Τρίτη 6 Απριλίου 2021

32 Δον Χουάν Ηρακλείδης (κεφ.9β)

 Οι εξελίξεις όσον αφορά την αιχμαλωσία του Χάρμου είναι θετικές, όμως η άγνοια της τύχης της Διονυσίας και τη Δηιάνειρας τον προβληματίζει και τον στενοχωρεί.

*******************************


Κεφ. 9β

..............................

Έμεινα στο σπίτι του Μελέκ Αχμέτ λίγες ακόμη μέρες. Αυτός έψαξε να μάθει για την τύχη των Ρωμιών που είχαν βρεθεί στον ναό Πέτρου και Παύλου την ώρα της εισβολής. Μου έδωσε κάποιες ελπίδες. Πραγματικά, πολλές Ρωμιές κι Ιταλίδες είχαν φορτωθεί από τον ίδιο τον Μουσταφά σε πλοία του Σοκουλού. Ήταν λάφυρα για τον σουλτάνο. Αν η γυναίκα μου ήταν φορτωμένη κι αυτή, θα την έφερναν στην Ισταμπούλ. Μου επιβεβαίωσε όμως κι αυτός ότι τα μικρά παιδιά που έπαιρναν ήταν από δέκα χρονών και πάνω.

Έγραψα ένα μήνυμα για την Ελένη Παππά και το έδωσα στον Μελέκ. Έγραφα ότι ήμουν αιχμάλωτος στην Πόλη και τής ζητούσα να ειδοποιήσει τον Μιχάλη Κυρίτση. Ήθελα να μάθει τι είχαν γίνει η Διονυσία κι η Δηιάνειρα. Επιπλέον της έγραφα να διαπραγματευτεί με τον γενίτσαρο Μελέκ Αχμέτ για την απελευθέρωσή μου έναντι λύτρων.

«Γνωρίζεις την Ελένη Παππά;» με ρώτησε όταν έμαθε σε ποιον θα πήγαινε το γράμμα. «Είναι προστατευόμενη κι ίσως μυστικοσύμβουλος του Σοκουλού Μεχμέτ, του Μεγάλου Βεζίρη μας. Τα ξέρεις αυτά;»

Τον άφησα να εννοήσει την απάντηση. Η Ελένη κι ο αείμνηστος Ιωσήφ ήταν πασίγνωστοι στους ισχυρούς κύκλους της Ισταμπούλ. Εκεί σύναζε κι ο Μελέκ Αχμέτ κι η Ελένη ήταν το είδος των γνωριμιών που ήλπιζε να κάνει.

«Είσαι πολύ πονηρός Ρωμιέ. Έχεις ισχυρές γνωριμίες εδώ. Η Παππά έχει μεγάλη περιουσία και θα μπορούσε μόνη της να σε αγοράσει με τα λεφτά της. Δεν χρειαζόταν ούτε ο Βενετός ούτε ο Σπανιόλος πρέσβης.»

«Στο είπα Μελέκ, μη με διώχνεις και θα κερδίσεις από μένα.»

«Γιατί δεν μου ζήτησες απ’ την αρχή να γράψεις στην Παππά χανούμ;» επέμεινε εκείνος.

«Μα, σου είπα Μελέκ. Δεν ήθελα να χάσεις από μένα.»

«Κι εγώ σου είπα κάτι, άτιμε Ρωμιέ, που εξακολουθείς να με προσβάλεις μπρος στα μούτρα μου. Είσαι ελεύθερος, δεν θέλω λύτρα από εσένα!»

«Θα στείλεις το γράμμα;»

«Θα το στείλω. Θα γράψω κι ένα σημείωμα να έρθουν να σε πάρουν γιατί είσαι ελεύθερος. Εδώ και τρεις μέρες, πριν μάθω σε ποιον θα έστελνες το γράμμα, σε ελευθέρωσα» είπε πεισματωμένος ο Μελέκ.

Με κοίταξε και το μάτι του άστραψε. Ένιωθε πως κάτι στη συμπεριφορά μου του ξέφευγε, κάτι ήταν μη αναμενόμενο και δεν καταλάβαινε ποιο ήταν αυτό.

«Γιατί δεν έγραψες από την πρώτη μέρα στην Ελένη Παππά; Γιατί με έβαλες να στέλνω γράμματα στους Βενετούς και τους Γενοβέζους; Δεν θα έπαιρνα χρήματα από όλους, ένας μόνο θα πλήρωνε για σένα. Τι κόλπο έπαιξες, λοιπόν;»

«Μελέκ αφέντη» του είπα «δεν έπαιξα κανένα κόλπο. Έστειλες τα στοιχεία μου στις πρεσβείες όπως έκανες για όλους τους αιχμαλώτους. Δεν ζήτησα κάτι κακό. Την Παππά χανούμ δεν την σκέφτηκα. Μπορεί να την είχα ξεχάσει.»

Καθώς μιλούσα έβαλε τον δραγουμάνο του να διαβάσει το γράμμα. Δεν ήταν η στιγμή κατάλληλη για να του ζητήσω να είναι διακριτικός.

«Εδώ γράφεις για τον Μιχάλη!» είπε διακόπτοντας τον δραγουμάνο. «Έτσι λένε οι Ρωμιοί τον Σεϊτάνογλου, τον γιο του διαβόλου! Τον γνωρίζεις κι αυτόν βρε; Αυτός είναι ακόμη πιο πλούσιος κι από την Παππά κι ίσως κι από τον Βεζίρη!»

«Άκουσε αφέντη» πήγα να του πω.

«Άσε τα “αφέντη” σου έχω πει» μου το ξέκοψε,

Με κοίταξε κάπως αυστηρά.

«Μίλησέ μου περισσότερο για σένα! Έτσι που μαθαίνω λίγο-λίγο για σένα, μου φαίνεται ότι στο τέλος θα σου κάνω εγώ τεμενάδες. Ποιος είσαι βρε; Μου είπαν ότι ήσουν λοχαγός, αλλά, εσύ ξέρεις σημαντικούς Ρωμιούς στην Πόλη! Γνωρίζεις βρε τον Σεϊτάνογλου και τον αποκαλείς Μιχάλη;»

«Στείλε το γράμμα στην κυρία Παππά. Οι γνωστοί μου θα γίνουν και δικοί σου, αν το θέλεις» του είπα.

Τον είδα που του άρεσε και θέλησα να τον πειράξω.

«Για να θέλει τέτοιες γνωριμίες ο Μελέκ πρέπει να έχει μεγάλες φιλοδοξίες! Λοιπόν, αυτό είναι και καλό και κακό!»

«Έχω φιλοδοξίες Ρωμιέ, δεν κρύβομαι. Όμως, τι καλό και τι κακό έχουν οι φιλοδοξίες;»

«Ο φιλόδοξος μπορεί να πετύχει ενώ ο αδιάφορος όχι.»

«Και το κακό ποιο είναι;»

«Η φιλοδοξία μπορεί να στοιχίσει την αληθινή ζωή.»

«Τι εννοείς όταν λες “αληθινή” ζωή;»

«Ο φιλόδοξος κινδυνεύει να υπηρέτης της φιλοδοξίας του αντί να τον υπηρετεί εκείνη.»

«Τα λένε αυτά κι όσοι ερμηνεύουν το Κοράνι. Μήπως μου βγεις στο τέλος και σούφι;»

Τον συμπαθούσα αυτόν τον γενίτσαρο. Με είχε μαζέψει στην Λευκωσία και με είχε μεταφέρει σαν ζώο για πούλημα σε σκλαβοπάζαρο. Αναρωτιόμουν πώς μπορούσα να συμπαθώ τον εχθρό μου. Όσο και αν μας είχε αποκτηνώσει ο πόλεμος, στην ουσία μέσα μας ήμασταν ίδιοι. Δεν ήθελα να τον παιδεύω άλλο με το μυστήριο γύρω από εμένα.

«Σεβαστέ, αφέντη Μελέκ» είπα. «Δεν είναι σωστό να με φιλοξενείς και να μη με ξέρεις.»

«Μίλα, λοιπόν, επιτέλους» φώναξε ανυπόμονα.

«Είμαι ο Χάρμος από την Κερασούντα, όπως στα είπα. Έχω φίλους σπουδαίους που θα με ελευθέρωναν, αν εσύ δεν είχες προλάβει να το κάνεις οικειοθελώς. Εκείνο που με νοιάζει είναι να βρω τη γυναίκα και το παιδί μου. Θα με φιλοξενήσουν στην Πόλη για όσο χρειαστεί μέχρι να τις βρω αλλιώς θα πάω στην Κύπρο να τις αναζητήσω.»

«Και γιατί με άφησες να ζητάω λύτρα από τη Βενετία και τη Γένοβα;»

«Ήθελα να ξέρουν με επίσημο τρόπο, κυρίως οι Βενετοί αλλά κι οι Ισπανοί κι οι Γενοβέζοι, ότι πιάστηκα αιχμάλωτος. Ήθελα να το μάθουν από τους πρεσβευτές τους, όχι απλά με τα δικά μου λόγια. Το όνομά μου στις λίστες των αιχμαλώτων, με αυτούς που πιάστηκαν στην Πύλη της Αμμοχώστου, ήταν ο πιο καλός τρόπος. Γι αυτό ήθελα να στείλεις τα στοιχεία μου πριν γράψω σε δικούς μου να με ελευθερώσουν.»

«Κι έχει καμιά σημασία αυτό για τους φίλους σου εδώ στην Ισταμπούλ;»

«Γι αυτούς όχι, Έχει όμως σημασία για εκείνους που είναι έξω, στην Ευρώπη.»

«Τι ανάγκη τους έχεις; Μπορούσες να ελευθερωθείς και μόνος σου χωρίς αυτούς.»

«Μου έδωσαν πεντακόσιους στρατιώτες να τους πάω στην Κύπρο. Έπρεπε κι εγώ κάτι να κάνω γι αυτούς, κι αυτό ήταν το λιγότερο.»

«Με ειδοποίησε ο Μαρκαντόνιο Μπάρμπαρο(i). Ήξερε ότι είσαι αιχμάλωτος πριν του το πω. Μου είπε ότι κάποιος θα έρθει να σε δει. Λέγεται Μενάγιας, τον γνωρίζεις;»

«Ναι, βέβαια… ο Πέτρος» είπα εγώ.

«Πρέπει να είναι πολύ άμυαλος αυτός ο φίλος σου για να έρθει εδώ στην Ισταμπούλ. Μπορεί να τον πιάσουν και να ζητάνε λύτρα και γι αυτόν.»

«Είναι Οθωμανός κι αυτός. Ρωμιός απ’ τον Μοριά» του είπα. «Γιατί να τον πιάσουν;»

«Θα έρθει εδώ το απόγευμα για να σε πάρει.»

Χάρηκα που ο Πέτρος Μενάγιας είχε έρθει να βοηθήσει. Θα πρέπει να είχε μάθει για τη σύλληψή μου απ’ ευθείας από την Λευκωσία αλλιώς δεν θα προλάβαινε να έρθει στην Πόλη. Βέβαια τα λύτρα που έφερνε μαζί του δεν θα χρειάζονταν. Όσα χρήματα κι αν έδιναν στον Μελέκ Αχμέτ, το αγύριστο κεφάλι του Αμπχάζιου δεν θα άλλαζε. Με είχε ελευθερώσει μεθυσμένος σε μια ταβέρνα κι αυτό ήταν οριστικό.

Η συνάντηση με τον Πέτρο ήταν συγκινητική. Πέσαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Δεν είπαμε πολλά. Δεν ρώτησε για τη Διονυσία και την Δηιάνειρα, κι ούτε είπε το παραμικρό. Μετά από τις πρώτες κουβέντες για την κατάστασή μου στου Μελέκ κατάλαβε ότι η διαμονή μου ήταν χωρίς προβλήματα. Ευχαρίστησε τον Τούρκο και ζήτησε να του πει για τα λύτρα. Ο Οσμανλής τον έκοψε άγρια και με έβαλε να του εξηγήσω ότι δεν θα δεχόταν χρήματα. Του είπα τι είχε γίνει. Ουσιαστικά ήμουν ελεύθερος εδώ κι αρκετές μέρες. Ο Μενάγιας εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του στον γενίτσαρο και μου είπε πως θα με πήγαινε στο σπίτι του Καντακουζηνού. Εκεί θα έμενα μέχρι την αναχώρησή μου από την Πόλη. Όπως μου είπε ο Μενάγιας εκεί με περίμεναν πολλοί καλοί μου φίλοι.

«Είναι εδώ η Χριστίνα. Έχουν έρθει με την Αλεξάνδρα στην Κωνσταντινούπολη και μένουν στης Ελένης.»

«Λέγανε ότι θα κάτσουν μόνο για λίγο» παρατήρησα.

«Ο Νέζης έχει γίνει φίλος με την Αλεξάνδρα και με την Χριστίνα, δεν τις αφήνει να φύγουν. Τις συμπαθεί κι η γυναίκα του Μιχάλη, είναι κι η Ελένη που επιμένει να τις κρατήσει εδώ όσο γίνεται περισσότερο.»

Γνώριζα την Πετρινή, την γυναίκα του Καντακουζηνού, από την προηγούμενή μου επίσκεψη στην Πόλη. Ήταν τότε που αναζητούσα να μάθω νέα για την τύχη του Ιάκωβου. Ήταν μια πραγματική αρχόντισσα. Μέσα στα μάτια της καθρεπτιζόταν η ιστορία της Πόλης.

«Δύσκολα αποχωρίζεται κανείς την Πόλη» σχολίασε ο Πέτρος. «Είναι όμως κι άλλοι φίλοι εδώ» συνέχισε ο Μενάγιας. «Θα τους δεις όταν έρθει η ώρα!»

«Πάμε τώρα στην Ελένη» του είπα βιαστικά.

Ήθελα να βρεθώ με τους φίλους και οικείους μου μια ώρα αρχύτερα. Είδα τον Μελέκ να με κοιτάζει λοξά. Δεν είπε τίποτε, αλλά, περίμενε από εμένα να πω κάτι. Όταν ο Πέτρος είχε αναφέρει τον Νέζη, το μάτι του γενίτσαρου είχε γυαλίσει κανονικά. Όποιος γνώριζε τον Καντακουζηνό και τον Νέζη στην Ισταμπούλ ήταν σαν να γνώριζε τον ίδιο τον Σουλτάνο. Οι γνωριμίες μου αποδεικνύονταν καλύτερες από ό,τι είχε αρχικά φανταστεί. Καταλάβαινα τι σκεφτόταν, η τρελή του επιλογή να με απελευθερώσει δικαιωνόταν.

«Μελέκ, θα έρθεις κι εσύ μαζί μας φυσικά, ε;» είπα. «Θα είναι τιμή μου!»

«Φυσικά γκιαούρη» μου είπε. «Θέλω να γνωρίσω όλη τη φάρα σου. Να μάθουν ότι έμεινες ελεύθερος χάρη στο δικό μου το κεφάλι, για το γούστο μου κι όχι για τα λεφτά τους! Και φυσικά θα τους το πεις κι εσύ!»

«Μα, φυσικά Μελέκ» είπα. «Οι φίλοι μου όλοι θα είναι και φίλοι δικοί σου!»

«Αυτό ελπίζω να το εννοείς» είπε.

Πήγαμε με άμαξες κι άλογα στη συνοικία Μπεσικτάς όπου έμενε η Ελένη. Η έπαυλή της ήταν σαν παλάτι. Ο Μελέκ, ο Μενάγιας κι εγώ μπήκαμε στην μεγάλη αυλή. Στην πόρτα μάς περίμεναν ανυπόμονα η Ελένη με τα παιδιά της, ο Μιχαήλ με την Πετρινή, η Αλεξάνδρα κι η Χριστίνα. Η συνάντησή μας με όλους ήταν ενθουσιώδης. Η Αλεξάνδρα, η Χριστίνα, ο Μιχαήλ με έκαναν να χαρώ πολύ, αλλά, με την Ελένη αισθάνθηκα μια ξεχωριστή συγκίνηση. Πέσαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου κι αφήσαμε όλο το συναίσθημα που μας ξεχείλιζε να εκφραστεί ελεύθερα. Η Ελένη, όμως, συνέχισε να κλαίει και μετά από τις πρώτες αγκαλιές, κι αυτό με έκανε καχύποπτο. Η υπερβολική της συγκίνηση με έκανε να ανησυχήσω. Να κρύβει άραγε αυτή η συγκίνηση κάποιο κακό μαντάτο; σκέφτηκα.

«Τι συνέβη στη Διονυσία, στη Δηιάνειρα; Τι ξέρεις; Πες μου Ελένη! Κάτι ξέρεις εσύ και θέλω να μου το πεις, δεν μπορώ να βασανίζομαι άλλο.»

«Δεν είναι καλά τα νέα για τη μικρή σου» μου είπε.

Σχεδόν κατέρρευσα εκείνη τη στιγμή. Άρα, λοιπόν, ήταν αλήθεια όσα μου είχαν πει; Το κεφάλι μου πήγαινε να σπάσει. Δεν θυμάμαι και πολλά από τα πράγματα που έκανα στη συνέχεια. Για τους γύρω μου ήταν σαν να είχα λιποθυμήσει εγώ όμως μιλούσα με την μικρή μου κόρη. Την έβλεπα ολοζώντανη μέσα στο ταραγμένο μου μυαλό, την καμάρωνα και την χάιδευα τρυφερά. Κανείς δεν κατάλαβε σε ποιον κόσμο ζούσα εκείνη τη στιγμή και νόμισαν πως ήμουν, απλά, σοκαρισμένος. Με κρύο νερό στο πρόσωπο με επανέφεραν κι εγώ λυπήθηκα που έχασα από μπροστά μου την Δηιάνειρα. Με ανησυχούσε η αρρώστια μου, αυτή που μ’ έκανε να βλέπω πράγματα που δεν υπήρχαν, όμως την προτιμούσα. Ήταν καλύτερα μ’ αυτήν παρά με την πραγματικότητα. Πάντως ανέκαμψα και επανήλθα.

Κάναμε τις συστάσεις ανάμεσα στον Μελέκ Αχμέτ, την Ελένη τον Καντακουζηνό και την γυναίκα του. Ευχαρίστησαν όλοι τον Μελέκ που με περιέθαλψε σαν φίλος και με ελευθέρωσε χωρίς να ζητήσει λύτρα. Όλοι τού έδωσαν υποσχέσεις φιλίας. Ο Μιχάλης τού ζήτησε να γνωριστούν καλύτερα. Ο Μελέκ τον κάλεσε σε ένα τεκέ Μπεκτασήδων(ii) κι ενθουσίασε τον Μιχάλη. Τον χαιρέτισα κι εγώ και τον ευχαρίστησα που μου είχε φερθεί τόσο καλά και που έγινε φίλος μου.

«Γκιαούρη, δεν ξέρω τι ετοιμάζεις με όλους αυτούς» μου είπε ο Μελέκ «αλλά σου εύχομαι να είσαι καλά. Μακάρι να βρεις την γυναίκα και το παιδί σου! Εγώ θα κάνω ό,τι μπορώ για να τις βρω και να στις φέρω.»

«Προσπάθησε Μελέκ, αυτό θα είναι το καλύτερο δώρο για μένα» του είπα. «Θα φροντίσω ώστε όλοι όσοι γνώρισες εδώ κι άλλοι, που δεν έχεις γνωρίσει ακόμα, να γίνουν φίλοι σου! Μια μέρα θα τους χρειαστείς!»

«Να ξαναβρεθούμε σύντομα Ρωμιέ» μου είπε.

Κανόνισα να βρεθούμε και πάλι σε μια ταβέρνα του Γαλατά ή του Χάσκιοϊ. Ο Μελέκ αφού χαιρέτησε σαν ιππότης τις κυρίες και τους άλλους μας άφησε. Προς έκπληξή μου τότε φανερώθηκε ο Ιουστίνος. Είχε έρθει μαζί με τον Μενάγια αλλά δεν ήθελε να το γνωρίζουν οι οθωμανικές αρχές. Αυτός ήταν ο λόγος που κρύφτηκε μέχρι να φύγει ο Μελέκ.

«Ιουστίνε, κι εσύ εδώ;» είπα εγώ έκπληκτος.

«Ζεις λοιπόν φίλε μου!» έκανε εκείνος ανοίγοντας την αγκαλιά του.

«Δεν μου είπε ο Μενάγιας ότι είσαι κι εσύ εδώ.»

«Περιμέναμε να φύγει ο γενίτσαρος για να εμφανιστώ.»

«Δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι που σε βλέπω. Δεν ξέρεις πόσο το είχα ανάγκη…»

«Ναι καλέ μου φίλε» είπε ο Ιουστίνος. «Εγώ χαίρομαι ακόμα πιο πολύ!»

Πέσαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Η σκηνή ήταν έντονη. Εμφανιζόμουν ξανά στους δικούς μου ανθρώπους μετά από ένα χρόνο περίπου. Ήμουν βέβαια σε τραγική κατάσταση μετά την αιχμαλωσία και την απώλεια των δύο γυναικών μου από το πλευρό μου.

«Χαίρομαι, λοιπόν, που σε βλέπω ζωντανό. Για δεύτερη φορά γλίτωσες από του χάρου τα δόντια! Μετά τη Μάλτα τα κατάφερες και στην Κύπρο!»

«Αυτή τη φορά δεν τα κατάφερα τόσο καλά, Ιουστίνε. Φύγαμε τρεις κι εγώ εδώ είμαι μόνος μου. Λένε ότι έχασα το κοριτσάκι μου και κανείς δεν ξέρει πού είναι η γυναίκα μου.»

«Κουράγιο φίλε μου» είπε ο Ιουστίνος. «Είμαστε σε πόλεμο κι εσείς δεχτήκατε να πάτε στην πρώτη γραμμή. Δεν ήταν λίγο αυτό που κάνατε!»

«Καλά εγώ, εκείνες όμως τι ήθελα να τις τραβάω μαζί μου;» έκανα απελπισμένος.

«Ήθελαν κι εκείνες. Δεν θα σε άφηναν μόνο σου ποτέ» είπε η Ελένη.

«Και τώρα;» έκανα απελπισμένος. «Τι γίνεται τώρα;»

«Δεν φταις, Χάρμο. Ο πόλεμος είναι βρωμιά. Ποτέ δεν ξέρεις τι θα συμβεί σε μια μάχη» είπε ο Καντακουζηνός.

Δεν υπήρχαν λόγια να με παρηγορήσουν. Προσπάθησα να μην χαθώ στον κόσμο της μοναξιάς μου, όπου, σταματούσα να επικοινωνώ με το περιβάλλον. Τότε με τριγύριζαν πρόσωπα της φαντασίας μου ζωντανεύοντας τους εφιάλτες μου.

«Μη του μιλάτε τώρα, φίλοι μου, αφήστε τον» άκουσα την Ελένη. «Ο πόνος του δεν αντέχεται.»

«Πονάμε κι εμείς το ίδιο Ελένη» είπε ο Ιουστίνος

Τα κατάφερα να συνέλθω και ρώτησα ξανά.

«Ελένη, μίλα σε παρακαλώ. Η Διονυσία πού βρίσκεται; Έχεις μάθει τίποτα;»

«Την πήραν αιχμάλωτη, μαζί με γυναίκες και νέους από ευγενική γενιά, πεσκέσι του Μεγάλου Βεζίρη στον Σουλτάνο.»

«Έχουμε ελπίδες έτσι; Όμως η Δηιάνειρα, το κοριτσάκι μου; Θεέ μου … θα το ξαναδώ;»

Σ’ αυτό δεν είχαν τίποτε για να μου απαντήσουν.

«Τα πλοία από την Αμμόχωστο έρχονται στον Σοκουλού. Αν είναι η Διονυσία σε κάποιο από αυτά τότε θα την πάρουμε πίσω» μου είπε ο Καντακουζηνός για να με καθησυχάσει.

Ησύχασα κάπως από τις σκέψεις που μού τριβέλιζαν το μυαλό αλλά κι από την πολλή συγκίνηση. Έβλεπα τους φίλους μου ξανά ενώ είχα μόλις επανέλθει στη ζωή μετά από μια βόλτα στα περίχωρα του κάτω κόσμου.

«Αυτή τη φορά οι Ισπανοί ήταν που απέφυγαν την μάχη» είπε ο Ιουστίνος.

«Ως τώρα αυτό ήταν προνόμιο των Βενετών» είπα.

«Όπως το είπες: “ως τώρα”. Γιατί οι Βενετοί έμπλεξαν άσχημα στην Κύπρο κι ήθελαν βοήθεια αλλά οι Ισπανοί έκαναν πίσω» είπε ο Ιουστίνος.

Περίμενα να ακούσω τη συνέχεια. Όλοι τα γνώριζαν εκτός από μένα.

«Συγκεντρώθηκε ο χριστιανικός στόλος στην Κρήτη. Οι Βενετοί ήθελαν να στείλουν στρατεύματα στην Κύπρο και να βοηθήσουν την Λευκωσία. Συμφωνούσαν κι οι Ισπανοί, όμως, η κακοκαιρία από την μια και οι δισταγμοί του Ντ’ Όρια(iii), μας καθυστέρησαν πολύ. Πλησιάσαμε στο νησί μετά τα μέσα του Σεπτέμβρη όταν πια η Λευκωσία είχε πέσει. Ο Κολόνα, ο γενικός αρχηγός του στόλου, κόντεψε να αρρωστήσει από την αναβλητικότητα των Ισπανών.»

«Και πάλι χρειαζόταν ο στόλος. Δεν είναι η Λευκωσία μόνο στο νησί. Είναι η Κερύνεια, η Αμμόχωστος. Τα αφήσατε όλα στους Τούρκους;» ρώτησα.

«Η Κερύνεια παραδόθηκε, μόνο η Αμμόχωστος μένει.»

Ο Ιουστίνος μου το είπε με πόνο ψυχής κι αυτό το νέο.

«Έστειλε ο Μουσταφά στην Κερύνεια το κεφάλι του Ντάντολο κρεμασμένο στη σέλα του. Το μήνυμα ελήφθη κι η φρουρά της Κερύνειας σήκωσε λευκή σημαία. Η Αμμόχωστος όμως μένει όρθια. Έστειλαν και εκεί το κομμένο κεφάλι αλλά ο Μαρκαντόνιο Μπραγκαντίνο, που έχει εκεί το κουμάντο, δεν φοβήθηκε. Οι Τούρκοι ξεκίνησαν την πολιορκία αλλά λόγω του χειμώνα σταμάτησαν. Η μάχη θα δοθεί το καλοκαίρι.»

«Εσείς που τα μάθατε όλα αυτά;» ρώτησα.

«Αράξαμε ένα βράδυ, 20 ή 21 του Σεπτέμβρη, σε μια παραλία για να αποφύγουμε μια καταιγίδα. Μας βρήκε ένα καΐκι που ερχόταν από την Κύπρο με τα δυσάρεστα νέα για την πτώση της Λευκωσίας. Καπετάνιος ήταν ένας άντρας που τον είχατε μυήσει εσύ κι η Διονυσία στην οργάνωσή μας. Λέγεται Ιερώνυμος Συγκλητικός.»

«Ώστε σώθηκε ο Ιερώνυμος!» έκανα χαρούμενος που είχαν γλιτώσει κάποιοι από την καταστροφή.

«Σώθηκε! Βγήκε απ’ την Πύλη της Αμμοχώστου μαζί με κάποιους. Πέρασαν από τις τουρκικές γραμμές και γλύτωσαν. Ο Ιερώνυμος πήρε ένα καΐκι με προορισμό την Κρήτη. Μας βρήκε στον όρμο που είχαμε καταπλεύσει, κι όταν άκουσε το όνομά μου, μού έδωσε σημάδια της Αδελφότητας. Μου έδειχνε μεγάλο σεβασμό. Ήρθε μαζί μου, ψάχνει έναν συγγενή του που θα τον πουλήσουν στο σκλαβοπάζαρο.»

«Ώστε είναι εδώ ο Ιερώνυμος;» έκανα έκπληκτος.

«Έχει πάει σε ένα μπουντρούμι» είπε ο Μενάγιας «και ψάχνει έναν αδελφό του. Θα έρθει εδώ σε λίγο κι αυτός.»

«Ο Ιερώνυμος μου είπε ότι πιάστηκες αιχμάλωτος στην Πύλη της Αμμοχώστου. Ήταν κι ο Κονταρίνι κι ο Καλέπιο κι άλλοι» μου είπε ο Ιουστίνος.

«Ο Καλέπιο ήταν μαζί μου» είπα. «Ας τον αγοράσουμε. Ο Μελέκ ξέρει πού βρίσκεται. Όμως ο Φραντσέσκο Κονταρίνι, δυστυχώς πέθανε. Είχε τραύματα και δεν άντεξε.»

«Ο Ιερώνυμος μου είπε και για την μικρή Δηιάνειρα» συνέχισε ο Ιουστίνος. «Του τα είπε ο επίσκοπος Λογαράς πριν ξεψυχήσει κι αυτός.»

«Πώς έγινε;» ρώτησα με τα μάτια μου υγρά.

«Την πήραν μέσα από τα χέρια της Διονυσίας και την σκότωσαν. Δεν άφησαν ούτε ένα παιδί ζωντανό, έβρισκαν τα μωρά και τα σκότωναν! Κουράγιο, Χάρμο» είπε ο Ιουστίνος καθώς με είδε να λυγίζω. «Κουράγιο!»

«Μίλα σε παρακαλώ» του ζήτησα. «Πες όλα όσα ξέρεις. Θέλω να ξέρω! Πρέπει να ξέρω!»

«Χτύπησαν θανάσιμα τον Λογαρά. Το κοριτσάκι σου ξεψύχησε στα χέρια του, λίγο πριν τελειώσει κι αυτός.»

Ο Ιουστίνος δάκρυζε καθώς μου τα έλεγε.

«Το μικρό μου κοριτσάκι…!» μπόρεσα μόνο να πω.

«Λυπάμαι που σου φέρνω αυτά τα δυσάρεστα» μου είπε με μεγάλη θλίψη.

«Δεν φταις εσύ φίλε μου» είπα. «Εγώ φταίω για όλα. Ο Ιερώνυμος; ήταν εκεί;»

«Ναι, σώθηκε γιατί τον νόμισαν νεκρό. Έβαλε τον Μητροπολίτη σε μια γωνιά με τη μικρή σου. Γύρισε στην Πύλη της Αμμοχώστου όπου έκαναν μια τρελή έξοδο και σώθηκαν!»

«Θεέ μου» έκανα φρικαρισμένος. «Κι η Διονυσία;»

«Ο Ιερώνυμος είπε ότι την χτύπησαν γιατί ούρλιαζε. Δεν σταματούσε με τίποτα και την πήραν σχεδόν λιπόθυμη. Την μάζεψαν για πεσκέσι στον Μεγάλο Βεζίρη.»

«Και που βρίσκεται τώρα;»

«Ίσως να φτάνουν τα πλοία στην Πόλη, δεν θα αργήσουν πολύ. Την έχουν για πούλημα ή για κάποιο χαρέμι.»

«Θα την πάρουμε πίσω» είπε ο Καντακουζηνός.

«Μην ανησυχείς, Χάρμο» μου είπε η Πετρινή. «Εδώ θα βρούμε τρόπο να πάρουμε πίσω τη γυναίκα σου.»

Η σκέψη ότι θα ξανάβλεπα την Διονυσία ήταν μια ανακούφιση. Αν ήταν αιχμάλωτη του Σοκουλού Μεχμέτ, είχαμε πολλές ελπίδες να την εξαγοράσουμε.

«Έχω μήνυμα του ναυάρχου Κολόνα προς τον Σοκουλού για σένα και τη Διονυσία» είπε ο Ιουστίνος. «Μου το έγραψε στο πλοίο όταν του είπα πως είστε κι οι δυο όμηροι.»

Το κοίταξα με περιέργεια. Το γράμμα είχε την επίσημη σφραγίδα του ναυάρχου Κολόνα.

«Παρά τον πόλεμο, η Βενετία έχει καλές σχέσεις με τον Σοκουλού. Ο λόγος του Μαρκαντόνιο μετράει εδώ ακόμα.»

«Γνώρισα τον σινιόρ Κολόνα όταν ήμουν στην υπηρεσία του Δον Χουάν» του είπα. «Συμπαθούσε τη Δηιάνειρα!»

Θυμήθηκα τον ωραίο και περήφανο Δον Χουάν που είχα πάνω από ένα χρόνο να τον δω.

«Ο πρίγκιπας σε περιμένει πώς και πώς» μου είπε ο Ιουστίνος. «Το ίδιο κι ο Ροντρίγκες, κι ο Βαλέρης, όλοι.»

«Ο Δον Χουάν θα σε περιμένει με την Διονυσία στον στόλο του» μου είπε ο Μενάγιας.

«Ποιον στόλο;» ρώτησα ειρωνικά. «Του Κολόνα, που ο Ντ’ Όρια δεν τον άφησε να φτάσει στην Κύπρο;»

«Ο πρίγκιπας έχει πια δικό του στόλο» είπε ο Μενάγιας. «Τον εμπιστεύεται όλη η Ευρώπη κι ο Φίλιππος δεν μπορεί να φέρνει συνέχεια αντιρρήσεις.»

«Αυτή τη φορά θα γίνει ο ιερός συνασπισμός» είπε η Ελένη. «Αυτό λένε τα μηνύματα που έρχονται από παντού.»

«Ο Βασιλιάς πρέπει να τον ορίσει επικεφαλής» είπε ο Ιουστίνος «αλλά … διστάζει.»

«Κι ο Φραγκίσκος το ίδιο λέει, όμως, όσο διστάζει ο Φίλιππος, τίποτε δεν είναι σίγουρο» είπε ο Μενάγιας.

«Ο Δον Χουάν σε θέλει κοντά του» μου είπε ο Ιουστίνος.

Ήταν τιμητικό να με θέλει ο πρίγκιπας κοντά του, όμως, εγώ είχα τώρα στο νου μου άλλα. Ακόμα δεν είχα χωνέψει τον χαμό της μικρής μου. Περίμενα να ελευθερωθεί κι η Διονυσία. Μετά από αυτό, θα μπορούσα να πάω στον πρίγκιπα. Είχα την αποστολή μου, να τον προετοιμάσω για την πρότασή μας.

Οι εξελίξεις έτρεχαν. Η εξέγερση στην χερσόνησο είχε ήδη ξεκινήσει απ’ το καλοκαίρι του 1570. Οι Βενετοί ξεσήκωσαν την Ήπειρο και την Αλβανία μέχρι κάτω στην Αιτωλία και την Ακαρνανία. Είχαν απελευθερωθεί το Σοποτό κι η Χιμάρα μετά από σκληρές μάχες. Παράλληλα, είχε ξεκινήσει νέα εξέγερση στη Μάνη. Η σπίθα είχε ανάψει και δεν θα αργούσε ο γενικός ξεσηκωμός. Ευτυχώς είχαμε ένα ευρύ δίκτυο οπλαρχηγών και προκρίτων. Θα εντείναμε τον αγώνα όχι με βάση τις ανάγκες της Βενετίας αλλά τις δικές μας.

«Χρειαζόμαστε άμεσα έναν αναγνωρισμένο αρχηγό και μάλιστα γαλαζοαίματο, τον Δον Χουάν!» είπε ο Ιουστίνος.

«Νομίζω πως κι εκείνος χρειάζεται έναν λαό που να τον πιστεύει κι ένα κράτος δικό του» απάντησα

.......... (συνεχίζεται) .....

Παραπομπές: 

i Η βενετσιάνικη οικογένεια Μπάρμπαρο ισχυρίζεται ότι κρατά από πατρίκιους Ρωμαίους και είναι πασίγνωστη μέχρι σήμερα. Ο Μαρκαντόνιο ήταν Βάϊλος στην Κωνσταντινούπολη το 1570 και αργότερα, στη Ναυμαχία της Ναυπάκτου, φυλακίστηκε από τους Οθωμανούς. Κατόπιν έγινε ιεροεξεταστής στην Κέρκυρα. [ΠΗΓΕΣ: Αγγλική Wikipedia / Corfu Museum / Ρόμπερτ Ρόουλυ «Αυτοκρατορίες των Θαλασσών»/ κ.α.]

ii Οι Μπεκτασήδες είναι θρησκευτικό τάγμα των μουσουλμάνων, ο Χατζή Μπεκτάς που το έφτιαξε θεωρείτο πνευματικός ηγέτης των γενιτσάρων

iii Πρόκειται για τον γενοβέζο Τζιάννι Ντ’ Όρια, ανιψιό του ναυάρχου Αντρέα Ντόρια που είχε χάσει την ναυμαχία στην Πρέβεζα το 1538

*******************************

Αύριο το γ' μέρος που ολοκληρώνει το 9ο κεφάλαιο στην Κωνσταντινούπολη. Πρόκειται για μιαν έκτακτη Συνεδρία της Αδελφότητας.


Δευτέρα 5 Απριλίου 2021

31 Δον Χουάν Ηρακλείδης (κεφ.9α)

Ξεκινάμε το 9ο Κεφάλαιο (Κωνσταντινούπολη) που θα δοθεί σε τρεις συνέχειες (9α σήμερα, 9β αύριο 6/4 και 9γ την Τετάρτη 7/4).

Ο Χάρμος είναι φυλακισμένος του Γενιτσάρου Μελέκ Αχμέτ που έχει φέρει σκλάβους από την Λευκωσία στην Κωνσταντινούπολη για να τους πουλήσει. Για τον Χάρμο ελπίζει πως θα πάρει λύτρα από τους δικούς του αφού δώσει το όνομά του, μαζί με άλλους αξιωματικούς, στον Βενετό πρέσβη. Ο Χάρμος γνωρίζεται κάπως καλύτερα με τον κύριό του.

**********************************

Στον πίνακα ένας αξιωματούχος των Οθωμανών

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9: ΣΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ

Περάσαμε τα Δαρδανέλια. Τα δουλεμπορικά πλοία μάς έβγαλαν στην Πάνορμο όπου μείναμε είκοσι μέρες. Οι συνθήκες ζωής ήταν απαράδεκτες. Τα μόνα καλά ήταν ότι πλυθήκαμε, δέσαμε τα τραύματά μας και φάγαμε από αρκετά έως πολύ. Ήθελαν να μάς εμφανίσουν στο σκλαβοπάζαρο δυναμωμένους και καθαρούς. Ως υγιείς αξίζαμε περισσότερα άσπρα. Ο ώμος μου βελτιώθηκε και το τραύμα έκλεισε. Είχα φοβηθεί μήπως κακοφορμίσει στο ταξίδι αφού η κωπηλασία το είχε επιβαρύνει και δεν το άφηνε να φτιάξει. Ήταν μέσα Οκτωβρίου. Ο καιρός ήταν ακόμα ζεστός, έτσι δεν είχαμε σοβαρά προβλήματα στους άθλιους στάβλους που κοιμόμασταν. Δουλέψαμε υποχρεωτικά, αλυσοδεμένοι, για να επισκευάσουμε τα πλοία, να τα βάψουμε και να αλλάξουμε πανιά. Η ανακαίνιση έσβηνε τα σημάδια του πολέμου. Το πλοίο δεν είχε μετάσχει σε ναυμαχία είχε, όμως, ταλαιπωρηθεί από το ταξίδι στην Κύπρο.

Πιο ζωντανός ανάμεσά μας ήταν ο Άντζελο Καλέπιο. Γυρνούσε στους θαλάμους-στάβλους και ρωτούσε να του πουν τι θυμόντουσαν από την ημέρα της εισβολής. Ρωτούσε και για τις μέρες των σφαγών και της λεηλασίας μέχρι την οριστική ειρήνευση. Από τις περιγραφές μάθαινα κι εγώ τι είχε συμβεί. Η τελευταία μάχη δόθηκε στο παλάτι. Ο Ντάντολο γλίτωσε από τους οργισμένους ευγενείς που όρμησαν να τον σκοτώσουν, όμως δεν γλίτωσε το κεφάλι του. Το έχασε από διαταγή του Λαλά Μουσταφά. Έκανε προτάσεις στον Πιαλή Πασά, προς το τέλος της πολιορκίας, για να σώσει το τομάρι του, όμως, έπεσαν στο κενό. Το κεφάλι του άξιζε πιο πολλά.

Αυτό το κεφάλι θα έστελνε ο Μουσταφά Πασάς πεσκέσι στην Αμμόχωστο και στην Κερύνεια. Έτσι θα απογοήτευε και να φόβιζε τους υπερασπιστές των φρουρίων. Τον ρώτησα αν είχε μάθει κάτι για μένα αλλά δυσκολευόταν να μιλήσει. Τον πίεσα πολύ και μου είπε όλα όσα ήξερε.

«Μάζεψαν τις ευγενείς κυρίες, τους νεαρούς και τις νεαρές και τους προορίζουν για λάφυρα. Κάποιοι θα πάνε στον Σουλτάνο, τον Βεζίρη κι αξιωματούχους της Υψηλής Πύλης. Άλλοι θα πάνε στα παζάρια ή θα επιστραφούν για λύτρα.»

«Πήραν και τη Διονυσία;»

«Δεν ξέρω. Δεν μου είπαν, όμως, είναι πολύ πιθανό.»

«Μίλα μωρέ» του είπα. «Ξέρεις κάτι;»

«Δεν μπορώ να ξέρω. Αυτοί που μίλησαν δεν γνώριζαν ούτε τη Διονυσία ούτε την κόρη σου. Πώς να μου πουν για κάτι που δεν ήξεραν;»

«Καλά. Όμως, εσύ ξέρεις κάτι, τι είναι αυτό;» επέμεινα φορτικά. «Πες μου, τι μου κρύβεις;»

«Δεν είναι καλό αυτό που άκουσα» είπε και με πάγωσε.

«Πες το! Καλό κακό πρέπει να ξέρω» φώναξα.

«Μάζευαν γυναίκες και παιδιά αλλά κρατούσαν μόνο όσα ήταν από δέκα χρονών και πάνω. Η κόρη σου πόσο χρονών είναι; Πόσο φαίνεται;»

«Είναι μικρή, δεν φαίνεται για δέκα» είπα ξεψυχισμένα.

«Μπορεί να την πέρασαν για μεγαλύτερη. Εξάλλου δεν είχαν παντού τα ίδια κριτήρια.»

«Τι θες να πεις;»

«Αλλού μάζευαν μικρές, αλλού μεγάλες. Οι γενίτσαροι έψαχναν διάφορα. Άλλος ήθελε μικρά παιδιά, άλλος μεγάλους. Χαμός γινόταν, δεν καταλαβαίνεις;»

«Στον ορθόδοξο καθεδρικό τι κάνανε;»

«Εκεί έπαιρναν τα κορίτσια από δέκα χρονών και πάνω. Δεν ξέρω με σιγουριά, έτσι μου είπε κάποιος. Σ’ άλλες γειτονιές ήταν αλλιώς τα πράγματα.»

«Λες;» έκανα κι έμεινα σαν κεραυνοβολημένος.

«Μην κάνεις έτσι, τίποτα δεν είναι βέβαιο. Όλα είναι ασαφείς πληροφορίες» είπε ο Φρα-Άντζελο για να με ηρεμήσει.

Από εκείνη τη στιγμή δεν ηρέμησα πια. Μετρούσα ξανά και ξανά την ηλικία της Δηιάνειρας αλλά κάθε φορά έβγαινε πως ήταν επτά και κάτι. Μπορούσε άραγε να φανεί δεκάχρονο παιδί; Δύσκολο, αλλά, όχι απίθανο. Ίσως να μην χρειάστηκε καν να την μετρήσουν. Ίσως να βρισκόταν τώρα με τη μητέρα της και να αναρωτιούνταν κι αυτές για μένα αν έζησα ή αν έχω πεθάνει. Αναστατώθηκα με την πληροφορία. Πάντως γεγονός ήταν ότι στη μητρόπολη είχαν πάει γενίτσαροι για ομήρους για λύτρα. Αν είχαν δει ότι κι από τις δυο θα έβγαζαν χρήματα, θα ζούσαν και θα ήταν εξαγοράσιμες.

Στην Κωνσταντινούπολη μας έχωσαν σε μπουντρούμια με αρουραίους. Μας τάιζαν περιμένοντας το σκλαβοπάζαρο. Έπαιρναν πότε τον ένα, πότε τον άλλον και μας αξιολογούσαν. Μάζευαν πληροφορίες και καθόριζαν για τον καθένα μας μια τιμή. Άλλοι ήταν για το παζάρι κι άλλοι σε ειδικές τιμές για τις οικογένειές τους. Εμένα και κάποιους άλλους μας προόριζαν για λύτρα. Με φώναξαν σε ένα δωμάτιο όπου ο γενίτσαρος κύριός μας καθόταν σε έναν οντά.

«Κύριός σας είναι ο Μελέκ Αχμέτ(i). Χαιρετίστε τον με τεμενάδες!» μας υπέδειξε ο Μαμελούκος δεσμοφύλακας.

Προσκυνήσαμε και πλησιάσαμε. Μας ρώτησε αν κανείς μας γνώριζε τουρκικά και του είπα ότι γνώριζα γιατί ήμουν Ρωμιός. Με ρώτησε που γεννήθηκα κι όταν έμαθε ότι ήμουν από την Κερασούντα συγκινήθηκε. Μου μίλησε στο ποντιακό ιδίωμα, την ελληνική γλώσσα όπως την μιλούσαμε οι Ρωμιοί της Μαύρης Θάλασσας. Είχε μεγαλώσει στον Όφι(ii), στο χωριό Αντζιμάχ(iii), ανατολικά της Τραπεζούντας. Είχε γεννηθεί στην Ισταμπούλ, στο Τοπχανέ, αλλά καταγόταν από την Αμπχαζία. Κατάλαβα ότι κάτι ενδιαφέρον βρήκε πάνω μου. Προφανώς θα ήξερε ότι ήμουν λοχαγός και θα υπολόγιζε να βγάλει από μένα ένα καλό ποσό σαν λύτρα. Τώρα που έβλεπε ότι ήμουν κι από την Μαύρη Θάλασσα, με ξεχώρισε και με κράτησε στην άκρη. Έκανε συνεννοήσεις με τους άλλους. Ρωτούσε από πού ήταν, πώς τους έλεγαν και τι έπρεπε να πει στον Βενετό πρέσβη για τον καθένα. Ρωτούσε και ποια άλλη οικογένεια να ειδοποιήσει κι άλλα τέτοια επαγγελματικά.

Εμένα με κράτησε τελευταίο. Μου μίλησε στη ρωμαίικη διάλεκτο του Πόντου. Με ρώτησε για τα παιδικά μου χρόνια και μου διηγήθηκε για τα δικά του στην Πόλη και στον Όφι. Στο τέλος μόνο που δεν έκλαψε μαζί μου. Ήταν γελοίο, αλλά ήταν πραγματικότητα. Ήμουν ο δούλος του κι είχε πάνω μου αποκλειστικό δικαίωμα ζωής ή θανάτου αλλά είχε συγκινηθεί με μόλις λίγα λόγια. Έβρισκα ξανά μπροστά μου, μετά από πολλά χρόνια, την παιδικότητα και την εναλλαγή συναισθημάτων που ήξερα καλά. Ήταν χαρακτηριστική για έναν ανατολίτη και μου θύμισε τα χρόνια της νιότης μου. Με έναν εξίσου γελοίο τρόπο συγκινήθηκα κι εγώ από τον γενίτσαρο.

Με ρώτησε τα ίδια που είχε ρωτήσει και τους άλλους για να μάθει από πού θα έπαιρνε τα λύτρα. Με έβαλε να κοιμηθώ σε ένα δωμάτιο μακριά από τους κρατούμενους που έμεναν στον στάβλο. Με κλείδωσε βέβαια αλλά μου έκανε τη χάρη να μ’ αφήσει να διαλέξω για παρέα έναν απ’ τους αιχμαλώτους. Διάλεξα τον Φρα-Άντζελο. Με ρώτησε αν ήθελα κάτι άλλο. Του ζήτησα να πει για μένα στις πρεσβείες της Βενετίας αλλά και της Γένοβας για να τα δουν κι οι Ισπανοί. Με ρώτησε αν για μένα ενδιαφέρονταν πιο πολύ οι Βενετοί ή οι Ισπανοί.

«Όλοι» του απάντησα.

«Μήπως είσαι υπερβολικός γκιαούρη ή κάνω λάθος;»

«Κάνεις λάθος αφέντη. Θα πάρεις χρήματα από όλους για μένα» του είπα.

«Θα στείλω το μήνυμα για σένα, Ρωμιέ, σε όλους να δω τι θα απαντήσουν Βενετσιάνοι και Σπανιόλοι.»

«Σε ευχαριστώ, αφέντη Αχμέτ.»

«Καληνύχτα, Ρωμιέ. Σου στέλνω και φίλο σου τον Ιταλό καλόγερο για παρέα σου.»

Ο Καλέπιο βολεύτηκε στο άνετο δωμάτιο ευτυχής που τον έσωσα από τη βρώμα του στάβλου. Μείναμε εκεί αρκετές μέρες κι είχαμε σχετικά καλή περιποίηση. Ένιωθα πως έτσι ξεπλήρωνα κατά κάποιο τρόπο τις πληροφορίες που μου έδινε ο Ιταλός. Ο Φρα-Άντζελο, βέβαια, με έβαλε σε μπελάδες γιατί κάποια στιγμή που βρήκε την ευκαιρία το έσκασε. Τι θα έκανε μέσα σε μια άγνωστη γι αυτόν πόλη;

Ο Μελέκ Αχμέτ σήκωσε στο πόδι όλη τη συνοικία και θα ξεσήκωνε και όλη την Πόλη αν χρειαζότανε, και τον έπιασε. Τον έριξε στο μπουντρούμι και τον πούλησε σε άλλον γενίτσαρο για να τον ξεφορτωθεί. Εμένα με επέπληξε μεν αλλά δεν μου έκανε τίποτα γιατί δεν με χρέωσε με την διαφυγή του. Εξ άλλου τον έπιασε γρήγορα. Εδώ που τα λέμε, ο καημένος ο φρατέλο δεν είχε την παραμικρή ελπίδα να επιβιώσει χωρίς να μιλάει λέξη τουρκικά. Δεν μου το φόρτωσε, αλλά, δεν μου έδωσε πάλι το δικαίωμα να κρατήσω στο δωμάτιό μου άλλον για συντροφιά. Δεν μπορούσα να έχω απαιτήσεις.

Ο Μελέκ Αχμέτ με κάλεσε πολλές φορές στον κήπο για να κάνουμε βόλτα και να μιλήσουμε μόνοι. Ήταν ευγενικός και φαινόταν ειλικρινής. Αυτοί οι περίπατοι κι η άνετη παραμονή μου στο μεγάλο σπίτι του, έκαναν την αιχμαλωσία να μοιάζει με φιλοξενία.

«Είσαι ευχαριστημένος;» με ρώτησε.

«Πολύ αφέντη Μελέκ και σε ευχαριστώ. Να σε ρωτήσω όμως κάτι;»

«Τι θέλεις τώρα;»

«Πήραν τα στοιχεία μου οι πρεσβευτές της Βενετίας και της Γένοβας;»

«Το έκανα βρε άπιστε Ρωμιέ. Αφού στο είπα, το έκανα κιόλας. Απάντηση όμως ακόμα δεν έχω. Πες μου όμως κι εσύ, γιατί σηκώθηκες κι έφυγες από την Κερασούντα;»

«Κάναμε με τον παιδικό μου φίλο Ιάκωβο μιαν άσχημη σκανδαλιά σε ένα Σπαχή. Μετά δεν μπορούσαμε να μείνουμε άλλο πια εκεί. Αν μας έπιανε θα μας σκότωνε.»

Του εξήγησα πως έγινε εκείνο το “αστείο” κι ο Μελέκ ξεκαρδίστηκε από τα γέλια. Μου είπε για δικές του ανάλογες σκανδαλιές της παιδικής κι εφηβικής ηλικίας. Μού έδειχνε ότι απολάμβανε την κουβέντα μας.

«Δεν έχω πάει στην Κερασούντα» μου είπε. «Ξέρω πως έχει όμορφα μποστάνια. Στον Όφι πέρασα τα πιο ωραία χρόνια μου αλλά και στη Τραπεζούντα ήταν καλά.»

«Πως βρέθηκες εκεί, αφέντη Μελέκ;» τον ρώτησα. «Εσύ γεννήθηκες εδώ, στην Πόλη, έτσι δεν είναι;»

«Στο Τοπχανέ που γεννήθηκα ζουν οικογένειες από Αμπχαζία, Γεωργία, Κιργιζία κι από άλλα μέρη του Καυκάσου. Οι πατεράδες θέλουν να κάνουν τους γιους τους γενίτσαρους, όμως αυτό δεν γίνεται. Ο Σουλτάνος δεν παίρνει παιδιά από μουσουλμάνους, εκτός αν τα αγοράσει σαν σκλάβους. Έτσι οι γονείς μας, μας στέλνουν μωρά παιδιά στην επαρχία για να μπορούν να μας μαζέψουν σαν σκλάβους. Αν μας αγοράσει ο Σουλτάνος, τότε γινόμαστε γενίτσαροι.»

«Κι αν κάτι δεν πάει καλά;» ρώτησα απορημένος. «Θα μείνετε σκλάβοι;»

«Όλα καλά πάνε, γκιαούρη. Όλο αυτό που σου λέω δεν γίνεται κρυφά, γίνεται με την επίβλεψη των γονιών μας. Αυτοί που μας παίρνουν έρχονται συστημένοι. Οι σουλτάνοι θέλουν στην υπηρεσία τους αγόρια μεγαλωμένα στα χωριά όχι παιδιά της πόλης, Να έχουμε τα ήθη του βουνού και του κάμπου. Ακόμα και τα κορίτσια, όπως η αδελφή μου, για ένα καλό γάμο πρέπει να πάνε να μεγαλώσουν στο χωριό.»

«Και στον Όφι πως βρέθηκες;»

«Μα πώς θα με έπαιρναν στην Αμπχαζία; Είμαστε μουσουλμάνοι εκεί, δεν έχει ντεβσιρμέ(iv), ενώ στα ρωμαίικα που είναι χριστιανοί γίνεται!»

«Είσαι λοιπόν κι εσύ παιδί της Μαύρης Θάλασσας.»

«Ναι, παιδί του Καρά Ντενίζ! Εγώ έζησα στα μέρη σου δώδεκα χρόνια, πήρα καλή μόρφωση κι ήμουνα έτοιμος στον ντεβσιρμέ. Στο Αντζιμάχ ζήσαμε ελεύθερα. Στη Τραπεζούντα μάθαμε γράμματα και τρόπους. Ύστερα μας μάζεψαν και μας έφεραν εδώ για τον Σουλτάνο. Η αδελφή μου παντρεύτηκε έναν Οσμανλή κι εγώ έγινα δόκιμος.»

«Κι έγινες Ατζέμ Ογλάν(v). Από Μαμελούκος βρέθηκες σε ενωμοτία! Πώς και δεν έγινες πολιτικός ή ουλεμάς;» ρώτησα. «Φαίνεσαι μορφωμένος.»

«Δεν κάνω εγώ για θρησκείες και κουραφέξαλα» μου είπε αφήνοντας με έκπληκτο.

«Δεν σε βλέπω και πολύ θεοσεβούμενο Μελέκ, ή κάνω λάθος;» ρώτησα και τον έκανα να με λοξοκοιτάξει.

Να μιλά έτσι ένας άπιστος σε ένα πιστό ήταν αυθάδεια.

«Καθόλου λάθος δεν κάνεις γκιαούρη» είπε ο Μελέκ. «Ο Αλλάχ μου δίνει αυτή τη θέση και τον τιμώ. Μπορώ και να πεθάνω για χάρη του, αλλά, δεν έχω όρεξη να ακούω Ιμάμηδες να ερμηνεύουν τη θέλησή του.»

«Σε βοηθάει το κρασί σε αυτή την επικοινωνία σου με τον Αλλάχ;» τον ρώτησα ξέροντας πως απολάμβανε το κρασί.

«Και βέβαια με βοηθάει, όπως βοηθάει και τον Πατισάχ να μας κυβερνάει.»

«Αληθεύει, αφέντη, ότι ο Σελίμ είναι μέθυσος;» ρώτησα με αφέλεια.

«Ο Πατισάχ πίνει το κρασί του Εβραίου, ενώ εγώ πίνω κρασί που φτιάχνουν οι Ρωμιοί. Θα πιούμε μαζί. Σε προσκαλώ για γεύμα και κρασοκατάνυξη.»

Δεν με ενδιέφερε να διασκεδάσω αλλά ο γενίτσαρος έδειχνε ενδιαφέρων άνθρωπος. Μου είχε φερθεί καλά ως τώρα κι εξάλλου οι επιθυμίες του ήταν διαταγές.

«Γνωρίζω μερικά μέρη στην Πόλη» του είπα.

«Άσε, θα σε πάω εγώ κάπου με καλό κρασί! Δεν θα το σκάσεις όμως. Θα έχω Μαμελούκους μαζί μου, αλλά καλύτερα να μου το υποσχεθείς.»

«Εντάξει Μελέκ, δεν θα το σκάσω κι ευχαριστώ» είπα.

Με πήγε στο Αρναούτκιοϊ. Είχα ξαναέρθει εδώ με τον Καντακουζηνό. Στον δρόμο όλοι μιλούσαν ρωμαίικα. Τα παιδιά που φώναζαν παίζοντας έβριζαν στα ρωμαίικα. Καθίσαμε σε μια ταβέρνα και παραγγείλαμε.

«Την γνωρίζεις την Ισταμπούλ» με ρώτησε.

«Οσμανλής είμαι, Μελέκ. Έφυγα για την Ευρώπη, αλλά έχω εδώ φίλους κι έμεινα μερικούς μήνες.»

«Έχει Ρωμιούς εδώ, στον Γαλατά, στη Θεραπιά, στο Σαρηγιάρ(vi). Στα ρωμαίικα μέρη έχει ωραίες ταβέρνες με ψάρι και καλό κρασί.»

Τρώγαμε και πίναμε. Σε λίγο κερνούσαμε κι ολόκληρο το μαγαζί. Το κλίμα ήταν καλό και φιλικό και περνούσαμε καλά. Αν και τυπικά ήμουν σκλάβος και αιχμάλωτός του, ουσιαστικά ένιωθα εντελώς ελεύθερος. Ένιωθα πως ανέπνεα πιο καθαρά εδώ από τα άλλα μέρη στην Ευρώπη.

«Σ’ αρέσει ο αγέρας του Βοσπόρου;» ρώτησε ο Μελέκ.

«Για μένα είναι καλύτερα εδώ από την Βενετία και τη Μαδρίτη» του είπα απολαμβάνοντας το καλό μοσχάτο κρασί.

«Σου αρέσει, γκιαούρη, ε;» έκανε χαμογελώντας πλατιά ο Μελέκ. «Σε βλέπω ότι νιώθεις καλύτερα.»

«Ναι, αφέντη, νιώθω καλύτερα εδώ» του είπα.

«Άσε τα “αφέντη”, Ρωμιέ. Λέγε με Μελέκ ή Οσμανλή κι εγώ θα σε λέω Ρωμιό!»

«Εντάξει Μελέκ, αλλά, μη ξεχνάς ότι το πιοτό χαρίζει ευτυχία μόνο στην αρχή. Μετά μας θυμίζει όλα τα προβλήματά μας και μας κάνει στο τέλος να κλαίμε.»

«Εσύ μη φοβάσαι» είπε ο γενίτσαρος. «Άμα κλάψεις, θα σε πάρω να φύγουμε, μη σε καταλάβουνε και γίνεις ρεζίλι.»

«Έχω φίλους εδώ, Μελέκ, Θα δώσουνε πολλά χρήματα για μένα» του είπα για μια ακόμη φορά.

Τα λόγια έβγαιναν εύκολα από το στόμα μου χάρη στο γλυκόπιοτο κρασί. Τον είδα που γυάλισε το μάτι του όταν είπα για χρήματα όμως είχε κι άλλα πράγματα στο νου του.

«Βρε συ, για πες μου. Τι σόι γνωστούς έχεις εδώ; Είναι άνθρωποι με δύναμη;»

«Ναι, αφέντη. Έχω πολλούς και καλούς φίλους.»

«Μη με λες αφέντη, φίλος σου είμαι, καρντάσης.»

«Πες μου τι ζητάς από λεφτά και θα στα βρω αμέσως» του είπα καθώς δεν έλεγχα και πολύ τα λόγια μου. «Θα τα φέρω εγώ, δεν χρειάζεται ούτε ο Βενετός πρέσβης.»

«Βρε συ, τι γνωστούς έχεις; Πόσο ψηλά είναι; Μίλα ντε! Γιατί μου τα κρύβεις τόσο καιρό;»

«Είναι πολύ ψηλά οι γνωστοί μου, αλλά είναι Ρωμιοί» του διευκρίνισα.

«Υπάρχουν Ρωμιοί κι Εβραίοι πιο ψηλά ακόμα κι απ’ τους Βεζίρηδες» είπε με ύφος θυμόσοφου.

«Θα τα πούμε μετά. Ας τα αφήσουμε αυτά τώρα» του είπα κόβοντας την κουβέντα.

Ένιωθα ότι είχα χάσει τον έλεγχο και θα έλεγα πολλά.

«Άκου, Ρωμιέ. Δεν με νοιάζουν τα λεφτά, έχω πολλά!»

«Θα βγάλεις κι άλλα!» του είπα.

«Δεν σε πουλάω ορέ! Κακός μπελάς μου έγινες! Δεν σε πουλάω! Ορίστε, σ’ αφήνω να φύγεις. Άμα θες, άντε να βρεις τους δικούς σου. Φύγε, σου είπα. Σ’ αφήνω ελεύθερο!»

Δεν καταλάβαινα αν ήταν το κρασί που μιλούσε ή αν τα εννοούσε αυτά που έλεγε.

«Φύγε, βρε, σου είπα» επέμεινε ο Μελέκ Αχμέτ.

«Καλά, διώχνεις την παρέα σου;» είπα με παράπονο.

«Α, εσύ δεν τρώγεσαι! Τι είναι αυτό τώρα; Θα βγω και άπονος που σε διώχνω;»

Αν κάνω πως φεύγω θα με σταματήσουν οι Μαμελούκοι του, σκέφτηκα. Αλλά, αφού ο ίδιος μου το λέει, ισχύει. Μπορώ άραγε να φύγω; Φαινόταν στ’ αλήθεια τρελό αλλά αληθινό!

«Δεν φεύγω» είπα. «Μου φέρθηκες καλά, σαν άνθρωπο όχι σαν σκλάβο.»

«Βρε φύγε άμα θες. Εγώ πάντως σε ελευθέρωσα!» είπε ο Αμπχάζιος με το ανατολίτικο αγύριστο κεφάλι.

«Θα σε αποζημιώσω καλά» του είπα. «Οι φίλοι μου θα σου δώσουν ό,τι ζητήσεις. Θα πάρεις άσπρα και χρυσά.»

«Ρωμιέ, θα φας το κεφάλι σου! Δεν θέλω τίποτε από σένα, ακούς; Έχω κι εγώ χρυσά κι άσπρα κι απ’ όλα, θα πάρω και από αυτούς που έφερα από τη Λευκωσία, μου φτάνουν. Εσένα σ’ αφήνω τώρα δα ελεύθερο. Έτσι μου κάνει κέφι και σ’ αφήνω. Πήγαινε όπου θες!»

Με συγκίνησε. Όλον αυτό τον καιρό, τον είχα δει πως ήταν άνθρωπος με γενναιότητα και γνώση, ένας σούφι(vii). Ήταν έτοιμος να σκοτώσει και να σκοτωθεί χωρίς έλεος στη μάχη. Γινόταν, όμως, μαλακός όταν τον περικύκλωνε η ανθρωπιά. Καταλάβαινα την μεγαλοθυμία του, ενισχυμένη από το κρασί. Καταλάβαινα και τους ιδιοτελείς υπολογισμούς που έκανε μέσα του χωρίς να τον εμποδίζουν το οινόπνευμα κι η γλυκιά ζαλάδα. Απ’ όσα έλεγα, είχε πεισθεί ότι είχα σπουδαίες επαφές στην Ισταμπούλ. Τον ένοιαζε να γνωριστεί με αυτούς που γνώριζα, ακόμα κι αν δεν ήξερε για ποιους ακριβώς επρόκειτο. Ίσως να ήταν πιο πολύτιμοι από τα χρήματα που, εξ άλλου, δεν του έλειπαν. Προτιμούσε καλύτερα να έχει δυνατούς φίλους από το να φουσκώσει κι άλλο το πουγκί του.

«Ξέρω τι σκέφτεσαι τώρα, Ρωμιέ» μου είπε.

«Τι σκέφτομαι; Είσαι και μάγος ή προφήτης, Μελέκ, και τα ξέρεις όλα;»

«Με ζυγίζεις και με μετράς. Σκέφτεσαι ποιο κέρδος θα έχω αν σε αφήσω ελεύθερο.»

«Μπράβο Μελέκ, με κατάλαβες. Όπως φαίνεται μ’ έχεις περάσει για Οβριό, ε;»

«Οι Εβραίοι προηγούνται στο μέτρημα του συμφέροντος αλλά κι εσείς οι Ρωμιοί τους ακολουθείτε από κοντά. Στον ίδιο δρόμο βαδίζετε» είπε.

«Λοιπόν, καλά είμαι εδώ, δεν πάω πουθενά!» είπα κι εγώ το ίδιο απερίσκεπτα με εκείνον.

«Και δεν φεύγεις;»

«Όχι, μένω! Δέχομαι την προσφορά σου, σε ευχαριστώ και σε ευγνωμονώ αλλά δεν φεύγω!» είπα. «Καλά είμαι εδώ! Για να ξέρεις, μου αρέσουν πολύ η ταβέρνα και το κρασί της! Ταβερνιάρη, φέρε κι άλλο νέκταρ των θεών!»

«Εσύ είσαι πιο θεότρελος από μένα» είπε ο Μελέκ και σήκωσε ξανά την κούπα του.

Κέρασε ένα γιοματάρι φωνάζοντας στα ρωμαίικα.

«Άντε, στην υγειά μας αδέλφια!» είπε στους θαμώνες.

Αυτά συνέβαιναν στην ταβέρνα. Μέσα στο μυαλό μου, εδώ και πολλή ώρα, στριφογύριζαν συνέχεια η Διονυσία και η Δηιάνειρα. Το κρασί που με ζάλιζε, με έκανε να μην ξέρω καλά τι λέω αλλά αναστάτωνε και την ψυχή μου. Γινόμουν πολύ πιο ευαίσθητος στον πόνο και τις σκεφτόμουν. Δεν ήξερα τι είχαν απογίνει και δεν μπορούσα να μάθω από πουθενά. Θα έβρισκα σύντομα την ελευθερία μου και θα τις έψαχνα. Ακόμα και πίσω στην Κύπρο θα γύριζα για να τις βρω. Η σκέψη τους με έκανε να νιώθω άσχημα και να μην μπορώ να συγκεντρωθώ πουθενά. Μόνο στο κρασί μπορούσα να εστιάζω πλέον. Το κατέβαζα γουλιά-γουλιά και κούπα την κούπα. Μαζί μου έπινε κι ο Μελέκ αλλά εκείνος κρατούσε περισσότερο την ψυχραιμία του. Δεν είχε τα δικά μου προβλήματά. Το κρασί έλυνε τα στόματα. Σε λίγο αρχίσαμε να κελαηδάμε πιο ελεύθερα κι εγώ κι ο Μελέκ μιλώντας για τις ζωές μας.

«Μελέκ, σκέφτηκες καθόλου τις αντιφάσεις της ζωής σου; Γεννήθηκες στην Πόλη αλλά δεν είσαι Πολίτης. Μεγάλωσες στον Όφι αλλά δεν είσαι Οφιλής. Είσαι Αμπχάζιος αλλά δεν γνωρίζεις την χώρα σου, την Αμπχαζία. Έχεις πουληθεί σαν σκλάβος αλλά είσαι αφέντης. Αλήθεια, πες μου, γυναίκα έχεις; Έχεις παιδιά;» τον ρώτησα.

«Και γυναίκες έχω και παιδιά.»

«Πολλές γυναίκες ίσον πολλά βάσανα» είπα.

«Έχεις δίκιο. Αυτά είναι υποχρεώσεις του ανθρώπου, αλλά, είναι και μπελάδες. Θέλουν χρήματα! Γι αυτό με βλέπεις κι εκστρατεύω ακόμα, για να συντηρώ το παλάτι που μέσα του έχω τις γυναίκες μου και τα παιδιά μου.»

Κι έτσι έφτασε εκεί που με πονούσε περισσότερο.

«Εσύ Ρωμιέ, έχεις γυναίκα, έχεις παιδιά;»

Έθιγε το σημείο που ήθελα να ξεχάσω πίνοντας. Η κούπα με το κρασί έφυγε από το χέρι μου και δάκρυα γέμισαν τα μάτια μου. Έσκυψα και προσπάθησα να σκουπιστώ στα κρυφά. Οι κινήσεις μου ήταν άγαρμπες και ο καημός μου πολύ μεγάλος για να μπορέσει να κρυφτεί. Ο Μελέκ πήρε χαμπάρι τι έγινε. Με σήκωσε απ’ το τραπέζι και με κουβάλησε έξω να μας χτυπήσει ο αέρας. Είπε στον ταβερνιάρη ότι βγαίναμε για να δούμε τη θάλασσα και με πήγε λίγο πιο εκεί. Οι Μαμελούκοι ανήσυχοι ακολουθούσαν αλλά ο γενίτσαρος τούς έκανε νόημα να μείνουν μακριά.

«Βρε συ, τό ’πες και τό ’κανες, σε πιάσανε τα κλάματα. Ρεζίλι θα γίνουμε. Σύνελθε βρε. Οι άντρες δεν κλαίνε γκιαούρη Ρωμιέ! Συγκρατήσου!»

Ένιωθα πως μου έλεγε λόγια αμηχανίας και πως κατά βάθος με συμπονούσε.

«Τι έγινε καρτνάση; Τι σου θύμισα κι έγινες χάλια;»

Βρήκα σιγά-σιγά την ψυχραιμία μου, έριξα λίγο νερό στο πρόσωπό μου και συνήλθα. Του εξήγησα.

«Έχω μια γυναίκα και μια κορούλα επτά χρονών.»

«Καλό είναι αυτό βρε. Δεν θα σε χάσουν, θα τις δεις.»

«Δεν ξέρω αν θα τις ξαναδώ, Μελέκ. Τις είχα μαζί μου στη Λευκωσία και τις έχασα.»

«Αυτό λοιπόν σε βασανίζει; Μη σε νοιάζει, βρε, θα σε βοηθήσω να τις βρεις. Θα κάνω ό,τι μπορώ» μου υποσχέθηκε. «Εσύ μόνο, μην κάνεις έτσι!»

«Φοβάμαι ότι χαθήκανε. Να το ξέρεις, χωρίς αυτές δεν θέλω τη ζωή μου» του είπα.

«Δεν χάνονται έτσι εύκολα μια γυναίκα κι ένα παιδί. Θα τις έχουνε σκλάβες. Θα τις βρούμε. Στο υπόσχομαι, Ρωμιέ, ότι θα τις βρούμε! Μη κάνεις σαν μωρό παιδί!»

Ήταν ένας καλός λόγος παρηγοριάς και εγώ ηρεμούσα σιγά-σιγά καθώς με χτυπούσε το θαλασσινό αεράκι.

«Έλα, πάμε πίσω. Το τραπέζι μας είναι άδειο» είπε.

Γυρίσαμε στην ταβέρνα και κάτσαμε για λίγο αμίλητοι. Μ’ έβλεπε που είχα γίνει χάλια και μ’ άφηνε στη μοναξιά μου. Γυρίσαμε σπίτι και κλείστηκα στο δωμάτιο που μου είχε δώσει. Δεν έβαλε φρουρό όπως έβαζε, ως τότε, κάθε βράδυ. Μου είχε χαρίσει την ελευθερία και το εννοούσε, κι ας την είχα αρνηθεί εγώ! Ο παραλογισμός σε όλο του το μεγαλείο! Είχαμε σκοτώσει και παρά λίγο να σκοτωθούμε, για την ελευθερία εγώ, και για λάφυρα εκείνος. Τώρα, με το γλυκόπιοτο κρασί του Βοσπόρου χαρίζαμε τα τρόπαιά μας. Εκείνος παραιτείτο από το λάφυρο κι εγώ από την ελευθερία!

............(συνεχίζεται) ...... 

Παραπομπές: 

i Αφορμή για το μυθιστορηματικό πρόσωπο του Μελέκ Αχμέτ αποτέλεσε το ιστορικό πρόσωπο του Μελέκ Αχμέτ, θείου του ξακουστού Εβλιά Τσλεμπή, Τούρκου συγγραφέα και περιηγητή του 16ου αι. που έζησε στα μέσα του 17ου αι. και έγινε τελικά Μεγάλος Βεζίρης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας [ΠΗΓΗ: Εβλιά Τσελεμπή, “Ισταμπούλ”, 1610]

ii Η επαρχία του Όφι, βρίσκεται 60 χμ. ανατολικά της Τραπεζούντας σε ένα υπέροχο ορεινό τοπίο που το διασχίζει ο ποταμός Όφις που ονομάστηκε έτσι επειδή κυλάει με ζιγκ-ζαγκ σαν φίδι. Ανατολικά του ποταμού είναι τα ελληνικά χωριά και δυτικά βρίσκονται τα χωριά που εξισλαμίστηκαν τον 17ο αι. , είχαν όμως και τον 16ο μουσουλμάνους κατοίκους μεταξύ των χριστιανών. (ΠΗΓΗ: Μορφωτικός σύλλογος Ν.Τραπεζούντας Πιερίας «Υψηλάντης»).

iii Η Αντζιμάχ ήταν χωριό που εξισλαμίστηκε και το όνομά της ήταν Αντιμάχεια

iv Ντεβσιρμέ ήταν το παιδομάζωμα. Μάζευαν παιδιά χριστιανών κυρίως από τη Ρούμελη με λίγες εξαιρέσεις. Οι μουσουλμάνοι της Πόλης έστελναν τα παιδιά τους στην επαρχία για να εξαγοραστούν σαν σκλάβοι και να μπουν στο σώμα των γενιτσάρων. [ΠΗΓΗ: Βακαλόπουλος Απ. Ιστορία Νέου Ελληνισμού, Τουρκοκρατία, τόμος Β’ σελ. 50/ Ταξίδια του Εβλιά Τσελεμπή/ Βικιπέδια κλπ.]

v Οι Ατζέμ Ογλάν ήταν οι αυτοκρατορικοί ακόλουθοι που είχαν μπει πια στο παλάτι σε ενωμοτίες και ήταν οι φρουροί και ο στρατός του σουλτάνου. Η εξέλιξή τους ήταν να γίνονται αξιωματικοί στον στρατό [ΠΗΓΗ: Εβλιά Τσελεμπή / Βικιπέδια/ Βακαλόπουλος Απ./ κλπ]

vi Ήταν συνοικίες της Πόλης κατοικούμενες κυρίως από Ρωμιούς.

vii Σούφι ήταν οι σοφοί στον ισλαμικό κόσμο. Η προέλευση της λέξης ελληνική (σοφός).

 

**********************************

Αύριο Τρίτη 6/4 η συνέχεια με το 9β, δεύτερο μέρος του κεφαλαίου 9