Πόσες φορές δεν υποστήριξα πως ένας άνθρωπος που θα 'χε παλαίψει στον Ισημερινό και θα 'χε κάνει συγκλονιστικά κατορθώματα με λιοντάρια και τίγρεις, όταν θα προσπαθούσε να τα γράψει θα μπορούσε να έχει αποτύχει, ενώ κάποιος άλλος που δεν κούνησε από την ταράτσα του μπορούσε να έχει γράψει για το κυνήγι της τίγρης μέσα στη ζούγκλα με τέτοιο τρόπο που να κάνει τον αναγνώστη να αισθανθεί πως βρίσκεται ο ίδιος εκεί και να υποφέρει από αγωνία και φόβο, να μυρίζει τα λιοντάρια και να ακούει το σύρσιμο του φοβερού κροταλία.
Τιποτε δεν υπάρχει έξω από τη φαντασία μας και όλα τα θαυμάσια που μου συνέβησαν θα μπορούσαν να χάσουν τη γεύση τους γιατί δεν κατέχω την πένα του Θερβάντες ή έστω και του Καζανόβα.»
***
Αφήνω τα φιλολογικά και περνάω στην ουσία. Θα γράψω και μιαν ακόμη παράγραφο αφιέρωμα στην αιθέρια γυναίκα μιας πολύ παλιάς εποχής που με ενέπνευσε να γράψω εκείνο το μυθιστόρημα που έχει να κάνει περισσότερο με τον Πειραιά, τη Δραπετσπώνα, τα Βούρλα παρά με την τέχνη του χορού. Λέει λοιπόν κάπου παρακάτω:
«Αισθάνομαι μιαν ευγνωμοσύνη που, όταν είμαστε παιδιά, η μητέρα μου ήταν φτωχιά. Δεν μπορούσε να έχει υπηρέτες και γκουβερνάντες στα παιδιά της και σ' αυτό χρωστώ την αυθόρμητη ζωή που έκανα από παιδί και δεν την άλλαξα ποτέ. Η μητέρα μου ήταν μουσικός κι εδίδασκε μουσική για να ζούμε, κι όπως έδινε τα μαθήματα στα σπίτια των μαθητών της, όλη την ημέρα έλειπε από το σπίτι και αρκετές ώρες και τη νύχτα. Όποτε μπορούσα να το σκάσω από τη φυλακή του σχολείου ήμουνα ελεύθερη να πλανιέμαι πλάι στη θάλασσα κι έκανα ό,τι μ' άρεσε. Πόσο λυπάμαι τα παιδιά που διαρκώς τα προσέχουν οι νταντάδες, τα φροντίζουν και τα προστατεύουν και είναι και κομψά ντυμένα. Τι μέλλον μπορούνε να 'χουν στη ζωή!
Η μητέρα είχε τόσες έγνοιες που δεν άδειζε να σκεφτεί τους κινδύνους που διατρέχουν τα παιδιά, έτσι τα δυο μου αδέλφια κι εγώ ήμαστε ελεύθεροι ν' αλητεύουμε και κάποτε να' χουμε τέτοιες περιπέτειες που αν τις μάθαινε θα τρελαινότανε από ανησυχία. Ευτυχώς ήταν μακαρίως ανεύθυνη. Το "ευτυχώς" που λέω είναι για μένα, γιατί είναι βέβαιο πως σ' αυτή την ελεύθερη παιδική ζωή μου χρωστώ την έμπνευση του χορού που δημιούργησα, που δεν είναι παρά η έκφραση της ελευθερίας. Ποτέ δεν ήμουν υποταγμένη στο "μην κάνεις αυτό ή εκείνο" που κάνει τη ζωή των παιδιών μιαν αθλιότητα.»
Αξίζει τον κόπο να διαβάσουμε ένα ακόμη απόσπασμα από τον τρόπο που έφτασαν οι Ντάνκαν στην Ελλάδα. Είχαν φτάσει με καίκι, κι όχι με πλοίο της γραμμής, από το Μπρίντιζι στην Αγία Μαύρα (Λευκάδα). Παραθέτω αυτούσια την περιγραφή της Ισιδώρας όπως την έζησε:
Αξίζει τον κόπο να διαβάσουμε ένα ακόμη απόσπασμα από τον τρόπο που έφτασαν οι Ντάνκαν στην Ελλάδα. Είχαν φτάσει με καίκι, κι όχι με πλοίο της γραμμής, από το Μπρίντιζι στην Αγία Μαύρα (Λευκάδα). Παραθέτω αυτούσια την περιγραφή της Ισιδώρας όπως έζησε την μετάβαση από την Λευκάδα στην Αμφιλοχία (τον Καρβασαρά). Η Πρέβεζα ήταν ακόμη μέρος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας:
«Νοικιάζοντας ένα ψαρικάικο ο Ρέϋμον (αδεΑξίζει τον κόπο να διαβάσουμε ένα ακόμη απόσπασμα από τον τρόπο που έφτασαν οι Ντάνκαν στην Ελλάδα. Είχαν φτάσει με καίκι, κι όχι με πλοίο της γραμμής, από το Μπρίντιζι στην Αγία Μαύρα (Λευκάδα). Παραθέτω αυτούσια την περιγραφή της Ισιδώρας όπως την έζησε:λφός της) εξήγησε με πολλές παντομίμες και λίγα αρχαία ελληνικά πως επιθυμούσαμε το ταξίδι μας να μοιάζει όσο το δυνατόν περισσότερο με το ταξίδι του Οδυσσέα. Ο ψαράς βέβαια δεν καταλάβαινε και πολλά για τον Οδυσσέα, αλλά οι πολλές δραχμές τον έπεισαν ν' ανοίξει πανιά, αν κι ήτανε απρόθυμος να πάει μακριά κι έδειχνε πολλές φορές τον ουρανό λέγοντας "μπουμ μπουμ" και με τα χέρια του έδειχνε τη θύελλα για να μας πει ότι η θάλασσα ήτανε προδοτική. Η αλλαξοκαιριά είναι συνηθισμένη στο Ιόνιο πέλαγος. Ριψοκινδυνέψαμε την πολύτιμη ζωή μας που μπορούσε να μοιάσει πολύ μ' εκείνη του Οδυσσέα.
Σταματήσαμε στην μικρή τουρκόπολη, την Πρέβεζα, στην ηπειρωτική ακτή, και κάναμε αρκετές προμήθειες: ένα πελώριο κατσικίσιο τυρί, μπόλικες ελιές και μπακαλιάρο. Καθώς δεν υπήρχε τέντα στο καίκι, δεν θα ξεχάσω ποτέ, ως την ημέρα του θανάτου μου, τη μυρωδιά αυτού του τυριού και του μπακαλιάρου, εκτεθειμένα ολημερίς στον καυτερό ήλιο, καθώς το καραβάκι έπλεε αργά και με άγρια σκαμπανεβάσματα. Συχνά σταματούσε το αεράκι και τότε πιάναμε τα κουπιά. Τελικά με το σούρουμπο φτάσαμε στον Καρβασαρά (Αμφιλοχία). Όλοι οι κάτοικοι κατεβήκανε στην παραλία να μας χαιρετίσουν και μείνανε άφωνοι από την περιέργεια όταν είδανε τον Ρέϋμον να γονατίζει και να φιλάει το χώμα. Σίγουρα η απόβαση του Χριστόφορου Κολομβου στην Αμερική δεν θα είχε καταπλήξει περισσότερο τους ιθαγενείς.
Η αλήθεια είναι πως είμαστε μισότρελοι απ' τη χαρά μας. Θέλαμε να φιλήσουμε όλους τους κατοίκους και να φωνάξουμε: "Επιτέλους, φτάσαμε στην ιερή χώρα, την Ελλάδα, αφού περιπλανηθήκαμε τόσο πολύ. Χαίρε Ολύμπιε Δία και Απόλλωνα και Αφροδίτη! Ετοιμαστείτε, Μούσες, να μπείτε πάλι στον χορό. Το τραγούδι μας μπορεί να ξυπνήσει τον Διόνυσο και τις κοιμώμενες Βάκχες του!"
Δεν υπήρχε ξενοδοχείο ούτε σιδηρόδρομος στον Καρβασαρά. Τη νύχτα κοιμηθήκαμε σε μια κάμαρα, τη μοναδική στο χάνι. Όχι πως κοιμηθήκαμε πολύ. Πρώτα γιατί ο Ρέϋμον συνδιαλεγότανε όλη τη νύχτα με τη σοφία του Σωκράτη και την ουράνια τελειότητα του Πλατωνικού έρωτα, δευτερο γιατί τα κρεβάτια ήτανε απλές σανίδες, πολύ σκληρές και, τρίτον, η Ελλάδα είχε χιλιάδες κοριούς που έπρεπε να χορτάσουν από μας.
Τα χαράματα φύγαμε από το χωριό, βάλαμε τη μητέρα και τις βαλίτσες μας σ' ένα κάρο κι εμεις με κλαδιά δάφνης τη συνοδεύαμε. Όλο το χωριό μας συνόδεψε αρκετά μακριά. Πήραμε τον παλιό δρόμο που είχε διασχίσει ο Φίλιππος ο Μακεδόνας με τον στρατό του, πάνω από 2.000 χρόνια πρωτύτερα.»
Αυτά για την Ισιδώρα (Ιζαντόρα) Ντάνκαν και την ελληνική της περιπέτεια σύμφωνα με την αυτοβιογραφία της.
Ελπίζω να είχε ενδιαφέρον και για σας.