Δευτέρα 1 Ιουνίου 2020

08 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 8η

Στην σημερινή όγδοη συνέχεια του μυθιστορήματος μπαίνουμε στο 3ο μέρος. Μια συναρπαστική προσωπικότητα της εποχής εκείνης μας παρουσιάζεται. Είναι ο Μιχαήλ Ακομινάτος ή Χωνιάτης, μητροπολίτης Αθηνών. Έχει εμφανιστεί ξανά στα προηγούμενα κεφάλαια, αλλά τώρα εξηγείται καλύτερα η σχέση του με τον αρχαίο και τον σύγχρονο κόσμο.
Πρέπει να γνωρίζουμε πως η θέση του Μητροπολίτη την εποχή εκείνη, όχι μόνο στο Βυζάντιο αλλά και στην καθολική Δύση, είναι μια υψηλόβαθμη θέση. Εξασφαλίζει καλή ζωή, και κύρος σε μια περιοχή της αυτοκρατορίας. Ο Μιχαήλ θα μπορούσε -όπως οι προκάτοχοί του- να είναι, απλά, ένας ανώτερος υπάλληλος της εκκλησίας και του κράτους. Εκείνος διάλεξε να είναι ποιμένας και φιλόσοφος μαζί. Κι η έκπληξή του ήταν μεγάλη όταν είδε πόσο κόπο έπρεπε να καταβάλει για να τα συνδυάσει αυτά τα δυο.
Ας παρακολουθήσουμε το σχετικό Α' μέρος από το 3ο Κεφάλαιο που αρχίζει τώρα.
**********************************************
παραπομπές:
(1)
Τα λόγια αυτά τα έχει γράψει ο ίδιος ο Μιχαήλ σε αττική διάλεκτο, σε κείμενό του. Φυσικά εδώ είναι μεταφρασμένα. Ακολουθεί ένα δικό του κείμενο που δείχνει την γλώσσα του και τον τρόπο που έβλεπε την Αθήνα: “Οράς με την θρυλουμένην των πόλεων, όπως ο μεν χρόνος ανάλωσε, τοις δε λειψάνοις του χρόνου συνεπέθετο κακία πολύτροπος και κατέλειπε χωρίον μικρόν και αοίκητον, ονόματι μόνω και σεμνοίς ερειπίοις γνωριζομένην. Η δε εγώ, η τλήμων, η πάλαι μεν μήτηρ σοφίας παντοδαπής και πάσης καθηγεμών αρετής, η πεζομαχίαις και ναυμαχίαις Πέρσας πολλάκις καταστρατηγήσασα, νυν δε σκαφιδίοις ολίγοις πειρατικοίς καταπολουμένη και ληιζομένη τα επί θαλάττη πάντα. Η πιούσα το εκ χειρός Κυρίου ποτήριον, καντεύθεν λιμώ και δίψει και πτωχεία προσταλαιπωρήσασα.
(2)
Η εκκλησία τον ανακήρυξε Άγιο γιατί υπερασπίστηκε την Αθήνα από τους εχθρούς και τις πολιορκίες, αλλά και από την ασυδοσία των κρατικών υπαλλήλων

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο : ΑΘΗΝΑ

1203 μ.Χ.

Α’ Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ

Το “Δήλος” έφυγε τέλος Νοέμβρη από το Ζαντάρ, παρά τη γενική απαγόρευση ναυσιπλοΐας τον χειμώνα. Έφτασε στον Πειραιά την παραμονή των Χριστουγέννων του 2002. Ήταν χειμώνας και δεν υπήρχε η παραμικρή κίνηση στο λιμάνι. Οι θάλασσες ήταν επικίνδυνες αυτόν τον καιρό κι ο Νικηφόρος θα καθυστερούσε πολύ αν δεν ρισκάριζε. Μια δυο φορές είχε βγει στο ανοιχτό πέλαγος με αμφίβολα σημάδια του καιρού. Το Ιόνιο το πέρασε πλέοντας κοντά στις ακτές αλλά στον κάβο Μαλλιά τα χρειάστηκε. 
 
Πληρώθηκε καλά για όλες τις εμπορικές συμφωνίες που έκανε καθώς ήταν ο μόνος που ακόμα μετέφερε εμπορεύματα. Τα άλλα πλοία ήταν δεμένα στα λιμάνια και τα ναύλα ήταν υψηλά. Ανέλαβε ένα ρίσκο, είχε την τύχη μαζί του και, τελικά, τα κατάφερε. Φορτωμένος δώρα, χρήμα και συμβόλαια για τις αγοραπωλησίες του, έφτανε επιτέλους στον Σαρωνικό Από τον κάβο-Κολώνες ως το Φάληρο και τον Πειραιά στεκόταν στην πλώρη ανυπόμονος. Μέχρι να πατήσει στεριά, είχε αγωνία για το τι θα βρει στο αγρόκτημα που έκτιζε. Ήταν ανυπόμονος να βρεθεί όσο πιο σύντομα γινόταν και στο “Καρτέρι”. Έτσι λεγόταν το αγρόκτημα του Δωροθέου.

Ο Δωρόθεος Καρτεράνος, πράττης υφασματοποιός και κτηματίας, δεν ήταν πλούσιος ούτε φτωχός. Ήταν “άρχοντας” καθώς είχε δική του γη και εισοδήματα που του επέτρεπαν να ζει άνετα. Οι πρόγονοί του, είχαν ένα οικογενειακό αγρόκτημα, το “Καρτέρι”. Από αυτό ζούσε η οικογένεια από πάππου προς πάππο και, μαζί τους, αρκετοί εργάτες δεμένοι με αυτή τη γη. Άλλοι πάροικοι, άλλοι μισθωτοί, ασχολούνταν με τις γεωργικές δουλειές αλλά και τη βιοτεχνία. Παλιότερα το κτήμα είχε μόνο αγροτική παραγωγή. Η βιοτεχνία με την παραγωγή βελέντζας και υφασμάτων ήταν έργο του Δωρόθεου και του πατέρα του Λέοντα. Ήταν έργο των τελευταίων γενεών. 
 
Φρόντιζε πάντα να πληρώνει έγκαιρα τον έγγειο φόρο στον Πραίτορα-Κριτή της Θήβας. Αυτός αγόραζε το αξίωμά του στην Βασιλεύουσα κι αποκτούσε το δικαίωμα να απομυζά τους κατοίκους της περιοχής. Όταν ο καιρός βοηθούσε να βγει η παραγωγή δεν είχε πρόβλημα. Άλλες φορές ανέβαιναν οι τιμές λόγω των άσχημων καιρικών φαινομένων ή κάποιου μακρινού πολέμου. Τότε, ο Δωρόθεος μπορούσε να μαζεύει απόθεμα και να βελτιώνει το σπίτι ή το αγρόκτημα. Όταν, όμως, ξεκινούσαν πόλεμοι, ο αυτοκράτορας μάζευε πόρους για να πληρώσει τους μισθοφόρους του. Τότε το κομπόδεμα στράγγιζε και πουλούσε μέρος της γης του για να πληρώσει τον φοροεισπράκτορα.

Αυτός, πάλι, ήταν ένας ανελέητος εκμεταλλευτής που έπαιρνε ό,τι πολύτιμο έβρισκε με απειλές και χρήση βίας. Αφού απέδιδε το μέρος που ήταν υποχρεωμένος στον αυτοκράτορα κρατούσε το υπόλοιπο για τον εαυτό του. Πάνω σε όλα αυτά, υπήρχε κι ο ψευδεπίγραφος “φόρος πειρατών”. Είχε επιβληθεί, δήθεν, για προστασία των φορολογούμενων από πειρατικές επιδρομές. Όποτε όμως χρειαζόταν η Αττική να προστατευθεί τότε φαινόταν πόσο ψεύτικος ήταν αυτός ο φόρος. Οι ντόπιοι μόνο στην συλλογική άμυνά τους μπορούσαν να στηρίζονται. Πλήρωναν μισθοφόρους ή έπαιρναν οι ίδιοι τα όπλα για να υπερασπιστούν την περιουσία και τη ζωή τους. Κάθε φορά που εμφανίζονταν οι πειρατές στις ακτές, σήμαινε συναγερμός κι ο Πραίτωρας κρυβόταν. Είχε πάντα κάποιες υποχρεώσεις που δεν του είχαν επιτρέψει να επέμβει.

Με όλα αυτά οι κάτοικοι στο Θέμα της Ελλάδας και της Πελοποννήσου είχαν την αίσθηση της εγκατάλειψης. Εδώ κι εκατοντάδες χρόνια, ο τόπος τους ήταν μια περιοχή αδιάφορη, αν όχι εχθρική, για την Κωνσταντινούπολη. Η Βασιλεύουσα την θυμόταν μόνο για να την απομυζά. Συχνά κάποιοι Ρωμαίοι αξιωματούχοι, με τίτλους αποκτημένους με βρόμικους τρόπους περνούσαν από εδώ. Διάλεγαν τα καλύτερα κι εύφορα μέρη και τα έγραφαν στο όνομά τους. Το αποτέλεσμα ήταν τεράστιες εκτάσεις να ανήκουν σε λίγους μεγάλους γαιοκτήμονες. Κι όλοι ετούτοι, με κάθε ευκαιρία τόνιζαν στους ντόπιους πόσο ήταν σκανδαλώδης και ασεβής αυτή η περιοχή. Γιατί υπήρχαν στον τόπο αυτό μνημεία κι ερείπια της ειδωλολατρίας και των θεών των αρχαίων. 
 
Αυτόν τον τόπο ο Νικηφόρος τον είχε αγαπήσει. Ήταν ο καθαρός ουρανός, το κλίμα, η βλάστηση, τα βουνά, η θάλασσα, το αττικό τοπίο που του γέμιζαν την ψυχή. Ήταν κι οι αρχαίες κολώνες, τα σπασμένα μέλη των αγαλμάτων που τα έβλεπες παντού. Όλα αυτά, εκτός από μιαν αναπόφευκτη θλίψη, του γεννούσαν, παράλληλα, συναισθήματα νοσταλγικά. Μπορεί να είχε μεγαλώσει στην Σέριφο, όμως, ήθελε να ζήσει εδώ. Είχε σκοπό να εγκατασταθεί στο δικό του αγρόκτημα. Απλά, προς το παρόν, δεν είχε ούτε σπίτι για να μείνει αφού οι εργασίες ήταν σε εξέλιξη. Πρώτη προτεραιότητα ήταν να καλλιεργηθούν τα κτήματα που έπρεπε να είναι έτοιμα τον καιρό της σποράς. Μετά θα γίνονταν όλα.

Στην Αθήνα θα έμενε στα Προπύλαια, στον ιερό βράχο της Ακρόπολης, στο σπίτι του Ακομινάτου. Η συναναστροφή τους ήταν ευκαιρία για να μαθαίνει ο Μιχαήλ νέα από όλες τις γωνιές της αυτοκρατορίας. Σε αντίθεση με την εχθρότητα της Βασιλεύουσας για την Αθήνα και την Ελλάδα, ο Μιχαήλ ένιωθε πραγματικός Έλληνας. Είχε γεννηθεί στις Χώνες στη Μικρασία κι όμως ένιωθε πιο Αθηναίος από τους Αθηναίους. Έμενε στα Προπύλαια της Ακρόπολης όπως όλοι οι μητροπολίτες πριν απ’ αυτόν, δίπλα στον Παρθενώνα. Από τα χρόνια του Ιουστινιανού ο ναός είχε μετατραπεί σε χριστιανική εκκλησία. Ήταν ο ναός της κυρά-Παναγιάς της Αθηνιώτισσας.

Την πρώτη μέρα που είχε πατήσει το πόδι του στην Αθήνα ο Μιχαήλ είχε βγάλει ένα μνημειώδη λόγο. Τόνιζε το κλέος αυτής της πόλης, που την θεωρούσε ανώτερη απ’ όλες της οικουμένης. Σχεδόν είχε θρηνήσει για τα ερείπια. Είχε σταθεί στο πνεύμα των αρχαίων κι όχι τόσο στα εξωτερικά σημεία της τέχνης τους. Είχε θρηνήσει για την φιλοσοφία, την δημοκρατία, την λογική, την ομορφιά, την γενναιότητα της αρχαίας εποχής. Ήταν ένας φλογερός οπαδός και θαυμαστής της Αθήνας του παρελθόντος. Μιλούσε για τον ήρεμο τρόπο ζωής και για τον θαρραλέο τρόπο αντιμετώπισης του θανάτου από τους πολίτες. Μιλούσε σε μια αρχαΐζουσα ελληνική γλώσσα γεμάτη σοφία και υπονοούμενα. Εξέφραζε ιδέες βαθυστόχαστες, αντάξιες των σπουδαίων φιλοσόφων της αρχαίας εποχής. Όσο μιλούσε, όμως, τόσο τρόμαζε το ακροατήριό του που δεν καταλάβαινε λέξη!

Οι συγκεντρωμένοι σύγχρονοι Αθηναίοι, που ήρθαν να τον δουν και να τον καλωσορίσουν τα έχασαν. Δεν κατάλαβαν απολύτως τίποτε. Όχι μόνο γιατί δεν γνώριζαν την γλώσσα που μιλούσε αλλά και γιατί αυτά που έλεγε ήταν απίστευτα. Αυτή μιλούσαν μιαν απλή δημοτική γλώσσα κι εκείνος μια αρχαία αττική διάλεκτο. Κι αυτά που έλεγε, τι ήταν; Ένας χριστιανός μητροπολίτης, θρηνούσε για μια εποχή που οι όμοιοί του την είχαν ισοδύναμη με την κόλαση; Οι συγκεντρωμένοι Αθηναίοι στην Πνύκα άλλα περίμεναν ν’ ακούσουν απ’ τον καινούριο ποιμένα τους. Ήθελαν να μάθουν θαύματα της Παναγίας και ν’ ακούσουν για τη ρομφαία που θα αφάνιζε κάθε αμφισβητία. Αυτά ήθελε το ακροατήριο κι όχι την υψηλών προδιαγραφών πραγματεία του Μιχαήλ. 

Για εκείνον, το χαμένο κλέος, τα σπασμένα αγάλματα κι οι πεσμένοι κίονες. είχαν ακόμη δύναμη πνευματική. Μιλούσε σε αυτά τα πεσμένα μάρμαρα σαν να είχαν ζωή. Φιλοσοφούσε στη γλώσσα που ακουγόταν στην Πνύκα μιαν άλλη εποχή. Αν ήταν ο Σωκράτης, ο Ξενοφών ή ο Πλάτων στο ακροατήριο, θα τον χειροκροτούσαν. Όμως εκεί βρίσκονταν κάποιοι άλλοι, που δεν ήταν οι Αθηναίοι της εποχής του Περικλή. Οι απόγονοι των σπουδαίων φιλοσόφων, είχαν άλλη προφορά κι ενδιαφέρονταν για άλλα πράγματα. 
 
«Ω! πόλη των Αθηνών! Μητέρα της σοφίας! Σε ποια αμάθεια έχεις βυθιστεί! Σου μιλώ απλά και φυσικά, με την ευκαιρία της ενθρόνισής μου, και φαίνεται σαν να μιλώ για κάτι ακατανόητο. Σαν να μιλώ σε ξένη γλώσσα των Περσών ή των Σκυθών» είπε ο Ακομινάτος μέσα στην αγανάκτησή του(1). Δεν μπορούσε να βλέπει μια πόλη τόσο ένδοξη να είναι εγκαταλειμμένη και αμαθής.
 
Ο Μητροπολίτης μιλούσε μόνο στον εαυτό του και στα αγάλματα. Έβλεπε μιαν αναγέννηση της Ελλάδας μέσα από την τέφρα της. Όμως μετά από οχτακόσια χρόνια διωγμών, οι Αθηναίοι είχαν πια ξεχάσει τον Όμηρο, τον Παρμενίδη και τον Αισχύλο. Μιλούσε σε έναν λαό που δεν υπήρχε παρά μόνο στην φαντασία του κι απογοητεύτηκε. Γρήγορα, όμως συνήλθε από το σοκ. Κι όταν κατάλαβε πως οι εποχές αλλάζουν, φρόντισε να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα. Αγάπησε τον τόπο όπως ήταν σήμερα κι άρχισε να παλεύει γι αυτόν με κάθε δική του προσωπική θυσία(2). Το αποτέλεσμα ήταν να τον δεχτούν οι Αθηναίοι, χωρίς αντίρρηση, σαν αρχηγό και πνευματικό τους πατέρα. Όποτε τον χρειάστηκαν, στα είκοσι τελευταία χρόνια που ήταν Μητροπολίτης, αυτός ήταν εκεί.



Κυριακή 31 Μαΐου 2020

07 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 7η

Σήμερα, Κυριακή, κι έχουμε την έβδομη συνέχεια του μυθιστορήματος. 
Είμαστε στο δεύτερο κεφάλαιο με τίτλο "Ζαντάρ 1202μ.Χ.". Είδαμε την βάρβαρη εισβολή των σταυροφόρων και τον τρόπο που την βίωσαν ο Νικηφόρος και άλλα πρόσωπα γύρω του, όπως οι ταβερνιάρηδες κι οι Φράγκοι Ντ' Επινιάκ. 
Το κομμάτι αυτό ολοκληρώνει το δεύτερο κεφάλαιο. Βλέπουμε να οργανώνει την επιστροφή του από το Ζαντάρ και τα όνειρα του για την Αθήνα.
***************************************** 


Ε’ Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Σκεφτόταν αυτό που του είχαν πει. Υπολόγιζαν σε μεγάλα λάφυρα, αλλά από πού τα περίμεναν άραγε, από την Ιερουσαλήμ ή από την Κωνσταντινούπολη; Αν ήταν το δεύτερο, η σταυροφορία θα πήγαινε πεζή κι οι Βενετοί δεν θα ήθελαν να τον κρατήσουν. Σύντομα θα το μάθαινε.
Πήγε με άλογο στον Άγιο Δονάτο, τον καθεδρικό ναό που ως χτες ήταν σύμβολο ανεξαρτησίας των Κροατών. Εκεί είχε εγκατασταθεί ο μέγας Δουξ της Βενετίας κι οι γραμματικοί του. Ο Νικηφόρος απευθύνθηκε σε έναν, τον επιφορτισμένο με τη μίσθωση πλοίων. Του είπε ποιος ήταν και τί ήθελε και του είπαν να περιμένει. Η απάντηση που έφτασε σε λίγο, επισήμως, ήταν κάπως μυστηριώδης.
«Η Ενετική Δημοκρατία, ναύαρχε, σας απελευθερώνει από τώρα κιόλας από την υπάρχουσα σύμβαση. Αν έχετε κάτι άλλο να κάνετε, είστε ελεύθερος. Αν πάλι θέλετε να φτιάξουμε νέο συμβόλαιο πρέπει να μας πλησιάσετε την προσεχή άνοιξη. Ως τότε δεν χρειαζόμαστε τις υπηρεσίες σας. Δεν γνωρίζουμε αν θα τις χρειαστούμε και πάλι.»
«Και τι θα κάνω εγώ; Θα περιμένω εδώ ως την άνοιξη;»
«Αυτό είναι δική σας απόφαση. Αν θέλετε μπορείτε να μείνετε ή να φύγετε. Αν πρόκειται να κάνουμε νέα σύμβαση, ξέρουμε πώς να σας βρούμε στον Πειραιά» του είπαν.
«Βεβαιώστε μου ότι είμαι φίλος της Γαληνοτάτης για να έχω ελευθερία μετακίνησης. Θα δω τι θα κάνω» τους είπε.
Του έδωσαν ένα έγγραφο που έλεγε ότι ήταν σύμμαχός τους. Γύρισε στην ταβέρνα, στο μόνο μέρος στο Ζαντάρ που μπορούσε να μένει χωρίς να υποφέρει. Ήταν τραγικό να βλέπει τα αποκαΐδια, τα απομεινάρια μιας πόλης γεμάτης, πριν λίγο, με ζωή και εμπορική κίνηση.
Η εκδίκηση των Βενετών για την προτίμηση των ντόπιων προς τον βασιλιά Μπέλα, τον πατέρα του Έμερικ ήταν τρομερή. Ο τυφλός γέρο-Δάνδολος, μέγας διπλωμάτης, είχε καταφέρει να λύσει ταυτόχρονα πολλά προβλήματα με μια κίνηση. Από τη μια γλίτωσε την Βενετία από τους χιλιάδες πεινασμένους που είχαν σταθμεύσει έξω από τα τείχη της. Από την άλλη είχε βρει τρόπο να εκδικηθεί και να ενσωματώσει πάλι στην επικράτειά της το Ζαντάρ. Παρά την απειλή των αφορισμών είχε πετύχει τον σκοπό του, έστω κι αν προκάλεσε οργή και θλίψη.
«Δεν ξέρω τι σκαρώνουν, πάντως δεν είναι βέβαιοι ότι θα πάνε Αίγυπτο ή Συρία» είπε στον Κωνσταντίνο. «Μπορεί και να λοξοδρομήσουν.»
«Το διαπίστωσες με τα μάτια και τ’ αυτιά σου κι εσύ;» ρώτησε ανήσυχος ο ταβερνιάρης.
«Όχι με βεβαιότητα. Απλά δεν μου ανανέωσαν ξανά το συμβόλαιο. Μου είπαν ότι θα ξέρουν την άνοιξη. Αυτό θα πει ότι το σκέφτονται.»
«Εγώ έμαθα κι άλλα» είπε ο Κωνσταντίνος. «Ο γιος του Ισαάκιου, ο ξεφτιλισμένος Αλέξιος, ανιψιός του αυτοκράτορα Αλέξιου Γ’, το έσκασε από την Πόλη. Γυρνάει στις αυλές των βασιλιάδων της δύσης και ζητά βοήθεια. Τώρα είναι στη Ρώμη και συζητάει με τον Πάπα.»
«Και τι λέει ο ανιψιός Αλέξιος με τον Πάπα;»
«Θέλει να στρέψει την σταυροφορία στη Ρωμανία για να βάλουν τον πατέρα του στον θρόνο της Κωνσταντινούπολης. Είναι ένας ανόητος που δεν ξέρει πόσο επικίνδυνα είναι αυτά τα παιχνίδια.»
«Ίσως να μην του δώσουν σημασία» είπε ο Νικηφόρος.
«Μακάρι» είπε ο ταβερνιάρης. «Το παλιόπαιδο, από τη μια είναι γαμπρός του Γερμανού βασιλιά κι από την άλλη πάει κι ερεθίζει τον Πάπα. Στη Ρώμη ονειρεύονται, φυσικά, υποταγή της Ορθοδοξίας.»
«Και δεν θα έχει πρόβλημα ο Αλέξιος να το δεχτεί;» είπε ο Νικηφόρος. «Όλα μπορεί να τα δεχτεί αρκεί να εκδικηθεί τον θείο του. Είναι πραγματικά επικίνδυνος. Αν δεν πετύχει με τον Πάπα, θα πάει στον γαμπρό του.»
«Ας κάνει ό,τι θέλει το παλιόπαιδο. Μόνο εδώ μην έρθει και φουσκώσει τα μυαλά αυτών των αχρείων σταυροφόρων» είπε ο ταβερνιάρης.
Σταμάτησαν για λίγο να μιλούν. Σκέφτονταν ο καθένας τα δικά του. Ο Κωνσταντίνος δεν ανησυχούσε ιδιαίτερα. Είτε κάτω από τους Ούγγρους είτε υπό τους Βενετούς, η ταβέρνα του θα συνέχιζε να λειτουργεί. Ήταν ένα από τα πιο ζωντανά κομμάτια αυτής της πόλης που αργά ή γρήγορα θα ερχόταν στα συγκαλά της. Θα έβρισκε τον νέο βηματισμό της έστω κι αν περνούσε ένα διάστημα με δυσκολίες. Η ταβέρνα του θα ζούσε όπως κι η υπόλοιπη ρωμιοσύνη που βρισκόταν στη Δαλματία εκατοντάδες χρόνια τώρα. Η Ελένη η ταβερνιάρισσα που είχε σερβίρει ήδη τους πελάτες του μαγαζιού ήρθε και κάθισε κοντά τους. Της άρεσε πολύ να μετέχει στις κουβέντες των ανδρών και τώρα υπήρχαν πολλά για να ειπωθούν. Ανησυχούσε κι εκείνη για την Βασιλεύουσα.
«Που σκοπεύουν να πάνε οι σταυροφόροι μετά από εδώ;» ρώτησε τον Νικηφόρο.
«Ο χειμώνας είναι βαρύς. Θα ξεχειμωνιάσουν εδώ και θα φύγουν κατά την άνοιξη. Δεν ξέρουν ακόμα λένε πού θα πάνε. Εγώ, όμως, θα φύγω από τώρα.»
«Γιατί φεύγεις; Ήξερα ότι σου άρεσε σε μας, πάντα έμενες στο Ζαντάρ λίγο παραπάνω …»
«Όπως είναι τώρα κυρά Ελένη, όχι, δεν μου αρέσει καθόλου.»
«Οι άτιμοι ο Βενετοί κι αυτός ο γερο-διάβολος φταίνε» είπε η ταβερνιάρισσα.
«Τι έγιναν οι Ρωμιοί της πόλης στην εισβολή; Ποια ήταν η τύχη τους;» ρώτησε ο Νικηφόρος.
«Ό,τι και οι υπόλοιποι ντόπιοι. Βοηθούσαν βλέπεις κι αυτοί στην άμυνα και βρέθηκαν στη μεριά των χαμένων» είπε ο ταβερνιάρης.
«Οι Ρωμιοί φοβούνται το Δάνδολο. Ξέρουν ότι μας μισεί εμάς τους «σχισματικούς Γραικούς» είπε η Ελένη. «Είναι έτσι από τότε που έχασε το φως του.»
«Δεν αρέσουμε στους Ενετούς ούτε εμείς εδώ ούτε οι ντόπιοι» είπε ο Κωνσταντίνος. «Δεν είναι μόνο η ορθοδοξία κι ο Πάπας. Τα βάζουν με όλους και με όλα. Ακόμα και την πόλη δεν την λένε με το όνομά της. Οι Βενετοί την λένε Ζάρα, γιατί το Ζαντάρ τους φαίνεται πολύ κροατικό!»
«Ξέρετε κάτι» είπε ο Νικηφόρος. «Ο πρώτος που έχει καταγράψει το αρχαίο όνομα της πόλης αυτής, ήταν Έλληνας. Σκύλαξ λεγότανε.»
«Είναι η λέξη “Ζαντάρ” ελληνική;» απόρησε η Ελένη. «Μοιάζει πολύ κροατικό το όνομα για να είναι ελληνικό.»
«Ο Σκύλαξ κατέγραψε το όνομα όπως του το είπαν οι ντόπιοι» είπε ο Νικηφόρος. «Από αυτόν, όμως, έχουμε την πρώτη καταγραφή της πόλης. Το όνομα ήταν Ιάδασσα. Από εκεί έγινε Γιάδαρσα και μετά έγινε Τζάνταρ. Έτσι έφτασε να το λένε σήμερα Ζαντάρ.»
«Κι εδώ ένας Έλληνας βρέθηκε, ε;» είπε με θαυμασμό ο Κωνσταντίνος.
«Παντού!» του είπε ο Νικηφόρος. «Μην σου φαίνεται παράξενο, ο κόσμος ήταν ελληνικός κάποτε.»
«Έλληνες!» έκανε με θαυμασμό ο Κωνσταντίνος. «Τι θαυμαστό γένος! Αλλά, δυστυχώς, χάθηκε.»
«Δεν χαθήκαμε, Κωνσταντίνε. Απλά, είμαστε οι Ρωμιοί τώρα. Ρωμαίοι αλλά … Έλληνες.»
Ο ταβερνιάρης έδειχνε να το σκέφτεται. Του άρεσε να είναι Ρωμαίος αλλά του άρεσε να είναι κι Έλληνας. Γιατί θα πρέπει, άραγε, να διαλέξω; σκεφτόταν
«Μας λένε Έλληνες, Γραικούς, κυρίως οι Λατίνοι» είπε ο Νικηφόρος. «Το κάνουν για να μας ξεχωρίσουν, ότι δηλαδή δεν είμαστε πραγματικοί Ρωμαίοι και Χριστιανοί. Έτσι μας λένε σχισματικούς, αιρετικούς! Πες μου, Κωνσταντίνε, είναι πιο Ρωμαίοι από εμάς οι Γερμανοί;»
Χαμογέλασαν. Ήξεραν ότι ο εκάστοτε Γερμανός ηγεμών της δύσης λεγόταν Ρωμαίος. Ήταν “Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας”. Ο τίτλος του Ρωμαίου μετρούσε πολύ ακόμα σε ολόκληρη την Ευρώπη. Είχε όμως αρχίσει πια να ξεχωρίσει το πράγμα.
Παλιά στην ανατολή και τον αραβικό κόσμο, ολόκληρη η δύση λεγόταν “Ρουμ”. Τώρα Ρουμ έλεγαν μόνο την περιοχή όπου κυριαρχούσε η ελληνική γλώσσα. Ακόμα μέχρι κι αυτό το προωθημένο σουλτανάτο των Σελτζούκων είχε το όνομα Ρουμ. Μετά τις σταυροφορίες και την επέλαση των Φράγκων στους Αγίους Τόπους οι μουσουλμάνοι ξεχώρισαν τους δυτικούς. Τους έλεγαν πλέον “Ιφράνζι”, δηλαδή “οι Φράγκοι”. Το θρησκευτικό σχίσμα του 1054 ανάμεσα σε Ρώμη και Κωνσταντινούπολη τα είχε αλλάξει όλα. Θέλοντας και μη ξεχώριζαν σιγά-σιγά οι δυο ρωμαϊκές επικράτειες. Για την δυτική σκέψη οι σχισματικοί ήταν Έλληνες. Ήταν οι γραικύλοι “Ορτοντόξ”. Ρωμαίοι ήταν μόνο η καθαρή χριστιανική γενιά των Καθολικών με αλάνθαστο επικεφαλής τον Πάπα.
«Εσύ πότε θα φύγεις τελικά Νικηφόρε;» τον ρώτησε ο ταβερνιάρης αλλάζοντας κουβέντα.
«Θα φύγω. Θα πάω νότια. Δεν σκοπεύω να περιμένω για να δω τι θα αποφασίσει ο Δάνδολος και πότε. Δεν μπορώ να ξεχειμωνιάσω εδώ.»
«Αρχηγός της σταυροφορίας είναι ο μαρκήσιος του Μομφερά. Αυτός αποφασίζει.»
«Σωστά» είπε ο Νικηφόρος ειρωνικά. «Ο Βονιφάτιος του Μομφερά θα αποφασίζει από εδώ και πέρα ό,τι θα του υπαγορεύει ο γερο-διάβολος.»
Δεν κάθισε άλλο στην ταβέρνα. Έφυγε για το λιμάνι όπου το “Δήλος” έκανε τις επισκευές του. Είπε στο πλήρωμα ότι αύριο το πρωί έφευγαν για την Κέρκυρα με ένα μόνο ενδιάμεσο σταθμό στο Δυρράχιο. Συνεννοήθηκε για κάθε λεπτομέρεια και τους προετοίμασε. Δεν θα έμενε άλλο στη κατεστραμμένη πόλη με τους «προσκυνητές» να μεθοκοπούν και να μετράνε κέρδη. Σκέφτηκε τη Αγνή. Δεν θα αργούσε να την δει. Στην Κέρκυρα είχε κάποιους έμπορους πελάτες. Θα του έδιναν εμπόρευμα για να μεταφέρει στον Μοριά και στην Αττική. Από την Κέρκυρα ήθελε είκοσι μέρες για να βρεθεί στην Αθήνα. Υπολόγιζε και τα φορτώματα-ξεφορτώματα στα ενδιάμεσα λιμάνια που θα έπιανε. Ίσως προλάβαινε να κάνει Χριστούγεννα στην Αττική, στην καινούρια του πατρίδα.
Είχε ήδη αγοράσει ένα κτήμα κοντά στον Πειραιά και σκόπευε σιγά-σιγά να το μετατρέψει σε έπαυλη. Θα έμενε μαζί της, αν, βέβαια, πήγαιναν όλα καλά. Ήθελε να δει τις εργασίες που είχαν γίνει όσο απουσίαζε κι αν είχαν φυτευτεί ελιές και μουριές όπως είχε παραγγείλει. Δουλεύοντας τόσα χρόνια στη θάλασσα με δικό του καράβι έβγαζε αρκετά υπέρπυρα. Έτσι, μπορούσε να αλλάξει επάγγελμα. Σκόπευε να μείνει μόνιμα στην στεριά και να γίνει παραγωγός μεταξιού και υφασμάτων. Θα έφερνε Εβραίους τεχνίτες από την Θήβα για να του μάθουν τη δουλειά. Σαν ναυτικός κι έμπορος, ήξερε πως προϊόντα σαν κι αυτά τα μοσχοπουλούσαν σ’ ανατολή και δύση.
Για καλύτερη κατοχύρωση της θέσης του μπορούσε να αποκτήσει ένα αξίωμα. Θα το αγόραζε από την αυτοκρατορική διοίκηση και τον Μεγάλο Δούκα των Αθηνών. Αν δεν του το πουλούσε αυτός, θα πήγαινε στον Κριτή-Πραίτορα του θέματος Ελλάδας. Με δικό του τίτλο μπορούσε να καταχωρηθεί στους ευγενείς. Δεν τον ένοιαζε τόσο ο τίτλος ευγένειας, που θα ήταν αποτέλεσμα αγοραπωλησίας, όσο η δύναμη που εξασφάλιζε. Σημαντική θα ήταν κι η προστασία που θα του παρείχε για να κάνει τις υπόλοιπες δουλειές του.
Θυμόταν τα λόγια του σοφού Μιχαήλ Ακομινάτου πάνω σε αυτό το θέμα: «Είναι σκληρή εποχή η δική μας. Οι τίτλοι των Ρωμαίων δεν απεικονίζουν μια ευγενική δύναμη. Δεν δίνονται στους δυνατούς που τίθεται στην υπηρεσία του απλού λαού. Αντιπροσωπεύουν μιαν αιμοδιψή δύναμη που δίνεται στους άρχοντες για να μπορούν να απομυζούν τον λαό. Γι αυτό πια τα αξιώματα των Ρωμαίων αγοράζονται και πουλιούνται!». Ο συνομιλητής του ήταν ήδη Μητροπολίτης και δεν δίσταζε να αμφισβητεί και τον δικό του τίτλο έτσι όπως μιλούσε.
«Με αυτά που λέτε, όμως, Πάτερ, απαξιώνετε και τον τίτλο σας» είχε ψελλίσει ο Νικηφόρος.
«Και ποιος σου είπε ότι ακόμα κι ο δικός μου τίτλος δεν εξαγοράζεται;»
«Μα, υποτίθεται ότι υπάρχει κάτι πνευματικό που σας περιβάλει, κάνω λάθος;»
«Δεν ζούμε σε κοινωνία αγγέλων, Νικηφόρε.»
Ήταν ρεαλιστής ο Ακομινάτος. Ήταν ένας άνθρωπος ακέραιος και δεν τον άγγιζε η διαφθορά που κυριαρχούσε στον δημόσιο βίο. Ο Νικηφόρος, όμως, δεν ήταν Ακομινάτος. Ήξερε πως αν ήθελε να τα βγάλει πέρα με τους δυνατούς της εποχής έπρεπε να παλέψει με τους κανόνες τους. Αν χρειαζόταν, θα αγόραζε κι έναν τίτλο για να αντιμετωπίζει την αυθαιρεσία του φοροεισπράκτορα ή του γραφειοκράτη. Με τον τίτλο του θα υπερασπιζόταν καλύτερα τα συμφέροντά του.
Δούκας του Θέματος Ελλάδας και Πελοποννήσου ήταν ο άρχοντας Μιχαήλ Στρυφνός. Ήταν ταυτόχρονα και ο Μέγας Δουξ της Ρωμανίας που θα πει πως ήταν αρχηγός του στόλου της. Ήταν ήδη γνωστός για την διεφθαρμένη του συνείδηση. Είχε πουλήσει έναν ολόκληρο στόλο τριάντα περίπου πλοίων της αυτοκρατορίας για να αυξήσει τα δικά του εισοδήματα. Με τέτοιους “υπερασπιστές” η Ρωμανία είχε, εδώ και χρόνια, μια τρομακτική αδυναμία στη θάλασσα. Γι αυτό αναγκαζόταν να ζητά τη βοήθεια ανεξάρτητων πλοιοκτητών για δουλειές που ήταν αναγκαίες. Σε τέτοιες περιπτώσεις που ο μέγας Δουξ δεν είχε πολεμικά πλοία, χελάνδια η δρόμωνες, τού είχε ζητήσει βοήθεια. Ο Νικηφόρος τού την είχε προσφέρει πρόθυμα με την σαχτούρα του. Είχε αποκτήσει μαζί του αρκετό θάρρος κι είχαν κάνει δουλειές. Θα μπορούσε επομένως να αποκτήσει από τον μεγάλο Δούκα, με το αζημίωτο βέβαια, έναν αρχοντικό τίτλο. Θα το έκανε όταν πια θα ήταν έτοιμος να αποσυρθεί από τη θάλασσα.
Ονειρευόταν να εγκατασταθεί στην Αττική, κι ιδιαίτερα στο αγρόκτημά του έξω από τον Πειραιά. Τέτοια οράματα τού προσέφεραν νόημα στη ζωή. Μια δική του γη, μια δική του αγαπημένη γυναίκα και μια δική του ένδοξη και αγαπημένη πόλη. Αυτά ονειρευόταν πάντα κι είχε δρομολογήσει κιόλας την πραγματοποίησή τους. Όπου κι αν βρισκόταν ο πατέρας του, από όσο μακριά ή ψηλά κι αν τον έβλεπε, θα ένιωθε περήφανος. Αρκεί βέβαια να τα κατάφερνε. Είχε κι ένα όνειρο ακόμα, να βοηθήσει τον Ακομινάτο στα σχέδιά του. Ο μητροπολίτης είχε πολλά όνειρα για την Αθήνα με την οποία ένιωθε ταυτισμένος κι ο Νικηφόρος θα τον στήριζε.
«Να δυναμώσουμε τη Σχολή. Να φέρουμε ξακουστούς δασκάλους. Δεν μπορεί η Αθήνα να μην έχει μια σπουδαία φιλοσοφική σχολή» ήταν η σκέψη του Μιχαήλ Ακομινάτου. Είχε κιόλας ιδρύσει μια σχολή στην Αθήνα εκμεταλλευόμενος το όνομα της πόλης. Διάφοροι γόνοι από καλές και πλούσιες οικογένειες είχαν έρθει στην Αθήνα για να μορφωθούν. Αυτός ο τόπος θεωρείτο ακόμη ιερός και γενέθλια γη της φιλοσοφίας, παρά το αμαρτωλό και παγανιστικό του παρελθόνi. Όμως η Σχολή δεν θα κρατιόταν μόνο με τον Ακομινάτο, χρειάζονταν κι άλλοι να την ενισχύσουν.
«Θα σας βοηθήσω, Πάτερ» είχε υποσχεθεί ο Νικηφόρος. «Δεν θα φτάσουν, όμως, μόνο τα δικά μου χρήματα. Πρέπει να βρούμε κι άλλους χορηγούς, και, κυρίως, πρέπει να πείσουμε τον αυτοκράτορα να βοηθήσει.»
«Ο αδελφός μου Νικήτας Χωνιάτης είναι λογοθέτης του αυτοκράτορα. Αν ήθελα να με βοηθήσει μπορούσα να του το ζητήσω» είχε πει ο Μιχαήλ. Κι αμέσως μετά είχε συμπληρώσει «καλύτερα να μείνει έξω από όλα αυτά η Κωνσταντινούπολη.»
«Τι φοβάστε τον είχε ρωτήσει ο Νικηφόρος
«Τίποτα, δεν είναι τίποτα» είχε απαντήσει ο Ακομινάτος αποφεύγοντας την συζήτηση.
Με σχολή ή όχι, με αρχοντικό τίτλο ή όχι, πάντως ο Νικηφόρος το είχε αποφασίσει. Θα γινόταν στεριανός. Ήθελε τη ζωή του παραγωγού ελιάς, υφασμάτων και μεταξιού. Αυτή ήταν εξάλλου η παρακαταθήκη που του είχε αφήσει ο πατέρας του. Προτιμούσε να ζήσει μια φιλήσυχη ζωή με την Αγνή. Ονειρευόταν πως θα έκαναν μια μεγάλη οικογένεια. Εκείνος θα περνούσε τον καιρό του με φιλοσοφία, διαβάζοντας, γράφοντας, κυνηγώντας και κάνοντας περιπάτους. Προτιμούσε καλύτερα να ασχολείται με τα παιδιά και τα εγγόνια του παρά να θαλασσοδέρνεται στους ωκεανούς. Δεν είχε όρεξη να παλεύει με τους πειρατές και με τα στοιχεία της φύσης. Η αντίθεση της ειρηνικής εικόνας που είχε στο μυαλό του, με την πολεμόχαρη κατάσταση που ζούσε εδώ, ήταν μεγάλη. Η απόφασή του να αλλάξει τρόπο ζωής ήταν σταθερή. Λαχτάρησε για μια ακόμη φορά να βρισκόταν κιόλας στην αττική γη.
Έφερε στο νου του το πρόσωπό της, τα μεγάλα, φωτεινά κι αθώα μάτια της, το λυγερό κορμί της. Την ήθελε πολύ και δεν άντεχε στη σκέψη ότι, όσο εκείνος έλειπε, μπορεί να την έχανε. Κάποιος άλλος, πλούσιος, όμορφος καλός, ευγενικός και γενναίος άνδρας μπορεί να έκλεβε την καρδιά της. Έπρεπε να τον προλάβει και να την δεσμεύσει για πάντα! Κάθε φορά που έκανε αυτή τη σκέψη ένιωθε να πνίγεται. Βρισκόταν μακριά της κι ήταν ανήμπορος να την αντιμετωπίσει.
Ήθελε να μπορούσε να φύγει αμέσως για την Αθήνα. Αν ήταν δυνατόν να μην στάθμευε ούτε καν στην Κέρκυρα ή σε οποιοδήποτε άλλο λιμάνι. Έπρεπε, όμως, να βρει τρόπους για να βγάλει τα κέρδη που περίμενε από την εκστρατεία που δεν είχε γίνει. Είχε να πληρώσει τους ναύτες του και να μαζέψει τα χρήματα για το κτήμα και τις εργασίες σ’ αυτό. Μακάρι να μην είχε υποχρεώσεις. Μακάρι να γινόταν αετός και να πετούσε με μιας πάνω από βουνά και θάλασσες για να φτάσει κοντά της. Ένιωσε την ανάγκη, για πρώτη του φορά, να προσευχηθεί για να ζητήσει άνωθεν βοήθεια. Τι να ζητούσε όμως από τον Θεό, αφού πρώτος εκείνος δεν είχε κάνει ό,τι ήταν αναγκαίο; Να του ζητούσε να μην την πλησιάσει άλλος άντρας δυνατός, όμορφος και γενναιόδωρος; Να του ζητούσε να μην τον ξεχάσει εκείνον; Θα γινόταν κι αυτός σαν τους ανόητους που τον Παντοδύναμο τον ήθελαν για να καλύπτει τις δικές τους αδυναμίες. Όχι! Δεν θα το έκανε αυτό. Ας αρκείτο τώρα στην υπομονή και στο μέλλον ας απέφευγε τα λάθη.
Το τελευταίο βράδυ στο Ζαντάρ το πέρασε μεθυσμένος. Ήρθαν από το πανδοχείο οι αδελφοί ντ’ Επινάκ και θέλησαν να τον κεράσουν πριν την αναχώρησή του. Δέχτηκε κι ακολούθησε τπους Φράγκους. Ήπιαν κι οι τρεις τόσο πολύ που στο τέλος δεν γνώριζαν ούτε πού είχαν κοιμηθεί. Εκείνοι του μίλησαν για έρωτες και για μάχες που είχαν δώσει κι εκείνος τους μίλησε για την Αγνή και τα ταξίδια του. Ούτε εκείνοι θυμόντουσαν το επόμενο πρωί τί τους είχε πει, ούτε κι αυτός θυμόταν αυτά που του είχαν πει εκείνοι. Αντάλλαξαν θερμές φιλοφρονήσεις και υποσχέσεις αιώνιας φιλίας που ούτε κι αυτές τις θυμούνταν το άλλο πρωί.
Όταν ξύπνησε ήταν κάπως αργά. Έτρεξε στο πλοίο σαν αλαφιασμένος. Ανυπόμονοι κι ανήσυχοι οι ναύτες του “Δήλος” τον περίμεναν κι ανάσαναν όταν τον είδαν να έρχεται. Έκανε μια μέρα να συνέλθει και να ξαναβρεί τον εαυτό του. Ύστερα έγινε και πάλι ναυτικός κι έμπορος.
Ήταν ένα κουραστικό ταξίδι γεμάτο δουλειές, αγορές και πωλήσεις, κέρδη και χασούρες. Όταν τα βράδια κατάφερνε να κλείσει τα μάτια και να ονειρευτεί, σκεφτόταν την Αγνή. Την έβλεπε να του χαμογελάει και ησύχαζε κάπως. Επιτέλους ήταν στον δρόμο της επιστροφής. Σκεφτόταν ότι καλύτερα έτσι που η σταυροφορία είχε κολλήσει στο Ζαντάρ. Με τον τρόπο αυτό είχε απελευθερωθεί απ’ τις υποχρεώσεις. Όσο αηδιαστικό κι αν ήταν το έγκλημα των στρατιωτών του Χριστού, εκείνον τουλάχιστον τον βόλευε.

Σάββατο 30 Μαΐου 2020

06 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 6η

6η συνέχεια σήμερα. Δυο ακόμη υποκεφάλαια του 2ου κεφαλαίου. 
Είμαστε πάντα στο 2002 μ.Χ.. Σε ένα ρωμαίικο πανδοχείο στο Ζαντάρ, ο Νικηφόρος ζει τις συνέπειες της σταυροφορίας και σκέφτεται για τη ζωή του.
******************************************
Παραπομπή


(*) Πράττης ήταν ο έμπορος κυρίως αλλά και ο βιοτέχνης

Γ’ Η ΑΓΝΗ



Αφού είχε πιει το κρασί κι είχε τελειώσει με το φαγητό του ανέβηκε στα δωμάτια του επάνω ορόφου να ξεκουραστεί. Όλο το απόγευμα είχε δουλειές στο καράβι και ήθελε να είναι φρέσκος. Μόλις ξάπλωσε κι έκλεισε τα μάτια, έφερε στον νου του την Αγνή. Κάθε φορά που έμενε μόνος του την σκεφτόταν. Το πρόσωπό της λαμπερό, τα μάτια της γεμάτα ερωτηματικά κι ένα κορμί της γεμάτο δίψα για ζωή τον επισκέφτηκαν. Αυτές οι εικόνες τον ευχαριστούσαν, τον ανάσταιναν, τον αναστάτωναν. Ήταν παιδούλα ακόμα, δεκαοχτώ μόνο χρονών. Εκείνος ήταν δέκα ολόκληρα χρόνια μεγαλύτερός της. Ήταν η κατάλληλη διαφορά για ένα πετυχημένο γάμο, έλεγαν όλοι. Εκείνος που είχε γίνει ναύαρχος από τα εικοσιέξι του μόλις χρόνια, ένιωθε ικανός κι έτοιμος μια τέτοια δέσμευση.

Ο πατέρας της Αγνής, ο Δωρόθεος Καρτεράνος, ήταν πετυχημένος πράττηςi, των Αθηνών. Ήταν οργανωμένος στο “σύστημά του”, δηλαδή στην συντεχνία που τού πρόσφερε μια σχετική προστασία. Εκεί έβρισκε γνωριμίες και πληροφορίες που ήταν απαραίτητες αυτές τις εποχές στο εμπόριο. Οι στεριές ήταν γεμάτες με ληστές κι οι θάλασσες γεμάτες πειρατές. Ήταν ευκατάστατος, όχι σαν κληρονόμος πλούσιων προγόνων. Είχε ένα καλό εισόδημα που του απέδιδαν τα αγροκτήματά του και το εμπόριο. Διακινδύνευε μεν αλλά εξασφάλιζε καλά κέρδη όταν τα πράγματα πήγαιναν καλά κι οι εποχές ήταν ειρηνικές. Έστελνε τα προϊόντα της γης του και εμπορεύματα από τη Θήβα ή τα Μέγαρα στις αγορές της ανατολής. Οι Γεννουάτες, οι Βενετοί, οι Πισσάνοι αλλά κι οι Ρωμιοί, τα πήγαιναν ως την Αίγυπτο ή την Παλαιστίνη. Ο Νικηφόρος με το “Δήλος” έκανε αυτή τη δουλειά. Από εκεί Φράγκοι και Σαρακηνοί τα πήγαιναν στην Βαγδάτη και την Περσία. 
 
Μετέφερε υφάσματα και λάδι στην Ανατολή κι έφερνε από εκεί πιπέρι και μπαχαρικά. Σπανιότερα έκανε μεταφορές και στη Δύση. Για να γίνει η θαλάσσια μεταφορά ο πλοιοκτήτης υπέγραφε με τον βιοτέχνη ή τον έμπορο ένα συμβόλαιο. Αυτό το συμβόλαιο είχε και ισχύ ασφάλειας αφού ποτέ δεν ήταν κανείς σίγουρος για την κατάληξη ενός ταξιδιού. Με τόσα πειρατικά που κυκλοφορούσαν ανενόχλητα στη Μεσόγειο καμιά σιγουριά δεν υπήρχε. Οι συναλλαγές αυτές επομένως είχαν ένα ρίσκο και βασίζονταν στην εντιμότητα των συναλλασσόμενων. Κάθε πλοιοκτήτης είχε ένα ολόκληρο σύστημα γνωστών του εμπόρων. Με αυτούς έκλεινε δουλειές και μεταφορές στηριγμένος στην καλή πίστη.
Ο Νικηφόρος είχε γνωριμίες στην ανατολική Μεσόγειο και την Μικρασία. Γνώριζε πολλούς και σε πόλεις του Θέματος Ελλάδας και Πελοποννήσου. Μιλούσε ιταλικά και γαλλικά και λίγα τούρκικα και σαρακήνικα. Έτσι, μπορούσε να είναι καλός έμπορος. Συναλλασσόταν με τον Δωρόθεο κι είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη του με τη στάση και τη συμπεριφορά του. Ήλπιζε, λοιπόν, ότι ο πατέρας της Αγνής δεν θα είχε αντιρρήσεις. Αν το ήθελε κι αυτή, τότε η νεαρή κόρη του Δωρόθεου θα γινόταν γυναίκα του, παντοτινή σύντροφός του.
Κοιτάχτηκε σε ένα καθρέφτη και είδε ένα νεαρό άνδρα, ούτε εύσωμο, ούτε ψηλό, ούτε ιδιαίτερα όμορφο. Είχε, όμως, μια συμπαθητική φάτσα με καστανά μαλλιά και γένια και μάτια που έλαμπαν από ζωντάνια. Δεν ήταν βέβαιος αν αυτά ήταν αρκετά για την Αγνή. Ξάπλωσε στο στρώμα να ξεκουραστεί. Έκλεισε τα μάτια κι άφησε τις ανησυχίες του να διαλυθούν. Χαλάρωσε από την κούραση της ημέρας κι από το μυρωδάτο κρασί της κυρίας Ελένης. Είχε εκκρεμότητες να τακτοποιήσει και κυρίως έπρεπε να μάθει ποια θα ήταν η τύχη του εδώ. Το συμβόλαιό του έληγε στις 31 Δεκεμβρίου κι η σταυροφορία δεν είχε ξεκινήσει. Δεν προβλεπόταν να συμβεί αυτό πριν από το καλοκαίρι του 1203. Οι σταυροφόροι είχαν αργήσει πολύ να μαζευτούν έξω από την Βενετία. Αυτός όμως, είχε συμβόλαιο με τους Ενετούς για να ξεκινήσει η εκστρατεία το 1202. Ως το τέλος της χρονιάς έπρεπε να έχουν φτάσει στην Κρήτη.
Ωστόσο τα πράγματα είχαν εξελιχθεί αλλιώς. Στις 29 Ιουνίου του 1202, που επρόκειτο να ξεκινήσουν, είχαν μαζευτεί μόνο 11.000 στρατιώτες του Σταυρού. Ούτε το ένα τρίτο αυτών που περίμεναν δεν ήταν. Το αποτέλεσμα ήταν να αναβληθεί η εκστρατεία και το συμβόλαιό του να λήξει άκαρπο. Μάλλον θα του έδιναν την προβλεπόμενη αποζημίωση και θα του έλεγαν να έρθει εδώ την άνοιξη. Τότε θα ξεκινούσε οριστικά η τέταρτη σταυροφορία. Αυτό όμως θα το διαπίστωνε αύριο μεθαύριο, όταν θα έκανε συζήτηση με τις Βενετικές αρχές.
Όλο το απόγευμα έκανε τις δουλειές που είχε στο πλοίο. Έδωσε επί πλέον οδηγίες στο πλήρωμα και ξαναγύρισε αργά στο χάνι. Μια παρέα Κροατών καθόταν σε μια γωνιά αμίλητη και μερικοί Βενετοί έτρωγαν τα φαγητά της κυρίας Ελένης. Ήταν κουρασμένος και, αφού ήπιε ξανά από το γλυκόπιοτο κρασί που διέθετε η ταβέρνα, ανέβηκε στο δωμάτιό του. Έπεσε σαν ξερός. Δεν σκέφτηκε ούτε τη Αγνή, που θα ήθελε, ούτε και τη λεηλατημένη πόλη με τους δυστυχείς κατοίκους της. Ακόμα κι όταν ξύπνησε δεν θυμόταν τα όνειρα εκείνης της βραδιάς. Ήταν όμως μια άσχημη νύχτα καθώς όλο το βράδυ κρύωνε και σκεπαζόταν συνέχεια όλο και πιο σφιχτά στις κουβέρτες του.




Δ’ ΟΙ ΦΡΑΓΚΟΙ



Ο Νικηφόρος σηκώθηκε κακόκεφος και κατέβηκε στην ταβέρνα για το πρωινό που τού είχε ετοιμάσει ο Κωνσταντίνος. Ήταν ένα ωραίο πιάτο με κρασί γλυκό και δυνατό. Είχε κι ένα καλαθάκι με ψωμιά και παξιμάδια, να τα βουτήξει στο κρασί και να πάρει δυνάμεις. Το κρύο ήταν τσουχτερό στην Δαλματία κι όλα τα βουνά τριγύρω ήταν χιονισμένα. Ο χειμώνας ήταν στο φόρτε του στο τέλος του Νοέμβρη. Στο χάνι το τζάκι έκαιγε από τα χαράματα ως αργά το βράδυ για να ζεσταίνει τον χώρο. Ο Νικηφόρος κάθισε σ’ ένα τραπέζι κοντά στη φωτιά κι έβαλε το ψωμί του σε μια σχάρα κοντά στα ξύλα. Ο ταβερνιάρης ήθελε να τον περιποιηθεί δεόντως και του είχε φέρει και μια μικρή γαβάθα με ζεστό γάλα. Έκανε ακόμα πιο ωραίο το πρωινό του. Έφερε την καρέκλα του στο τραπέζι του και στρογγυλοκάθισε.
 
«Έχω νέα» του είπε
 
«Νέα; Πότε πρόλαβες να τα μάθεις πρωί-πρωί;»
«Τα ξέρω από χτες, μετά που πήγες να κοιμηθείς.»
«Τι έγινε στην ταβέρνα χτες βράδυ που το έχασα;»
«Ήρθαν κάτι βλαμμένοι Φράγκοι Βουργουνδοί κι ήπιαν αρκετά. Βέβαια, ήταν πιωμένοι πριν έρθουν εδώ. Ήταν τόσο μεθυσμένοι που τους άφησα στο στάβλο για την νύχτα κι αυτοί κοιμούνται ακόμα και τώρα. Παραμιλούσαν, μάλωναν συνεχώς μεταξύ τους κι άρχισαν να λένε διάφορα απίστευτα πράγματα για τη σταυροφορία. Δεν είναι στρατιώτες του Χριστού ετούτοι εδώ, αλλά, κανονικοί ληστές και κλέφτες!»
 
«Τώρα το κατάλαβες;» του είπε ο Νικηφόρος.
 
«Τώρα σιγουρεύτηκα. Το σημαντικό, όμως, δεν ήταν αυτό. Το “νέο” που έμαθα, από όσα τους ξέφευγαν, είναι ότι οι αρχηγοί τους δεν σκοπεύουν να πάνε στους Αγίους Τόπους. Αλλού θέλουν να οδηγήσουν αυτή τη σταυροφορία.»
 
«Και που θα πάνε;» ρώτησε με περιέργεια ο Νικηφόρος.
 
«Στην βασιλεύουσα! Το φαντάζεσαι; Οι άτιμοι έχουν βάλει στο μάτι την Πόλη του Κωνσταντίνου, την πιο πλούσια πόλη του κόσμου.»
 
«Είσαι βέβαιος;» τον ρώτησε ο Νικηφόρος ξυπνώντας απότομα από την κατάσταση της υπνηλίας. «Πώς ξέρεις ότι δεν έλεγαν χαζομάρες;»
«Δεν ήταν δικές τους κουβέντες αυτές. Επαναλάμβαναν ό,τι είχαν ακούσει και πανηγύριζαν ότι θα έβγαζαν τρελά κέρδη! Κατάλαβες; Οι λεχρίτες; φοράνε τον σταυρό στο στήθος τους και ληστεύουν τις χριστιανικές πόλεις. Το Ζαντάρ τους άνοιξε την όρεξη και τώρα θέλουν να καταπιούν τη πιο μεγάλη πρωτεύουσα του κόσμου. Μόνο έτσι θα ξεδιψάσουν!»
 
«Μήπως όλα αυτά είναι σχέδια χωρίς καμιά σημασία;» είπε ο Νικηφόρος «Δεν αλλάζει έτσι εύκολα ο βασικός στόχος μιας σταυροφορίας.»
 
«Ε, βέβαια» έκανε ειρωνικά ο Κωνσταντίνος. «Είναι ο Πάπας στη μέση, οι βασιλιάδες … Τι θα πουν όλοι αυτοί, ε;»
 
«Εξάλλου πώς θα μπουν στην Πόλη;» είπε ο Νικηφόρος. «Τα τείχη της άντεξαν Αβάρους κι Άραβες. Κράτησαν έξω τον Φρειδερίκο τον Μπαρμπαρόσα. Θα φοβηθούν αυτό το τσίρκο; Θα τους αφήσει ο αυτοκράτορας;»
 
«Δεν ξέρω τι σκέφτονται» είπε ο ταβερνιάρης. «Φοβάμαι όμως, τον διαβολόγερο τον Δάνδολο. Είναι ικανός για όλα.»
«Μα, ίσα-ίσα. Αυτός την ξέρει καλά την Πόλη. Θα ξέρει ότι είναι απόρθητη!»
«Εγώ σου είπα αυτά που άκουσα. Δεν μπορώ να ξέρω τι έχει στο νου του ο πονηρός γέρος. Ογδόντα εννέα, ίσως και ενενήντα χρονών πήγε και δεν κάθεται στα αυγά του! Πήρε το Ζαντάρ και θα τον αφορίσει ο Πάπας, αλλά, αυτός θα συνεχίσει να κάνει του κεφαλιού του!»
 
«Ελπίζω να ήταν φανφάρες των κουτόφραγκων που είναι βλαμμένοι» είπε ο Νικηφόρος.
Η πρωινή κουβέντα έκλεισε εκεί. Φεύγοντας, πήρε μαζί του και ένα αντίγραφο του μισθωτηρίου συμβολαίου του με την Γαληνότατη Δημοκρατία.
«Αν μου πουν ότι μου ανανεώνουν το συμβόλαιο, αυτό θα σημαίνει ότι πάμε Αίγυπτο!»
«Για να δούμε, λοιπόν, τι θα σου προτείνουν» είπε ο ταβερνιάρης.
Ο Νικηφόρος πήγε να πάρει το άλογό του από τον στάβλο. Παρατήρησε μια περίεργη κίνηση στο βάθος. Πλησίασε και τράβηξε το σπαθί από το ζωνάρι του. Φορούσε μια ελαφριά πανοπλία με τον σταυρό κεντημένο στο στήθος. Εμφανιζόταν με την στολή σαν μέλος της σταυροφορίας στους Ενετούς. Όταν τον είδαν κάποιοι εκεί στο βάθος ταράχτηκαν. Ο Νικηφόρος έτρεξε καταπάνω τους κι εκείνοι το έσκασαν τρέχοντας. Πήγε να δει τι είχε γίνει και είδε δυο μεθυσμένους Φράγκους. Από το κρασί και τα κρεμμύδια βρωμοκοπούσαν. Ήταν γδυτοί, δεμένοι με σχοινιά, ιδρωμένοι και τρομοκρατημένοι.
 
«Μας έσωσες! Σου χρωστάμε τη ζωή μας!» του είπαν στα γαλλικά μόλις τον είδαν.
Ο Νικηφόρος τους έλυσε τα χέρια και τα πόδια και τους έδωσε να φορέσουν τα ρούχα τους. Τους έφερε κι ένα κουβά με νερό να πιουν, να πλυθούν και να συνέλθουν.
 
«Θα μας σκότωναν αν δεν ερχόσουν εσύ συμπολεμιστή» είπε ο ένας. «Να σου συστηθώ όμως. Ρομπέρ ντ’ Επινάκ, από τη Βουργουνδία.»
Του έκανε μια υπόκλιση όπως και ο άλλος που με την σειρά του συστήθηκε κι αυτός
 
«Φιλίπ ντ’ Επινάκ, αδελφός του Ρομπέρ. Σου χρωστώ κι εγώ τη ζωή μου!»
Ήταν φανερό πως είχαν περάσει μια μεγάλη τρομάρα. Αυτοί οι σιδηρόφρακτοι, άφοβοι κι ατρόμητοι πολεμιστές, είχαν πιαστεί λόγω της μέθης τους στη φάκα. Είχαν δει τον χάρο με τα μάτια τους. Ο Νικηφόρος ήξερε τα γαλλικά από μικρός που ο πατέρας του έκανε δουλειές με Νορμανδούς της Σικελίας. Μιλούσε τη γλώσσα τους έστω και με κάπως σκληρή προφορά.
 
«Μα … δεν χρειάστηκε να πολεμήσω» τους είπε. «Οι κλέφτες έφυγαν μόνοι τους.»
 
«Αν δεν ήσουνα εσύ, όμως, να τρέξεις καταπάνω τους, τότε» είπε ο Ρομπέρ.
 
«Σε φοβήθηκαν. Είδαν και το σταυρό στο στήθος σου και τρόμαξαν!» είπε ο Φιλίπ.
Πραγματικά οι Ζανταριανοί που τους είχαν ληστέψει μπορεί και να τους σκότωναν μέσα στην απόγνωσή τους. Μόνο έτσι δεν θα μπορούσε κανείς να τους αναγνωρίσει και να τους εκδικηθεί. Με αυτή την έννοια, τους είχε σώσει.
 
«Σε ποιο τάγμα ανήκεις προσκυνητή;» τον ρώτησαν.
 
«Με λένε Νικηφόρο Σερφιώτη» είπε. «Ναυτικός είμαι από το Αιγαίο. Έχουν μισθώσει το πλοίο μου οι Ενετοί!»
Τον αγκάλιασαν σταυρωτά κι ορκίστηκαν να τον έχουν σαν αδελφό τους.
 
«Όταν πάρουμε τα λάφυρα που μας ανήκουν, θα σου δώσουμε κομμάτι από το μερίδιό μας» του υποσχέθηκαν.
 
«Και θα είναι μεγάλο μερίδιο!» είπε ο άλλος με πονηρό χαμόγελο στα χείλη.
 
«Δεν θέλω τίποτα. Σας απαλλάσσω απ’ την υποχρέωση. Εσείς, όμως, να προσέχετε όταν πίνετε. Στην πατρίδα μου λέμε για το ποτό “να το πίνετε εσείς, κι όχι να σας πίνει”! Εντάξει;»
 
«Είμαστε οι ντ’ Επινάκ και σου χρωστάμε τη ζωή μας, προσκυνητή» επανέλαβαν καθώς ο Νικηφόρος έφευγε.
 
«Χαίρετε κύριοι και χάρηκα για τη γνωριμία» τους είπε.