Δευτέρα 3 Αυγούστου 2020

50 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 50η

Σήμερα, έχουμε το Γ' μέρος του 14ου κεφαλαίου.
Είναι η τελευταία εβδομάδα αυτών των δημοσιεύσεων καθώς το βιβλίο ολοκληρώνεται. Όπως είναι φυσικό, κι η δράση κορυφώνεται.
Η αυτοκρατορία της Νίκαιας προσπαθεί να γίνει κράτος αναγνωρισμένο από τους γείτονές της. Στην Κωνσταντινούπολη βασιλεύει ο Ερρίκος και το σουλτανάτο του Ρουμ ο Καιχοσρόης.
Ο Νικηφόρος κι οι Ρωμιοί και Φράγκοι φίλοι του ιππότες, οδεύουν προς Ικόνιο. Σκοπό έχουν να ελευθερώσουν την Ζωή από την σκλαβιά της στον γυναικωνίτη του Καϊχοσρόη, όμως τα πράγματα εξελίσσονται αλλιώς. Αντί για σωτήρες, βρίσκονται φυλακισμένοι στο έλεος του σουλτάνου. Η αποστολή τους αποτυγχάνει παταγωδώς.
**************************************


Γ’   ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ


Τέλος Απρίλη έφτασαν στο Ικόνιο οι έξι καβαλάρηδες απ’ την Αθήνα και, μια μέρα μετά, ήρθε ο Διογένης Γιάσουα. Οι έξι, Φράγκοι κι Έλληνες, ξεχώριζαν καθαρά από τους ντόπιους από τις φορεσιές τους. Έδειχναν πολεμιστές κι όχι έμποροι. Ο Καϊχοσρόης, ειδοποιημένος από τον Μαυροζώμη, τους περίμενε. Μεσημέρι της πρωτομαγιάς τούς συνέλαβε. Μόλις μπήκαν σε ένα καπηλειό, ξαφνικά ο δρόμος άδειασε. Πριν το καταλάβουν, περίπου εκατό στρατιώτες του σουλτάνου τούς περικύκλωσαν. Οι Σαρακηνοί μουσουλμάνοι μπήκαν φωνάζοντας στα τούρκικα διάφορες εντολές. Έβγαλαν τους πελάτες έξω κι άφησαν μόνο τους ταξιδευτές. Με τα σπαθιά προτεταμένα τούς απειλούσαν. Τους φώναζαν να μην προβάλουν αντίσταση και να παραδοθούν ειρηνικά.
«Σαρακηνοί του Καϊχοσρόη» είπε ο Νικηφόρος.
«Πολύ φίλος μας, λοιπόν, αυτός ο σουλτάνος του είπε ειρωνικά ο Εστάς.
«Κι ο Μαυροζώμης πρέπει να είναι πολύ σπιούνος!» είπε θυμωμένος ο Νικηφόρος.
«Μην σκεφτείτε να πολεμήσετε. Είναι καμιά εικοσαριά εδώ μέσα και καμιά εκατοστή απ’ έξω» είπε ο Στέφανος που κοίταξε απ’ το παράθυρο.
«Θα περάσουν μόνο πάνω από το πτώμα μου» είπε ο νεαρός Γουλιέλμος Ντελφόρ.
«Ήρεμα νεαρέ» του είπε ο Ρομπέρ. «Εμείς είμαστε έξι κι αυτοί είναι εκατόν έξι.»
Για να μην μείνει η παραμικρή αμφιβολία, μπήκαν στο καπηλειό καμιά δεκαριά τοξότες. Στήθηκαν μπροστά από τους στρατιώτες του Καϊχοσρόη και σημάδεψαν με τα βέλη τους τους έξι. Δεν υπήρχε κανένα περιθώριο.
«Αφήστε κάτω τα όπλα σας» τους είπε ο διοικητής του σώματος των μουσουλμάνων.
«Να τα αφήσουμε παιδιά» πρότεινε ο Νικηφόρος. «Δεν έχουμε καμιάν ελπίδα αν αντισταθούμε.»
«Εντάξει» είπε ο Ρομπέρ με σφιγμένα χείλη. «Δεν έχει νόημα να χαθούμε άδικα.»
Άφησαν κάτω τα όπλα τους κι αμέσως οι στρατιώτες του σουλτανάτου τους έδεσαν πισθάγκωνα. Δεν τους φέρθηκαν άσχημα, αλλά, δεν τους άφησαν κανένα περιθώριο να σκεφτούν να δραπετεύσουν. Τους πήγαν στο παλάτι. Χωρίς δικαιολογίες κι άλλες περιττές διατυπώσεις, τους έριξαν μέσα στο κελί μιας φυλακής. Τους έβαλαν όλους μαζί σε ένα δωμάτιο που είχε μέσα ένα τραπέζι και μερικούς οντάδες ξύλινους τριγύρω. Σε λίγο τους έφεραν φαγητό και κρασί.
«Ωραίες φυλακές έχουν οι Τούρκοι» είπε ο Ρομπέρ.
«Από το πανδοχείο στην Λαοδίκεια, αυτό εδώ το κελί είναι καλύτερο» είπε ο Εστάς.
«Δεν νομίζω πως είναι έτσι όλα τα κελιά τους» είπε ο Ιγνάτιος. «Εδώ πρέπει να είναι ένα ειδικό κελί για εμάς. Ξέρουν ποιοι είμαστε και δεν θέλανε φασαρίες. Γι αυτό ήρθαν εκατό άνθρωποι για να πιάσουνε έξι.»
«Έχει δίκιο ο Ιγνάτιος. Ίσως ο Καϊχοσρόης θέλει να μας δείξει τη δύναμή του. Να ξέρουμε με ποιον μιλάμε όταν θα μας καλέσει» είπε ο Νικηφόρος.
«Ωραία λοιπόν, ας φάμε, ας πιούμε, ας κοιμηθούμε και ας περιμένουμε. Να δούμε πότε ο μεγάλος σουλτάνος θα δεχτεί να μας μιλήσει» είπε ο Ρομπέρ.
«Παρατηρήσατε ότι το Ικόνιο είναι ένα στρατόπεδο;» είπε ο Εστάς. «Παντού στρατός. Φαίνεται ότι, πραγματικά, εδώ γίνονται προετοιμασίες για πόλεμο.»
«Πριν μπούμε στην πόλη είδα παρά πολλές σκηνές σε μια πεδιάδα. Απόρησα που ο σουλτάνος άφησε τους νομάδες να κατασκηνώσουν τόσο κοντά» είπε ο Ρομπέρ. «Φαίνεται ότι δεν είναι νομάδες, πρέπει είναι στρατόπεδο. Έχει δίκιο ο Εστάς, ετοιμάζει εκστρατεία.»
«Λοιπόν, ας δούμε και την θετική πλευρά» είπε ο πιο ανυπόμονος από όλους, ο Νικηφόρος. «Φτάσαμε επιτέλους στο Ικόνιο! Δεν είναι λίγο. Ας περιμένουμε, λοιπόν, να μας φωνάξει ο σουλτάνος. Θα μας εξηγήσει γιατί στο καλό μας έκλεισε εδώ μέσα και βλέπουμε.»
Σκεφτόταν ότι η Ζωή βρισκόταν πια πολύ κοντά του. Βρίσκονταν κι αυτός κι αυτή στο Ικόνιο. Απλά, εκείνη δεν ήξερε ακόμη πως είχαν έρθει εδώ τόσοι άνθρωποι από την Αθήνα για να την σώσουν. Δεν είχε έτοιμο ένα σχέδιο για να την βγάλει από την φυλακή. Δεν ήξερε τι προθέσεις είχε ο σουλτάνος. Δεν γνώριζε πώς θα κατάφερναν όλοι να επιστρέψουν σε ρωμαϊκά εδάφη ασφαλείς. Ήταν πολλά τα κενά στο σχέδιό του κι αυτό τους έκανε όλους να ανησυχούν.
Την άλλη μέρα ο φρουρός τους μίλησε. Ήταν χριστιανός και μιλούσε ελληνικά. Τον έλεγαν Δημήτριο.
«Ρωμιός είμαι κι εγώ» τους είπε.
«Κι εδώ τι δουλειά έχεις;»
«Πληρώνει καλά ο σουλτάνος.»
Τους έφερε ένα πλούσιο γεύμα με πίτες, παστουρμά, ελιές, κρεμμύδια και κρέας αρνίσιο. Έφερε κι αρκετό κρασί που ήταν καλής ποιότητας. Ο Καϊχοσρόης τους έκανε βασιλικά τραπέζια αλλά τους κρατούσε κλεισμένους. Ο φρουρός πήρε μόνο τον Νικηφόρο μαζί του και τον έβγαλε από την φυλακή. Τον έβαλε σε μια άμαξα και του είπε ότι δεν υπήρχε λόγος να το σκάσει.
«Η άμαξα θα σε πάει στον Σουλτάνο. Η Μεγαλειότητά του ζήτησε να σε δει.»
Ο Νικηφόρος αναρωτήθηκε γιατί να τον ήθελε μόνο του. Μετά σκέφτηκε πως ήταν ο μόνος από τους έξι που τον είχε γνωρίσει προσωπικά. Αναρωτιόταν αν μπορούσε να κρύψει από τον Καϊχοσρόη τον πραγματικό λόγο για τον οποίο βρισκόταν εδώ. Του φαινόταν γελοίο να πει ότι πήγαινε στους Αγίους Τόπους. Ο Καϊχοσρόης γνώριζε τον έρωτά του με την Ζωή και θα ήξερε ότι το παιδί της ήταν δικό του. Προς τι, λοιπόν το ψέμα, σκεφτόταν, τόσο κακόγουστο και, ταυτόχρονα, τόσο αναποτελεσματικό;

Ο Καϊχοσρόης διέλυσε με μιας κάθε προβληματισμό. Δεν τον άφησε να ξαπλώσει μπρούμυτα για να τον χαιρετίσει, κατά τα δέοντα σε ένα σουλτάνο. Τον πλησίασε και τον κράτησε από τα χέρια ώστε απλά και μόνο το γόνυ να κλίνει, να χαιρετίσει με τον φράγκικο τρόπο. Τον σήκωσε, του χαμογέλασε και του έδειξε έναν οντά λίγο πιο χαμηλό από τον δικό του. Έκπληκτος ο Νικηφόρος είδε στην πανοπλία του σουλτάνου τον ίδιο δικέφαλο αετό με τον δικό του. Ο δικός του ήταν χρυσοκόκκινος, του σουλτάνου ήταν άσπρος σε γαλάζιο φόντο.
«Η Ζωή είναι εδώ κι είναι καλά» του είπε μόλις κάθισαν.
Ο Νικηφόρος, ανακουφισμένος, κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Δεν ήξερε τι να πει κι ένιωθε αμηχανία. Δεν ήθελε να πει ψέματα και δεν μπορούσε να πει την αλήθεια. Τι να έλεγε; Ότι είχε έρθει με τους φίλους του για να την αρπάξουν από το παλάτι του; Το λες αυτό σε ένα σουλτάνο;
«Κι ο γιος σου, ο μικρός Μουτζαφέρ, που στα ελληνικά θα πει “Νικηφόρος”, είναι κι αυτός πολύ καλά. Είναι πάνω από δυο χρονών τώρα, εικοσιοχτώ μηνών παλικάρι. Θα τον δεις και θα χαρείς πολύ!»
«Θα … θα τον δω;» έκανε έκπληκτος και χαρούμενος ο Νικηφόρος. «Πότε;»
«Θα δεις και τη Ζωή, αλλά όχι τώρα. Θα την ειδοποιήσω ότι ήρθες και θα σε δεχτεί.»
«Είναι παλλακίδα σας, Μεγαλειότατε;» τον ρώτησε.
Ο Νικηφόρος έτρεμε για την απάντηση που θα έπαιρνε. Αν του έλεγε “ναι” θα έπρεπε να εγκαταλείψει πάραυτα την προσπάθεια. Η απόπειρά του θα είχε νόημα όσο δεν γνώριζε πόσο την ήθελε ο Καϊχοσρόης. Δίστασε αλλά δεν κρατήθηκε να μην ρωτήσει. Η απάντηση, όμως, τον ικανοποίησε.
«Παλλακίδα μου; Α, όχι! Αυτό δεν έγινε ποτέ. Δυστυχώς για μένα, δεν δέχτηκε.»
Ο Νικηφόρος δεν είπε τίποτε αλλά από μέσα του έβγαλε κραυγή θριάμβου. Ήταν βέβαια απορίας άξιο που ο σουλτάνος την είχε ρωτήσει αν θα τον δεχόταν.
«Είναι βλέπεις ερωτευμένη» συνέχισε ο Καϊχοσρόης, «κι όχι με εμένα, με κάποιον άλλον!»
Ο Νικηφόρος φούσκωσε μέσα του. Φυσικά, εννοούσε αυτόν, αλλά, δεν ήθελε να φανεί η ικανοποίησή του. Δεν θίγεις κατάμουτρα έναν σουλτάνο. Εξάλλου ο Καϊχοσρόης πρέπει να την ήθελε ακόμη. Το είχε, μάλιστα, ομολογήσει.
«Αν επιτρέπετε, είναι στον γυναικωνίτη, Μεγαλειότατε;» τόλμησε να ρωτήσει.
«Γιατί με ρωτάς; Για να οργανώσεις απαγωγή με τους κουτόφραγκους. Πώς σου ήρθε να τους κουβαλήσεις στα μέρη μας;» ρώτησε ο Καϊχοσρόης.
Είχε ένα βλέμμα ειρωνικό κι ένα χαμόγελο που έδειχνε καθαρά πως το διασκέδαζε.
«Το ξέρουν οι φίλοι σου ότι έχω κάνει συμμαχία με τον αυτοκράτορά τους; Ξέρουν ότι προδίδουν το στέμμα του τώρα που βρίσκονται εδώ; Ήρθαν σε χώρα συμμάχου με εχθρικές διαθέσεις και σκοπό να με κλέψουν. Ξέρουν τι σημαίνουν όλα αυτά και πώς τιμωρούνται;»
«Μα …» έκανε να πει ο Νικηφόρος αλλά δεν έβγαινε μιλιά από το στόμα του
«Η ποινή για την κλοπή -κι η απαγωγή είναι κλοπή ιδιοκτησίας άλλου- σ’ εμάς τιμωρείται με κόψιμο χεριού. Μπορεί να φτάσει μέχρι και κόψιμο κεφαλιού! Και ο δικαστής που αποφασίζει την ποινή είμαι εγώ! Τα ξέρατε όλα αυτά όταν ξεκινήσατε να έρθετε στα μέρη μας;»
«Μα, δεν θα κλέβαμε την Μεγαλειότητά σας.»
«Και ποιος είναι ο σκοπός σας; Μήπως θα πάτε στους Άγιους Τόπους; Πρόσεξε γιατί σε εμάς το ψέμα τιμωρείται κι αυτό αυστηρά. Το ψέμα στις αρχές τιμωρείται αυστηρότερα. Όσο για το ψέμα στον σουλτάνο, τιμωρείται ακόμα πιο πολύ. Ξεκινά από κόψιμο μύτης μέχρι και κόψιμο του κεφαλιού αν το ψέμα είναι σοβαρό.»
Ήταν φανερό ότι ο Καϊχοσρόης διασκέδαζε παίζοντας το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι. Ο Νικηφόρος προτίμησε να σιωπήσει. Αν μπορούσε να φύγει θα το έβαζε στα πόδια, ήταν κι αυτό, όμως, αδύνατο. Στεκόταν λοιπόν αμίλητος και περίμενε. Τον έβγαλε από την δύσκολη θέση ο ίδιος ο Καϊχοσρόης που του είπε.
«Θα ρωτήσω τη Ζωή αν θέλει να σε δει. Αν μου πει “ναι”, θα κανονίσω να την δεις. Είσαι ευχαριστημένος;»
«Απολύτως Μεγαλειότατε» του είπε ο Νικηφόρος σχεδόν ανακουφισμένος
«Είπα “αν θέλει”» τόνισε ο Καϊχοσρόης. «Γιατί, όπως ξέρεις, οι γυναίκες είναι απρόβλεπτες.»
Ο Νικηφόρος δεν καταλάβαινε καλά που το πήγαινε ο Σουλτάνος, προτίμησε όμως να μην ρωτήσει. Ήδη του είχε φανεί επικίνδυνος και αρκετά μυστηριώδης, δεν υπήρχε λόγος να τον προκαλεί με ερωτήσεις. Δεν ρωτάνε έναν απόλυτο άρχοντα ούτε καν του απευθύνονται οι κοινοί θνητοί. Έσκυψε το κεφάλι του δείχνοντας πως συμφωνεί γενικά με όσα άκουσε. Περίμενε να ακούσει πως ήταν ελεύθερος να φύγει.
Ο Καϊχοσρόης έκανε επιτέλους το σχετικό νεύμα κι ο Νικηφόρος υποκλίθηκε. Υποχώρησε με προσοχή και βήματα προς τα πίσω προς την πόρτα της εξόδου από την αίθουσα του θρόνου. Δεν γυρίζεις την πλάτη σ’ ένα σουλτάνο. Τον παρέλαβαν οι φύλακες που τον είχαν φέρει μέχρι εδώ και τον ξαναγύρισαν στο κελί. Διηγήθηκε στους άλλους τι είχε γίνει και τι ακριβώς του είχε πει ο Καϊχοσρόης. Όλοι υπέθεσαν ότι σύντομα θα ήταν ελεύθεροι, αλλά, η περίπτωση της απαγωγής είχε γίνει απίθανη. Ο Καϊχοσρόης τα ήξερε όλα και θα είχε λάβει τα μέτρα του. Οι απειλές του, εξ άλλου, ήταν ξεκάθαρες.
Πραγματικά, την άλλη κιόλας μέρα, τους έβγαλαν από το κελί. Τους μετέφεραν σ’ ένα πανδοχείο όπου μπορούσαν να μείνουν όσο καιρό θα ήταν στο Ικόνιο. Τους είπαν ότι όλα ήταν πληρωμένα από τον σουλτάνο. Είχαν ανάγκη από ένα καθαρό μέρος για να πλυθούν και να συνέλθουν από την ταλαιπωρία του εγκλεισμού. Το πρώτο πράγμα που έκαναν ήταν να πιουν κρασί σε ένα καπηλειό για να γιορτάσουν την ελευθερία τους. Τέτοια καπηλειά υπήρχαν στον χριστιανικό τομέα της πόλης, που ήταν ο μεγαλύτερος σε έκταση και πληθυσμό. Στις συνοικίες των μουσουλμάνων η πώληση ποτών που προκαλούσαν μέθη ήταν απαγορευμένη. Εκεί υπήρχαν μόνο τεκέδες όπου οι Τούρκοι κάπνιζαν ναργιλέδες.
Οι έξι ταξιδευτές ήπιαν αρκετά καθώς είχαν ανάγκη να ξεδώσουν. Σιγοτραγούδησαν και μέθυσαν. Πήραν κοντά τους γυναίκες που η δουλειά τους ήταν να κάνουν παρέα σε πελάτες του μαγαζιού. Έψαχναν παρηγοριά για την απογοήτευσή τους. Ταξίδεψαν πολύ και ταλαιπωρήθηκαν πολύ, για να δουν στο τέλος την αποτυχία να στεφανώνει τους κόπους τους.


**************************************
Η συνέχεια αύριο, Τρίτη 4/8

Κυριακή 2 Αυγούστου 2020

Στον τουρισμό, όλα πήγαν στραβά.

Τη θέση μου για το θέμα του κορωνοϊού την έχω εκθέσει επανειλημμένα. Ωστόσο δεν είμαι εγώ στην θέση ευθύνης για να αποφασίζω κι αυτό το αναγνωρίζω. Το θέμα δεν είναι προσωπικά δικό μου αφού αφορά στην υγιεινή του συνολικού πληθυσμού. Είναι η κυβέρνηση που θα πάρει τα μέτρα, σωστά ή λάθος, και θα κριθεί εκείνη από αυτά.

Στο θέμα αυτό, πολλά ψέμματα έχουν ακουστεί από επίσημα και μη στόματα, πολλές βλακείες έχουν διατυπωθεί άλλοτε με τη στόφα του επιστήμονα κι άλλοτε με την δύναμη του εξουσιαστή. Πιστεύω πως άδικα ξέσπασε ο πανικός που ενέσκηψε σε όλη την ανθρωπότητα. Φτάσαμε σε ακραίες συμπεριφορές όπως τα λοκντάουν στη ζωή μας και στις οικονομίες όλων των χωρών. Όμως, η γνώμη μου δεν μετράει. Αυτό που μετράει είναι οι θέσεις του ΠΟΥ (κι ας μου φαίνεται όλο και πιο αναξιόπιστος), οι θέσεις της κυβέρνησης (που έχει την ευθύνη του γενικού πληθυσμού) και κατόπιν η λογική μου.

Αφού, λοιπόν, δέχομαι την εξουσία των εξουσιαστών, δηλαδή της κυβέρνησης και των επίσημων ενώσεων των γιατρών, ακολουθώ τα μέτρα που προτείνουν, αλλά, διατηρώ κι εξασκώ το δικαίωμά μου να ασκώ και κριτική.

Παρατηρώ λοιπόν τι έχει γίνει:

Η κυβέρνηση μας έκλεισε όλους μέσα και πήρε τα συγχαρητήρια ημεδαπών και αλλοδαπών για την προνοητικότητά της. Κι αμέσως μετά, άνοιξε τα σύνορα για τους τουρίστες. Ταυτόχρονα κατάργησε όλα σχεδόν τα μέτρα, κυρίως αυτά που αφορούν σε γιορτές και πανηγύρια, σε εκκλησίες και πάρτι. Δημιούργησε ένα κλίμα εφησυχασμού με εμφανίσεις πολιτικών και δημόσιων προσώπων χωρίς μάσκες, αποστάσεις κτλ. Το κλίμα αυτό πέρασε σε όλους τους πολίτες που ξέχασαν μάσκες, απολυμαντικά, αποστάσεις και όλα τα άλλα μέτρα.

Άρχισαν οι εισαγωγές κρουσμάτων και θορυβήθηκαν. Και τώρα, με το ξεκίνημα του Αυγούστου, παίρνουν κι άλλα μέτρα. Αποτελειώνουν, μεσούντος του καλοκαιριού, την δουλειά που άρχισαν με το έμπα της άνοιξης. Αποδεικνύουν περίτρανα ότι δεν ήταν ούτε επιστημονική σκέψη ούτε πολιτικός ορθολογισμός αυτό που τους οδηγούσε, αλλά, πανικός. Από πανικό τα έκλεισαν όλα, από πανικό ότι η οικονομία πάει στράφι τα άνοιξαν κι από πανικό τείνουν να τα ξανακλείσουν.

Λύσεις για την οικονομία είχαν, τους έδωσε η ΕΕ και συναίνεσε, αν δεν υπερέβαλε μάλιστα, η αντιπολίτευση. Με τις ενισχύσεις της ΕΕ μπορούσαν να βάλουν σε καταλύματα σε όλη την χώρα τους αιτούντες ασύλου, έτσι ώστε να αποφύγουν εστίες μετάδοσης ιού στα νησιά χωρίς να χαθεί ο έλεγχος αυτών των πληθυσμών. Παράλληλα, και αυτό είναι το σπουδαιότερο, μπορούσε να επιδοτήσει γενναία τον εσωτερικό τουρισμό. Όχι με τα μίζερα προγράμματα που "όποιος πρόλαβε τον κύριον είδε". Το έκαναν άλλες χώρες, γιατί όχι κι εμείς; Θα κρατούσαμε έτσι ζωντανές τις περιοχές που τώρα πλήττονται ανεπανόρθωτα.

Τώρα η κυβέρνηση τρέχει να μαζέψει ό,τι μπορεί. Ανοίγει τα σύνορα για τους Βαλκάνιους, τα κλείνει, τα ξανανοίγει. Λέει ναι στους Βρετανούς, μετά λέει όχι, μετά ζητά τεστ κορωνοϊού από τους εισερχόμενους. Τους διώχνει χωρίς να εξασφαλίζει τίποτε, ούτε την υγεία, ούτε την οικονομία. Το θέμα όμως δεν είναι αν θα το πληρώσει. Το θέμα είναι ότι θα πληρώσουμε όλοι μας την ύφεση που θα προκαλέσει ο κορωνοϊός σε συνδυασμό με την κάκιστη διαχείρισή του.

Σάββατο 1 Αυγούστου 2020

Το Μανιφέστο του Όιλ-Ουάνιστικού κόμματος

Κατά τα πρότυπα της πρώτης κομμουνιστικής διεθνούς, υποστηρικτές της Όιλ Ουάν από όλες τις γειτονιές της πόλης μας συγκεντρώθηκαν στο "Σαμαράκης" για να εγκρίνουν το Μανιφέστο του Οιλ-Ουανιστικού κόμματος.
Λόγω της μεγάλης έκτασής του δεν θα δημοσιευτεί ολόκληρο. Δίνουμε εδώ κατ' αποκλειστικότητα μόνο τον πρόλογο και τον επίλογο. Τα ενδιάμεσα βάλ' τε τα μόνοι σας.
-------------------------------------------------------------
 
ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Ένα φάντασμα πλανιέται στην Δραπετσώνα και το Κερατσίνι: το φάντασμα της Όιλ Ουάν. 
Όλες οι δυνάμεις της γερασμένης πόλης ενώθηκαν σε μια ιερή συμμαχία για να κυνηγήσουν αυτό το φάντασμα: ο δήμαρχος, η αντιπεριφερειάρχης, η αντιπολίτευση του δήμου, ο Τερψηχώρος, ο Δημόκριτος, η Φώφη Γεννηματά κι ο Βαρουφάκης, ακόμα κι οι δύσμοιροι ελεγκτές του υπουργείου Περιβάλλοντος.
Ποιος πολίτης που έχει ένα προφίλ στο φέισμπουκ, ένα βάιμπερ, ένα σμάρτφον, έχει παραλείψει να κατηγορήσει την Όιλ Ουάν για μυρωδιές και ρύπανση;
Ποιος πολιτικός δεν τα έχει ρίξει στις κυβερνήσεις που έφεραν, συντήρησαν και γιγάντωσαν την Όιλ Ουάν; 
Ποια κυβέρνηση δεν αντέκρουσε την κατηγορία ότι υποστηρίζει την επιχείρηση διαψεύδοντας τόσο τους πολίτες όσο και τους πολιτικούς της αντιπάλους;

Δυο πράγματα βγαίνουν απ' το γεγονός αυτό:
Η Όιλ Ουάν αναγνωρίζεται πια απ' όλες τις δυνάμεις του τόπου σαν μια δύναμη.
Είναι καιρός πια οι υποστηρικτές της, οι Οιλουανιστές, να εκθέσουν ανοιχτά μπροστά σ' όλο τον κόσμο τις αντιλήψεις τους, τους σκοπούς τους, τις επιδιώξεις τους και ν' αντιπαραθέσουν στο παραμύθι του περιβαλλοντικού φαντάσματος ένα Μανιφέστο της ίδιας της επιχείρησης.
Για το σκοπό αυτό συγκεντρώθηκαν στο Σαμαράκης υποστηρικτές από τις πιο διαφορετικές συνοικίες της πόλης και συνέταξαν το παρακάτω Μανιφέστο.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ 

Με μια λέξη, οι Οιλουανιστές υποστηρίζουν παντού κάθε κίνημα γειτονιάς που αντιστέκεται στην υπάρχουσα κοινωνική και πολιτική εναντίωση προς την επιχείρηση.
Σε όλες τις περιπτώσεις τα κινήματα των γειτονιών προβάλλουν το ζήτημα της ιδιοκτησίας, οποιαδήποτε μορφή, περισσότερο ή λιγότερο εξελιγμένη, κι αν έχει πάρει το ζήτημα, σαν το βασικό ζήτημα του κινήματος.
Τέλος, οι Οιλουανιστές εργάζονται παντού για τη σύνδεση και τη συνεννόηση των κομμάτων που στηρίζουν την βιομηχανία και την συλλογή υγρών αποβλήτων.
Οι Οιλουανιστές θεωρούν ανάξιό τους να κρύβουν τις απόψεις και τις προθέσεις τους. Δηλώνουν ανοιχτά ότι οι σκοποί τους μπορούν να πραγματοποιηθούν μονάχα με τη ανατροπή όλης της σημερινής επικρατούσας εντύπωσης.
Ας τρέμουν οι αντιτιθέμενες παρατάξεις μπροστά σε μια Οιλουανιστική επανάσταση. Οι προλετάριοι δεν έχουν να χάσουν σ' αυτήν τίποτε άλλο, εκτός από τις αλυσίδες τους. Έχουν να κερδίσουν έναν κόσμο ολόκληρο.

ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΟΙ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΣΥΝΟΙΚΙΩΝ, ΕΝΩΘΕΙΤΕ! 

-----------------------------------------------------------------

ΥΓ:

Μερικές εξηγήσεις για όσους παρεξηγούνται εύκολα ή δύσκολα:

Το κομμουνιστικό μανιφέστο, γράφτηκε το 1847-48 ενόψει της πρώτης κομουνιστικής διεθνούς που συγκλήθηκε στο Λονδίνο. Περιέχει τις απόψεις του Μαρξ πολύ προτού γράψει το Κεφάλαιο. Το μανιφέστο συντάχτηκε με την βοήθεια και του Ένγκελς. Πρόκειται για κείμενο φοβερό, που θα μπορούσε να διδάσκεται σήμερα στις σχολές των διαφημιστών.

Όλα τα λεφτά το ξεκίνημά του «Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την Ευρώπη» και η κατάληξή του «Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε, δεν έχετε να χάσετε παρά τις αλυσίδες σας κι έχετε να κερδίσετε έναν κόσμο ολόκληρο.» 

Το χρησιμοποιώ εδώ σαν παρωδία, όχι βέβαια για να το κοροϊδέψω (όπως μπορεί να σκεφτούν μερικοί) αλλά για να εκφράσω τον θαυμασμό μου, στο λογοτεχνικό του ύφος, πέρα από την ουσία του. Γι αυτό στην παρωδία μου, έβαλα στην θέση του κομμουνισμού την Όιλ Ουάν(!) και τους Οιλ-Ουανιστές στη θέση των κομμουνιστών! Η δύναμη της φόρμας. Εντάξει, δεν φτάνει η φόρμα για να σκεπαστεί η ουσία, αλλά, για λίγο, αυτό μπορεί να συμβεί. Όποιος έχει διαβάσει το μανιφέστο, έστω και μια μόνο φορά, θα μπορέσει εύκολα να δει την παρωδία  και να το διασκεδάσει. Αν κάποιος το πάρει στραβά, λυπάμαι και του ζητώ προκαταβολικά συγνώμη, αλλά, μάλλον εκείνος φταίει πιο πολύ από εμένα.

 

Παρασκευή 31 Ιουλίου 2020

49 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 49η


Β' μέρος του 14ου κεφαλαίου.
Ο Νικηφόρος κι οι φίλοι του είναι καθ' οδόν προς το Ικόνιο. Θέλουν ένα μήνα για να φτάσουν από την Αθήνα στην πρωτεύουσα του σουλτανάτου.
Στο μεταξύ, εκεί, στο σουλτανάτο, στο Ικόνιο, ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης ετοιμάζεται για ένα ταξίδι στην Μικρασία. Θα το κάνει μόνος του και έτσι θα προετοιμάσει καλύτερα την εκστρατεία του στα βάθη της ανατολής. Η Ζωή τον αποχαιρετά προβληματισμένη.
****************************************
παραπομπές:
(*1) Χώρα των Σιν είναι η Κίνα και θάλασσα των Νικπά είναι το θαλάσσιο εμπορικό κέντρο της Κίνας Νιν-πο που βρίσκεται νοτιανατολικά της Σαγκάης. Τους τόπους αυτούς αναφέρει ο Βενιαμίν της Τουδέλης που ταξίδεψε στα μέσα του 12ου αι. στο βιβλίο του “Το βιβλίο των ταξιδιών σε Ευρώπη, Ασία και Αφρική”, εκδόσεις “Στοχαστής”.
(*2) Δηλαδή τον 4ο αι. μ.Χ. Ο Νόννος Πανοπολίτης έζησε στην Αλεξάνδρεια και το έργο του “Διονυσιακά” έχει 21.000 στίχους (εξάμετρους) και χωρίζεται σε 48 βιβλία-Ραψωδίες.
  
Β’    ΣΤΟ ΙΚΟΝΙΟ

Υπολόγιζαν ότι η Ζωή θα ήταν κλεισμένη στο χαρέμι του Σουλτάνου, έκαναν, όμως, λάθος. Δεν ήταν φυλακισμένη πουθενά και δεν ήταν καν στον γυναικωνίτη του παλατιού. Το ίδιο εκείνο πρωινό ξύπνησε ευτυχισμένη στο σπίτι του Μεϊρ Εφραίμ στο κρεβάτι του Κωνσταντίνου Λάσκαρη. Είχε μείνει εκεί κι είχε κοιμηθεί μαζί του στο δωμάτιο που τους είχε δώσει ο Εβραίος που τον φιλοξενούσε. Το κορμί του, που την ζέσταινε όλο το βράδυ, ήταν δίπλα της γυμνό και ποθητό. Ένιωθε ζωντανή, ξαναγεννημένη κι ευτυχισμένη. Τον αγκάλιασε και τον χάιδεψε τρυφερά.
«Δεν μπορώ να σε χορτάσω» του ψιθύρισε με μια φωνή γεμάτη τρυφερότητα. «Έλειπες τόσο καιρό!»
«Η αλήθεια είναι πως εμένα μου έλειψες περισσότερο από όσο φανταζόμουνα» παραδέχτηκε εκείνος. «Όπου κι αν ήμουν εσένα σκεφτόμουν. Όχι ανάρμοστα, αλλά, συνεχώς. Ίσως δεν έπρεπε να δεθώ μαζί σου τόσο πολύ.»
«Έχεις μάθει να εξασκείσαι στην εγκράτεια» του είπε με προκλητικό χαμόγελο.
«Με αυτό που έχω αναλάβει, πρέπει να μην εξαρτώμαι από τίποτε και να μην κουβαλάω κανέναν. Δεν θέλω να βλάψω άλλον εκτός από τον εαυτό μου, αν ποτέ μου συμβεί κάτι κακό, πράγμα καθόλου απίθανο. Ούτε μπορώ να είμαι απερίσπαστος όσο έχω σφοδρές επιθυμίες που με ορίζουν κι υπαγορεύουν τις πράξεις μου.»
«Και τότε γιατί μου πρότεινες να έρθω μαζί σου;»
«Γιατί ξέρω πως είσαι ικανή. Ξέρω πως εσύ μπορείς κι ελέγχεις τα συναισθήματά σου. Ξέρω –ή μάλλον ήξερα- ότι ήσουν ερωτευμένη με τον Νικηφόρο κι είχες και παιδί μαζί του. Όλα αυτά εξασφάλιζαν κατά κάποιο τρόπο ότι μεταξύ μας δεν θα είχαμε επιπλοκές. Θα ήσουν εγκρατής εσύ, θα με κρατούσες μακριά σου.»
«Νά μια πρόβλεψη που απέτυχε πανηγυρικά» του είπε εκείνη. «Πολύ γρήγορα αποκτήσαμε “επιπλοκές”, ε;»
«Μην το γελάς, γιατί αυτή είναι η αλήθεια. Εσύ λες πως με ερωτεύτηκες κι εγώ έπαθα εξάρτηση μαζί σου. Για πάνω από τέσσερις μήνες, όσο ταξίδευα, ανυπομονούσα να γυρίσω πίσω. Έπαθα ακριβώς αυτό που ήθελα να αποφύγω.»
«Και γιατί ήθελες να γυρίσεις; Τι σε πίεζε;»
«Ήθελα να βρεθώ στην αγκαλιά σου να κοιμηθώ μαζί σου, μου έλειπες πολύ. Αμ, το άλλο; Ήθελα να μιλάω μαζί σου για όλα τα θέματα… ό,τι χειρότερο δηλαδή!»
Η Ζωή διασκέδαζε με τους φόβους και τη γκρίνια του. Ήξερε πως κατά βάθος εξακολουθούσε να είναι ανεξάρτητος και μόνος. Αν επρόκειτο να διαλέξει τον σκοπό του ή εκείνην δεν θα το σκεφτόταν καθόλου, θα διάλεγε τον στόχο του. Αν εκείνη ήταν ερωτευμένη μαζί του, εκείνος όχι, δεν ήταν. Την ποθούσε, την ήθελε μαζί του, αλλά μέχρι εκεί. Τον ήξερε καλά και δεν ξεγελιόταν από τα ωραία του λόγια που θα κολάκευαν άλλες γυναίκες. Ήταν όμορφες γλυκές υπερβολές, της άρεσαν, κι έτσι τον έσπρωχνε να λέει κι άλλες.
«Και γιατί δεν πήγαινες με μια γυναίκα απ’ αυτές που υπάρχουν σε όλα τα χαμάμ; Αυτές που ξέρουν τα πάντα για τον έρωτα. Εκεί θα έσβηνες την δίψα σου.»
«Μα σε σκεφτόμουν και σε ήθελα, αυτό ήταν το φοβερό! Μ’ αρέσεις, αλλά, δεν πρέπει να σε ερωτευτώ. Δεν πρέπει νά ‘χω καμιά εξάρτηση, δεν πρέπει να σέ ‘χω συνέχεια στο νου μου. Το καταλαβαίνεις, έτσι δεν είναι;»
«Ναι, αλλά, εγώ δεν ανησυχώ. Δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα, αγόρι μου γλυκό. Εσύ δεν μπορείς να ερωτευτείς καμία. Έχεις άλλον έρωτα εσύ, αλλιώτικο, πιο δυνατό από όλα κι απ’ όλους, ακόμα κι απ’ τον εαυτό σου!»
«Λες να είναι έτσι;» της είπε χαμογελώντας.
Γνωρίζοντας τον εαυτό του, έδινε δίκιο στη Ζωή. Ήταν μονομανής και δεν παρασυρόταν συναισθηματικά. Όμως τον έρωτα δεν τον είχε ζήσει ποτέ τόσο έντονα και με τέτοιο πάθος. Το άγνωστο τον έκανε να ανησυχεί. Εκείνη τον είδε αμήχανο και τον αγκάλιασε. Της άρεσε να τον έχει κοντά της. Της άρεσε που ήταν όμορφος, ευαίσθητος, εύθραυστος και γενναίος. Της άρεσε που ζούσε τη ζωή του με άγνοια κινδύνου.
Η Ζωή σκεφτόταν ότι κάπως έτσι, πορευόμενος με αυτή την ίδια άγνοια κινδύνου, είχε πιαστεί αιχμάλωτος. Ήταν το καλοκαίρι του 1203, όταν οι Λατίνοι είχαν κάνει την πρώτη τους επίθεση στην Κωνσταντινούπολη. Ο Κωνσταντίνος τους είχε νικήσει. Με το δικό του απόσπασμα, είχε καταδιώξει τους σταυροφόρους σε μεγάλη απόσταση έξω από τα τείχη. Όταν αποφάσισε να γυρίσει πίσω, οι πύλες της Πόλης είχαν κλείσει. Βρέθηκε ξαφνικά περικυκλωμένος από τους εχθρούς. Δεν είχε καμιά ελπίδα να αντιμετωπίσει τοξότες και σιδερόφρακτους που είχαν φτιάξει γύρω του τείχος. Θα ήταν άσκοπη κι η θυσία των στρατιωτών του. Έτσι, τον υποχρέωσαν να παραδοθεί. Η πιο δυναμική κι ηρωική πράξη του ρωμαϊκού στρατού είχε λήξει με ομηρία. Οι Λατίνοι τους φέρθηκαν καλά, και σε εκείνον σαν άρχοντα, αλλά και στους ιππείς και τους καταφρακτάριούς του. Όλοι τους έμειναν για λίγο όμηροι και γύρισαν πίσω στην Πόλη μετά από λίγο καιρό. Φυσικά, πρώτα καταβλήθηκαν τα λύτρα που ζήτησαν οι προσκυνητές.
«Μου θυμίζεις τις ιστορίες που έχω ακούσει για σένα, για τον Κωνσταντίνο που έτρεψε τους Λατίνους σε φυγή.»
«Που, τελικά, πιάστηκε όμηρος» συμπλήρωσε εκείνος με αρκετή δόση ειρωνείας.
«Κι όμως, ο λαός δεν το είδε έτσι. Σε υποδέχτηκαν σαν ήρωα και νικητή όταν γύρισες απ’ την ομηρία, έτσι δεν είναι;» τον ρώτησε.
«Που τα θυμήθηκες αυτά; Έχουν περάσει τόσα χρόνια. Πάνε αυτά, περάσανε, και μαζί τους πάει κι η Πόλη» της είπε με μια θλίψη στη φωνή του.
«Παρασύρθηκες κι άφησες τα νώτα σου ακάλυπτα.»
«Ήταν το μεγάλο μου λάθος, και το πλήρωσα.»
«Για τον λαό ήσουν ήρωας, για ένα στρατηγό όμως θα ήσουν αποτυχημένος διοικητής. Ποιος από τους δυο θα είχε το δίκιο, ο λαός ή ο στρατηγός;» τον ρώτησε.
«Μου βάζεις δύσκολα Ζωίτσα» της είπε. «Είμαι με τον λαό και το συναίσθημά του, αλλά καταλαβαίνω τον στρατηγό. Αυτός είναι ειδικός στους πολέμους. Αυτός θα είχε δίκιο, αφού πιαστήκαμε, τελικά, αιχμάλωτοι.»
«Κι ο λαός το ήξερε ότι είχατε πιαστεί κι ότι γυρίσατε με λύτρα, δεν το θεώρησε όμως αποτυχία.»
«Τι θέλεις να μου πεις, γλυκιά μου Ζωίτσα;»
«Στη ζωή δεν είναι όλα όπως φαίνονται με την πρώτη ματιά. Η Ρωμιοί έχασαν την Πόλη γιατί σκέφτονταν λογικά κι υποχωρούσαν. Έφυγαν δυο αυτοκράτορες που ήξεραν ότι ο στρατός μπορεί να μην πολεμούσε! Χάναμε τις μάχες πριν τις δώσουμε! Απ’ τους Ρωμαίους έλειπε η ψυχή. Η δική σου τρέλα, έδειχνε ότι είχες ψυχή και την μετέδιδες γύρω σου. Ακριβώς αυτό είδε ο λαός και σας ανακήρυξε ήρωες κι όχι κουτούς! Είχες την ψυχή που έλειπε από τους άλλους. Κι αν ήταν όλοι σαν εσένα δεν θα έπεφτε καμιά Πόλη ποτέ.»
«Σ’ ευχαριστώ που με δικαιώνεις, αλλά, ποιο είναι το συμπέρασμα; Πού το πας;»
«Λέω γλυκό μου αγόρι ότι αυτό που έχεις είναι πολύ πιο σπουδαίο από κάθε στρατηγική σκέψη και λογική. Έχεις ψυχή κι αυτό δεν πρέπει να το χάσεις.»
«Μα, γι αυτό σου λέω πως δεν είναι ώρα για έρωτες» της είπε κι αυτός χαμογελώντας.
«Γι αυτό κι εγώ σου λέω πως τώρα είναι ώρα για έρωτες και για τρέλες» είπε εκείνη. «Ώρα για την ψυχή κι όχι για το μυαλό. Γι αυτό κι εγώ θα σε ακολουθήσω στον παραλογισμό σου. Θα ψάξω κι εγώ μαζί σου τον Ιερέα Ιωάννη και τον Ερμή τον Τρισμέγιστο!»
«Το θεωρείς ακόμα παράλογο;»
«Μα … φυσικά, ναι! Τι άλλο από παραλογισμός μπορεί να είναι ένα Βασίλειο του Θεού, εγκατεστημένο στην άκρη του κόσμου;»
«Δεν ξέρω αν είναι παράλογο» είπε σκεπτικός και συνοφρυωμένος.
«Πες μου τι πιστεύεις γι αυτό που ψάχνεις.»
«Νομίζω πως είναι η μόνη ελπίδα που έχουμε για να ξαναγυρίσουν στη Γη η ελληνική ομορφιά κι η σοφία. Έστω κι αν χρειαστεί να βρούμε έναν χώρο για τους αρχαίους θεούς δίπλα στον δικό μας Θεό. Δύσκολο είναι, αλλά, οι αρχιερείς έχουν πετύχει και δυσκολότερα θαύματα. Ας συνυπάρξουν κι οι αρχαίοι θεοί μαζί με τόσους αγίους της χριστιανοσύνης. Τους διώξαμε απ’ τον Όλυμπο και πήγαν στις εσχατιές του κόσμου. Ο Ιερέας Ιωάννης, με το κύρος του θα ζωντανέψει ξανά εκείνο το αρχαίο πνεύμα.»
«Πιστεύεις πως υπάρχουν ακόμα οι αρχαίοι θεοί;»
«Ξέρουμε ότι υπάρχει ένας Θεός, ο δικός μας, αυτός που λέγεται Γιεχωβά. Άλλοι τον λένε Αλλάχ. Γιατί να μην πιστεύω κι εγώ πως θα λεγόταν κάποτε Δίας; Ο κόσμος κτίστηκε εδώ κι επτά χιλιάδες χρόνια. Για τα έξι χιλιάδες από αυτά, οι άνθρωποι ήξεραν μόνο τους αρχαίους θεούς. Για χίλια χρόνια πιστεύουν σε κάτι άλλο. Άλλαξε νομίζεις η ουσία του Θεού; Όποιος κι αν είναι ο Θεός, Αλλάχ ή Γιεχβά ή Δίας, η λογική, η ομορφιά, κι η δικαιοσύνη είναι οι ίδιες. Οι αξίες δεν αλλάζουν ούτε οι αρετές. Μπορούν να ξανακερδίσουν τον κόσμο!»
«Κι η ελπίδα σου είναι ο Ιερέας Ιωάννης;»
«Όπως κι αν λέγεται η ελπίδα, Ιερέας ή Πρεσβύτερος ή Ερμής ή Μεσσίας, εγώ τον πιστεύω. Υπάρχει και θα πάω να τον βρω! Και εσύ θα είσαι μαζί μου!»
«Κι εγώ θα είμαι μαζί σου γλυκό μου αγόρι!» του είπε και τον φίλησε γλυκά. «Θα είμαι μαζί σου στην αναζήτηση του παράλογου και της ελπίδας.»
Δεν αργούσε η μέρα που είχε οριστεί για την αναχώρησή τους. Ο Κωνσταντίνος είχε μαζέψει χάρτες και πληροφορίες από την Σινώπη, την Άγκυρα και την Κωνσταντινούπολη. Εκεί είχε πάει τον καιρό που έλειπε από το Ικόνιο. Είχε βρει το χειρόγραφο του Εβραίου Βενιαμίν απ’ την Τουδέλη. Αυτός είχε επισκεφθεί πολύ πρόσφατα τις χώρες της Αβησσυνίας της Υεμένης και της Ινδίας. Είχε γράψει γι αυτές. Ήταν οι χώρες που αποτελούσαν το νότιο άκρο του πολιτισμού σύμφωνα με τους Αιγύπτιους. Είχε περάσει από την χώρα των Περσών κι είχε πλησιάσει στη χώρα των Σιν και την θάλασσα των Νικπά. Εκεί βρισκόταν το ανατολικότερο άκρο του πολιτισμού μαςi, εκεί θα πήγαινε, λοιπόν.
Θα πορεύονταν ο Κωνσταντίνος με την βοηθό του την Ζωή, σύμφωνα με τα γραπτά του Βενιαμίν. Θα χρησιμοποιούσαν και τις γνώσεις που είχαν οι Σελτζούκοι για την Μεσοποταμία. Του είχε προσφέρει πρόσβαση σε αυτή τη γνώση ο Καϊχοσρόης. Θα έβρισκε την άκρη του κόσμου. Βέβαια, ενδιαφερόταν μόνο για τα νότια κι ανατολικά άκρα του κόσμου. Ο Ήλιος από την ανατολή και τον νότο ερχόταν, άρα, εκεί θα βρισκόταν και το Βασίλειο του Θεού. Με αυτόν τον τρόπο ήταν βέβαιος ότι το είχε εντοπίσει.
Είχε υπολογίσει πως θα ταξίδευε δύο χρόνια περίπου για να φτάσει στο βασίλειο του Ιερέα Ιωάννη. Θα περνούσε ένα-δύο χρόνια εκεί ώσπου να οργανώσει την εκστρατεία του. Ύστερα ήθελε άλλα δυο χρόνια επιστροφής. Όλα μαζί έκαναν γύρω στα επτά χρόνια. Είχε μελετήσει τα “Διονυσιακά” του Νόννου Πανοπολίτηii, γραμμένα πριν από οχτακόσια χρόνιαiii. Με βάση τα βιβλία αυτά, ο θεός Διόνυσος είχε εκστρατεύσει στην Ινδία και την είχε κατακτήσει. Είχε φτάσει στην άκρη του κόσμου. Της μίλησε για τον Διόνυσο.
«Ήταν γιος του Δία κι απεσταλμένος του. Δεν έκανε τυχαία την εκστρατεία του.»
«Πιστεύεις στην ειδωλολατρία, λοιπόν;» του είπε για να τον πειράξει. Της άρεσε να τον πειράζει, να παίζει μαζί του.
«Όχι, αλλά, δεν κλείνω τα μάτια στην αρχαία σοφία.»
«Ποιος ήταν, λοιπόν, ο στόχος του Διόνυσου;»
«Έβλεπε την επερχόμενη πτώση του πολιτισμού. Ούτε ο Αλέξανδρος ούτε κι η Pax Romana θα άντεχαν. Η επικράτηση των αυτοκρατόρων, των μονοθεïστών και των βαρβάρων ήταν βέβαιη. Οι νομάδες θα κατέλυαν τις πόλεις κι οι τύραννοι θα αναλάμβαναν της προστασία τους.»
«Κι ό,τι είχε χτίσει ο πολιτισμός θα καταστρεφόταν;»
«Ακριβώς. Γι αυτό εκστράτευσε. Έκρυψε τις δυνάμεις του ελληνισμού για να τις διαφυλάξει.»
Αυτό πίστευε. Η σοφία, η επιστήμη, ο λόγος, η τέχνη και μαζί τους οι θεϊκές δυνάμεις κρύφτηκαν για να διαφυλαχτούν. Και βρίσκονται στις εσχατιές του κόσμου.
«Είναι το θεϊκό βασίλειο του Ερμή του Τρισμέγιστου» της είπε με ζέση.
«Κι ο Ιερέας;» τον ρώτησε η Ζωή. «Τι θα κάνει;»
«Μας περιμένει. Είναι ο φύλακας. Θα του δώσουμε το μήνυμα ότι ήρθε η ώρα για την αντίστροφη πορεία.»
Κατά τον Κωνσταντίνο, ήταν η ώρα να επιστρέψουν απ’ την ανατολή οι δυνάμεις του ελληνισμού. Θα ελευθέρωναν τους ανθρώπους απ’ την αμάθεια και την δεισιδαιμονία. Ήταν η ώρα να ξαναβρεί η χώρα των θεών, η Ρωμανία-Γραικία, το χαμένο της κλέος. Όπως ο Διόνυσος προχώρησε με τη μούσα του την Αριάδνη, έτσι κι αυτός θα πήγαινε με τη δική του μούσα, τη Ζωή!
Σε επτά χρόνια από σήμερα θα γύριζαν πίσω. Θα ήταν το έτος έξι χιλιάδες επτακόσια είκοσι έξι από κτίσεως κόσμου. Με την παπική μέτρηση του χρόνου θα ήταν το 1218 μΧ.. Θα γύριζε με τα στρατεύματα του Ιερέα Ιωάννη. Τα φανταζόταν περισσότερο πνευματικά και λιγότερο στρατιωτικά. Μ’ αυτά θα επέβαλε τον ελληνισμό.
Θεωρούσε ηρωική αλλά και μάταιη την προσπάθεια του αδελφού του. Ήθελε να αναγεννήσει την αυτοκρατορία με μια στρατιωτική νίκη. Με την γυναίκα του συνδύαζαν το όνομα των Γραικών με την ορθόδοξη πίστη. Έβρισκε ευγενική την πρόθεσή τους, αλλά, χωρίς μέλλον. Θα σαρωνόταν από τους νομάδες και τους βαρβάρους κι απ’ την πρωτόγονη ορμή τους. Μισούσαν κάθε τι το ελληνικό, δεν θα άφηναν τους Γραικούς να ορθοποδήσουν.
Αντίθετα, η δική του προσπάθεια, έστω και ουτοπική, ωστόσο, στηριζόταν σε ανώτερες δυνάμεις. Το ένιωθε. Το πάθος του για το αρχαίο ελληνικό πνεύμα ήταν αληθινό. Αισθανόταν πως αρχαίοι και νέοι θεοί ήταν μαζί του. Ήταν ένας έρωτας αυτό που τον κατέκλυζε. “Αυτόν τον έρωτα βλέπει η Ζωή. Γι αυτό λέει ότι δεν πρόκειται να ερωτευτώ ποτέ κανέναν άλλον εκτός από τον σκοπό μου. Ίσως και να έχει δίκιο” σκέφτηκε. Προβληματίστηκε λίγο αλλά το ξεπέρασε γρήγορα. Είχε πολλά να κάνει ακόμα.

****************************************
Η συνέχεια την Δευτέρα 3/8.
Είναι η τελευταία εβδομάδα αυτών των δημοσιεύσεων καθώς την Παρασκευή 6/8 ολοκληρώνεται το βιβλίο. Πιστεύω πως το ενδιαφέρον συνεχίζεται με αμείωτη ένταση και μάλιστα κορυφώνεται καθώς πλησιάζουμε στο τέλος.