Δευτέρα 20 Ιουλίου 2020

40 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 40η

Είμαστε στο Δ' μέρος του 11ου κεφαλαίου. 
Το κεφάλαιο έχει τίτλο "Η ΣΤΕΨΗ 1208 μΧ" και το μέρος αυτό έχει τίτλο "ΑΥΤΟΚΡΑΤΩΡ ΘΕΟΔΩΡΟΣ".

Πρόκειται για τη Στέψη του Θεόδωρου Λάσκαρη ως αυτοκράτορος των Ρωμαίων με κάθε επισημότητα στην Νίκαια, όπου βρίσκεται εξόριστη η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ας μην ξεχνάμε ότι έχουμε τέσσερις Ρωμαϊκές Αυτοκρατορίες αυτή τη στιγμή. 
α) η Γερμανική, που είναι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία της Δύσης κι η οποία έχει την ευλογία του Πάπα, η Λατινική, 
β) η Λατινική, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης που έχει επίσης την ευλογία του Πάπα κι είναι το κράτος των σταυροφόρων,
γ) η Ελληνική, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία της Νίκαιας που έχει την ευλογία του Πατριάρχη, και 
δ) η Μουσουλμανική, το Σουλτανάτο του Ρουμ των Σελτζούκων Τούρκων,  που έχει την ευλογία του Ουλ Ισλάμ.
Ο Νικηφόρος, αφού έχει βρει την Ζωή κι έχει ζήσει μαζί της μερικές μέρες, συναντά τους φίλους του κι έρχονται μαζί τους στη Νίκαια για να παραστούν στη στέψη του Λάσκαρη.
******************************************************


 
Δ’ ΑΥΤΟΚΡΑΤΩΡ ΘΕΟΔΩΡΟΣ


Ο Νικηφόρος δεν μπήκε στην Νίκαια. Πήρε τον δρόμο για την Απάμεια. Ήταν ένα ταξίδι μιας μέρας. Ξημέρωμα της Κυριακής των Βαΐων, έφτασε. Πήγε στο γνωστό λιμάνι, εκεί όπου είχαν φτάσει με το “Δήλος”. Εκεί είχε κανονίσει με τον Βαρδάνη να συναντηθούν. Τον βρήκε να περιμένει συνεπής στο ραντεβού τους. Δεν ήταν μόνος, μαζί του ήταν κι ένας ακόμα άγνωστος άντρας. Είχε κάτι πάνω του που φαινόταν γνωστό στον Νικηφόρο, αλλά, ήταν απροσδιόριστο.
«Ο Διογένης Ιάσων» είπε ο Βαρδάνης συστήνοντας τον “άγνωστο”. «Έχετε γνωριστεί και πολύ καλά μάλιστα!»
Έκπληκτος ο Νικηφόρος τον παρατήρησε καλύτερα κι αναγνώρισε τον ερημίτη. Αυτό που του έδινε την απόκοσμη όψη, που με αυτήν τον είχε γνωρίσει παλιά, ήταν κυρίως τα μάτια του. Ό,τι κι αν είχε αλλάξει πω του, αυτό είχε μείνει ίδιο. Τα ίδια μάτια έλαμπαν τώρα, όπως και τότε, και προφανώς, όπως πάντα. Ήταν ξυρισμένος όπως οι Φράγκοι. Χωρίς τα μακριά ακατάστατα μαλλιά και τα πυκνά του γένια ήταν αγνώριστος. Αγκαλιάστηκαν αμέσως κι έδειξαν αυθόρμητα την χαρά τους που ξανασυναντήθηκαν.
«Που είναι η Ζωή, Νικηφόρε;» τον ρώτησε. «Την πήρες από το μοναστήρι;»
«Την άφησα έξω από τη Νίκαια για να μπει μόνη της. Δεν ήθελα να με δουν μαζί της. Μπήκε στην πόλη πάνω σε ένα γαϊδουράκι με ράσα καλογριάς. Έτσι, δεν έχει καμιά σχέση μαζί μου, όπως καταλαβαίνεις.»
«Ωραία λοιπόν. Θα βρεθούμε και πάλι όλοι.. Χαίρομαι που σε βλέπω ναύαρχε» είπε ο Διογένης.
«Χαίρομαι κι εγώ που σας βλέπω. Σας πειράζει που φορώ αυτή την πανοπλία; Πώς με βλέπετε; Με ιππότης των Φράγκων ή με Καταφρακτάριος των Ρωμαίων μοιάζω;» είπε ο Νικηφόρος κι έδειξε την στολή του.
«Βλέπω τον δικέφαλο αετό στον μανδύα σου και με πιάνει μια συγκίνηση» είπε ο Βαρδάνης.
«Κι εγώ βλέπω ένα κόκκινο μαντίλι με λευκό κρίνο στο πέτο σου» είπε ο Διογένης.
Ήταν μεσημέρι της Κυριακής των Βαΐων κι έψαξαν για ένα καπηλειό. Η Απάμεια ήταν λιμάνι σημαντικό. Ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια που η Νίκαια ήταν πρωτεύουσα, είχε γίνει το κυριότερο λιμάνι του Δεσποτάτου. Είχε πολλούς ναυτικούς κι αρκετά καπηλειά τριγύρω. Διάλεξαν ένα που είχε και δωμάτιο διαθέσιμο για να κοιμηθούν το βράδυ. Ήταν η τελευταία τους ευκαιρία για κρασοκατάνυξη καθώς η εβδομάδα που ερχόταν ήταν η Μεγάλη Εβδομάδα. Όλα θα ήταν πολύ πιο δύσκολα. Με τόσους παπάδες να τριγυρνούν στο παλάτι των Λασκαραίων, όλα θα ήταν απαγορευμένα.
Ήπιαν αρκετές κανάτες κρασί και μίλησαν πολύ για όλα. Είχαν πολλά να πουν. Ο Βαρδάνης μίλησε όσα είδε στην Πόλη του Κωνσταντίνου η οποία τον εντυπωσίασε.
«Παρά τις λεηλασίες που έχει υποστεί είναι τρομερή. Το όνειρό μου να δω την βασιλεύουσα πόλη της Ρωμιοσύνης έχει πραγματοποιηθεί.»
Τους είπε για την πόλη που είχαν πλέον οι Λατίνοι. Τα ίχνη της καταστροφής, τέσσερα χρόνια μετά την εισβολή, ήταν ακόμη ευδιάκριτα. Οι εκκλησίες, τα αρχοντικά, οι πλατείες κι οι δρόμοι είχαν σημάδια. Ιδιαίτερα περιέγραψε τα μέρη που είχε επισκεφτεί γιατί αυτά έπρεπε να αναφέρει ο Νικηφόρος, αν τον ρωτούσαν. Ο Βαρδάνης μιλούσε για τον Θεόδωρο Βρανά και την Άννα τη Φράγκα, τη σύζυγό του, αλλά και τις παρέες τους. Ο Μπλουά, ο Βιλεαρδουίνος κι άλλοι Λατίνοι είχαν γίνει γνωστοί του. Ο Νικηφόρος δεν τους ήξερε.
«Καλύτερα μην πεις γι αυτούς στη Νίκαια» του είπε.
Ο Διογένης έμοιαζε σαν ένας εξ ολοκλήρου καινούριος άνθρωπος. Τους εξήγησε τι έκανε στην Κωνσταντινούπολη τα τελευταία χρόνια.
«Παλιότερα η ειδικότητά μου ήταν να καταριέμαι. Τώρα είχα διαφορετική αποστολή, προφήτευα. Έλεγα στους Ρωμιούς να αλλάξουν όνομα αν ήθελαν να σωθούν. Δεν καταλάβαιναν τίποτε, όπως δεν καταλάβαιναν κι οι Φράγκοι. Ήταν σαν να παραμιλούσε ένας τρελός.»
«Και ποιο το κέρδος;» ρώτησε ο Καλλίμαχος.
«Σπόρος είναι που σπέρνεις και περιμένεις να καρπίσει. Όταν θα μπούμε στην Πόλη, θα θυμίσουμε την προφητεία που θα έχει μείνει στο μυαλό του λαού. Θα δώσουμε την εξήγηση που θέλουμε εμείς! Θα χτίσουμε την “ελληνική αυτοκρατορία”. Τότε όλοι θα πιστέψουν ότι η αλλαγή του ονόματος θα είναι η εκπλήρωση της προφητείας. Με αυτήν σώθηκε η Πόλη και με αυτήν θα προστατευτεί στο μέλλον.»
«Πρέπει, όμως, πρώτα να έχουμε πάρει την Πόλη» του θύμισε ο Νικηφόρος.
Οι δυο συνομιλητές του τ’ άκουγαν αυτά σαν αφελή, ήταν όμως φανερό ότι αυτός τα πίστευε. Ο Νικηφόρος έκανε προσπάθεια να συνηθίσει την νέα, καθώς πρέπει, εμφάνισή του Διογένη. Ο πρώην ερημίτης είχε σε μεγάλη εκτίμηση τον Βρανά από τον οποίο έμαθε και τον Βαρδάνη. Έτσι γνωρίστηκαν κι ήρθαν μαζί στην Απάμεια. Στη στέψη του Λάσκαρη, δεν θα εμφανιζόταν σαν ερημίτης αλλά σαν Ιάσων Χαλδαίος. Ήταν περίεργος άντρας, με αδρά χαρακτηριστικά. Η εμφάνισή του προκαλούσε ακόμα ένα είδος φόβου, παρ’ όλο που ήταν πολύ πιο ήρεμο το πρόσωπό του.
Ο Νικηφόρος τους μίλησε για τη Ζωή και για όλη την πορεία τους σε Αδραμύττιο, Νικομήδεια και Νίκαια. Εκεί την είχε αφήσει για να έρθει στην Απάμεια.
«Ένιωσε σαν χαμένη την υπόθεση του νέου ελληνισμού μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου. Απογοητεύτηκε εντελώς και προτίμησε το μοναστήρι» τους είπε.
«Αλήθεια, πώς σε υποδέχτηκε;» ρώτησε ο Βαρδάνης. «Ήταν μοναχή, δεν θα της ήταν εύκολο.»
«Ήταν σαν να μην είχε περάσει ούτε μια στιγμή από όταν την άφησα μέχρι που ξαναβρεθήκαμε.»
«Την αγαπάς, λοιπόν, τόσο πολύ;» ρώτησε ο Διογένης. «Κι η γυναίκα σου στην Αθήνα; Πώς σκέφτεσαι για εκείνην; Τι θα κάνεις; Έχεις και παιδιά...»
«Την Αγνή τη σέβομαι, την τιμώ κι έχω τύψεις που δεν της δείχνω την πίστη που της αξίζει» είπε ο Νικηφόρος «Όμως, αυτό που νιώθω για τη Ζωή τα ξεπερνά όλα. Δεν ξέρω τι έχω πάθει, όμως δεν μπορώ να μην τη σκέφτομαι. Την θέλω όσο τίποτε άλλο στη ζωή μου.»
«Βάλε να πιούμε» είπε ο Βαρδάνης. «Έτσι όπως μας τα σοβαρεύει ο φίλος μας, ταιριάζει μόνο το πιοτό!»
Ήπιαν όσο μπορούσαν. Τραγούδησαν, είπαν απίθανες ιστορίες που θυμήθηκε ο καθένας τους, ένιωσαν πολύ όμορφα. Μίλησαν για γυναίκες, δόξες και τιμές κι έπεσαν στο τραπέζι, νικημένοι από το κρασί. Ο ένας μετά τον άλλον, παρέδιδαν το πνεύμα τους στην κούραση. Δεν θυμόντουσαν την άλλη μέρα το πρωί πώς στοιβάχτηκαν και πώς κοιμήθηκαν στο δωμάτιο του καπηλειού. Το πρωί έπρεπε πλύθηκαν καλά για να ξυπνήσουν και να ξεβρομίσουν. Είχαν να φτάσουν στη Νίκαια αυθημερόν και αξιοπρεπώς. Με δυσκολία βρήκαν ένα κάρο με άχυρα για να τους μεταφέρει. Τελικά, οι τρεις άντρες κατάφεραν να φτάσουν στον προορισμό τους.
Η Νίκαια είχε παράδοση θρησκευτική μια κι εκεί είχε γίνει η πρώτη οικουμενική σύνοδος. Εκεί είχε καθοριστεί κι η ημερομηνία του Πάσχα. Σε συνδυασμό με την αυτοκρατορική παράδοση, η εβδομάδα ήταν γεμάτη από μεγαλοπρέπεια και κατάνυξη. Όλοι παρακολούθησαν τα άγια Πάθη έχοντας στο νου την Πόλη του Κωνσταντίνου και τα δικά της πάθη. Όλοι είδαν στην ανάσταση του Χριστού την προαναγγελία και την προφητεία συνάμα της ανάστασης της Ρωμανίας. Ποθούσαν την ανάκτηση της πρωτεύουσας των Ρωμαίων. Η στέψη του Θεόδωρου Λάσκαρη είχε όχι μόνο ουσιαστικό, αλλά, κι έντονα συμβολικό χαρακτήρα. Γι αυτό όλοι φρόντισαν ώστε να είναι πραγματικά βασιλική και θεόπνευστη.
Συνέτρεχαν σ’ αυτή τη στέψη οι αναγκαίες προϋποθέσεις νομιμότητας. Ο λαός ήταν εδώ παρών και φώναξε το “άξιος”. Η σύγκλητος, δηλαδή οι φυγάδες από την Πόλη πατρίκιοι και άρχοντες, ήταν εδώ και φώναξαν επίσης “άξιος”. Ο στρατός φώναξε “άξιος”. Ήταν στρατός αποτελούμενος κατά βάση από Ρωμαίους, πράγμα που είχε να συμβεί πολλές δεκαετίες τώρα. Το “άξιος” το φώναξαν όχι μόνο οι Ρωμαίοι πρωτοσπαθάριοι κι αξιωματούχοι. Υπήρχαν και λίγοι μισθοφόροι Φράγκοι όπως και χριστιανοί Τούρκοι στο στρατό του Λάσκαρη. Δεν τους είχε ικανοποιήσει ο Λατίνος αυτοκράτορας κι είχαν έρθει εδώ. Είπε “άξιος” κι έδωσε τα αυτοκρατορικά σύμβολα κι ο Πατριάρχης. Ήταν μια σφαίρα κι ένα σκήπτρο που τα έβαλε στα χέρια του Θεόδωρου ενώ τού φόρεσε και το στέμμα.
«Θεόδωρος Λάσκαρης, πιστός εν Χριστώ βασιλεύς.»
Συμπλήρωσαν το πανηγυρικό σκηνικό οι στρατιώτες που ανέβασαν τον Θεόδωρο σε μια ασπίδα. Τον κράτησαν όλοι μαζί ψηλά όπως έκαναν και πριν χίλια χρόνια οι πραιτοριανοί στρατιώτες. Έτσι ανακήρυσσαν έναν αυτοκράτορα.
«Θεόδωρος ο Α’, αυτοκράτωρ των Ρωμαίων» φώναξαν.
Δίπλα του, η αυτοκρατόρισσα Άννα Κομνηνή Αγγελίνα. Κόρη και σύζυγος αυτοκράτορα, δέχτηκε τιμές και σύμβολα της δικής της εξουσίας. Έλαμπε από χαρά κι ευτυχία και μοίραζε τριγύρω χαμόγελα. Ο Νικηφόρος δεν μπόρεσε να μην θυμηθεί ένα κρύο πρωινό στο λιμάνι του Κοντοσκάλιου. Τότε, στο κατάστρωμα του “Δήλος”, είχε δει το ζευγάρι, που τώρα στεφόταν με τα αυτοκρατορικά διάσημα. Ήταν σκεπασμένοι με τα καραβόπανα και ζήτησαν βοήθεια για να περάσουν απέναντι στη Βιθυνία. Νά που τα όνειρα γίνονται και πραγματικότητα, αναλογίστηκε. Κοίταξε προς το μέρος που ήταν οι γυναίκες. Κοντά στην Άννα-Αγγελίνα στεκόταν η Ζωή με ένα λευκό ράσο μοναχής. Συνάντησε το βλέμμα της. Ήταν φανερό πως κι εκείνη έκανε την ίδια σκέψη.
Η Ζωή, με τα μάτια της τού υπέδειξε να κοιτάξει σε ένα σημείο. Του έδειχνε τον πορφυρό χιτώνα που φορούσε τώρα ο Λάσκαρης. Ο Νικηφόρος τον πρόσεξε καλύτερα. Στον χιτώνα, κεντημένα με χρυσές κλωστές, ήταν το σήμα του σταυρού με τα τέσσερα Β κι ένας δικέφαλος αετός. Τον δικέφαλο φορούσε στο στήθος του κι ο Νικηφόρος. Ο σταυρός με τα τέσσερα Β ήταν το βασιλικό σήμα των αυτοκρατόρων απ’ την εποχή του Ηράκλειου. Ο δικέφαλος αετός ήταν καινούριο βασιλικό σήμα. Είχε προστεθεί -προφανώς- με φροντίδα της Άννας-Αγγελίνας. Ήταν ο αετός που εισχωρούσε στη βασιλική χλαμύδα με στόχο να την μετατρέψει από ρωμαϊκή σε ελληνική. Θα γινόταν κι αυτό όσο πιο σύντομα επέτρεπαν οι εξελίξεις.
Ο διπλός γιορτασμός για το ορθόδοξο Πάσχα και τη Στέψη του αυτοκράτορα προκάλεσε ένα γλέντι τρικούβερτο. Τα αρνιά στις σούβλες και το άφθονο κρασί, έδωσαν τον τόνο για ένα ατελείωτο πανηγύρι. Όλα ήταν γιορτινά. Πυροτεχνήματα και παραδοσιακά έθιμα είχαν την τιμητική τους. Ο ιππόδρομος γέμισε με μάγους και γελωτοποιούς. Ακόμα, μέχρι κι ιπποτικοί αγώνες οργανώθηκαν.
Όλο αυτό κράτησε τρεις μέρες. Η πόλη, στολισμένη με λάβαρα και σημαίες δεν έδειχνε καμιά διάθεση να σταματήσει να γλεντά. Η οργιαστική βλάστηση του Απρίλη συνηγορούσε στο διάχυτο κέφι. Το άφθονο κρασί και τα πολλά και ποικίλα εδέσματα ήταν κίνητρα για ένα διονυσιακό ξεφάντωμα. Το γλέντι δεν θα τελείωνε ποτέ αν οι κήρυκες δεν θύμιζαν, με γαϊδουρινή υπομονή κι επιμονή, το τέλος. Έλεγαν στο πλήθος πως οι τρεις μέρες είχαν περάσει. Έπρεπε να σταματήσουν οι γιορτασμοί και να γυρίσουν όλοι στις δουλειές τους. Την Τετάρτη μετά το Πάσχα κάπως ηρέμησε η πόλη και κόπασε ο θόρυβος από τις μουσικές και τα θεάματα. Καταλάγιασαν οι διασκεδάσεις κι η πόλη ξεκουράστηκε. Η μυριόστομη ευχή «και του χρόνου στην Πόλη» ακούστηκε χιλιάδες φορές. Τόσο πολύ που είχε αντικαταστήσει ακόμα και το «Χριστός Ανέστη» και το «Καλό Πάσχα». Στην αρχή, τα πρώτα χρόνια, την ευχή αυτή την συνόδευαν οργή κι αγανάκτηση. Μετά την συνόδευε η ελπίδα κι η παράκληση. Τώρα, για πρώτη φορά, συνοδευόταν από αισιοδοξία κι από βεβαιότητα. Η αυτοκρατορία, έστω και εξόριστη, είχε στηθεί ξανά στα πόδια της.
 
******************************************************
Η συνέχεια αύριο Τρίτη.

Κυριακή 19 Ιουλίου 2020

Εγκώμιον Σταμάτη Κραουνάκη

Έτσι που καταντήσαμε, δεν διαβάζω πια εφημερίδες. Μακαρίζω κάποιους που έχουν χρόνο, χρήμα και διάθεση να το κάνουν. Αλίευσα από το διαδίκτυο ένα κείμενο εφημερίδας, της κυριακάτικης "Δημοκρατίας". Ο Σταμάτης Κραουνάκης στη Καστέλα. 
Τον έχω δει κι εγώ στο Βεάκειο κι έχω νιώσει όλα αυτά που περιγράφει ο δημοσιογράφος. Κι είναι τόσο ωραία και αληθινά που θέλω να τα μοιραστώ μαζί σας.
Από τον Δημήτρη Καπράνο
Εγκώμιον Σταμάτη Κραουνάκη 
**************************************

ΟΙ (όχι και τόσο) ΠΙΣΩ ΜΟΥ ΣΕΛΙΔΕΣ...

από την "Κυριακατικη δημοκρατία"...

Ένα ταξίδι με τον Σταμάτη ...

Βρέθηκα, πριν λίγες μέρες, στην συναυλία του Σταμάτη Κραουνάκη με το σύνολο «Σπείρα-σπείρα» στον Πειραιά, στην Καστέλα...
Εκεί, σε ένα μπαλκόνι με θέα την θάλασσα, είχα την ευκαιρία να κάνω ορισμένες διαπιστώσεις, αλλά και να γυρίσω αρκετές «πίσω μου σελίδες», καθώς η γνωριμία μου με τον Σταμάτη ανάγεται στην νεαρά(του) ηλικία και η μετέπειτα πορεία του δικαίωσε την πρόβλεψη και την προσδοκία μου.
Πάμε στις διαπιστώσεις: Ο Κραουνάκης είναι σήμερα ο τελευταίος επιζών «διασκεδαστής ποιότητας»! Προσφέρει, δηλαδή εκείνο που αποκαλούμε (αρκεί να το εννοούμε) «διασκέδαση με νόημα»...
Ανατρέχοντας στην παλιά-καλή- επιθεώρηση (εμφανώς επηρεασμένος απο το «Ελεύθερο θέατρο» της χρυσής εποχής του 70-80), ο Σταμάτης έχει στήσει μια «ανδρική «φωνητική συμμορία» (ένα σπάνιο αλλά τόσο ωραίο και ευθύβολο εύρημα), την οποία σαπορτάρουν δυο σειρές πλήκτρα, ένα βιολοντσέλο (κεντάει κυριολεκτικά) ένα «κιθαρο-μπούζουκο» (δεξιοτέχνης και τρυφερός ο χειριστής) και πέντε (με την δική του εξι) ανδρικές ωραιότατες φωνές.
Και ξεδιπλώνεται, απλά, σαν να ανοίγεις ένα καρό τραπεζομάντηλο σε ένα παλιό μοναστηριακό τραπέζι, μια ιστορία που κλείνει μέσα της κίνηση, συναίσθημα, μελωδία, ρυθμό, κρεσέντο, λάργκο, τριστέντζα, αλεγρία, μέχρι και κουβάνικο χρώμα που σου φερνει στο νου τον αξέχαστο Κομπάι Σεγούντο!
Κι αφού τα «παιδιά» της συμμορίας οργιάζουν και τσακώνονται φωνητικά (έχει κι έναν νεαρό, κράμα Τζίπσι Κινγκς και Ντιόν (τραγουδιστής των των σίξτις) που σε αφήνει με το στόμα ανοιχτό με τις κορώνες και τις τρίλιες του) εισέρχεται στο μουσικό ρινγκ και ο Σταμάτης , που κουβαλάει μαζί του (συγγνώμη, φίλε μου, αλλά όπως σε είδα τους ...χωράς πλέον όλους) την Σοφία Βέμπο, τον Γιάννη Σπάρτακο με την Ρένα Βλαχοπούλου ανγκαζέ, τον Γιώργο Μουζάκη με την Λένα Παμέλα ανσάμπλ, τον Σώτο Παναγόπουλο μέσα στους δίσκους του Σαββόπουλου αλλά και τον Μιχάλη Μενιδιάτη, τον Στέλιο Καζαντζίδη και, φυσικά τον Σταμάτη, αυτόν τον κλεφταράκο και μπαγάσα, που ξέρει καλά ότι οι νότες είναι εφτά, αλλά έχουνε τόσες «χαραμάδες» τα πλήκτρα, που μπορείς να χώνεσαι και να ξεφεύγεις ανά πάσα στιγμή!
Κι εκει, λοιπόν, υπό την κλαίουσα σελήνη και απεναντι στην ήρεμη θάλασσα του Σαρωνικού, σου πετάει (μέσα στο κρεσέντο που βγαίνει από το «καβούκι» του μπουζουκιού του Ζαμπέτα, φτιαγμένο στον Πειραιά, στου Ζοζέφ ή στου Απαρτιάν) την «Μαλάμω» και σου φέρνει μπροστά το καρέ από την «Ευτυχία». Και νιώθεις ένα ελαφρό αεράκι να σε θωπεύει, κι ας εχει περίπου σαράντα βαθμούς γύρω σου...
Κι ύστερα, αφού περάσει από χίλιες συμπληγάδες και αράξει το σκάφος στους Νεώσοικους που παραμονεύουνε θαμμένοι λίγο πιο κάτω, κάνει μια στροφή και σε πάει πίσω από τον Άγιο Νικόλα, εκεί που γυρίστηκαν οι σκηνές από το «Αυτή η νυχτα μένει». Και πέφουνε οι πρώτες νότες, που σου θυμίζουνε κάτι ανάμεσα στην εισαγωγή του «Γουιδάουτ γιου», του τεράστιου και αδικημένου Χάρι Νίλσον και στις σταγόνες του νερού που πέφτει όταν έχεις τρέξει κάτω από το ντους για να κατεβάσεις στροφές και σε παίρνει μζί του εκείνο το πανί που αχνοφαίνεται στα ανοιχτά (και που μόνο εσύ το βλέπεις) και αρχίζει :

«Πέλαγο να ζήσω δε θα βρω, σε ψυχή ψαριού, κορμί γατίσιο /Κάθε βράδυ βγαίνω να πνιγώ πότε άστρα, πότε άκρη της αβύσσου /Κάτι κυνηγώ σαν το ναυαγό τα χρόνια μου σεντόνια μου τσιγάρα να τα σβήσω /Χάθηκα κι εγώ κάποια βραδιά πέλαγο η φωνή του Καζαντζίδη/ Πέφταν τ' άστρα μες στη λασπουριά μαύρος μάγκας ο καιρός και μαύρο φίδι /Μου 'γνεφε η καρδιά πάρε μυρωδιά το λάδι εδώ πώς καίγεται και ζήσε το ταξίδι ./ Αυτή η νύχτα μένει αιώνες παγωμένη που δυο ψυχές δε βρήκαν καταφύγιο /Κι ήρθαν στον κόσμο ξένοι και καταδικασμένοι να ζήσουν έναν έρωτα επίγειο...».
Και λες «ρε τί είναι ετούτος; Πώς του επιτρέπεται να έχει τρυπώσει στο μυαλό του Μάνου, στα δάχτυλα του Μίκη, στις τζαζιές του Πλέσσα, στις διαδρομές του Ζαμπέτα και του Σπόρου, στα κιτάπια του Σακελλάριου και του Δαλιανίδη και τολμά να αναφέρει το όνομα του Στέλιου;».
Κι αμέσως λες ένα «Χαλάλι του» και σκουπίζεις κάτι σαν υγρασία, που φεύγει από τα κουρασμένα σου μάτια...
Κι ύστερα πας πίσω, στα τέλη του '70, που η καλή σου φίλη η Λίνα, κοριτσάκι τότε, δευτεροετής της Παντείου, σου λέει «πάμε να ακούσεις έναν φίλο». Και σε παίρνει απ' το χέρι και σε πάει κάπου στα νότια προάστια (δεν θυμάμαι ακριβώς πού) σε ένα σπίτι μέσα σε κήπο και ακούς τον νεαρούλη συνομήλικό της Σταμάτη και μιλάτε και τα λέτε κι ύστερα, φεύγοντας, λες στην Νικολακοπούλου: «Μωρέ τι είναι ετούτος; να περιμένεις πολλά»...
Κι ύστερα έρχονται «Τα όπλα του Αγαμέμνονα» στο «Αγκάθι», τότε που υπήρχε δημιουργία! Κι όταν, αργότερα, όλοι τρελαίνονται με τα «Σκουριασμένα χείλια» και η «Συχνότητα» γίνεται σουξέ, εσύ μπορείς να λες ήσυχος «Δεν σας τα έλεγα εγώ; Τί σας κάνει εντύπωση;»...
Να είσαι καλά Σταμάτη, να χάσεις βάρος-οπωσδήποτε- να κόψεις το κάπνισμα και να εξακολουθήσεις να γράφεις!
Δικαίωμά σου να ανακατεύεσαι και με τα πολλά και δεν θα σε κρίνω γι αυτό. Εμένα μου έδωσες να πιω από ένα ποτό που δεν βρίσκεται πια εύκολα στα ράφια των μπαρ! Γειά χαρά, φίλε!

Παρασκευή 17 Ιουλίου 2020

39 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 39η

Στο Γ' μέρος του 11ου κεφαλαίου, ο Νικηφόρος συναντά επιτέλους μετά από 4 χρόνια την Ζωή, σε ένα μοναστήρι. 
Επανασυνδέονται και κάνουν μαζί την διαδρομή προς την Νίκαια για να παραβρεθούν στην στέψη. Στον δρόμο μιλούν για την ζωή τους.
********************************************
παραπομπή:


Γ’   Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ

Ο Νικηφόρος βέβαια είχε μια εντελώς διαφορετική πορεία. Διέσχισε εδάφη που τα διεκδικούσαν ταυτόχρονα οι τέσσερις εξουσίες της περιοχής. Από τη μια ήταν οι Φράγκοι, που τυπικά ήταν κυρίαρχοι της Βιθυνίας. Είχαν νικήσει τους αντιπάλους τους, αλλά, δεν είχαν αρκετές δυνάμεις ώστε να κρατήσουν τα μέρη που κατακτούσαν. Από την άλλη ήταν ο Λάσκαρης, που ξανάπαιρνε τα εδάφη αυτά μόλις οι Φράγκοι έφευγαν για την Θράκη. Αναγκάζονταν συνεχώς να φεύγουν για να αντιμετωπίσουν τους Βουλγάρους που έκαναν συνεχείς επιδρομές. Τρίτος κυρίαρχος ο Θεόδωρος Μαγκαφάς. Είχε παλέψει στο πλευρό του Κωνσταντίνου Λάσκαρη στη μάχη και ήττα του Αδραμυτίου. Προσπαθούσε να διατηρηθεί ως ηγεμών ανεξάρτητος σε εδάφη που κάποια εποχή είχε υπό την κατοχή του. Δεν είχε πρόβλημα να ορκιστεί πίστη στους Λατίνους ή τους Μουσουλμάνους ή τον Λάσκαρη. Αρκεί να τον άφηναν ήσυχο. Τέλος, εξουσία ασκούσαν κι οι Τουρκομάνοι που δεν ήταν ενταγμένοι στο Σουλτανάτο του Ικονίου. Είχαν εξαπλωθεί στην ύπαιθρο, βοσκούσαν τα πρόβατά τους και πολιορκούσαν κάθε τόσο μια πόλη. Σκοπός τους να την λεηλατήσουν και να πάρουν σκλάβους τους κατοίκους της. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, οι Ρωμιοί της Μικρασίας ζούσαν σε συνεχή ανασφάλεια κι απειλή για τη ζωή και το βιος τους.
Αρχικά συνάντησε τους νομάδες. Τους απέφυγε, έστω κι αν χρειάστηκε μια μέρα δρόμο περισσότερο, αλλάζοντας διαδρομή. Όπου υπήρχαν Ρωμαίοι δεν είχε κίνδυνο. Κοντά στο Αδραμύττιο έπεσε σε μια ενέδρα στρατιωτών που ήταν ανάμεικτοι Τούρκοι, Ρωμιοί και Φράγκοι. Ήταν μια ομάδα υπό την εξουσία του Μαγκαφά. Ο Νικηφόρος γνώριζε τον ηγεμόνα τους. Του είχε δώσει, με τα χέρια του προσωπικά, πριν τέσσερα χρόνια το λάβαρο και την διακήρυξη της Προύσας. Όταν ο Μαγκαφάς είδε με ποιον είχε να κάνει, τον ελευθέρωσε.
«Πώς έμπλεξες έτσι, Γραικορωμιέ; Εσύ ναυτικός ήσουν αλλά στη στεριά σε έπιασαν τα παλικάρια μου» τον ρώτησε.
«Βρέθηκα στα μέρη σου, άρχοντα. Ειρηνικά περνάω.»
«Και πού πας;»
«Στην Μονή της Αγίας Παρασκευής.»
«Πρόσεχε. Είναι επικίνδυνο να είσαι μόνος σου.»
Ο Μαγκαφάς του έδωσε το άλογό του, τα όπλα του και τα χρυσά που του είχαν πάρει. Προσπέρασε και τους Φράγκους που τον σταμάτησαν στο Αδραμύττιο. Τα έγραφα, που έδειχναν ότι μετείχε κι αυτός στην Δ’ σταυροφορία, ήταν αποφασιστικά. Γι αυτούς δεν ήταν παρά ένας προσκυνητής που έψαχνε να βρει τη λύτρωση από τα εγκόσμια. Είχαν χρέος, τουλάχιστον να τον αφήσουν να πάει εκεί όπου δεν είχαν πάει οι ίδιοι.
«Ελεύθέρωσέ τους εσύ, τους Άγιους Τόπους!» του είπαν κοροϊδεύοντάς τον.
Στο Αδραμύττιο πήρε δυο ακόμα άλογα κι έναν έφιππο Τούρκο για βοηθό και ξεκίνησε για την Μονή. Όταν έφτασε στον προορισμό του είχαν περάσει έξι μέρες από την ημέρα της αναχώρησής του. Πλήρωσε τον Τούρκο και τον έδιωξε. Στην θύρα της Μονής έδειξε ένα σημείωμα της Άννας-Αγγελίνας που έλεγε ότι ήταν απεσταλμένος της. Είχε έρθει για την -κατά κόσμο- Ζωή και –κατά Θεό- Φιλοθέη. Η Άννα Αγγελίνα είχε ήδη στείλει κι άλλη επιστολή ζητώντας από την Ηγουμένη μια χάρη. Ήθελε να επιτρέψει στην Ζωή-Φιλοθέη να φύγει απ’ το μοναστήρι, έστω προσωρινά. Ήθελε να την έχει κοντά της στην στέψη της σαν αυτοκρατόρισσας μαζί με τον σύζυγό της. Η Άννα Αγγελίνα ήταν ο βασικός χρηματοδότης της Μονής κι ο λόγος της μετρούσε σαν διαταγή. Θα ερχόταν απεσταλμένος της για να την οδηγήσει στη Νίκαια. Η Ηγουμένη δεν έπρεπε να δεχτεί καμιά αντίρρηση εκ μέρους της μοναχής. Θα ερχόταν στην Νίκαια είτε το ήθελε είτε όχι.
Η Ηγουμένη τον καλοδέχτηκε. Τον βοήθησε να πλυθεί, να ξεκουραστεί και να συνέλθει. Το χρειαζόταν αυτό μετά από την ταλαιπωρία του ταξιδιού. Του είπε πως θα έφευγαν σε δύο μέρες, αλλά, ο Νικηφόρος είχε άλλη γνώμη. Κινδύνευαν, αν πήγαινε από τη στεριά, κι έπρεπε να ψάξει να βρει πλοίο από περιοχή των Ρωμαίων. Αυτό θα του έπαιρνε πολύ χρόνο, άρα, έπρεπε να φύγει αμέσως για τη Νίκαια.
Οι φωνές κι η επιμονή του ανάγκασαν την Ηγουμένη να βιαστεί κι εκείνη. Την άλλη μέρα το πρωί θα έφευγαν. Τότε, του έφερε τη Φιλοθέη ντυμένη με ένα μαύρο ράσο και καλυμμένο κεφάλι. Μόνο τα μάτια της φαίνονταν πίσω από το κάλυμμα της κεφαλής και του προσώπου. Ήταν χαμηλωμένα κι έκανε κινήσεις αδιάφορες. Της είχαν πει ότι η αυτοκρατόρισσα την ήθελε στη Νίκαια κι ότι θα ερχόταν κάποιος για να την πάρει. Το είχε αποδεχτεί κι ήρθε για να μάθει πώς και πότε θα έφευγαν. Δεν είχε αναγνωρίσει ακόμη τον απεσταλμένο.
«Μοναχή Φιλοθέη, αυτόν έστειλε η Δέσποινα για να σε πάει. Ετοιμάσου, θα φύγεις μαζί του» της είπε η Ηγουμένη.
«Σκοπός μου είναι να σας μεταφέρω στη Νίκαια για τη στέψη του αυτοκράτορα» είπε ο Νικηφόρος στην μοναχή.
«Είμαι έτοιμη» απάντησε εκείνη.
Ακούγοντας τη φωνή ταράχτηκε. Σήκωσε τα μάτια και μέσα απ’ το μικρό άνοιγμα του καλύμματος, τον είδε. Έμεινε σαν αποσβολωμένη. Τον κοίταξε από πάνω ως κάτω. Ήταν ντυμένος με την γυαλιστερή ιπποτική στολή των Φράγκων και κρατούσε ένα δόρυ. Στο πάνω άκρο του δόρατος ανέμιζε το δικό της κόκκινο μαντίλι, που του είχε χαρίσει πριν φύγει για την Αθήνα. Στον σιδερένιο θώρακα φορούσε ένα πουκάμισο με τον δικέφαλο αετό, το σήμα της ελληνικής αυτοκρατορίας. Το είχε ράψει εκείνη. Κόντεψε να λιποθυμήσει όμως κρατήθηκε όρθια. Συγκρατήθηκε κι ο Νικηφόρος να μην χιμήξει πάνω της και την αγκαλιάσει.
Χωρίς άλλη καθυστέρηση πήραν τα πράγματά της στο τρίτο άλογο, καβάλησαν τα δικά τους, κι έφυγαν απ’ τη Μονή. Πήραν μαζί τους μια επιστολή της ηγουμένης με ευχές για την μακροημέρευση του εν Χριστώ Βασιλέα. Πήραν για δώρα κάτι μαντζούνια και μυρωδικά για τον αυτοκράτορα και την σύζυγό του. Για δυο ρωμαϊκά μίλια(*) πορεία δεν μιλούσαν, ούτε καν κοιτάζονταν μεταξύ τους. Βάδιζαν καβάλα στα άλογά τους σκεπτικοί. Λοιπόν, είχαν επιτέλους ξανασυναντηθεί, και τώρα, τι θα γινόταν;
«Πώς το έκανες αυτό;» του είπε κάποια στιγμή χωρίς καν να τον κοιτάξει στα μάτια.
«Εννοείς πώς μπόρεσα να λείψω τόσο καιρό μακριά σου; Αυτό είναι που με ρωτάς;»
Δεν είπαν πάλι τίποτα ώσπου απομακρύνθηκαν πέντε μίλια. Μπήκαν σε μια δασώδη περιοχή. Εκεί, κάτω από μια συστάδα δέντρων, σε ένα ξέφωτο σταμάτησαν, Οι ακτίνες του ήλιου έπεφταν πάνω τους όπως περνούσαν ανάμεσα από τα πλατύφυλλα δέντρα. Ο Νικηφόρος ξεπέζεψε, την βοήθησε να κατέβει από το δικό της άλογο, κι έβγαλε το κάλυμμα από το πρόσωπό της. Έμεινε έκθαμβος από το θέαμα των ματιών της. Όσο κι αν ήταν δακρυσμένα, εξακολουθούσαν να έχουν το ίδιο εκείνο βάθος μέσα στο οποίο αυτός είχε χαθεί.
Την φίλησε με ένα δυνατό φιλί. Ήθελε να την ρουφήξει ολόκληρη, να την καταπιεί. Ήθελε να χορτάσει μια πείνα που βάστηξε κοντά τέσσερα χρόνια. Κι εκείνη ούτε για μια στιγμή δεν δίστασε, ούτε ένα μικρό πρόσχημα δεν πρόβαλε. Δεν είπε ούτε ένα σβησμένο “μη” για την τιμή των ράσων που φορούσε. Αφέθηκε στην αγκαλιά του κι ανταπέδωσε την αγάπη του σαν να μην είχαν χωρίσει ποτέ. Ήταν σαν να μην τους χώριζε ούτε λεπτό της ώρας απ’ τη Νικομήδεια όπου την είχε πρωτοπάρει. Ούτε από τότε στον Ακρίτα που κι οι δυο έμαθαν πώς ήταν η ζωή στον παράδεισο κι ας βρίσκονταν στη γη.
«Σε αγαπάω πολύ!» της ψιθύρισε μόνο σε μια στιγμή.
«Μου έλειψες πολύ!» του είπε εκείνη.
Εκεί, στα χόρτα που μύριζαν χλωροφύλλη και δίπλα στα λουλούδια που άνθιζαν χάρη στο φως, την πήρε. Όλα ήταν ταιριαστά με την διάθεσή τους. Το φως έπεφτε πάνω τους σε εκείνο το ξέφωτο, δίπλα στην οργιαστική βλάστηση των αρχών του Απρίλη. Όλη η φύση χόρευε και συνουσιαζόταν μαζί τους. Ήταν μια στιγμή που όλοι οι έρωτες άνθιζαν και δόξαζαν την αναπαραγωγική δύναμη των έμβιων όντων. Ήταν η άνοιξη, η εποχή που οι παγανιστές λατρεύουν τους θεούς της γέννησης κι οι χριστιανοί τον θεό της ανάστασης. Ο Νικηφόρος κι η Ζωή είχαν τις δικές τους σπονδές, στο δικό τους σύστημα ζωής, κάνοντας έρωτα ασταμάτητα. Συνέχισαν μέχρι που η κούραση τους κατέβαλε και τους έριξε σχεδόν αναίσθητους. Τότε μόνο τους άφησε ήσυχους ο τρομερός μικρός θεός Έρως, ο φτερωτός σύντροφος της Αφροδίτης. Όταν κουράστηκαν και δεν είχαν πια τίποτε άλλο να δώσουν ή να πάρουν, έμειναν σιωπηλοί. Δεν υπήρχε χρόνος, στέψη, μονή, Αγνή, οικογένεια, δεν υπήρχε τίποτε. Ήταν αυτοί κι ο έρωτάς τους μόνο.
Κάποια στιγμή σηκώθηκαν για να φύγουν. Έκρυψαν τα ράσα της καλόγριας και της έδωσε την στόλα και την πάλλα που είχε φέρει μαζί του. Ήταν τα γυναικεία ρούχα, χιτώνας και κάλυμμα της κεφαλής, που φορούσαν οι αρχόντισσες, Ρωμαίες ή Φράγκες. Τα είχε πάρει από το Αδραμύττιο κι ήταν από μετάξι. Της έδωσε κι ένα μανδύα που ήταν δώρο του Μαγκαφά. Του το είχε δώσει όταν έμαθε ότι πήγαινε για μια γυναίκα.
«Πάμε στο Αδραμύτιο» της είπε. «Το έχουν οι Φράγκοι κι εγώ είμαι ιππότης του Ντε λα Ρος. Με θεωρούν δικό τους και θα με βοηθήσουν. Θα πάμε με πλοίο στην Νίκαια.»
«Τι κάνει η μητέρα μου;» τον ρώτησε.
«Είναι καλά. Είναι στενοχωρημένη που έφυγες και, μάλλον, πιστεύει ότι φταίω εγώ.»
«Φταις κι εσύ! αλλά, κυρίως, για όλα φταίει η δική μου στενοκεφαλιά» είπε εκείνη.
«Σ’ αγαπάω» της είπε και την φίλησε και πάλι.
«Μου έλειψες πολύ!» του είπε δακρυσμένη από χαρά, πόνο και παράπονο, όλα μαζί ανακατεμένα και αξεδιάλυτα.
Προχώρησαν προς το Αδραμύττιο πάνω στα άλογά τους σχεδόν ευτυχισμένοι. Ο Νικηφόρος δεν σκεφτόταν τι άφηνε πίσω του κι εκείνη δεν σκεφτόταν τι θα έβρισκε μπροστά της. Ζούσαν το παρόν, όπως τότε στη διαδρομή από τη Νικομήδεια ως την Κωνσταντινούπολη. Πέρασαν από την Πέργαμο κι είδαν τα ερείπια των αρχαίων ναών, τα σπασμένα αγάλματα και τους γκρεμισμένους ναούς. Αναλογίστηκαν ποια παράνοια το θέλησε να έρθουν τα πράγματα. Πώς είχε στραφεί ο Έλληνας ενάντια στον Έλληνα! Πώς ο Έλλην Ρωμιός της νέας θρησκείας είχε διώξει με τέτοια μανία τον Έλληνα της παλιάς θρησκείας. Πώς ο χριστιανός είχε καταδιώξει τον πολυθεϊστή, τον Εθνικό. Στη νέα αναγέννηση του ελληνισμού θα έπρεπε να βρουν για όλα αυτά μια σύνθεση. Μόνο οι σοφοί Γραικοί, όπως ο Νικήτας Χωνιάτης που έλειπε, κι ο Μιχαήλ Ακομινάτος που γνώριζε, θα το κατάφερναν.
«Στον δικέφαλο που φοράς, το Α της Αθήνας και το Κ της Κωνσταντινούπολης πρέπει να γίνουν ένα» είπε η Ζωή.
«Δεν είμαστε αρχαίοι, Ζωή. Είμαστε Ρωμιοί Έλληνες κι έτσι θα πορευτούμε» της είπε εκείνος. «Ίσως είναι νωρίς ακόμα για μια τέτοια σύνθεση.»
Έφτασαν στο Αδραμύττιο. Ξεπέζεψαν να ξεκουραστούν. Βρήκαν Πανδοχείο για να μείνουν κι ο Νικηφόρος πήγε στο λιμάνι για να βρει πλοίο. Δεν υπήρχε εμπορικό καράβι για την Προποντίδα. Θα πήγαινε εκεί ένα Βενετσιάνικο χελάνδιο που ξεκινούσε την επομένη. Ήταν πολεμικό πλοίο και θα μετέφερε Φράγκους στην Πόλη που κινδύνευε πάλι απ’ τους Βουλγάρους. Ο Νικηφόρος παρουσιάστηκε στις φραγκικές αρχές του λιμανιού κι έδειξε τα διαπιστευτήριά του. Ήταν σταυροφόρος και ιππότης του Όθωνα ντε λα Ρος. Η στολή του, εξάλλου, έδειχνε πως ήταν ιππότης. Εξασφάλισε τη μετακίνησή τους στη Νικομήδεια απ’ όπου θα περνούσε το χελάνδιο.
«Φεύγουμε» της είπε. «Βρήκα πλοίο για τη Νικομήδεια. Θα έχουμε οχτώ μέρες δικές μας στο ίδιο πανδοχείο που με περίμενες πριν τέσσερα χρόνια.»
«Εκεί κάναμε για πρώτη φορά έρωτα» είπε εκείνη.
«Μετά θα πάμε στη Νίκαια για τη στέψη. Θα σε αφήσω στην πύλη με τα καλογερίστικα ράσα. Θα πάω στην Απάμεια να βρω τον Βαρδάνη. Θα έρθω μαζί του στη Νίκαια. Θα πει πως ήμουν μαζί του όλες αυτές τις μέρες στην Πόλη. Έτσι κανείς δεν θα καταλάβει ότι ήμουν μαζί σου!»
«Ωραία τα κανόνισες» είπε με μια μόλις διαφαινόμενη πίκρα στη φωνή.
«Αγάπη μου, δεν ξέρω τι θα γίνει αύριο. Δεν ξέρω πώς θα προχωρήσουμε, όμως δεν είμαι έτοιμος να πω την αλήθεια. Θα είναι εκεί ο Δωρόθεος, ο πατέρας της Αγνής κι ο Πλατώνιος, ο αδελφός της. Μαζί ήρθαμε από την Αθήνα. Δεν μπορώ να τους προσβάλλω κατάμουτρα. Μπορώ να τους πω πως αντί για την κόρη τους και τα τέσσερα παιδιά μας, εγώ ήμουν και θα είμαι με μιαν άλλη;»
Του έκλεισε το στόμα με τα δάχτυλά της, πρώτα, και μετά συνέχισε να του το κλείνει με το στόμα της. Όταν τελείωσε το φιλί του ψιθύρισε.
«Τα καταλαβαίνω όλα! Μη νοιάζεσαι. Όλο το αδιέξοδο είναι δικό μου, εσύ δεν φταις. Δεν θα σου γίνω βάρος, ούτε θα σε κάνω άτιμο. Μου αρκεί που με αγαπάς, αυτό μου φτάνει!»
«Νόμιζα ότι η διακήρυξη θα σε κρατούσε στη Νίκαια.»
«Έτσι νόμιζα κι εγώ» είπε. Τα μάτια της σκοτείνιασαν. «Αλλά, όταν χάθηκε και ο Κωνσταντίνος...» είπε και δάκρυσε.
«Μην κλαις Ζωή, γλυκιά μου» της είπε τρυφερά.
«Τότε, νόμισα πως χάθηκαν όλα. Ήταν τρομερό το πόσο πολύ με επηρέασε αυτή η απώλεια. Μ’ έπιασε μαύρη απελπισία και πριν έξι μήνες περίπου ζήτησα μόνη μου να κλειστώ στη Μονή. Έλεγα μήπως και ξεχαστώ. Εις μάτην βέβαια, γιατί εκεί μέσα ένιωθα σαν λιοντάρι σε κλουβί.»
«Θέλω να κάνουμε έρωτα» της ψιθύρισε.
«Κι εγώ αυτό θέλω» του είπε γέρνοντας το σώμα της πάνω του.
Έκαναν έρωτα όλο εκείνο το βράδυ. Το πρωί μόλις που πρόλαβαν το πλοίο που έφευγε χαράματα. Από την προηγούμενη είχαν πουλήσει τα άλογα κι ήταν έτοιμοι για το φευγιό. Μόνο η κούραση από τον έρωτα θα τους έκανε να χάσουν το ταξίδι. Ευτυχώς η Ζωή ξύπνησε λίγο πριν ξημερώσει και τον σήκωσε κι εκείνον.
Το βενετσιάνικο χελάνδιο έκανε στάσεις σε μερικά από τα λιμάνια της Προποντίδας. Έπαιρνε ή άφηνε στρατιώτες και κάποιους ιππότες στην Άβυδο και τη Λάμψακο. Κατευθύνθηκε στην Κύζικο, την κύρια ναυτική βάση των Φράγκων στην νότια ακτή της Προποντίδας. Την κρατούσαν πάντα ασφαλή από τις επιθέσεις του Λάσκαρη. Ο Νικηφόρος σ’ όλες αυτές τις στάσεις στεκόταν δίπλα στην Ζωή. Εκείνη είχε φορέσει τα ράσα της μοναχής για να μην βάζει σε πειρασμό τους θρασείς στρατιώτες του Χριστού. Αν ήταν μόνη, κινδύνευε να την βιάσουν, όμως η ιπποτική του στολή τους έκανε να την σεβαστούν, αφού, την συνόδευε. Ο σιδηρόφρακτος κι η καλόγρια έφτασαν, τελικά, χωρίς προβλήματα στην Νικομήδεια.
Κατέβηκαν στο λιμάνι και αγόρασαν καινούρια άλογα. Μ’ αυτά πήγαν ως το χωριό έξω από την πόλη της Νικομήδειας. Το φρουρούσαν Φράγκοι γιατί το χωριό ήταν προπύργιο της πόλης και βασικό ς πυλώνας για την άμυνά της. Στο Πανδοχείο ο ξενοδόχος τους γνώρισε και χάρηκε που τους είδε ξανά. Τους έδωσε το ίδιο δωμάτιο στο οποίο είχαν μείνει δυο μέρες πριν αναχωρήσουν για την Κωνσταντινούπολη. Τότε η Πόλη ήταν στα χέρια των Ρωμαίων. Ο Πανδοχέας ανησύχησε στην αρχή. Φοβήθηκε μήπως ο Νικηφόρος ήταν εξπλοράτορας, δηλαδή κατάσκοπος, των Ρωμαίων. Δεν ήθελε μπελάδες και, γι αυτό, ο Νικηφόρος τον καθησύχασε.
«Άρχοντα» είπε ο ξενοδόχος στον Νικηφόρο «εμείς εδώ τα πάμε καλά με τον νέο αυτοκράτορα και τους Φράγκους. Δεν ξέρω τι ζητάει η χάρη σου γιατί σε βλέπω αρματωμένο. Δεν μου χρειάζονται φασαρίες και μάχες.»
«Κι εγώ καλά τα πάω μ’ αυτούς» του είπε ο Νικηφόρος. «Μην ανησυχείς, δεν θα γίνουν φασαρίες. Δεν είμαι με στρατό, μόνος μου κυκλοφορώ.»
Έμειναν περίπου μια εβδομάδα μαζί. Η Ζωή φόρεσε τα ρούχα της αρχόντισσας και έβαλε τα καλογερίστικα ράσα στο σεντούκι. Έζησαν στο δωμάτιο τρώγοντας και πίνοντας εκεί. Έκαναν έρωτα συνεχώς, λες κι ήθελαν να ισοφαρίσουν όλες τις ημέρες που έμεναν χώρια και μόνοι. Δεν συζήτησαν την σχέση τους και τα προβλήματά της. Έζησαν το σήμερα σαν να μην είχε υπάρξει κανένα χτες και σαν να μην επρόκειτο να υπάρξει κανένα αύριο. Όταν έφτασε η ώρα της αναχώρησης, σαν έτοιμοι από καιρό, χαιρέτισαν τον πανδοχέα κι έφυγαν.
Πλησίασαν στην Νίκαια, σταμάτησαν σε ένα δασύλλιο και ξεκουράστηκαν. Αντάλλαξαν τα τελευταία λόγια αυτού του ταξιδιού. Είπαν ο ένας στον άλλον πόσο όμορφα είχαν νιώσει που ξανασυναντήθηκαν. Συμφώνησαν να είναι προσεκτικοί εκεί που πήγαιναν. Θα τριγυρνούσαν πολλοί άνθρωποι που δεν θα έπρεπε να καταλάβουν το παραμικρό για τη σχέση τους. Η Ζωή φόρεσε τα καλογερίστικα ρούχα. Καβάλησε έναν γάιδαρο που τον είχαν ανταλλάξει με το άλογό της και ξεκίνησε αργά προς την ανατολική πύλη. Για μια φορά μόνο γύρισε το κεφάλι της πίσω για να τον δει. Μετά έσκυψε μπροστά και συνέχισε. Ο Νικηφόρος έστριψε το άλογό του προς την άλλη πλευρά των τειχών κι απομακρύνθηκε.


********************************************
Η συνέχεια την Δευτέρα.