Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2020

Πόλεμος και Ειρήνη


 Η Ελλάδα βρίσκεται, για δεύτερη ή τρίτη φορά στην μεταπολεμική της ιστορία, τόσο κοντά σε ένα πόλεμο. Η πρώτη, φυσικά, ήταν το 1974 όταν οι Τούρκοι εισέβαλαν στην Κύπρο. Το στρατιωτικό καθεστώς της Αθήνας απέδειξε πόσο ανίκανο ήταν ακριβώς στον τομέα του. Οι "ειδικοί" επί των στρατιωτικών είχαν αποσύρει μια ταξιαρχία από την Κύπρο που την είχε στείλει εκεί ο Γεώργιος Παπανδρέου, Κι όταν κατέρρευσαν, είχαν στα χέρια τους έναν στρατό παραλυμένο που ήταν πιο πρόθυμος να στρέψει τα όπλα κατά των δικτατόρων παρά να ακούσει τις διαταγές τους. Οι δικτάτορες παραδόθηκαν αμαχητί στους πολιτικούς, αλλά, ο στρατός που άφησαν συνέχισε να είναι διαλυμένος. Είχε ακόμη χουντικούς στρατηγούς και συνταγματάρχες στο κεφάλι του και σε όλες τις μονάδες, αξιωματικούς που ψάχνονταν για ένα νέο πραξικόπημα ή για την δολοφονία του τότε πρωθυπουργού Καραμανλή. Όπως ήταν φυσικό, ακολούθησε η νέα ήττα στον δεύτερο Αττίλα. Η μισή Κύπρος κατελήφθη.

Στα Ίμια το 1996 υπήρξε μια συμπλοκή πολύ μικρής έκτασης που έδειξε ότι υπάρχουν μηχανισμοί (κυρίως το ΝΑΤΟ) που μπορούν να μεσολαβήσουν. Αυτή ήταν η πρώτη εμπλοκή μετά την Κύπρο.

Σήμερα είμαστε κοντά σε μια συμπλοκή που θα είναι αντίστοιχη με εκείνη των Ιμίων. Είναι αμφίβολο όμως αν θα λειτουργήσουν αυτή τη φορά οι "μηχανισμοί" καθώς έχουν απαξιωθεί αρκετά. Η ΕΕ δεν είναι σημαντικός εταίρος για την Τουρκία, και πάντως όχι όσο ήταν παλιά κι ειδικότερα την δεκαετία του '90. Η Αμερική έχει αποτραβηχτεί στα εσωτερικά της κι επομένως το ΝΑΤΟ είναι σχεδόν ανίκανο για στρατιωτική δράση. Η μόνη του επέμβαση ήταν που έφτιαξε μια τηλεφωνική γραμμή για έκτακτες κρίσεις. Αυτό το έφτιαχναν κι η Vodafone κι η Cosmote κι οι άλλες εταιρείες αν χρειαζόταν. Μηχανισμό επιβολής της ειρήνης μόνο η Γαλλία διαθέτει (αεροπλανοφόρο), δεν ξέρουμε όμως αν θα τον χρησιμοποιήσει σε περίπτωση ανάγκης.

ΚΡΙΣΙΜΗ ΕΡΩΤΗΣΗ: Τι κάνουμε λοιπόν; 

ΑΚΡΙΤΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Περιμένουμε.

Περιμένουμε γιατί είμαστε απροετοίμαστοι. Τρέξαμε βέβαια μέσα σε λίγους μήνες και κλείσαμε όλα όσα μπορούσαμε από πλευράς ΑΟΖ. Με την Ιταλία η συμφωνία ήταν έτοιμη, με την Αίγυπτο ήταν έτοιμη η μισή, με την Αλβανία είχαν καταγραφεί οι διαφορές. Κλείσαμε με την Ιταλία κάνοντας παραχωρήσεις, κλείσαμε μερικώς με την Αίγυπτο και τώρα συμφωνούμε με την Αλβανία να πάμε Χάγη. Καλά όλα αυτά και πρέπει να οφείλονται εν πολλοίς στον δραστήριο Δένδια. (Παρένθεση: Θυμίζω πως και στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής ένα παρόμοιο μπλιτς του Δένδια είχε γίνει κι αποδείχτηκε πετυχημένο). Δεν φτάνουν όμως αυτά όταν έχεις έναν αντίπαλο διατεθειμένο να τραβήξει το σκοινί κι όσο πάει.

Αν δούμε τα πράγματα ψύχραιμα θα πρέπει να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η εμπλοκή -αν συμβεί- δεν θα είναι και καταστροφή. Για οποιοδήποτε επεισόδιο μικρής έκτασης, χωρίς ολοκληρωτικό πόλεμο -που πρακτικά αποκλείεται- έχουμε στρατιωτικές δυνάμεις αποτροπής. Ο τουρισμός μας δεν κινδυνεύει καθώς τουρισμός δεν υφίσταται λόγω ιού και χειμώνα. Ούτε από τις αγορές εξαρτιόμαστε χάρη στα 37 δις του πακέτου που έφτιαξε ο Σύριζα. Δεν είναι, λοιπόν, η θέση μας τόσο λεπτή όσο ήταν τα προηγούμενα χρόνια. Μετά από μια πιθανολογούμενη "εμπλοκή μικρής έκτασης" η προσφυγή στην Χάγη για την ΑΟΖ θα είναι πλέον μονόδρομος.

Είναι καιρός, με εμπλοκή ή όχι, με Χάγη ή όχι, με Ερντογάν ή χωρίς αυτόν, με Τραμπ ή Μπάϊντεν, να λήξει αυτή η αντιπαλότητα Ελλάδας-Τουρκίας.  

Μαλώνουμε για ορυκτά καύσιμα που θα εκμεταλλεύονται ξένες χώρες και ξένες εταιρείες χωρίς σπουδαία κέρδη για την Ελλάδα. 

Μαλώνουμε για κυριαρχίες που έτσι κι αλλιώς δεν έχουμε (π.χ. 12 μίλια, ΑΟΖ 200 μιλίων που είναι αμφισβητούμενη άρα ανενεργή κτλ). Δεν έχουμε εμείς, δεν έχουν ούτε κι αυτοί. Υπερασπιζόμαστε "δυνητικά" κυριαρχικά δικαιώματα με άσφαιρα πυρά κι αυτοί κάνουν "πειρατείες" επεμβαίνοντας σε αμφισβητούμενες περιοχές.

Μαλώνουμε για νησιά που δεν μπορούν να πάρουν ακόμα κι αν τους τα χαρίζαμε (τι θα έκαναν ... κατοχή;), και για μια Πόλη (ο δήθεν πόθος μας) που ακόμα κι αν μας την χάριζαν θα τους την γυρίζαμε πίσω. Μιλάμε και για διαφορές ανύπαρκτες όπως της Αγιασοφιάς, για τις Μειονότητες που έχουν ρυθμιστεί από χρόνια κι από την ιστορία, και για το Προσφυγικό που είναι άλλης (ευρωπαϊκής) αρμοδιότητας.

Μια ειρήνη ανάμεσα στις δυο χώρες θα φέρει πολλαπλά θετικά αποτελέσματα σε σχέση με την σημερινή κατάσταση. Η Τουρκία (με την βοήθεια των συμφωνιών της ΕΕ) μπορεί να αποτελέσει για την Ελλάδα μια τεράστια οικονομική ενδοχώρα. Ελπίζω να βρεθούν κάποτε ηγεσίες που να το καταλάβουν και να το επιδιώξουν.

24 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 24η

Εδώ τελειώνει το μεσημέρι της δεύτερης μέρας από τις τρεις που συγκλόνισαν την Αθήνα. Μεσημέρι ακόμα της 10ης Ιουνίου7 307 π.Χ. 

Ο Δημήτριος ξέρει πως θα φύγει και στηρίζεται στους ορφικούς για να καταφέρει να κερδίσει την Δάφνη.

*****************************


(τέλος του μεσημεριού της 10ης Ιουνίου)

............................................

 «Θεόδωρε, είναι αλήθεια όσα μου είπε η Αγαπάνθη;» ρώτησε ο Επιμελητής σκεπτικός τον δούλο και φίλο του.

«Αν στα είπε, Δημήτριε, αλήθεια θα είναι. Θα τολμούσε ποτέ η Αγαπάνθη να σου πει ψέμματα;»

«Άσε τις σοφιστείες και πες μου. Τι πρόταση κατέθεσε αυτός ο Σοφοκλής ο Σουνιεύς;»

«Στράφηκε καθαρά κατά του Λυκείου και ζήτησε να εξοριστεί ο Θεόφραστος».

«Δεν φοβάται το πρόστιμο;(*) Ποιος θα τολμήσει ποτέ να ψηφίσει κατά του διευθυντή του Λυκείου;»

«Φοβάμαι πως θα περάσει. Το κλίμα είναι πολύ βαρύ» του είπε με λύπη ο Θεόδωρος.

«Τι άλλο ξέρεις; Μιλάνε για μένα;»

«Για την ώρα δεν έχει υπάρξει πρόταση για σένα και μιλούν για όλες τις σχολές, όχι μόνο για το Λύκειο. Αυτός ο Σοφοκλής από το Σούνιο λέει πως οι σχολές εργάστηκαν κατά της δημοκρατίας και πρόδωσαν την Αθήνα. Ισχυρίζεται πως αυτός είναι αρκετά σοβαρός λόγος για να κλείσουν. Από εδώ και στο εξής πρέπει να αποφασίζει ο δήμος αν θα ανοίξει μια σχολή. Και γι αυτές που λειτουργούν θα πρέπει να αποφασίσει ξανά αν θα συνεχίσουν ή όχι».

«Ο Δημοχάρης τι λέει;»

«Υποστηρίζει τον Σοφοκλή, του βρίσκει μάλιστα και νέα επιχειρήματα».

«Δεν θα αργήσουν να φτάσουν και σε μένα».

«Κι εγώ αυτό πιστεύω» είπε ο Θεόδωρος.

«Η Αγαπάνθη είπε ότι ετοιμάζουν νέες κληρώσεις».

«Στήσανε παντού κληρωτίδες. Ετοιμάζονται να κάνουν κληρώσεις το απόγευμα. Πολίτες είναι όλοι ανεξάρτητα από περιουσία κι εισόδημα, κι οι θήτες κι οι άποροι».

«Καταστρέφουν την πολιτεία μου» είπε ο Φαληρέας.

«Το θέμα τώρα είναι να μην καταστρέψουν και σένα, Δημήτριε».

Ο Επιμελητής Αθηνών δεν ήθελε πολύ για να δει πως είχε λιγότερο χρόνο μπροστά του απ’ όσο νόμιζε αρχικά. Όταν συνειδητοποίησε ότι τα πράγματα είχαν αλλάξει πια οριστικά, υπολόγιζε πως θα είχε μπροστά του ένα μήνα. Κι αν όχι ένα μήνα, θα είχε, έστω, δυο τρεις εβδομάδες για να οργανώσει τη φυγή του. Από χτες ως σήμερα, όμως, οι εξελίξεις έτρεχαν με ταχύτητα κι όλοι οι υπολογισμοί του έπρεπε να αλλάξουν. Ο Θεόδωρος τού είχε μεταφέρει την συζήτηση με τον Δημήτριο του Αντιγόνου. Κι εκείνος είχε την γνώμη πως έπρεπε να φύγει άμεσα, χαρίζοντας την περιουσία του στον δήμο.

«Πρέπει λοιπόν να κάνω γρήγορα» είπε.

«Όπως σου είπα. Αυτό πιστεύει κι ο Αντιγονίδης και το ίδιο πιστεύει κι η Ευρυδίκη».

«Θα αφήσω ένα τρίτο της περιουσίας στην Ευρυδίκη, άλλο ένα τρίτο στον δήμο και θα κρατήσω το ένα τρίτο εγώ. Ίσως αλλάξουν τα πράγματα και ξαναγυρίσω».

«Όπως νομίζεις, Επιμελητή» είπε ο Θεόδωρος

«Λέγε με Δημήτριο, Θεόδωρε, το “Επιμελητής” νομίζω πως είναι πια παρελθόν».

Ο Φαληρέας άρχισε να νιώθει όλο και πιο πολύ το επείγον της κατάστασης. Οι φόβοι του δεν ήταν αόριστοι, είχαν συγκεκριμένα πρόσωπα. Ήταν άνδρες σαν τον Δημήτριο τον γιο του Αντίγονου, τον Δημοχάρη, ανιψιό του Δημοσθένη και τον Σοφοκλή απ’ το Σούνιο. Υπήρχαν και γυναικεία πρόσωπα που τον στοίχειωναν ή που τροφοδοτούσαν τους φόβους του. Ήταν η Δάφνη που ποθούσε να κατακτήσει. Ήταν η Πανδότη, που θα του προσέφερε την Δάφνη στο πιάτο. Ήταν κι η Ευρυδίκη που θα του εξασφάλιζε την διαφυγή του. Ωστόσο ήταν ο ίδιος που έπρεπε να πάρει τις άμεσες αποφάσεις.

«Θεόδωρε, ετοίμασε εσύ προσωπικά μιαν άμαξα και φόρτωσέ την με όσο χρυσάφι μπορείς».

«Θα φροντίσω και για μια καλή συνοδεία οπλιτών».

«Πλήρωσέ τους καλά. Δώσε όσο πιο πολλές υποσχέσεις μπορείς. Θέλουμε πιστούς συνοδούς».

«Πότε θα φύγουμε;»

«Σε δυο τρεις μέρες το πολύ» είπε ο Δημήτριος.

«Θα είμαστε έτοιμοι ακόμα κι αύριο» είπε ο Θεόδωρος.

Μόλις ο δούλος-φίλος του βγήκε από το δωμάτιο ο Φαληρέας γύρισε προς τον Αγακάτη, που στεκόταν εκεί κοντά.

«Θα έρθεις μαζί μας;» τον ρώτησε.

«Θα έρθω» είπε εκείνος.

«Πού είναι η Δάφνη τώρα;»

«Στο Φάληρο ... κάπως αγριεμένη».

«Πες στους Μύστες να στείλουν την Πανδότη για να μου την ετοιμάσει. Θα πάω πρώτα στην Μουνιχία να μιλήσω με τον Διονύσιο κι ύστερα θα πάμε στο Φάληρο».

Έπρεπε να βιαστεί και, κυρίως, έπρεπε πριν φύγει να την κάνει δική του. Θα την υποχρέωνε να τον ακολουθήσει στη νέα του ζωή.

........................................................

Η βιασύνη του Επιμελητή είχε μεταβιβαστεί και στον Ιεροφάντη σαν διαταγή άμεσης εκτέλεσης. Εκείνος έβλεπε την Πανδότη να καθυστερεί κι άρχισε τις φωνές.

«Πάμε επιτέλους, Ιέρεια» της φώναξε.

Ο Σκύθης τους είχε πει να βιαστούν. Τους μετέφερε την ρητή εντολή -έτσι την είχε αναφέρει- του Επιμελητή να πάνε στο Φάληρο. Στο πατρικό του θα γινόταν η δουλειά που τους είχε αναθέσει και περίμενε να την κάνουν σωστά. Ήξερε κι ο Ιεροφάντης από μαντζούνια, όμως, για μια τέτοια δουλειά, για ερωτικά φίλτρα, η Πανδότη ήταν ειδική. Αυτός ήταν ο λόγος που την ήθελε μαζί του οπωσδήποτε.

«Φώναξε την Ιέρεια» είπε στον Σκύθη. «Φαίνεται πως δεν ακούει που την καλώ».

Εκείνη τη στιγμή η Πανδότη βγήκε από τη «Σπηλιά» με ένα σωρό σακουλάκια πάνινα και χάρτινα μαζί της.

«Μη φωνάζεις, έρχομαι» τους είπε.

Πλησίασε την άμαξα όπου την περίμεναν από ώρα ο Μύστης κι ο Ιεροφάντης και κοίταξε μέσα. Προφανώς αυτό που είδε δεν της άρεσε.

«Δεν βλέπω τον Υπάνορα» είπε.

«Τι τον θέλεις τον Υπάνορα;» είπε ο Μύστης. «Θα πάτε οι δυο σας, εσύ κι ο Μέγας Ιεροφάντης».

«Χωρίς τον Υπάνορα δεν πάω πουθενά» είπε εκείνη.

Κόντεψαν να έρθουν στα χέρια. Ο Μεγάλος Μύστης ήταν έξαλλος με την ασέβειά της να τους φέρνει αντιρρήσεις. Δεν μπορούσε να αμφισβητεί τις κρίσεις και τις αποφάσεις τους. Την είχαν κάνει Ιέρεια κι εκείνη σε ανταπόδοση τους πλήρωνε με αυθάδεια κι ανυπακοή. Θα ήθελε να της ρίξει ένα χαστούκι ή γροθιά, αλλά, θα γινόταν δημόσιο θέαμα, ανέκδοτο στα χείλη των Αθηναίων. Ο Σκύθης που ήταν εκεί δεν θα έχανε την ευκαιρία να αναμεταδώσει στην αγορά και στα καπηλειά τα γεγονότα. Ο Μεγάλος Μύστης του Ορφέα να έχει χάσει την αυτοκυριαρχία του και να δέρνει μιαν Ιέρεια! Όχι, δεν θα έδινε τέτοια τροφή στο πλήθος!

«Οι δυο μας είμαστε αρκετοί» της είπε μαλακά και πιο ήρεμα ο Ιεροφάντης.

«Χρειαζόμαστε κάποιον μαζί μας, κι από τους τρεις προτιμώ τον Υπάνορα» επέμεινε εκείνη.

«Θα σε καταργήσω από Ιέρεια αν συνεχίσεις έτσι» την απείλησε ο Μεγάλος Μύστης.

«Μην επιμένεις» της είπε κι ο Ιεροφάντης.

Σίγουρα ετούτος ο Ιεροφάντης ήταν κάπως καλύτερος από τον Μύστη, που δεν χώνευε. «Μεγάλοι και κουραφέξαλα!» σκεφτόταν. Η αυταρχική συμπεριφορά του Μύστη έσπαγε τα νεύρα της. Ως τώρα τον σεβόταν, αλλά, η υπομονή είχε φτάσει στα όριά της. Αυτή τη φορά, τουλάχιστον, δεν θα υποχωρούσε με κανένα τρόπο. Ο έρωτας που είχε κάνει με τον νεαρό την είχε τρελάνει κι ήθελε να το επαναλάβει. Όλο αυτό σκεφτόταν, ιδιαίτερα τώρα που θα ετοίμαζε το μαντζούνι για την νεαρή που ήθελε στο κρεβάτι του ο Φαληρέας. Η Πανδότη ήθελε τον Υπάνορα και δεν θα έφευγε χωρίς αυτόν.

«Περιμένετε λίγο» τους είπε.

Πήγε μόνη της να τον φωνάξει. Ήξερε ότι θα τον έβρισκε στο γυμναστήριο του Κυνόσαργες κοντά στη “Σπηλιά” τους. Τον ειδοποίησε με ένα νεαρό και σύντομα ο Υπάνωρ βγήκε και την ρώτησε τι τον ήθελε.

«Έχουμε μια δουλειά, πρέπει να φύγουμε» του είπε.

«Κι ήρθες εσύ να με φωνάξεις;»

«Ναι! Έλα, μας περιμένουν ο Μεγάλος Μύστης κι ο Μέγας Ιεροφάντης»

Ο θυμός τους που την περίμεναν ήταν φανερός, αλλά, την είχαν ανάγκη κι έτσι δεν είπαν τίποτε. Ανέβηκαν στο κάρο οι τρεις κι ο Μεγάλος Μύστης τους χαιρέτισε. Τους τόνισε πως έπρεπε να εκτελέσουν την αποστολή τους σωστά.

«Ιεροφάντη, να προσέχεις. Κι εσύ, νεαρέ, να ακούς την Ιέρεια» τους είπε καθώς έφευγαν.

Στη διαδρομή η Πανδότη κοιτούσε τον Υπάνορα που είχε λιγότερα από τα μισά της χρόνια. Απολάμβανε το ότι τον είχε κατακτήσει έστω και με έξωθεν βοήθεια. Θα έπρεπε να έχει τύψεις και να νιώθει ρυπαρή και βεβηλωμένη στο σώμα. Αντίθετα, ένιωθε δυνατή και πιο ισορροπημένη από κάθε άλλη φορά. Ήταν παράξενο που ένιωθε έτσι, γιατί οι θεοί θα έπρεπε, κανονικά, να τιμωρήσουν την βέβηλη συμπεριφορά της. Όμως της έστελναν το μήνυμα ότι όλα είχαν γίνει καλώς. Κι αφού εμπιστευόταν τα αισθήματά της, άρα, το λάθος δεν ήταν δικό της. Η ίδια η θεωρία κι η πίστη της έπρεπε να έχουν μέσα τους κάτι το εντελώς λανθασμένο.

Ο μεσημεριανός καλοκαιρινός ήλιος χτυπούσε από παντού. Το κάρο είχε ένα στοιχειώδες προστατευτικό κάλυμμα για τον ήλιο από πάνω τους αλλά η ζέστη ήταν αποπνικτική. Το ζώο που έσερνε την άμαξα έδειχνε εξαντλημένο. Με το ζόρι τους πήγε μέχρι το Φάληρο. Το νότιο φαληρικό τείχος, δίπλα από το οποίο προχωρούσαν, ήταν στο μεγαλύτερό του μέρος γυμνό από σκιές. Το πατρικό του επιμελητή ήταν μέσα σε ένα μεγάλο αγρόκτημα με πολλούς δούλους που έκαναν αγροτικές εργασίες. Τους έδωσαν λίγο νερό για να δροσιστούν και τους έδειξαν το σπίτι.

«Εμείς δεν θα μπούμε από την κεντρική πύλη» είπε ο Ιεροφάντης. «Ελάτε, ξέρω πώς θα μπούμε μέσα».

Ο Θεόδωρος τού το είχε εξηγήσει καλά, μεταφέροντας τις εντολές του ίδιου του επιμελητή. Δεν θα έμπαιναν ορφικοί τσαρλατάνοι απ’ την κεντρική πόρτα της έπαυλης. Δεν άρμοζαν τέτοιες παρέες στον φιλόσοφο κυβερνήτη. Του είχε κάνει ένα πλήρες σχεδιάγραμμα υποδεικνύοντάς του πώς θα έμπαιναν στην μεγάλη πίσω αυλή. Του είχε δώσει και τα κλειδιά για να ανοίξει την έξω πόρτα της αυλής αλλά και την έσω πόρτα του σπιτιού. Θα μιλούσαν μόνο με έναν επιστάτη και μια δούλα έμπιστη του σπιτιού που θα ήταν ενήμεροι. Ο Θεόδωρος είχε δείξει στον Ιεροφάντη λεπτομερώς πάνω στο σχέδιο από ποια πόρτα θα έμπαινε η ομάδα του στο σπίτι. Το θέμα ήταν να μην γίνει αντιληπτή από κανέναν.

Περπάτησαν κάνοντας ησυχία όπως τους είχε ζητήσει ο Ιεροφάντης. Πλησίασαν την πίσω πόρτα της έπαυλης από όπου θα έμπαιναν. Άκουσαν τότε κάποιους θορύβους κι ομιλίες από κάπου ψηλά. Κρύφτηκαν κάτω από ένα υποστύλωμα για να μην τους δουν. Άκουσαν έναν γδούπο. Πριν προλάβουν να δουν τι είχε πέσει από τον ουρανό, άκουσαν κι ένα δεύτερο γδούπο. Δεν έπεφταν από τον ουρανό, το σωστό ήταν πως έπεφταν από την οροφή- Προς μεγάλη τους έκπληξη, δυο ανθρώπινα κορμιά είχαν πέσει μπροστά τους. Η πτώση είχε γίνει κάπως άτσαλα με αποτέλεσμα να έχουν χτυπήσει.

Σαν μεγάλο καρποφόρο δέντρο, η έπαυλη του Φαλήρου, άφησε δυο καρπούς της να σκάσουν με πάταγο στο χώμα. Γύρω από τα δυο πεσμένα κορμιά σηκώθηκε σκόνη. Ήταν ένας άντρας και μια γυναίκα.

......................................................

Εκείνο το μεσημέρι της ημέρας τετάρτης φθίνοντος του Θαργηλιώνος ο Ιάσων κι η Δάφνη ήταν εγκλωβισμένοι. Τους είχαν φυλακίσει στο υπόγειο του πατρικού οίκου του Φαληρέα, Ήταν ευτυχισμένοι κι εξ ίσου δυστυχισμένοι την ίδια στιγμή. Ευτυχισμένοι γιατί είχαν ζήσει για πρώτη τους φορά τον τέλειο έρωτα. Ήταν δυστυχισμένοι όταν αναλογίζονταν το μέλλον που επιφύλασσε και στους δυο ο δεσμώτης τους.

Ο Ιάσων δεν έμεινε με σταυρωμένα τα χέρια. Το πάλεψε πολύ και βρήκε ένα τρόπο για να το σκάσουν. Παρατήρησε ότι στο πατάρι ο τοίχος ήταν λεπτός. Σκάβοντας με τα χέρια του κατάφερε να αφαιρέσει τα χώματα. Βγήκε από την φυλακή τους σε ένα διάδρομο. Βοήθησε και τη Δάφνη να βγει, αλλά, τους πήραν χαμπάρι οι φύλακες. Δύο Σκύθες τους κυνήγησαν με τα ρόπαλα και τα μαστίγιά τους. Άλλοι δύο πιο εκεί είχαν στα χέρια κοφτερά σπαθιά κι απειλούσαν να τους σκοτώσουν.

«Από εδώ, Δάφνη» φώναξε ο Ιάσων κι ανέβηκε κάποιες σκάλες.

Δεν μπορούσε να τα βάλει με τέσσερις οπλισμένους κι εξασκημένους δυνατούς άντρες. Μπορούσε, όμως, να τρέξει για να ξεφύγει. Μαζί του έτρεχε κι η Δάφνη. Όλο αυτό που της είχε συμβεί έμοιαζε παράλογο. Ακόμα δεν ήξερε γιατί την είχαν συλλάβει ούτε γιατί κυνηγούσαν τον Ιάσονα. Δεν γνώριζε γιατί τον είχαν φυλακίσει και, μετά, γιατί τον έβαλαν στο ίδιο δωμάτιο μαζί της. Ο Δημήτριος τής δήλωνε πως ήθελε να την παντρευτεί και μετά την φυλάκιζε χωρίς ακόμα να της έχει κάν μιλήσει. Ο παραλογισμός συνεχιζόταν με αυτό εδώ το κυνήγι απ’ τους Σκύθες. Ακολουθούσε τον Ιάσονα αμίλητη. Ευχόταν να ξεφύγουν για να συνεχίσουν και να ολοκληρώσουν κάποτε την ευτυχία τους. Μόλις πριν λίγο εκείνη είχε ανακαλύψει την πλήρη διάσταση αυτής της ευτυχίας.

«Πού πάμε;» τον ρώτησε. «Πώς θα ξεφύγουμε;»

«Αν φτάσουμε στον στάβλο του και πάρουμε ένα άλογο, τότε, σωθήκαμε» της απάντησε.

«Φοβάμαι!» του είπε.

«Κάνε κουράγιο, θα τα καταφέρουμε!»

Δεν τα κατάφεραν. Καθώς έτρεχαν από σκεπή σε σκεπή οι Σκύθες έτρεχαν ξοπίσω τους. Έφτασαν σε ένα σημείο από όπου μπορούσαν να πηδήσουν στην πίσω αυλή της έπαυλης. Η πίσω πόρτα ήταν παραδόξως ανοιχτή και, αν κατάφερναν να φτάσουν ως εκεί, θα ξέφευγαν.

«Πρέπει να πηδήσουμε» της είπε.

«Είναι ψηλά!»

«Με προσοχή. Θα πέσουμε στα χώματα» της έδειξε.

Ο Ιάσων θα πηδούσε πρώτος, όμως ήθελε να της δώσει το απαραίτητο θάρρος για να πηδήσει κι αυτή.

«Έλα. γλυκιά μου, κάνε το, μη φοβάσαι» της είπε.

Ήταν ένα ύψος τεσσάρων ή πέντε μέτρων. Δεν ήταν τεράστιο, αλλά, ούτε μικρό. Η Δάφνη πήδησε κι όταν χτύπησε κάτω στο έδαφος ακούστηκε ένας άσχημος γδούπος. Μάλλον είχε τραυματιστεί. Ανήσυχος ο Ιάσων πήδησε κι αυτός κι έπεσε επίσης άτσαλα. Βογκούσαν και οι δυο όταν ακριβώς πάνω από τα κεφάλια τους εμφανίστηκαν έκπληκτα τα κεφάλια των ορφικών. Ήταν ο Υπάνωρ, ο Ιεροφάντης κι η Πανδότη. Δεν είχαν γνωριστεί, όμως, δεν ήταν δύσκολο να καταλάβουν τι είχε γίνει και ποιοι προσπαθούσαν να ξεφύγουν.

«Δέστε τους!» ακούστηκε η φωνή του Ιεροφάντη.

Σε λίγο κατέφθασαν κι οι Σκύθες. Τα χτυπήματα από το πέσιμο ήταν ασήμαντα, μόνο πόνο προξενούσαν. Το θέμα ήταν πως τους είχαν εξουδετερώσει. Πιο μεγάλος ήταν ο ψυχικός τους πόνος που βρίσκονταν και πάλι δέσμιοι. Αυτή τη φορά οι Σκύθες τους έβαλαν χώρια και φρόντισαν να τους φυλάξουν καλά. Ο Δημήτριος ήθελε τους δυο αιχμάλωτους στη διάθεσή του και μόλις που είχαν γλιτώσει την οργή του. Δεν θα έκαναν το ίδιο λάθος για δεύτερη φορά.

.................................................

Παραπομπή:

(*) Αν κάποιος έκανε πρόταση στην Εκκλησία του δήμου και δεν συγκέντρωνε τουλάχιστον το 1/5 των ψήφων (20%), πλήρωνε πρόστιμο.

*****************************

Αύριο Παρασκευή, το πρώτο μέρος του απογεύματος εκείνης της μέρας.


Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2020

23 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 23η

 Οι φίλοι του Ερμόδωρου προετοιμάζουν την περιφορά της κηδείας και επιθεωρούν την διαδρομή που θα κάνει στον Πειραιά. Τα πράγματα είναι ανήσυχα.

*************************************


 (Μεσημέρι της 10ης Ιουνίου 307 π.Χ.)

Ο Ζείκρατος είχε φτάσει στο Άστυ των Αθηνών και πήγε ξανά στο δεσμωτήριο. Πριν μερικές ώρες είχαν έρθει εδώ ο Μύρων με την Κλεοτίμα ψάχνοντας τον Ιάσονα. Τώρα ήταν ο Ζείκρατος που έψαχνε για τον Αγακάτη. Ό,τι κι αν είχε συμβεί, σχετικά με την εξαφάνιση των Ιάσονα και Δάφνης, ο Αγακάτης θα το είχε μάθει.

Ο αρχηγός των Σκυθών ήταν ο μόνος άνθρωπος στην Αθήνα που είχε το νου του κυρίως στην καθημερινότητα. Αυτή τον ένοιαζε περισσότερο, παρά η εξέγερση που είχε ξεσηκώσει την πόλη στο πόδι. Ήταν δημόσιος δούλος κι εκτελούσε εντολές, είτε αφέντης ήταν ο τύραννος είτε ο κληρωμένος αστυνόμος των Αθηνών. Γνώριζε, βέβαια, πως αν ο δήμος κέρδιζε οριστικά την εξουσία, θα τού ήταν εύκολο να πετύχει να ελευθερωθεί. Για την ίδια ελευθερία είχε πολεμήσει τους Μακεδόνες και γι αυτήν είχε σκλαβωθεί. Δεν ήταν όμως σίγουρος ότι την ήθελε αυτή την “ελευθερία”.

Στη Λαμία η ζωή του ήταν μίζερη. Δεν είχε παιδιά και τσακωνόταν συνεχώς με τη γυναίκα του και τους γείτονες. Εδώ, η δουλειά του ως αρχιαστυνόμου του άρεσε. Η ενασχόληση του με μικροεγκλήματα καθώς και με την επιβολή της τάξης ήταν ενδιαφέρουσα. Είχε ένα καλό μισθό, μακριά από τη μιζέρια της ζωής στη Λαμία. Όλα αυτά ήταν σοβαροί λόγοι για να προτιμά τη ζωή του εδώ, έστω και σαν δημόσιος δούλος.

«Ψάχνω τον Αγακάτη» είπε ο Ζείκρατος στον πρώτο Σκύθη που είδε αραχτό έξω από το δεσμωτήριο. Έπινε κρασί με λίγες ελιές στο πιάτο του.

«Δεν είναι εδώ. Τι τον θέλεις;»

«Θέλω να μάθω αν συλλάβατε χτες δυο φίλους μου, έναν άντρα και μια γυναίκα».

«Αν τους είχαμε συλλάβει θα ήταν εδώ, δεν έχει αλλού για να τους πάμε» είπε ο Σκύθης.

Η προφορά του ήταν βαριά. Πρέπει να ήταν από την Θράκη. Εκεί υπήρχαν αβασίλευτα μέρη όπου οι άνθρωποι δεν δέχονταν να τους εξουσιάζει κανείς.

«Μάθατε μήπως τίποτε χειρότερο; Κάτι για φόνους το βράδυ ή χτες, ή κάτι τέτοιο;»

«Όχι, δεν συνέβη τίποτε. Παρά τις φασαρίες και τις φωνές δεν έγινε κανένα επεισόδιο».

«Πώς βρέθηκες εδώ Σκύθη;» τον ρώτησε ο Ζείκρατος.

«Και τι σε νοιάζει εσένα;»

Ο Σκύθης δεν φαινόταν καθόλου διαθέσιμος να μιλήσει για τον εαυτό του.

«Θα έχεις κι εσύ φίλους, δεν μπορεί. Θα ξέρεις τι θα πει να χάσεις δικούς σου ανθρώπους. Βοήθησέ με να τους βρω» τον παρακάλεσε ο Ζείκρατος.

«Δεν έχω φίλους κι ούτε θέλω να κάνω. Πάντως σου λέω πως, όποιον κι αν συλλάβουμε, πρέπει να τον φέρνουμε εδώ. Αυτός είναι ο νόμος σας. Αν είχαμε πιάσει τους φίλους σου θα τους έβλεπες τώρα κλεισμένους εδώ μέσα».

«Μήπως ξέρεις πού είναι ο Επιμελητής;»

«Νομίζω ότι έφυγε. Είδα τη συνοδεία του να φεύγει απ’ τις Πειραϊκές Πύλες».

«Το έσκασε;»

«Όχι βέβαια. Σε δουλειές πρέπει να πήγαινε. Εξάλλου γιατί να το σκάσει; Τι έχει να φοβηθεί;»

«Πήγε κι ο Αγακάτης μαζί του;»

«Δεν ξέρω, μη με ρωτάς» είπε ο Σκύθης.

Ο Ζείκρατος κατανοούσε την μοιρολατρική στάση του. Είχε υποδουλωθεί εκούσια για ένα μισθό και για να ζήσει στην ξακουστή πόλη. Δεν τον ένοιαζε η δημοκρατία των Αθηναίων. Ο αβασίλευτος Θραξ, ήξερε πως οι Μακεδόνες δεν θα έφευγαν από εδώ ποτέ, όπως δεν είχαν φύγει ποτέ κι απ’ την Θράκη.

Απογοητευμένος απ’ την άκαρπη αναζήτηση ο Ζείκρατος επέστρεψε στον Πειραιά. Έβρισκε πόρτες κλειστές, όμως, δεν τα παρατούσε. Ο Ιάσων ήταν μοναδικός άνθρωπος και φίλος και δεν θα αποδεχόταν την απώλειά του. Ούτε της Δάφνης βέβαια. Όσο ταραγμένες κι αν ήταν αυτές οι μέρες, όσο κι αν τον ανησυχούσαν οι φόνοι, θα συνέχιζε να ψάχνει.

.............................................

Την ίδια ώρα, ο Μύρων κι η Κλεοτίμα προσπαθούσαν να δουν τι θα γινόταν στο Εμπορείο. Από εκεί θα περνούσε η περιφορά του Ερμόδωρου πριν καταλήξει στον Τραπεζώνα. Εξω από τα Μακρά Τείχη, πολύ κοντά στην Ηετιώνεια Πύλη, είχαν ετοιμάσει τον τάφο. Είχαν φτιάξει μια ταφόπλακα με την οποία θα σκέπαζαν το νεκρό του σώμα.

Πέρασαν πρώτα από το καπηλειό του Λυκανία να μάθουν τις εξελίξεις. Τα πράγματα ήταν ήρεμα στο Εμπορείο και τον Κάνθαρο κι η ένταση είχε μετακομίσει στη Μουνιχία. Ο κόσμος είχε μαζευτεί εκεί και γιουχάϊζε τους Μακεδόνες. Όλοι περίμεναν τον Δημήτριο να επιτεθεί.

«Δεν θα τους κάνει τη χάρη» είπε ο Λυκάνιος.

Είχε παραβλέψει το βασικό του δόγμα ότι έπρεπε να μεταδίδει τις ειδήσεις ξερά και χωρίς σχόλια.

«Λες να φοβηθεί την αιματοχυσία;» είπε ο Μύρων.

«Μάλλον. Δεν θα τα καταφέρει με τις δυνάμεις του».

«Θα έχει και τους Αθηναίους μαζί του».

«Δεν πέφτουν τα φρούρια. Οι Λακεδαιμόνιοι τριάντα χρόνια πάλευαν και δεν πέρασαν τα Μακρά Τείχη».

«Αν περιμένει να λιμοκτονήσουν για να παραδοθούν, θα αργήσει πολύ» είπε η Κλεοτίμα.

«Λένε ότι με τις πολιορκητικές μηχανές που έχει αυτός ο Δημήτριος μπορεί να ρίξει κάθε φρούριο» είπε ο Μύρων.

«Θέλει χρόνο για να τις φτιάξει» είπε ο Λυκάνιος. «Κι έχει τα Μέγαρα να καταλάβει».

«Ήρθαν, άραγε, οι εκπρόσωποι των Μεγαρέων;» ρώτησε η Κλεοτίμα.

«Ναι, ήρθαν από τον δήμο. Του ζητούν να επέμβει και θα τον βοηθήσουν, αρκεί να επαναφέρει τα πάτρια(*1)».

Η περιφορά της κηδείας δεν θα είχε κανένα πρόβλημα να περάσει από εδώ ως τον Τραπεζώνα. Για σιγουριά, πήγαν στο κεντρικό λιμάνι να δουν την κατάσταση με τα μάτια τους.

«Κοίτα, ετοιμάζουν την κληρωτίδα» είπε η Κλεοτίμα καθώς περνούσαν από την Ιπποδάμεια αγορά.

Με το που επικράτησε ο Ελευθερωτής Δημήτριος του Αντιγόνου κι έκανε τις εξαγγελίες του, ο δήμος δεν περίμενε. Πολίτες ήταν και πάλι όλοι οι Αθηναίοι. Είχαν αποκτήσει ξανά τα πολιτικά τους δικαιώματα κι όσοι τα είχαν στερηθεί απ’ τον Φαληρέα και τους Μακεδόνες. Θα έμπαιναν στην κληρωτίδα όλα τα ονόματα από όλες τις φυλές σε όλους τους δήμους. Θα μοιράζονταν εξ αρχής όλα τα αξιώματα κι οι θέσεις ευθύνης κι εξουσίας. Άλλος θα γινόταν βουλευτής ή δικαστής ή επώνυμος άρχων. Άλλος θα γινόταν πρύτανης, μετρονόμος, σιτοφύλακας, οδοποιός, αθλοθέτης, ιεροποιός ταμίας, λογιστής, γραμματέας. Ένα σωρό ακόμα αξιώματα της πολιτείας θα καταλαμβάνονταν από τους πολίτες χωρίς κριτήριο πλούτου ή φήμης. Μόνο κριτήριο η τύχη μέσα από την κλήρωση. Θα έμεναν σε αυτά τα αξιώματα για ένα έτος και δεν θα είχαν δικαίωμα επανεκλογής στην ίδια θέση. Πριν αναλάβουν τη θέση που θα τους έδινε η κληρωτίδα, θα καταγραφόταν λεπτομερώς όλη η περιουσία τους. Όταν ξαναγύριζαν στη θέση του απλού πολίτη, θα έπρεπε να μην έχουν πλουτίσει. Αν αυτό συνέβαινε, τότε ο δήμος θα έπαιρνε το παραπανίσιο που θα είχε αποκτηθεί.

«Ο δήμος με αυτά τα κληρωτήρια ξαναπαίρνει στα χέρια του την εξουσία» είπε ο Μύρων. «Καταργούνται οι επόπτες κι οι επιστάτες του επιμελητή».

«Λένε πως θα τον δικάσουν» είπε η Κλεοτίμα.

«Τότε δεν την γλιτώνει. Δεν θα βρεθούν εύκολα πολίτες που να αποφασίσουν ότι είναι αθώος».

«Δεν τον λυπάμαι καθόλου. Τα ήθελε και τα έπαθε».

Προχώρησαν προς τον Τραπεζώνα. Καθώς περπατούσαν κατά μήκος της παραλίας είδαν το «Εμπορείο». Ήταν ένα κτίσμα με πλάτος ενός και μήκος πέντε σταδίων(*2). Εκεί ήταν κι η «Μακρά Στοά» που είχε κτιστεί τον καιρό του Περικλή. Λίγο πιο κάτω ήταν το «Δείγμα» όπου εξέθεταν τα προϊόντα τους οι έμποροι. Αριστερά τους έβλεπαν την Ηετιώνεια Πύλη και την κατάληξη των Μακρών Τειχών. Μπροστά τους απλωνόταν ο Τραπεζών κι εκεί ήταν ο τάφος, η τελευταία κατοικία, του αγαπητού τους Ερμόδωρου.

Στάθηκαν λίγο στο Αφροδίσιο. Ο ναός ήταν ουσιαστικά ένα θεραπευτικό κέντρο. Ήταν σχεδόν κήπος παρά κτίσμα. Ήταν κατασκευασμένος λιγότερο από κολόνες κι αετώματα και περισσότερο με δέντρα, λουλούδια και θάμνους. Είχε και δωμάτια για ανθρώπους που έρχονταν εδώ να θεραπευτούν. Υπήρχαν τριγύρω λιμνούλες, ρυάκια κι αίθρια ή λουτρά κι από παντού αναδύονταν μυρωδιές αρωματικών φυτών. Μέσα σε αυτόν τον χώρο κάθισαν σε ένα ξύλινο παγκάκι. Η δροσιά κι η ομορφιά του τοπίου τούς ξεκούρασε αμέσως.

«Πολύ όμορφα και γαλήνια είναι εδώ» είπε η Κλεοτίμα.

«Μετά το έλος(*3) παύει εντελώς η κίνηση κι ο Πειραιάς είναι μαγεία» συμφώνησε ο Μύρων.

«Εδώ θα αφήσουμε τον Ερμόδωρο» είπε συγκινημένη.

«Όλοι θα πάρουμε τον ίδιο δρόμο» την παρηγόρησε.

«Νιώθω εντελώς μόνη μου Μύρων!» ξέσπασε επιτέλους κοντά του η Κλεοτίμα.

Κρατούσε καλά τη θέση και την αξιοπρέπειά της όσο υπήρχαν κι άλλοι τριγύρω. Τώρα όμως, που ήταν μόνοι τους σε ένα τόσο όμορφο μέρος, κοντά στον τάφο του Ερμόδωρου, δεν κρατήθηκε. Αφέθηκε στον πόνο της.

«Τι θα κάνω Μύρων; Είχα συνδέσει απόλυτα τη ζωή μου με τον Ερμόδωρο. Τώρα που χάθηκε νιώθω απροστάτευτη και πολύ μόνη».

«Μην ανησυχείς γι αυτό Κλεοτίμα, είμαστε κι εμείς εδώ, οι φίλοι σου. Δεν θα είσαι ποτέ μόνη».

Ο Μύρων πάντα την συμπαθούσε, περισσότερο απ' όσο ένας άντρας μπορούσε να συμπαθεί τη γυναίκα του φίλου του. Είχε την αδιόρατη εντύπωση πως κι εκείνη τον συμπαθούσε, ήταν όμως ανάρμοστο να κάνει τέτοιες σκέψεις. Γι αυτό, πάντα τις έδιωχνε από το μυαλό του. Όταν έμαθε για τον θάνατο του Ερμόδωρου κι έτρεξε να της το αναγγείλει δεν μπόρεσε να αποφύγει κάποιες σκέψεις. Τώρα θα έμενε μόνη. Ο Ερμόδωρος προηγείτο, αλλά, ήταν νεκρός. Οι ζωντανοί θα συνέχιζαν. Δεν τολμούσε να σκεφτεί «ουδέν κακόν αμιγές καλού» όμως νά που ερχόταν στο μυαλό του διαρκώς. Αυτές οι ανάρμοστες σκέψεις δεν τον άφηναν καθόλου να ησυχάσει.

«Μιλάς σαν να μην ξέρεις την κοινωνία» του είπε.

Την τράβηξε κοντά και την έγειρε να ακουμπήσει στον ώμο του. Θα ήθελε να την χαϊδέψει και να την καθησυχάσει αλλά δεν τολμούσε να την αγγίξει. Δεν φοβόταν κανέναν άλλον από την ίδια την Κλεοτίμα κι από την εντύπωση που θα της δημιουργούσε. Απέφυγε την βιαστική κίνηση. Μέσα στο πένθος της δεν θα έπρεπε να την φορτώνει με διλήμματα και τύψεις. Ένιωθε το πρόσωπό της να ακουμπά στον γυμνό του ώμο και τα μαλλιά της να πέφτουν στο μπράτσο του. Η Κλεοτίμα, που ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι έγερνε πάνω του, πετάχτηκε ξαφνιασμένη. Στάθηκε λίγο μακριά του κι ένιωσε πως είχε μόλις ξεπεράσει κάθε όριο ντροπής. Κι ήταν ακριβώς η μέρα της κηδείας του Ερμόδωρου.

«Ω, θεοί, κόντεψα να αποκοιμηθώ» του είπε. «Θα είμαι πολύ κουρασμένη από το ξενύχτι».

«Ηρέμησε Κλεοτίμα, κανείς δεν μας κυνηγά».

Με τα χέρια της έπιασε το κεφάλι της κι η κίνησή της έδειχνε απελπισία. Για τον Μύρωνα, εκτός απ’ την απελπισία, αποκάλυπτε κι ένα όμορφο σημείο του κορμιού της, το όμορφο χέρι της. Απέφυγε να την πιάσει από τους αγκώνες ή τις μασχάλες της. Βασανιζόταν από τον πόθο το ίδιο όσο κι εκείνη βασανιζόταν από τις τύψεις.

«Ω, θεοί, θεοί, τι θα κάνω;» αναρωτήθηκε η Κλεοτίμα χωρίς να περιμένει καμιάν απάντηση.

«Θα συνεχίσεις να ζεις και να ομορφαίνεις τη ζωή μας» της είπε ο Μύρων θαρρετά.

«Δεν είναι μόνο που χάνω τον Ερμόδωρο» είπε εκείνη. «Είναι κι όσα με περιμένουν».

«Μπορεί να είναι όμορφα αυτά που σε περιμένουν».

Ήταν γοητευμένος από την παρουσία της. Η αδυναμία που έδειχνε σχεδόν τον μεθούσε όσο οι μυρωδιές των ανθέων κι οι ομορφιές του τοπίου.

«Η σχέση μου μαζί του ήταν γνωστή σε όλους. Κανείς δεν θα θέλει πια μια “χρησιμοποιημένη” γυναίκα».

«Ε, όχι και «κανείς» Κλεοτίμα. Δεν είναι όλοι ηλίθιοι εδώ στην Αθήνα!»

Τον κοίταξε παραξενεμένη.

«Ναι αυτό ακριβώς εννοώ! Υπάρχουν πολλοί που θα ήθελαν την Κλεοτίμα. Αν θες να ξέρεις, εγώ είμαι ο πρώτος στη λίστα!» της είπε ο Μύρων χωρίς δισταγμό.

«Ω, καλέ μου» είπε εκείνη κεραυνοβολημένη απ' την ομολογία του.

Αν για τον Μύρωνα ήταν άπρεπο να την σκέφτεται, για εκείνην ήταν εξ ίσου άπρεπο να τον βάζει στο νου της. Ήταν ο φίλος του άντρα που θα γινόταν ο άντρας της ζωής της. Ήταν και δικός της φίλος επίσης. Όσο κι αν της άρεσε ο Μύρων, δεν είχε το δικαίωμα να κάνει όνειρα γι αυτόν. Νά όμως που ο θάνατος, είχε ανατρέψει όλες τις σταθερές της ζωής της και νά που είχε κάνει το αδύνατο δυνατό. Εξακολουθούσε βέβαια να ντρέπεται και να έχει τύψεις.

«Μύρων, καλύτερα να το αφήσουμε αυτό» του είπε.

«Σωστά!» είπε κι εκείνος βιαστικά.

Κάθισαν για λίγα λεπτά αμίλητοι.

«Όμως, δεν θα ξεχάσουμε να το συζητήσουμε μιαν άλλη φορά. Εντάξει;» της είπε.

«Ναι, μιαν άλλη φορά» του είπε εκείνη κι άγγιξε με το χέρι της το δικό του.

Έμειναν για λίγο ακόμα ακίνητοι κι αμίλητοι, ίσως γιατί, ήδη, είχαν πει πάρα πολλά.

..........................

Παραπομπές:

(*1) Εννοείται πως όταν λένε «πάτρια» εκείνη την εποχή, εννοούν το πάτριο πολίτευμα των Ελλήνων, δηλαδή την δημοκρατία.

(*2) Το Εμπορείοι με τις σημερινές μονάδες μέτρησης είχε μήκος χίλια μέτρα και πλάτος περίπου 250 μέτρα. Είχε «κρηπίδες» και «υποδοχές» που ανάμεσά τους σχηματίζονταν «νηοδόχοι» για να πιάνουν ντα πλοία.

(*3) Ολόκληρη η περιοχή «Αλίπεδον» που βρίσκεται ανάμεσα στον σημερινό ηλεκτρικό σταθμό του Πειραιά και τον Άγιο Διονύσιο ήταν ένα έλος.

*************************************

Αύριο Πέμπτη η συνέχεια της ιστορίας πάντα το μεσημέρι της 10ης Ιουνίου, της δεύτερης από τις τρεις συγκλονιστικές μέρες της Αθήνας του 307 π.Χ.