τον Μαίανδρο!»
Οι στρατηγοί μετέφεραν αμέσως τη διαταγή και μπήκαν πάλι στη σκηνή για να συνεχιστεί η σύσκεψη. Η μεταφορά του στρατεύματος στη Φιλαδέλφεια ήταν αναγκαία αλλά δεν έλυνε όλα τα προβλήματα.
«Ο Καϊχοσρόης πρέπει να έχει ήδη ξεκινήσει από το Ικόνιο» είπε ο Νικηφόρος. «Είχε ορίσει για μέρα εκκίνησης τις είκοσι Μαΐου κι είναι εικοσιτέσσερις.»
«Σημασία έχει ο τρόπος ακριβώς που θα κινηθεί. Δείξτε μας στον χάρτη πώς θα πάει.»
«Ο στρατός του θα συγκεντρωθεί στο Μποντρούμ. Θα πάει εκεί με πλοία απ’ την Αττάλεια για να μεταφέρει και βαρύ οπλισμό για πολιορκίες, αλλά και προμήθειες.»
«Αν είναι έτσι» είπε ο Λάσκαρης, «θα χάσει περίπου δυο εβδομάδες.»
«Ακριβώς!» είπε ο Νικηφόρος. «Υπολογίζω κι εγώ ότι στις αρχές Ιουνίου, γύρω στις πέντε με έξι του μηνός, θα είναι έτοιμος για την εισβολή. Θα έχει μαζί του στρατό γύρω στις είκοσι χιλιάδες πολεμιστές. Θα προσπαθήσει να μπει στα δικά σας εδάφη, Μεγαλειότατε, από τη γέφυρα του Μαιάνδρου, που βρίσκεται στην Αντιόχεια. Αν είναι σωστά αυτά τα δεδομένα, τότε, μάλλον εκεί θα πρέπει να τον αντιμετωπίσετε γύρω στα μέσα Ιουνίου. Αυτά είναι τα κυριότερα σημεία που μου τόνισε κι η Ζωή στο Ικόνιο.»
«Τουλάχιστον αυτό ας με αφήσει η αγαπητή μας Ζωή να το αποφασίσω εγώ!»
Ο Νικηφόρος κατάλαβε ότι είχε ξεπεράσει τα όρια κι ότι αντί για πληροφορίες έδινε εντολές. Σταμάτησε κα έμεινε να ακούει απλά. Ο Λάσκαρης κι οι στρατηγοί του κοιτούσαν τον χάρτη που είχαν μπροστά τους. Έκαναν διάφορες παρατηρήσεις ανταλλάσσοντας γνώμες, όταν ο Ρομπέρ παρενέβη για να πει κάτι που θεώρησε βασικό.
«Μεγαλειότατε Ρουά ντε Γριέ» είπε ο Ρομπέρ. «Σι βου με περμετέ, αν μου επιτρεπετέ, να πω κατί ε μουά;»
«Σε ακούμε Ιππότη» είπε ο Λάσκαρης ακούγοντας τα παράξενα ελληνογαλλικά του.
«Σεβαστή μαντάμ Ζωή είπε σε αγαπητό Νικηφορό κάτι βασικό, εσσενσιάλ. Ζητηστέ, βου πριέ, σας παρακαλώ, να σας πει Νικηφορός αυτό βασικό πληροφοριά.»
«Τι ήταν αυτό Νικηφόρε;» ρώτησε ο Λάσκαρης.
«Θα σας το έλεγα, Μεγαλειότατε» είπε εκείνος. «Είναι ένα σημείο κρίσιμο αν τα πράγματα στη μάχη δεν εξελιχθούν καλά. Μου είπε η Ζωή ότι ο Καϊχοσρόης σας εκτιμάει και σας θεωρεί φίλο. Μόνο ένα χρέος του προς τον Αλέξιο τον έχει κάνει να κινηθεί εναντίον σας και να σας πολεμάει. Γι αυτό, πιστεύει ότι ο Ιαθατίνης δεν θα σας αγνοούσε αν τον προκαλούατε. Θα απαντούσε θετικά σε μια πρόσκληση για μονομαχία πρόσωπο με πρόσωπο ανάμεσά σας. Αν συμβεί, λοιπόν, τα πράγματα να πηγαίνουν άσχημα, τότε ...»
«Όμως, δεν θα πάνε άσχημα τα πράγματα» φώναξε ο Λάσκαρης δυνατά.
«Θα νικήσουμε» πετάχτηκε ο ένας από τους στρατηγούς.
«Θα πετάξουμε τους άπιστους στο ποτάμι» είπε ο άλλος με ενθουσιασμό.
Συνέχισαν να κουνούν στο ανάγλυφο που είχαν μπροστά τους στρατιωτάκια. Μετρούσαν βουνά, κοιλάδες, ποτάμια και λίμνες, πόλεις και χωριά. Σχεδίαζαν επί χάρτου την άμυνα της αυτοκρατορίας απέναντι στον επικίνδυνο εχθρό που, ως τώρα, ήταν σύμμαχος. Η πολιτική πονηριά των Βενετών κι ο Μιχάλης Δούκας της Ηπείρου τα είχαν καταφέρει. Η φιλοδοξία του Αλέξιου Γ’ και το παλιό ηθικό χρέος του σουλτάνου είχαν φέρει τον πρώην σύμμαχο απέναντί τους. Απειλείτο η ίδια η ύπαρξη του κράτους της Νίκαιας.
«Αύριο, λοιπόν ξεκινάμε» είπε ο Λάσκαρης. «Πρέπει να φτάσουμε έγκαιρα στη Φιλαδέλφεια και να αναπτυχθούμε στην κοιλάδα του Μαιάνδρου. Θα εγκατασταθούμε στις Τράλλεις και θα τους σταματήσουμε πριν περάσουν τον ποταμό. Αν προλάβουν να μας πάρουν την Αντιόχεια του Μαιάνδρου, θα βρεθούμε σε πολύ δύσκολη θέση. Θα διασχίσουν εύκολα τον ποταμό και θα περάσουν τα πολεμοφόδια και τις μηχανές τους. Πρέπει λοιπόν να τρέξουμε, να βοηθήσουμε την πόλη και να τους σταματήσουμε εκεί.»
«Το σχέδιο είναι καλό» είπε ο Κωνσταντίνος Τουρσέντης, ο επικεφαλής των Ιταλών. Ο πατέρας του ήταν επικεφαλής των Βαράγγων στην Κωνσταντινούπολη. «Αρκεί να προλάβουμε να είμαστε σε ένδεκα μέρες στη Φιλαδέλφεια.»
«Θα είμαστε» είπε ο Θεόδωρος με αποφασιστικότητα που έδειχνε ότι το πίστευε.
«Μεγαλειότατε, εγώ κι οι σύντροφοί μου θέλουμε να είμαστε στην προσωπική σας φρουρά. Αν δεν έχετε αντίρρηση δώστε μας την χαρά» είπε ο Νικηφόρος.
«Φυσικά και θα είστε» είπε ο αυτοκράτορας. «Πάμε και με τη βοήθεια του Θεού και της Παναγίας θα νικήσουμε!»
Καθώς έβγαιναν από το δωμάτιο, ο Λάσκαρης έκανε νόημα στον Νικηφόρο να μείνει.
«Θέλω κάτι να σε ρωτήσω Νικηφόρε» του είπε.
Όταν βγήκαν όλοι, τον φώναξε κοντά και του έκανε μια περίεργη ερώτηση.
«Μήπως είδες πουθενά εκεί στο Ικόνιο τον αδελφό μου, τον Κωνσταντίνο;»
«Τον Κωνσταντίνο;» έκανε εκείνος έκπληκτος. «Μα, έχει πεθάνει, έτσι δεν είναι;»
«Έτσι ξέρουμε. Όμως, την τελευταία φορά που συζήτησα με τον Καϊχοσρόη, μου άφησε υπονοούμενα. Ήθελα να μάθω αν παρατήρησες κάτι εκεί που πήγες. Βλέπεις, αν έχει κρατήσει τη Ζωή τόσο καιρό στο παλάτι του, ίσως κι ο αδελφός μου... Δεν ξέρω, μια σκέψη έκανα, αυτό ήταν όλο!»
«Δεν είδα τίποτε, ούτε κατάλαβα» είπε ο Νικηφόρος.
Για μια στιγμή πέρασε από το μυαλό του η σκηνή που ο Καϊχοσρόης του είπε “είναι βλέπεις ερωτευμένη … με άλλον!”. Τότε ο Νικηφόρος είχε νομίσει ότι εννοούσε εκείνον, όμως η Ζωή του το είχε ξεκαθαρίσει. Δεν ήταν ερωτευμένη μαζί του! Ήταν δυνατόν να ζούσε ο Κωνσταντίνος και να εννοούσε αυτόν ο Σουλτάνος όταν έλεγε ότι είναι ερωτευμένη με άλλον; Μα τι σκέψεις ήταν αυτές; Πως μπορούσε να σκέφτεται τόσο καχύποπτα. Γιατί να κρυφτεί ένας αυτοκράτορας, να περνιέται για νεκρός; Αλλά, πάλι, ποιο ταξίδι θα έκανε μόνη της η Ζωή που θα κρατούσε χρόνια; Μήπως θα ταξίδευαν μαζί; Τι ήταν αυτό που του είχε πει ο Θεόδωρος και πως μπορούσε να το συνδέσει με αυτά που του είχαν πει ο Σουλτάνος και η Ζωή;
«Τι σκέφτεσαι Νικηφόρε; Μήπως θυμήθηκες τίποτε;» τον ρώτησε ο Θεόδωρος.
«Σκαλίζω όλες τις λεπτομέρειες μέσα στο μυαλό μου, Μεγαλειότατε, αλλά δεν βγάζω νόημα.»
«Τέλος πάντων, είπα μήπως είχες δει τίποτε περίεργο εκεί. Μακάρι να ζούσε ο αδελφός μου. Ξέρεις πόσο πολύ τον θαύμαζα και τον εκτιμούσα. Ήταν τόσο γενναίος και πόσο ανοιχτόκαρδος! Τον αγαπούσα πολύ και μου λείπει.»
«Η ζωή είναι μια σειρά από απώλειες, Μεγαλειότατε» είπε ο Νικηφόρος. «Έχασα κι εγώ πολλούς δικούς μου. Μεταξύ τους και τη γυναίκα και ένα παιδί μου.»
«Βρήκες όμως άλλο! Έφερες μαζί σου τον Νικηφορίσκο ή Μουτζαφέρ που είναι καρπός δικός σου και της Ζωής.»
«Είναι το πιο ευχάριστο που μου συνέβη τα τελευταία μαύρα χρόνια» είπε με πίκρα στη φωνή του ο Νικηφόρος.
«Πάμε φίλε μου» είπε ο Λάσκαρης. «Δεν είναι καιρός για θρήνους, τώρα έχουμε πόλεμο! Προέχει να περάσουμε αυτή τη δοκιμασία με νίκη. Μόνο μετά από αυτό θα έχουμε δικαίωμα στην προσωπική μας θλίψη!»

****************************************
Η συνέχεια αύριο, Πέμπτη 5/8 (προτελευταία συνέχεια)

Τρίτη 4 Αυγούστου 2020

Εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε γέλασε!

«Δε συμφωνώ ούτε με μια λέξη από όσα λες, αλλά θα υπερασπίζω και με το τίμημα της ζωής μου ακόμη, το δικαίωμά σου ελεύθερα να λες όσα πρεσβεύεις»

Η πρόταση αυτή αποδίδεται στον Βολταίρο. Είτε το είπε αυτός είτε του το κόλλησε μια βιογράφος του, η πρόταση έμεινε σαν σύμβολο της ελευθερίας του λόγου, σύμβολο του δυτικού πνεύματος της δημοκρατίας και του ορθολογισμού.
Για αλλού βέβαια, όχι για εμάς εδώ τους γηγενείς.

Γιατί εδώ είναι Βαλκάνια.
Όπως λέει το σημερινό ρεπορτάζ:

Με εντολή του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη η Διεύθυνση Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος απέστειλε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, υλικό αναρτήσεων στο διαδίκτυο προς ενημέρωση και ποινική αξιολόγηση. 
Στις αναρτήσεις γίνονται αναφορές σε μη εφαρμογή των μέτρων περιορισμού της διάδοσης του κορωνοϊού. 
Σύμφωνα με δήλωση του Υπουργού : «θα πάρουμε όλα τα νόμιμα μέτρα ώστε να μην απειληθεί η δημόσια υγεία από παραπληροφόρηση ή θεωρίες συνωμοσίας που έχουν αρχίσει και κυκλοφορούν στο διαδίκτυο.»

51 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 51η

Τέλος και του 14ου κεφαλαίου.
Ο Νικηφόρος συναντά επιτέλους τη Ζωή. Μεγάλη χαρά και απογοήτευση ταυτόχρονα. Η χαρά είναι ο Νικηφορίσκος, ο γιος του που θα τον πάρει μαζί του στην Αθήνα. Η απογοήτευση τον καταλαμβάνει όταν διαπιστώνει ότι η Ζωή είναι πιο ελεύθερη από ποτέ κι ότι δεν θέλει να φύγει μαζί του γιατί έχει έναν απώτερο, πιο σπουδαίο, σκοπό.
*********************************

Δ’ ΤΟ ΞΕΚΑΘΑΡΙΣΜΑ

Ήταν ακόμη στο καπηλειό όταν ένα παιδί ήρθε κι είπε στον Νικηφόρο ότι ένας σούφι τον περίμενε έξω. Κατάλαβε ότι θα ήταν ο Διογένης. Βγήκε κι είδε σε μια γωνιά μια φιγούρα με το κεφάλι σκεπασμένο να τον κοιτά και να στρίβει προς ένα σοκάκι. Τον ακολούθησε και τον πλησίασε. Ο σούφι ξεσκέπασε το πρόσωπό του κι ο Νικηφόρος αναγνώρισε τον ερημίτη. Ήταν τελικά ένας καλός εξπλοράτορας, ένας κατάσκοπος για όλες τις δουλειές. Έκανε να τον αγκαλιάσει, εκείνος, όμως, του υπέδειξε να κάτσει φρόνιμος και να μη δίνει στόχο. Ένας σούφι μουσουλμάνος δεν θα αγκαλιαζόταν με άπιστους.
«Σε χαιρετώ Νικηφόρε. Με λένε Γιάσουα Μπεν Ραμπίν. Μου ζητάς πληροφορίες για τους Αγίους Τόπους» του είπε ο Διογένης βιαστικά.
«Εντάξει, Γιάσουα-Διογένη» του είπε ο Νικηφόρος. «Να ξέρεις, όμως, ότι ο Καϊχοσρόης ξέρει τι ζητάω εδώ κι εγώ και οι φίλοι μου. Μου είπε, μάλιστα, ότι θα κανονίσει μια συνάντηση δική μου με τη Ζωή. Καταλαβαίνεις ότι το θέμα της απαγωγής έχει δυσκολέψει πολύ;»
«Μίλα μου σκυφτός με σεβασμό» του τόνισε ο Διογένης. «Δεν είναι μόνο ο Σουλτάνος, είναι κι οι ντόπιοι. Αν καταλάβουν ότι είμαι εξπλοράτορας, θα με ξεσκίσουν.»
Ο Γιάσουα του είπε στα γρήγορα πως έχει η κατάσταση.
«Άκου. Εδώ ετοιμάζονται για πόλεμο. Πρέπει να μάθει ο Λάσκαρης τι συμβαίνει. Χρειάζεται πληροφορίες που θα έχει μαζέψει η Ζωή. Αφού θα συναντηθείς μαζί της, να μάθεις και να μου πεις. Πρέπει να ξέρουμε πότε θα φύγει ο στρατός, ποια διαδρομή θα ακολουθήσει, τι αδύνατα σημεία έχει. Εγώ ίσως να μην μπορέσω να την δω, γι αυτό, ρώτα την εσύ. Θα φύγουμε για τη Βιθυνία, στον Λάσκαρη. Αν έρθει μαζί σου η Ζωή θα την πάρουμε, αλλιώς, θα φύγουμε μόνοι μας με τις πληροφορίες. Πόσοι είστε και πόσα άλογα έχεις;»
«Είμαστε έξι εμείς κι η Ζωή επτά. Έχω επτά άλογα έτσι κι αλλιώς» είπε ο Νικηφόρος. «Εσύ έχεις κάποιο σχέδιο;»
«Το Ικόνιο και το Σουλτανάτο είναι σε επιστράτευση. Οι πύλες φρουρούνται διπλά και τριπλά. Ξέρω όμως την πόλη και την περιοχή και θα φτιάξω ένα σχέδιο.»
«Το Πανδοχείο που μένουμε θα παρακολουθείται πολύ καλά. Μην πλησιάσεις ξανά εδώ.»
«Θα με βρεις στο πίσω μέρος του μιναρέ του Μεγάλου Τζαμιού στην Πύλη της Άγκυρας. Θα περνάω από εκεί κάθε μεσημέρι. Εσύ νά ’σαι έτοιμος κάθε στιγμή» του είπε ο Διογένης-Γιάσουα και εξαφανίστηκε.
Οι επόμενες μέρες, μέχρι να κανονιστεί η συνάντηση με τη Ζωή, κύλησαν με άγχος κι αγωνία για τον Νικηφόρο. Για τους Φράγκους κι Έλληνες φίλους του ήταν βαρετές. Η πόλη ήταν κέντρο θρησκευτικό. Στον μουσουλμανικό τομέα, όπου τους είχαν, επικρατούσε μια σοβαρότητα και μια αυστηρότητα που τους τσάκιζε. Στον χριστιανικό τομέα υπήρχαν καπηλειά αλλά κι εκεί δεν μπορούσαν να πιουν πολύ. Κι όταν έπιναν δεν μπορούσαν να κυκλοφορούν σε ευθυμία καθώς οι φρουροί τους απειλούσαν άμεσα με σύλληψη. Η εμφάνισή τους θύμιζε στους ντόπιους τις σταυροφορίες και, για τον λόγο αυτό, τους έβλεπαν με μισό μάτι. Ήταν κάτι ανάμεσα σε διαβολικά όντα και ληστές για τους ευσεβείς ντόπιους που θεωρούσαν την πόλη τους ιερή. Δεν θα αργούσαν να μπλέξουν σε καυγάδες που θα έληγαν με την επέμβαση των φρουρών και την σύλληψή τους. Οι φίλοι του Νικηφόρου το ήξεραν και σώπαιναν. Ωστόσο, είχαν βαρεθεί την πειθαρχία και ανυπομονούσαν για περιπέτεια.
Κάποια στιγμή, επιτέλους, ο Νικηφόρος ενημερώθηκε από σουλτανικό απεσταλμένο. Το άλλο πρωί πήγε στο Παλάτι, στην πύλη του Σουλεϊμάν. Τον περίμεναν τέσσερις φρουροί που τον έβαλαν ανάμεσά τους και τον οδήγησαν σε ένα κήπο, τον Μπαχτσέ Σεράι. Αυτοί σταμάτησαν και του είπαν να συνεχίσει. Ήταν εκπληκτικός ο κήπος, απίστευτης ομορφιάς σε χρώματα, σχήματα και οσμές. Ήξερε πως κατά την περσική συνήθεια, οι μουσουλμάνοι αγαπούσαν τους κήπους. Δέντρα, λουλούδια, πρασινάδες και φυσικοί διάδρομοι με ξύλινα κιόσκια και τέντες έφτιαχναν ένα θαυμάσιο τοπίο. Ήταν υπέροχα για περπάτημα και για να μιλήσει κανείς ή να ξεκουραστεί.
Στο βάθος του διαδρόμου όπου προχωρούσε διέκρινε την σιλουέτα μιας γυναίκας. Φορούσε ένα κόκκινο φόρεμα κι είχε το κεφάλι της καλυμμένο με μια καλύπτρα, σαν κουκούλα για τη βροχή. “Θεέ μου, τη βλέπω! Είναι η Ζωή. Πόσο αλλιώτικη από τότε στη Μονή!” σκέφτηκε. Πλησίασαν και σιγουρεύτηκε πως ήταν εκείνη. Έβγαλε την κουκούλα από το κεφάλι της και αποκάλυψε τα όμορφα κυματιστά μαύρα μαλλιά της. Τα μάτια της ήταν το ίδιο διαπεραστικά όπως πάντοτε. Στο πρόσωπό της διαγραφόταν ένα χαμόγελο που έδειχνε την ικανοποίησή της. Τον κατέλαβε ταραχή και την πλησίασε γρήγορα σκοπεύοντας να την αγκαλιάσει αλλά εκείνη τον συγκράτησε. Έτεινε το χέρι της μπροστά κάνοντάς του ένα νόημα να κρατηθεί σε εύλογη απόσταση και να μην την ακουμπήσει. Άπλωσε, όμως, τα χέρια της και τον άγγιξε σφίγγοντας με τις παλάμες της τα δικά του χέρια.
«Έχει κανόνες εδώ» του είπε. «Πρέπει κι οι δυο να τους σεβαστούμε. Δεν μπορούμε να πλησιάσουμε περισσότερο.»
«Γλυκιά μου Ζωή, σε ξαναβλέπω μετά από τρία χρόνια» της είπε κι έτρεμε ολόκληρος από τη συγκίνηση.
«Χαίρομαι κι εγώ που σε ξαναβλέπω μετά από αυτά τα τρία πολύ δύσκολα χρόνια! Ήταν πολύ γενναίο εκ μέρους σου, Νικηφόρε, να έρθεις μέχρι εδώ για να με βρεις!»
«Ήρθα γιατί σε αγαπώ» της είπε τρέμοντας από ταραχή. «Όταν έμαθα ότι σε είχαν αρπάξει τρελάθηκα, φοβήθηκα πως θα σε είχαν πουλήσει για σκλάβα. Μόλις έμαθα ότι ήσουν εδώ, οργάνωσα το ταξίδι και ήρθα! Πες μου, όμως, πως είσαι; Ο Καϊχοσρόης μου είπε ότι, τουλάχιστον, εδώ είσαι καλά, κι εσύ κι ο μικρός γιος σου!»
Δεν της είπε “και γιος μου”, περίμενε να το πει εκείνη. Μέχρι να το ακούσει από το δικό της στόμα είχε ακόμη μιαν αμφιβολία μέσα του. Αν ο έρωτάς τους είχε επισφραγιστεί με τη γέννηση ενός παιδιού, τότε θα είχε γίνει αιώνιος.
«Σωστά στα είπε ο Ιαθατίνης» του είπε εκείνη που καταλάβαινε καλά την αβεβαιότητά του. «Εδώ στο Ικόνιο είμαι καλά! Ο Εμίρης που με είχε αρπάξει από την Αγία Παρασκευή με σεβάστηκε κι αυτός, δεν με πούλησε σκλάβα. Με άφησε ήσυχη, χάρη στο ότι ήμουν έγκυος. Ύστερα έγινα μητέρα ενός βρέφους. Αυτό με έσωσε απ’ τη σκλαβιά.»
Ο Νικηφόρος την άκουγε με κομμένη την ανάσα.
«Όταν γεννήθηκε το μωρό, τον είπα Νικηφορίσκο αφού ήταν δικό σου παιδί. Ο Ιαθατίνης τον είπε Μουτζαφέρ που θα πει νικηφόρος στα τούρκικα. Να ξέρεις ότι στον μικρό μας, που θα τον δεις σε λίγο, χρωστάω τη ζωή μου. Χάρη σε αυτόν επιβίωσα κι είμαι τώρα εδώ, ελεύθερη!»
«Ελεύθερη;» απόρησε εκείνος.
«Ναι, Νικηφόρε, ελεύθερη. Πιο ελεύθερη από όσο ήμουν ποτέ, εκτός απ’ τα παιδικά μου χρόνια. Δεν είναι εύκολο να ζεις στον γυναικωνίτη ενός παλατιού, στο χαρέμι ενός Σουλτάνου. Όμως, μπροστά στη απόλυτη μοναξιά της μονής και μπροστά στην άλλη μοναξιά της Νίκαιας, εδώ είναι καλύτερα! Αλλά ας τα αφήσουμε τώρα αυτά. Είναι ώρα να δεις τον Νικηφορίσκο μας. Θα πω στην Αϊσέ να τον φέρει.»
Γύρισε κι έγνεψε σε μια γυναίκα που, προφανώς, ήταν η βοηθός της. Η Αϊσέ πλησίασε κρατώντας στην αγκαλιά της ένα μικρό παιδί. Το έδωσε στη Ζωή που το κράτησε κι εκείνη στην αγκαλιά της και το φίλησε τρυφερά. Τον χάιδεψε απαλά και του μίλησε σαν να ήταν κιόλας έφηβος.
«Νικηφορίσκο αγάπη μου, αυτός είναι ο μπαμπάς σου. Χαιρέτησέ τον γλυκό μου αγόρι. Είναι ο Νικηφόρος, ο μπαμπάς σου! Ήρθε απ’ την Αθήνα για σένα.»
Το μικρό παιδί κοίταξε τον Νικηφόρο και χαμογέλασε. Άπλωσε τα χεράκια του και άγγιξε το πρόσωπο του άντρα που τον κοιτούσε έκπληκτος.
«Είσαι ο μπαμπάς μου;» ρώτησε.
«Ναι μωρό μου, εγώ είμαι. Ήρθα για να σε δω. Είμαι ο Νικηφόρος, έχεις το όνομά μου.»
«Εγώ είμαι ο Νικηφορίσκος» είπε το μόλις δίχρονο παιδί. «Με λένε και Μουτζαφέρ, κι αγαπώ πολύ την αϊνέ μου, και την Αϊσέ, τη νανά μου.»
«Κι εγώ αγαπάω τη μαμά σου μωρό μου» του είπε ο Νικηφόρος που είχε λιώσει από την συγκίνηση. «Κι αγαπάω κι εσένα αγόρι μου!»
Η Ζωή άφησε κάτω τον μικρό κι είπε στον Νικηφόρο να κάνει μια βόλτα μαζί του. Ο νεαρός προχώρησε κρατώντας τον ευτυχισμένο πατέρα του απ’ το χέρι. Όταν γύρισαν ο μικρός αναζήτησε πάλι την αγκαλιά της μάνας του.
«Πήγαινε τώρα, αγάπη μου» του είπε εκείνη.
Τον έβαλε να χαιρετίσει τον Νικηφόρο με μια αγκαλιά και τον παρέδωσε στην Αϊσέ. Όταν έμειναν μόνοι τους, η Ζωή τού μίλησε με σοβαρό ύφος.
«Ξέρω πως ήρθες για να με ελευθερώσεις κι ότι θέλεις να με πάρεις μαζί σου. Θέλω, όμως, να ακούσεις κάτι και να το ακούσεις σοβαρά. Και πρώτα από όλα, να ξέρεις πως δεν θα έρθω μαζί σου. Δεν θέλω να πάω στη χριστιανική Ρωμανία, κι αυτό δεν μου το επιβάλλει κανείς, είναι κάτι που το θέλω εγώ! Εξάλλου πρέπει να ξέρεις πως είμαι απόλυτα ελεύθερη. Αν θέλω να φύγω, μπορώ να πάω όπου θέλω!»
«Σ’ αρέσει να μένεις εδώ; Στον γυναικωνίτη;»
«Όχι, κι ούτε θα μείνω εδώ! Έχω κι εγώ μιαν αποστολή να εκτελέσω κι αυτό θα κάνω. Θα μου πάρει χρόνια και θα πάω μακριά, αλλά αυτό θέλω να κάνω και θα το κάνω!»
«Ποια αποστολή; Δεν θέλεις να έρθω μαζί σου;»
«Όχι Νικηφόρε. Εκεί που πάω ούτε μπορείς ούτε και πρέπει να έρθεις.»
«Μα … πού πας; Και για ποιο λόγο;»
«Πάω μακριά στην ανατολή, κάπου μετά την Ευδαίμονα Αραβία, μετά την Κίνα, δεν ξέρω πού ακριβώς. Έχει να κάνει με τον στόχο μας, με τον νέο ελληνισμό, αυτό μόνο μπορώ να σου πω. Μη με ρωτάς άλλα, και τόσα που είπα ήταν πολλά. Σέβομαι ό,τι έχουμε ζήσει και δεν θέλω να σου πω ένα ψυχρό αντίο. Μη με πιέσεις, όμως, για τίποτε άλλο. Δεν θα έρθω μαζί σου, θα μείνω εδώ.»
Ο Νικηφόρος είχε μείνει άναυδος. Ήταν ελεύθερη κι αν ήθελε να φύγει μπορούσε να φύγει! του είχε πει. Κι είχε σκοπό να ταξιδέψει για χρόνια, να φτάσει ως την άκρη της γης. Για τον νέο ελληνισμό! Και δεν τον ήθελε μαζί της! Ήταν όλα τόσο απίθανα κι απίστευτα που δεν μπορούσε να τα χωνέψει. Όμως ήξερε, το καταλάβαινε, πως όλα αυτά τα εννοούσε. Ήξερε πως η Ζωή ήταν ειλικρινής μαζί του, του έλεγε την αλήθεια.
«Έμαθα πως η Αγνή πέθανε και πως έχασες ένα παιδί και πολλούς συγγενείς» είπε η Ζωή συνεχίζοντας. «Κατάφερες να συνέλθεις κάπως από όλα αυτά;»
«Ήταν πολλά, αλλά, περάσανε. Ο χρόνος βλέπεις μπορεί να ισοπεδώνει τις χαρές και τις λύπες.»
«Θέλω να πάρεις μαζί σου τον Νικηφορίσκο και να τον μεγαλώσεις με τα άλλα σου παιδιά. Δεν μπορώ να τον πάρω στο ταξίδι μου.»
«Αλήθεια … θα πας; Είναι τόσο σημαντικό;»
«Είναι το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή μου, ίσως το μόνο που μου έχει μείνει.»
«Ο Καϊχοσρόης μού ’πε ότι είσαι ερωτευμένη. Εννοούσε τον έρωτα με αυτόν τον σκοπό;»
«Ναι, προφανώς» έκανε η Ζωή λίγο δυσαρεστημένη που αναγκαζόταν να πει ένα ψέμα.
«Όταν μου τό ’πε, νόμισα πως εννοούσε εμένα. Έκανα λάθος όμως, έτσι;»
«Ναι γλυκέ μου, έκανες λάθος. Δεν είμαι ερωτευμένη πια μαζί σου. Σε σέβομαι και σε αγαπάω αλλά δεν είναι το ίδιο όπως παλιά. Πρέπει να το καταλάβεις αυτό.»
«Το καταλαβαίνω» έκανε ο Νικηφόρος με τη φωνή του σχεδόν σβησμένη. «Το νιώθω …»
«Πήγαινε τώρα και θα βρεθούμε αύριο σε ένα σπίτι όπου θα σε φέρει ο Γιάσουα» του είπε η Ζωή. «Έχουμε να πούμε για τα σχέδια του Καϊχοσρόη.»
Την είδε να απομακρύνεται τυλιγμένη με την κόκκινη κάπα και του φάνηκε σαν οπτασία. Έφυγε κι εκείνος με μια γλυκόπικρη γεύση από όσα είχε ακούσει. Αν του έλεγε πως στη ζωή της είχε μπει άλλος, θα μπορούσε να το παλέψει. Με ένα σκοπό, όμως, πώς να τα βάλει; Του είχε κλείσει την πόρτα με πάταγο, όμως, του είχε δώσει ένα ανεκτίμητο δώρο. Ήταν ένα παιδί δικό τους, ο νεαρός Νικηφορίσκος!
Πήγε στους άλλους και τους ανήγγειλε ότι δεν υπήρχε θέμα απαγωγής. Η Ζωή ήταν ελεύθερη να φύγει κι έμενε εδώ με τη δική της θέληση. Θα γινόταν, όμως, αύριο μια συνάντηση για να συζητήσουν το θέμα του επερχόμενου πολέμου και μετά θα έφευγαν. Κανείς δεν θα τους κυνηγούσε. Θα χαιρετούσαν τον Σουλτάνο που δεν είχε τίποτα να φοβηθεί από αυτούς, και θα αναχωρούσαν επίσημα.
«Καλύτερα να φύγουμε από εδώ» είπε ο Ρομπέρ. «Πάμε στον στρατό του Λάσκαρη. Έχει ολόκληρη δρούγγα Ιταλών στο στράτευμά του. Αυτοί, όταν λένε Ιταλούς, εννοούνε εμάς τους Φράγκους, Γερμανούς και Πισάνους.»
«Μάθε όσα πρέπει να μεταφέρουμε στον αυτοκράτορα κι ας φύγουμε αύριο κιόλας» πρότεινε ο Ιγνάτιος.
Πραγματικά το άλλο μεσημέρι ο Νικηφόρος συνάντησε τον Γιάσουα στο τζαμί της Πύλης της Άγκυρας. Εκείνος τον οδήγησε στο σπίτι του Εβραίου Μεΐρ Εφραίμ όπου περίμενε η Ζωή. Κάθισαν στον οντά. Ο Νικηφόρος προσπαθούσε να δει μέσα στο βλέμμα της αν αυτά που του είχε πει ήταν αληθινά. Έπρεπε να χωνέψει πως οι δυο τους θα ήταν πλέον, απλά και μόνο, καλοί φίλοι και πρώην εραστές. Θα ήταν και οι γονείς ενός παιδιού που θα το έπαιρνε μαζί του. Ο Νικηφορίσκος είχε γεννηθεί στο Ικόνιο, αλλά, θα μεγάλωνε στην Αθήνα. Θα είχε, λοιπόν, μαζί της μια σχέση που θα κρατούσε για πάντα, έστω κι αν ο έρωτας είχε σβήσει.
«Ο Καϊχοσρόης θα ξεκινήσει στις είκοσι Μαΐου» είπε η Ζωή. «Θα ακολουθήσει τον νότιο δρόμο. Θα μετακινήσει στρατό, άλογα, όπλα και πολιορκητικές μηχανές με πλοία. Θα πάει από την Αττάλεια ως το Μποντρούμ, απέναντι από την νήσο Κω. Με βάση αυτά, θα χρειαστεί ένα μήνα περίπου για να περάσει στην περιοχή του Λάσκαρη. Από εκεί έχει δυο δρόμους, μπορεί να πάει από τη Σμύρνη ή από την Αντιόχεια του Μαιάνδρου. Θα διαλέξει την Αντιόχεια που έχει και την μεγάλη Γέφυρα του ποταμού. Ο Λάσκαρης πρέπει να το ξέρει και να ετοιμαστεί για να τον αντιμετωπίσει εκεί.»
«Στα είπε αυτά ο ίδιος;» την ρώτησαν.
«Όχι, βέβαια. Τον έχεις για χαζό; Τα έμαθαν η Αϊσέ κι ο Ευστάθιος από πολλές πηγές ταυτόχρονα.»
«Πόσο στρατό θα έχει;» ρώτησε ο Γιάσουα-Διογένης.
«Θα είναι σίγουρα μεγάλο ασκέρι. Δεν ξέρουμε πόσους ακριβώς θα καταφέρει να μαζέψει στο Μποντρούμ. Πάντως θα είναι πάνω από είκοσι χιλιάδες πολεμιστές, ιππείς, τοξότες και πεζικάριοι μαζί.»
«Θα ξεπερνάει κατά πολύ τη δύναμη των Ρωμαίων» είπε ο Γιάσουα. «Ούτε τρεις χιλιάδες στρατό δεν θα μπορέσει να συγκεντρώσει ο Λάσκαρης.»
«Ξέρουμε τουλάχιστον, να έχει κάποιο αδύνατο σημείο;» ρώτησε ο Νικηφόρος.
«Αδύνατο σημείο στο στρατό δεν έχω εντοπίσει» είπε ο Διογένης. «Γι αυτό και δεν κρύβεται καθόλου. Δεν φοβάται.»
«Αδύνατο σημείο είναι η αλαζονεία του» είπε η Ζωή.
«Πώς να εκμεταλλευτεί ένας στρατός ή ένας ηγέτης την αλαζονεία του αντιπάλου;» αναρωτήθηκε ο Νικηφόρος.
«Υπάρχει κάτι που ο Λάσκαρης μπορεί να εκμεταλλευτεί αν υπάρξει ανάγκη» είπε η Ζωή. «Ο Ιαθατίνης, από χαρακτήρα, αλλά, και για εντυπωσιασμό, αν προκληθεί θα δώσει προσωπική μάχη με τον Λάσκαρη. Είναι παλιοί φίλοι κι ο Τούρκος κάνει τον πόλεμο για χατίρι του Αλέξιου Γ’ που δεν εκτιμάει. Σέβεται τον Λάσκαρη. Έτσι λοιπόν, αν οι Ρωμαίοι χάνουν, τότε ο Λάσκαρης μπορεί να παίξει το τελευταίο του χαρτί. Να τον προσκαλέσει σε προσωπική μονομαχία.»
«Μακάρι να μην φτάσει εκεί το πράγμα. Ο Σουλτάνος μοιάζει ανίκητος έτσι θηρίο που είναι» είπε ο Νικηφόρος. «Αν χρειαστεί, όμως, θα είναι αυτό μια τελευταία ευκαιρία για τους Ρωμαίους. Εντάξει, λοιπόν, θα του τα πούμε.»
«Πότε θα φύγετε;» τον ρώτησε η Ζωή. «Πρέπει να σου δώσω τον Νικηφορίσκο.»
«Θα φύγουμε από σήμερα κιόλας. Εσύ, Ζωή μου, δεν θα έρθεις μαζί μας οριστικά, ε;»
«Ναι, οριστικά» επέμεινε εκείνη χωρίς την παραμικρή ταλάντευση. «Θα πάρεις το μικρό μας αγόρι μαζί σου από τώρα. Θα έρθει κι η Αϊσέ μαζί σας.»
Φώναξε την Αϊσέ που έφερε μέσα τον μικρό. Τον φίλησε και τον αποχαιρέτισε συγκινημένη λέγοντάς του να ακούει τον μπαμπά του. Εκείνη θα έλειπε για λίγο καιρό αλλά μια μέρα θα τον έβλεπε και πάλι. Ο μικρός ήταν ψύχραιμος καθώς τον είχε προετοιμάσει. Έφυγαν αμέσως. Ένα φιλί στο μάγουλο και μια ζεστή αγκαλιά ήταν ο αποχαιρετισμός του Νικηφόρου με τη Ζωή. Για εκείνον ήταν πολύ σκληρό που ένας μεγάλος έρωτας τελείωνε με αυτό το σχεδόν ψυχρό φιλί. Αυτή ήταν η κατάσταση, όμως, και δεν μπορούσε να την αλλάξει.
Έφυγαν χωρίς να αποχαιρετίσουν τον Καϊχοσρόη που έλειπε γιατί επιθεωρούσε το στράτευμά του. Όλες οι πύλες ήταν ανοιχτές γι αυτούς κι η αναχώρησή τους επίσημη. Επτά άνδρες, μια γυναίκα κι ένα παιδί έφευγαν από το μουσουλμανικό Ρουμ για την χριστιανική Ρωμανία βιαστικά. Μετέφεραν μαζί τους πληροφορίες που θα αποδεικνύονταν καθοριστικές για το μέλλον της Μικρασίας.
Η επιβίωση της νέας ρωμαϊκής -και λίγο-λίγο ελληνικής- αυτοκρατορίας ήταν στην κόψη του ξυραφιού. Το νέο κράτος που χτιζόταν μετά την άλωση της Πόλης στη Βιθυνία με κέντρο τη Νίκαια ήταν ακόμα αδύναμο. Η καταξίωση του Λάσκαρη ως ηγέτη που θα ενέπνεε τους ελληνόφωνους και χριστιανικούς πληθυσμούς δεν ήταν βέβαιη. Θα παίζονταν στις επόμενες σκληρές μάχες που ετοιμάζονταν να δώσουν οι Ρωμαίοι εν εξορία. Είχαν συγκρουστεί με τους Λατίνους κι είχαν αντέξει. Τώρα θα συγκρούονταν και με τους αλλόθρησκους που τους είχαν περικυκλώσει.
Το μαντίλι του αποχαιρετισμού με τον δικέφαλο αετό το κουνούσε στον Νικηφόρο και τους φίλους του η Ζωή. Ήταν στο πλάι του άλλου Λάσκαρη, του Κωνσταντίνου, του εστεμμένου την αποφράδα ημέρα της πτώσης αυτοκράτορα. Το είχε δεχτεί απ’ τον Πατριάρχη λίγο πριν το ξημέρωμα της μαύρης Τρίτης και δεκατρείς του 1204. Όμως, είχε αρνηθεί το στέμμα και την πορφύρα κι ετοιμαζόταν για μια γιγαντιαία πορεία στην άκρη της Γης. Θα κυνηγούσε ένα απίστευτο όνειρο. Ήθελε να φέρει πίσω στην οικουμένη έναν εκτυφλωτικά λαμπρό πολιτισμό που είχε σβήσει στο σκοτάδι του Μεσαίωνα. Όποιος έβλεπε το φως του, τυφλωνόταν και ξεσηκωνόταν. Οργάνωνε συνωμοσίες, είτε στον κόσμο αυτόν τον πραγματικό είτε στον κόσμο τον ονειρικό των θεών και των ηρώων.

*********************************
Η συνέχεια αύριο, Τετάρτη 5/8