Μου άρεσε η προχθεσινή μου ανάρτηση για την Ιζαντόρα Ντάνκαν, άρεσε και σε αρκετούς που μου έστειλαν e-mail και λέω να συνεχίσω για μιαν ακόμη φορά, παραθέτοντας ένα-δυο κομμάτια από την αυτοβιογραφία της.
Πάω απ' ευθείας στο σημείο όπου έχουν βρει το κτήμα όπου θα κτίσουν τον ναό τους, το "Αγαμέμνονος Μέλαθρον" (στον Κοπανά, στον Βύρωνα, τότε έρημα μέρη). Θα ευλογήσει ο παπάς τον θεμέλιο λίθο. Διαβάζουμε:
Τέλος, έφτασε η μέρα που θα τοποθετούσαμε τον ακρογωνιαίο λίθο του Ναού μας. Αισθανόμαστε πως ένα τόσο μεγάλο γεγονός έπρεπε να το γιορτάσουμε με μιαν αντάξια τελετή. Ο Θεός ξέρει πως δεν εκκλησιαστήκαμε ποτέ, αλλά σκεφτήκαμε πως θα ήταν σωστό να τοποθετήσουμε τον γωνιακό λίθο με την ελληνική συνήθεια και με έναν Έλληνα παπά. Εκαλέσαμε όλα τα γύρω χωριά από μίλια πέρα να λάβουν μέρος στη γιορτή.
Ένας γέροντας παπάς έφτασε με μαύρα ράσα κι ένα μαύρο πέπλο κυμάτιζε από το καλυμμαύχι του. Ο παπάς ζήτησε έναν μαύρο κόκορα για θυσία. Είναι ένα έθιμο που πέρασε στους Βυζαντινούς από τα χρόνια του ιερού του Απόλλωνα. Με κάποιες δυσκολίες βρήκαμε τον κόκορα και τον παραδώσαμε στον ιερέα με το μαχαίρι της θυσίας. Στο μεταξύ παρέες με χωριάτες φτάνανε από παντού καθώς και μερικοί κομψευόμενοι από την Αθήνα. Ως το ηλιοβασίλεμα μαζεύτηκε λαός στον Κοπανά.
Με μεγάλη επισημότητα άρχισε την τελετή ο ιερέας. Μας ζήτησε να του δείξουμε το σχέδιο των θεμελίων του σπιτιού. Του το δείξαμε χορεύοντας σε ενα τετράγωνο στη γη που το είχε χαράξει ο Ρέϋμον. Τότε εβρήκε το γωνιακό λιθάρι κοντά στο σπίτι και ακριβώς την ώρα που έδυε ο ήλιος έσφαξε τον μαύρο κόκορα και το κόκκινο αίμα του τινάχτηκε πάνω στο λιθάρι. Κρατώντας με το 'να χέρι τον κόκορα και με το άλλο το μαχαίρι, έκανε τρεις φορές το γύρο του θεμέλιου. Ακολούθησαν προσευχές και ψαλμοί. Ευλόγησε τους λίθους της οικοδομής, ζήτησε τα ονόματά μας και συχνά στην προσευχή του ακούγαμε τα ονόματα Ιζαντόρα (η μητέρα μου) Όγκουστιν, Ρέϋμον, Ελίζαμπεθ και η μικρή Ιζαντόρα, και διαρκώς μας ικέτευε να ζούμε ειρηνικά και μ' ευλάβεια σ' αυτό το σπίτι. Όταν τελείωσε τις προσευχές ήρθαν οι μουσικοί με τα πρωτόγονα όργανα του τόπου. Ανοίχτηκαν μεγάλα βαρέλια με κρασί και με ρακί. Μια λαμπαδιαστή πυρά μούγκριζε πάνω στον λόφο κι εμείς με τους γειτόνους μας χορεύαμε και πίναμε ολονυχτίς.
Αποφασίσαμε να μείνουμε για πάντα στην Ελλάδα. Κι όχι μόνο αυτό αλλά, όπως λέει ο Άμλετ, ορκιστήκαμε πως δεν θα κάναμε ποτέ γάμους. "Αυτοί που έχουν παντρευτεί ας μείνουν παντρεμένοι ... κτλ". Δεχτήκαμε τη γυναίκα του Ογκουστίν με κακόβουλη επιφύλαξη. Εμείς όμως συντάξαμε ένα σχέδιο σ' ένα σημειωματάριο όπου αποκλείσαμε τους πάντες εκτός από τη γενιά των Ντάνκαν κι εκεί καταγράψαμε τους κανόνες της ζωής που θα ζούσαμε στον Κοπανά. Κατά κάποιον τρόπο ήτανε το ίδιο ύφος με τη "δημοκρατία του Πλάτωνα". Ψηφίσαμε να ξυπνάμε με το ηλιοχάραμα. Θα χαιρετούσαμε την ανατολή με τραγούδια και χορούς. Έπειτα θα πίναμε ένα μικρό φλιτζάνι κατσικίσιο γάλα. Τα πρωινά θα τ' αφιερώναμε να μάθουν οι κάτοικοι χορό και τραγούδι, να δοξάζουν τους Έλληνες θεούς και να πετάξουν τα φριχτά μοντέρνα κοστούμια. Έπειτα, μετά το λιτό φαγητό με χόρτα, γιατί αποφασίσαμε να γίνουμε χορτοφάγοι, τ' απογέματα θα τ' αφιερώναμε στο στοχασμό και τα βράδια σε παγανιστικές τελετουργίες με ανάλογη μουσική.
Έπειτα άρχισε το κτίσιμο του Κοπανά. ....
.............................
Έπειτα από πολλές εβδομάδες με μάταιες αναζητήσεις για νερό στον Κοπανά, πήγαμε στην Αθήνα να ζητήσουμε συμβουλή απ' τα προφητικά πνεύματα που κατοικούσαν σίγουρα στην Ακρόπολη. Εξασφαλίσαμε μια ειδική άδεια από την πόλη για να πηγαίνουμε στις σεληνόφωτες νύχτες στο αμφιθέατρο του Διονύσου όπου ο Όγκουστιν θα απάγγελνε ελληνικές τραγωδίες και όπου συχνά χορεύαμε.
Ήμασταν εντελώς αυτάρκεις. Δεν ανακατευτήκαμε καθόλου με τους Αθηναίους. Κι όταν ακόμη μάθαμε απ' τους χωρικούς, πως ο βασιλιάς της Ελλάδας ήρθε να δει τον Ναό μας, δεν συγκινηθήκαμε. Γιατί εζούσαμε στο βασίλειο άλλων βασιλιάδων, του Αγαμέμνονα, του Μενέλαου και του Πρίαμου.
Θα τελειώσω με ένα από τα στιγμιότυπα που περιγράφει η Ισιδώρα και το οποίο συνέβη μια από τις ημέρες της στην Αθήνα. Συνέπεσε με τα "Ορεστειακά", τις ταραχές που ξέσπασαν στην Αθήνα όταν οι φοιτητές απαίτησαν να μην παίζονται οι τραγωδίες σε μετάφραση αλλά στα αρχαία ελληνικά. Ήταν η δεκαπεντάχρονη μόλις Μαρίκα Κοτοπούλη που απάγγειλε τότε την "Ορέστεια" του Αισχύλου. Γράφει η Ισιδώρα Ντάνκαν:
Η Αθήνα ήταν τότε, όπως πάντα, σε επανάσταση. Αυτή τη φορά επρόκειτο για μια επανάσταση μεταξύ του παλατιού και των φοιτητών για τη γλώσσα που θα χρησιμοποιούσαν στο θέατρο, την αρχαία ή την σύγχρονη. Πλήθος φοιτητών παρελαύνανε με σημαίες για την αρχαία γλώσσα. Την ημέρα που επιστρέφαμε από τον Κοπανά, τριγύρισαν το αμάξι μας και ζητωκραύγαζαν για τα ελληνικά μας ιμάτια και μας ζητούσαν να τους ακολουθήσουμε στις παρελάσεις τους, όπου επήγαμε ευχρίστως, για την αρχαία Ελλάδα. Απ' αυτή τη συνάντηση ετοίμασαν οι φοιτητές μια παράσταση στο Δημοτικό Θέατρο. Τα δέκα Ελληνόπουλα με τον παπαδάκο (ΣΗΜ δική μου: είχε φτιάξει μια χορωδία με δέκα ελληνάκια κι έναν νεαρό παπά) ντυμένοι με πολύχρωμες χλαμύδες, τραγούδησαν τα χορικά του Αισχύλου στα αρχαία ελληνικά κι εγώ τους χόρεψα. Όλοι οι φοιτητές παραληρούσαν απο τη χαρά τους.
Τότε ο βασιλιάς Γεώργιος όταν έμαθε αυτή την εκδήλωση εζήτησε να επαναληφθεί η παράσταση στο Βασιλικό Θέατρο. Αλλά η παράσταση μπροστά στη βασιλική οικογένεια και όλες τις πρεσβείες των Αθηνών, δεν είχε την ίδια θέρμη και τον ενθουσιασμό του λαϊκού θεάτρου για τους φοιτητές. Τα χειροκροτήματα από τα γαντοφορεμένα χέρια δεν ενέπνεαν τον χορό μου. Όταν ο βασιλιάς ήρθε στο καμαρίνι μου και μου ζήτησε να επισκεφθώ την βασίλισσα στο βασιλικό θεωρείο, αν και φαίνονταν πολύ ευχαριστημένοι, κατάλαβα πως δεν υπήρχε πνευματική αγάπη ή κατανόηση για την τέχνη μου. Το μπαλέτο θα είναι ο κατεξοχήν χορός για τα βασιλικά πρόσωπα.
Αυτά και για σήμερα, παρέα με την σπουδαία χορεύτρια των αρχών του αιώνα μας.